Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

«Δαίμονες διά στόματος δαιμονιζομένων ωμολόγησαν ότι καίονται από την ενέργεια της ευχής»



Περί προσευχής – «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
α’ Σκοπός της ευχής είναι να ενώση τον Θεό με τον άνθρωπο· να φέρει τον Χριστό εις την καρδιά του ανθρώπου.







β’ Όπου η ενέργεια της ευχής, εκεί ο Χριστός συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, η ομοούσιος και αδιαίρετος Αγία Τριάς.
γ’ Όπου ο Χριστός, το Φως του κόσμου, εκεί φως αΐδιο του άλλου κόσμου· εκεί ειρήνη και χαρά· εκεί οι Άγγελοι και οι Άγιοι· εκεί η φαιδρότης της Βασιλείας.
δ’ Μακάριοι, εκείνοι όπου ενδύθηκαν το Φως του κόσμου, τον Χριστό εις την παρούσα ζωή· διότι αυτοί εφόρεσαν ήδη το ένδυμα της αφθαρσίας.
ε’ Και όταν ακούης Χριστό, λέγει ο Θεολόγος Συμεών, μη προσέχης εις την σμικρότητα της λέξεως, αλλά στοχάσου την δόξα της Θεότητος Αυτού, όπου υπερβαίνει κάθε νου και διάνοια. Στοχάσου την ωραιότητα την ανεκλάλητη, τον πλούτο τον ακατάληπτο όπου δίδει εις τους αγαπώντας Αυτόν.
Διότι εκείνος όπου ηξιώθη να ιδή τον Χριστό, δεν επεθύμησε ύστερα κανένα άλλο πράγμα του κόσμου τούτου, και εκείνος όπου εχόρτασε από την αγάπη του Θεού, δεν ηθέλησε πλέον να αγαπήση άλλο τίποτες εδώ εις την γην. Επειδή εις εκείνον όπου άφησε τα πάντα διά τον Χριστόν, Αυτός ο Χριστός θέλει γένει εις αυτόν όλα τα πάντα, αντί διά όλα εκείνα όπου χάριν Αυτού κατεφρόνησε.
ς’ Λοιπόν σκοπό έχει η νοερά προσευχή να φέρη τον Χριστό εις την καρδιά του ανθρώπου, εξορίζοντας εκείθεν τον διάβολο και χαλώντας όλο το έργο του όπου είχε καμωμένο εκεί διά της αμαρτίας. Διότι «εις τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου», λέγει ο ηγαπημένος Μαθητής. Όθεν μόνον ο διάβολος γνωρίζει την ανέκφραστη δύναμη αυτών των πέντε λέξεων και διά τούτο με λυσσώδη μανία, αντιστρατεύεται, πολεμεί την ευχή.
ζ’ Άπειρες φορές οι δαίμονες διά στόματος δαιμονιζομένων ωμολόγησαν ότι καίονται από την ενέργεια της ευχής.
η’ Ήταν ένας μοναχός και είχε πέσει εις αμέλεια πολλή, τόσον ότι και τον κανόνα του άφησε και εστρέφετο προς τον κόσμο. Επήγε εις την πατρίδα του Κεφαλληνία όπου ως γνωστόν προστρέχουν οι δαιμονιζόμενοι χάριν θεραπείας εις τον Άγιο Γεράσιμο. Και λοιπόν, πηγαίνοντας και αυτός να προσκυνήση τον Άγιο, αφού ευρέθη εις την πατρίδα του, τον συναντά μία δαιμονισμένη εις τον δρόμο και του λέγει·
-Ξέρεις τι κρατάς στο χέρι σου; Αχ, να ήξερες ταλαίπωρε, τι κρατάς στο χέρι σου! Να ήξερες πόσο με καίει εμένα αυτό το κομποσχοίνι σου· και συ το κρατάς έτσι από συνήθεια, για τον τύπο! Εμβρόντητος έμεινεν ο μοναχός. Από Θεού ήταν να ομιλήση έτσι το δαιμόνιο. Συνήλθε. Τον εφώτισε ο Θεός και λέγει εις τον εαυτό του:
-Για ιδές τι κάνω ο ανόητος! Κρατώ στο χέρι μου το δυνατώτερο όπλο και δεν ημπορώ να χτυπήσω ένα διάβολο. Και όχι μόνο να τον χτυπήσω δεν ημπορώ, αλλά με σύρει και αιχμάλωτο όπου θέλει. Ήμαρτον, Θεέ μου! Και την ιδία εκείνη στιγμή αναχωρεί μετανοημένος διά το Μοναστήρι του. Και ερχόμενος έβαλε πάλι καλή αρχή. Και τόσον επρόκοψε εις την ευχή και την άλλη μοναχική πολιτεία, όπου έγινεν υπόδειγμα ωφελείας εις πολλούς. Τον επρόλαβε και η ταπεινότης μου αυτόν τον Γέροντα.
Δεν άκουγες από το στόμα του άλλο παρά το· Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Ακατάπαυστα. Του έλεγες κάτι, σου έλεγε δύο λέξεις και η γλώσσα του εγύριζεν ευθύς εις την ευχή. Τόσο την είχε συνηθίσει. Τόσο τον είχε αλλοιώσει. Και να σκεφθή κανείς ότι την αξία της ευχής και του κομποσχοινίου του την απεκάλυψε -χωρίς βέβαια να θέλη- ο διάβολος, κατά τα κρίματα και τις ανεξιχνίαστες βουλές του Υψίστου.
θ’ Άκουσε και άλλη διήγησι παρόμοια. Όταν είμεθα εις την Νέα Σκήτη, ζώντος του Γέροντος μου Ιωσήφ, μας ήλθε ένας νεαρός δαιμονισμένος. Ο Γέροντας από εύσπλαγχνία τους εδέχετο αυτούς τους δυστυχείς. Έμεναν όσον ήθελαν και κατόπιν έφευγαν μόνοι τους. Αυτοί δεν ημπορούν να μείνουν επί πολύ εις ένα τόπο. Όλοι όσοι δεν έχουν από Θεού παράκληση μέσα τους την αναζητούν αλλάσσοντας τόπους και ανθρώπους.
Ο νέος αυτός είχε δαιμόνιον γυναικός του δρόμου. Όταν τον έπιανε άλλαζε η φωνή του ως φωνή «κοινής» γυναικός και έλεγε περί ων «αισχρόν έστι και λέγειν» κατά τον Απόστολο. Ήταν την τέχνη βαρελοποιός. Αφήνομε το όνομα του. Έμεινε λοιπόν εις την Συνοδεία μας αρκετό καιρό και τις ώρες εργασίας ήρχετο εις το εργόχειρο να βοηθή ό,τι ημπορούσε. Την τρίτη ημέρα μού λέγει:
-Πάτερ, δεν με μαθαίνεις και εμένα να κάμω σφραγίδια; Αυτά τα βαρέλια που κάνω είναι βαρειά δουλειά. Και έχω και αυτόν εδώ μέσα μου, συνεχώς με καταρρακώνει.
-Να σε μάθω, αδελφέ μου, νάναι ευλογημένο!
-Να, έτσι και έτσι θα κάνης. Τα εργαλεία είναι εδώ· τα ξύλα εκεί· τα δείγματα μπροστά σου· σ’ αυτόν τον πάγκο θα εργάζεσαι. Μόνον που, καθώς βλέπεις εδώ στην Συνοδεία όλοι οι πατέρες δεν ομιλούν, λέγουν πάντοτε την «ευχή».
Λέγοντας αυτά ήθελα να αποφύγω όσον το δυνατόν την αργολογία και τον μετεωρισμό μου εις την προσευχή. Αλλά και κάτι άλλο μου εγεννήθηκε εκείνη την στιγμή: Άραγε, συλλογίσθηκα, οι δαιμονιζόμενοι ημπορούν να λέγουν την «ευχήν»; Λοιπόν επιάσαμε το εργόχειρο και την ευχή. Δεν επέρασαν λίγα λεπτά και άναψε ο δαίμονας μέσα του. Άλλαξε την λαλιά του και άρχισε να φωνάζει, να αισχρολογεί, να απειλεί, να υβρίζει.
-Σκάσε κασίδη! Έλεγε από μέσα. Σκάσε! Παύσε αυτό το μουρμουρητό! Τι λες και λες τα ίδια λόγια συνέχεια. Παράτα αυτές τις λέξεις. Με ζάλισες. Καλά είμαι μέσα σου. Τι θέλεις και με αναστατώνεις;
Είπε κάμποσα έτσι. Τον επαίδευσε. Τον άφησε.
