Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Πώς ο διάβολος προκαλεί αναστάτωση της ψυχής;-Δεν πρέπει ο άνθρωπος να αφήνει να κατοικούν μέσα στην καρδιά του πάθη



Ο διάβολος, προσπαθεί να κερδίσει τόσο την καρδιά όσο και την ψυχή μας, όμως εμείς πρέπει να αντισταθούμε και να μην του το επιτρέψουμε…


Η παρουσία του σκοτεινού πνεύματος μέσα στον άνθρωπο εκδηλώνεται με το σκοτάδι του νου, την ταραχή, τη θλίψη και τη βεβαρημένη καρδία.

Πιο πολύ όμως η παρουσία του γίνεται φανερή στην καρδιά, την οποία αυτός πιέζει και σφίγγει με τη δύναμη της κολάσεως.

Από την καρδιά αρχίζει τις επιβουλές του, από εκεί τις απλώνει στον νου, στη φαντασία και στη μνήμη. Προκαλεί σύγχυση και έτσι περιορίζει πολύ τις δυνάμεις αυτές τη ψυχής.

Ο άνθρωπος που εκείνος επηρεάζει γίνεται σαν τυφλός και, ενώ είναι με ανοικτά μάτια, δε βλέπει τίποτε εκτός από το αντικείμενο του πόθου του, σαν να μην υπάρχει γι΄ αυτόν τίποτα άλλο.


Για το σκοτισμό των λογισμών και την αναστάτωση της ψυχής που προκαλεί ο διάβολος, μιλάει η προσευχή του αγιασμού του ύδατος στο Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Περί «ταραχής και δειλίας εκ του διαβόλου ημίν προσγενομένης» μιλάει η προσευχή του Μεγάλου Βασιλείου στο Μέγα Απόδειπνο.

Ο διάβολος βγαίνει από μέσα μας με θερμή προσευχή και με το σημείο του Σταυρού, που με πίστη κάνουμε πάνω στο στήθος. Και μπορείς εύκολα να καταλάβεις τη στιγμή, που ακριβώς σε αφήνει.

Ο άνθρωπος που επιτρέπει να κατοικούν μέσα στην καρδιά του τα πάθη, τα γεννήματα του διαβόλου, σταδιακά μολύνεται με δαιμονική υπερηφάνεια, που κάνει δύσκολη την επιστροφή του στην αρετή, και αυτό, γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος δύσκολα δέχεται ότι είναι αμαρτωλός, και νομίζει ότι δεν κάνει κάτι για το οποίο αξίζει να κατακρίνεται και ότι έχει δίκαιο, ακόμη και τότε που ακολουθεί τα πάθη και αμαρτάνει.

Πηγή: Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979) Ο άνθρωπος χωρίς Χριστό εργαστήριο δαιμόνων 23 Ιουνίου 2019

20160623-2Ο αγώνας μας είναι ενάντια στους εχθρούς της αιωνιότητας και της αθανασίας μας. Αυτοί είναι: οι αμαρτίες μας, τα πάθη μας, οι πόθοι μας, τα πνευματικά της πονηρίας. Κάθε αμαρτία κλέβει και λίγη από την αιωνιότητά μας και απονεκρώνει την αθανασία μας. Ας μη γελιόμαστε: η φιλία με την αμαρτία είναι έχθρα με τον Θεό, έχθρα με τον Κύριο και Χριστό. Δίχως την πίστη στον Κύριο και Χριστό, δίχως την αναγέννηση εν Χριστώ τω Κυρίω, δίχως τη ζωή εν Χριστώ τω Κυρίω, ο άνθρωπος είναι και παραμένει εργαστήριο δαιμόνων.
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Μοναχός Αρσένιος Σκήτη Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους

Νομίζω, πως ειδικά στις μέρες μας, έχει παρεξηγηθεί λίγο το κορυφαίο χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, η Θεολογία. Πολλοί λένε, πως για να θεολογεί κανείς, πρέπει να έχει σπουδάσει σε πανεπιστήμια το αντικείμενο της θεολογίας και έτσι να λέγεται θεολόγος. Άλλοι λένε, πως η πανεπιστημιακή γνώση γίνεται εμπόδιο και καλά θα είναι να είναι κανείς ολιγογράμματος για να θεολογεί. Εμείς όμως, θα πούμε πως ούτε ο ολιγογράμματος που δεν γνώρισε τον Θεό και δεν τον γεύθηκε είναι άξιος να θεολογεί, ούτε ο θεολόγος των πανεπιστημίων, που και αυτός δεν έχει γευθεί ποτέ την Χάρη του Αγίου Πνεύματος,είναι άξιος να θεολογεί και να ονομάζεται θεολόγος. Τότε ποιους θα ονομάζουμε θεολόγους;

