Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ


Ὁ ἄνθρωπος κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου




Ἡ διακονία καί ἡ ποιμαντική εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας σ' ὁποιαδήποτε ἐποχή, ἰδιαίτερα δέ σήμερα, ἔχει χρέος νά προσανατολίζεται σταθερά στήν ἐπικαιρότητα καί νά μή παραθεωρῆ τίς ἐπί μέρους πολιτισμικές καταβολές τῶν ἀνθρώπων, στούς ὁποίους ἐκτείνει τή φροντίδα της. Ἐξ ἴσου ἔχει τήν ὑποχρέωση νά ἀναβαπτίζεται συνεχῶς στά θεολογικά ἐκεῖνα κριτήρια, τά ὁποῖα περιγράφουν καί προσδιορίζουν τόν χαρακτῆρα καί τή φυσιογνωμία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αὐτό σημαίνει ὅτι παράλληλα καί συγχρόνως μέ τή σπουδή τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου ὀφείλει νά γνωρίζη τή χριστιανική διάσταση καί ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά προσεγγίση καί νά ποιμάνη; Ποιό εἶναι τό βάθος καί ποιά τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς του;
Εἶναι προφανές ἀπό τή μελέτη τῆς ἐν γένει χριστιανικῆς παραδόσεως ὅτι ὁ ἄνθρωπος, κατά τό λόγο τῆς θείας οἰκονομίας, ἐνῶ ζῆ καί ἐπιβιώνει μέσα στήν πολλαπλότητα τῆς κοσμικῆς καί τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας, στήν οὐσία συνιστᾶ "καινήν κτίσιν" (2 Κορ. 5: 17). Ἐνῶ πορεύεται μέσα στήν ἀκατανόητη ἀναγκαιότητα τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου εἶναι ὀντότης μιᾶς ἄλλης τάξεως καί κοινωνίας. Χωρίς νά ἀρνεῖται τόν κόσμο καί τό ἱστορικό, κοινωνικό καί πολιτισμικό του περιβάλλον, ὅπως θά ἤθελε μιά μονιστική μεταφυσική ἤ ἡ μανιχαϊκή ὀντολογία, ἀνατρέπει τή γνωστή κατεύθυνση, ἀπό τή ζωή στό θάνατο, ἀφοῦ ἐν Χριστῷ "μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν" (Ἰω. 5: 24). Χωρίς νά ἀπαρνεῖται τόν κοσμικό χῶρο στόν ὁποῖο ὑπάρχει, δρᾶ καί πορεύεται, ὁ ἄνθρωπος τῆς νέας Διαθήκης ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ζωή του "κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ" (Κολ. 3: 2-3).
Μιά προσεκτική μελέτη τῶν βιβλικῶν δεδομένων μᾶς φέρνει μπροστά στήν ἔννοια τοῦ "καινοῦ ἀνθρώπου". Ἡ ἔννοια αὐτή κατανοήθηκε στή χριστιανική παράδοση σάν ἀφετηριακό καί θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Θά μπορούσαμε ἀπερίφραστα νά ποῦμε ὅτι, ἡ χριστιανική περί ἀνθρώπου διδασκαλία δέν εἶναι στήν οὐσία ἄλλο παρά θεολογία τοῦ "καινοῦ" ἀνθρώπου. Στήν Καινή Διαθήκη καί εἰδικώτερα στή θεολογία τοῦ Παύλου ὁ "καινός ἄνθρωπος" παρίσταται ὡς προϊόν τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, ἀντιδιαστέλλεται δέ ἀπό τόν "παλαιόν ἄνθρωπον". Εἶναι γνωστό ὅτι, μέ τήν ἔννοια "παλαιός ἄνθρωπος" ὁ Παῦλος περιγράφει τόν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. 6: 6. Κολ. 3: 9), τόν "ἀπηλλοτριωμένον τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ" (Ἐφ. 4: 18), "τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης" (Ἐφ. 4: 22). Ὁ παλαιός αὐτός ἄνθρωπος παρομοιάζεται μέ "παλαιάν ζύμην", μέ τήν "ζύμην τῆς κακίας καί πονηρίας", πού σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ἄχρηστη καί πρέπει νά ἀντικατασταθῆ μέ νέα ζύμη "εἰλικρινείας καί ἀληθείας" (1 Κορ. 5: 7-8).
Ἡ διαλεκτική παράσταση τοῦ παλαιοῦ καί τοῦ νέου ἀνθρώπου ἔχει τρεῖς πτυχές, τρεῖς ἄν θέλετε ἰδιάζουσες ἀναφορές στή θεολογία τοῦ Παύλου. Κατά πρῶτο λόγο ἔχει ἕνα μυστηριακό χαρακτῆρα, χρησιμοποιεῖται δηλ. σέ σχέση μέ τό Βάπτισμα. "Ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη" καί συνετάφη στό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, "ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ Παρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν" (Ρωμ. 6: 3-6). Τό Βάπτισμα κατανοεῖται ὡς "λουτρόν παλιγγενεσίας καί ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου" (Τίτ. 3: 5). Πρόκειται γιά τήν ἐν Χριστῷ ἀρχή τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἔνδυση τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. 3: 27), πού πραγματώνεται μέ τήν ὑπαρξιακή μετοχή στό θάνατο καί στήν ἀνάστασή Του. Ἔτσι, ἡ μυστηριακή σχέση ἀνάγει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο στή θεανδρική ζωή.
Ἀπό τό μυστηριακό κύκλο ἡ παράσταση μεταφέρεται στόν κύκλο τῆς προσωπικῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ καλεῖται νά κινηθῆ ἐλεύθερα καί νά ἐγκαταλείψη "τήν προτέραν ἀναστροφήν, τόν παλαιόν ἄνθρωπον" (Ἐφ. 4: 22). Ἡ παλαιά ζωή, τήν ὁποία πρέπει νά ἀπαρνηθῆ καί νά νεκρώση ὁ πιστός, περιλαμβάνει κάθε μορφή σαρκικῆς λαγνείας, "πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμία κακήν, καί τήν πλεονεξίαν ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία" (Κολ. 3: 5). Γιά νά κτισθῆ ὁ καινός ἄνθρωπος αὐτές οἱ ἐπιθυμίες καί εἰδωλολατρικές ὀρέξεις πρέπει νά φύγουν ἀπό τό σῶμα του, ὅπως φεύγει τό ἔνδυμα μέ τήν ἀπέκδυση. Ἔτσι οἱ πιστοί, "ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον", θά ἐνδυθοῦν, μέ τήν προσωπική τους πλέον ἄσκηση, "τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν" (Κολ. 3: 9-10).

Άγιος Γρηγόριος Νύσσης | Ένας «Ξεχασμένος» και «Παρεξηγημένος» Άγιος


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ (Αντιγραφή)
Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει ένας Πατέρας της εκκλησίας, ένας εραστής του Χριστού, ο οποίος δείχνει στις μέρες μας να είναι «ξεχασμένος» αλλά και «παρεξηγημένος». Πρόκειται για τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον οποίο η εκκλησία μας τιμά στις 10 Ιανουαρίου. Δυστυχώς, έχω την αίσθηση, που δεν θα ήθελα να έχω ούτε την υποψία της αίσθησης αυτής, ότι ένα μέρος του ιερού κλήρου, έχει άγνοια περί του προσώπου που, του έργου του, κι αυτό φαίνεται και σε λειτουργικό επίπεδο.
Τον αγαπώ τον Νύσσης, τον έχω μέσα στην καρδιά μου∙ τόσο για την προσωπικότητα του, όσο και για τους λόγους του. Ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης (335 – 395 μ.Χ.), γιος της αγίας Εμμέλειας, αδελφός του Μ. Βασιλείου και της αγίας Μακρίνας είναι ένας από τους τρεις Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης), οι οποίοι με τη θεολογική τους σκέψη άφησαν τη σφραγίδα τους στα θεολογικά γράμματα. Υπήρξε έγγαμος αλλά έχασε νωρίς τη σύζυγο του. Αν και ακολούθησε τον έγγαμο βίο (έως τον 6ο αι. μ. Χ. επιτρεπόταν στους έγγαμους κληρικούς να εκλεγούν Επίσκοποι) αγαπούσε την μοναχική ζωή. Ο Νύσσης ήταν περισσότερο ένας φιλόσοφος παρά ένας θεολόγος ή καλύτερα ένας φιλοσοφημένος θεολόγος που χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία στη διακονία της ευαγγελικής αλήθειας. Εξάλλου αυτό δείχνουν οι επιρροές του από την πλατωνική, αριστοτελική, στωική και νεοπλατωνική φιλοσοφία.
Ο Νύσσης έχει γράψει αξιόλογα έργα (δογματικά, λόγοι, επιστολές, ερμηνευτικά, ασκητικά, πολεμικά) κάποια από τα οποία κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην πατερική γραμματεία και την οποία κοσμούν λαμπρώς. Μερικά από τα σημαντικότερα του έργα είναι: Λόγος Κατηχητικός Μέγας, Περί του μη είναι τρεις Θεούς, Περί Ψυχής και Αναστάσεως, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, Εις τον βίον του Μωυσέως, Εις το Άσμα Ασμάτων, Περί Παρθενίας, Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας κ.τ.λ. Στα έργα του, συνδυάζοντας τη φιλοσοφία με τη θεολογία, καταφέρνει με αριστοτεχνικό τρόπο να ντύσει τη μοναδική αλήθεια του ευαγγελίου με φιλοσοφικούς όρους, σχήματα και θεωρήσεις. Αυτό εξάλλου, κάνει τον ίδιο να διατείνεται ότι «την αρετή της ευσέβειας αποτελεί συγχρόνως η ορθή γνώση της αλήθειας η καθαρότητα του ήθους».
Δεν γράφει για να εντυπωσιάσει αλλά για να μυήσει τον άνθρωπο στην οντολογία του ορθόδοξου ήθους και στην αλήθεια του Χριστού που σώζει τον άνθρωπο. Δεν μιλάει για έναν τιμωρό Θεό που τιμωρεί το ανθρώπινο γένος για την αμαρτία (όπως κάτι τέτοιο εντοπίζεται στους προτεστάντες, στους ρωμαιοκαθολικούς και στα κείμενα των οργανώσεων), αλλά για έναν Θεό φιλεύσπλαχνο. Στη σκέψη του Νύσσης δεν συνυπάρχουν η κόλαση και η άπειρη αγάπη και το έλεος του Θεού, αφού κατά τον ίδιο «ἀγάπη πάλιν ὁ Θεός, καί ἀγάπης πηγή». Γράφει, σχετικά, ο Δρ. Φιλοσοφίας και Θεολογίας Ιωάννης Πλεξίδας στο βιβλίο του «Η ανθρωπολογία του κακού»: «Ο Γρηγόριος Νύσσης θα κινηθεί στη λογική της άρνησης της πραγματικότητας και της αναγκαιότητας της κόλασης. Κυρίως, δε, αρνείται να δει την κόλαση με νομικό πνεύμα, ως τιμωρία, δηλαδή, η οποία τρομοκρατεί τον άνθρωπο με σκοπό να τον οδηγήσει, μέσα από το μονοπάτι του φόβου, στον Θεό». Είναι αισιόδοξος ο Νύσσης για το ανθρώπινο γένος και αναδεικνύει στα έργα του την φιλανθρωπία του Θεού. Δεν απογοητεύει τον άνθρωπο, αλλά του δείχνει τη Βασιλεία του Θεού.
Ο Γρηγόριος Νύσσης έχει ένα λόγο ιδιαίτερο, συχνά δύσκολο, πολύ φιλοσοφημένο, αφού ο ίδιος φιλοσοφεί θεολογώντας. Ο λόγος του διακρίνεται για το φιλοσοφικό του βάθος και την ωραιότητα των μυσταγωγικών του λόγων. Καταπιάνεται με όλα τα θέματα, γνωρίζει άριστα τη σκέψη των φιλοσοφικών Σχολών και σε όλα του τα έργα δείχνει επηρεασμένος από αυτήν. Θέλω να σταθώ σε μερικά σημεία. Το γεγονός ότι μίλησε για την αποκατάσταση των πάντων, αυτό οδήγησε στον παραγκωνισμό του, καθώς εκείνος που είχε κάνει λόγο για τη θεωρία αυτή ήταν ο Ωριγένης (τον οποίο η εκκλησία καταδίκασε με πρωτοβουλία του Ιουστινιανού).