-Είδες τι μου κάνει; μου λέγει ο κακόμοιρος. Να, αυτά τραβώ συνέχεια.
-Υπομονή, αδελφέ μου, του λέγω· υπομονή! Μην του δίνεις σημασία. Δεν είναι ιδικά σου αυτά, να στεναχωρήσαι. Εσύ φρόντισε την ευχή.
Σχολάσαμε το εργόχειρο και πηγαίναμε προς τον Γέροντα. Και πηγαίνοντας μου λέγει·
-Πάτερ, να κάμω καμιά ευχή και γι’ αυτόν που έχω εδώ μέσα μου, να τον ελεήσει και αυτόν ο Θεός; Ε, τι ήταν να το πει αυτό ο ταλαίπωρος! Παρευθύς τον πιάνει το δαιμόνιο, τον σηκώνει επάνω, και τον βροντάει κάτω· εταράχθηκε ο τόπος. Αλλάσσει την γλώσσα του και τον αρχίζει:
-Σκάσε κασίδηηηη! Σκάσε, σου είπα. Τι είναι αυτά που λες; Τι έλεος; Όχι έλεος! Δεν θέλω έλεος! Οχι! Τι έκανα να ζητώ έλεος; Είναι άδικος ο Θεός! Για μια μικρή αμαρτία, για μια υπερηφάνεια, με εξώρισε από την δόξα μου. Δεν φταίμε εμείς. Αυτός φταίει! Αυτός να μετανοήσει! Όχι εμείς! Μακρυά από έλεος!
Τον επαίδευσε πολύ· τον άφησε ράκος. Εγώ έφριξα εις τα λεγόμενα του δαίμονος. Και εκατάλαβα διά πείρας εις ολίγα λεπτά, όσα θα ήταν αδύνατον να καταλάβω, διαβάζοντας περί δαιμόνων μύρια βιβλία. Συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς τον Γέροντα. Ο Γέροντας τον εδέχετο και τον ωμιλούσε πάντοτε με πολλή αγάπη. Και ήταν πάντα ήρεμος μαζί του.
Προσηύχετο πολύ δι’ αυτούς, γνωρίζοντας τι μαρτύριο έπερνούσαν με τους δαίμονας. Και μας έλεγεν·
-Εάν εμείς, που τους έχωμε απ’ έξω, τόσον μας παιδεύουν με τους λογισμούς και τα πάθη, τι μαρτύριο υποφέρουν αυτοί οι δυστυχείς που τους έχουν μερόνυχτα μέσα τους! Και κουνώντας το κεφάλι του λυπηρά συμπλήρωνε: Ίσως αυτοί περνούν την κόλασή τους εδώ. Όμως αλλοίμονο εις εκείνους, που δεν θα μετανοήσουν διά να τους παιδεύσει εύσπλαχνα ο Θεός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εις την παρούσα ζωή. Και ανέφερε τον λόγον ενός Αγίου όπου λέγει:
Εάν βλέπεις άνθρωπο να αμαρτάνει φανερά και να μη μετανοεί, και να μην του συμβαίνει κανένα λυπηρό εις την παρούσα ζωή έως την ώρα του θανάτου του, να γνωρίζεις ότι η εξέτασις του ανθρώπου αυτού θα είναι χωρίς έλεος κατά την ώρα της Κρίσεως. Και λέγοντας αυτά του Γέροντος, εμείς εβλέπαμε όλο και συμπαθέστερα τον πειραζόμενο αδελφό.
Εις τις Ακολουθίες αυτός δεν επήγαινε μέσα με τους πατέρας, παρά εγύριζε έξω με το κομποσχοίνι εις τα βράχια· και εφώναζε συνεχώς την ευχή:
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Αντιβοούσε ο τόπος. Είχε λάβει πείρα πόσον η ευχή καίει τον δαίμονα. Και εκεί που τριγυρίζοντας τα βράχια έλεγε ασταμάτητα την ευχή, αίφνης άλλαζε η φωνή του και άρχιζε ο δαίμων:
-Σκάσε, σου είπα, σκάσε! Μ’ έσκασες! Τι κάθεσαι εδώ έξω και γυρίζεις τα βράχια και μουρμουρίζεις; Πήγαινε μέσα με τους άλλους και άφησε αυτό το μουρμουρητό. Τι λες και ξαναλές τα ίδια και τα ίδια μέρα – νύχτα, και δεν μ’ αφήνεις στιγμή να ησυχάσω; Με ζάλισες, με ζεμάτισες, με καις· δεν το καταλαβαίνεις; Και όταν επερνούσε η ώρα του πειρασμού εκείνος πάλι την ευχή με το κομποσχοίνι:
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Είχε καταλάβει πολύ καλά αυτό που ο διάβολος ενόμιζε ότι δεν ημπορούσε να καταλάβη. Και ήταν ένας πόνος ψυχής και μία ελπίδα να τον βλέπης να υποφέρη, να αγωνίζεται, να υπομένη. Τέλος έμεινε καιρό μαζί μας και αρκετά βελτιωμένος έφυγε. Και δεν τον ξαναείδαμε. Ο Θεός γνωρίζει τι απέγινε.
ι’ Είδες την δύναμι της ευχής και το αμετανόητο των δαιμόνων; Κατακαίονται και φωνάζουν όχι έλεος! Και κατακρίνουν ακατάπαυστα τον Θεό. Ω της εωσφορικής υπερηφανίας! Και συ θαυμάζεσαι, πώς δεν ημπορείς να συνεννοηθείς με κάποιους ανθρώπους· να τους εννοήσεις. Αλλά συλλογίσου κατά τι διαφέρει ένας εγωιστής, ένας αμετανόητος έως τέλους άνθρωπος από ένα δαίμονα; Ένας όπου δεν καταδέχεται να ομολογήση τον Χριστό Θεό και άνθρωπο, και να ζητήσει, ενόσω ζη, το έλεος και την ευσπλαχνία Του;
ια’ Κατανοείς τώρα το βαθύτερο νόημα της ευχής; πώς φανερώνει τους ανθρώπους, πόσον είναι ο κάθε εις πλησίον ή μακράν του Χριστού;
ιβ’ Αν, ίσως, ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου, εκείνοι όπου δεν τον βλέπουν, όπου δεν τον πιστεύουν, όλοι βεβαιότατα, είναι τυφλοί. Καθώς το εναντίον πορεύονται εις το φως όλοι εκείνοι όπου αγωνίζονται να κάμουν τις εντολές του Χριστού· αυτοί τον Χριστό ομολογούν και ως Θεό προσκυνούν και λατρεύουν. Και εκείνος όπου ομολογεί και έχει τον Χριστό Κύριο και Θεό του, ενδυναμώνεται με την δύναμι της επικλήσεως του ονόματος Του, εις το να κάμνη και το θέλημα Του. Ει δε και δεν δυναμώνεται, φανερό είναι ότι ομολογεί τον Χριστό με μόνον το στόμα, και με την καρδιά του είναι μακράν από Αυτόν.
ιγ’ Λοιπόν η ευχή, όσον μας ενώνει με τον Χριστό, τόσον μας ξεχωρίζει από τον διάβολο. Και όχι μόνον από τον διάβολο, αλλά και από το φρόνημα του κόσμου όπου γεννά και συντηρεί τα πάθη.
ιδ’ Ο σατανάς της ευχής είναι η ακηδία· ο σατανάς του σατανά είναι ο πόθος της ευχής, η ζέσις της καρδιάς. «Τω πνεύματι ζέοντες», λέγει ο Απόστολος, «τω Κυρίω δουλεύοντες». Αυτή η ζέσις τραβά και κρατεί την χάρι εις τον ευχόμενο· και γίνεται εις αυτόν φως και χαρά και παραμυθία ανεκδιήγητος, εις δε τους δαίμονας πυρ και πικρία, και φεύγουν. Αυτή η χάρις, όταν έλθη, περιμαζεύει τον νου από όλους τους πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς.
ιε’ Εις τα χείλη η ευχή; Εκεί και η χάρις. Πλήν από τα χείλη πρέπει να περάση εις τον νου, να κατεβή εις την καρδιά. Και τούτο θέλει κόπο και χρόνο πολύ.
Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ ΜΕ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Περί των λόγων που περιέχει η θεία ευχή, δηλαδή το "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με"