Αγαπητοί μου, η Ορθόδοξος Εκκλησία μας τρεις μόνος Αγίους έχει ονομάσει Θεολόγους, που είναι σε όλους μας γνωστοί. Αλλά, ας εξετάσουμε με πολύ φόβο Θεού τι σημαίνει θεολόγος. Θεολόγος σημαίνει,αυτός που γνωρίζει πλούσια τα μυστήρια του Θεού, που του τα αποκάλυψε ο ίδιος ο Θεός και όχι διά πανεπιστημιακής γνώσεως. Θεολόγος είναι, αυτός που κατόρθωσε με τον αγώνα του να γίνει φίλος γνήσιος με τον Θεό. Διότι, μόνο ο φίλος γνωρίζει τα μυστικά του Θεού και όχι ο δούλος. Αλήθεια, πως θα μιλήσει κάποιος για κάτι που δεν το έχει γνωρίσει ποτέ; Και πόσο μάλλον θα μιλήσει κάποιος για τον Θεό, όταν του είναι εντελώς άγνωστος; Άλλο είναι να θεολογεί ένας πολύ ενάρετος ορθόδοξος Χριστιανός, ύστερα από κάποιες πνευματικές εμπειρίες που βίωσε και άλλο είναι να λέμε, πως αυτός ο Άγιος πήρε το χάρισμα της θεολογίας από τον Άγιο Τριαδικό Θεό και η Εκκλησία μας τον ονόμασε Θεολόγο. Να πούμε, πως από τους τρεις Θεολόγους που ανέδειξε η Εκκλησία μας, ο πρώτος είναι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης που πριν υπήρξε αλιεύς και αγράμματος. Ενώ οι άλλοι δύο, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Συμεών ο Νέος Θεολόγος ήταν των γραμμάτων. Και ενώ ο Θεός με βάση την ορθή λογική μερικών, έπρεπε να δώσει τον τίτλο του Θεολόγου στον Απόστολο Παύλο, που ήταν τέρας μορφώσεως, αλλά τον έδωσε στον μαθητή της Αγάπης. Άρα λοιπόν «τις έγνων ουν Κυρίου και τις αυτού σύμβουλος εγένετο» ( Ησ. 40, 13); Έτσι λοιπόν, ενώ πολλοί Άγιοι της Εκκλησίας μας έχουν θεολογήσει την Αγία Τριάδα, όμως μόνο τρεις ονομάζονται Θεολόγοι! Και αυτό συμβαίνει, διότι δεν είναι τόσο απλό να ονομάζεται ένας Άγιος Θεολόγος. Πόσο μάλλον, είναι πολύ επικίνδυνο να ονομάζονται οι απλοί Χριστιανοί «Θεολόγοι», επειδή σπούδασαν σε κάποια πανεπιστήμια. Εάν ρίξουμε μία ματιά στα έργα των σημερινών «θεολόγων», εκτός ολίγων εξαιρέσεων, θα διαρρήξουμε τα ιμάτιά μας από αγανάκτηση και θα λέμε: «Ω του παραδόξου»! Πώς είναι δυνατόν να ονομάζονται αυτοί οι άνθρωποι θεολόγοι; Έτσι λοιπόν μπορεί να μιλάμε όλοι μας οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί για τον Θεό, αλλά θεολόγοι σε καμία περίπτωση δεν είμαστε. Από τους Αγίους Αποστόλους, όλοι τους εθεολόγησαν τον Θεό, ένας μόνο ονομάστηκε Θεολόγος. Από τους Ιεράρχας του Χριστού, οι περισσότεροι από αυτούς θεολογήσανε την Αγία Τριάδα, όμως και εδώ πάλι ένας ονομάστηκε Θεολόγος. Το ίδιο συνέβη και στον βαθμό της Ιερωσύνης, ένας ονομάστηκε Θεολόγος. Στώμεν καλώς και ας μην αναφέρουμε έτσι πρόχειρα το σεπτόν όνομα της Θεολογίας. Για να λάβει κάποιος το αξίωμα της Ιερωσύνης, πρέπει να επιθέσει ο Αρχιερέας τα χέρια του επάνω στην κεφαλή του υποψηφίου, ώστε να έρθει