Ο Νύσσης Άγιος Γρηγόριος-Αποκατάσταση των πάντων


gregory_of_nyssa

Εισαγωγικά
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, το άνθος αυτό της Ορθοδοξίας, ο ποιητής των άρθρων της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο φιλόσοφος-Πατέρας της Εκκλησίας, ο συγγραφέας πλήθους θεολογικών έργων, διατύπωσε σε κάποια από τα έργα του, μια θεωρία, αντίβαρο σε εκείνη του αγίου Αυγουστίνου, περί του απόλυτου προορισμού, τη θεωρία της αποκατάστασης των πάντων, η οποία σε γενικές γραμμές μιλάει για την με την πάροδο του μέλλοντος (και άληκτου) αιώνος, καταστροφή κάθε είδους κακού, την εξαφάνιση του Σατανά, την εξαφάνιση κάθε οδύνης, το τέλος της Κόλασης και τελικά την εις το αρχαίον κάλλος αποκατάσταση των πάντων, δικαίων και αδίκων με μια ουσιώδη διαφορά. Οι μεν δίκαιοι θα μετέχουν του θείου φωτός, δηλ. της θ. μακαριότητας, οι δε άδικοι θα μετέχουν του θείου πυρός (“πυρ καταναλίσκον”) αποκλεισμένοι όμως της θ. μακαριότητας και μη δυνάμενοι ποτέ να δουν το πρόσωπο του Θεού.
Η θεωρία αυτή βρήκε πολλούς υποστηρικτές, ακόμη και αγίους, αλλά και πολλούς αντιπάλους, οι οποίοι στηρίζονται αυστηρά στη Γραφή και μόνον. Η Εκκλησία κράτησε μέχρι τώρα ουδέτερη στάση, μη δεχόμενη τη θεωρία αυτή ως δόγμα της και προσθήκη στη διδασκαλία της, αλλά και μη καταδικάζοντας την. Έτσι, μέχρι σήμερα παραμένει, ως ένα θεολογούμενο και συζητούμενο πρόβλημα.
Το ότι η σωτηρία είναι θεραπεία και η παραδείσια ζωή σ’ όλες της τις φάσεις τρυφή στη μέθεξη του Θεού, φιλία, κοινωνικότητα και αγάπη, προξένησε στην ορθόδοξη παράδοση ένα ρήγμα, ένα θεολογούμενο που αντιτίθεται στον απόλυτο προορισμό της δυτικής θεολογίας: πρόκειται για την αποκατάσταση των πάντων, μια διδασκαλία που την εκπροσωπούν κυρίως ο Ωριγένης, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Μάξιμος Ομολογητής. Εξάπαντος δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη Δύση, ως κατάληξη του νομικού πνεύματος έχουμε τον απόλυτο προορισμό, ενώ στην Ανατολή ως κατάληξη της ιαματικής σωτηρίας έχουμε την αποκατάσταση των πάντων, ως θεολογούμενο και όχι ως δόγμα. Διαφορετικά πράγματα θα ήταν αδιανόητο να περιμένει κανείς. Γι’ αυτό η αποκατάσταση είναι αξιοπρόσεκτη, από ορθόδοξη άποψη, μόνο για τις θεολογικές και σωτηριολογικές προϋποθέσεις, και καταλήγει όχι σε δόγμα αλλά σε θεολογούμενο. Η αποκατάσταση των πάντων κατά κανένα τρόπο, δεν συγκρούεται με τη διδασκαλία για την αιώνια κόλαση. Άλλο αιωνιότητα του Θεού και άλλο αιωνιότητα των κτισμάτων. Τα κτίσματα έχουν αρχή γένεσης και μπορούν να είναι ατελεύτητα, επειδή το θέλει ο Θεός χωρίς καμιά κτιστή αναγκαιότητα. Έτσι, οφείλουμε να καταλάβουμε καλά τη διάκριση κτιστού-ακτίστου της πατερικής θεολογίας. Όμως δεν είναι μπορετό και νοητό να αποδίδουμε στα κτίσματα τις ιδιότητες του φύσει άναρχου και ατελεύτητου Θεού. Η ορθόδοξη θεολογία οφείλει να εξάρει τις σωστές αφετηρίες και προϋποθέσεις αυτής της αποκατάστασης:
1/ η σωτηρία είναι θεραπεία των τραυμάτων του κατ’ εικόνα Θεού, 2/ η αθανασία είναι αποτέλεσμα της μέθεξης στις θείες ενέργειες, 3/ η τελείωση φθάνει στα όρια της θέωσης, 4/ η παραδείσια ζωή είναι φιλία, έρωτας και κοινωνία με το Θεό, 5/ η κόλαση είναι ακριβώς το αντίθετο, «αμεθεξία», «ακοινωνησία», αφιλία και ανέραστη ζωή, 6/ βασικό ρόλο ως προς την αποδοχή μόνο της δωρεάς του Θεού διαδραματίζει το αυτεξούσιο, 7/ το κακό είναι μη όν, είναι παρυπόσταση.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο Μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας (335-390) είναι, μετά τον Ωριγένη, ο κυριότερος ίσως υποστηρικτής της ιδέας, ότι τελικά θα σωθούν οι πάντες. Έχει ονομαστεί όχι άδικα «το άνθος της ορθοδοξίας». Από τη στιγμή που σε ηλικία 35 ετών χειροτονήθηκε επίσκοπος το 372 και μέχρι το θανατό του, ήταν μαζί με τον Δίδυμο της Αλεξάνδρειας και τον Διόδωρο της Ταρσού εντελώς ανεμπόδιστοι εκφραστές του Ουνιβερσαλισμού (ουνιβερσαλισμός = ολοκρατία, καθολικότητα, από το universalis = καθολικός. Είναι κάθε θεωρία, που θεωρεί την πραγματικότητα ως ένα μοναδικό όλο και αντιτίθεται στον ατομικισμό). Ο Γρηγόριος (όπως και όλη η οικογένειά του και κυρίως ο αδελφός του Μ. Βασίλειος) θεωρούσε τον Ωριγένη ως πνευματικό του πατέρα και διδάσκαλο.

Στους ταπεινούς αποκαλύπτονται τα μυστήρια του Θεού…


monaxos_8200
Επιλεγμένα λόγια Αγίων Πατέρων και σύγχρονων Γερόντων για την ταπείνωση.
«Ταπείνωσις, Χριστού μίμησις». – Μέγας Βασίλειος
«Μητέρα της πηγής είναι η άβυσσος των υδάτων· πηγή δε της διακρίσεως η ταπείνωσις». – Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης
«Ουδέν ταπεινοφροσύνης ίσον». – Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
«Η μεν μετάνοια μας ανεγείρει, το πένθος κρούει την πύλη του ουρανού, η δε οσία ταπείνωση την ανοίγει». – Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης
«Στους ταπεινούς αποκαλύπτονται τα μυστήρια του Θεού». – Ισαάκ ο Σύρος
«Χωρίς την ταπείνωση το παν είναι μηδέν. Με την ταπείνωση το μηδέν γίνεται παν». – Μέγας Βασίλειος
«Όταν λέω ταπεινοφροσύνη δεν εννοώ αυτήν στα λόγια που την προσφέρει η γλώσσα, αλλά αυτήν που βρίσκεται στην σκέψη, στην ψυχή, στην συνείδηση που μόνο ο Θεός μπορεί να την δει. Αρκεί αυτή και μόνο η αρετή, έστω κι αν καμμία άλλη δεν υπάρχει για να κάνει σπλαχνικό τον Κύριο». – Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
«Η ταπείνωση είναι δωρεά άνωθεν παρεχόμενη». – Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης
«Κάθε τόπος μπορεί να γίνει τόπος Ανάστασης. Φτάνει να ζεις την Ταπείνωση του Χριστού». – Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
«Όπως η σκια ακολουθεί το σώμα, έτσι και την ταπεινοφροσύνη την ακολουθεί το έλεος του Θεού. Η ταπεινοφροσύνη είναι η στολή της θεότητας. Επειδή ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατέρα, που έγινε άνθρωπος επάνω στη γη, αυτήν ντύθηκε και έζησε μαζί μας». – Ισαάκ ο Σύρος
«Η τέλεια ταπείνωση είναι το να αποδίδεις κάθε επιτυχία σου και κατόρθωμά σου στη Χάρη του Θεού. Αυτή ήταν η τέλεια ταπείνωση που είχαν οι άγιοι». – Αββάς Δωρόθεος
«Αγωνιστείτε να αποκτήσετε την ταπείνωση. Είναι ευωδία και ένδυμα Χριστού. Για χάρη της όλα θα τα συγχωρήσει ο Θεός. Δε θα εξετάσει τις ελλείψεις που έχει ο αγώνας μας. Ενώ χωρίς ταπείνωση, καμία άσκηση δε θα μας βοηθήσει. Με το ταπεινό φρόνημα μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί. Χωρίς αυτό το εισιτήριο, δε θα μας επιτρέψει μα μπούμε στον παράδεισο που είναι γεμάτος από ταπεινούς». – Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος
«Θεμέλιο της πνευματικής μας ζωής είναι η ταπείνωση. Όσα κι αν κτίσεις και ελεημοσύνη και προσευχές και νηστείες και οποιαδήποτε άλλη αρετή, αν δε βάλεις πρώτα ως θεμέλιο αυτή, ματαιοπονείς και όλα όσα χτίζεις θα γκρεμιστούν εύκολα, όπως έπεσε το σπίτι εκείνο, που είχε οικοδομηθεί στην άμμο. Δεν υπάρχει κανένα, μα κανένα από τα κατορθώματά μας, που δεν έχει ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη, για να μπορέσει να σταθεί. Ποιό θέλεις να αναφέρουμε; Τη σωφροσύνη, την περιφρόνηση των χρημάτων, το καθετί, όλα αποδεικνύονται ακάθαρτα και θεομίσητα και αηδή χωρίς ταπείνωση. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να την έχουμε πάντοτε μαζί μας και στα λόγια μας και στα έργα μας και στις σκέψεις μας και πάνω στην ταπείνωση να χτίζουμε όλη μας τη ζωή». – Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
«Η ταπεινοφροσύνη έβαλε τον τελώνη πάνω από Φαρισαίο. Η υπερηφάνεια νίκησε και τις ασώματες δυνάμεις και τις έκανε διαβολικές. Η ταπεινοφροσύνη και η αναγνώριση των αμαρτημάτων έβαλε στον παράδεισο τον ληστή πιο μπροστά από τους Αποστόλους. Αν λοιπόν αυτοί που ομολογούν τα αμαρτήματά τους αποκτούν τόση παρρησία, οι άλλοι που βλέπουν στον εαυτό τους τόσα αγαθά και παρ’ όλα αυτά διατηρούν ταπεινή την ψυχή τους, πόσα στεφάνια θα πετύχουν;». – Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
«Όταν είμαστε ανίκανοι να αναρριχηθούμε στις βουνοκορφές της αρετής, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να κατέβουμε τουλάχιστον στο φαράγγι της ταπείνωσης. Η ταπείνωση είναι ο πιο σίγουρος μεσολαβητής μας μπροστά στο θρόνο του Κυρίου. Το ταπεινό φρόνημα και η αυτομεμψία είναι που θα κάνουν τους έσχατους να γίνουν πρώτοι». – Στάρετς Μακάριος
«Η αγία ταπείνωση είναι ένας μεγάλος θησαυρός, ανέκφραστος πλούτος, δωρεά του Χριστού που είναι ο μοναδικός πράος και ταπεινός στην καρδιά. Είναι η μοναδική αρετή που δεν μπορούν να τη μιμηθούν οι δαίμονες. Είναι η πύλη της Ουράνιας Βασιλείας που εισάγει σ’ αυτήν όσους την πλησιάζουν». – Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης
«Οι ταπεινοί άνθρωποι ζουν συνεχώς με τη συναίσθηση και το χρέος των αμαρτιών τους. Όσο περισσότερο αυξάνουν οι δωρεές του Θεού στους ανθρώπους, τόσο περισσότερο ταπεινώνουν τον εαυτό τους με τη σκέψη ότι είναι ανάξιοι για έναν τέτοιο πλούτο». – Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης
«Η ταπείνωση επειδή εκ φύσεως ανυψώνει τον άνθρωπο και έχει την αγάπη του Θεού και αφανίζει σχεδόν όλα τα κακά που υπάρχουν μέσα μας και τα οποία μισεί ο Θεός, είναι δυσκολοκατόρθωτη. Και μπορείς να βρεις σε έναν άνθρωπο μερική εργασία πολλών αρετών, αν όμως ζητήσεις και μυρωδιά μόνο ταπεινώσεως, μόλις που θα την βρεις. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να έχουμε μεγάλη επιμέλεια, ώστε να αποκτήσουμε την αγία ταπείνωση». – Άγιος Ησύχιος
monaxos_2318
«Έχουμε ανάγκη από πολλή ταπείνωση εφόσον με τη χάρη του Θεού φροντίζουμε για τη φύλαξη του νου. Ταπείνωση πρώτα απέναντι στο Θεό και έπειτα απέναντι στους ανθρώπους. Με κάθε τρόπο και από παντού οφείλουμε να συντρίβουμε την καρδιά μας, μεταχειριζόμενοι καθετί που μας ταπεινώνει. Ταπεινώνουν την ψυχή μας οι πολλές ευεργεσίες του Θεού σε μας, όταν τις μετρούμε μία- μία και τις φέρνουμε στο νου μας». – Όσιος Φιλόθεος ο Σιναΐτης
«Περισσότερο από κάθε άλλο χρειαζόμαστε την ταπεινοφροσύνη για να είμαστε έτοιμοι σε κάθε λόγο που ακούμε να λέμε, «συγχώρεσέ με». Γιατί με την ταπεινοφροσύνη όλες οι παγίδες του εχθρού καταστρέφονται. Είναι μεγάλη η αρετή της ταπεινοφροσύνης, γιατί και με μόνη αυτή οι άγιοι μπήκαν στον Παράδεισο. Ας ταπεινωθούμε λίγο και εμείς και θα σωθούμε». – Αββάς Δωρόθεος
«Υπάρχουν δύο ειδών ταπεινώσεις. Η πρώτη ταπείνωση είναι το να θεωρεί κανείς τον αδερφό του πιο συνετό και σε όλα καλύτερο από αυτόν και τον εαυτό χειρότερο απ’ όλους. Η δεύτερη είναι να αποδίδει κανείς κάθε επιτυχία του και κάθε κατόρθωμά του στη χάρη του Θεού. Αυτή είναι η τέλεια ταπείνωση που είχαν οι άγιοι». – Αββάς Δωρόθεος
«Ο Χριστός μόνο την ταπείνωση θέλει κι όλα τα άλλα θα τα κάνει η Χάρη Του». – Γέροντας Πορφύριος
«Όπως η υπερηφάνεια είναι το πιο μεγάλο από όλα τα πάθη, αφού έριξε τους Αγγέλους από τον Ουρανό στην άβυσσο, έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η πιο μεγάλη απ’ όλες τις αρετές. Αυτή έχει τη δύναμη κι από την άβυσσο ακόμα ν’ ανεβάσει στον ουρανό τον αμαρτωλό. Για το λόγο αυτό ο Κύριος μακαρίζει πριν απ’ όλους τους πτωχούς τω πνεύματι». – Αββάς Λογγίνος
«Να υπομένεις την εξουθένωση και την ταπείνωση με αγαθή θέληση για να αποκτήσεις παρρησία στο Θεό. Όταν ο άνθρωπος υπομένει κάθε σκληρό λόγο χωρίς να αντιμιλήσει τότε με στεφάνι άφθαρτο στεφανούται. Τελειότητα της ταπεινώσεως είναι να δέχεσαι με χαρά κάθε ψεύτικη παρηγοριά. Ο ταπεινός, όταν αδικείται, δεν ταράσσεται ούτε απολογείται. Δέχεται τη συκοφαντία σαν αλήθεια και δεν φροντίζει να πείσει τους ανθρώπους ότι συκοφαντήθηκε αλλά ζητά συγχώρηση». – Αββάς Ισαάκ
«Για να καταλάβεις πόσο σπουδαίο αγαθό είναι η ταπείνωση, φτιάξε με την φαντασία σου δύο αμάξια και ζεύξε στο ένα την αρετή με την υπερηφάνεια και στο άλλο την αμαρτωλότητα με την ταπεινοφροσύνη. Και θα δεις ότι το ζεύγος της αμαρτωλότητας θα ξεπεράσει την αρετή. Και αυτό, όχι φυσικά από την δική του ικανότητα, αλλά από την δύναμη της ταπεινοφροσύνης, που πάει μαζί της. Το άλλο ζευγάρι πάλι θα καθυστερήσει όχι από την αδυναμία της αρετής, αλλά από το υπέρογκο βάρος της υπερηφάνειας. Διότι όπως η ταπεινοφροσύνη με το μεγάλο πνευματικό ύψος νικά την βαρύτητα της αμαρτίας και κατορθώνει να ανέβει στον ουρανό, έτσι και η υπερηφάνεια, με το υπέρογκο βάρος της, κατορθώνει να υπερνικήσει την ανάλαφρη αρετή και να την τραβήξει προς τα κάτω με ευκολία». – Μέγας Βασίλειος
«Προτιμότερη είναι η πτώση με ταπεινοφροσύνη, παρά νίκη με υπερηφάνεια». – Από το Γεροντικό
«Προτιμώ άνθρωπο αμαρτωλό, που αναγνωρίζει το σφάλμα του και ταπεινώνεται, παρά ενάρετο με αυταρέσκεια». – Αββάς Σαρματίας
«Πριν από κάθε άλλο, έχουμε ανάγκη την ταπεινοφροσύνη. Ας είμεθα έτοιμοι να λέμε αμέσως στον αδελφό μας σε κάθε περίσταση «συγχώρεσέ με». Η ταπεινοφροσύνη εξαφανίζει όλες τις παγίδες του διαβόλου». – Αββάς Ησαΐας ο Αναχωρητής
«Ρώτησαν κάποιο Γέροντα πότε αποκτά ο άνθρωπος ταπείνωση. – Όταν θυμάται τις αμαρτίες του συνεχώς, αποκρίθηκε». – Από το Γεροντικό
«Κράτα διαρκώς στο νου και στην καρδιά σου τα λόγια του τελώνη: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλω» Μόνο με την ταπείνωση θα βρεις σωτηρία». – Αββάς Αμμωνάς
«Είδα κάποτε απλωμένες στη γη όλες τις παγίδες του διαβόλου και τρόμαξα. – Ποιός τάχα μπορεί να τις ξεφύγει; Έλεγα αναστενάζοντας. Άκουσα τότε μυστηριώδη φωνή να μου αποκρίνεται: – Ο ταπεινόφρων». – Μέγας Αντώνιος
«Τι πρέπει να κάνεις για να βρεις την σωτηρία σου; Να παραδέχεσαι τα σφάλματά σου με συντριμμένη καρδιά και να ταπεινώνεσαι μπροστά στο Θεό. Να υπομένεις επίσης καρτερικά τους πειρασμούς, που σου συμβαίνουν, και να είσαι βέβαιος πως θα σωθείς». – Μέγας Αντώνιος
«Σημάδι της ταπεινοφροσύνης είναι ότι, ενώ έχει κανείς κάθε σωματική και ψυχική αρετή, νομίζει πως χρωστά περισσότερα στο Θεό, γιατί με τη χάρη Του έλαβε πολλά χωρίς να είναι άξιος. Και αν του έρθει κάποιος πειρασμός, είτε από δαίμονες, είτε από ανθρώπους, θεωρεί τον εαυτό του άξιο γι’ αυτόν και για άλλους ακόμα περισσότερους, ώστε να εξοφληθεί λίγο από το χρέος του. Κι αν δεν πάθει κάτι τέτοιο, θλίβεται πολύ και αγωνιά και ζητά να βρει τρόπο να εξαναγκάσει τον εαυτό του». – Άγιος Μάρκος ο Ασκητής
«Όποιος έχει ταπεινοφροσύνη και εργασία πνευματική, όσα διαβάζει στις θείες Γραφές, όλα θα τα εννοήσει για τον εαυτό του και όχι για τον άλλον». – Άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός
«Οι ταπεινοί άνθρωποι ζουν συνεχώς με τη συναίσθηση και το χρέος των αμαρτιών τους. Όσο περισσότερο αυξάνουν οι δωρεές του Θεού στους ανθρώπους, τόσο περισσότερο ταπεινώνουν τον εαυτό τους με τη σκέψη ότι είναι ανάξιοι για ένα τέτοιο πλούτο». – Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης
«Όλα όσα βλέπονται τα φωτίζει ο ήλιος και όλα όσα γίνονται με λογική τα ενισχύει η ταπείνωση. Όταν απουσιάζει το φως, όλα είναι σκοτεινά και όταν απουσιάζει η ταπείνωση όλα τα κατορθώματά μας είναι άχρηστα». – Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης
«Η αναισθησία της καρδιάς κατά την προσευχή οφείλεται στην υπερηφάνεια ενώ η θέρμη της δείχνει ταπείνωση». – Άγιος Ιωάννης της Κονστάνδης
«Όποιος πειρασμός κι αν βρει τον ταπεινόφρονα, νικά γιατί σωπαίνει». – Αββάς Ποιμήν
«Η Ταπεινοφροσύνη είναι η πύλη του ουρανού. Δια μέσου αυτής μπήκαν οι Πατέρες μας στην πόλη του Θεού». – Αββάς Ιωάννης
«ο ταπεινόφρων εν αληθεία αδικούμενος ου ταράττεται». – Ισαάκ ο Σύρος
«Κάθε πρωί ο Θεός ευλογεί τους ανθρώπους με το ένα χέρι. Όταν βλέπει ταπεινό άνθρωπο τον ευλογεί με τα δύο χέρια». – πάπα – Τύχωνας
«Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ταπεινοφροσύνη και φόβο Θεού όπως κι από τον αέρα που αναπνέει». – Μέγας Αντώνιος
«Ο δρόμος που οδηγεί στην αληθινή ταπείνωση είναι η εγκράτεια, η προσευχή και η αυταπάρνηση». – Αββάς Σισώης


Πηγή: xristianos.gr

Άφησέ τα στα χέρια του Θεού και μη φοβάσαι. Ο Θεός θα κάνει το καλύτερο, το άριστο, το θεοπρεπές. μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος






Ιησούς Χριστός_Jesus-Christ_Господне Иисус-Христос-Byzantine Orthodox Icon_-506-Man-Jacu-Romanesc-Daniela-Toma«Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ. τω Θεώ παραθώμεθα». Τους εαυτούς μας και τους άλλους ανθρώπους, τα παιδιά μας, τους φίλους μας, τους συγγενείς μας, τους οικείους μας, τους συναδέλφους μας, τους συμπολίτες μας, τον κόσμο όλο να τον αφήσουμε στα χέρια του Θεού! Στις πολύπλοκες μέρες που ζούμε που φορτωνόμαστε όλοι πάρα πολλά πράγματα, έχουμε καταντήσει να είμαστε πάρα πολύ κουρασμένοι. Και συναντάει κανείς ανθρώπους πονεμένους και κουρασμένους, ακόμα και στη νεανική ηλικία. Συναντά κανείς νέους οι οποίοι έχουν γηράσει από τον κόπο και τον μόχθο της καθημερινότητας, οι οποίοι έχουν τραυματιστεί κι έχουν πληγωθεί απ’ όλ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω τους…είναι ένα σημείο των εσχάτων ημερών, ένα σημείο που ο Κύριος μας το έδωσε ως γνώρισμα των εσχάτων χρόνων•
Έρχεται ο Χριστός και μας λέγει να έρθουμε κοντά Του όλοι εμείς οι κουρασμένοι, οι πεφορτισμένοι και θα μας αναπαύσει. Και έρχεται η Εκκλησία και μας προτρέπει τους εαυτούς μας και τους γύρω μας και τα πάντα να τα αφήνουμε στα χέρια του Θεού.
«Μάθετε από μένα», λέει ο Χριστός, «ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών». «Θα μάθετε από Μένα», λέγει ο Χριστός, «εγώ θα σας το διδάξω, δεν θα σας το διδάξουν άλλοι άνθρωποι• Εγώ ο ίδιος θα σας διδάξω, όταν θα σας εμφανίσω τον εαυτό μου, όταν θα σας αποκαλύψω τον εαυτό μου, ότι είμαι πράος και ταπεινός τη καρδία. Κι έτσι θα βρείτε ανάπαυσιν μέσα σας.»
Και πράγματι ποιος αναπαύεται τελικά; Ο ταπεινός άνθρωπος!Μόνο ο ταπεινός άνθρωπος αναπαύεται εν Χριστώ!Εμείς, οι υπερήφανοι άνθρωποι, οι εγωιστές άνθρωποι, οι φίλαυτοι άνθρωποι δεν μπορούμε να αναπαυθούμε, γιατί εμποδίζομε τον Χριστό να μας πάρει στην αγκαλιά Του. Δεν δεχόμαστε, δεν θέλουμε ν’ αφεθούμε στον Θεό! Φοβούμαστε τον Θεό! Ή δεν Του έχουμε εμπιστοσύνη.
Φοβούμαστε να τα δώσουμε στα χέρια του Θεού! Φοβόμαστε ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού! Δεν είναι εύκολο πράγμα να πεις στον Θεό «γενηθήτω το θέλημά Σου»!…ο Θεός προνοεί τον ταπεινό άνθρωπο, ο οποίος έμαθε αυτό το μεγάλο πράγμα, να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού• όλα! Αλλά έμαθε ότι όποιος τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού, ο Θεός δεν μένει αδρανής, ο Θεός αναλαμβάνει την ευθύνη πλέον. Και τα έργα του Θεού είναι πολύ σημαντικότερα και πολύ σπουδαιότερα από τα δικά μας έργα. 
Εσύ κάμε αυτό που μπορείς• κάμε ό,τι μπορείς, χωρίς ν’ αγχώνεσαι, χωρίς ν’ αγωνιάς, χωρίς να ταλαιπωρείσαι. Αφού κάνεις αυτό που μπορείς και η συνείδησή σου σου καταμαρτυρεί ότι «έκανα ότι μπορούσα, μέχρις εδώ! Από ‘δώ και κάτω δεν μπορώ να κάνω τίποτα!» Τότε παραδίδεις το θέμα, το πρόβλημα, το παιδί σου, την υγεία σου, τα οικονομικά σου, ό,τι έχεις που σε βαραίνει το παραδίδεις στα χέρια του Θεού. Και τότε πράγματι, εκεί ο Θεός εμφανίζεται!
Κι αν ακόμα αργήσουν να γίνουν τα πράγματα, όπως πιθανόν πρέπει να γίνουν, κι αν ακόμα φανεί ότι ο Θεός σιωπά και δεν ενεργεί και παραμείνει ο άνθρωπος μέσα στην εμπιστοσύνη του Θεού, τότε ο Θεός αποκαλύπτει πράγματι με θαυμαστό τρόπο τον εαυτό Του. Κανένας, λέγει η Γραφή, κανένας δεν ήλπισε επί Κύριον και καταισχύνθηκε. Λέει ο Δαβίδ ένα ωραίο λόγο: «Εμβλέψετε, κοιτάξετε στις αρχαίες γενεές, βρέστε μου ένα άνθρωπο ο οποίος ήλπισε επί Κύριον και εντράπηκε. Ένας άνθρωπος να βρεθεί που να πει ότι εγώ, είχα την ελπίδα μου στον Χριστό κι ο Χριστός δεν ανταποκρίθηκε. Δεν με βοήθησε. Μ’ εγκατέλειψε!» Κανένας!
Βέβαια θα μου πεις ότι μπορεί να μην έγινε αυτό που ήθελα, μπορεί να μην έγινε αυτό που εγώ ζητούσα… Εάν όμως έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό, θα δεις πως τελικά αυτό που έγινε, αυτό ήταν το καλύτερο. Εσύ μπορεί να μην ήξερες ποια ήταν η πραγματικότητα…
Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος_ св вмч Георгий победоносец_St. George the Trophy-bearer_წმინდა გიორგი გმირავს_Icon_of_St_George_BM_1984.0601.1Κι όταν ο άνθρωπος πράγματι το γευθεί αυτό και το καταλάβει και περάσει στη ζωή του πολλές δοκιμασίες και πολλές περιπέτειες και διά πολλών θλίψεων διέλθει τον δρόμο της ζωής του, τότε απομένει σαν λάφυρο πείρας αυτή η μεγάλη εμπειρία «άφησ’ τα στα χέρια του Θεού και μη φοβάσαι• μη φοβάσαι». Ο Θεός θα κάνει το καλύτερο, το άριστο, το θεοπρεπές. Εσύ ό,τι και να κάμεις, όσο καλό και να το κάμεις, θα ‘χει και την ανθρώπινη λειψάδα πάνω, θα ‘χει και την ανθρώπινη ατέλεια! Ενώ ό,τι κάμει ο Θεός είναι τέλειο. Κι είναι αδύνατο ο Θεός να κάνει λάθος! Ο Θεός δεν κάμνει λάθη κι ούτε αφήνει τα έργα του ατέλειωτα. Ούτε αρχίζει κάτι και το μετανιώνει μετά! Ούτε απογοητεύει ποτέ τον άνθρωπο. Ούτε σε αφήνει μόνο σου. Ούτε σε ντροπιάζει ο Θεός. Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να σε καταισχύνει, όταν εσύ ελπίζεις εις Αυτόν.
Ο ταπεινός, λοιπόν, άνθρωπος είναι αυτός που αφήνει τη ζωή του στα χέρια του Θεού• γι’ αυτό εκείνο που μας χρειάζεται, αδελφοί μου, είναι να αγωνιζόμαστε καθημερινά, να κάνομε άσκηση από τα πιο απλά πράγματα, για να μάθομε τον εαυτό μας να τ’ αφήνει στα χέρια του Θεού…Κι αυτή η προτροπή της Εκκλησίας«πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ. τω Θεώ παραθώμεθα» νομίζω είναι η πιο σημαντική προτροπή στην εποχή μας για κάθε άνθρωπο: για τους γονείς, για τους νέους, για τους ηλικιωμένους, για τους ιερείς, για κάθε ένα που προβληματίζεται και αγωνιά για το τι γίνεται γύρω μας. Ο Θεός έχει τα πάντα στο δικό Του χέρι. Κι όταν είναι τα πάντα στα χέρια του Θεού, τότε έχουμε ειρήνη μέσα στην ψυχή μας.
μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος Ομιλία στα «Δημήτρια» του Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου (Άγιος Δημήτριος Αττικής, 22/10/2009)

«Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΕΣΤΙ»


(Ἱερός Χρυσόστομος)
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
                                                                       κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
 
            Καί πάλι ἐνώπιόν μας οἱ ἁγιασμένες μορφές τῶν Τριῶν μεγίστων Φωστήρων τῆς τρισηλίου Θεότητος Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων καί Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τῶν προστατῶν τῆς Παιδείας καί ὁ ἑορτασμός τῆς κοινῆς τους μνήμης.
            Τά σχολεῖα θά ἀργήσουν, θά ἐκφωνηθοῦν κάποιοι λόγοι, κάποιες ἀντιπροσωπεῖες μαθητῶν θά ἐκκλησιασθοῦν, καί ἔτσι θά τελειώσῃ γιά μιά ἀκόμη φορά αὐτή ἡ ἑορτή, ἡ ὁποία ἔχει πολύ μεγάλη σημασία, ἀφοῦ τά μηνύματα πού ἐκπέμπει εἶναι τόσο δυνατά, τόσο ἐπίκαιρα, ὄντως σωτήρια,ἀφ’ ἑνός μέν γιά αὐτή τήν ἴδια τήν παιδεία μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα καί ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ».
            Καθώς ὅμως σκέπτομαι τό «πῶς» καί τό «γιατί» τοῦ ἑορτασμοῦ, λύπη καταλαμβάνει τήν καρδιά μου, ἀφοῦ διαπιστώνω ὅτι κατ’ ἔτος ὁ ἑορτασμός αὐτός εἶναι τελείως ἐπιφανειακός, ἄχρωμος καί τίς περισσότερες φορές οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τό ὅραμα τῶν Τριῶν μεγάλων Διδασκάλων καί Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἕνωσαν δύο κόσμους, τόν Χριστιανικό καί τόν Ἑλληνικό, σέ μιά ἐποχή πού ἡ κοινωνία ἔπνεε τά λοίσθια καί ἰδιαίτερα ὁ Ἑλληνικός κόσμος καί πολιτισμός.
            Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀντιμετωπίζονται δυστυχῶς καί ἑορτάζονται ὡς ἐπιστήμονες τῆς κοσμικῆς σοφίας, ὡς ἀνθρωπιστές, ὡς φιλόσοφοι καί γνῶστες τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὡς ρήτορες καί συγγραφεῖς, ὅπως κάποιες ἄλλες προσωπικότητες, στίς ὁποῖες κατά τήν διάρκεια τοῦ χρόνου γίνεται ἀναφορά γιά τήν προσφορά τους στόν ἄνθρωπο.
            Ὅμως, οἱ μεγάλοι αὐτοί Πατέρες, δέν ἦταν μόνο ἐπιστήμονες μέ τήν κοσμική ἔννοια τοῦ ὅρου, δέν ἦταν μόνο συγγραφεῖς παιδαγωγικῶν ἤ κοινωνικῶν συγγραμμάτων, ἤ μόνο διακεκριμένοι φιλόσοφοι καί ρήτορες. Ἦταν κάτι πολύ παραπάνω ἀπ’ αὐτά, τό ὁποῖο οὔτε τονίζεται, οὔτε διδάσκεται, καί πολύ περισσότερο, οὔτε καταβάλλεται προσπάθεια νά γίνῃ βίωμά μας, ἀφοῦ προηγουμένως καταστῇ ὑπόθεση τῆς προσωπικῆς ζωῆς καί τοῦ ἀγῶνος τοῦ καθενός μας.
            Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἦταν πάνω ἀπ’ ὅλα Ἅγιοι. Ἦταν οἱ θεούμενοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἀνέδειξαν ὅλα τά χαρίσματά τους, μέ προσωπική ἄσκηση καί πνευματική καλλιέργεια, μέ προσευχή καί νηστεία καί νηπτική θεωρία. Ἡ προσωπικότητά τους φωτίστηκε ἀπό τό Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Κυρίου, τόν ὁποῖο ἐλάτρευσαν καί στόν ὁποῖο ἔδωσαν τήν ὕπαρξή τους ὁλόκληρη, ὥστε μέσα ἀπό τήν «καλήν ἀλλοίωσιν» κατά Θεόν καί τήν μετ’ Αὐτοῦ μυστική-μυστηριακή κοινωνία, νά καταστοῦν «χριστοφόρων οἰκοδόμοι ναῶν, ἀθλητῶν ἐπουρανίων ἐπιμεληταί» (Ἰωάννoυ Χρυσοστόμου PG 47. 386).
            Mέσα ἀπό τήν ζωή καί τήν πολιτεία τους ἐδοξάσθη ὁ Θεός, γιατί Αὐτόν ἐκήρυτταν, ὡμολογοῦσαν καί ἐφανέρωναν καθ’ ἡμέραν στούς ἀνθρώπους, ὡς τόν μοναδικό Σωτῆρα, Λυτρωτῆ καί Εὐεργέτη τοῦ κόσμου. Μέσα ἀπό τήν αὐτοθυσιαστική πορεία τους καί τήν προσφορά τῆς ἀγάπης τους πρός τόν ἄνθρωπο, ἀδιακρίτως φυλῆς, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, κοινωνικῆς καταστάσεως κλπ., ὡδήγησαν στήν θεογνωσία καί στήν κατά Χριστόν Ἰησοῦν τελείωση τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους, καί ὄχι μόνο, ἀφοῦ ἡ προσωπικότητά τους, τό πνευματικό τους ἔργο καί ἡ ἁγία βιοτή καί πολιτεία τους, ἔχουν διαχρονική διάσταση καί ἰσχύ.
            Ἔχει σχέση ἆρα γε ἡ σημερινή παιδεία μέ ὅλα ὅσα ἀνεφέρθησαν προηγουμένως; Φοβοῦμαι πῶς ὄχι. Εὐτυχῶς ὑπάρχουν κάποιοι Ἐκπαιδευτικοί, οἱ ὁποῖοι σέ πεῖσμα τῶν καιρῶν καί τῆς λαίλαπας πού προσπαθεῖ νά ξεριζώσῃ κάθε τί πνευματικό στόν τόπο μας, ἀγωνίζονται μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις καί μέ τόν δικό τους τρόπο, γιά νά σταθῇ ὄρθιο καί ἄπαρτο αὐτό τό κάστρο, τό ὁποῖο σεβάστηκαν οἱ αἰῶνες. Πρόκειται γιά τό κάστρο τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, τῆς πνευματικῆς μας παραδόσεως. Πρόκειται γιά τό οἰκοδόμημα τῆς Ἑλληνικότητός μας, ἡ ὁποία πορεύτηκε καί πορεύεται τόσους αἰῶνες μαζί μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, καί γι’ αὐτό ἄντεξε μέχρι σήμερα. Εἶναι οἱ Ἐκπαιδευτικοί, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται νά περάσουν στίς καρδιές τῶν παιδιῶν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα λογικό καλάμι ριζωμένο στόν βοῦρκο τῆς γῆς, ἀλλά εἶναι «θεός κεκελευσμένος» κατά τόν Μέγα Βασίλειο καί «ζῶον θεούμενον» κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.
            Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι εἶχαν ὁράματα. Ὑπάρχει ἆρα γε στήν παιδεία, σήμερα, ὅραμα; Μιά ματιά στό ἐκπαιδευτικό σύστημα, τό ὁποῖο κάθε τόσο, ἀνάλογα μέ τά πρόσωπα πού τό «ὑπηρετοῦν» καί λαμβάνουν ἀποφάσεις, ἀλλάζει προσανατολισμό ὡς νά ἀλλάζῃ πουκάμισο, θά μᾶς δώσῃ τήν ἀπάντηση. Μιά προσπάθεια νά μελετήσωμε τήν παρεχόμενη σήμερα γνώση σέ ὅλες τίς βαθμίδες τῆς ἐκπαιδεύσεως θά μᾶς ἀπογοητεύσῃ, ἀφοῦ τό σύστημα ἐπιθυμεῖ νά «βγάλῃ» μόνο ψυχρούς ἐπιστήμονες καί τεχνοκράτες, οἱ ὁποῖοι βαδίζοντας μέ τήν ψυχρή ἀνθρώπινη λογική, υἱοθέτησαν καί υἱοθετοῦν τό δόγμα τοῦ “Homo oeconomicus”.
Ἡ ἐπιστήμη θέλει ἕναν ἄνθρωπο ρομπότ, ὡς θά ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. «...Αὐτός ὁ τύπος ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἀθλιώτερος... Δέν ὑπῆρξε ἐπί τοῦ πλανήτου ἀθλιώτερος, ἀσχημότερος καί ἀπανθρωπότερος ἄνθρωπος ἀπό τό εὐρωπαϊκό ρομπότ. Ἄνθρωπος χωρίς Θεό, χωρίς ψυχή...». Παρακάτω θά τονίσῃ ὁ Ἅγιος ὅτι αὐτός ὁ τύπος ἀνθρώπου αὐτοκτονεῖ καί αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς θεοκτονίας, ἡ ὁποία προηγήθηκε.
            Σήμερα ἡ παιδεία εἶναι ἀτομοκεντρική, καλλιεργεῖ τόν ἐγωκεντρισμό καί τόν οὑμανισμό, ὁ ὁποῖος κατάντησε θρησκεία. Ἔδιωξε τόν Θεό ἀπό τήν ζωή μας καί ἀγωνίζεται νά στήσῃ στόν θρόνο του τόν αὐτοθεοποιημένο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος «αὐτοείδωλον» ἐγένετο. Τυγχάνει τοῖς πᾶσι γνωστό, ὅτι «Πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καί τῆς ἄλλης ἀρετῆς, πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται» (Πλατωνος Μενέξ. 246 ε).
            Τρομάζω ὅταν ἀναλογίζομαι τήν φρικτή πενία τῆς παιδείας μας, ἀπότοκο μιᾶς ἀδυσώπητης καί ἀπεγνωσμένης προσπάθειας ἐναντίον θεσμῶν καί ἀξιῶν πού ἐπί δεκαετίες ἐπιχειρήθηκε καί ἐπιχειρεῖται μέσα ἀπό τό πνεῦμα τῆς ὑλοκρατίας.
            Ὁ Φώτης Κόντογλου, σέ ἕνα θαυμάσιο κείμενό του γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο, μέ τίτλο: «Ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ παραμορφωμένος Χριστιανισμός», γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς:
«Θέλω νά μιλήσω γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο, ἀλλά νά μήν πῶ τά συνηθισμένα πού λένε ὅσοι γράφουνε γι᾿ αὐτόν τόν ἀληθινά Μέγα Ἅγιο. Προπάντων κάποιοι φραγκοδιαβασμένοι, πού δέν τούς ἐνδιαφέρει σχεδόν καθόλου ἡ ἁγιότητά του καί ἡ κατά Θεόν σοφία του, ἀλλά ἡ “θύραθεν” σοφία του, ἡ γνώση πού εἶχε στά ἑλληνικὰ γράμματα, στή ρητορική καί στά ἄλλα ἐφήμερα καί ἐξωτερικά στολίδια αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ψυχῆς, λησμονώντας τί γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τήν κοσμική σοφία, πού τήν λέγει “μωρίαν παρὰ τῷ Θεῷ”».
Ἀγαπητοί μου, προσωπικά ἀνησυχῶ γιά τήν πορεία τῆς παιδείας στήν χώρα μας.. Καί ἐπειδή ἔχω ἐργασθῆ στόν χῶρο τῆς Ἐκπαίδευσης ἐπί ἔτη ἀρκετά, ἀγωνιῶ καί πονῶ γιά τήν ὅλη ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων.
Μέ βρίσκουν ἀπολύτως σύμφωνο τά λόγια τοῦ Φώτη Κόντογλου ἀπό τό προαναφερθέν κείμενό του καί γι’ αὐτό θά χρησιμοποιήσω κάποια ἀπ’ αὐτά καί στήν συνέχεια, προκειμένου νά ἐκφράσω καί τήν δική μου ἀνησυχία.
«Δείχνω μεγάλη ἐπιμονὴ σ᾿ αὐτό τό ζήτημα, γιατί αὐτοί πού θέλουνε νά νοθέψουνε τό κατακάθαρο νερό τοῦ Εὐαγγελίου, “τό ὕδωρ τό ζῶν τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον”, μέ τά βαλτόνερα τῆς γνώσης καί τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας πού πίνανε ἐκεῖνον τόν καιρό οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, “οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα”, χωρίς νά ξεδιψάσουνε, αὐτοί λοιπόν οἱ τυφλοί ὁδηγοί στραβώνουνε τόν κόσμο, καί γίνουνται αἰτία μέ τίς θεωρίες τους νά πέφτουνε οἱ νέοι στήν ἀπιστία, γιατί ψυχὲς πού θρέφονται μέ τήν “κενή ἀπάτη”, ποῦ θά καταντήσουνε, παρά στήν ἀπιστία, ὁμολογημένη ἢ ἀνομολόγητη;».
Καί τί πρός τοῦτο; Δέν ὑπάρχει ἐλπίς; Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, βλέποντας τήν δεινή κατάσταση στήν ὁποία εὑρίσκοντο τά σχολεῖα τῆς ἐποχῆς του, λέγει: «Κατασκάψωμεν τοίνυν τά διδασκαλεῖα;», Δηλ. «θά γκρεμίσωμε τά διδακτήρια, τά σχολεῖα;». Αὐτό βεβαίως δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ. Καί συνεχίζει ὁ ἴδιος, ἀπαντῶντας στό ρητορικό αὐτό ἐρώτημά του: «Οὐ τοῦτο λέγω, ἀλλ’ ὅπως μή τήν τῆς ἀρετῆς καθέλωμεν οἰκοδομήν, καί ζῶσαν κατορύξωμεν τήν ψυχή» (PG. 47, 367). Δηλ. «Δέν σᾶς λέγω αὐτό, ἀλλά ὅτι δέν πρέπει νά γκρεμίσωμε τῆς ἀρετῆς τήν οἰκοδομή, καί νά θάψωμε ἔτσι ζωντανή τήν ψυχή».
Γνωρίζομε ὅτι οἱ δυσκολίες εἶναι πολλές, ἀλλ’ ὅμως στίς ὅποιες προσπάθειές μας δέν εἴμαστε μόνοι μας. Ὁ Θεός εὐλογεῖ τήν σπορά, ἐλεεῖ τόν σπείροντα,καί χαρίζει καρπόν ἑκατονταπλασίονα.
Ἡ ἀλλαγή τοῦ κόσμου ἀρχίζει ἀπό τήν ἐσωτερική μας ἀλλαγή κατά τόν Ἱερό Γρηγόριο τόν Ναζιανζηνό.
«Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι·
σοφισθῆναι, καί οὕτω σοφίσαι·
γενέσθαι φῶς, καί φωτίσαι·
ἐγγίσαι Θεῷ, καί προσαγαγεῖν ἄλλους·
                    ἁγιασθῆναι, καί ἁγιάσαι...» (PG 480, 25).
 
Μέ τήν εὐκαιρία τῆς Ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εὔχομαι στούς Ἐκπαιδευτικούς ὅλων τῶν βαθμίδων, νά ἔχουν τόν φωτισμό παρά Κυρίου, δύναμη ἐξ ὕψους καί ὑγεία ψυχοσωματική πρός ἐπιτέλεση τοῦ ὑψηλοῦ καί ἁγίου λειτουργήματός τους.
Στούς Μαθητάς δέ καί τούς Φοιτητάς εὔχομαι χάριν παρά Θεοῦ, πρόοδο, σύνεσιν ἐν πᾶσι καί ἐνίσχυση γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς τους καί τήν κατάκτηση τῆς ἀληθινῆς σοφίας καί γνώσεως, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν θεώνει.
Κανείς ἄς μή λησμονῇ τά λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου:
«Ἡ παιδεία μετάληψις ἁγιότητος ἐστι»

Η Ορθόδοξη νηπτική θεολογία της Εκκλησίας ως μέθοδος θεραπείας Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασσίου Ιερόθεου Βλάχου




Αναδημοσίευση από: www.parembasis.gr

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τμήμα της εισηγήσεως του Σεβ. Μητροπολίτου μας στο Διεθνές Συνέδριο της Αλιάρτου με θέμα “Ορθόδοξη Θεολογία και Ψυχοθεραπεία – συγκλίσεις και αποκλίσεις”, στο οποίο είχε γίνει αναφορά σχετικά στο τεύχος 92 της εφημερίδας  Εκκλησιαστική Παρέμβαση.

1. Ορθόδοξη νήψη και ησυχία

2. Τα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας

3. Μερικά ενδεικτικά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας

4. Ενας σύγχρονος θεραπευμένος άνθρωπος

5. Η ορθόδοξη θεολογία σε σχέση με την υπαρξιακή ψυχολογία του Frankl και την σύγχρονη νευρολογία και ψυχιατρική





Το κεντρικό θέμα του παρόντος Διεθνούς Συνεδρίου “Ορθόδοξη θεολογία και ψυχοθεραπεία· συγκλίσεις και αποκλίσεις” είναι τεράστιο και οπωσδήποτε δεν μπορεί να καλυφθή από την δική μου ολιγόλεπτη εισήγηση. Εκείνο που πρέπει να επισημάνω εισαγωγικά είναι ότι, η σύγκλιση μπορεί να θεωρηθή κυρίως ως προς την μέθοδο, δηλαδή ως προς την υπέρβαση της μηχανιστικής ιατρικής, που δημιούργησε πολλά προβλήματα στον δυτικό κόσμο, ενώ οι αποκλίσεις ευρίσκονται στην ανθρωπολογία, την σωτηριολογία, καθώς επίσης και στην πνευματική εντελέχεια, για να χρησιμοποιήσω μια αριστοτελική ορολογία, ή καλύτερα την λεγομένη υποστατική αρχή, όπως θα έλεγε ο αείμνηστος Γεροντας Σωφρόνιος, καθώς επίσης και στην ενέργεια της θείας Χάριτος, όπως και στην παρέμβαση των σατανικών δυνάμεων.



Επεξηγώντας την εισαγωγική αυτή παρατήρηση, θα ήθελα να σημειώσω ότι πριν από δύο σχεδόν δεκαετίες εξέδωσα ένα βιβλίο με τίτλο “Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία” και υπότιτλο “πατερική θεραπευτική αγωγή”, το οποίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε οκτώ εκδόσεις και μεταφράστηκε στην αγγλική και σε άλλες γλώσσες. Με το ίδιο περιεχόμενο εξεδόθησαν και άλλα τρία βιβλία. Στα βιβλία αυτά εκτίθεται η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την θεραπεία του ανθρώπου.



Ο όρος “ορθόδοξη ψυχοθεραπεία” δεν παραπέμπει σε σύγχρονες ψυχοθεραπευτικές σχολές –άλλωστε δεν γίνεται μνεία των σχολών αυτών– αλλά περιγράφει την νηπτική - ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας για την θεραπεία του ανθρώπου, πέρα από μεταφυσικές και στοχαστικές αναλύσεις. Η χρησιμοποίηση ενός συγχρόνου όρου, όταν “φορτίζεται” με ορθόδοξο - πατερικό περιεχόμενο, θεωρώ ότι δεν δημιουργεί συγχύσεις. Άλλωστε, αυτό το έργο έκαναν και οι Πατέρες της Εκκλησίας σε σχέση με τους όρους που παρέλαβαν από την φιλοσοφία της εποχής τους και τους οποίους όρους “απεφόρτισαν” από το φιλοσοφικό - μεταφυσικό τους περιεχόμενο, και “φόρτισαν” με θεολογικό περιεχόμενο. Αυτό φαίνεται καθαρά, όπως θα δούμε και πιο κάτω, στην διαίρεση της ψυχής κατά τον Πλάτωνα. Οι Πατέρες δέχθηκαν την πλατωνική διαίρεση της ψυχής σε λογιστικό, επιθυμητικό και θυμικό, χωρίς όμως να δεχθούν την μεταφυσική του Πλάτωνος. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήση τους Πατέρες της Εκκλησίας γι' αυτό το ουσιαστικό και σημαντικό έργο τους.



Όμως στον περιορισμένο χρόνο που έχω στην διάθεσή μου, θα ήθελα να αναπτύξω μια πτυχή του θέματος που έχει ανακοινωθή στο πρόγραμμα και είναι “Η ορθόδοξη νηπτική θεολογία ως μέθοδος θεραπείας”. Κυρίως, θα επικεντρώσω την προσοχή μου σε πέντε επί μέρους σημεία που είναι καθοριστικά του όλου θέματος, ήτοι: πρώτον, ορθόδοξη νήψη και ησυχία, δεύτερον τα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας, τρίτον μερικά ενδεικτικά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, τέταρτον ένας σύγχρονος θεραπευμένος άνθρωπος και πέμπτον η ορθόδοξη θεολογία σε σχέση με την υπαρξιακή ψυχολογία του Frankl και την σύγχρονη νευρολογία και ψυχιατρική.




1. Ορθόδοξη νήψη και ησυχία



Όταν κάνουμε λόγο για νηπτική θεολογία δεν εννοούμε ότι είναι κάτι διαφορετικό από την θεολογία της Εκκλησίας, ωσάν να υφίσταται διάκριση μεταξύ κοινωνικής και νηπτικής θεολογίας. Κυρίως εννοούμε την μέθοδο την οποία έχει η Εκκλησία προκειμένου κάποιος να αποκτήση την αποκάλυψη του Θεού, που είναι η πραγματική θεολογία.



Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, αληθινή θεολογία είναι η θεοπτία, η όραση του Θεού, γι' αυτό και κατά τον άγιο, η θεολογία είναι υπόθεση των “εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον”. Και στην συνέχεια γράφει ότι βιώνουμε την θεωρία και γινόμαστε θεολόγοι “ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις”. Αυτό σημαίνει ότι της πραγματικής θεολογίας, που είναι όραση της θέας της ακτίστου δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, δηλαδή η μεταμόρφωση όλων των ψυχικών δυνάμεων, ώστε να πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Η απαραίτητη προϋπόθεση για την γνώση του Θεού είναι η νήψη και η νοερά ησυχία.



Μιλώντας για την ορθόδοξη νήψη εννοούμε την εγρήγορση και την ετοιμότητα του ανθρώπου να κρατά τον νου του καθαρό από διαφόρους λογισμούς και εικόνες που νεκρώνουν την εσωτερική του ελευθερία και καθαρότητα και τον αποσπούν από την κοινωνία με τον Θεό που συνιστά την γνώση του Θεού. Η νήψη αυτή χαρακτηρίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας και ιερά ησυχία. Επειδή υπάρχει ολόκληρο κίνημα ησυχαστικό, γι' αυτό και θα χρησιμοποιήσω περισσότερο την λέξη ησυχία.

Σύντριψε την καρδιά σου με την Ευχή. «Νηπτική Θεωρία» – Ανώνυμου Ησυχαστή


Ο Ναός μετά τη συντήρησή του από την αδελφότητα του Αγ. Στεφάνου
«Νηπτική Θεωρία» – Ανώνυμου Ησυχαστή
(Από χειρόγραφο του 1851
της Ι. Μ. Ξενοφώντος, Άγιον Όρος)
Καθώς φοβάται ο άνθρωπος να πιάσει με το χέρι του ένα πυρωμένο σίδερο, έτσι ακριβώς φοβάται και ο διάβολος τη συντριβή της καρδιάς, η οποία συντρίβει κατά κράτος την πονηρία του. Όπου υπάρχει συντριβή της καρδιάς, από εκεί διώχνεται κάθε σατανική πονηρία και φλογίζεται κάθε σατανική ενέργεια.
Είδε ο διάβολος μια καρδιά καταπληγωμένη από τη συντριβή της Ευχής; Θυμήθηκε αμέσως τις πληγές του Χριστού που υπέμεινε για τον άνθρωπο και γι’ αυτό τρόμαξε και δείλιασε.
Μη φοβάσαι τη συντριβή της καρδιάς σου, για να σε φοβούνται οι δαίμονες.

Διότι αυτοί δεν φοβούνται τόσο τον ενάρετο, όσο αυτόν που συντρίβει την καρδιά του με την Ευχή. Άμα συντριβεί η καρδιά σου, αμέσως χάνεται η κακία των δαιμόνων από σένα και λάμπει στη ψυχή σου η ακτίνα της δικαιοσύνης του Θεού.
Μόλις άκουσε ο σατανάς γοερούς αναστεναγμούς να αναπέμπονται από το βάθος της καρδιάς, τράπηκε αμέσως σε φυγή, διότι κατάλαβε ότι εκεί κοντά βρίσκεται καρδιά συντετριμμένη από την Ευχή και, επομένως, ο Ίδιος ο Χριστός.
Άκουσαν οι παρατάξεις του εωσφόρου τους λυπηρούς αναστεναγμούς της καρδιάς; Μάζεψαν αμέσως τις πονηρίες στον εαυτό τους και ησύχασαν. Άκουσαν οι δαίμονες να αναστενάζει κάποιος μέσα από το κέντρο της καρδιάς του;
Έγιναν άφαντοι από εκεί, διότι φοβήθηκαν την εκδίκηση του Κυρίου. Άκουσε ο διάβολος βραχνιασμένη φωνή από τη συντριβή της καρδιάς; Διαλύθηκε αμέσως η δύναμή του από τον φόβο του και έσβησε από τη λύπη του η φλόγα της κακίας του.
Είδε ο σατανάς ροή δακρύων σε πρόσωπο κάποιου που έχει καρδιά συντετριμμένη; Αμέσως ζεματίστηκε στην καρδιά του. Αναστέναξες μέσα από το βάθος της καρδιάς σου; Βέλος έριξες στον ομφαλό του εωσφόρου. Θυμήθηκες τον Πλάστη σου Ιησού και δάκρυσες από τη χαρά σου; Καυστική βροχή έπεσε πάνω στην κεφαλή του εωσφόρου.
Προσευχήθηκες στον Χριστό σου από το βάθος της καρδιάς σου; Έφραξε τα αυτιά του ο σατανάς μη υποφέροντας να σε ακούει. Από τα βάθη σου αναστέναξες; Έχασε ο σατανάς τον νου του από τον φόβο του. Συνέτριψες την καρδιά σου με την Ευχή; Δυναμώθηκε η ψυχή σου κατά του διαβόλου, ενώ ταυτόχρονα θωρακίστηκε κατά της αμαρτίας. Συντρίφθηκε η καρδιά σου από την Ευχή; Χάρηκε για τη ψυχή σου το Πνεύμα του Κυρίου και πικράθηκε το τάγμα του εωσφόρου.
Επικαλέστηκες τον Δεσπότη σου Χριστό από καρδιάς; Παρέλυσες τον σατανά.
Είδαν τα μάτια σου την εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και χάρηκε η ψυχή σου; Αναρίθμητοι λογισμοί κυριεύουν τον σατανά και περιφέρονται γύρω από τον εωσφόρο.
Εκ βαθέων επικαλέσθηκες το γλυκύτατο όνομα του Χριστού μου και της Θεομήτορος; Βύθισες στα καταχθόνια τον αόρατο εχθρό σου. Συνέτριψες την καρδιά σου με την Ευχή; Ετρώθηκε (έλιωσε) η ψυχή σου από τον θεϊκό έρωτα και αισθάνθηκε η καρδιά σου τον ανέκφραστο γλυκασμό του Κτίστου σου Χριστού.
Πόνεσε η καρδιά σου από τη βία της Ευχής; Κατάλαβες να υπάρχει μέσα σ’ αυτή σκέπη και χάρη θεϊκή. Απελπίστηκες από τη ζωή σου από τους πόνους της συντετριμμένης σου καρδιάς; Αποκαλύφθηκε σε σένα κάποιο από τα κρυμμένα μυστήρια του Θεού. Δοκίμασες τη θλίψη και τον πόνο της συντετριμμένης σου καρδιάς; Γεύθηκε πραγματικά η ψυχή σου από τον Κύριο Παντοκράτορα την αίσθηση της γλυκύτατης Βασιλείας Του.
Σύντριψε, λοιπόν, αγαπητέ, την εωσφορική έπαρση με την παντοτινή συντριβή της καρδιάς σου, για να στεφανωθεί η ψυχή σου από τον Παντοκράτορα Κύριο. Σύντριψε, λοιπόν, αγαπητέ, τον διάβολο με τη συντριβή της καρδιάς σου, για να εισέλθεις θριαμβευτής στη χαρά του Κυρίου σου.
Σύντριψε την καρδιά σου με την Ευχή, για να συντριβεί σε αναρίθμητα συντρίμμια ο σατανάς που σε πλανάει. Σύντριψε την καρδιά σου με την Ευχή, για να ταπεινώσεις κάτω από τα πόδια σου τον υπερήφανο και αλαζόνα σατανά.
Σύντριψε την καρδιά σου με την Ευχή, για να περιπαίζεις τον διάβολο, τον πρωτοστάτη της κακίας, λογαριάζοντας τα βέλη του ωσάν βέλη μικρού παιδιού (πρβλ. Ψαλμ. 63, 8).
Σύντριψε την καρδιά σου με την Ευχή, για να δεις τη ψυχή σου σαν άγγελο Κυρίου να ορμάει κατά του διαβόλου δίχως κανένα φόβο με το να είναι ντυμένη με τη δύναμη του Υψίστου.
Σύντριψε, ταπεινέ, την καρδιά σου με την Ευχή, για να γίνουν καινούργια τα εσωτερικά σου από το Πνεύμα του Κυρίου. «Πνεύμα ευθύ και αταλάντευτο εγκαινίασε μέσα στα έγκατά μου», λέγει ο Προφήτης (Ψαλμ. 50, 12).
Σύντριψε, λοιπόν, αγαπητέ, την καρδιά σου με την Ευχή, για να συνομιλήσει η ψυχή σου με τους αγγέλους του Θεού, που είναι πράγμα μακάριο, επιθυμητό και τελείως δυσεύρετο και δυσκολοκατόρθωτο.
Συνέτριψε, ταπεινέ, την καρδιά σου με την Ευχή, για να αποκτήσεις καθαρότητα στο σώμα σου και νήψη στη διάνοιά σου, τα οποία είναι ωσάν δύο πτέρυγες στη ψυχή σου, με τις οποίες (αυτή μπορεί και) πετάει προς τα ουράνια.
Συγκέντρωσε τον νου σου μέσα στο βάθος του εαυτού σου, εκεί που είναι ο θρόνος της καρδιάς σου· και αφού τον προσηλώσεις μέσα σ’ αυτή ωσάν κάποιον έξυπνο παρατηρητή, μελέτησε από το βάθος σου την Ευχή ώσπου να γλυκαθεί ανέκφραστα από τη χάρη της·
και τότε θα δεις τον εαυτό σου να πετάει πάνω στον ουρανό προς τον Θεό, όπου είναι η αληθινή του ανάπαυση.
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗ
_________________________________________
[ «Νηπτική Θεωρία»
(Από χειρόγραφο του 1851
της Ι. Μ. Ξενοφώντος),
Λόγος Ιστ΄ (Αποσπάσματα),
σελ. 187–196·
Έκδοση
Ιεράς Μονής Ξενοφώντος,
Άγιον Όρος·
Οκτώβριος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός ]

ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ


 

 

 Λόγος τρίτος- περί δειλίας καί φόβου.



Πώς ήμπορεϊ τίνος νά φθάση είς τήν άκροτά- την και τελειοτάτην μέθοδον τής νοεράς προσευ-χής- καί πώς δύνατα/ νά έξορίση καί νά διώξη άπό λόγου του τούς δαίμονας τής δειλίας, οί οποίοι τόν έκφοβίζουν δυνατά είς τόν καιρόν τής νυκτός, όταν θελήση νά προσευχηθή ή όπόταν θέληση νά ύπάγη
κατά μόνας τό μεσονύκτιον είς κανένα σπήλαιον ή
είς καμμίαν ερημιάν νά προσευχηθή ήσυχα.

Ευλόγησον πάτερ

Ω αληθινέ έργάτα της νοεράς προσευχής, εάν θέλης νά φθάσης είς τά αληθινά και υψηλά μέτρα της νοεράς προσευχής, άκουσε με προσοχήν τοΰτο όπου θέλω σοΰ είπη. Μερικαΐς φορας, είς τόν, καιρόν της νυκτός, πήγαινε μόνος σου είς τόπους άβάtους, είς τόπους αγρίους, είς τόπους φοβερούς, είς τόπους ζωφεροΰς, είς τοιούτους τόπους, είς τους όποιους γροικάς ‘ότι είναι φωλεά και κατοικία δαιμόνων. ‘΄Ομως, πριν νά ΰπάγης, νά προετοίμασθής διά τόν τοιοΰτόν σου δρόμον καί διά τό τοιοΰτόν σου κίνημα.