Χάρη στις θεολογικές εργασίες στον άγιο Μάρκον Εφέσου του σέρβου ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς, εξακριβώθηκε ότι ο «Θαυμάσιος λόγος», για το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, που παρεδόθη ως έργον ανωνύμου, ανήκει στον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, τον μέγαν αγωνιστή της Ορθοδοξίας.
Πράγματι, το πρωτότυπο κείμενο, πού έχουμε υπ' όψιν και απ' όπου έγινε νέα μετάφραση, δεν αφήνει αμφιβολία για την πατρότητά του και είναι αξιοθαύμαστο και εκφραστικό της αγιότητος του αγίου Μάρκου, πού απασχολούσε τόν νουν του στην αδιάλειπτη εργασία της ευχής. Είναι δε κοινός τόπος, ότι όλοι οι ασχοληθέντες με το θέμα της νοεράς προσευχής, θεωρούν την ευχήν αυτήν ως καταγομένην από τους αγίους Αποστόλους Πέτρον, Ιωάννην, Παύλον.
Έτσι ο αγιότατος Εφέσου, αναφερόμενος σε αποστολικούς λόγους, ανακαλύπτει το βαθύτερο νόημά τους, που συμπυκνώνεται στην μονολόγιστη αυτή προσευχή και που την παρέδωκαν στην Εκκλησία ως πνευματικό θησαυρό. Είναι δε χαρακτηριστικό της ευαισθησίας του αγίου Πατέρα, για τις αιρετικές πλάνες, το γεγονός ότι δια της ομολογίας αλοκλήρου της ευχής ανατρέπονται τέσσερες γνωστές καταδικασμένες αιρέσεις, όπως δείχνει το σχήμα. Ο άγιος Μάρκος με το βραχύ αυτό έργο του, αποδεικνύεται ότι συνεχίζει την πνευματική παράδοση, που απηχεί τους συνοδικούς αγώνες του 4ου αιώνος, αλλά και ότι συνδυάζει τη λεόντεια αντιαιρετική του δύναμη, μαζί με την ηπιότητα της οσιακής καρδιάς, φλεγομένης ακατάπαυστα από το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου Ιησού.
Κείμενο
Πόση δύναμη έχει η ευχή και ποιες είναι οι δωρεές της σε όσους τη χρησιμοποιούν και σε ποια πνευματική κατάσταση τους φέρνει, δεν είμαστε εμείς σε θέση να πούμε.
Τους λόγους όμως από τους οποίους αυτή αποτελείται, τους βρήκαν αρχικά οι άγιοι Πατέρες μας, που δεν τους επινόησαν οι ίδιοι, αλλά πήραν τις αφορμές από παλιά από την ίδια την αγία Γραφή και από τους κορυφαίους Μαθητές του Χριστού· ή, να πούμε καλύτερα, τους δέχθηκαν αυτοί σαν κάποια πατρική κληρονομιά και τους μεταβίβασαν σ' εμάς. 'Ώστε και από αυτό γίνεται φανερό, σε όσους δεν έμαθαν από την πείρα τους, ότι αυτή η ιερή ευχή είναι κάτι το ένθεο και ένας ιερός χρησμός.
Γιατί πιστεύομε ότι είναι θείοι χρησμοί και πνευματικές αποκαλύψεις και λόγοι Θεού όλα όσα έδωσε στους ιερούς Αποστόλους να πουν ή να συγγράψουν ο Χριστός, ο οποίος λάλησε μέσω αυτών. Έτσι, ο θειότατος Παύλος, φωνάζοντας σ' εμάς σαν από το ύψος του τρίτου ουρανού, λέει: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριε Ιησού, παρά μόνο με Πνεύμα Άγιο». Με την αρνητική λέξη «κανείς» φανερώνει πολύ θαυμάσια ότι η επίκληση του Κυρίου Ιησού είναι κάτι το πολύ υψηλό και ανώτερο όλων. Επίσης, ο μέγας Ιωάννης που διακήρυξε σαν βροντή τα πνευματικά, αρχίζει με τη λέξη που τελειώνει ο Παύλος και μας δίνει τη συνέχεια της ευχής ως εξής: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί τον Ιησού Χριστό, ότι ήρθε ως αληθινός άνθρωπος, είναι από το Θεό». Αυτός χρησιμοποίησε βέβαια εδώ κατάφαση, αλλά απέδωσε, όπως και ο Παύλος, στη χάρη του Αγίου Πνεύματος την επίκληση και ομολογία του Ιησού Χριστού.
Ας έρθει τώρα τρίτος ο Πέτρος, η ακρότατη κορυφή των θεολόγων, για να μας δώσει το υπόλοιπο αυτής της ευχής. Όταν δηλαδή ο Κύριος ρώτησε τους Μαθητές: «Ποιος λέτε ότι είμαι;», προλαβαίνοντας ο φλογερός μαθητής τους άλλους, όπως το συνήθιζε, είπε: «Σύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού», έχοντας λάβει την αποκάλυψη αυτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδίου του Σωτήρα, από τον ουράνιο Πατέρα, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από το Άγιο Πνεύμα.
Πρόσεξε λοιπόν αυτούς τους τρεις ιερούς Αποστόλους πως ακολουθούν ο ένας τον άλλο σαν σε κύκλο, παίρνοντας ο ένας από τον άλλο αυτά τα θεία λόγια έτσι που το τέλος του λόγου του προηγουμένου να γίνεται αρχή για τον επόμενο. Ο ένας δηλαδή λέει «Κύριον Ιησού», ο άλλος «Ιησού Χριστό», ο τρίτος «Χριστό, Υιό του Θεού», και το τέλος συνάπτεται στην αρχή σαν σε κύκλο, όπως είπαμε, επειδή δεν έχει καμία διαφορά να πει κανείς Κύριο και Υιό του Θεού —γιατί και τα δύο αυτά φανερώνουν τη θεότητα του μονογενούς Υιού και παριστούν ότι είναι ομοούσιος και ομότιμος με τον Πατέρα.
Έτσι αυτοί οι μακάριοι Απόστολοι μας παρέδωσαν να επικαλούμαστε και να ομολογούμε εν Πνεύματι τον Κύριο Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού? αυτοί είναι και τρεις και πιο αξιόπιστοι απ' όλους —εφόσον κάθε λόγος, σύμφωνα με τη θεία Γραφή, βεβαιώνεται με τρεις μάρτυρες. Αλλά και η σειρά των Αποστόλων που τα είπαν, δεν είναι χωρίς σημασία: από τον ΙΙαύλο δηλαδή, τον πιο τελευταίο χρονικά από τους Μαθητές, αρχίζει η μυστική παράδοση της ευχής και δια του μεσαίου, του Ιωάννη, προχωρεί στον πρώτο, τον Πέτρο, που με την αγάπη πλησίαζε τον Ιησού περισσότερο από τους άλλους. Τούτο συμβολίζει, νομίζω, την προκοπή μας με ορθή σειρά και την άνοδό μας και την ένωσή μας με το Θεό μέσα στην αγάπη, δια της πράξεως και της θεωρίας. Γιατί βέβαια ο Παύλος είναι εικόνα της πράξεως, καθώς είπε ο ίδιος: «Κοπίασα περισσότερο απ' όλους», ο Ιωάννης της θεωρίας, και της αγάπης ο Πέτρος, για τον οποίο μαρτυρεί ο Κύριος πως αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους.
Πέρα από αυτά, θα μπορούσε να δει κανείς πως τα θεία λόγια της ευχής υποδηλώνουν το ορθό δόγμα της πίστεώς μας και απορρίπτουν κάθε αίρεση των κακοδόξων. Με το «Κύριε», που φανερώνει τη θεία φύση, αποκηρύττονται εκείνοι που φρονούν πως ο Ιησούς είναι μόνο άνθρωπος· με το «Ιησού», που φανερώνει την ανθρώπινη φύση, αποδιώχνονται εκείνοι που Τον θεωρούν μόνο Θεό που υποδύθηκε κατά φαντασία τον άνθρωπο? το «Χριστέ», που περιέχει και τις δύο φύσεις, αναχαιτίζει εκείνους που Τον πιστεύουν Θεό και άνθρωπο, με χωρισμένες όμως τις υποστάσεις τη μία από την άλλη· τέλος, το «Υιέ του Θεού» αποστομώνει εκείνους που τολμούν να διδάσκουν τη σύγχυση των δύο φύσεων, επειδή φανερώνει πως η θεία φύση του Χριστού δεν συγχέεται με την ανθρώπινη φύση Του, ακόμη και μετά την ένωση τους. Έτσι οι τέσσερις αυτές λέξεις, ως λόγοι Θεού και μάχαιρες πνευματικές, αναιρούν δύο συζυγίες αιρέσεων, οι οποίες, ενώ είναι κακά εκ διαμέτρου αντίθετα, είναι ομότιμες στην ασέβεια.
Κύριε
ανατρέπει τους οπαδούς του Παύλου Σαμοσατέα
Ιησού
τους οπαδούς του Πέτρου Κναφέα
Χριστέ
τους νεστοριανούς
Υιέ του Θεού
τους μονοφυσίτες οπαδούς του Ευτυχή και του Διόσκορου
Έτσι λοιπόν μας παραδόθηκαν αυτά τα θεία λόγια, τα οποία δικαίως θα τα ονόμαζε κανείς μνημείο προσευχής και ορθοδοξίας. Αυτά και μόνα τους είναι αρκετά για όσους προχώρησαν στην κατά Χριστόν ηλικία και έφτασαν στην πνευματική τελείωση· αυτοί ενστερνίζονται και καθένα από τα θεία τούτα λόγια χωριστά, όπως δόθηκαν από τους ιερούς Αποστόλους, δηλαδή το «Κύριε Ιησού — Ιησού Χριστέ — Χριστέ, Υιέ του Θεού» (κάποτε μάλιστα και μόνο το γλυκύτατο όνομα «Ιησού»), και το ασπάζονται ως ολοκληρωμένη εργασία προσευχής. Και με αυτή γεμίζουν απερίγραπτη πνευματική χαρά, γίνονται ανώτεροι της σάρκας και του κόσμου και αξιώνονται να λάβουν θείες δωρεές. Αυτά τα γνωρίζουν, λένε, οι μυημένοι. Για τους νηπίους όμως εν Χριστώ και ατελείς στην αρετή, παραδόθηκε ως κατάλληλη προσθήκη το «ελέησόν με», η οποία τους δείχνει ότι έχουν επίγνωση των πνευματικών τους μέτρων και ότι χρειάζονται πολύ έλεος από το Θεό. Μιμούνται έτσι τον τυφλό εκείνο πού, ποθώντας να βρει το φως του, φώναζε στον Κύριο καθώς περνούσε: «Ιησού, ελέησόν με».
Μερικοί πάλι δείχνουν περισσότερη αγάπη και διατυπώνουν την ευχή στον πληθυντικό, προφέροντάς την ως εξής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς»· κι αυτό, επειδή ξέρουν πώς ή αγάπη είναι το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών, καθώς περιέχει και ανακεφαλαιώνει μέσα της κάθε εντολή και κάθε πνευματική πράξη. Συνάμα παίρνουν μαζί τους από αγάπη και τους αδελφούς σε κοινωνία της προσευχής και παρακινούν περισσότερο το Θεό σε έλεος με το να Τον αναγνωρίζουν κοινό Θεό όλων και να Του ζητούν κοινό το έλεος για όλους. Και βέβαια, το έλεος του Θεού έρχεται σ' εμάς με την ορθή πίστη στα δόγματα και με την εκπλήρωση των εντολών, πού, όπως δείξαμε, ο σύντομος αυτός στίχος της προσευχής περιέχει και τα δύο.
Τα θεία τώρα ονόματα (Κύριος, Ιησούς, Χριστός), με τα οποία μας δόθηκε η ακρίβεια των δογμάτων, θα μπορούσε να βρει κανείς ότι χρονικά αναφάνηκαν με αυτή τη σειρά και τάξη, και ότι κι εμείς τα λέμε όπως αυτά φανερώθηκαν από την αρχή. Γιατί παντού η Παλαιά Διαθήκη κηρύττει Κύριο το Θεό Λόγο, και πριν και μετά την παράδοση του Νόμου, όπως όταν λέει: «Ό Κύριος έβρεξε φωτιά από τον Κύριο», και: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου». Και ή Καινή Διαθήκη, κατά τη σάρκωσή Του, παρουσιάζει τον Άγγελο να Του δίνει το όνομα λέγοντας στην Παρθένο: «Θα τον ονομάσεις Ιησού», όπως και έγινε, καθώς λέει ο ιερός Λουκάς. Γιατί όντας, ως Θεός, Κύριος των πάντων, θέλησε με την ενανθρώπησή Του να γίνει και σωτήρας μας —έτσι μεταφράζεται το όνομα «Ιησούς».
Το όνομα πάλι «Χριστός», το οποίο φανερώνει τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως πού προσέλαβε, ο ίδιος εμπόδιζε τους Μαθητές πριν από το Πάθος να το λένε σε οποιονδήποτε, ύστερα όμως από το Πάθος και την Ανάσταση ο Πέτρος έλεγε με παρρησία: «Να το γνωρίζει όλος ο Ισραήλ, ότι ο Θεός Τον ανέδειξε και Κύριο και Χριστό». Και τούτο ήταν εύλογο? γιατί η ανθρώπινη φύση μας που προσέλαβε ο Θεός Λόγος, χρίσθηκε παρευθύς από τη θεότητά Του, έγινε όμως ό,τι και αυτό που την έχρισε, δηλαδή ομόθεος, αφού ο Ιησούς μου δοξάστηκε με το Πάθος και αναστήθηκε εκ νεκρών. Τότε λοιπόν ήταν καιρός να αναδειχθεί η ονομασία «Χριστός»· τότε δηλαδή που Αυτός, δεν μας ευεργέτησε απλώς, όπως όταν μας έπλασε στην αρχή ή όταν μετά τη συντριβή μας μας ανέπλασε και μας έσωσε, αλλά που ανέβασε και την ανθρώπινη φύση μας στους ουρανούς και τη συνδόξασε με τον εαυτό Του και την αξίωσε να καθίσει στα δεξιά του Πατέρα.
Τότε ακριβώς άρχισε να κηρύττεται Υιός του Θεού και Θεός από τους Αποστόλους, στους οποίους πρωτύτερα, στις αρχές του κηρύγματος, προκαλούσε δέος αυτή η ονομασία και σπάνια τη χρησιμοποιούσαν, έπειτα όμως την κήρυτταν φανερά πάνω από τους εξώστες, όπως τους προείπε ο ίδιος ο Σωτήρας. Επομένως τα θεια λόγια της ευχής τοποθετήθηκαν σε σειρά αντίστοιχη με τη χρονική ανάδειξη της πίστεως. Έτσι από παντού φανερώνεται σαφέστατα η θεία σοφία εκείνων που τα συνέταξαν και μας τα παρέδωσαν: κι από το ότι αυτά ακολουθούν επακριβώς τις αποστολικές ομολογίες και παραδόσεις, κι από το ότι αναδεικνύουν το ορθόδοξο δόγμα της πίστεώς μας, κι από το ότι μας υπενθυμίζουν τους χρόνους κατά τους οποίους εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους η Οικονομία του Θεού για μας, οδηγώντας μας στη θεοσέβεια με κατάλληλα κάθε φορά ονόματα.
Αυτά λοιπόν προσφέραμε εμείς, κατά τη δύναμή μας, σχετικά με τα λόγια της ευχής, σαν να κόψαμε άνθη από κάποιο δένδρο όμορφο και μεγάλο? τον καρπό όμως που αυτά περιέχουν, ας τον μαζέψουν άλλοι, όσοι δηλαδή με τη μακρά μελέτη και άσκηση το αξιώθηκαν αυτό με το να γίνουν δεκτικοί και να πλησιάσουν το Θεό.

Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης Ἱερομόναχος - Πνευματικὲς νουθεσίες Περὶ Νοερᾶς Προσευχῆς, Δακρύων καὶ Χάριτος



Νὰ λέγῃς παιδί μου τὴν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἡμέρα καὶ νύχτα συνέχεια. Ἡ εὐχὴ θὰ τὰ φέρῃ ὅλα. Ἡ εὐχὴ περιέχει τὰ πάντα, περικλείει τὰ πάντα, αἴτησι, παράκλησι, πίστι, ὁμολογία, θεολογία κλπ. Ἡ εὐχὴ νὰ λέγεται χωρὶς διακοπή.

Ἡ εὐχὴ θὰ φέρῃ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰρήνη, γλυκύτητα, χαρά, δάκρυα. Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ γλυκύτης θὰ φέρουν περισσότερον εὐχή, καὶ ἡ εὐχὴ κατόπιν, περισοτέραν εἰρήνη καὶ γλυκύτητα κλπ. Θὰ ἔρθῃ στιγμή, ποὺ ἂν θὰ σταματᾷς τὴν εὐχή, θὰ αἰσθάνεσαι ἄσχημα.

Ὅταν ὁ μοναχός, βρῇ αὐτὴ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὴν εὐχή, τότε θεωρεῖ σκύβαλα ὅλα τὰ τοῦ κόσμου. Τότε δοξάζει τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου. Τότε, σκέπτεται, τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον, ἂν τὸν ἀξιώσῃ ὁ Κύριος, ἐφόσον ἐδῶ χορταίνει ἀπὸ χάρι, ἐφόσον ἐδῶ νοιώθει τέτοια μακαριότητα. Σκέπτεται τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖνα τὰ ἀνέκφραστα ἀγαθά!

Ἡ εὐχὴ λοιπὸν θὰ φέρῃ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν γλυκύτητα, καὶ κατόπιν θὰ φέρῃ τὰ δάκρυα. Μόνα τους θὰ ἔρχονται τὰ δάκρυα. Εἶναι ἕνα ἄλλο σκαλοπάτι τὰ δάκρυα. Πρῶτα θὰ εὕρῃς μὲ τὴν εὐχὴν μία χαρά, μία εἰρήνη καὶ γλυκύτητα. Πρῶτα θὰ νοιώσῃς αὐτά, καὶ κατόπιν ἐφόσον θελήσῃ ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ γευθῇς κι ἄλλες καταστάσεις. Π.χ. μία ἁρπαγὴ τοῦ νοός, κλπ.

Ἐσὺ παιδί μου λέγε τὴν εὐχή. Πίεζε τὸν ἑαυτόν σου νὰ λέγῃς τὴν εὐχή. Οἱανδήποτε ἐργασία κι ἂν κάνῃς, λέγε τὴν εὐχή. Ἐνίοτε δυσκολεύεσαι νὰ λέγῃς τὴν εὐχὴ ταυτοχρόνως εἰς τὴν ἐργασία σου. Θὰ ἔρθῃ ὅμως καιρός, ὅπου ἐνῷ θὰ κάνῃς οἱανδήποτε ἐργασία, ἐνῷ θὰ ἔχῃς οἱανδήποτε ἀπασχόλησι, θὰ λέγῃς ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχή. Θὰ λέγεται μόνη της ἡ εὐχή. Τρόπον τινά, σὰν νὰ ἔχῃς δυὸ ἐγκεφάλους. Ὁ ἕνας θὰ λέγῃ τὴν εὐχήν, καὶ ὁ ἄλλος θὰ ἐκτελῇ οἱανδήποτε ἐργασία, οἱανδήποτε ἀπασχόλησι.

Ἡ ἁρπαγὴ τοῦ νοὸς εἶναι προχωρημένη κατάστασις. Γίνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἁρπάζεται καὶ ἀνέρχεται ὁ νοῦς εἰς ὕψη δυσθεώρητα. Τότε αἰσθάνεσαι, ὅτι ἔφυγε ὁ νοῦς σου. Τότε ὁ νοῦς ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Τὸν ὁδηγεῖ ὅπου θέλει ὁ Θεός. Τότε εἴτε δοξολογεῖ τὸν ἄπειρον Θεόν, δηλαδὴ ὁδηγεῖται εἰς δοξολογίαν, εἴτε βλέπει μυστήρια Θεοῦ.

Ἡ εὐχὴ ποὺ λέγομεν, μᾶς καθαρίζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἀπὸ τὰ πάθη.

Πολὺ φοβᾶται ὁ διάβολος τὴν εὐχή. Φοβᾶται τὴν εὐχή, ποὺ σὰν πύρινος κύκλος, περικλείει τὸν εὐχόμενον. Ὅπως ἀνέφερα ὅταν ὁμίλησα περὶ ὑπακοῆς, ὁ δαιμονισμένος ἐκεῖνος, ποὺ ἦτο εἰς πλησίον ἐδῶ κελλί, ὅταν ἔγινε καλὰ λόγω τῆς ὑπακοῆς του, μοῦ ἔλεγε: Λέγοντας τὴν εὐχή, ἔβλεπα τὸν δαίμονα ἀπέναντί μου νὰ ταράσσεται. Στὴν δεύτερη εὐχὴ ἐταράσσετο περισσότερον. Στὴν τρίτη ἐγένετο ἄφαντος.

Ἐγὼ κάποτε ὅταν ἤμουν ἀρχάριος, πολεμήθηκα ἀπὸ τὸν διάβολο. Εἶχα σαρκικὸ πόλεμο. Ξάπλωσα νὰ κοιμηθῶ, ἀλλὰ ὁ πόλεμος τῆς σαρκὸς δυνατός. Ἤρχισα μὲ ζέσι νὰ λέγω τὴν εὐχή. Τότε μεταξὺ ὕπνου καὶ ξύπνου βλέπω ἕνα ὄνειρο, ἕνα ὅραμα: Ἀπέναντι εἰς τὴν ἐξώπορτα, ἤτανε ἕνας δαίμονας, ὅπως τὸν περιγράφουν πατέρες, μὲ κέρατα, μὲ μαῦρα φτερά, κ.λ.π., καὶ κάγχαζε. Δὲν ἠδύνατο ὅμως νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸ κελλί μου! Συνῆλθα. Πῆγα καὶ τὸ διηγήθηκα κατόπιν εἰς τὸν Γ. Ἰωσήφ. Μοῦ λέγει: Βλέπεις παιδί μου, ὅτι μὲ τὴν εὐχή, τὸν κρατᾷς εἰς τὴν ἐξώπορτα, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σὲ πλησιάση!

Εἰς ἕνα μοναχό, εἰσήρχοντο λογισμοὶ βλασφημίας. Τοῦ λέγαμε νὰ λέγῃ τὴν εὐχὴ συνέχεια, χωρὶς διακοπή. Αὐτὸς τὸ δικό του. Δὲν ἤκουε. Ἔκανε κι ἄλλες παρακοές. Διὰ τὸν μοναχὸν αὐτόν, προσηύχετο καὶ ὁ Γ. Ἰωσὴφ κι ἐγὼ πάρα πολύ. Μία φορά, μετὰ ἀπὸ πολὺ προσευχὴ ποὺ ἔκανα δι᾿ αὐτόν, σὰν νὰ μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Τότε βλέπω σὲ ἀπόστασι τινά, ὡσὰν νὰ ἦτο μιὰ γυναῖκα, ἡ ὁποία τραγουδοῦσε καὶ τὸν μοναχὸν διὰ τὸν ὁποῖον προσευχόμουν πρίν, νὰ πηγαίνει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τὸν φωνάζω μὲ τὸ ὄνομά του. Αὐτὸς τίποτε. Δὲν σταματᾷ. Συνεχίζει νὰ πηγαίνῃ πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τὸν ξαναφωνάζω. Αὐτὸς πάλι δὲν σταματᾷ. Διὰ τρίτη φορὰ φωνάζω. Πάλι δὲν σταματᾷ. Συνῆλθα. Πληροφορήθηκα οὕτω, ὅτι αὐτὸν δὲν τὸν πειράζει ὁ διάβολος. Δηλαδὴ μόνος του, θεληματικά, πηγαίνει πρὸς τὸν διάβολον. Αὐτὸς μόνος του εἶναι πειρασμός!

Ἡ νοερὰ προσευχὴ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, φέρνει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν πρώτην χάριν τοῦ βαπτίσματος.

Προσοχὴ νὰ μὴ λυπήσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὅταν λυπηθῇ ὁ ἀδελφός, δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς προσευχή. Σβήνει ἡ προσευχή!

Ὁ Γ. Ἰωσὴφ ἔλεγε εἰς τοὺς ὑποτακτικούς του: Ἀπὸ ἐσᾶς δὲν θέλω τίποτε. Ἐγὼ θὰ μαγερεύω. Ἐγὼ θὰ σᾶς διακονῶ. Ἀπὸ σᾶς θέλω μόνον μέρα νύχτα προσευχή, μετάνοια, κυρίως δάκρυα. Τίποτε ἄλλο δὲν θέλω, μόνον βία εἰς τὴν προσευχήν, καὶ δάκρυα μέρα – νύχτα.

Μιὰ φορὰ εὑρισκόμενος εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄννα, εἰς τὸ κελλὶ τοῦ τιμίου Προδρόμου, καὶ θέλοντας νὰ προσευχηθῶ δὲν μποροῦσα, διότι κάτω ἀπὸ τὸ κελλὶ ἐγίνετο μεγάλος θόρυβος, πολὺ φασαρία καὶ φωνές. Σκεπτόμουνα πῶς θὰ κάνω προσευχὴν μὲ τόσον θόρυβον. Τότε λέγοντας τὴν εὐχὴ μὲ τὸ στόμα, δοκίμασα νὰ μπῶ μέσα μου, εἰς τὸν ἑαυτόν μου. Προσπαθοῦσα καὶ προσευχόμουν νὰ μὲ βοηθήσῃ ὁ Κύριος! Ἐπὶ μίαν ὥρα δὲν ἄκουγα τίποτε. Ὅταν βγῆκα, ὅταν συνῆλθα, βρὲ λέγω, ποῦ βρισκόμουνα ἐπὶ τόσην ὥρα; Τότε κατάλαβα σχετικὰ μὲ τὴν νοερὰ προσευχήν.
Ἐπιστολὴ Γέροντος Ἐφραὶμ πρὸς γυναικεία Ἱερὰ Μονή

Κατουνάκια 22-7-74

Ἐν Χριστῷ ἀγαπημένες μου ψυχές. Εὔχομαι ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ κυματίζῃ μέσα σας. Δὲν γνωρίζω τί ἀκριβῶς σας ἔχει πῇ ὁ ἀγαπητός μου ἀδελφὸς καὶ σεβαστὸς Γέροντάς σας γιὰ μένα. Πάντως ὡς συμπεραίνω, ἡ ἀγάπη του γιὰ μένα ὑπερβαίνει τὸ ὅριον τῆς ἀληθείας καὶ ἀκριβείας. Δὲν θὰ τολμοῦσα οὔτε κατὰ διάνοιαν νὰ σᾶς ὁμιλήσω, διότι γνωρίζω, ὅτι δὲν ὑπάρχει κενόν τι εἰς τὰς ὁμιλίας του πρὸς ἐσᾶς, γιὰ νὰ ἔλθω τώρα ἐγὼ νὰ τὸ συμπληρώσω, ἢ καὶ νὰ τὸ πληρώσω, ἀλλὰ ἀφοῦ μὲ παρακαλεῖτε, ἢ μᾶλλον μὲ πιέζετε νὰ σᾶς γράψω κάτι, ὄχι τί καινὸν εἰς τὰ τοῦ Γέροντός σας, ἀλλὰ τὸ ἴδιον μὲ ἄλλους λόγους, ἅς σας ἀκούσω, ἶνα μὴ φανῶ παρήκοος.

Γνωρίζω, ὅτι γράφω πρὸς ψυχάς, αἱ ὁποῖαι ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου, καὶ ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτὸν τοὺς ἓξ ὁλοκλήρου γιὰ τὴν ἄλλην ζωὴν στὸν ἐπουράνιον Νυμφίον, τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν. Ἐνεδύθησαν τὸ ἔνδυμα, τὸ μοναχικόν. Τὸ ἔνδυμα τῆς ἀγαμίας, τῆς παρθενίας, τῆς σωφροσύνης, τῆς ὑπακοῆς, τῆς προσευχῆς. Ἔφυγαν μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμον, οὐχὶ μόνον μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον μὲ τὸ πνεῦμα. Συναγωνίζονται νύκτα καὶ ἡμέρα μὲ τοὺς ἀσάρκους ἀγγέλους, ἐν σαρκὶ οὖσαι, εἰς τὴν δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ. Μέρα τὴν ἡμέρα προκόπτουν (αὐτοπαρατηρώσαι ἑαυτάς) εἰς τὴν ἐξομολόγησι, εἰς τὴν ὑπακοήν, εἰς τὴν προσευχήν, καὶ γενικῶς εἰς τὴν αὐτοσυγκέντρωσιν. Τᾶς περιλούει ἡ σιωπή, ἢ μᾶλλον ἡ σμικρολογία, τὸ πένθος, τὰ ἀείρροα δάκρυα, ὁ Θεῖος ἔρως. Ὁ παρθενικὸς Θεῖος ἔρως τοῦ γλυκυτάτου καὶ ὡραιοτάτου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν παύουν οὔτε στιγμήν, ποὺ νὰ μὴ προφέρουν τὸ γλυκύτατον Αὐτοῦ ὄνομα. Ἰησοῦ μου γλυκύτατε ἐλέησόν με. Ἰησοῦ μου γλυκειὰ ἀγάπη ἐλέησόν με. Ἰησοῦ μου Νυμφίε μου ἐλέησόν με.

Βεβαίως αὐτὴ ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἡ ἴδια γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ γιὰ ὅλες τὶς καταστάσεις. Ὁ ἕνας τὴν λέγει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος τὴν λέγει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος: Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος: Ἰησοῦ μου ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος: Ἰησοῦ μου, καὶ ὁ τελευταῖος δὲν προφέρει τίποτε, ἀλλὰ κάθεται σιωπώντας καὶ ἐντρυφώντας τὴ Θείαν γλυκύτητα! Εὔχομαι νὰ φθάσετε στὴν τελευταία κατάστασιν. Ὅλα ἔρχονται διὰ μέσου τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς μοναχῆς, ἡ ὑπακοὴ εἶναι. Ὅλα τὰ χαρίσματα διαμέσου τῆς ὑπακοῆς χορηγοῦνται. Ὑπακοὴ = ζωή. Παρακοὴ = Θάνατος.

Συγχωρήσατε μοὶ διὰ τὴν φλυαρίαν μου.
Μὲ ἀδελφικὴν ἀγάπη καὶ ψυχικὸν σύνδεσμον.
Ἐφραίμ
Περὶ Χάριτος

Εὑρισκόμενος μία φορὰ εἰς κατάστασιν χάριτος, ἔπαυσα ἂν λέγω τὸ «Κύριε» ἀπὸ τὴν εὐχή, καὶ ἔλεγα μόνον «Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Ὅσον περισσότερον πλήθαινε ἡ χάρις, ἔπαυσα νὰ λέγω καὶ τὸ «Χριστέ». Κατόπιν ἔπαυσα καὶ τὸ «ἐλέησόν με», καὶ ἔλεγα μόνον τὸ «Ἰησοῦ μου». Ἡ χάρις συνεχῶς ηὔξανε. Ἔφθασε στιγμή, ποὺ δὲν ἠμποροῦσα νὰ εἴπω, οὔτε τὸ «Ἰησοῦ μου», ἀλλὰ κύταζα μὲ σηκωμένη τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ ἐπάνω καθηλωμένος, σχεδὸν ἀκίνητος. Τότε βρίσκεται κανεὶς σὲ μιὰ προεκστατικὴ κατάστασι. Ἔχει βέβαια, ἀκόμη τὰς αἰσθήσεις του. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα εἶναι ἔκστασις. Εὑρισκόμενος κανεὶς σὲ αὐτὴ τὴν κατάστασιν, ἔχει μέσα του ἄρρητο γλυκύτητα, μακαριότητα, δάκρυα, θεῖον ἔρωτα, κλπ., καὶ λόγῳ τούτων τὸ σῶμα καθηλοῦται.

Τέτοια κατάστασις ἔρχεται εἰς τὸ τέλος, δηλαδὴ εἶναι τὸ τέλος, ἡ ἔκβασις τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, γίνεται ὅταν ἐνεργήσῃ ἡ προσευχή.

Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέγει, ὅτι ὅταν ἐπισκιάσῃ ἡ χάρις εἰς τὸν προσευχόμενον, νομίζει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ παράδεισος, ἡ ἀπαρχὴ τοῦ παραδείσου. Πολλὲς φορὲς λέγοντας τὴν εὐχούλα, αἰσθάνεσαι χαρά, εἰρήνη, μακαριότητα. Πολλὲς φορὲς ἔτσι εὑρισκόμενος, εἶπα εἰς τὸν Γ. Ἰωσήφ: Καὶ εἰς κόλαση νὰ εἶμαι, δὲν μὲ πειράζει ἀρκεῖ τὴν εὐχὴ νὰ λέγω.

Ἐρώτησις: Τῆς εὐχῆς ἡ χάρις καὶ ἡ χαρὰ ποὺ σταλάζει μέσα μας, εἶναι ἱκανή, νὰ δώσῃ στὸν ἄνθρωπον, νὰ ἀποκτήσῃ γι᾿ αὐτὴν τόσην ἀγάπην ποὺ νὰ λέγῃ: μόνον τὴν εὐχὴν νὰ ἔχω, καὶ ὅπου εἶναι ἡ εὐχή, θὰ βρεθῆ καὶ ὁ παράδεισος γύρω – τριγύρω; Αὐτὸ εἶναι ἐπειδὴ ἡ εὐχὴ ἔχει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Καὶ ὅπου εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου βρίσκεται ἡ χάρις;

Ἀπάντησις: Ναί, ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνεργεῖ ἡ χάρις. Γιατί κάνομεν νοερὰ προσευχή; Γιατί ἐργαζόμεθα νοερὰ προσευχή; Γιὰ νὰ βροῦμε τὸν καρπὸν τοῦ βαπτίσματος τὸν ὁποῖον χάσαμε.

Ὅταν ἔρθῃ πάτερ μου ἡ ἐνέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς, νομίζεις, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ παράδεισος. Αὐτὸ ποὺ αἰσθάνομαι μὲ φθάνει. Δὲν θέλω τίποτε ἄλλο. Ὅταν ἔρθῃ ἡ χάρις, τότε θὰ σὲ κάνῃ χαριτωμένον. Ἀρκεῖ νὰ ἔρθῃ ἡ χάρις. Ὅλος ὁ κόπος εἶναι γιὰ νὰ ἔρθῃ καὶ νὰ ἐνεργήσῃ ἡ χάρις.
Ἐπιστολὴ εἰς πνευματικά του τέκνα

Εὔχομαι ἡ Παναγία μας πάντοτε νὰ σᾶς σκεπάζῃ. Νὰ βιάσετε τὸν ἑαυτόν σας. Νὰ κάθεσθε ἔστω τώρα στὴν ἀρχή, ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας, καὶ κατόπιν νὰ τὸ αὐξήσετε σὲ μισὴ ὥρα, κοκ.. Νὰ κάθεσθε σὲ ἕνα κάθισμα, καὶ νὰ λέτε τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με».

Νὰ τὴν λέτε μία - μία λέξι, κατανοητά, καταληπτά. Νὰ μὴ προχωρῆτε στὴν δεύτερη λέξι, ἂν δὲν καταλάβετε τὴν πρώτην. Νὰ τονίζετε περισσότερον τὸ τελευταῖο, δηλαδὴ τὸ «ἐλέησόν με».

Θὰ σᾶς ἔρθῃ τώρα στὴν ἀρχὴ ὕπνος καὶ ῥᾳθυμία καὶ μετεωρισμὸς καὶ ἀμέλεια, ἀλλὰ ἐσεῖς γρήγορα νὰ συνέρχεσθε.

Ὅταν λέτε τὴν εὐχήν, νὰ θεωρῆτε τὸν ἑαυτόν σας τώρα στὴν ἀρχήν, ὅτι εἶσθε στὴν κόλασι, καὶ νὰ φωνάζετε κλαίοντας ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀπόγνωσιν, ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν, καὶ τὰ ὅμοια τούτω.

Ὅσον σᾶς εἶναι δυνατὸν βιάσατε τὸν ἑαυτόν σας στὰ δάκρυα. Μὴ φοβηθῆτε, ὅταν ἀκούσετε κρότους – κτύπους.

Αὐτὸ τὸ σύστημα, αὐτὴν τὴν τάξιν θὰ τὴν κάνετε τρὶς φορὲς τὴν ἡμέρα. Πρωὶ – μεσημέρι – βράδυ. Ἐὰν δὲν μπορεῖτε τρὶς φορές, τουλάχιστον δυὸ φορὲς πρωὶ καὶ βράδυ, ἢ ἔστω μόνον τὸ βράδυ.

Κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, νὰ μὴ δέχεσθε οὔτε φαντασία οὔτε μορφή, οὔτε εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ, ἢ ἄλλου τινος Ἁγίου, οὔτε καὶ τὶς λέξεις τῆς εὐχῆς νὰ βλέπετε νοερῶς.

Αὐτὰ τὰ ὀλίγα τώρα στὴν ἀρχήν, τὰ δὲ ἄλλα σὺν τῷ χρόνῳ.

Μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη,
Ἐφραίμ
Νουθεσίαι εἰς κοσμικοὺς ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν

Ἡμεῖς οἱ καλόγεροι, τὸ ὅπλο ποὺ ἔχομε, εἶναι τὸ κομβοσχοινάκι. Μάθετε νὰ ἐργάζεσθε τὸ κομβοσχοινάκι. Ἐδῶ εἰς τὸ ὄρος ποὺ ᾔλθατε, νὰ πάρετε ὅλοι ἀπὸ ἕνα κομβοσχοινάκι. Τὸ κομβοσχοίνι θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ἐκεῖ, ὅπου ἐσεῖς δὲν γνωρίζετε, σὲ ἀνώτερα ἐπίπεδα θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ τὸ κομβοσχοινάκι.

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Ἔχετε ἕνα πρόβλημα; Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἔχετε ἕνα πειρασμὸν μὲ τὸν ἄλλον, τὸν γείτονά σας, μὲ τὸν φίλον σας, κοκ.; Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἡ εὐχὴ θὰ σᾶς δώσει λύσιν τοῦ προβλήματός σας, λύσιν τοῦ ἀδιεξόδου του ὁποίου βρίσκεσθε.

Μία φορὰ μοῦ ἔτυχε ἕνας μεγάλος πειρασμός. Ἄρχισα ἔντονα τὴν εὐχή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με Παναγία μου βοήθησέ με. Ἔκανα καὶ μία παράκλησι στὴν Γοργοεπήκοον. Δὲν ἄργησε νὰ ἔρθῃ ἡ ἀπάντησις. Τὴν τρίτην ἡμέρα ἔφυγε ὁ πειρασμός, ὅλα τακτοποιήθηκαν.

Τὸ κομβοσχοινάκι λοιπὸν Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἂν συνταυτισθῆτε μὲ τὸ κομβοσχοινάκι, νὰ ξέρετε, ὅτι θὰ εὕρετε ἕνα φωτισμόν, θὰ εὕρετε ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδον.

Αὐτὰ τὰ ὀλίγα εἶχα νὰ σᾶς εἴπω, καὶ εὔχομαι πάντοτε ἡ Παναγία μας νὰ σᾶς σκεπάζῃ.
Περὶ νοερᾶς προσευχῆς

Ἐρώτησις (μοναχοῦ τινος Θεολόγου): Ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι σὰν δρόμος, ἵνα ἔλθῃ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι δρόμοι γιὰ νὰ συναντήσῃ κανεὶς τὴ χάριν;

Ἀπάντησις: Δὲν μποροῦμε νὰ περιορίσωμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ τοῦ ποῦμε, ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλευρὰν νὰ μᾶς δώσῃ τὴν χάριν. Ἡ χάρις εὑρίσκεται διὰ πολλῶν μέσων. Διὰ τῆς ἐλεημοσύνης, διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, διὰ τῆς μεταλήψεως, διὰ τῆς προσευχῆς, κλπ. Διὰ τῶν πρώτων ὅμως ἀργεῖ νὰ βρῇ ὁ ἄνθρωπος τὴν χάριν, ἐνῷ μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, κατὰ συντομότερον δρόμον βρίσκει τὴν χάριν.

Κάνοντας ὁ ἄνθρωπος νοερὰ προσευχή, ἔρχεται σιγὰ-σιγὰ σὲ ἀπάθεια. Φεύγουν ὅλες αἱ παραφυάδες, ὅλα τὰ ζιζάνια ἀπὸ τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μένει ὁ ἄνθρωπος τρόπον τινὰ σκέτος, ὁπότε ἡ νοερὰ προσευχὴ κατόπιν κτίζει.

Ἐρώτησις: Δηλαδὴ πρῶτα θὰ γκρεμίσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον μέσα, θὰ τὸν ξεθεμελιώση, καὶ ἔπειτα θὰ κτίσῃ τὸν καινούργιο ἄνθρωπο τῆς χάριτος;

Ἀπάντησις: Ναί, κάπως ἔτσι.
Περὶ τῆς εὐχῆς

Συμβουλὲς τινές, εἰς πνευματικὸν τοῦ τέκνον: Ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες φωνάζουν. Τὴν πρώτην θέσιν τοῦ κάθε Χριστιανοῦ τὴν κατέχει ἡ προσευχή. Θέλεις νὰ κάνῃς κατάστασιν; Προσεύχου. Θέλεις νὰ σωθῆς; Προσεύχου.

Ὅλες αἱ προσευχὲς καλὲς καὶ ἅγιες εἶναι, ἀλλὰ ἡ νοερὰ προσευχή, εἶναι ἡ βασίλισσα αὐτῶν: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν μικρούλαν, ἀλλὰ παντοδύναμιν προσευχήν, ξεκίνησαν οἱ ἅγιοι πατέρες, καὶ ἔγιναν φωστῆρες τῆς ἐκκλησίας.

Λέγε συνεχῶς, ὅσο μπορεῖς περισσότερες φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ τὴν νύχτα αὐτὴν τὴν εὐχούλα, καὶ αὐτὴ θὰ σὲ διδάξῃ αὐτὰ ποὺ θέλεις, αὐτὰ ποὺ δὲν γνωρίζεις. Βιάσου σὲ αὐτὴν τὴν εὐχούλα.
Περὶ προσευχῆς

Νουθεσίαι εἰς συγγενῆ τοῦ κόρη: Σὲ συμβουλεύω λοιπὸν νὰ προσεύχεσαι συχνά. Νὰ λέγῃς τὴν εὐχή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ὅσο μπορεῖς συγχνότερα. Νὰ βάλῃς μίαν καλὴν ἀρχήν, καὶ μὲ τὸν καιρὸν θὰ αἰσθανθῆς τὸν γλυκὸ καρπὸ – χαρά, γλυκύτητα καὶ εὐφροσύνη.

Ὅσο μπορεῖς, νὰ φυλάττῃς καθαρότητα σώματος καὶ ψυχῇς. Συστολὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ σμικρολογία. Ἰδίως νὰ φυλάζεσαι ἀπὸ τὶς κακὲς συναναστροφές.

Καμία ἄλλη ἀρετὴ δὲν ἑνώνει τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν Θεόν, ὅσον ἡ προσευχή. Ὅσο γιὰ τὰ σκιρτήματα τοῦ Πνεύματος, δὲν εἶναι καιρὸς ἀκόμη, εἶναι νωρίς. Ἐσὺ βάδιζε τὸν δρόμον ποὺ σοῦ ὑποδεικνύω, λέγοντας αὐτὴν τὴν μικροῦλα εὐχοῦλα, τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με» ἢ «Ἰησοῦ γλυκύτατε, ἐλέησόν με», καὶ θὰ τὰ εὕρῃς μόνη σου. Καὶ ὅταν ὁ πανάγαθος Θεὸς εὐδοκήσῃ νὰ σὲ χαριτώσῃ, νὰ γνωρίσῃς τὴν γλυκύτητά του, τότε θὰ γίνῃς ἔξαλλος ἀπὸ χαράν. Τότε θὰ γνωρίσῃς, τί θὰ πῇ σκίρτημα, ἢ μᾶλλον, πὼς ἡ ψυχή σου θὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸ σῶμα, θὰ διαπερνᾷ τοὺς οὐρανούς, θὰ σχίζῃ τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, ἵνα συναντήσῃ τὸν γλυκύτατον τῆς Νυμφίον… Καὶ ἄλλα πολλά, τὰ ὁποῖα ἐγὼ δὲν πρέπει νὰ σοῦ τὰ προλέγω.

Προχώρα ὅπως βαδίζῃς, καὶ τότε θὰ ἰδῇς μὲ τὴν πεῖρά σου, τί εἶναι αὐτὸς ὁ κόσμος, δηλαδὴ οἱ δόξες καὶ τὰ μεγαλεῖα του. Ὅτι ὅλα αὐτὰ μᾶς γίνονται ἐμπόδια εἰς τὸ νὰ ἀρέσωμε εἰς τὸν Θεόν. Πολλὰ εἶναι τὰ ἐμπόδια γιὰ νὰ εὐαρεστήσωμε τὸν θεόν. Τὸ μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἔπειτα ἔρχεται ὁ διάβολος.

Ὅπου κι ἂν εὑρίσκεσαι, νὰ προσεύχεσαι. Ὄχι μόνον μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ νὰ λέγῃς αὐτὴν τὴν χαριτόβρυτο εὐχούλα. Καὶ ἐκκλησία καὶ θρόνος Θεοῦ καὶ παράδεισος, εἶναι αὐτὴ ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς καὶ τὸ ἀντίθετον. Καὶ κόλασις καὶ θρόνος τοῦ διαβόλου πάλιν εἶναι ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν θέλησιν λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, νὰ κάνῃ τὴν καρδίαν τοῦ Παραδείσου καὶ θρόνον Θεοῦ, προσευχόμενος, καὶ ποιώντας ἔργα καλά, καὶ οὐχὶ τοῦ διαβόλου.

Ὁ Γέροντάς μου ὁ μακαρίτης ὁ Γ. Ἰωσήφ, εἶχε γράψει ὁλόκληρο βιβλίον περὶ ἡσυχίας καὶ προσευχῆς. Στὸ κεφάλαιον περὶ θείου ἔρωτος ἔγραφε:
Στοὺς οὐρανοὺς σ᾿ ἀναζητῶ,
ψάχνω γιὰ νὰ σὲ εὑρῶ,
κι ὅταν σκιρτᾷς κατανοῶ,
ὅτι μέσα μου σὲ ἔχω.

Δηλαδὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστόν. Ὁ Χριστὸς διαρκῶς φωνάζει στὸ Εὐαγγέλιό του «Ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐντὸς ἡμῶν ἐστι».
Ἑτέρα ἐπιστολὴ εἰς τὴν ἰδίαν συγγενῆ του

Παιδί μου, ὄχι μόνον νὰ λέγωμεν τὴν εὐχὴ ἀδιάκοπα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἀλλὰ καὶ αὐτοσχεδίους ἁπλᾶς προσευχὰς μποροῦμε νὰ κάνωμε, κατὰ τὴν περίστασι ποὺ βρισκόμαστε, π.χ. «Κύριε φώτισέ με, καὶ βοήθησέ με τί νὰ κάνω», κλπ. Εἶναι πολλὲς ἀρετὲς ποὺ μᾶς κάνουν ἀγαπητοὺς στὸν Θεόν, καὶ μᾶς πλησιάζουν πρὸς Αὐτόν. Ἀλλὰ περισσότερον καὶ εὐκολώτερον ἀπὸ ὅλες εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ προσευχὴ μᾶς ἑνώνει νοερῶς μὲ τὸν Θεόν. Ἀλλὰ καὶ ὅτι βῆμα κάνομε μὲ προσευχή, ὁ Θεός μας εὐλογεῖ. Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην. Τίποτε ἀγαπητό μου παιδὶ δὲν θέλω ἀπὸ σένα, εἰμὴ μόνον νὰ ἀγαπήσῃς τὸν Θεόν. Αὐτὴν τὴν συμβουλὴ ὁλοψύχως καὶ διαπύρως σοῦ δίνω.

«Ὁ ἀγαπῶν με, τὰς ἐντολάς μου τηρήσῃ, καὶ ἀγαπηθήσεται ἀπὸ τοῦ Πατρός μου, καὶ ἐλευσόμεθα, καὶ μόνην παρ᾿ αὐτῷ ποιήσωμεν καὶ … ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Πῶς ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, καὶ πῶς Αὐτὸς καὶ ὁ Πατήρ Του μονὴν παρ᾿ ἡμῶν ποιεῖ, οὔπω καιρός.

Ὅπου καὶ νὰ βρίσκεσαι ὅτι καὶ νὰ κάνεις, νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν Θεόν, καὶ νὰ ἔχῃς ὑπ᾿ ὄψιν σου ὅτι τὸ ἀκοίμητον μάτι Αὐτοῦ σὲ παρακολουθεῖ. Προσεύχου πάντοτε: Κύριε ἀξίωσέ με ἡ εὐσπλαχνία Σου, νὰ γίνῃ καὶ σὲ μένα τὴν ἁμαρτωλήν, τὸ ἅγιον θέλημά Σου. Δὲν θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον Ἐσένα. Φώτισέ με καὶ βοήθησέ με, νὰ σὲ ἀκολουθήσω καὶ νὰ σὲ ἀναπαύσω. Εὐλόγησόν με κι ἐμένα Κύριε νὰ κληρονομήσω κι ἐγὼ αὐτὰ τὰ ἀνεκλάλητα κάλλη τοῦ Παραδείσου, τὰ Αἰώνια Ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἡτοίμασε ἡ ἀγάπη Σου διὰ τοὺς ἀγαπῶντάς Σε. Ἀμήν. Νὰ ζητᾶμε βοήθεια καὶ φωτισμὸν ἀπὸ τὸν Θεόν. «Ζητῆτε καὶ δοθήσεται, κρούεται καὶ ἀνοιγήσηται» λέγει ὁ Χριστός.

Ἡ θέλησις παιδί μου τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι πολὺ ἀσθενής. Θέλεις νὰ κάνῃς καλὸ μὰ δὲν μπορεῖς. Ἐὰν ἕνας ἀπόστολος Παῦλος διακηρύττῃ ὅτι: Θέλω νὰ κάνω τὸ καλό, μὰ δὲν μπορῶ, γιατὶ μέσα μου ὑπάρχει ἄλλος νόμος, ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας, ἡμεῖς τί νὰ εἰποῦμε; Διὰ τοῦτο λοιπὸν παρακαλοῦμε καὶ ἱκετεύομεν τὸν Θεὸν μὲ τὴν προσευχήν, ἵνα μᾶς ἀξιώσῃ νὰ κάνωμεν πάντοτε τὸ θέλημά Του, καὶ μόνον τὸ Θέλημά Του, εἴτε γλυκὸ εἶναι αὐτό, εἴτε πικρό, ἀλλὰ πάντοτε ὠφέλιμο καὶ οὐδέποτε βλαβερό.
ΠΕΡΙ ΔΑΚΡΥΩΝ

Τὰ δάκρυα εἶναι μεταξὺ ἐμπαθείας καὶ ἀπαθείας. Τὰ δάκρυα καθαρίζουν. Εἶναι τὰ ἀρχαρήτικα δάκρυα, δηλαδὴ τὰ δάκρυα μετανοίας. Ἤτοι σκέπτεσαι, ἐὰν κολασθῶ; Θὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστὸν ἢ μὲ τὸν διάβολον; Ἐὰν θὰ εἶμαι αἰώνια εἰς τὴν κόλασιν; Τότε τί θὰ κάνω; κοκ.

Κατόπιν ἔρχονται τὰ δάκρυα τῆς χάριτος. Τὰ δάκρυα αὐτὰ εἶναι τόσον γλυκά, ὥστε ὅταν μοῦ ἤρχοντο ἔλεγα: Θεέ μου εἰς τὸν παράδεισον τίποτε ἄλλον δὲν θέλω, παρὰ νὰ κλαίω ἔτσι. Αὐτὰ τὰ δάκρυα ἔρχονται ὕστερα.

Τὰ δάκρυα εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς. Ὅπως τὸ σῶμα τρέφεται μὲ καλὴν τροφὴ ζωογονεῖται, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τρέφεται μὲ τὰ δάκρυα καὶ ζωογονεῖται.

Νὰ καλλιεργῇς τὰ δάκρυα. Νὰ καλλιεργῇς τὶς εἰκόνες, τὶς σκέψεις, ποὺ φέρνουν δάκρυα. Ἐγὼ καλλιεργοῦσα τὴν εἰκόνα τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Γ. Ἰωσήφ. Ὅταν τὸν φίλησα καὶ τὸν βάλαμε στὸ μνῆμα. Σκεπτόμουνα, ὅτι κι ἐγὼ σύντομα ἔτσι θὰ γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ὁ Θεὸς δὲν μὲ δεχθῆ, δὲν μὲ συγχωρήσῃ, κοκ.

Ὅταν προσεύχεσαι νὰ προσπαθῇς νὰ ἔχῃς δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν καὶ κλαῖς εἰς τὴν προσευχήν σου. Ὅταν ἔχῃς δάκρυα εἰς τὴν προσευχή, ὁτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Ὅταν σταματήσουν τὰ δάκρυα πᾷς ὀπίσω.

Τὰ πολλὰ δάκρυα δίνουν τὴν χάριν. Ἀρχικῶς σκεπτόμουνα, ὅτι σὲ λίγο θὰ πεθάνω. Τώρα ἔχω χρόνον νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ μετανοήσω. Μόλις πεθάνω, τίποτε δὲν ὠφελοῦν τὰ δάκρυα. Τώρα μόνον μπορῶ νὰ κλάψω γιὰ τὴν ψυχή μου. Ἔβαζα τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὴν κόλασι. Ἔτσι ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον καλλιεργοῦσα τὰ δάκρυα, καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἔκλαιγα ὅσο ἤθελα καὶ ὅποτε ἤθελα.

Ἐγὼ πῆρα τὸν δρόμον τῶν δακρύων. Ἔλεγα εἰς τὸν Γ. Ἰωσὴφ διὰ τὰ πολλά μου δάκρυα καὶ μοῦ ἀπαντοῦσε: Ἐσὺ ἔτσι θὰ εὕρῃς τὴν χάριν, μὲ τὰ δάκρυα. Ἄλλος δρόμος εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Καὶ πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Ἐγὼ βρῆκα τὴν χάριν μὲ τὰ πολλὰ δάκρυα.

Ἂν θέλῃς νὰ μὴ ψυχρανθῇ ὁ ζῆλός σου, μὴν ἀφήνῃς τὰ δάκρυα στὴν προσευχή σου.

Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, εἶναι ὅτι μας παρέδωσε ὁ Γ. Ἰωσήφ, καὶ ὅτι ἐκ πείρας ἐδοκίμασα, εἶδα, καὶ γεύθηκα. Αὐτὰ λέγω.

Τι τινάζει τον διάβολο στον αέρα... (περί Ευχής)


Ναι, εξαρτάται. Ότι είναι ένα όπλο, δεν είναι απλό όπλο. Το 'Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με', δεν είναι απλώς όπλο εναντίον του διαβόλου. Προσέξετε, είναι... Τινάζει τον διάβολο, τον εξαφανίζει. Είναι μια τρομερά συμπυκνωμένη, είναι μια τρομερά δυνατή ευχή. Μέσα της κλείνει όλες τις προσευχές, ξέρετε γιατί;

Είναι ένα μυστήριο, λέει η Γραφή ότι όταν θα γίνει η δευτέρα παρουσία του Χριστού θα εμφανισθεί στον ουρανό το όνομα του Χριστού και ενώπιον του ονόματος αυτού (λέει), παν γόνυ κάμψει επουρανίων επιγείων και καταχθονίων. Αυτό είναι ένα μυστήριο, το όνομα του Χριστού. Θα γονατίσει μπροστά στο όνομα αυτό το γονατο των επουρανίων, οι άγγελοι θα γονατίσουν οι άνθρωποι θα γονατίσουν, και των υποχθονίων και οι διάβολοι θα λυγίσουν μπροστά σε αυτό το όνομα.

Λέει η γραφή (πάλι ο Απόστολος): "Δεν υπάρχει άλλο όνομα με το οποίο θα σωθούμε, και εμείς τι κάνουμε; Λέμε αυτό το όνομα. Λέμε: "Κύριε Ιησού Χριστέ, το όνομά Σου ονομάζομεν" λέει, "Θεό άλλον εκτός από Εσένα δε γνωρίζουμε το όνομά σου ονομάζομεν". Είναι κάτι το οποίο προσπαθεί ο διάβολος να μας πείσει να μην το κάνουμε. Ο διάβολος δεν φοβάται αν πιστεύουμε στον Θεό.

Προσέξετε το αυτό: Όση πίστη να έχεις δε σώζεσαι, δε σώζεσαι αν πιστεύεις στον Θεό. Ο διάβολος σκοτώνεται εμείς σωζόμαστε από τι; Όταν πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι ο Θεός. Δεν έχουμε άλλον Θεό. Εκεί είναι το σκάνδαλο για τον διάβολο. Γίνονται θεολογικά συνέδρια στο εξωτερικό με χριστιανούς, (θα καταλήξω εκεί), θεολογικά συνέδρια με χριστιανούς στο εξωτερικό που συμφωνούν, ("χριστιανοί" τώρα) να μην αναφέρουν το όνομα του Χριστού για να μην προσβληθούν και οι βουδιστές και οι ινδουιστές και όποιοι άλλοι συμμετέχουν στο συνέδριο.

Πώς τρέμει ο διάβολος το όνομα του Χριστού! Και εμείς λέμε ονομάζουμε τον Χριστό Κύριο, αυτό το οποίο ο διάβολος προσπαθεί να σε πείσει να μη το κάνεις. Κατ' αρχήν δε θέλει να σκέφτεσαι τον Χριστό. Μετά σου λέει: "Τον σκέπτεσαι; σκέψου τον σαν έναν μεγάλο μύστη. Σαν μια από τις ενσαρκώσεις του Βούδα, σαν έναν μεγάλο ποιητή σαν ένα μεγάλο φιλόσοφο, σαν, σαν, σαν, όχι Κύριο". Και εμείς τώρα λέμε "Κύριε Ιησού Χριστέ".

Και τι ακόμα; "Ελέησόν με". Ελεημοσύνη ποιος ζητάει; Ένας ζητιάνος. Δηλαδή ταπεινώνεσαι; Τον πέθανες! Γι' αυτό εμείς επιμένουμε στο "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με". Τώρα κάνουμε τον σταυρό μας - δεν τον κάνουμε, δεν έχει καμιά σημασία, όταν έχουμε μέσα στην καρδιά μας τον διάβολο, είναι αστείο να κάνουμε τον σταυρό μας. Δε μας σώζει, είναι ασήμαντο. Το σημαντικό είναι να έχουμε το όνομα του Χριστού στο μυαλό μας.

Είναι πυρηνική βόμβα, στην πράξη θα τα δείτε αυτά. Στην πράξη, απλά πραγματάκια είναι αυτά. Θα κατεβείτε τώρα, θα δείτε, θα αρχίσετε να περπατάτε, κανείς δε μπορεί να σας εμποδίσει να λέτε από μέσα σας: "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με".

Τι σας εμποδίζει; Τι σας στοιχίζει; Τίποτα! Όλες οι άλλες προσευχές χρειάζονται μιά ησυχία, έναν τόπο ήρεμο, λίγες εικόνες, το απόδειπνο, τον εσπερινό, κάποια βιβλία, αυτή την προσευχή μπορούμε να την λέμε πάντοτε. Περπατάς; μπορείς να το λες, οδηγάς το αυτοκίνητό σου; μπορείς να το λες. Ξεκινήστε και η ίδια η προσευχή θα σας μάθει τα πάντα.

Στην πράξη τα μαθαίνουμε αυτά όχι με τα λόγια. Τώρα τα λόγια έτσι που σας τα λέω μπορεί να σας φαίνονται ωραία να χαιρόσαστε την ώρα που τα ακούτε. Όταν θα έρθει η ώρα του πειρασμού θα σας χτυπήσει ο διάολος κάτω σαν χταπόδι και δεν θα σας μείνει τίποτα από αυτά που σας λέω.

Τι θα σας μείνει; Ό,τι βάλατε εσείς στην πράξη και το μάθατε εσείς προσωπικά. Αυτό δε μπορεί να σας το μετακινήσει κανένας. Έτσι θα γνωρίσετε αν είναι αλήθεια όλα αυτά και έτσι γνωρίζουμε όλη την αλήθεια του χριστιανισμού. Αν είναι αλήθεια αυτά που μας είπε ο Χριστός ή όχι. Από την ζωή τους τα έχουν μάθει οι άνθρωποι και τα έχουν κρατήσει μέχρι σήμερα. Όχι γιατί τους τα λένε οι παπάδες και οι καλόγεροι.

Οι ίδιοι οι άνθρωποι τα ζούνε και μας τα λένε. Το τι έχουμε ακούσει από ανθρώπους που ζούνε στον κόσμο δε μπορεί να το βάλει το μυαλό σας. Και επειδή ακριβώς είναι θέμα ζωής, γι, αυτό όλοι μπορούμε να σωθούμε, δεν είναι θέμα εξυπνάδας ή μόρφωσης ή γνώσεων. Γι' αυτό έχουμε αγράμματους που είναι άγιοι. Δεν έχουν βγάλει το δημοτικό και λέμε: "Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών" και έχουμε μορφωμένους που δεν ξέρουν τι λένε και τι τους γίνεται.

Απλά πράγματα είναι, με απλά πράγματα θα πάμε στον Παράδεισο, και με απλά πράγματα θα πάμε στην κόλαση.

από: 'Ο Διάβολος στο μυαλό - Η πάλη με τους λογισμούς' , τού π. Νίκωνα, Νέα Σκήτη.

ο Άγιος Νήφων διηγείτο στο πνευματικό του παιδί, τον΄Αγιο Επιφάνιο:




 Σκέψου, παιδί μου, ότι κάποτε στα χρόνια της αγνοίας μου, που έπεσα σε μεγάλη αμαρτία, παρουσιάστηκε μπροστά μου ο ίδιος ο Κύριος και με προειδοποίησε ότι με αυτά που κάνω δεν θα σωθώ.
Εγώ έπεσα αμέσως στα άχραντα πόδια Του και καταφιλώντας τα ψιθύρισα με πόνο ψυχής:
– Κύριε, ούτε στο άπειρο Σου έλεος θα βρω σωτηρία;

Κι Εκείνος, νικημένος από την άμετρη φιλανθρωπία Του, με ανασήκωσε και μου είπε σπλαχνικά:
– Ναι! Θα βρεις σωτηρία στο έλεος μου. Μόνο όσες φορές πέφτεις, γύριζε σε μένα με ταπείνωση, λέγοντας «ήμαρτον, ελέησόν με!», κι εγώ θα σου θεραπεύω τα πάθη και θα σου παραστέκομαι βοηθός.
΄Ετσι μου είπε ο γλυκύς στο έλεος και άφατος στους οικτιρμούς Ιησούς Χριστός και χάθηκε από τα μάτια μου.
 Η Ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», που γίνεται και με κομποσχοίνι, αντιστοιχεί σε πνευματική ελεημοσύνη, που νικά το έλεος του Θεού, αφού, ως γνωστόν, καμιά αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη από το άπειρο έλεός Του.
Ο αγιασμένος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έλεγε ότι: όχι μόνο με τη Θεία Λειτουργία αλλά και με το κομποσχοίνι, με τη λεγομένη Νοερά προσευχή, «βγάζεις ψυχές από την κόλαση και τις βάζεις στον Παράδεισο».
 Στον πνευματικό αγώνα θα δώσουμε:
–Στο σώμα τον κάματο, με τις κατά δύναμιν στρωτές μετάνοιες, την ορθοστασία, τα σταυρωτά κομποσχοίνια, τον πρόθυμο χειρονακτικό κόπο μαζί με την Ευχή, για να περιορίσουμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, το αίσθημα της σωματικής ανάπαυσης. (Αυτά ισχύουν γι αυτούς που έχουν υγεία. Οι μεγάλοι στην ηλικία, οι ασθενείς, οι ανήμποροι, θα δώσουν λίγα, όσα μπορούν, αλλά με το νου καθαρό και την καρδιά γεμάτη πίστη και αγάπη.
–Στην όραση θα δώσουμε την αγρυπνία, τη μελέτη της Αγίας Γραφής και ιδιαιτέρως της Καινής Διαθήκης και του Ψαλτηρίου.
–Στην ακοή θα δώσουμε την ακρόαση του θείου λόγου και της ιεράς ψαλμωδίας.
–Στην όσφρηση δεν θα δώσουμε μόνο τη μυρωδιά από το θυμίαμα, αλλά θα δώσουμε και την Ευχή. Και αυτή θα μας ανταποδώσει θεία όσφρηση, με ουράνια ευωδία. Θα μυρίζουμε δηλαδή ουρανό.
–Στη γεύση θα δώσουμε την εγκράτεια και την κατά δύναμιν νηστεία. Και δι αυτής, κατόπιν, πνευματικά, θα αποκτήσουμε γεύση αθανασίας και αιωνιότητας.
–Στην αφή θα δώσουμε ησυχία, κόπο και πόνο, με κάποιες μορφές τραχύτητας και κακοπάθειας. (Με τη σύμφωνη πάντοτε γνώμη του Πνευματικού οδηγού).