η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Όμως δεν γίνεται το ίδιο με το χάρισμα της Θεολογίας. Αυτό το πάνσεπτο χάρισμα, το χορηγεί με άκρα μυστικό τρόπο το Πανάγιο Πνεύμα. Από τους Δώδεκα Αποστόλους του Χριστού, κανείς τους δεν ήξερε πως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης έλαβε το χάρισμα της Θεολογίας. Ενώ το μεγάλο χάρισμα της διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου, ήταν εξαρχής γνωστό σε όλους τους Αποστόλους. Το ίδιο έγινε και με τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Όταν αποκαλύφθηκε ο μέγιστος πνευματικός πλούτος του, δίκαια η Εκκλησία τον ονόμασε Θεολόγο.
Όντως εκπλήσσεται κανείς όταν μελετήσει τον θαυμάσιο βίο του Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου και δικαίως τον ονομάζουν πολλοί ως τον Άγιο του Φωτός. Διότι όλη η ζωή του ήταν μέσα στο Φως και νοητό και αισθητό. Και όταν λέμε αισθητό δεν εννοούμε το φως του ηλίου, αλλά το Φως του Αγίου Πνεύματος που συχνά τον περιέλουε. Πάντως δεν θα ήταν υπερβολλή αν πούμε, πως αυτοί οι τρεις Θεολόγοι που τους ονόμασε η Εκκλησία μας, έφτασαν να κινούνται στο χώρο της αναμαρτησίας, όσο είναι αυτό δυνατό στον άνθρωπο, που είναι ο φυσικός χώρος της Αγίας Τριάδος. Διότι αγαπητοί μου, μόνο αν φτάσει κάποιος Άγιος σ’ αυτόν τον πανιερότατο χώρο, θα καταξιωθεί να τον ονομάσει ο Θεός Θεολόγο. Δυστυχώς, ακούμε και από πνευματικούς ανθρώπους να λένε: «εγώ δεν έχω σπουδάσει θεολογία και δεν είμαι θεολόγος για να σου απαντήσω σε αυτά που με ρωτάς». Είδατε που φτάσαμε αγαπητοί μου; Ενώ έχουν πάνω από πενήντα χρόνια στο ράσο και στο πετραχήλι, δεν έχουν την δύναμη να απαντήσουν στο ερώτημα ενός πιστού και επικαλούνται τους «θεολόγους», λες και ο Θεός άλλαξε τυπικό και τις απαντήσεις Του τις δίνει μέσω των «θεολόγων». Τι να πει κανείς; Είναι και αυτό το φαινόμενο, ένα από τα σημεία των καιρών. Δυστυχώς, τόλμησε κάποιος από αυτούς και είπε όταν ζούσε ο Άγιος Παΐσιος, πως δεν πρέπει να λέει την γνώμη του ο Άγιος σε εκκλησιολογικά θέματα, αφού δεν έχει σπουδάσει θεολογία! Δηλαδή σιγά σιγά, θέλουν να πάρουν στα χέρια τους την ορθόδοξη πίστη μας οι αθεολόγητοι θεολόγοι και στους υπολοίπους εμάς, που δεν έχουμε σπουδάσει να μας βάλουν φερμουάρ στο στόμα μας. Αλλά αγαπητοί μου,«ο λόγος του Θεού ου δέδεται» ( Β΄Τίμ. 2, 9).
Όμως σε καμία περίπτωση δεν θέλω να αδικήσω τους καλούς και φιλότιμους θεολόγους, που η βάση τους είναι οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Τους βλέπουμε να αγωνίζονται σθεναρώς, ενάντια στο αντίχριστο πνεύμα της εποχής μας και αυτό είναι πολύ παρήγορο. Ο Χριστός και η Παναγία μας, να τους φωτίζουν και να τους ενδυναμώνουν, ώστε να οφελούν την Ορθόδοξη Εκκλησία μας.