Ή συνείδησίς σου νά είναι ήσυχη καί είρηνευμένη, νά μη σε ένοχλη διά κανένα κρυφόν σου έγκλημα. Νά είσαι έξωμολογη μένος. Νά εχης κοινωνήσει τοΰ Δεσποτικοΰ Σώματος καί Αϊματος τότε όγλήγορα καί συντόμως νά είπώ, νά είσαι προετοιμασμένος είς όλα καί αρματωμένος μέ τά άρματα τοΰ ' Αγίου Πνεύματος. Καί λοιπόν, άφοΰ κίνησης τοΰτον τον δρόμον καί περιπατής μόνος σου την παράωρον νύκτα, συχνάκις - συχνάκις σφράγιζε τόν εαυ­τόν σου μέ τόν τΰπον τοΰ τιμίου καί παντοδυνάμου σταυροΰ, βάνοντας είς τόν νοΰν σου ότι πηγαίνεις (καθώς καί τη αληθείς είναι) είς μέγαν πόλεμον, καί είς τοιοΰτον πό­λεμον, ώσάν νά μην ήθελες ίδή πλέον τό φως τοΰ ήλιου, αλλά ώσάν νά έμελλες νά θανατωθής εξ άπαντος εκεί­νην τήν νύκτα, πολεμώντας μέ τούς αγρίους καί άσπλάγχνους δαίμονας τής δειλίας, τους όποιους ή νά τους νικήσης μέ τήν άμαχον δύναμιν τοΰ ονόματος τοΰ Κυρίου καί νά τούς διώξης άπό τήν κατοικίαν τους καί τοιουτο­τρόπως νά γυρίσης νικητής ή νά άποθάνης επάνω είς αύ­τόν τόν νοητόν πόλεμον, παρά νά γυρίσης νικημένος.

"Οθεν, αγαπητέ, άφοΰ προετοιμασθής καθώς εΐπαμεν, πήγαινε είς αύτόν τόν νοητόν πόλεμον μέ τοιαύτην γνώμην. Πηγαινάμενον δέ θέλουν σέ γροικήσει οί δαίμο­νες δτι πηγαίνεις κατ’ αύτών, διά νά τούς πολεμήσης μέ τό όνομα τοΰ Κυρίου, διά τοΰτο θέλουν σέ προϋπαντήσει καί αύτοί άοράτως, μέ τήν συνηθισμένην των πονηριάν. Διότι πρώτον μέν θέλουν σέ έκφοβήσει άοράτως καί θέλουν σοϋ δώσει κάποιον τοιοΰτον φόβον, ώστε όπού θέλεις αρχίσει νά ίδρώνης ψυχρόν καί κρύον ίδρωτα άπό τόν ύπερβολικόν σου φόβον καί θέλεις τρέμει άπό τήν τρομά­ραν, τήν όποίαν θέλουν σοϋ προξενήσει είς τά μέλη άορά­τως, διά νά σέ γυρίσουν είς φυγήν. Άνίσως όμως εσύ πολεμούμενος τοιουτοτρόπως δέν ψηφάς διά ούδετίποτε τόν πόλεμόν τους, τότε οί πονηροί θέλουν μεταβάλει τήν άγριότητά τους καί τόν φοβερισμόν τους είς κολακείαν καί τρόπον τινά είς νουθεσίαν, διά νά σέ γυρίσουν όπίσω, καν τοιουτοτρόπως. Διότι θέλουν σου προβάλει ταΰτα είς τήν διάνοιάν σου, ώσάν τάχα νά σέ συμβουλεύουν οί δόλιοι, λέγοντες «ώ άνθρωπε τοΰ Θεοΰ, σε βλέπομεν δτι έ­χεις μεγάλην απλότητα καί διά τούτο μή γνωρίζοντας τό συμφέρον σου έρχεσαι τώρα εις τούτον τον τόπον την παράωρον νύκτα της νυκτός, δίχως νά λυπηθης την ζωήν σου καί δίχως νά φοβηθης, μήν τύχη καί κολασθης άπό τήν άνετοιμασίαν σου, αν άποθάνης ταΰτην τήν ώραν. "Η τάχα δεν ήξεύρεις ποιοι εΐμεσθεν ήμεΐς καί έρχεσαι κατ’ επάνω μας; "Ακουσέ μας λοιπόν, ώ άνθρωπε, καί γύρισε όπίσω τό όγληγορώτερον, πριν θυμωθώμεν κατ’ επάνω σου καί πριν δοκιμάσης μέ τό έργον τήν δΰναμίν μας τήν μεγάλην. Ήσΰχασε είς τήν κέλλαν σου, άγωνίζου εκεί νά εύαρεστήσης τώ Θεώ, κάμνοντας ταΰτας κάκείνας τάς άρετάς, διότι ήξευρε καί τοΰτο δτι, αν άποθάνης τώρα εδώ πολεμώντας μέ ημάς, θέλουν σε φάγει τά θηρία, δίχως νά άξιωθης ενταφιασμόν καί δίχως νά σέ ψάλλουν επιτά­φια άσματα».

Αυτά λοιπόν καί άλλα παρόμοια με ταΰτα θέλουν σοΰ τά προβάλει υστέρα άπό τήν δειλίαν καί υστέρα άπό τον φοβερισμόν, ωσάν τάχα νά σέ παρακινοΰν εις προκο­πήν καλλίτερην καί είς άσφαλεστέραν διαγωγήν. Έσυ δμως, αγαπητέ δοΰλε τοΰ Κυρίου, μή δίδης καθόλου ά- κρόασιν είς τήν συμβουλήν τους, μήτε είς τήν καλωσύνην, όπου θέλουν νά σοΰ κάμουν, διότι είναι γεγραμμένον «Έλαιον άμαρτωλοΰ μή λιπανάτω τήν κεφαλήν μου»· διά τοΰτο άκούοντας ταΰτα, κάμε συχνάκις τον σταυρόν σου, καί λέγοντας άκατάπαυστα μυστικώς τό «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεοΰ, έλέησόν με», πήγαινε κατ’ αύτών, ωσάν νά είσαι κωφός καί βωβός, έχοντας τό στόμα σου σφαλισμένον. Διότι, άνίσως τους ύπακούσης άπό τήν πρώτην προσβολήν καί γυρίσης είς φυγήν, γίνωσκε ότι έχεις νά κινδυνεΰσης μέγαν καί έλεεινόν κίνδυνον. Διότι έν τώ άμα όπού θέλεις γυρίσει είς φυγήν, θέλει σοΰ φανοΰν οί δαίμονες, κατά διάνοιαν, δτι σέ κυνηγοΰν όπισθεν ωσάν αναρίθμητοι λησταί μέ σπαθία ξεγυμνωμένα ή ωσάν νά όρμοΰν κατ’ επάνω σου τινά ανήμερα καί άγρια θηρία διά νά σέ καταπιούν ζωντανόν και σύσσωμον όθεν ό κίν­δυνός σου είναι διπλούς, διότι θέλεις κινδυνεύσει σωματι­κά καί ψυχικά. Καί σωματικά μέν θέλεις κινδυνεύσει, διό­τι φεύγοντας μέ πολλήν ορμήν άπό τόν φόβον σου ή εκ συνεργείας αυτών τών δαιμόνων, όπού σέ εκφοβίζουν καί σέ κυνηγούν ή άπό τήν σκοτίαν τής νυκτός καί άπό τήν αβλεψίαν της τεταραγμένης σου καρδίας και διανοίας, ήμπορεΐς νά σκοντάψης καί νά πέσης καί νά συντρίψης κανένα άπό τά μέλη σου. Ψυχικώς δέ θέλεις κινδυνεύσει, διότι άπό τήν φυγήν σου θέλουν πάρει οί δαίμονες δύναμιν κατά σου, ώσάν όπού δέν έδυνήθης νά τούς έναντιωθής, καί διά τούτο θέλουν προχωρέσει είς εσένα καί θέ­λεις γένει φρενόληπτος, ώστε όπού είς τό εξής νά φοβά­σαι καί άπό τόν ίσκιον τόν ίδιον σου. Διά τοΰτο λοιπόν, ώ στρατιώτα τοΰ Χριστού, επειδή έξήλθες είς τοιοΰτον νοητόν καί άόρατον πόλεμον, νηφε καί πρόσεχε, όσον δύνασαι, νά μή σέ παγιδεύσουν οί δόλιοι μέ κανένα πονηρόν ε­φεύρημα.

Πηγαινάμενος δέ κατ’ αύτών, δταν σέ άπαντήσουν αί τοιαΰται προσβολαί, στήριξον πρώτα τήν καρδίαν σου μέ τήν ένθύμησιν τοΰ Θεού, πιστεύοντας όλοψύχως δτι ό Θεός θέλει είναι παρών άοράτως είς αύτόν τόν άόρατον πόλεμον νά ίδή τόν άγώνα σου. Διότι, άπό ταύτην τήν ένθύμησιν τοΰ Θεοΰ, θέλεις καταλάβει ευθύς είς τόν εαυτόν; σου κάποιαν παρηγορίαν καί κάποιαν χαράν είς τήν καρ­δίαν σου. Διότι λέγει· «έμνήσθην τοΰ Θεοΰ καί ηύφράνθην»· έπειτα στήριξον τό πεφοβισμένον σου σώμα μέ τήν άκινησίαν καί, σκύπτοντας ολίγον είς τήν γήν, βίαζε τήν καρδίαν σου μέ τήν εύχήν, λέγοντας την άπό τό βάθος τής καρδίας σου πέντε - δέκα φοραΐς. Καί έπειτα σηκώσου καί πάλιν πήγαινε ήσυχα κατ’ εύθεΐαν πρός εκείνο τό μέρος άπό τό όποιον γροικάς ότι σοΰ έρχονται τά πεπυρωμένα βέλη τών δαιμόνων, αί προσβολαί, λέγω, τής δειλίας αύ­τών, ώσάν τινα άεικίνητα καί άσχόλαστα κύματα.

Πηγαινάμενος δέ κατ’ αύτών σφράγισον πάλιν συχνάκις τον εαυτόν σου μέ τό σημειον τοΰ τιμίου καί ζωοποιοΰ σταυροΰ. Καί πρόσεχε καλά νά μην άνοιξές καθό­λου τό στόμα σου καί φωνάζης άπό τον φόβον σου, ωσάν νηπιον, ζητώντας βοήθειαν μέ φωνήν, αλλά έχοντας τό στόμα σου κλεισμένον καί λέγοντας μυστικώς καί άδιακόπως μέ πολλήν προσοχήν τό «Κΰριε Ίησοΰ Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεοΰ, έλέησόν με» είς πάσαν σου αναπνοήν μίαν φο­ράν, πήγαινε μέ τόλμην καί μέ άφοβίαν κατά τών εχθρών σου, οΐτινες βλέποντές σε τοιουτοτρόπως πηγαινάμενον κατ’ αυτών, θέλουν ταράξει πάλιν τήν διάνοιάν σου μέ τάς άπειρους προσβολάς τών διαφόρων λογιών καί ποικί­λων λογισμών. Καί τόσον σφοδρώς καί δυνατά θέλουν σέ πολεμήσει, ώστε όπου θέλεις αισθάνεσαι τον σφοδρόν τους πόλεμον φανερά είς τοΰ λόγου σου. Διότι αυτοί οί δαίμονες της δειλίας θέλουν ελθει κατ’ επάνω σου, ώσάν τινα άγριώτατα δαμάλια καί φοβερώτατα βουβάλια, ώ­σάν νά σέ κερατίζουν τρόπον τινά άπό ολόγυρά σου καί νά σέ καταπατοΰν.

Έσυ όμως, αγαπητέ, ταΰτην τήν ώραν στήριξον δυ­νατά τήν καρδίαν σου μέ τον φόβον τοΰ Θεοΰ, λέγοντας είς τον εαυτόν σου  «τώρα - τώρα τελειώνει ή ζωή μου, διότι ή οί δαίμονες μέ θανατώνουν ή έγώ αποθνήσκω άπό τήν βίαν της ευχής μέχρι θανάτου. Καί εί μέν μέ νικήσουν οί δαίμο­νες καί μέ θανατώσουν, ό Θεός φροντίζει διά τήν ψυχήν μου. Εί δέ άποθάνω έγώ άπό τήν βίαν της ευχής, ό Θεός θέλει αναπαύσει τήν ψυχήν μου εκεί όπου επισκοπεί τό φώς τοΰ προσώπου Αύτοΰ, διότι τοΰτον μου τον θάνατον θέλει τον λογιάσει ώς μαρτυρικόν θάνατον.

Άφοΰ λοιπόν στήριξής, άγαπητέ, τοιουτοτρόπως τον εαυτόν σου μόνος σου, άρχίνα νά λέγης τό «Κΰριε Ίη­σοΰ Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεοΰ, έλέησόν με», άπό τό βάθος της καρδίας σου. Λέγοντας δέ ταΰτην τήν ευχήν άπό τό βάθος της καρδίας σου, καταβαίνεις άπό τό βάθος της καρδιακής σου ευχής είς βαθΰτερον βάθος της καρδιακής σου ευχής· καί όσον βλέπεις κοντά σου τόν κίνδυνον άπό τούς δαίμονας, τόσον βιάζεις τον εαυτόν σου είς την ευ­χήν, βιάζοντας δέ, βιάζοντας την καρδίαν σου είς την ευ­χήν, τόσον προχωρείς είς το βάθος της καρδιακής ευχής, ώστε όπού ευρίσκεις τήν άκροτάτην καί τήν τελειοτάτην μέθοδον της νοεράς προσευχής καί κατά αλήθειαν, αληθι­νός είναι ό λόγος, τόν όποιον είπέ τις των πατέρων ποτέ, όταν έρωτήθη, πόθεν εμαθε τήν νοεράν προσευχήν  διό­τι άπεκρίθη καί είπεν ότι τήν εμαθεν άπό τούς δαίμονας. Καί άλλος πάλιν ομοίως έρωτηθείς περί τούτου, είπεν ότι τήν εμαθεν άπό τά αγένεια παιδία, τά όποια φαίνονται μέν λόγια παράξενα, όμως δεν είναι παράξενα. Διότι, ό μέν ενας βιάζοντας τήν καρδίαν του είς τήν ευχήν νά δίω­ξη τούς δαίμονας, όπού τοΰ έσίμωναν, ώς άνω εΐρηται, τόσον έπροχώρησεν είς τήν ευχήν, ώστε όπού εύρήκε τήν ακρότητα ταύτης της ευχής. Καί είς τοΰτο οί δαίμονες εγιναν αιτία, διά τοΰτο είπεν δτι τήν εμαθεν άπό τούς δαί­μονας. Ό δέ ετερος πάλιν, βλέποντας τά αγένεια παιδιά έφοβεΐτο μήπως καί μολυνθή ή καρδία του άπό καμμίαν πονηράν ένθυμησιν καί κακήν συγκατάβασιν τής καρδίας, διά τοΰτο έβίαζεν ομοίως δυνατά τήν καρδίαν του τόσον είς τήν ευχήν, ώστε όπού εύρήκε καί αυτός τήν τελειοτάτην μέθοδον της νοεράς καί καρδιακής ευχής. Διά τοΰτο, λοι­πόν, όρθώς άπεκρίθησαν καί οί δύο. Ήμεΐς δέ ας έλθωμεν πάλιν είς τήν ύπόθεσιν τοΰ λόγου.

Καί λοιπόν, άγαπητέ, εύρίσκοντας τήν τελειοτάτην μέθοδον τής νοεράς καί καρδιακής ευχής τοιουτοτρόπως, βίαζε καί πάλιν τήν καρδίαν σου είς αυτήν τήν ευχήν, εως όπού νά χαραχθη έσω είς τήν καρδίαν σου ή ευχή, ώσάν είς καμμίαν χάλκινην καί πέτρινην πλάκα, καί εως όπού νά φυγαδευθη όλη ή ενέργεια τών σφοδρώς πολεμοΰντων σε δαιμόνων τής δειλίας.

Τότε θέλεις ήδη φανερά τήν δύναμιν τής ευχής, διότι όχι μόνον θέλουν άφανισΰή αί άγριαις αυτών φοβέραις καί αί διάφοραις φαντασίαις καί τά μορφώματά τους τά άνυπαρκτα, άλλά άκόμη θέλει λάμψει είς τήν ψυχήν σου ή ακτίνα και ό φωτισμός τοΰ Κυρίου σου Ίησοΰ Χριστοΰ, όθεν θέλεις γένει καί θέλεις είσαι μετέπειτα όλος χαρά, όλος παρηγορία, όλος ευφροσύνη, όλος άφοβία, ώσάν νά σέ περικυκλώνουν κάποιοι πολλοί τινες ήγαπημένοι σου φί­λοι καί εμπιστευμένοι φυλακάτορες καί δορυφόροι.

Καί κατά αλήθειαν τοιουτοτρόπως είναι τό πράγμα. Διότι θέλουν ελθει έκεΐ άοράτως πρός παρηγορίαν σου θείοι άγγελοι, νά σε φυλάγουν καί νά σε στεφανώνουν διά τό νικητικόν σου τρόπαιον, όπού έσήκωσες καί εστησες έ­κεΐ κατά τών έναντίων σου. "Οθεν θέλεις ψάλλει καί έσύ μαζί μέ τον προφήτην Δαβίδ καί θέλεις λέγει  «Κύριος φωτισμός μου καί Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, άπό τίνος δειλιάσω; εν τω εγγίζειν επ’ εμέ κακοΰντας τοΰ φαγεΐν τάς σάρκας μου, οί θλίβοντές με καί οί εχθροί μου αυτοί ή σθένη σαν καί επεσον  εάν δέ παρατάξηται επ’ εμέ παρεμβολή, ού φοβηθήσεται ή καρδία μου  εάν έπαναστη επ’ εμέ πόλεμος, εν ταύτη εγώ ελπίζω» καί τά λοιπά τοΰ Ψαλμοΰ (26) θέλεις ψάλλει μέ άμετρον χαράν τής καρδίας σου. Διότι εκείνοι όπού έσίμωσαν ολόγυρα είς τό σώμά σου καί εδειχναν ότι έχουν νά τό καταφάγουν, ήτοι νά τό θανατώσουν, καί εκείνοι οπού σε έθλιβαν μέ τήν πονηράν καί κακήν αυτών παρεμ­βολήν, εκείνοι, λέγω, ήσθένησαν καί αδυνάτισαν καί πίπτοντες άπό τον σκοπόν τους έχάθησαν άπό τον φωτισμόν τής νοεράς προσευχής, ώσάν χάνεται ή σκοτία της νυκτός από τον φωτισμόν τοΰ ήλίου καί της ήμέρας.

Διά τοΰτο λοιπόν άπό ταύτην τήν ώραν, όπού ένίκησας εκεί τούς εχθρούς σου μέ τό κραταιόν όνομα τοΰ Κυ­ρίου, θέλεις αγαπήσει τόσον πολύ εκείνον τον τόπον, όπού τόν έφοβόσουν πρώτα καί τον ετρεμες, ώστε οπού είς τό εξής, δταν ήθελες τον ένθυμηθη ή ήθελες τον ίδή, πάραυτα θέλει σκιρτά έσω ή καρδία σου χαίρουσα καί θέλει έπιποθεΐ ή ψυχή σου νά πηγαίνης έκεΐ συχνάκις διά νά προσευχηθής πάλιν τοιουτοτρόπως είς τον Θεόν. Είπε δέ περί της τοιαύτης ύποθέσεως και κάποιος άπό τούς πα­τέρας τοιουτοτρόπως.

Άδελφός τις άγωνίζετο πάντοτε είς ταύτην τήν νοε­ράν προσευχήν διά νά εύρη τήν ακρότητα και τήν τελειότη­τα ταύτης, όμως δέν έδύνατο, διότι ή άκρότης της νοεράς προσευχής είναι αδύνατον νά εύρεθη, δίχως άκρον αγώ­να και δίχως άκρον πειρασμόν.

Διά τούτο πολλάς φοράς ούτος ό άδελφός έμεταχειρίζετο διαφόρους άγώνας είς αυτήν τήν νοεράν προσευ­χήν, πλήν τούς έμεταχειρίζετο τάς περισσοτέρας φοράς είς τόν καιρόν της νυκτός, καθ’ ήν έκοιμούνταν οί επίλοιποι άδελφοί. Ενίοτε δέ ύπήγαινε κατά μόνας την νύκτα παρά­μερα άπό τούς ανθρώπους, και έκεΐ κλίνοντας τήν κεφα­λήν του πρός τό στήθος του έπροσηύχετο νοερώς άπό τό βάθος της καρδίας αύτοΰ μόνος μόνω Θεω.

Κάμνοντας δέ τοΰτο πολλάκις κατά μόνας την νύκτα είς τάς ερημιάς της έρημου, έθυμώθησαν μίαν φοράν οί δαίμονες κατ’ αύτοΰ καί ήθέλησαν νά τόν εκφοβίσουν, διά νά μή προσευχηθή πλέον τοιουτοτρόπως, διότι δέν τούς έκαλοφαίνετο εκείνο όπού εκαμνεν ό άδελφός. Διά τούτο τόν έτάραξαν διά μιάς, μέ κάποιον τοιοΰτον φόβον, ώστε όπού έκινδύνευσεν ό άδελφός νά ξεψυχήση άπό τόν ξαφνικόν εκείνον φόβον και ύπερβολικόν τρόμον. Καί όσον έπερνούσεν ή ώρα, τόσον ηΰξανε καί έκραταιοΰτο καί ό φόβος, διότι έφαίνονταν οί δαίμονες της δειλίας κατά φαντασίαν είς τήν διάνοιαν τοϋ άδελφού, ώσάν πώς νά ώρμούσαν κατ’ αύτοΰ παμπληθεί, μέ πανοπλίαν (παναρματωσίαν), διά νά τόν εξαλείψουν άπό τό πρόσωπον της γης. 'Όθεν είς ταύτην τήν άνάγκην μή έχοντας καμμίαν άνθρωπίνην βοήθειαν, έσυμμάζωξε καλλίτερα τόν νοΰν του μέσα είς τήν καρδίαν του είς τήν νοεράν προσευχήν.

Κλίνοντας λοιπόν τήν κεφαλήν του πρός τό στήθος, άρχισε νά λέγη τό «Κύριε Ίησοΰ Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεοΰ, έλέησόν με», τόσον δυνατά, τόσον βιαστικά, τόσον βαθέως,

τόσον προσεκτικώς, ώστε όπου είς όλην του τήν ζωήν δέν έβίασεν άλλην φοράν τοιουτοτρόπως τήν καρδίαν του μέ τήν ευχήν. Διότι, όταν τά νοητά, άγρια καί φοβερά κύμα­τα τών δαιμόνων της δειλίας τόν έκυματοΰσαν μέ τήν δει­λίαν είς τήν διάνοιαν, μέ τήν τρομάραν είς τό σώμα, μέ τόν φοβερισμόν είς τόν νοΰν καί μέ τόν κατά φαντασίαν ανύπαρκτον κρότον, τότε καί αυτός έβίαζεν υπέρ φύσιν τήν καρδίαν του μέ τήν ευχήν, μέ άκραν πρός αυτήν νηψιν καί προσοχήν.

Καί ήτο τή αληθείς νά θαυμάζη τινάς είς τοϋτον τόν νοητόν πόλεμον καί αίσθητόν αγώνα τοΰ άδελφοΰ, διό­τι έβίαζε τόν εαυτόν του είς τήν καρδιακήν ευχήν μέχρι θα­νάτου. "Οθεν, άφοΰ έχάθη τελείως ή έδική του δΰναμις, τότε ήλθεν είς αύτόν ή άνωθεν δΰναμις. τότε τόν έπεσκέφθη ή Χάρις τοΰ Θεοΰ, ή οποία τους μέν δαίμονας καί τάς διαφόρους καί ποικίλους αυτών φαντασίας κατά κρά­τος έδιάλυσε καί είς τό τέλος ήφάνισεν, αυτόν δέ θαυμασίως τόν έπαρηγόρησε καί διπλασίως τόν έχαροποίησε. Διό­τι πρώτον μέν, μέ τήν βίαν της καρδιακής ευχής, εύρήκεν ό αδελφός τήν άκρότητα καί τήν τελειότητα της νοεράς προσευχής, δεύτερον δέ, τόσην χαράν, τόσην παρηγορίαν έλαβε καί τόση άφοβία τοΰ ήλθε παρ’ ελπίδα, ώσάν νά τόν επεριτριγΰριζεν καμμία παρεμβολή θείων αγγέλων. Καί όντως τοιουτοτρόπως ήτο ή αλήθεια, διότι λέγει  «παρεμβαλεϊ άγγελος Κυρίου κΰκλω τών φοβούμενων αύτόν, καί ρΰσεται αύτοΰς». Τώ δέ Θεώ ημών δόξα, κράτος, αΐνεσις καί προσκύνησις, είς τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.