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους Κλήση της Μεγάλης Αγάπης

23 Ιουνίου 2019
Σε κάθε εποχή, όπως και στη δική μας, υπάρχουν αυτοί που είναι ευχαριστημένοι με το να ενδιαφέρονται και ν’ αγαπούν τους συγγενείς, τους γονείς, την ή το σύζυγο και τα παιδιά τους. Η ζωή τους σμικραίνει στο μικρόκοσμό τους και θεωρούν ότι εκπληρώνουν το λόγο της ύπαρξής τους με το να προσπαθούν μόνο για τους κατά σάρκαν οικείους τους.
Όμως, υπάρχουν κι αυτοί που, πέρα από τη φυσική αγάπη στους οικείους τους, που την υπαγορεύει η βιολογική αναγκαιότητα, διευρύνουν τους ορίζοντες της καρδιάς τους κι ενδιαφέρονται και για άλλους ανθρώπους, προσφέροντας χρόνο και κόπο γι’ αυτούς, συμπάσχοντες και συγχαίροντες ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Υπάρχουν επίσης κι αυτοί που ο Χριστός γίνεται ο μεγάλος έρωτας της ζωής τους, ακούγοντας μες την καρδιά τους τον απόλυτο και ξεκάθαρο λόγο Του: «Όποιος αγαπάει τον πατέρα του ή τη μάνα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Κι όποιος αγαπάει το γιό του ή τη θυγατέρα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Επίσης, όποιος δεν παίρνει το σταυρό του και δεν με ακολουθεί, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Όποιος προσπαθήσει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει, κι όποιος χάσει τη ζωή του για μένα, θα τη σώσει». (Ματθ.10,37-39).

Αλήθεια, ποιος θα τολμούσε να μιλήσει τόσο ξεκάθαρα και να καλέσει με τόσο απόλυτο τρόπο να Τον ακολουθήσουν, αν δεν ήταν Θεός; Και ποιος άνθρωπος θα το έκαμνε να Τον ακολουθήσει, αν αυτός που τον καλεί ήταν μια ιδέα κι όχι πρόσωπο;
Η θεοποίηση ενός ή περισσοτέρων προσώπων υπάρχει μέσα μας στο ποσοστό που μπαίνουν στο κέντρο της καρδιάς μας, γίνονται η μεγάλη και πρώτη μας αγάπη. Για να είναι κανείς μαθητής του Χριστού, καθώς ο ίδιος μας λέει, θα πρέπει Εκείνος να είναι το κέντρο της καρδιάς του, η μεγάλη και πρώτη του αγάπη, είτε είναι οικογενειάρχης είτε όχι.
Η εκκοσμίκευση μας ως χριστιανών και η επιθυμία μας για μια συμβατική πνευματική ζωή, εύκολα θα μας οδηγούσε στο να Του πούμε: «σκληρός ο λόγος Σου. Ποιος μπορεί να τον εφαρμόσει;»
Η Κυριακή των Αγίων Πάντων, μετά την «τελευταία και μεγάλη εορτή της Πεντηκοστής», αποκαλύπτει στην πεζότητα τού είναι μας τα εκατομμύρια αυτών που εφάρμοσαν το λόγο Του και Τον ακολούθησαν στην προσωπική τους ζωή, αγαπώντας Τον πάνω απ’ όλους, θέτοντάς τους μετά απ’ Αυτόν. Κι ακόμα, πως αρκεί ο άνθρωπος να θέλει στο βάθος της ύπαρξής του, για να ενεργοποιηθεί η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ώστε να φέρει στον αδύναμο άνθρωπο τη Χάρη που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληρεί».
Το να ζητά ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, να είναι η μεγάλη μας αγάπη, δεν είναι απαίτηση για αύξηση οπαδών, αλλά κλήση για αιώνια Ζωή, που νικά τη φθορά και το θάνατο. Είναι παρατηρημένο πως η απολυτοποίηση της όποιας αγάπης ανθρώπου καταλήγει σε απογοήτευση, γιατί εκφράζει κρυμμένη θεοποίησή του. Η απολυτοποίηση όμως της Θεϊκής αγάπης θέτει τα πράγματα στη φυσιολογική τους κατάσταση, ενώνει την καρδιά με το Χριστό και μέσω Αυτού και δι’ Αυτού με όλους τους ανθρώπους, τους εγγύς και τους μακράν κι άρα εμπειρία ζωής αιωνίου.

Πρώτη δημοσίευση: isagiastriados.com

Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος