Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος Ε΄ (Περί Μετανοίας)

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος Ε΄ (Περί Μετανοίας)
1. Ο ΙΩΑΝΝΗΣ κάποτε, (την ημέρα της Αναστάσεως), έτρεξε πρίν από τον Πέτρο (στον τάφο του Κυρίου). Και εμείς ετοποθετήσαμε τον λόγο της υπακοής πρίν από τον λόγο της μετανοίας. Διότι ο Ιωάννης έγινε τύπος υπακοής, ενώ ο Πέτρος μετανοίας.


2. Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως, αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για την σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη.

Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις με τον Κύριον, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων. Μετανοών σημαίνει επινοητής τιμωριών του εαυτού του. Μετάνοια σημαίνει υπερβολική ταλαιπωρία της κοιλίας (με νηστεία) και κτύπημα της ψυχής με υπερβολική συναίσθησι.


3. Τρέξατε και ελάτε. Ελάτε όλοι όσοι παρωργίσατε τον Θεόν, για να ακούσετε αυτά που έχω να σας διηγηθώ. Συγκεντρωθήτε για να ιδήτε αυτά πού μου έδειξε ο Θεός προς οικοδομήν. Ας τοποθετήσωμε πρώτη και ας προτιμήσωμε μια διήγησι πού αναφέρεται σε τιμημένους εργάτες της αρετής πού ζούσαν χωρίς τιμή.


4. Όσοι ανέλπιστα επέσαμε σε κάποια αμαρτία, ας τα ακούσωμε αυτά και ας τα κρατήσωμε και ας τα μιμηθούμε. Σηκωθήτε και καθήσατε (να ακούσετε) εσείς πού είσθε πεσμένοι από τις αμαρτίες. Δώστε προσοχή στον λόγο μου, αδελφοί μου. Ανοίξατε τα αυτιά σας όλοι εσείς πού θέλετε με πραγματική επιστροφή να συμφιλιωθήτε πάλι με τον Θεόν.


5. Όταν άκουσα εγώ ο μικρός και αδύνατος ότι ήταν σπουδαίος και θαυμαστός ο τρόπος της ζωής και η ταπείνωσις αυτών πού έμεναν στην απομονωμένη Μονή, την λεγόμενη Φυλακή, η οποία υπαγόταν στον εξαίρετο εκείνο φωστήρα πού προαναφέραμε, παρεκάλεσα τον όσιο να την επισκεφθώ. Και πράγματι υπεχώρησε στην παράκλησί μου ο μέγας Ποιμήν, μη θέλοντας ποτέ να λυπήση άνθρωπο.


Μόλις έφθασα λοιπόν στη Μονή αυτών πού μετανοούσαν, και στον τόπο αυτών πού αληθινά πενθούσαν, αντίκρυσα πραγματικά, αν μπορούμε να το ειπούμε, πράγματα πού οφθαλμός αμελούς ανθρώπου δεν είδε και αυτί ραθύμου δεν άκουσε και νους ανθρώπου οκνηρού δεν εφαντάσθηκε (πρβλ. Α΄ Κορ. β΄ 9). Είδα και άκουσα πράγματα και λόγια πού έχουν την δύναμι να εκβιάσουν το έλεος του Θεού, τρόπους και μορφές ασκήσεως πού μπορούσαν να κάμψουν σύντομα την φιλανθρωπία Του.


Άλλους από τους ενόχους αυτούς και όχι πλέον ενόχους, τους είδα να ίστανται όλη την νύκτα μέχρι το πρωί στην ύπαιθρο. Να έχουν τα πόδια ακίνητα. Από την πίεσι του ύπνου και την βία πού εξασκούσαν επάνω στην φύσι τους να πηγαίνουν πέρα-δώθε κατά τρόπο αξιολύπητο. Να μη προσφέρουν στον εαυτό τους καμμία ανάπαυσι. Αντίθετα δε να τον επιπλήττουν, να τον ξυπνούν και να του επιτίθενται με «ατιμίες» και ύβρεις. Άλλους τους είδα να ατενίζουν τον ουρανό με ύφος αξιολύπητο, και με οδυρμούς και κραυγές να επικαλούνται από εκεί την βοήθεια.


Άλλους να ίστανται στην προσευχή δένοντας τά χέρια πίσω σαν τους καταδίκους, σκύβοντας το σκυθρωπό τους πρόσωπο κάτω, κρίνοντας και καταδικάζοντας τον εαυτό τους ανάξιο να ατενίση προς τον ουρανό. Να μην έχουν να ειπούν ή να προσφέρουν κάτι στον Θεόν, από την αμηχανία πού τους προκαλούσε η σκέψις και η συναίσθησις της αμαρτωλότητός των. Να μην ευρίσκουν πώς ή από πού να αρχίσουν την ικεσία. Να παρουσιάζουν μόνο στον Θεό μία ψυχή αμίλητη και έναν νου άφωνο γεμάτο από σκοτισμό και από κάποια απελπισία.


Άλλοι πάλι να κάθωνται στο έδαφος σε σάκκο και σποδό, να έχουν το πρόσωπο χωμένο στα γόνατα και να κτυπούν το μέτωπο στη γη. Άλλοι να κτυπούν συνεχώς το στήθος τους, να καταδικάζουν και να ανακαλούν την αμαρτωλή τους ψυχή και ζωή. Μερικοί από αυτούς έβρεχαν το έδαφος με τα δάκρυά τους. Και μερικοί πού δεν είχαν δάκρυα επλήγωναν το σώμα τους με δυνατά κτυπήματα. Άλλοι, πού δεν μπορούσαν να υποφέρουν την πίεση της καρδιάς, ωλόλυζαν για την ψυχή τους ωσάν για νεκρό. Και άλλοι εβογγούσαν εσωτερικά και εμπόδιζαν να εξέλθη από το στόμα το βογγητό. Μερικές όμως φορές, μη μπορώντας να συγκρατηθούν, αναστέναζαν απότομα.


Είδα εκεί μερικούς που έδειχναν σαν παράφρονες, τόσο με τα φερσίματά τους, όσο και με το κλείσιμο στον εαυτό τους. Έδειχναν σαν αποσβολωμένοι από την πολλή αδημονία, γεμάτοι σκοτισμό και σχεδόν αναίσθητοι για κάθε πράγμα της παρούσης ζωής. Είχαν πλέον βυθίσει τον νους τους στην άβυσσο της ταπεινώσεως, και με το πύρ της θλίψεως είχαν τηγανίσει και καταξηράνει τά δάκρυα των οφθαλμών τους. Άλλους να κάθωνται με σύννοια, να σκύβουν στην γη, να κινούν αδιάκοπα το κεφάλι τους, να αναστενάζουν και να μουγκρίζουν ωσάν λεόντες μέσα από τα βάθη της καρδιάς των, μέσα από τα δόντια τους.


Μερικοί από αυτούς προσεύχονταν γεμάτοι ελπίδα και επιζητούσαν τελεία άφεσι. Άλλοι από ανέκφραστη ταπείνωσι κατεδίκαζαν και έκριναν τον εαυτό τους ανάξιο συγχωρήσες, και έκραζαν πώς δεν μπορούν να απολογηθούν στον Θεόν. Μερικοί εκλιπαρούσαν να τιμωρηθούν εδώ, για να ελεηθούν εκεί. Άλλοι πού ήταν συντετριμμένοι από το βάρος της συνειδήσεως, έλεγαν με ειλικρινή πόθο: «Είμαστε ευχαριστημένοι, εάν ούτε κολασθούμε ούτε αξιωθούμε της επουρανίου βασιλείας».


Είδα εκεί μέσα ψυχές ταπεινές και συντετριμμένες πού ελύγιζαν από το βάρος του φορτίου των αμαρτιών και με τις κραυγές τους προς τον Θεόν μπορούσαν να κάνουν και τις αναίσθητες πέτρες να ραγίσουν. Σκυμμένοι προς την γή εκραύγαζαν: «Το γνωρίζομε. Το γνωρίζομε. Μας αξίζει κάθε τιμωρία και κάθε κόλασις. Και δικαίως. Και αν ακόμη συναθροίζαμε όλη την οικουμένη να πενθή για εμάς, δεν θα ήταν αρκετό να μας δικαιώση για τα τόσα μας χρέη. Ένα όμως μόνο παρακαλούμε, ένα δυσωπούμε, ένα ικετεύουμε: «Μη τώ θυμώ σου ελέγξης ημάς, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης ημάς» (Ψαλμ. στ΄ 2). Μήτε να μας τιμωρήσης με την δικαία κρίσι σου. Αλλά να μας αντιμετωπίσης με την επιείκειά σου και αρκεί αυτή να μας απαλλάξη ολίγο από την βαρειά απειλή σου και από τις κρυφές και άγνωστες τιμωρίες της κολάσεως. Δεν τολμούμε να ζητήσουμε τελεία άφεσι, διότι πώς να το κάνουμε αυτό; Άνθρωποι, πού δεν εφυλάξαμε καθαρό το μοναχικό μας επάγγελμα, αλλά το εμολύναμε και μάλιστα μετά από την φιλανθρωπία και συγχώρησι πού προηγήθηκε, (την συγχώρησι των μετά το βάπτισμα και πρό της κουράς αμαρτιών).


Μπορούσε εκεί, αγαπητοί μου, μπορούσε εκεί να ιδή κανείς να πραγματοποιούνται πλήρως τα λόγια του Δαβίδ. Μπορούμε να ιδή «ανθρώπους πού ήταν ταλαιπωρημένοι και κυρτωμένοι συνεχώς μέχρι το τέλος της ζωής τους, πού όλη την ημέρα περπατούσαν σκυθρωποί, που ανέδιδαν δυσοσμία από τις σαπισμένες πληγές του σώματός τους, ανθρώπους πού δεν εφρόντιζαν τον εαυτόν τους, πού ξεχνούσαν να φάγουν τον άρτο τους, πού έπιναν το ύδωρ αναμεμειγμένο με δάκρυα, και έτρωγαν χώμα και στάχτη μαζί με τον άρτο, πού είχαν τα οστά κολλημένα στο δέρμα και ωμοίαζαν με ξηρό χορτάρι» (Ψαλμ. λζ΄ 7, 6, ρα΄ 5, 10, 6, 12). Τίποτε άλλο δεν μπορούσες να ακούσης από αυτούς, παρά μόνο τούτα τα λόγια: ουαί – ουαί, αλλοίμονο – αλλοίμονο, δίκαια – δίκαια, λυπήσου μας – λυπήσου μας, Δέσποτα. Άλλοι έλεγαν: ελέησέ μας – ελέησέ μας. Και άλλοι ακόμη πιο λυπητερά: συγχώρησέ μας – συγχώρησέ μας, Δέσποτα, εάν είναι δυνατόν.


Μπορούσες να ιδής εκεί φλογισμένες γλώσσες πού εκρέμονταν έξω από το στόμα όπως των σκύλων. Άλλοι ετιμωρούσαν τον εαυτό τους στον καύσωνα, και άλλοι τον εβασάνιζαν στο ψύχος. Μερικοί εδοκίμαζαν από το ύδωρ τόσο, όσο μόνο για να μην αποθάνουν από την δίψα. Και μερικοί αφού έτρωγαν ολίγο από τον άρτο, τον υπόλοιπο τον επετούσαν με το χέρι μακρυά, λέγοντας πώς είναι ανάξιοι να γευθούν την τροφή των λογικών ανθρώπων, αφού διέπραξαν τα έργα των άλογων ζώων.


Πού να εμφανισθή ανάμεσα σ΄αυτούς γέλιο; Πού αργολογία; Πού θυμός; Πού οργή; Αυτοί δεν εγνώριζαν αν υπάρχη ακόμη οργή μεταξύ των ανθρώπων, διότι το πένθος είχε σβήσει τελείως τον θυμό μέσα τους. Πού να συναντήσεις την αντιλογία; Πού εορτή; Πού παρρησία; Πού ευχαρίστησι και περιποίησι του σώματος; Πού ίχνος κενοδοξίας; Πού ελπίδα τρυφής; Πού ενθύμησις οίνου; Πού γεύσι φρούτων; Πού παρηγορία χύτρας; Πού γλύκισμα για τον λάρυγγα; Όλων τούτων η ελπίδα είχε σβήσει γι΄αυτούς. Πού να συναντήσης σ΄αυτούς μέριμνα για επίγεια πράγματα; Πού κατάκρισι κάποιου ανθρώπου; Πουθενά!


Όσα έλεγαν και εκραύγαζαν αυτοί προς τον Κύριον ήταν τα εξής: Μερικοί, ωσάν να ίσταντο εμπρός στην πύλη του ουρανού, εκτυπούσαν δυνατά το στήθος και έλεγαν προς τον Θεόν: «Άνοιξέ μας, άνοιξε, ώ δικαστά, άνοιξέ μας, αφού εμείς με τις αμαρτίες μας εκλείσαμε για τον εαυτό μας την πύλη». Άλλοι έλεγαν: «Επίφανον το πρόσωπόν σου μόνον, και σωθησόμεθα» (Ψαλμ. οθ΄ 4). Ένας έλεγε: «Επίφανον τοίς έν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις ταπεινοίς» (Ησ. θ΄ 2). Άλλος πάλι: «Ας μας προλάβουν γρήγορα, Κύριε, οι οικτιρμοί σου, διότι εχαθήκαμε, διότι απελπισθήκαμε, διότι εσβήσαμε τελείως» (Ψαλμ. οη΄ 8).


Μερικοί από αυτούς έλεγαν: «Θα φανερωθή άραγε πλέον σ΄εμάς ο Κύριος»; Και άλλοι: «Εξώφλησε άραγε η ψυχή μας το χρέος το ανυπέρβλητο»; Άλλος: «Θα καταπραϋνθή άραγε τώρα πλέον από εμάς ο Κύριος; Θα τον ακούσωμε άραγε να λέγη σ΄εμάς τους δεμένους μ΄άλυτα δεσμά, «εξέλθετε»; Και σ΄εμάς πού ευρισκόμαστε στον άδη της μετανοίας, «είσθε συγχωρημένοι»; Έφθασε άραγε η κραυγή μας στα αυτιά του Κυρίου»;

Όλοι επερνούσαν τον καιρό τους έχοντας συνεχώς εμπρός στους οφθαλμούς των τον θάνατο και λέγοντας:


«Άραγε ποια θα είναι η κατάληξις; Άραγε ποια θα είναι η απόφασις; Άραγε ποιο θα είναι το τέλος μας; Άραγε υπάρχει επαναφορά; Άραγε υπάρχει συγχώρησις σ΄εμάς τους σκοτεινούς, τους ταπεινούς, τους καταδίκους; Άραγε μπόρεσε η δέησίς μας να φθάση ενώπιον του Κυρίου ή εγύρισε πίσω ταπεινωμένη και ντροπιασμένη; Άραγε, αν έφθασε, τι κατώρθωσε; πόσο Τον εξευμένισε; πόσο ωφέλησε; πόσο ενήργησε; διότι εβγήκε από ακάθαρτα στόματα και σώματα και δεν έχει πολλή δύναμι. Άραγε μας συμφιλίωσε τελείως με τον Κριτή; Άραγε έν μέρει; Άραγε για τα μισά τραύματά μας; επειδή είναι πράγματι μεγάλα και χρειάζονται πολλούς ιδρώτες και μόχθους. Άραγε μας επλησίασαν καθόλου οι φύλακές μας (άγγελοι) ή ίστανται ακόμη μακρυά; Εάν εκείνοι δεν μας πλησιάσουν, όλοι μας οι κόποι είναι μάταιοι και ανωφελείς, διότι η προσευχή μας, εάν δεν την πάρουν οι προστάτες μας άγγελοι, ερχόμενοι πλησίον μας, και την προσφέρουν στον Κύριον, δεν έχει δύναμη παρρησίας ούτε φτερά καθαρότητος για να φθάση σ΄Αυτόν».

Γι΄αυτά πολλές φορές και μεταξύ τους απορούσαν και έλεγαν: «Άραγε, αδελφοί, κατορθώνομε τίποτε; Άραγε επιτυγχάνωμε αυτό πού ζητούμε; Άραγε μας δέχεται πάλι ο Θεός; Άραγε μας ανοίγει την θύρα»;

Και οι άλλοι απαντούσαν:

«Ποιος ξέρει -όπως το είπαν οι αδελφοί μας οι Νινευίτες- μήπως μεταμεληθή ο Κύριος και μας λυτρώση από την μεγάλη έστω τιμωρία; (Ιωνά γ΄ 9). Εμείς όμως ας πράξωμε ό,τι εξαρτάται από εμάς. Και αν μέν μας ανοίξη, πολύ καλά, ειδεμή «ευλογητός Κύριος ο Θεός», ο οποίος δίκαια μας έκλεισε έξω. Πλήν όμως ας επιμείνωμε κτυπώντας μέχρι το τέλος της ζωής μας, και ίσως, βλέποντας την πολλή μας αναίδεια και επιμονή, μας ανοίξη ο Αγαθός».

Γι΄αυτό και έλεγαν παρακινώντας τους εαυτούς των:

«Δ ρ ά μ ω μ ε ν, α δ ε λ φ ο ί, δ ρ ά μ ω μ ε ν. Έχομεν ανάγκη δρόμου και μάλιστα δρόμου σκληρού, διότι έχομε μείνει πίσω από την καλή μας συνοδία. Ας τρέξωμε χωρίς να λογαριάζωμε την ακάθαρτη και ταλαίπωρη σάρκα μας. Αν την φονεύσωμε και εμείς, όπως μας εφόνευσε και αυτή».

Έτσι και έκαναν οι μακάριοι εκείνοι υπόδικοι.

Έβλεπες σ΄αυτούς γόνατα αποσκληρυμένα από τις πολλές μετάνοιες. Οφθαλμούς λυωμένους και βυθισμένους στο βάθος των κόγχων. Απογυμνωμένοι από τρίχες, με μάγουλα πληγωμένα και φλογισμένα από την φλόγα των θερμών δακρύων.

Έβλεπες πρόσωπα ωχρά και καταμαραμένα πού δεν ξεχώριζαν καθόλου από πρόσωπα νεκρών. Στήθη που επονούσαν από τα κτυπήματα και αιματηρά πτύελα που προέρχονταν από τα γρονθοκοπήματα του στήθους.


Πού να ευρεθή εκεί στρώμα; Πού καθαρό ή στερεό ένδυμα; Όλα ήταν σχισμένα, ακάθαρτα και σκεπασμένα με ψείρες. Πού να συγκριθή με την ιδική τους ταλαιπωρία η ταλαιπωρία των δαιμονισμένων; Πού εκείνων που θρηνούν τους νεκρούς; Πού εκείνων πού ζούν εξόριστοι; Πού η τιμωρία των καταδικασμένων για φόνο; Ούτε συγκρίνεται η αθέλητη παίδευσις και τιμωρία αυτών με την ιδική τους την θεληματική.


Και σας παρακαλώ, αδελφοί, να μη τα θεωρήσετε σαν μύθους όσα σας είπα. Ικέτευαν οι άνθρωποι αυτοί πολλές φορές τον μεγάλο εκείνο δικαστή -τον Ποιμένα τους εννοώ, τον άγγελο πού ζούσε μεταξύ των ανθρώπων- να περισφίγξη τα χέρια και τον τράχηλό τους με σιδερένια δεσμά, και να δέση τα πόδια τους στο τιμωρητικό ξύλο, και να μη λυθούν από αυτά πρίν τους δεχθή το μνήμα. Ακόμη δε ούτε και σε μνήμα να τους βάλουν!

Δεν θα κρύψω καθόλου ούτε την ελεημένη ταπείνωσι αυτών των πραγματικά μακαρίων ούτε την συντετριμμένη προς τον Θεόν αγάπη και μετάνοιά τους.


Καθ΄όν χρόνον οι καλοί αυτοί κάτοικοι της χώρας της μετανοίας επρόκειτο να αναχωρήσουν προς τον Κύριον και να παρασταθούν εμπρός στο αδέκαστο βήμα, βλέποντας ότι τελειώνει πλέον η ζωή τους, μέσω του προϊσταμένου τους εκλιπαρούσαν με όρκους τον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή), να μην αξιωθούν ανθρωπίνης ταφής, αλλά να πεταχθούν σαν άλογα ζώα ή στο ρεύμα του ποταμού ή στα θηρία του αγρού.


Και πολλές φορές υπήκουσε και το έκανε ο λύχνος εκείνος της διακρίσεως, δίδοντας εντολή να τους κηδεύσουν χωρίς καμμία τιμή και ψαλμωδία.

Πόσο δε φοβερό και οικτρό ήταν το θέαμα της τελευταίας ώρας τους! Όταν δηλαδή οι συγκατάδικοι αντελαμβάνονταν πώς κάποιος πρίν από αυτούς επρόκειτο να αποθάνη, ενώ ακόμη είχε τις αισθήσεις του, τον περικύκλωναν. Και με δίψα, με πένθος, με επιθυμία, με αξιολύπητο ύφος και λυπητερά λόγια, κουνώντας το κεφάλι, υπέβαλλαν ερωτήσεις σ΄αυτόν πού έφευγε και με θερμή συμπάθεια του έλεγαν:

«Τι γίνεται αδελφέ και συγκατάδικε; Πώς βλέπεις τα πράγματα; Τι λέγεις; Τι ελπίζεις; Τι καταλαβαίνεις; Επέτυχες με τους κόπους σου αυτό πού εζητούσες ή δεν το κατόρθωσες; Άνοιξες ή ακόμη αισθάνεσαι ως ένοχος; Έφθασες ή απέτυχες; Έλαβες κάποια πληροφορία ή έχεις αβεβαία ελπίδα; Έλαβες άνεσι και ελευθερία ή ταλαντεύεται και αμφιβάλλει ακόμη ο λογισμός σου; Αισθάνθηκες μέσα στην καρδιά σου κάποιο φωτισμό ή βλέπεις ότι παραμένει ακόμη στο σκότος και στην ατιμία; Άκουσες μέσα σου καμμία φωνή να σου λέγη: «Ίδε υγιής γέγονας»; (Ιωάν. ε΄ 14) ή «αφέωνταί σοι αί αμαρτίαι»; (Λουκ. ζ΄ 48) ή «η πίστις σου σέσωκέ σε»; (Λουκ. ζ΄ 50). Ή μήπως αισθάνεσαι πώς ακούεις ακόμη την φωνή: «Αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί είς τον άδην» (Ψαλμ. θ΄ 18) και «δήσαντες αυτού (=αφού του δέσετε) χείρας και πόδας εμβάλετε είς το σκότος» (Ματθ. κβ΄ 13) και «αρθήτω (=ας εκδιωχθή) ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»; (Ησ. κστ΄ 10). Τι λέγεις, αλήθεια, αδελφέ; Πές μας, σε ικετεύουμε, για να μάθωμε κι εμείς τι πρόκειται να συναντήσωμε. Για σένα πλέον έκλεισε η προθεσμία και δεν θα σου δοθή άλλη είς τον αιώνα».


Σ΄αυτά τα ερωτήματα άλλοι από τους ετοιμοθανάτους απαντούσαν: «Ευλογητός Κύριος, ός ούκ απέστησε (= απεμάκρυνε) την προσευχήν ημών, και το έλεος αυτού άφ΄ ημών» (Ψαλμ. ξε΄ 20). Άλλοι πάλι έλεγαν «Ευλογητός ο Κύριος πού δεν μας παρέδωσε στα δόντια τους να μας φάγουν» (Ψαλμ. ρκγ΄ 6). Άλλοι γεμάτοι οδύνη έλεγαν: «Άραγε θα κατορθώση η ψυχή μας να περάση το αδιαπέραστο ύδωρ, δηλαδή το πλήθος των πονηρών πνευμάτων του αέρος»; (πρβλ. Ψαλ. ρκγ΄ 5). Δεν ετολμούσαν ακόμη να ξεθαρρέψουν, αλλά εσκέπτονταν συνεχώς τί γίνεται σ΄εκείνο το κριτήριο.


Και άλλοι από αυτούς απαντούσαν με άλλα πιο οδυνηρά λόγια: «Αλλοίμονο στην ψυχή πού δεν εφύλαξε το μοναχικό επάγγελμα άσπιλο. Αυτή και μόνο την ώρα θα καταλάβη τι την περιμένει».


Εγώ δε πού είδα σ΄ αυτούς και άκουσα τούτα, παρ΄ ολίγο θα απελπιζόμουν βλέποντας και συγκρίνοντας την αδιαφορία μου με την ιδική τους κακοπάθεια.

Αλλά και η διαμονή και η διαρρύθμισις του τόπου αυτού ποια ήταν! Ήταν γεμάτη σκότος, γεμάτη δυσωδία, εντελώς ρυπαρά και ξηρά. Γι΄αυτό και πολύ σωστά ωνομάσθηκε Φυλακή και καταδίκη. Έτσι και μόνη η θέας της τοποθεσίας έφθανε για να διδάσκη την πλήρη μετάνοια και το πένθος.


Αυτά όμως πού για τους άλλους είναι δύσκολα, απαράδεκτα και ανεπιθύμητα, σε αυτούς που εξέπεσαν από την αρετή και τον πνευματικό πλούτο γίνονται ευχάριστα και ευπρόσδεκτα. Διότι η ψυχή πού εστερήθηκε την προηγουμένη παρρησία προς τον Θεόν, πού έχασε την ελπίδα της απαθείας, πού διέρρηξε την σφραγίδα της αγνότητος, πού της έκλεψαν τον πλούτο των χαρισμάτων, πού αποξενώθηκε από την θεία παρηγορία, πού αθέτησε το συμβόλαιό της με τον Κύριον, πού έσβησε μέσα της το χαριτωμένο πύρ των δακρύων, και πού πληγώνεται αναπολώντας αυτά και κεντάται οδυνηρά… όχι μόνο τους προηγουμένους κόπους τους δέχεται ολοπρόθυμα, αλλά, πολύ περισσότερο, επινοεί με ευσεβείς ασκήσεις να οδηγηθή στον θάνατον –εάν βέβαια απέμεινε μέσα της κάποιος σπινθήρ αγάπης ή φόβου του Κυρίου, όπως ακριβώς συνέβαινε σ΄αυτούς τους μακαρίους.

Έχοντας στον νου τους αυτά και αναλογιζόμενοι το ύψος από το οποίο εξέπεσαν, έλεγαν: «Εμνήσθημεν ημερών αρχαίων (Ψαλμ. ρμβ΄ 5), την πρώτη δηλαδή φλόγα του ζήλου μας». Άλλοι εφώναζαν προς τον Θεόν: «Πού είσι τα ελέη σου τα αρχαία Κύριε, ά έδειξας τη ψυχή ημών έν τη αληθεία σου; Μνήσθητι του ονειδισμού και του μόχθου των δούλων σου» (πρβλ. Ψαλμ. πη΄ 50-51).


Άλλος: «Ποιος να με εγύριζε στον παρελθόντα καιρό, στις ημέρες πού με επροστάτευε ο Θεός, τότε πού ο φωτεινός λύχνος Του έφεγγε επάνω από την κεφαλή μου, την κεφαλή της καρδιάς μου»; (Ιώβ κθ΄ 2-3).

Με πόση νοσταλγία ενθυμούντο τα προηγούμενα κατορθώματά τους, και κλαίοντας γι΄ αυτά σαν μικρά παιδιά, έλεγαν:

«Πού είναι η καθαρότης της προσευχής; Πού το θάρρος και η παρρησία της; Πού το γλυκύ δάκρυ αντί του τωρινού πικρού; Πού η ελπίς της τελείας αγνότητος και καθάρσεως; Πού η προσδοκία της μακαρίας απαθείας; Πού η πίστις προς τον Γέροντα; Πού η ενέργεια της προσευχής του σ΄εμάς; Εχάθηκαν όλα αυτά, εξέλιπαν σαν να μην υπήρξαν καθόλου, εξαφανίσθηκαν σαν ανύπαρκτα και διελύθησαν».

Ενώ έλεγαν αυτά και εθρηνούσαν, μερικοί προσεύχονταν να καταληφθούν από δαιμόνιο. Άλλοι ικέτευαν τον Κύριον να αποκτήσουν λέπρα. Άλλοι, να χάσουν την όρασί τους, και να γίνουν σ΄ όλους αξιολύπητο θέαμα. Άλλοι, να πέσουν παράλυτοι στο κρεββάτι, αρκεί μόνο να μη δοκιμάσου τά (μελλοντικά) εκείνα κολαστήρια.


Εγώ τότε, αγαπητοί μου, ξεχάσθηκα, εισήλθα ολόκληρος μέσα στο πένθος τους, και ο νούς μου αιχμαλωτίσθηκε εντελώς, χωρίς να μπορώ να τον επαναφέρω. Ας επιστρέψωμε όμως πάλι στην σειρά του λόγου.

Αφού παρέμεινα τριάντα ημέρες σ΄αυτήν την φυλακή, επιστρέφω ο ανυπομόνητος στο μεγάλο Κοινόβιο, στον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή). Αυτός δε ο πάνσοφος βλέποντάς με σαν να είμαι άλλος άνθρωπος και σαν να τα έχω χαμένα, κατάλαβε την αιτία και μου λέγει: «Τι συμβαίνει, πάτερ Ιωάννη; Είδες τους άθλους των αγωνιζομένων»;


Και εγώ του απήντησα: «Τους είδα, πάτερ μου, και τους εθαύμασα και εμακάρισα αυτούς πού έπεσαν και πενθούν, περισσότερο από εκείνους πού δεν έπεσαν και δεν πενθούν για τον εαυτό τους, διότι με την πτώσι τους εσηκώθηκαν και εστάθηκαν σε μία κατάστασι πού δεν κινδυνεύουν πλέον». Εκείνος δε μου είπε: «Πραγματικά, έτσι είναι».

Και έν συνεχεία με την αψευδή του γλώσσα μου διηγήθηκε: «Πρό δεκαετίας είχα εδώ έναν αδελφό με υπερβολικό ζήλο, αγωνιστή, και τόσο σπουδαίο, ώστε, καθώς τον έβλεπα να καίη μέσα του τέτοια φλόγα, έτρεμα και εφοβόμουν υπερβολικά τον φθόνο του διαβόλου, μήπως με την μεγάλη ταχύτητα που έτρεχε σκοντάψη σε κάποια πέτρα το πόδι του, πράγμα που συμβαίνει συνήθως σ΄αυτούς πού προχωρούν με ταχύτητα. Και αυτό (δυστυχώς) έγινε.

» Και αμέσως μετά την πτώσι του, αργά το βράδυ, έρχεται σε μένα, μου αποκαλύπτει γυμνό το τραύμα του, ζητεί έμπλαστρο, παρακαλείνα το καυτηριάσω, ανησυχεί υπερβολικά. Βλέποντας όμως τον ιατρό να μη θέλη να του φερθή απότομα -εφ΄ όσον άλλωστε άξιζε να τον συμπαθήση κανείς- ρίχνεται κάτω στο έδαφος, αγκαλιάζει τα πόδια μου, τα λούζει με άφθονα δάκρυα και ζητεί να καταδικασθή στην φυλακή αυτή που είδες.

«Είναι αδύνατο, εφώναζε, να μην πάω εκεί».

» Έτσι αναγκάζει να μεταβληθή η ευσπλαγχνία του ιατρού σε σκληρότητα – πράγμα σπάνιο μεταξύ των αρρώστων και εντελώς παράδοξο. Τρέχει γρήγορα και παίρνει θέσι ανάμεσα στους μετανοούντας, συμμερίζεται το πένθος τους και συμμετέχει σ΄αυτό πρόθυμα. Πληγώθηκε δε στην καρδιά από την λύπη για την αγάπη του Θεού σαν με ξίφος, με αποτέλεσμα να αποδημήση σε οκτώ ημέρες προς τον Κύριον, αφού προηγουμένως εζήτησε να μην αξιωθή ενταφιασμού. Εγώ όμως αντιθέτως, ως άξιο, και εδώ στο Κοινόβιο τον έφερα, και τον έθαψα μαζί με τους άλλους πατέρας. Έτσι μετά την εβδόμη ημέρα της σκλαβιάς, την ογδόη ημέρα ελύθηκε από τα δεσμά και ελευθερώθηκε(1).

Υπάρχει δε κάποιος(2) που αντελήφθηκε πολύ καλά, πώς ο προηγούμενος μοναχός δεν σηκώθηκε από τα ταπεινά πόδια μου, πρίν εξευμενίση τον Θεόν. Και δεν είναι άξιον απορίας. Διότι μέσα στην καρδιά του έβαλε την πίστι της πόρνης εκείνης του Ευαγγελίου, και με μία παρομοία πληροφορία κατάβρεξε και αυτός με τα δάκρυά του τα δικά μου αχρεία πόδια. Όπως δε είπε ο Κύριος, «πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ΄ 23).


6. Είδα ψυχές πού έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες. Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον. Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου και εκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θεού. Γι΄αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48) δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ» και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον.



7. Δεν το αγνοώ, θαυμαστοί μου φίλοι, ότι σε μερικούς τα κατορθώματα των μακαρίων αυτών ανθρώπων πού σας διηγήθηκα θα φανούν απίστευτα, σε άλλους δύσπιστα και σε άλλους ότι δημιουργούν απόγνωσι. Ο γενναίος όμως άνδρας μάλλον θα ωφεληθή. Θα πάρη από αυτά ένα κεντρί και ένα πυρωμένο βέλος και θα φύγη με φλογερό ζήλο στην καρδιά του. Αλλά και αυτός πού έχει ολιγώτερη προθυμία, θα καταλάβη την αδυναμία του, θα αποκτήση εύκολα ταπεινοφροσύνη με την αυτομεμψία και θα τρέξη πίσω από τον προηγούμενο. Δεν γνωρίζω μάλιστα μήπως και τον προφθάση. Αντίθετα ο αμελής άνδρας δεν πρέπει ούτε να πλησιάση (και να ακούση) αυτά που διηγήθηκα, μη τυχόν πέση σε τελεία απόγνωσι και σκορπίση και αυτό (το ολίγο) πού μέχρι τώρα κατορθώνει, και εφαρμοσθή έτσι σ΄ αυτόν ο λόγος της Γραφής: «Από αυτόν πού δεν έχει -προθυμία- και αυτό που νομίζει ότι έχει θα του αφαιρεθή» (Ματθ. κε΄ 29).


8. Δεν είναι δυνατόν σ΄εμάς πού επέσαμε στον λάκκο των ανομιών, να ανελκυσθούμε από εκεί, εάν δεν καταδυθούμε στην άβυσσο της ταπεινώσεως των μετανοούντων.



9. Διαφορετική είναι η θλιμμένη ταπείνωσις των πενθούντων και διαφορετικός ο έλεγχος και η καταδίκη της συνειδήσεως αυτών πού ακόμη περιπίπτουν σε αμαρτίες. Διαφορετική επίσης είναι «η μακαρία πλουτοταπείνωσις» που αποκτούν με την ενέργεια της θείας χάριτος οι τέλειοι. Ας μη βιασθούμε να γνωρίσωμε την τρίτη κατάστασι με λόγια, διότι αδίκως θα τρέξωμε. Της δευτέρας καταστάσεως γνώρισμα είναι η πλήρης υποδοχή και υπομονή κάθε ατιμίας. Εκείνον δε (πού ανήκει στην πρώτη περίπτωσι), τον άνθρωπο δηλαδή που πενθεί, τον τυραννούν πολλές φορές οι αμαρτωλές συνήθειες και αναμνήσεις του παρελθόντος. Και αυτό βέβαια δεν είναι κάτι το παράδοξο.


10. Ο λόγος για τις ένοχες πράξεις και για τις πτώσεις είναι σκοτεινός και ακατανόητος για κάθε ψυχή. Είναι δύσκολο να γνωρίζωμε ποιες πτώσεις μας προέρχονται από αμέλεια, ποιες από σκόπιμη εγκατάλειψι του Θεού και ποιές από αποστροφή του Θεού. Το μόνο πού κάποιος μου εξήγησε είναι, ότι όσες μας συμβαίνουν από σκόπιμη παραχώρησι του Θεού έχουν σύντομη επανόρθωσι, διότι ο Θεός πού μας παρέδωσε δεν μας αφίνει επί πολύ αιχμαλώτους σε αυτές.



11. Όσοι επέσαμε, ας πολεμήσωμε πρό πάντων τον δαίμονα της λύπης. Διότι αυτός έρχεται δίπλα μας την ώρα της προσευχής, μας ενθυμίζει την προηγουμένη μας παρρησία και προσπαθεί να αχρηστεύση την προσευχή μας.


12. Μη τρομάξης όταν πέφτης κάθε ημέρα, και μη εγκαταλείψης τον αγώνα. Αντιθέτως να ίστασαι ανδρείως και οπωσδήποτε να ευλαβηθή την υπομονή σου ο φύλαξ άγγελός σου. Όσο είναι ακόμη πρόσφατο και ζεστό το τραύμα, τόσο και ευκολώτερα θεραπεύεται. Ενώ τα τραύματα πού εχρόνισαν, σαν παραμελημένα και αποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται, και χρειάζονται για να ιατρευθούν πολύ κόπο και νυστέρι και ξυράφι και το εδώ πύρ των καυτηριασμών, (δηλαδή το πύρ των εδώ θλίψεων, έν αντιθέσει με το μελλοντικό πύρ της κολάσεως).


13. Πολλά ψυχικά τραύματα πού εχρόνισαν είναι ανίατα. Στον Θεόν όμως όλα είναι δυνατά.

Πρίν από την πτώσι οι δαίμονες αποκαλούν τον Θεόν φιλάνθρωπο. Μετά όμως από την πτώσι τον αποκαλούν σκληρό.


14. Εάν μετά από την μεγάλη σου πτώσι πέσης και σε κάποιο μικρό αμάρτημα και σου ειπή ο λογισμός, «είθε να μην έπεφτες σ΄εκείνο το μεγάλο, τούτο το μικρό δεν είναι τίποτε το σπουδαίο», μην τον παραδεχθής αυτόν τον λογισμό. (Και τα μικρά πράγματα έχουν την σημασία τους). Πολλές φορές μάλιστα μερικά μικρά δώρα κατεπράϋναν τον μεγάλο θυμό του δικαστού.


15. Όποιος πραγματικά εξοφλεί αμαρτίες, την ημέρα πού δεν επένθησε την θεωρεί χαμένη, έστω και αν έπραξε κατ΄αυτήν μερικά άλλα καλά έργα.



16. Κανείς από τους πενθούντας άς μη περιμένη την πληροφορία της συγχωρήσεως την στιγμή του θανάτου. Διότι κάτι πού είναι άγνωστο είναι και αβέβαιο. Γι΄αυτό και κάποιος έλεγε: «Άφησέ με να αισθανθώ αναψυχή με την πληροφορία της συγχωρήσεως, πρίν αποθάνω και πρίν απέλθω από την ζωή αυτή απληροφόρητος» (πρβλ. Ψαλμ. λη΄ 14).



17. Όπου εμφανισθή το Πνεύμα του Κυρίου, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όπου εμφανισθή απέραντη ταπείνωσις, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όσοι τυχόν (έφυγαν από την ζωή) χωρίς αυτά τα δύο, άς μη πλανώνται. Είναι δεμένοι.



18. Μόνο αυτοί που ζούν στον κόσμο, μένουν ξένοι προς τις πληροφορίες πού ανέφερα, και μάλιστα στην πρώτη, (στην εμφάνισι της χάριτος του Αγίου Πνεύματος). Μερικοί από τους κοσμικούς αγωνίζονται με την ελεημοσύνη, και καταλαβαίνουν την ωφέλειά της την ώρα του θανάτου των.

19. Όποιος θρηνεί τον εαυτό του, δεν βλέπει τον θρήνο ή την πτώσι ή την επίπληξι του άλλου.


20. Ο σκύλος που εδαγκώθηκε από κάποιο θηρίο, εξαγριώνεται περισσότερο προς αυτό και από τον πόνο της πληγής μαίνεται σφοδρότερα εναντίον του. (Παρόμοια συμπεριφέρεται προς τους δαίμονες ο μοναχός που επληγώθηκε από αυτούς).


21. Όταν η συνείδησις παύση να μας ελέγχη για αμαρτίες, ας προσέξωμε μήπως αυτό δεν οφείλεται στην καθαρότητα, αλλά στην κόπωσι και άμβλυνσι αυτής, της συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.


22. Απόδειξις ότι έσβησε το χρέος των αμαρτιών μας είναι το να θεωρούμε πάντοτε χρεώστη τον εαυτό μας.


23. Τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από τους οικτιρμούς του Θεού. Γι΄αυτό όποιος απελπίζεται σφάζη ο ίδιος τον εαυτό του.



24. Σημείο της πραγματικής και επιμελούς μετανοίας είναι το να θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο για όλες τις θλίψεις πού μας συμβαίνουν -τις ορατές (που προέρχονται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους) και τις αόρατες (πού προέρχονται από τους δαίμονας)- και για πολύ περισσότερες.


25. Ο Μωϋσής αφού αξιώθηκε να ιδή τον Θεόν στην βάτο, επέστρεψε πάλι στην Αίγυπτο, η οποία υποδηλοί το πνευματικό σκότος, και ίσως υποχρεώθηκε να κατασκευάζη πλίνθους στον Φαραώ, ο οποίος υποδηλοί τον διάβολο. Πλήν όμως πάλι ανέβηκε στην βάτο, και όχι μόνο σ΄αυτήν, αλλά και στο όρος Σινά, (το οποίο υποδηλοί τα ύψη των αρετών). Όποιος εννόησε το παράδειγμα, ποτέ δεν θα απελπισθή για την σωτηρία του. Επτώχευσε και ο μέγας Ιώβ, αλλ΄ έπειτα απέκτησε διπλάσιο πλούτο.



26. Στους ραθύμους οι πτώσεις μετά την μοναχική τους κλήσι είναι πολύ σοβαρές. Διότι πλήττουν την ελπίδα (της πνευματικής προόδου και κατακτήσεως) της απαθείας. Και διότι τους δημιουργούν την ιδέα ότι θα θεωρούνται ευτυχείς, εάν έστω κατορθώσουν και σηκωθούν από τον λάκκο (της αμαρτίας).



27. Πρόσεχε! Πρόσεχε καλά! Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψωμε από τον ίδιο δρόμο πού επλανηθήκαμε, αλλά από άλλον συντομώτερο, (από τον δρόμο δηλαδή της ταπεινώσεως).

28. Είδα δύο πού εβάδιζαν (πρόν τον Θεόν) καθ΄ όμοιο τρόπο και είς τον ίδιο καιρό. Ο ένας ήταν ηλικιωμένος και με περισσότερους ασκητικούς κόπους. Ο άλλος ήταν ένας νεαρός μαθητής, και «προέδραμε τάχιον» (= έτρεξε γρηγορότερα) από τον ηλικιωμένο, και «ήλθε πρώτος είς το μνημείον» (Ιωάν. κ΄ 4) της ταπεινώσεως.



29. Ας προσέξωμε όλοι, και ιδιαίτερα όσοι εγνωρίσαμε πτώσεις, να μη προσβληθή η καρδιά μας από την νόσο του ασεβούς Ωριγένους(3). Διότι η βδελυκτή αυτή νόσος, προβάλλοντας την φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται ευπρόσδεκτη στους φιληδόνους.

«Με την μελέτη μου και την περισυλλογή μου θα ανάψη μέσα μου πυρ» (Ψαλμ. λη΄ 4). Μάλλον με την μετάνοιά μου θα ανάψη μέσα μου το πύρ της προσευχής, και αυτό θα κάψη κάθε αμαρτία(4).


30. Όρος για σένα και τύπος και υπογραμμός και παράδειγμα μετανοίας ας είναι οι προηγούμενοι άγιοι κατάδικοι, και δεν θα σου χρειασθή σε όλη την ζωή κανένα άλλο βιβλιο, έως ότου λάμψη εμπρός σου ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και Θεός, κατά την ημέρα της αναστάσεως - εννοώ της πνευματικής αναστάσεως πού θα σου φέρη η πραγματική και επιμελής μετάνοια.


Εσύ πού μετανόησες, ανέβηκες στην Πέμπτη βαθμίδα.

Εκαθάρισες με την μετάνοια τις πέντε αισθήσεις και με την εκουσία τιμωρία και κόλασι εγλύτωσες την ακουσία.

-----------------------------

(1): Η εβδόμη ημέρα, αντίστοιχη προς το «νομικόν» Σάββατο, συμβολίζει την παρούσα ζωή των πειρασμών και θλίψεων. Η δε ογδόη υπερέχει του Σαββάτου και εικονίζει την μέλλουσα μακαριότητα και αιωνιότητα, εφ΄ όσον ευρίσκεται έξω από τον χρόνο πού ανακυκλείται με τις ημέρες της εβδομάδος και εφ΄ όσον είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίο


(2): Κατά πάσα πιθανότητα αυτός θα είναι ο ίδιος ο Ηγούμενος και το αποκρύπτει από ταπεινοφροσύνη, για να μη φανή ως διορατικός.


(3): Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) υπήρξε σπανία προσωπικότης. Φλογερός στην πίστι, μεγαλοφυής στην διάνοια, βαθύς και συναρπαστικός στην ερμηνεία της Γραφής, πολυμαθέστατος, πολυγραφώτατος και πατήρ της θεολογικής επιστήμης. Οι μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες πολύ τον εκτιμούσαν. Δυστυχώς όμως περιέπεσε σε ωρισμένες πλάνες (αιωνιότης κόσμου, προΰπαρξις ψυχών, μη αιωνιότης κολάσεως κ.λ.π.) Τον έκτο μ.Χ. αιώνα, στους χρόνους δηλαδή της Κλίμακος, ετάρασσε την Εκκλησία και ιδιαίτερα τον μοναχισμό η λεγομένη Τρίτη φάσις των ωριγενιστικών ερίδων, οπότε η Ε΄Οικουμενική Σύνοδος (553 μ.Χ.) κατεδίκασε επισήμως τις κακοδοξίες του. Έτσι μέσα σ΄ αυτό το δυσμενές κλίμα δικαιολογείται η βαρειά αυτή έκφρασις της Κλίμακος για τον Ωριγένη.


(4): Η έννοια του χωρίου είναι, ότι θα εξαλειφθούν οι αμαρτίες μόνο κατά την διάρκεια της παρούσης ζωής με το πύρ της έν μετανοία προσευχής και όχι στην μέλλουσα ζωή με το πύρ της δικαιοκρισίας του Θεού, όπως εσφαλμένα υπεστήριζε ο Ωριγένης ομιλώντας περί μη αιωνιότητος της κολάσεως και περί αποκαταστάσεως των πάντων.

Μάξιμος ο Ομολογητής (Άγιος): Τα 400 Κεφάλαια Περί Αγάπης - Πρόλογος των κεφαλαίων προς τον πρεσβύτερο Ελπίδιο

Μάξιμος ο Ομολογητής (Άγιος): Τα 400 Κεφάλαια Περί Αγάπης - Πρόλογος των κεφαλαίων προς τον πρεσβύτερο Ελπίδιο
Μαζί με το λόγο περί ασκητικού βίου στέλνω στην οσιότητά σου, πάτερ Ελπίδιε, και το λόγο περί αγάπης. εκτείνεται σε ισάριθμες με τα τέσσερα ευαγγέλια εκατοντάδες κεφάλαια, κι είναι ίσως έργο ανάξιο της προσδοκίας σου, όχι όμως κατώτερο από την δύναμή μου.

Ας γνωρίζει όμως η αγιοσύνη σου, ότι και αυτά δεν είναι καρποί της διάνοιάς μου, αλλά αφού μελέτησα τους λόγους των αγίων Πατέρων, και αφού διάλεξα από εκείτα νοήματα που συντείνουν στο θέμα μας, συγκεντρώνοντας μέσα σε λίγα, πολλά, για να είναι ευσύνοπτα και να μπορείς να τα θυμάσαι ευκολότερα, τα στέλνω στην οσιότητά σου.

Σε παρακαλώ να τα διαβάζεις με καλή διάθεση και ν' αναζητείς την πνευματική ωφέλεια που περιέχουν, παραβλέποντας την έλλειψη της λεκτικής ομορφιάς, και να προσεύχεσαι για την μετριότητά μου, που είμαι έρημος κάθε πνευματικής ωφέλειας.

 Σε παρακαλώ και τούτο: μη θεωρήσεις ενόχληση τα παραπάνω, γιατί εκτέλεσα διαταγή. Και το λέω αυτό, επειδή εκείνοι που ενοχλούμε με λόγους, είμαστε πολλοί σήμερα, ενώ εκείνοι που διδάσκουν ή και διδάσκονται με έργα είναι πάρα πολύ λίγοι. Εσύ όμως, όσο πιο φιλόπονα μπορείς πρόσεξε κάθε κεφάλαιο. Γιατί δεν είναι σε όλους, νομίζω, εύκολα κατανοητά όλα, αλλά τα περισσότερα χρειάζονται μεγάλη εξέταση και σύγκριση μεταξύ τους, αν και φαίνεται ο λόγος τους απλούστερος. 

Ίσως μέσα σ' αυτά ανακαλύψεις τίποτε χρήσιμο στην ψυχή. και θ' ανακαλύψεις πάντως, με τη χάρη του Θεού, εκείνος που διαβάζει  με άδολες σκέψεις και με φόβο Θεού και αγάπη. Εκείνος όμως που δεν μελετά για πνευματική του ωφέλεια, είτε αυτά τα κεφάλαια είτε άλλο οποιοδήποτε βιβλίο, αλλά κυνηγά τις λέξεις για να κακολογεί τον συγγραφέα, για να παραστήσει από οίηση τον εαυτό του σοφότερο δήθεν από αυτόν, αυτός τίποτε ποτέ και πουθενά δεν θα ανακαλύψει ωφέλιμο.       

Μάξιμος ο Ομολογητής (Άγιος): Σύντομη βιογραφία και Εισαγωγικά σχόλια (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, β΄ τόμος)

Μάξιμος ο Ομολογητής (Άγιος): Σύντομη βιογραφία και Εισαγωγικά σχόλια (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, β΄ τόμος)
Σύντομη βιογραφία: Ο άγιος πατέρας μας Μάξιμος ο Ομολογητής έζησε τον καιρό της βασιλείας τού Κωνσταντίνου Πωγωνάτου, κατά το έτος 670 μ.Χ. και ήταν ο κύριος εξολοθρευτής της κακόδοξης αιρέσεως των Μονοθελητών. Κατ' αρχάς διακρίθηκε στα βασιλικά ανάκτορα και τιμήθηκε με το αξίωμα του Αρχιγραμματέα, ύστερα όμως άφησε τις κοσμικές εξουσίες και επιδόθηκε στους ασκητικούς αγώνες.

Πλησίασε το στόμα του στην πηγή της σοφίας και πίνοντας αδιάκοπα από τις πηγές των θείων Γραφών που ρέουν ζωή, έκανε πραγματικά ν' αναβλύσουν από την κοιλιά του ποταμοί θείων δογμάτων και συγγραμμάτων που πλημμύρισαν τα πέρατα της οικουμένης.

Από αυτά κι εμείς, το γλυκό νερό που ανασταίνει και νεκρούς, με τα παρόντα κεφάλαια το διοχετεύσαμε σ' αυτά εδώ το βιβλίο και το βάλαμε μπροστά σ' εκείνους που κατέχονται από την καλή δίψα της σοφίας, για να πίνουν απ' αυτό με αφθονία και να μη διψάσουν ποτέ.

Γιατί σ' αυτά φιλοσοφείται η γνώση και εργασία της ιερής και θεοποιού αγάπης· αποδεικνύεται αναντίρρητα η χωρίς σφάλματα ορθότητα της υψηλής Θεολογίας· αναπτύσσεται ευσεβώς το μυστήριο της Οικονομίας του Λόγου· διασαφηνίζεται η πρακτική θεωρία των θεοειδών αρετών και στηλιτεύεται η σιχαμερή συμμορία των παθών και κακιών, των αντιθέτων προς τις αρετές.

Και με δυο λόγια, μέσα σ' αυτά τα κεφάλαια διαλάμπει η διευθέτηση των ηθών και είναι συγκεντρωμένες πολλές και διάφορες ψυχωφελείς διδασκαλίες, με τις οποίες εύκολα μπορεί κανείς, αφού απαλλαγεί από κάθε κακία και αποκτήσει συνήθεια στην αρετή, να γίνει πολίτης του ουρανού και να επιτύχει τη θεία δόξα.

Στα κεφάλαια αυτά προσθέσαμε και την ερμηνευτική ανάλυση του «Πάτερ ημών», επειδή είναι πολύ ανώτερη από τις άλλες ερμηνείες και προξενεί μεγάλη ωφέλεια.

Το θείο τούτο πατέρα τον αναφέρει και ο σοφός Φώτιος (ανάγνωση 191): «Ως προς το ύφος, έχει περιόδους σχοινοτενείς, αγαπά τα υπερβατά σχήματα, είναι δυνατός στις παραβολές και δεν τον ενδιαφέρει να κυριολεκτεί... Αν ωστόσο κανείς αγαπά ν' ανυψώνει το νου του με πνευματικές εξηγήσεις και θεωρίες, δεν μπορεί να πετύχει πιο ποικίλες και πιο μελετημένες από αυτές.»


Εισαγωγικά σχόλια: Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής είναι μια μεγάλη μορφή της Εκκλησίας και επέδρασε αποφασιστικά τόσο στη διαμόρφωση της θεολογίας, όσο και στην πορεία της εν Χριστώ ζωής. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τον ονομάζει «θεοπρεπές της φιλοσοφίας και σοφόν ενδιαίτημα», «των ιερέων κρηπίδα, βάσιν των δογμάτων, σάλπιγγα της σοφίας, Μαρτύρων ακρότητα».

Φλεγόμενος από τον πόθο του ησυχαστικού-μοναστικού βίου, εγκαταλείπει την αυλική θέση του και κείρεται μοναχός σε μια μονή της Χρυσουπόλεως στην αντίπεραν όχθη του Βοσπόρου. Αργότερα μονάζει στο μοναστήρι του αγίου Γεωργίου της Κυζίκου, όπου γράφει τις τέσσερις εκατοντάδες «Κεφαλαίων περί αγάπης» και αργότερα άλλα έργα, μεταξύ των οποίων τα «Κεφάλαια περί θεολογίας» και την «Ερμηνεία στο Πάτερ ημών».

Υπάρχει μία εκδοχή, ότι τα «Κεφάλαια περί αγάπης» τα έγραψε για τον εαυτό του σαν αντίδοτο του φθόνου που είχε σηκωθεί εναντίον του από μοναχούς. Γι' αυτό και.κέντρο και περιφέρεια του όλου έργου του αποτελεί η Αγάπη. Η καθαρή ψυχή του που φωτιζότανε από τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, ανεκάλυψε την αγάπη του Θεού προς τα όντα και των όντων προς τον Θεό, που έλκονται από την αγάπη Του. Η βαθύτατη αυτή εμπειρία του αγίου Μαξίμου αποτελεί τη βάση ολοκλήρου του θεολογικού και πνευματικού έργου του.

Σε όλα τα έργα του κυριαρχεί η αίσθηση της άμεσης και κατ' ενέργειαν σχέσεως του Θεού με τα λογικά όντα, γεγονός που πιστοποιεί σιωπηλή αναγνώριση της αδιάλειπτης άκτιστης ενέργειας. Στη θεολογία των αγίων Πατέρων ανακαλύπτεται μια θαυμαστή ενότητα.

Όλοι οι θεολόγοι Άγιοι με την πνευματική τους όραση είδαν σε όλη την κτίση τους πνευματικούς λόγους που έβαλε ο Θεός σε αυτή. Οι λόγοι αυτοί αποτελούν εικόνες των θείων ιδιοτήτων, δια των οποίων ανεβαίνει ο νούς στον Θεό. Ο άγιος Μάξιμος ακολουθεί την μυστική πνευματική παράδοση, κατά την οποία, προηγείται η κάθαρση του νου και της ψυχής (λογιστικό, θυμικό, επιθυμητικό) με την πρακτική αγωγή (εργασία θείων εντολών), ο νους εισέρχεται στο χώρο των φυσικών θεωριών, αποκτά αγάπη, με τα φτερά της οποίας κινείται σε περιοχές «των ασωμάτων».

Στη συνέχεια του δίδεται η χάρη της θεολογίας, οπότε ο νους βλέπει τον εαυτό του (αυτοόραση) κι έτσι βρίσκεται σε συνθήκες υπερφυσικών θεωριών. Στη συνέχεια ερευνά όχι την ουσία του Θεού, αλλά «τους περί αυτόν λόγους», δηλαδή «τους περί αϊδιότητος, απειρίας τε και αοριστίας, αγαθότητος, σοφίας και δυνάμεως δημιουργικής, προνοητικής και κριτικής των όντων».

Η κίνηση του νου εναλλάσσεται μεταξύ καταφατικής θεολογίας (θεωρία των πνευματικών λόγων που είναι στην κτίση) και αποφατικής (στέρηση του νου από κάθε νόημα, κατά το χρόνο που παρίσταται μπροστά στον Θεό «κωφός και άλαλος»). Αποκορύφωμα της πνευματικής αυτής καταστάσεως είναι «το πάσχειν τα θεία». Πρόκειται για μια ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, τα γνωρίσματα της οποίας «Θεός οίδε και οι τα τοιαύτα ενεργούμενοι».

Ο άγιος Μάξιμος αποφαίνεται ότι χωρίς αγάπη η σωτηρία είναι προβληματική. Σε όλα τα έργα του Ομολογητού μπορεί κανείς να διακρίνει στοιχεία μυσταγωγικά και ερωτικά, κυρίως όμως στις «εκατοντάδες περί θεολογίας». Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι η αμοιβαία ερωτική έλξη Θεού και όντων δεν αποτελεί προσωπική ανακάλυψη του αγίου Μαξίμου. Αλλά με την ιδιάζουσα χαρισματική θεολογική όρασή του, κατόρθωσε να σταθεί απερίσπαστα σ' αυτή την αγγελική εμπειρία, ώστε ν' αποτελέσει το αγαπητό του θέμα και το κέντρο της θεολογίας του.

Όπως στα 400 «Κεφάλαια περί αγάπης», στις επτά εκατοντάδες «Κεφαλαίων περί θεολογίας» και στο «Περί Αποριών», έτσι και στην ερμηνεία της Κυριακής Προσευχής χρησιμοποιεί, ο μέγας θεολόγος, με επιμονή τους όρους φύση, γνώμη, γνωμικό, αίσθηση, κατά λόγο, γένεση, παρά φύση, φυσική θεωρία, κατά φύση, υπέρ φύση, αίτιος, πρόνοια, κρίση, στάση, λόγοι όντων, όπως και όρους που αναφέρονται στον Θεό, στην ουσία, στις υποστάσεις, στην τριαδική ενότητα και αντίστροφα, στη μοναδική Τριάδα. Οι παραπάνω, πλην ορισμένων, αποτελούν κοινή μεταξύ των φιλοκαλικών Πατέρων ορολογία.

Ο όρος φύση ισούται με την αδιάφθορη προπτωτική φύση του ανθρώπου, που έχει αναγεννηθεί εν Χριστώ. Παρά φύση είναι ο αρρωστημένος άνθρωπος, που ενεργείται από τα ψεκτά πάθη. Υπέρ φύση βρίσκεται ο κατά φύση άνθρωπος, που δέχεται τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος κι έτσι έχει υπερβεί τα φυσικά μέτρα και γίνεται «υπέρ άνθρωπος άνθρωπος».

Ο άνθρωπος έχει ελευθερία να θέλει, γιατί κάθε λογική φύση έχει φυσικό θέλημα, δηλαδή την έφεση ή το θέλημα της ορέξεως, που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της φύσεως. Πλην του φυσικού θελήματος, έχει και προσωπικό θέλημα, γιατί ο ανθρωπος είναι και φύση και πρόσωπο. Το προσωπικό θέλημα ονομάζεται από τον άγιο Μάξιμο γνωμικό, που σχετίζεται με την προαίρεση ή την ελευθερία εκλογής.

Στο περιορισμένο αυτό εισαγωγικό σημείωμα είναι αδύνατον να περιληφθεί έστω και εν συνάψει η θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, και μόνο μερικά στοιχεία μπορούμε ακόμα να παραθέσουμε.
Από τη χρήση του γνωμικού θελήματος εξαρτάται η σωτηρία του ανθρώπου, που καλείται να συντηρήσει έλλογα την ενότητα της κοινής φύσεως με την αγάπη προς τους ανθρώπους. Το έλλογο ανήκει στην αρετή, το άλογο, στην κακία και τα πάθη. Και «ο μεν λόγος έστι των διεστώτων ένωσις, η δε αλογία των ηνωμένων διαίρεσις».

Παρά την προσωπική του αποφατική ανάβαση, εδίδαξε την αναγωγική μέθοδο δια της κτίσεως. Στην κτίση είδε ό,τι προϋποθέτουν τον Θεό: την αρχική αιτία των όντων και την πρόνοια. Το πρώτο τεκμηριώνεται με την ύπαρξή τους, το δεύτερο με την αέναη κίνησή τους. Κι έτσι σαν με κλίμακα ανεβαίνει ο νους στην πρώτη Αιτία.

Ανάλογα όμως με τη «διαβατικότητα» του νου, δηλαδή την καθαρότητά του, ή βλέπει τον Θεό δια των συμβόλων-κτισμάτων αναλογικά μονάχα, ή τον βλέπει νοητικά, αποφατικά ή υπεροχικά, μέσα στο «γνόφο της αγνωσίας... ένθα τα απλά, και απόλυτα, και άτρεπτα της θεολογίας μυστήρια...» κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Κυρίως όμως βλέπει τα μεγαλεία του Θεού δια μέσου των λόγων της ένσαρκης Οικονομίας του Θεού-Λόγου, που υπερβαίνει όλα τα μυστήρια του Θεού, κατά τον θείο Μάξιμο.

Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι με την αναγωγή του νου στον Θεό δια της κτίσεως, συνδέεται και το θέμα των λόγων των όντων. Υπάρχουν δύο είδη λόγων των όντων. Είναι οι «ενιαίως προϋφεστώτες συναΐδιοι με τον Θεό λόγοι» και οι φαινόμενοι λόγοι στην κτίση. Οι πρώτοι είναι ουσιοποιοί, δημιουργικοί και ποιητικοί των ουσιών. Οι δεύτεροι αποτελούν τις ουσίες των όντων και έχουν παραχθεί εν χρόνω ως ποιήματα και αποτελέσματα της δημιουργικής θελήσεως του Θεού.

Οι άκτιστοι και συναΐδιοι με τον Θεό λόγοι δεν ταυτίζονται ούτε με τις αιώνιες πλατωνικές ιδέες, ούτε είναι το ίδιο με τις ουσίες των όντων, οπότε τα όντα θα ήσαν αιώνια. Αλλά ούτε και αυθύπαρκτοι μπορεί να είναι οι λόγοι, γιατί αντί για δημιουργία θα είχαμε πλατωνική απορροή. Είναι σαφής η διατύπωση του αγίου Μαξίμου: «ουδέν γαρ το παράπαν εστί των όντων ου μη παρά τω Θεώ πάντως ο λόγος προένεστιν...» (Περί Αποριών, P.G. 91, 1329).

Αλλά πού έχουν την αρχή τους οι λόγοι; Ο άγιος Μάξιμος απαντάει· στη σοφία, τη δύναμη, την αγαθότητα και τη θέληση του Θεού. Και επειδή οι φυσικοί λόγοι, που φαίνονται στα κτίσματα, είναι αποτελέσματα και εικόνες και παραδείγματα των εν τω Θεώ ακτίστων λόγων, εκείνοι που έχουν την ψυχική καθαρότητα, στη θεώρηση της κτίσεως —φυσική θεωρία— βλέπουν τους ουσιουμένους λόγους της σοφίας, της δυνάμεως, της αγαθότητος, οπότε γνωρίζουν αναλογικά τον Θεό και θαυμάζουν και αγαπούν και ευγνωμονούν...

Αφού όμως οι λόγοι των όντων αποτελούν μέσα αναγωγής, είναι πρόδηλο ότι ο νους, οδεύοντας προς τον Θεό, αφήνει πίσω του τα μέσα, όπως ήδη είπαμε, και κατευθύνεται προς την εφικτή γνώση του Θεού, χειραγωγούμενος από το Άγιον Πνεύμα, όπως συνέβαινε με τον μεγαλώνυμο Μάξιμο, που, παρά τους μακρούς χριστολογικούς αγώνες του, ζούσε εγγύτατα στο Θεό και τη βασιλεία Του.

Ως προς τη σημασία της βασιλείας του Θεού, που αναφέρει στην «ερμηνεία του Πάτερ ημών», ο αναγνώστης θα μπορούσε να προσφύγει στη β' εκατοντάδα του «Περί θεολογίας» στα κεφ. 88-93, όπου την αναπτύσσει με την καταπληκτική ερμηνευτική του, χρησιμοποιώντας μεθόδους αναγωγικές, πρακτικές, γραμματικές, θεωρητικές, αλληγορικές και συμβολικές.

Συνοψίζοντας τις παρατηρήσεις μας στα σχολιαζόμενα έργα του θεοπνεύστου θεολόγου Μαξίμου, θα λέγαμε ότι αποτελούν εκτεταμένες ασκητικοθεολογικές πραγματείες, διατεταγμένες ιεραρχικώς, ώστε, ενώ υποδεικνύεται η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο ως μοναδικός χαρακτήρας των μαθητών του Χριστού, χωρίς την οποία η σωτηρία είναι προβληματική, όμως δεν παύει να την θεωρεί ως το τελευταίο σκαλοπάτι της κλίμακος των παθών και των αρετών, χωρίς την υπέρβαση των πρώτων και την οικείωση των δευτέρων, κάθε προσπάθεια ανυψώσεως προς «των εφετών το ακρότατον», τον Χριστό, απολήγει με μαθηματική ακρίβεια σε μύριες αστοχίες, πλάνες και αιρέσεις.

-----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, β΄τόμος, σελ. 43-

Θεόδωρος Εδέσσης: 100 ψυχωφελή κεφάλαια

Θεόδωρος Εδέσσης: 100 ψυχωφελή κεφάλαια
1. Επειδή με τη χάρη του Θεού απαρνηθήκαμε το σατανά και τα έργα του και συνταχθήκαμε μαζί με το Χριστό, τόσο με το άγιο βάπτισμα, όσο και τώρα πάλι με το μοναχικό σχήμα, ας τηρήσομε τις εντολές Του. Αυτό απαιτεί όχι μόνο η διπλή μας ιδιότητα, δηλαδή του Χριστιανού και του μοναχού, αλλά και το φυσικό χρέος, κατά το οποίο, αφού πλαστήκαμε από το Θεό στην αρχή «καλοί λίαν», τέτοιοι πρέπει να είμαστε.

Γιατί αν και η αμαρτία που εισχώρησε από δική μας απροσεξία έφερε μαζί της το παρά φύση, αλλά πάλι ο Θεός μας με το πολύ έλεός Του μας ξανακάλεσε και μας ανακαίνισε μέσω του πάθους του Απαθούς.


Και αγοραστήκαμε με τίμημα το ατίμητο αίμα του Χριστού, και λυτρωθήκαμε από την αρχαία παράβαση που μας κληρονόμησε ο προπάτορας. Αν λοιπόν γίνομε δίκαιοι, δεν είναι τίποτε μεγάλο· αλλά μάλλον το να ξεπέσομε από την αρετή, αυτό είναι ελεεινό και άξιο κατακρίσεως.

2. Όπως το καλό έργο που γίνεται χωρίς ορθή πίστη, είναι τελείως νεκρό και δεν έχει καμιά ενέργεια, έτσι και πίστη μόνη χωρίς ενάρετα έργα, δε μας απαλλάσσει από το αιώνιο πυρ· γιατί ο Κύριος είπε: «Όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου». Αν λοιπόν αγαπούμε τον Κύριο και πιστεύομε σ1 Αυτόν, ας εργαζόμαστε τις εντολές Του για να επιτύχομε την αιώνια ζωή. Αν όμως παραβλέπομε την τήρηση των προσταγμάτων Του, στα οποία πειθαρχεί όλη η κτίση, πώς θα καλέσομε τους εαυτούς μας πιστούς, που έχομε τιμηθεί παραπάνω απ' όλη τη κτίση, και μόνο εμείς απ' όλα τα κτίσματα δείχνομε τους εαυτούς μας ανυπάκουους στα προστάγματα του Δημιουργού και αχάριστους προς τον Ευεργέτη;

3. Όταν τηρούμε τις εντολές του Χριστού, δεν προσφέρομε τίποτε σ' Εκείνον, γιατί δεν έχει από τίποτε ανάγκη και είναι δωρεοδότης όλων των αγαθών. αλλά τους εαυτούς μας ευεργετούμε με το να προξενούμε σ' εμάς την αιώνια ζωή και την απόλαυση των ανέκφραστων αγαθών.

4. Όποιος μας αντιτάσσεται στο να κατορθώσομε τις εντολές του Θεού, είτε πατέρας είναι, είτε μητέρα, είτε οποιοσδήποτε, ας είναι σε μας βδελυ-κτός και μισητός, για να μην ακούσομε ότι «όποιος αγαπά τον πατέρα του ή τη μητέρα ή κάποιον άλλο περισσότερο από εμένα, δεν είναι άξιός Μου».

5. Ας ζώσομε σφικτά τους εαυτούς μας για να εργασθούμε τις εντολές του Κυρίου, για να μη δεθούμε σφικτά με αλυσίδες πονηρών επιθυμιών και ψυχοφθόρων ηδονών που δύσκολα λύνονται, και να μη βγει εναντίον μας η απόφαση για την άκαρπη συκιά, που έλεγε: «Κόψε την από τη ρίζα, για να μην πιάνει άδικα τον τόπο». Επειδή καθένα που δεν κάνει καρπό καλό, τον κόβουν και τον ρίχνουν στή φωτιά.

6. Εκείνος που νικιέται από επιθυμίες και ηδονές και περνά τη ζωή του μέσα στον κόσμο, θα πέσει σύντομα μέσα στα δίχτυα της αμαρτίας. Και η αμαρτία όταν γίνει μια φορά, είναι φωτιά σε ξερά χόρτα, πέτρα που κυλάει στην κατηφοριά, χαράδρα που πλαταίνει τις ρεματιές· και με κάθε τρόπο ετοιμάζει την απώλεια του αμαρτωλού.

7. Η ψυχή όσο βρίσκεται στο παρά φύση, εξαγριωμένη και γεμάτη αγκάθια των ηδονών, είναι κατοικητήριο των αλλόκοτων θηρίων όπως έχει γραφεί: «Εκεί θ' αναπαυθούν ονοκένταυροι, εκεί έχει τα μικρά του ο σκατζόχοιρος και θα συναντήσουν τα δαιμόνια τους ονοκένταυρους»· αυτά είναι τα διάφορα πάθη της ατιμίας. Όταν όμως επιστρέψει στο κατά φύση (γιατί μπορεί να το κάνει αυτό όσο βρίσκεται ακόμη στο σώμα), και εξημερώσει τον εαυτό της με επιμελή καλλιέργεια και ζήσει σύμφωνα με το νόμο του Θεού, τότε τα θηρία που φώλιαζαν μέσα της θα φύγουν και έρχονται οι φύλακες της ζωής μας άγγελοι έχοντας ημέρα χαράς την επιστροφή της. Και η χάρη του Παναγίου Πνεύματος επιδημεί και τη διδάσκει θεία γνώση, ώστε να διαφυλαχθεί στο αγαθό και να προοδεύσει σε μεγάλα.

8. Οι πατέρες ονομάζουν την προσευχή όπλο πνευματικό, και δεν είναι δυνατό χωρίς αυτό να βγει κανείς στον πόλεμο· αλλιώς θα συρθεί αιχμάλωτος στη χώρα των εχθρών. Καθαρή προσευχή δεν μπορεί να αποκτήσει κανείς, αν δεν επιμένει καρτερικά κοντά στο Θεό με ειλικρινή και άκακη καρδιά. Γιατί Αυτός είναι που δίνει την προσευχή στον προσευχόμενο και διδάσκει τον άνθρωπο γνώση.

9. Το να παρενοχλούν τα πάθη την ψυχή και να μας πολεμούν, αυτό δεν μπορούμε να το εμποδίσομε. Το να πολυκαιρίζουν όμως μέσα μας οι πονηρές σκέψεις και να κινούν τα πάθη, αυτό εξαρτάται από εμάς. Και το πρώτο είναι αναμάρτητο, γιατί δεν εξαρτάται από εμάς. Το δεύτερο όμως, αν αντισταθούμε με ανδρεία και νικήσομε, είναι πρόξενο στεφάνων· αν από χαλαρότητα και δειλία νικηθούμε, είναι πρόξενο τιμωριών.

10. Τρία είναι τα γενικότερα πάθη, μέσω των οποίων γεννιούνται όλα τα άλλα: η φιληδονία, η φιλαργυρία και η φιλοδοξία. Σ' αυτά ακολουθούν άλλα πέντε πονηρά πνεύματα και από αυτά γεννιέται μεγάλο πλήθος παθών και διάφορα είδη ποικιλόμορφης κακίας. Εκείνος λοιπόν που νίκησε τους τρεις αρχηγούς και ηγεμόνες, φονεύει μαζί και τους άλλους πέντε και υποτάσσει όλα τα πάθη.

11. Οι αναμνήσεις όσων πράξαμε μ' εμπάθεια, τυραννούν εμπαθώς την ψυχή μας. Όταν οι εμπαθείς ενθυμήσεις εξαλειφθούν ολότελα από την καρδιά μας, τότε έχομε σημάδι συγχωρήσεως των αμαρτιών μας. Γιατί έως ότου κινείται η ψυχή εμπαθώς, είναι φανερή η δύναμη της αμαρτίας επάνω της.

12. Τα σωματικά και υλικά πάθη λιγοστεύουν και μαραίνονται με τις σωματικές κακοπάθειες· τα ψυχικά και μη φαινόμενα, εξαφανίζονται με την ταπεινοφροσύνη, την πραότητα και την αγάπη.

13. Την εμπαθή επιθυμία μαραίνει η εγκράτεια ενωμένη με την ταπεινοφροσύνη· το φλογισμένο θυμό καταπραΰνει η αγάπη· το λογισμό που περιπλανιέται εδώ και εκεί, τον συγκεντρώνει η εντατική προσευχή με ενθύμηση του Θεού· και έτσι καθαρίζεται το τριμερές της ψυχής. Αυτό τακτοποιώντας και ο θείος Απόστολος, έλεγε: «Επιδιώκετε την ειρήνη με όλους και τον αγιασμό, που δίχως αυτόν κανείς δε θα δει τον Κύριο».

14. Μερικοί είχαν απορία, ποιο από τα δύο, οι έννοιες κινούν τα πάθη ή τα πάθη κινούν τις έννοιες; Και άλλοι είπαν το ένα, άλλοι το άλλο. Εγώ λέω, οι έννοιες είναι που κινούνται από τα πάθη. Γιατί αν δεν βρίσκονταν μέσα στην ψυχή τα πάθη, δεν θα την ενοχλούσαν οι εμπαθείς έννοιες.

15. Οι δαίμονες που πάντα μας πολεμούν, έχουν συνήθεια να μας εμποδίζουν από τις πραγματοποιήσιμες και κατάλληλες για μας αρετές, και να βάζουν μέσα μας ισχυρό πόθο για τις αδύνατες και αταίριαστες. Εκείνους που έχουν προκοπή στην υποταγή, τους αναγκάζουν να κάνουν τα έργα των ησυχαστών. Στους ησυχαστές και αναχωρητές βάζουν την επιθυμία της κοινοβιακής ζωής. Αυτή τη μέθοδο μεταχειρίζονται και για κάθε αρετή. Εμείς όμως δεν πρέπει να αγνοούμε τα σχέδιά τους, γνωρίζοντας ότι όλα είναι καλά όταν γίνονται στον καιρό τους και με το μέτρο. Αντίθετα, είναι βλαβερά όλα όσα ξεπερνούν το μέτρο και δεν είναι στον κατάλληλο καιρό.

16. Εκείνους που ζουν μέσα στον κόσμο και είναι κοντά στις αφορμές των παθών, οι δαίμονες τους πολεμούν και παλεύουν να τους ρίξουν στην αμαρτία που γίνεται με την πράξη. Τους ερημίτες, επειδή σπανίζουν τα υλικά πράγματα, τους πολεμούν με τους λογισμούς. Και είναι πολύ φοβερότερος ο δεύτερος αυτός πόλεμος από τον πρώτο. Γιατί ο πόλεμος με τα πράγματα έχει ανάγκη από χρόνο και τόπο και ευκαιρίες. Ενώ ο πόλεμος του νου είναι πιο ελεύθερος και δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί. Σ' αυτή την ασώματη μάχη, μας έχει δοθεί ως όπλο η καθαρή προσευχή, γι' αυτό και έχει νομοθετηθεί να γίνεται αδιάλειπτα. Αυτή η προσευχή κάνει το νου δυνατό για τον αγώνα, γιατί μπορεί να εκτελείται και χωρίς το σώμα.

17. Θέλοντας ο Απόστολος Παύλος να δηλώσει την τέλεια νέκρωση των παθών, λέει: «Όσοι ανήκουν στο Χριστό, σταύρωσαν τον σαρκικό άνθρωπο με τα πάθη και τις επιθυμίες του». Γιατί όταν νεκρώσομε τα πάθη και εξαφανίσομε τις επιθυμίες και υποτάξομε στο Πνεύμα το σαρκικό φρόνημα, τότε σηκώνομε το σταυρό και ακολουθούμε τον Χριστό. Επειδή τίποτε άλλο δεν είναι η αναχώρηση, παρά νέκρωση των παθών και φανέρωση της ζωής που είναι κρυμμένη στο Χριστό.

18. Εκείνοι που ταλαιπωρούνται από τις επαναστάσεις του σώματος, το οποίο είναι η έδρα του θανάτου, και παραιτούνται από τον αδιάκοπο πόλεμό του, να μην κατηγορούν την σάρκα, αλλά τον εαυτό τους. Γιατί αν αυτοί δεν της έδιναν δύναμη ικανοποιώντας τις παράνομες επιθυμίες της, δεν θα ταλαιπωρούνταν τόσο πολύ από αυτήν. Ή δεν βλέπουν εκείνους που σταύρωσαν τον εαυτό τους μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες και φέρουν τη νέκρωση του Ιησού στη θνητή τους σάρκα, πώς έχουν τη σάρκα συνεργό μάλλον στα καλά και όχι αντίπαλο, αλλά πειθαρχική και οδηγούμενη από το νόμο του Θεού; Και αυτοί λοιπόν έτσι να κάνουν, και θα απολαύσουν την ίδια ανάπαυση.

19. Κάθε συγκατάθεση του λογισμού προς μια απαγορευμένη επιθυμία, δηλαδή συγκατάνευση ηδονική, είναι αμαρτία στον μοναχό. Πρώτα αρχίζει ο λογισμός με το παθητικό μέρος να σκοτίζει το νου, κατόπιν κλίνει η ψυχή προς την ηδονή, γιατί δεν μπορεί να αντισταθεί στην πάλη. Αυτό λέγεται συγκατάθεση, η οποία είναι αμαρτία. Όταν πολυκαιρίσει, κινεί το πάθος. Και υστέρα έρχεται σιγά-σιγά στην διάπραξη της αμαρτίας. Γι' αυτό μακαρίζει ο προφήτης εκείνους που χτυπούν πάνω στην πέτρα τα νήπια της Βαβυλώνας (δηλ. εκείνους που αποκρούουν αμέσως, μόλις φανούν, τους πονηρούς λογισμούς). Αυτό είναι γνωστό στους συνετούς και φρόνιμους.

20. Οι άγγελοι, επειδή είναι υπηρέτες αγάπης και ειρήνης, χαίρονται για την μετάνοια και την προκοπή μας στην αρετή. Και γι' αυτό φροντίζουν να μας γεμίζουν με πνευματικές θεωρίες και βοηθούν σε κάθε καλό. Αντίθετα οι δαίμονες, επειδή είναι δημιουργοί οργής και κακίας, χαίρονται όταν ελαττώνεται η αρετή και έχουν έργο να κάνουν τις ψυχές να κλίνουν σε αισχρές φαντασίες.

21. Η πίστη είναι ένα αγαθό της εσωτερικής διαθέσεως της ψυχής. Αυτή γεννά μέσα μας το φόβο του Θεού. Ο φόβος του Θεού διδάσκει την τήρηση των εντολών, η οποία λέγεται πρακτική αρετή. Από την πρακτική φυτρώνει η πολύτιμη απάθεια. Γέννημα της απάθειας είναι η αγάπη, η οποία είναι εκπλήρωση όλων των εντολών, τις οποίες συνδέει σφιχτά και συγκρατεί.

22. Όταν η αίσθηση του σώματος είναι υγιής, αισθάνεται ποια αρρώστια το κατέχει, ενώ εκείνος που δεν την καταλαβαίνει, πάσχει από αναισθησία. Έτσι και ο νους, ενόσω έχει πλήρη την ενέργειά του, διακρίνει τις δυνάμεις του και γνωρίζει από που εισχωρούν τα πάθη πιο τυραννικά και προς εκείνο το μέρος δίνει τη δυνατή μάχη. Και είναι φοβερό αν κανείς δεν αισθάνεται, αλλά ξοδεύει τις ημέρες του και μοιάζει μ' εκείνον που πολεμά μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να βλέπει τους λογισμούς που τον πολεμούν.

23. Όταν το λογικό μέρος της ψυχής ασχολείται επίμονα και σταθερά με τη θεωρία των αρετών, και το επιθυμητικό στρέφεται με ένταση προς την θεωρία αυτή και προς τον δοτήρα της Χριστό, ενώ το θυμικό οπλίζεται κατά των δαιμόνων, τότε οι πνευματικές δυνάμεις μας ενεργούν κατά φύση.

24. Από τρία μέρη αποτελείται κάθε λογική ψυχή κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο. Την αρετή του λογιστικού την ονομάζει φρόνηση και σύνεση και σοφία. Την αρετή του θυμικού, ανδρεία και υπομονή. Και την αρετή του επιθυμητικού, αγάπη και σωφροσύνη και εγκράτεια. Η δικαιοσύνη είναι διασκορπισμένη σε όλες αυτές και τις κάνει να ενεργούν ανάλογα και κατάλληλα. Με τη φρόνηση πολεμά εναντίον των αντιθέτων δυνάμεων και υπερασπίζεται τις αρετές. Με τη σωφροσύνη βλέπει τα πράγματα απαθώς. Με την αγάπη τέλος πείθει να αγαπάς όλους τους ανθρώπους όπως τον εαυτό σου. Με την εγκράτεια περιορίζει κάθε ηδονή. Με την ανδρεία και την υπομονή οπλίζεται για τους αόρατους πολέμους. Αυτά αποτελούν την αρμονία του ευήχου οργάνου της ψυχής.

25. Εκείνος που φροντίζει για τη σωφροσύνη και ποθεί την μακάρια αγνεία —την οποία δε θα σφάλει κανείς, αν την ονομάσει απάθεια— ας σκληραγωγεί το σώμα του και ας το μεταχειρίζεται σαν δούλο, και με ταπεινό φρόνημα ας επικαλείται τη θεία χάρη, και θα επιτύχει το ποθούμενο. Εκείνος που τρέφει το σώμα του με υπερβολικό φαγητό, θα υποφέρει από το πνεύμα της πορνείας. Γιατί όπως το πολύ νερό σβήνει τη φωτιά, έτσι την έξαψη της σάρκας και τις αισχρές φαντασίες εξαφανίζει η πείνα ή η εγκράτεια ενωμένη με ταπείνωση ψυχής.

26. Το πάθος της μνησικακίας να είναι τελείως μακριά από την ψυχή σου, φιλόχριστε. Μη δώσεις καθόλου τόπο στην έχθρα. Σαν φωτιά κρυμμένη στην καλαμιά του λιναριού, έτσι είναι η μνησικακία που φωλιάζει στην καρδιά. Μάλλον να προσεύχεσαι θερμά για χάρη εκείνου που σε λύπησε και να τον ευεργετείς σε ό,τι μπορείς, για να σώσεις την ψυχή σου από τον θάνατο και για να μην είσαι χωρίς παρρησία στην προσευχή σου.

27. Στις ψυχές των ταπεινών θα αναπαυθεί ο Κύριος, ενώ στην καρδιά των υπερηφάνων αναπαύονται τα πάθη της ατιμίας. Γιατί κανένα άλλο δεν τα δυναμώνει εναντίον μας, όσο οι υπερήφανοι λογισμοί· και κανένα άλλο δεν ξεριζώνει τα πονηρά χόρτα της ψυχής, όπως η μακάρια ταπείνωση. Γι' αυτό εύλογα η ταπείνωση ονομάζεται παθοκτόνος.

28. Η ψυχή σου να είναι καθαρή από πονηρές ενθυμήσεις και να φωτίζεται από άριστες έννοιες, έχοντας πάντοτε στο νου σου εκείνο που έχει λεχθεί, ότι η φιλήδονη καρδιά είναι φυλακή και αλυσίδα στην ώρα του θανάτου. Η φιλόπονη όμως και πρόθυμη στο καλό, είναι πόρτα ανοικτή. Πράγματι, τις καθαρές ψυχές, όταν βγαίνουν από το σώμα, άγγελοι τις οδηγούν, σαν να τις κρατούν από το χέρι, προς την μακάρια ζωή. Ενώ τις λερωμένες και αμετανόητες ψυχές, δαίμονες, αλλοίμονο, θα τις παραλάβουν.

29. Είναι ωραίο το κεφάλι που στολίζεται με πολύτιμο στέμμα, με λίθους ινδικούς και αστραφτερά μαργαριτάρια. Ασυγκρίτως όμως πιο ωραία είναι η ψυχή που είναι πλούσια στη γνώση του Θεού και φωτισμένη από φωτεινότατες θεωρίες και έχει εγκάτοικο το Άγιο Πνεύμα. Και ποιος θα διηγηθεί επάξια την ομορφιά της μακάριας εκείνης ψυχής;

30. Θυμό και οργή, μην αφήσεις να κατοικούν μέσα σου. Γιατί λέει η Γραφή: «Άνθρωπος που θυμώνει, δεν είναι ευπρεπής· στις καρδιές όμως των πράων ανθρώπων θα αναπαυθεί η σοφία»21. Αν το πάθος της οργής κυριεύσει την ψυχή σου, θα βρεθούν καλύτεροί σου αυτοί που ζουν στον κόσμο και θα αισχυνθείς, γιατί θα φανείς ανάξιος της μοναχικής ζωής.

31. Σε κάθε πειρασμό και πόλεμο, να χρησιμοποιείς την προσευχή σαν ανίκητο όπλο, και θα νικήσεις με τη χάρη του Χριστού. Να είναι όμως καθαρή η προσευχή σου, όπως ο σοφός δάσκαλος μας διδάσκει: «Θέλω, λέει, να προσεύχεστε παντού και να υψώνετε όσια χέρια προς τον ουρανό, χωρίς οργή και ολιγοπιστία». Εκείνος λοιπόν που παραμελεί την προσευχή αυτή, θα παραδοθεί σε πειρασμούς και πάθη.

32. Το κρασί ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου, λέει η Γραφή. Συ όμως που έχεις υποσχεθεί να πενθείς και να κλαις, απόφυγε την ευφροσύνη του κρασιού και θα ευφρανθείς με πνευματικά χαρίσματα. Αν όμως ευφραίνεσαι με κρασί, θα συζήσεις με αισχρούς λογισμούς και θα βαδίσεις με πολλές λύπες.

33. Οι εορτές μη νομίζεις ότι γίνονται με οινοποσία, αλλά με την ανακαίνιση του νου και την καθαρότητα της ψυχής. Γιατί γεμίζοντας την κοιλιά και πίνοντας κρασί, θα παροργίσεις μάλλον αυτόν που θέλεις να τιμήσεις με την πανήγυρη.

34. Έχομε εντολή να αγρυπνούμε με ψαλμωδίες, προσευχές και ανάγνωση ιερών βιβλίων πάντοτε, και προπάντων τις εορτές. Ο άγρυπνος μοναχός λεπτύνει τη διάνοιά του και την κάνει κατάλληλη για ψυχωφελείς θεωρίες, ενώ ο πολύς ύπνος παχαίνει τον νου. Αλλά πρόσεχε να μη δώσεις τον εαυτό σου κατά την αγρυπνία σε μάταιες διηγήσεις ή σε πονηρούς λογισμούς. Είναι καλύτερο να κοιμάσαι, παρά να αγρυπνείς για μάταια λόγια και λογισμούς.

35. Εκείνος που έχει φίδι μέσα στον κόρφο του κι εκείνος που έχει λογισμό πονηρό μέσα στην καρδιά του, θα πεθάνουν. Ο πρώτος από το φαρμακερό δάγκωμα του φιδιού κι ο δεύτερος από το θανατηφόρο φαρμάκι που έβαλε στην ψυχή του. Αλλά να σκοτώνομε γρήγορα τα γεννήματα των εχιδνών, και να μην κυοφορούμε πονηρούς λογισμούς μέσα στην καρδιά μας, για να μην πονέσομε πικρά.

36. Η καθαρή ψυχή εύλογα μπορεί να ονομαστεί σκεύος εκλογής και κλεισμένος κήπος και σφραγισμένη πηγή και θρόνος της αισθήσεως. Η ψυχή που μολύνεται με ακάθαρτες σκέψεις είναι γεμάτη από βρωμερή λάσπη.

37. Έχω ακούσει από πεπειραμένους και πρακτικούς γέροντες ότι οι πονηροί λογισμοί γεννιούνται στην ψυχή από το στολισμό των ενδυμάτων, το χορτασμό της κοιλιάς και τις βλαβερές συναναστροφές.

38. Επιθυμία χρημάτων να μην κατοικεί στις ψυχές των ασκητών. Μοναχός με πολλές κτήσεις, είναι πλοίο που γεμίζει νερά και κινδυνεύει μέσα στα κύματα των φροντίδων και βουλιάζει στο βυθό της λύπης. Πολλά πάθη γεννά η φιλαργυρία, και γι' αυτό σωστά έχει ονομαστεί ρίζα όλων των κακών.

39. Η ακτημοσύνη και η σιωπή είναι θησαυρός κρυμμένος στο χωράφι της μοναχικής ζωής. Πήγαινε λοιπόν και πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα στους φτωχούς και απόκτησε αυτό το χωράφι, και αφού ξεχώσεις το θησαυρό, φύλαξέ τον για τον εαυτό σου να μη σου τον κλέψουν, για να πλουτήσεις με πλούτο ανεξάντλητο.

40. Αν συγκατοικήσεις με πνευματικό πατέρα και βρεις ωφέλεια απ' αυτόν, κανείς να μη σε χωρίζει από την αγάπη του και τη συμβίωση. Μην τον κρίνεις για κανένα πράγμα, μην τον κακολογήσεις αν σε ελέγχει ή σε χτυπά, μη δώσεις προσοχή αν τον κατηγορεί κανένας, μη συμφωνήσεις μ' εκείνον που τον υβρίζει, για να μην οργιστεί ο Κύριος εναντίον σου και σε διαγράψει από το βιβλίο της ζωής.

41. Το κατόρθωμα της υποταγής ολοκληρώνεται με την απάρνηση του κόσμου, όπως μάθαμε. Εκείνος που καταγίνεται μ' αυτήν, ας περιφραχθεί με τρία όπλα, με την πίστη, με την ελπίδα και με την πανσέβαστη και θεία αγάπη, ώστε περιφραγμένος με αυτά, ν' αγωνιστεί τον καλό αγώνα και να λάβει τα στεφάνια της δικαιοσύνης.

42. Να μην είσαι δικαστής των έργων του πνευματικού σου πατέρα, αλλά εκπληρωτής των εντολών του. Γιατί οι δαίμονες έχουν συνήθεια να σου επιδεικνύουν τις ελλείψεις του, για να σε κάνουν να παρακούσεις τις εντολές του, και ή να ·σε αποτραβήξουν από το γυμναστήριο ως άνανδρο και δειλό στρατιώτη, ή μόνον με τους λογισμούς της απιστίας να σε παραλύσουν και σε αποχαυνώσουν σε κάθε ιδέα αρετής.

43. Εκείνος που παρακούει τις εντολές του πνευματικού του πατέρα, είναι παραβάτης των εξαίρετων συμφωνιών της υποσχέσεως που έδωσε όταν έγινε μοναχός. Εκείνος που οικειοποιήθηκε την υπακοή αφού έσφαξε με το μαχαίρι της ταπεινοφροσύνης το θέλημά του, αυτός εκπλήρωσε, όσο του ήταν δυνατόν, εκείνα που υποσχέθηκε στο Χριστό εμπρός σε πολλούς μάρτυρες.

44. Αφού μελετήσαμε πολύ, διακρίναμε και μάθαμε καλά ότι όσους ασκούνται υποταγμένοι σε πνευματικούς πατέρες, πολύ τους φθονούν οι εχθροί της ζωής μας δαίμονες, τους τρίζουν τα δόντια τους και εφευρίσκουν ποικίλα τεχνάσματα εναντίον τους. Και τι δε λένε, και τι δεν υπαγορεύουν, ώστε να τους χωρίσουν από τον πνευματικό τους πατέρα; Προβάλλουν προφάσεις ως δήθεν εύλογες, μεθοδεύουν ζωηρές διαφωνίες, διεγείρουν μίσος εναντίον του πνευματικού πατέρα, τις συμβουλές του τις παρουσιάζουν σαν επιπλήξεις, τους ελέγχους τους μπήγουν σαν ακονημένα βέλη. «Γιατί, του λένε, από ελεύθερος που ήσουν έγινες δούλος, και μάλιστα δούλος σκληρού και άσπλαχνου κυρίου; Ως πότε θα λυώνεις κάτω από τον ζυγό της δουλείας και ελεύθερο φως δεν θα δεις;» Κατόπιν τους υποβάλλουν οι δαίμονες ότι πρέπει να φιλοξενούν και να επισκέπτονται αρρώστους και να φροντίζουν για τους φτωχούς. Κατόπιν υπερεπαινούν τον αγώνα και το βραβείο της άκρας ησυχίας και μονώσεως, και σπείρουν κάθε είδος πονηρών ζιζανίων στην καρδιά του στρατιώτη της ευσέβειας, μόνο και μόνο για να τον βγάλουν από την πνευματική μάνδρα και να τον λύσουν από το ήσυχο λιμάνι και να τον ρίξουν μέσα στην ταραγμένη από θανάσιμη και ψυχοφθόρο φουρτούνα θάλασσα. Και κατόπιν, αφού τον πάρουν ως αιχμάλωτο στην εξουσία τους, να τον μεταχειριστούν κατά τα θελήματα τους.

45. Από σένα που βρίσκεσαι υποταγμένος σε πνευματικό πατέρα; ας μη διαφεύγει ο δόλος των εχθρών δαιμόνων. Μη λησμονείς τις υποσχέσεις σου προς τον Θεό, μη νικηθείς από ύβρεις, μη δειλιάσεις τους ελέγχους, τους χλευασμούς ή τα περιγελάσματα, μην υποχωρήσεις από την υπερβολή των πονηρών λογισμών, μην αποφύγεις την αυστηρότητα του πνευματικού πατέρα, μην περιφρονήσεις τον χρηστό ζυγό της ταπεινώσεως από θρασύτητα αυταρέσκειας και αυθάδειας· αλλά αφού βάλεις στην καρδιά σου τον λόγο του Κυρίου: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί», με υπομονή τρέχε τον αγώνα που βρίσκεται εμπρός σου, προσηλώνοντας το βλέμμα σου στον Ιησού που μας δίνει την αρχή της πίστεώς μας και την ολοκλήρωσή της.

46. Ο χρυσοχόος όταν βάλει το χρυσό στο χωνευτήριο (στο καμίνι), τον κάνει καθαρότερο. Και ο νέος μοναχός, που δίνει τον εαυτό του στους αγώνες της υποταγής και πυρώνεται απ' όλα τα λυπηρά του κατά Θεόν βίου και με κόπο και υπομονή μεγάλη μαθαίνει την υπακοή, αφού ξαναλιώσει σαν σε χωνευτήριο τα ήθη του, μαθαίνει την ταπείνωση και ξαναγίνεται λαμπερός, και άξιος για τους ουράνιους θησαυρούς, την άφθαρτη ζωή και την μακάρια κατάληξη, από όπου έφυγε κάθε οδύνη και στεναγμός, ενώ έχει φυτευτεί ευφροσύνη και αδιάκοπη χαρά.

47. Η ορθή πίστη που έχει κανείς με εσωτερική αίσθηση, γεννά το φόβο του Θεού. Ο φόβος του Θεού μας διδάσκει την τήρηση των εντολών. Γιατί, λέει, όπου υπάρχει φόβος, εκεί είναι και η τήρηση των εντολών. Από την τήρηση των εντολών συγκροτείται η πρακτική αρετή, η οποία είναι η αρχή της θεωρητικής. Καρπός αυτών είναι η απάθεια. Με την απάθεια έρχεται μέσα μας η αγάπη. Για την αγάπη λέει ο αγαπημένος μαθητής: «ο Θεός είναι αγάπη· κι όποιος μένει στην αγάπη, μένει στο Θεό, και ο Θεός σ' αυτόν».

48. Πόσο ωραία και καλή είναι αλήθεια η ζωή των μοναχών! Πόσο ωραία πράγματι και καλή, αν βέβαια γίνεται κατά τους όρους και τους νόμους που έχουν θέσει οι αρχηγοί της και οδηγοί, καθώς διδάχθηκαν από το Άγιο Πνεύμα. Ο στρατιώτης του Χριστού πρέπει να είναι άυλος και ξένος από κάθε κοσμική σκέψη και πράξη, όπως λέει ο Απόστολος: «Κανένας απ' όσους στρατεύονται δεν μπλέκεται στις βιοτικές υποθέσεις, για να αρέσει σ' αυτόν που τον στρατολόγησε».

49. Πρέπει λοιπόν ο μοναχός να είναι άυλος, απαθής, έξω από κάθε πονηρή επιθυμία, να μην είναι φίλος των απολαύσεων ή μέθυσος ή νωθρός ή ράθυμος ή φιλάργυρος ή φιλήδονος ή φιλόδοξος. Γιατί αν δεν υψώσει κανείς τον εαυτό του πάνω απ' αυτά, δεν θα μπορέσει να κατορθώσει την αγγελική αυτή ζωή. Για εκείνους που την κατορθώνουν σωστά, είναι ο ζυγός της καλός και το φορτίο της ελαφρό, καθώς όλα τα ελαφρύνει η ελπίδα προς το Θεό. Γλυκός ο μοναχικός βίος, η πνευματική εργασία ευχάριστη, ο τρόπος ζωής που διάλεξε είναι καλός και δε θ' αφαιρεθεί από εκείνη την ψυχή που τον απόκτησε.

50. Εσύ που απαρνήθηκες τις φροντίδες του κόσμου και ανέλαβες τον ασκητικό αγώνα, μην επιθυμήσεις να έχεις πλούτο για να κάνεις ελεημοσύνες στους φτωχούς. Είναι κι αυτό μια πανουργία του πονηρού που αποσκοπεί στην κενοδοξία, ώστε να ρίξει το νου σε απασχόληση με πολλά πράγματα. Και ψωμί μόνο αν έχεις και νερό, μπορείς με αυτά να φιλοξενήσεις και να λάβεις το μισθό της φιλοξενίας. Και αν δεν τα έχεις ούτε αυτά, και μόνο με καλή διάθεση να υποδεχτείς τον ξένο και να του πεις παρηγορητικά λόγια, μπορείς επίσης να λάβεις το μισθό της φιλοξενίας. Αυτό βεβαιώνεται από τη χήρα του Ευαγγελίου, η οποία με δύο λεπτά ξεπέρασε την προαίρεση και τη δύναμη των πλουσίων.

51. Τα παραπάνω γράφτηκαν για τους ησυχαστές. Εκείνοι όμως που βρίσκονται στην υποταγή πνευματικού πατέρα, ένα μόνο ας έχουν κατά νου, το να μη ξεπέσουν σε τίποτε από την εντολή του πνευματικού τους πατέρα. Γιατί όταν το κατορθώσουν αυτό, έχουν κατορθώσει το παν. Όπως αντίθετα, αν ξεπέσουν απ' αυτήν την ακρίβεια και διαγωγή της υπακοής, θα είναι ακατάλληλοι για κάθε έννοια αρετής και πνευματικής ζωής.

52. 'Έχε και αυτή τη συμβουλή μου, φιλόχριστε: Αγάπα τη διαμονή σε ξένο τόπο, απομακρυνόμενος από τα περιστατικά της πατρίδας σου. Από φροντίδες των γονέων σου ή συγγενικές φιλίες μην παρασυρθείς. Ν' αποφεύγεις τη διαμονή στην πόλη και να υπομένεις στην ερημία, λέγοντας μαζί με τον προφήτη: «Να, έφυγα μακριά και κατοίκησα στην έρημο».

53. Να αναζητάς τους ερημικούς και ακατοίκητους τόπους, και μη δειλιάσεις αν εκεί υπάρχει έλλειψη και στενοχώρια από τα απαραίτητα της ζωής. Αν σε περικυκλώσουν οι εχθροί σαν μέλισσες ή κακοί κηφήνες, και σου επιτεθούν με κάθε λογής πολέμους και σε συγχίζουν με ποικίλους λογισμούς, εσύ μη φοβηθείς και μη στήσεις το αυτί σου να τους ακούσεις, μήτε να φύγεις από το στάδιο του αγώνα. Δείξε καρτερία και υπομονή, επαναλαμβάνοντας συνεχώς στον εαυτό σου: «Περίμενα καρτερικά τον Κύριο και με πρόσεξε». Και τότε θα δεις τα μεγαλεία του Θεού, τη βοήθεια, την φροντίδα και όλη την πρόνοιά Του για τη σωτηρία σου.

54. Φίλους πρέπει να έχεις, φιλόχριστε, εκείνους που φέρνουν πνευματική ωφέλεια και σε βοηθούν στον ασκητικό βίο. Οι φίλοι σου να είναι άνδρες ειρηνικοί, αδελφοί πνευματικοί, πατέρες άγιοι, για τους οποίους ο Κύριος είπε: «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί εδώ, όσοι κάνουν το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου».

55. Να μην επιθυμείς φαγητά άλλα κάθε μέρα και πολυτελή, ούτε σπατάλες που προξενούν πνευματικό θάνατο. Γιατί λέει η Γραφή: «Όποια ζει μέσα στη σπατάλη, αυτή έχει κιόλας πεθάνει, κι ας είναι ζωντανή». Και από εκείνα τα φαγητά που μπορείς να τα προμηθευτείς εύκολα, να μη χορταίνεις. Γιατί είναι γραμμένο: «μη σας ξεγελά το χόρτασμα της κοιλιάς».

56. Αν διάλεξες την ησυχία, μην περνάς τον καιρό σου συνεχώς έξω από το κελί σου, γιατί αυτό φέρνει πολύ μεγάλη ζημία, αφαιρεί τη θεία χάρη, σκοτίζει το φρόνημα, μαραίνει το θείο πόθο. Γι' αυτό έχει λεχθεί: «η περιπλάνηση της επιθυμίας διαστρέφει τον άκακο νου». Κόβε λοιπόν τις σχέσεις των πολλών, μην τυχόν ο νους σου γίνει πολυάσχολος και καταστρέψει τον ησυχαστικό τρόπο ζωής.

57. Όταν κάθεσαι στο κελί σου, μην κάνεις το έργο σου δίχως λόγο και γεμάτο οκνηρία. Γιατί λένε: «Εκείνος που βαδίζει χωρίς σκοπό, θα ματαιοπονήσει». Αλλά απόκτησε καλή πνευματική εργασία, μάζεψε το νου σου, έχε μπροστά στα μάτια σου πάντοτε την τελευταία ώρα του θανάτου, θυμήσου τη ματαιότητα του κόσμου πόσο απατηλή είναι, πόσο αδύνατη, πόσο τιποτένια· έχε στο νου σου τη δοκιμασία του φρικτού δικαστηρίου, όπου τα πικρά τελώνια θα παρουσιάσουν μία-μία τις πράξεις μας, τα λόγια, τις σκέψεις τις οποίες αυτοί τις υπέβαλαν στο νου μας, και εμείς τις δεχόμαστε. Να θυμάσαι και τις κολάσεις του άδη και να σκέφτεσαι πώς άραγε θα είναι οι ψυχές που κλείστηκαν εκεί. Να θυμάσαι και τη μεγάλη και φοβερή εκείνη ημέρα της κοινής αναστάσεως και παραστάσεώς μας εμπρός στο Θεό και την τελευταία απόφαση του Κριτή που δεν εξαπατάται με σοφίσματα. Να συλλογίζεσαι την τιμωρία των αμαρτωλών, την ντροπή, τον έλεγχο της συνειδήσεως, την απομάκρυνση από το Θεό, το ρίξιμο στο αιώνιο πυρ, στο ασταμάτητο σκουλήκι, στο απόλυτο σκοτάδι, όπου υπάρχει κλάμμα και τρίξιμο των δοντιών. Να αναλογίζεσαι και τα άλλα είδη τιμωριών και να μην παύεις να καταβρέχεις με δάκρυα το πρόσωπό σου, το ρούχο σου, τον τόπο που κάθεσαι. Γιατί έχω δει πολλούς, οι οποίοι μ' αυτές τις σκέψεις απόκτησαν πάρα πολλά δάκρυα και καθάρισαν με θαυμαστό τρόπο τις ψυχικές τους δυνάμεις.

58. Αλλά, να σκέφτεσαι και τα αγαθά που είναι ετοιμασμένα για τους δικαίους, την παράστασή τους στα δεξιά του Χριστού, την ευλογημένη φωνή του Κυρίου, την κληρονομιά της ουράνιας βασιλείας, τις δωρεές που δεν μπορεί ανθρώπινος νους να εννοήσει, το γλυκύτατο εκείνο φως, την ατέλειωτη χαρά που δεν διακόπτεται από λύπη, τις ουράνιες εκείνες μονές, την συναναστροφή με τους αγγέλους, όλα τα άλλα που έχει υποσχεθεί ο Κύριος σ' εκείνους που Τον φοβούνται.

59. Όλοι αυτοί οι λογισμοί να σε συντροφεύουν, να κοιμούνται και να ξυπνούν μαζί σου. Κοίταξε να μην τους λησμονήσεις ποτέ, αλλά όπου και αν είσαι, μην τους βγάλεις από το νου σου, για να φύγουν και οι πονηροί λογισμοί και για να είσαι γεμάτος από θεία παρηγοριά. Η ψυχή που δεν είναι περιτειχισμένη με τέτοιες σκέψεις, δεν μπορεί να κατορθώσει την ησυχία. Γιατί η πηγή που δεν έχει νερό, ματαίως λέγεται πηγή.

60. Και αυτή την πολιτεία έχει νομοθετηθεί για τους ησυχαστές να την επιτύχουν. Νηστεία, με όση δύναμη έχουν, αγρυπνία και χαμαικοιτία και κάθε άλλη κακοπάθεια για χάρη της μέλλουσας αναπαύσεως. «Δεν είναι άξια —λέει— ν' αντισταθμίσουν τα παθήματα του τωρινού καιρού τη δόξα που μέλλει να αποκαλυφθεί σ' εμάς». Πάνω απ' όλα απαιτείται προσευχή καθαρή, θα έλεγα ακατάπαυστη και αδιάλειπτη. Αυτή είναι τείχος ασφαλές, αυτή είναι λιμάνι ήσυχο, φυλακτήριο των αρετών, αφανισμός των παθών, δύναμη της ψυχής, καθαρτήριο του νου, ανάπαυση στους κουρασμένους, παρηγοριά σ' όσους πενθούν. Η προσευχή είναι ομιλία με το Θεό, θεωρία των αοράτων, πληροφορία εκείνων που επιθυμούν να μάθουν το θέλημα του Θεού, τρόπος ζωής των αγγέλων, παρακίνηση στα καλά, πραγμάτωση των αγαθών που ελπίζομε. Αυτή την βασίλισσα των αρετών φρόντισε, εσύ ασκητή, με όλη σου τη δύναμη να κατακτήσεις. Να προσεύχεσαι μέρα και νύχτα, είτε άθυμος είσαι είτε εύθυμος. Προσευχήσου με φόβο και τρόμο, με νου προσεκτικό και άγρυπνο, για να γίνει δεκτή από τον Κύριο η προσευχή σου. Γιατί λέει: «οι οφθαλμοί του Κυρίου είναι στραμμένοι στους δικαίους και τα αυτιά Του είναι ανοιχτά για να ακούσουν την δέησή τους».

61. Είπε κάποιος από τους παλαιούς (ο Ευάγριος) ορθά και πετυχημένα, ότι από τους δαίμονες που μας πολεμούν, πρώτοι είναι εκείνοι που τους έχουν ανατεθεί οι ορέξεις της γαστριμαργίας, εκείνοι που μας υποβάλλουν τη φιλαργυρία και εκείνοι που μας παρακινούν στην κενοδοξία. Οι άλλοι δαίμονες έρχονται πίσω από αυτούς και τους διαδέχονται παραλαμβάνοντας εκείνους που πληγώνονται από τους προηγούμενους.

62. Και πράγματι με την παρατήρηση κατάλαβα ότι δεν είναι δυνατόν να πέσει ο άνθρωπος σε αμαρτία ή πάθος, αν δεν έχει προηγουμένως καταπληγωθεί από ένα απ' αυτά τα τρία. Γι' αυτό και ο διάβολος τους τρεις αυτούς λογισμούς παρουσίασε στον Σωτήρα. Αλλά ο Κύριος, αφού φάνηκε ανώτερος από τους πειρασμούς αυτούς, διέταξε τον διάβολο να φύγει από μπροστά Του και έδωσε σ' εμάς τη νίκη εναντίον του, ως αγαθός και φιλάνθρωπος Δεσπότης, Εκείνος που ντύθηκε σώμα σε όλα όμοιο με το δικό μας, εκτός από την αμαρτία, και μας έδειξε το σωστό και αλάθευτο δρόμο της αναμαρτησίας, τον οποίο όταν βαδίζομε, ντυνόμαστε το νέο άνθρωπο, που γίνεται καινούργιος κατά την εικόνα του Πλάστη του.

63. Τέλειο μίσος με όλη την καρδιά μας διδάσκει ο Δαβίδ να έχομε εναντίον των δαιμόνων, γιατί είναι εχθροί της σωτηρίας μας· και αυτό το μίσος είναι πάρα πολύ κατάλληλο για την εργασία της αρετής. Ποιος είναι λοιπόν εκείνος που μισεί με τέλειο μίσος τους εχθρούς; Εκείνος που δεν αμαρτάνει πλέον ούτε στην πράξη, ούτε με τη διάνοια. Όσο οι προϋποθέσεις της φιλίας με τους εχθρούς, δηλαδή οι αιτίες των παθών είναι σ' εμάς, πώς θα επιτύχομε το μίσος εναντίον τους; Γιατί η φιλήδονη καρδιά δεν μπορεί να διατηρεί μέσα της αυτό το μίσος.

64. «Ένδυμα γάμου» είναι η απάθεια της λογικής ψυχής, που χωρίστηκε από τις κοσμικές ηδονές και απαρνήθηκε όλες τις ανάρμοστες επιθυμίες, και ασχολείται με φιλόθεες σκέψεις και ολοκάθαρη μελέτη θείων θεωριών. Όταν ξεπέσει στα πάθη της ατιμίας και στην γύρω απ' αυτά απασχόληση, τότε ξεντύνεται το φόρεμα της σωφροσύνης και εξαθλιώνεται φορώντας σχισμένα και καταλερωμένα κουρέλια, όπως διδάσκεται στα Ευαγγέλια ότι ο δούλος εκείνος που δέθηκε χέρια και πόδια και ρίχθηκε στο σκότος το εξώτερο, με τέτοιους λογισμούς και πράξεις είχε υφασμένο το ένδυμα· και ο Κύριος δεν τον έκρινε άξιο για τους θείους και άφθαρτους γάμους.

65. Για τη φιλαυτία, η οποία μισεί τους πάντες, δίκαια είπε κάποιος σοφός, ότι πρώτος απ' όλους τους κακούς λογισμούς είναι ο φοβερός αυτός πόλεμος της φιλαυτίας, που μοιάζει με τύραννο. Αυτός μαζί με τους τρεις και με τους πέντε αρπάζουν το νου.

66. Θαυμάζω αν κανείς που χορταίνει την κοιλιά του με φαγητά θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει απάθεια. Απάθεια εννοώ όχι την αποχή της αμαρτίας που γίνεται με την πράξη· γιατί αυτή λέγεται εγκράτεια. Αλλά, εκείνη που ξεριζώνει ολοκληρωτικά από τη διάνοια τις εμπαθείς έννοιες, η οποία λέγεται καθαρότητα της καρδιάς.

67. Είναι πιο εύκολο να καθαρίσει κανείς μια ακάθαρτη ψυχή, από το να ξαναφέρει στην υγεία μια ψυχή καθαρμένη που λερώθηκε πάλι. Γιατί είναι ευκολότερο να κατορθώσουν την απάθεια εκείνοι που μόλις απαρνήθηκαν την σύγχυση του κόσμου, σε οποιαδήποτε αμαρτήματα κι αν έχουν πέσει· σ' εκείνους όμως που γεύθηκαν πόσο γλυκός είναι ο λόγος του Θεού και βάδισαν το δρόμο της σωτηρίας και κατόπιν γύρισαν πίσω στην αμαρτία, είναι κάπως δυσκολοκατόρθωτη η απάθεια. Από το ένα μέρος εξαιτίας της κακής έξεως και πονηρής συνήθειας, κι από το άλλο εξαιτίας του δαίμονα της λύπης που μένει πάντα στις κόρες των ματιών και προσφέρει την εικόνα της αμαρτίας. Η πρόθυμη όμως και φιλόπονη ψυχή εύκολα κατορθώνει και αυτό το δυσκολοκατόρθωτο, με την βοήθεια της θείας χάρης, η οποία δείχνει σ' εμάς μακροθυμία και φιλανθρωπία και μας προσκαλεί στη μετάνοια, υποδεχόμενη με ανέκφραστη ευσπλαχνία και συμπάθεια όσους επιστρέφουν, όπως έχομε διδαχθεί από την παραβολή του άσωτου υιού.

68. Κανένας από εμάς δεν μπορεί με την δική του δύναμη να γλυτώσει από τις μεθόδους και τις τέχνες του πονηρού, παρά μόνο με την ανίκητη δύναμη του Χριστού. Μάταια λοιπόν πλανιούνται όσοι υπερηφανεύονται και φουσκώνουν διαφημίζοντας ότι με τις ασκήσεις που κάνουν και με το αυτεξούσιό τους καταργούν την αμαρτία, η οποία καταργείται μόνο με τη χάρη του Θεού, καθώς έχει νεκρωθεί δια του μυστηρίου του σταυρού. Γι' αυτό και ο φωστήρας της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι δεν αρκεί η προθυμία του ανθρώπου, αν δεν δεχτεί και τη βοήθεια του ουρανού. Και ότι πάλι, δε θα κερδίσομε τίποτε από την θεία βοήθεια, αν δεν έχομε προθυμία. Αυτά τα δύο τα φανερώνουν ο Ιούδας και ο Πέτρος. Ο Ιούδας αν και είχε πολλή βοήθεια, δεν ωφελήθηκε τίποτε, γιατί δεν θέλησε, ούτε συνεισέφερε τη δική του προαίρεση και προθυμία. Ο Πέτρος πάλι, αν και είχε προθυμία, επειδή δε βοηθήθηκε, κατέπεσε. Γιατί η αρετή συνυφαίνεται από τα δύο, τη βοήθεια του Θεού και την προθυμία του ανθρώπου. Γι' αυτό σας παρακαλώ, λέει, ούτε να αναθέσομε το παν στο Θεό κι εμείς να κοιμόμαστε, ούτε όταν έχομε προθυμία, να νομίζομε ότι το παν το κατορθώναμε με τους δικούς μας κόπους.

69. Ο Θεός δε θέλει να είμαστε αδρανείς, και γι' αυτό δεν κάνει το παν Αυτός· ούτε αλαζόνες θέλει να είμαστε, γι' αυτό δεν άφησε το παν σ' εμάς. Αλλά, αφού αφαίρεσε το βλαβερό και από τα δύο, μας άφησε το ωφέλιμο. Ορθά λοιπόν ο Ψαλμωδός διδάσκει ότι «αν δεν οικοδομήσει το σπίτι ο Κύριος, μάταια αγρυπνούν οι φύλακες και εργάτες». Είναι αδύνατο να περπατήσει κανείς πάνω στα φίδια ασπίδα και βασιλίσκο και να καταπατήσει το λιοντάρι και τον δράκοντα, αν πρωτύτερα δεν καθαρίσει τον εαυτό του, όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο, ώστε να ενισχυθεί από τον Κύριο που είπε στους Αποστόλους: «Σας έδωσα εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και σε όλη τη δύναμη του εχθρού». Γι' αυτό και έχομε εντολή στην προσευχή μας να παρακαλούμε τον Κύριο να μην επιτρέψει να μπούμε σε πειρασμό, αλλά να μας γλυτώνει από τον πονηρό. Γιατί αν δεν γλυτώσομε με τη δύναμη και τη βοήθεια του Χριστού από τα πυρωμένα βέλη του πονηρού και δεν αξιωθούμε να επιτύχομε την απάθεια, μάταια κοπιάζομε, νομίζοντας ότι μπορούμε με τη δική μας δύναμη και επιμέλεια να κατορθώσομε κάτι. Εκείνος λοιπόν που θέλει να αντισταθεί στα πανούργα τεχνάσματα του διαβόλου και να τα κάνει χωρίς αποτέλεσμα και να γίνει μέτοχος της θείας δόξας, οφείλει με δάκρυα και στεναγμούς και πόθο αχόρταστο και ολόθερμη ψυχή, νύχτα και ημέρα να ζητεί τη βοήθεια και την αντίληψη του Θεού. Εκείνος που θέλει να βοηθηθεί, καθαρίζει την ψυχή του από κάθε ηδυπάθεια του κόσμου και από τα αντίθετα πάθη και επιθυμίες. Γι' αυτές τις ψυχές λέει ο Θεός: «Θα κατοικήσω και θα περπατήσω μέσα τους». Και ο Κύριος είπε στους μαθητές Του: «Όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου· και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έρθομε και θα κατοικήσομε σ' αυτόν».

70. Κάποιος από τους αρχαίους πατέρες είπε για τους λογισμούς ένα λόγο πολύ συνετό και εύκολο να τον εννοήσει κανείς. «Δίκαζε —λέει— τους λογισμούς σου στο δικαστήριο της καρδιάς, αν είναι από το Θεό ή από τον εχθρό. Και τους δικούς μας και αγαθούς να καταθέτεις στο εσωτερικό ταμείο της ψυχής, και να τους φυλάς σαν θησαυρό που δεν μπορεί να κλαπεί. Αλλά τους εχθρικούς, αφού τους τιμωρήσεις με το μαστίγωμα της λογικής διάνοιας, εξόριζέ τους, και μην τους δίνεις τόπο κατοικίας κοντά στην ψυχή, ή για να πω καλύτερα, σφάζε τους με το μαχαίρι της προσευχής και της θείας μελέτης, ώστε καθώς θα σκοτωθούν οι ληστές, να φοβηθεί ο αρχιληστής. Γιατί εκείνος που είναι ακριβής εξεταστής των λογισμών, είναι και πραγματικός εραστής των εντολών».

71. Εκείνος που πολεμά και αγωνίζεται εναντίον των παθών που τον ενοχλούν, ας πάρει μαζί του πολλούς στρατιώτες για συμμάχους. Δηλαδή την ταπείνωση της ψυχής και τον κόπο του σώματος και όλη την άλλη ταλαιπωρία της ασκήσεως και την προσευχή από θλιμμένη καρδιά με πλήθος δακρύων, καθώς ψάλλει ο Δαβίδ: «Κύττα την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου», και: «μην παραβλέψεις τα δάκρυά μου», και πάλι: «Τα δάκρυά μου έγιναν για μένα ψωμί ημέρα και νύχτα», και: «ό,τι έπινα, το ανακάτωνα με δάκρυα».

72. Ο διάβολος, ο αντίδικος της ζωής μας, μεταχειρίζεται πολλούς λογισμούς για να μας παρουσιάζει τις αμαρτίες μας ολωσδιόλου μικρές, και πολλές φορές τις σκεπάζει με τη λησμοσύνη, για να υποχωρήσομε στους ασκητικούς κόπους και να μη συλλογιζόμαστε τους θρήνους για τις αμαρτίες μας. Εμείς όμως, αδελφοί, να μη λησμονούμε τις αμαρτίες μας, ακόμη και αν νομίζομε ότι συγχωρήθηκαν με τη μετάνοια, αλλά να θυμόμαστε πάντοτε τα αμαρτήματά μας και να μην πάψομε να πενθούμε γι' αυτά, ώστε έτσι να αποκτήσομε την ταπείνωση σαν καλή συγκάτοικό μας και να ξεφύγομε τις παγίδες της κενοδοξίας και υπερηφάνειας.

73. Κανένας να μη νομίζει ότι με την δική του δύναμη υποφέρει τους κόπους και κατορθώνει την αρετή. Γιατί αίτιος όλων των καλών σ' εμάς είναι ο Θεός, όπως και των κακών αίτιος είναι ο απατεώνας των ψυχών μας δαίμονας. Για όσα καλά λοιπόν κατορθώνεις, πρόσφερε την ευχαριστία στον Αίτιο. Κι εκείνα τα κακά που σε ενοχλούν, να τα αποδίδεις στον αρχηγό των κακών.

74. Εκείνος που ένωσε την πρακτική αρετή με τη θεία γνώση, είναι γεωργός αξιέπαινος που ποτίζει από δύο ολοκάθαρες πηγές το χωράφι της ψυχής του. Γιατί η γνώση δίνει φτερά στη νοερή ουσία με τη θεωρία των υψηλότερων, ενώ η πρακτική αρετή νεκρώνει τα «μέλη τα επί της γης», πορνεία, ακαθαρσία, πάθος, κακή επιθυμία. Και αφού νεκρωθούν αυτά, φυτρώνουν τότε τα άνθη των αρετών, τα οποία καρποφορούν τον καρπό του Πνεύματος, αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια. Και τότε ο φρόνιμος αυτός γεωργός, αφού σταυρώσει το σαρκικό άνθρωπο με τα πάθη και τις επιθυμίες του, θα πει μαζί με τον Παύλο, τον θεοφόρο κήρυκα: «δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός· και τη ζωή που ζω, τη ζω με την πίστη στον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

75. Μην ξεχνάς, φιλόχριστε, και τούτο: ότι ένα πάθος, όταν βρει τόπο μέσα σου και ριζώσει με τη συνήθεια, φέρνει και άλλα πάθη μαζί του στην ίδια μάνδρα. Και αν συγκρούονται μεταξύ τους τα πάθη και οι δημιουργοί τους δαίμονες, όλοι όμως σύμφωνοι ζητούν την απώλειά μας.

76. Εκείνος που μαραίνει το άνθος της σάρκας με την άσκηση, και κόβει κάθε θέλημά της, αυτός φέρει στη θνητή σάρκα του τα στίγματα του Χριστού.

77. Οι κόποι της ασκήσεως καταλήγουν στην ανάπαυση της απάθειας, ενώ οι διάφορες απολαύσεις οδηγούν στα πάθη της ατιμίας.

78. Μη λογαριάζεις τα πολλά χρόνια που έχεις στη μοναχική ζωή, ούτε να αιχμαλωτιστείς από την καύχηση ότι υπέμεινες την έρημο και τη σκληρότητα των αγώνων, αλλά να έχεις στο νου σου το λόγο του Κυρίου, ότι είσαι ενας άχρηστος δούλος, και ότι δεν εκπλήρωσες ακόμα τις εντολές. Πράγματι, ενόσω βρισκόμαστε στον παρόντα βίο, δεν έχομε ακόμη ανακληθεί από την εξορία, αλλ' ακόμη καθόμαστε στον ποταμό της Βαβυλώνας, ακόμη ταλαιπωρούμαστε φτιάχνοντας πλίθους στην Αίγυπτο και δεν είδαμε ακόμη τη γη της επαγγελίας. Επειδή δεν ξεντυθήκαμε ακόμη τον παλαιό άνθρωπο, ο οποίος φθείρεται από τις απατηλές επιθυμίες, ούτε φορέσαμε την εικόνα του επουρανίου, αλλά φορούμε ακόμη την εικόνα του χοϊκού. Δεν έχομε λοιπόν λόγο καυχήσεως, αλλά πρέπει να χύνομε δάκρυα και να παρακαλούμε το Θεό, ο οποίος μπορεί να μας σώσει από την άθλια δουλεία του πικρότατου Φαραώ, να μας βγάλει από τη φοβερή τυραννία και να μας εισαγάγει στην καλή γη της επαγγελίας, για να αναπαυθούμε στον άγιο τόπο του Θεού και να βρεθούμε στα δεξιά της μεγαλοσύνης του Υψίστου. Η επιτυχία όμως των αγαθών αυτών που υπερβαίνουν την ανθρώπινη νόηση δεν εξαρτάται από τα έργα μας, αλλά από το αμέτρητο έλεος του Θεού. Γι' αυτό ας μην πάψομε να χύνομε δάκρυα ημέρα και νύχτα ακολουθώντας εκείνον που λέει: «Απόκαμα από τους στεναγμούς μου, κάθε νύχτα λούζω το κρεβάτι μου και βρέχω το στρώμα μου με τα δάκρυά μου». Γιατί όσοι σπέρνουν με δάκρυα, θερίζουν με μεγάλη χαρά.

79. Διώχνε μακριά σου το πνεύμα της πολυλογίας. Γιατί σ' αυτή βρίσκονται φοβερότατα πάθη, το ψεύδος, η θρασύτητα, οι αστειότητες, η αισχρότητα, η μωρολογία και γενικώς όπως έχει λεχθεί: «από την πολυλογία δεν θα ξεφύγεις την αμαρτία». Ο σιωπηλός όμως άνθρωπος είναι θρόνος της επιγνώσεως. Αλλά και λόγο θα δώσομε για κάθε λόγο περιττό και ανωφελή, είπε ο Κύριος. Επομένως η σιωπή είναι πολύ αναγκαία και ωφέλιμη.

80. Σ' εκείνους που μας κακολογούν και μας υβρίζουν ή με κάποιο τρόπο μας κακομεταχειρίζονται, έχομε εντολή να μην ανταποδίδομε την κακολογία ή την κακομεταχείριση, αλλά μάλλον να τους εγκωμιάζομε και να τους ευλογούμε. Γιατί στο μέτρο που ειρηνεύομε με τους ανθρώπους, πολεμούμε τους δαίμονες· ενώ όταν μνησικακούμε και πολεμούμε τους αδελφούς μας, έχομε ειρήνη με τους δαίμονες, με τους οποίους έχομε διδαχθεί να έχομε τέλειο μίσος και ασυμφιλίωτο πόλεμο.

81. Απόφευγε να εξαπατάς τον πλησίον σου με δόλια γλώσσα, για να μην εξαπατηθείς από τον εξολοθρευτή. Γιατί άκουσα από τον προφήτη ότι «τον αιμοχαρή και δόλιο άνθρωπο ο Κύριος τον αποστρέφεται», και «ας εξολοθρεύσει ο Κύριος όλα τα δόλια χείλη και κάθε γλώσσα που λέει μεγάλα λόγια». Επίσης απόφευγε να επιπλήξεις το παράπτωμα του αδελφού σου, για να μην ξεπέσεις από την καλωσύνη και την αγάπη. Εκείνος που δεν έχει καλωσύνη και αγάπη στον αδελφό του, δεν γνώρισε το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη, καθώς φωνάζει ο Ιωάννης, ο γιος της βροντής, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού. «Γιατί αν ο Χριστός, λέει, ο Σωτήρας όλων, έδωσε για χάρη μας τη ζωή Του, το ίδιο και εμείς οφείλομε να δίνομε τη ζωή μας για χάρη των αδελφών μας».

82. Δικαιολογημένα η αγάπη ονομάστηκε μητρόπολη των αρετών και συγκεφαλαίωση του νόμου και των προφητών. Ας καταβάλλομε λοιπόν κάθε κόπο μέχρις ότου επιτύχομε την ιερή αγάπη. Με αυτήν ας αποτινάξομε την τυραννία των παθών και ας υψωθούμε στους ουρανούς πετώντας με τα φτερά των αρετών και θα δούμε το Θεό, όσο είναι δυνατόν στην ανθρώπινη φύση.

83. Αφού ο Θεός είναι αγάπη, εκείνος που έχει την αγάπη, έχει το Θεό μέσα του. Ενώ όταν απουσιάζει η αγάπη, δεν έχομε καμιά ωφέλεια, ούτε μπορούμε να πούμε ότι αγαπούμε το Θεό. Γιατί λέει η Γραφή: «Αν κανείς πει ότι αγαπά το Θεό και μισεί τον αδελφό του, είναι ψεύτης». Και πάλι λέει: «Κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό. Αν όμως αγαπάμε ο ένας τον άλλον, ο Θεός μένει μέσα μας και αισθανόμαστε τέλεια την αγάπη Του μέσα μας». Από αυτά φαίνεται ότι η αγάπη περιέχει όλα τα αγαθά και βρίσκεται στην κορυφή όλων όσα λέει η Αγία Γραφή. Και δεν υπάρχει είδος αρετής, με την οποία ο άνθρωπος φιλιώνεται και ενώνεται με το Θεό, που δεν εξαρτάται από την αγάπη και δεν περιλαμβάνεται μέσα σ' αυτήν για να το συγκρατεί και να το φυλάει με τρόπο ανέκφραστο.

84. Όταν δεχόμαστε τους αδελφούς που μας επισκέπτονται, να μην το θεωρούμε σαν ενόχληση και διακοπή της ησυχίας, για να μη ξεπέσομε από το νόμο της αγάπης· ούτε να τους φιλοξενούμε σαν να τους κάνομε χάρη, αλλά μάλλον να τους φιλοξενούμε σαν να δεχόμαστε εμείς χάρη και σαν να είμαστε υποχρεωμένοι γι1 αυτό, παρακαλώντας τους με χαρά, όπως μας έδωσε παράδειγμα ο πατριάρχης Αβραάμ. Γι' αυτό και ο Θεολόγος διδάσκει λέγοντας: «Παιδιά μου, ας μην αγαπούμε με τα λόγια, μήτε με τη γλώσσα, αλλά έμπρακτα και αληθινά. Και από αυτό θα γνωρίσομε ότι είσαστε παιδιά της αλήθειας».

85. Ο πατριάρχης Αβραάμ, έχοντας ως έργο τη φιλοξενία, καθόταν μπροστά στη σκηνή του και προσκαλούσε όσους περνούσαν και έστρωνε σε όλους το τραπέζι, σε ασεβείς και βαρβάρους, χωρίς να κάνει διάκριση. Γι' αυτό και έγινε άξιος για το θαυμαστό εκείνο συμπόσιο, να φιλοξενήσει αγγέλους και τον Κύριο των όλων. Κι εμείς λοιπόν, με μεγάλη επιμέλεια και προθυμία ας φροντίζομε για τη φιλοξενία, για να υποδεχθούμε όχι μόνον αγγέλους, αλλά και το Θεό. Γιατί λέει ο Κύριος: «Αφού κάνατε το καλό σ' έναν από αυτούς τους ελάχιστους, το κάνατε σ' εμένα». Καλό λοιπόν είναι να ευεργετούμε όλους, και μάλιστα εκείνους που δεν μπορούν να μας το ανταποδώσουν.

86. Εκείνος που δεν τον κατηγορεί η καρδιά του για παράβαση ή παραμέληση εντολής του Θεού ή για παραδοχή αμαρτωλής σκέψεως, αυτός μπορεί να είναι ο καθαρός στην καρδιά και άξιος να ακούσει το λόγο: «Μακάριοι όσοι είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό».

87. Ας φροντίσομε να καθοδηγούμε τις αισθήσεις μας με τη λογική, μάλιστα τα μάτια, τα αυτιά και τη γλώσσα, ώστε όχι εμπαθώς, αλλά για ωφέλεια μας να βλέπομε, να ακούμε και να μιλάμε. Γιατί κανένα άλλο δεν γλιστράει ευκολότερα στην αμαρτία όσο αυτά τα όργανα, όταν δεν καθοδηγούνται από τη λογική. Και πάλι, κανένα άλλο δεν είναι πιο κατάλληλο από αυτά να οδηγεί στη σωτηρία, όταν η λογική τα διευθύνει και τα ρυθμίζει και τα οδηγεί στο αγαθό. Όταν αυτά όμως ατακτούν, τότε και η όσφρηση εκθηλύνεται, και η αφή απλώνεται με αυθάδεια, και αναρίθμητο πλήθος πάθη έρχονται μέσα μας. Όταν αυτά διευθύνονται από τη λογική με ευταξία, πολλή ειρήνη και σταθερή γαλήνη απλώνεται σ' όλο τον άνθρωπο.

88. Το πολύτιμο άρωμα, ακόμη και κλεισμένο σε δοχείο, γεμίζει από την ευωδία του τον αέρα και ευχαριστεί όχι μόνον εκείνους που είναι κοντά, αλλά και εκείνους που είναι γύρω. Κατά τον ίδιο τρόπο και η ευωδία της ψυχής που είναι ενάρετη και αγαπά το Θεό, ξεχύνεται από το σώμα με όλες τις αισθήσεις και φανερώνει την εσωτερική αρετή. Γιατί ποιος θα δει μια γλώσσα που να μη λέει τίποτε το κακό και ανάρμοστο, αλλά κάθε καλό και ωφέλιμο, και μάτια συμμαζεμένα, και ακοή που να μη δέχεται ανάρμοστα τραγούδια και λόγια, και πόδια που βαδίζουν με σεμνότητα, και πρόσωπο όχι αφημένο στα γέλια, αλλά μάλλον έτοιμο για δάκρυα και πένθος, ποιος θα δει αυτά και δεν θα εννοήσει ότι εσωτερικά υπάρχει πολλή ευωδία των αρετών; Γι' αυτό και ο Σωτήρας λέει: «Έτσι ας λάμψει το φως σας μπροστα στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας στους ουρανούς».

89. Εκείνη την οποία ο Χριστός και Θεός μας στα Ευαγγέλια ονόμασε «στενή οδό», αυτήν πάλι την είπε «καλό ζυγό και ελαφρό φορτίο». Πώς λοιπόν συμβιβάζονται αυτά τα δύο που φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους; Οπωσδήποτε, επειδή για την ανθρώπινη φύση είναι σκληρή και ανηφορική η οδός αυτή, ενώ για την προαίρεση εκείνων που την κατορθώνουν και για τις καλές ελπίδες της είναι επιθυμητή και αξιαγάπητη και προξενεί ηδονή μάλλον παρά θλίψη στις ψυχές που αγαπούν την αρετή. Γι' αυτό μπορεί να δει κανείς ότι με περισσότερη προθυμία βαδίζουν εκείνοι που διάλεξαν τη στενή και δύσκολη οδό, παρά εκείνοι που διάλεξαν την ευρύχωρη και πλατιά. Άκουσε και τον μακάριο Λουκά που λέει ότι αφού μαστιγώθηκαν οι Απόστολοι, αναχώρησαν από το συνέδριο χαρούμενοι, αν και δεν είναι τέτοια η φύση του μαστιγώματος· γιατί το μαστίγωμα δεν προκαλεί ηδονή και χαρά, αλλά οδύνη και πόνο. Αν το μαστίγωμα για χάρη του Χριστού γέννησε χαρά, τι το θαυμαστό αν και η λοιπή κακοπάθεια και ταλαιπωρία του σώματος για χάρη του Χριστού φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα;

90. Όταν τυραννούμαστε και αιχμαλωτιζόμαστε από τα πάθη, έχομε συχνά την απορία, γιατί τα υποφέρομε αυτά; Πρέπει λοιπόν να γνωρίζομε ότι επειδή απομακρυνόμαστε από την θεωρία του Θεού, συμβαίνουν σ' εμάς τέτοιες αιχμαλωσίες. Αν όμως προσηλώσει κανείς το νου του χωρίς περισπασμούς στον Κύριο και Θεό μας, είναι αξιόπιστος αυτός, ο Σωτήρας των όλων, να λυτρώσει την ψυχή από κάθε εμπαθή αιχμαλωσία, όπως λέει ο προφήτης: «Έβλεπα τον Κύριο πάντοτε μπροστά μου, ότι ήταν στα δεξιά μου για να μην κλονιστώ». Και τι γλυκύτερο και ασφαλέστερο από το να έχει κανείς πάντοτε τον Κύριο στα δεξιά του να τον σκεπάζει, να τον φυλάγει και να μην τον αφήνει να κλονιστεί; Το να το επιτύχομε αυτό, εξαρτάται από εμάς.

91. Σωστά είπαν οι Πατέρες και δεν παίρνει αντίρρηση, ότι δεν βρίσκει ο άνθρωπος ανάπαυση διαφορετικά, αν δεν βάλει βαθιά μέσα του ένα τέτοιο λογισμό, ότι μόνο αυτός και ο Θεός είναι στον κόσμο, χωρίς να περιπλανιέται σ' ο,τιδήποτε ο νους του, αλλά Εκείνον μόνο να ποθεί, σ' Εκείνον μόνο να είναι προσκολλημένος. Αυτός θα βρει την πραγματική ανάπαυση και ελευθερία από την τυραννία των παθών. Γιατί λέει η Γραφή: «ενώθηκε μ' εσένα η ψυχή μου και σ' ακολουθεί· με κράτησε στερεά το δεξί Σου χέρι».

92. Η φιλαυτία, η φιληδονία και η φιλοδοξία διώχνουν από την ψυχή τη μνήμη του Θεού. Η φιλαυτία γεννά αφάνταστα κακά, κι όταν λείψει η μνήμη του Θεού, τότε σηκώνεται μέσα μας η ταραχή των παθών.

93. Εκείνος που έβγαλε με τη ρίζα από την καρδιά του τη φιλαυτία, εύκολα θα νικήσει και τα λοιπά πάθη με την βοήθεια του Κυρίου. Γιατί από τη φιλαυτία γεννιούνται και η οργή και η λύπη και η μνησικακία και η φιληδονία και η θρασύτητα· επειδή εκείνος που νικήθηκε από τη φιλαυτία, είναι αιχμάλωτος και των λοιπών παθών. Φιλαυτία είναι η εμπαθής διάθεση και φιλία προς το σώμα και η εκπλήρωση των σαρκικών θελημάτων.

94. Ό,τι αγαπά κανείς, με αυτό επιθυμεί να βρίσκεται αχώριστα και αδιάλειπτα και αποστρέφεται όλα όσα τον εμποδίζουν από την συνομιλία και συναναστροφή με αυτό. Είναι λοιπόν φανερό, ότι εκείνος που αγαπά το Θεό, επιθυμεί με πόθο να βρίσκεται συνέχεια και να συναναστρέφεται μαζί Του. Αυτό έρχεται σ' εμάς με την καθαρή προσευχή. Γι' αυτήν την προσευχή ας φροντίσομε με όλη μας τη δύναμη. Γιατί αυτή από τη φύση της μας κάνει οικείους και φίλους με τον Κύριο. Τέτοιος ήταν εκείνος που έλεγε: «Θεέ μου, Θεέ μου, σ' Εσένα προσεύχομαι από πολύ πρωί· σ' έχει διψάσει η ψυχή μου». Προσεύχεται από πολύ πρωί στο Θεό εκείνος που απομάκρυνε το νου του από κάθε κακία και είναι πληγωμένος αγιάτρευτά από τον θείο έρωτα.

95. Έχομε μάθει ότι από την εγκράτεια και την ταπείνωση γεννιέται η απάθεια, κι από την πίστη, η πνευματική γνώση. Από αυτά προχωρεί η ψυχή στη διάκριση και την αγάπη. Αφού οικειοποιηθεί τη θεία αγάπη, ανεβαίνει προς το ύψος της με τα φτερά της καθαρής προσευχής ακατάπαυστα, μέχρις ότου φτάσει στην πλήρη γνώση του Υιού του Θεού και γίνει τέλειος άνδρας με την πλήρη τελειότητα που είχε ο Χριστός, όπως λέει ο Απόστολος.

96. Με την πρακτική αρετή υποδουλώνεται η επιθυμία και χαλιναγωγείται ο θυμός. Με την πνευματική γνώση και τη θεωρία, ο νους παίρνει φτερά, και αφού σηκωθεί ψηλά από τα υλικά, αναχωρεί προς το Θεό και αποκτά την αληθινή μακαριότητα.

97. Ο πρώτος αγώνας μας είναι να ελαττώσομε τα πάθη και να τα νικήσομε κατά κράτος. Δεύτερος αγώνας είναι η απόκτηση των αρετών και να μην αφήσομε άδεια και άπρακτη την ψυχή μας. Τρίτο αγώνισμα του πνευματικού δρόμου είναι να φυλάγομε άγρυπνα τους καρπούς των αρετών και των κόπων μας. Γιατί έχομε προσταγή, όχι μόνο να εργαζόμαστε με κόπο, αλλά και να φυλάγομε άγρυπνα.

98. «Να έχετε πάντα ζωσμένη τη μέση σας, και τα λυχνάρια σας αναμμένα», λέει ο Κύριος. Ζώνη καλή της μέσης με την οποία μπορούμε να γίνομε ελαφροί και ευκίνητοι, είναι η εγκράτεια ενωμένη με ταπείνωση καρδιάς. Εγκράτεια εννοώ την αποχή από όλα τα πάθη. Φλόγα του πνευματικού λυχναριού είναι η καθαρή προσευχή και η τέλεια αγάπη. Εκείνοι λοιπόν που ετοίμασαν τον εαυτό τους με αυτόν τον τρόπο, είναι πράγματι όμοιοι με ανθρώπους που περιμένουν τον Κύριό τους, οι οποίοι όταν έρθει και χτυπήσει την πόρτα, αμέσως θα ανοίξουν και θα μπει μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα και θα κατοικήσουν σ' αυτόν μακάριοι οι δούλοι, τους οποίους όταν έρθει ο Κύριος θα τους βρει να είναι έτοιμοι.

99. Πρέπει ο μοναχός, ως υιός να αγαπά το Θεό με όλη την καρδιά και με όλη τη διάνοια· ως δούλος να ευλαβείται και να υπακούει σ' Αυτόν και με φόβο και τρόμο να εκτελεί τις εντολές Του. Πρέπει να είναι θερμός κατά το πνεύμα, ντυμένος με την πανοπλία του Αγίου Πνεύματος, να ζητεί την απόλαυση της αιώνιας ζωής και να εκτελεί όλα τα διαταγμένα χωρίς να παραλείπει τίποτα, να έχει νήψη και να φυλάγει την καρδιά του από πονηρούς λογισμούς, να έχει ακατάπαυστα τη θεία μελέτη με αγαθές σκέψεις, να εξετάζει κάθε ημέρα τον εαυτό του για τους κακούς λογισμούς και πράξεις και να διορθώνει ό,τι σφάλμα έκανε. Να μην υπερηφανεύεται όμως για όσα κατορθώνει, αλλά να λέει ότι είναι άχρηστος δούλος και ότι απέχει πολύ από το να εκπληρώσει εκείνα που οφείλει, και να ευχαριστεί τον Άγιο Θεό και σ' Αυτόν να αποδίδει τη χάρη των κατορθωμάτων της αρετής. Να μην κάνει τίποτε από κενοδοξία ή για να αρέσει στους ανθρώπους, αλλά να ασκεί την αρετή κρυφά και μόνο τον έπαινο από το Θεό να ζητά. Προπάντων και πάνω απ' όλα, να έχει περιχαρακωμένη την ψυχή του με ορθόδοξη πίστη, σύμφωνα με τα θεία δόγματα της Εκκλησίας που διατύπωσαν οι θεοκήρυκες Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες. Εκείνοι που ζούν έτσι, θα έχουν πολλή ανταπόδοση, ζωή ατελεύτητη, διαμονή ακατάλυτη κοντά στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και τρισυπόστατη Θεότητα.

100. «Τέλος του λόγου μας —είπε ο Εκκλησιαστής— να ακούς το παν· να φοβάσαι το Θεό, να τηρείς τις εντολές Του· αυτό είναι όλος ο άνθρωπος». Εγώ, λέει, σου δείχνω συνοπτικό και σύντομο δρόμο σωτηρίας: να φοβάσαι το Θεό και να τηρείς τις εντολές Του. Όχι να έχεις τον προκαταρκτικό φόβο για την κόλαση, αλλά τον τέλειο, εκείνον που φέρνει στην τελειότητα, τον οποίο οφείλομε να έχομε για την στοργική αγάπη Εκείνου που τον διέταξε. Γιατί αν δεν κάνομε αμαρτίες για το φόβο της κολάσεως, είναι φανερό ότι αν δεν υπήρχε η τιμωρία, θα αμαρτάναμε, αφού η προαίρεσή μας κλίνει προς την αμαρτία. Αν όμως απέχομε από τα κακά επειδή τα μισήσαμε και όχι για την απειλή της κολάσεως, τότε εργαζόμαστε τις αρετές από αγάπη προς τον Κύριο, φοβούμενοι μην τυχόν παρασυρθούμε στο κακό. Όταν φοβόμαστε μην τυχόν παραβλέψομε καμία εντολή, αυτός ο φόβος είναι αγνός, που γίνεται μόνο για το καλό, και καθαρίζει τις ψυχές μας και ισοδυναμεί με την τέλεια αγάπη. Εκείνος που έχει αυτόν τον φόβο και τηρεί τις εντολές, αυτός είναι «όλος ο άνθρωπος», δηλαδή ο τέλειος, που δεν του λείπει τίποτε. Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας φοβηθούμε το Θεό και ας φυλάξομε τις εντολές Του για να είμαστε τέλειοι και ολοκληρωμένοι στις αρετές και να έχομε φρόνημα ταπεινωμένο και καρδιά με συντριβή, λέγοντας συνεχώς την ευχή του θείου και μεγάλου Αρσενίου προς τον Κύριο: «Θεέ μου, μη με εγκαταλείπεις· κανένα καλό δεν έκανα ενώπιόν Σου, αλλά δος μου για την ευσπλαχνία Σου να βάλω αρχή». Γιατί ολόκληρη η σωτηρία μας εξαρτάται από τους οικτιρμούς και τη φιλανθρωπία του Θεού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη και η προσκύνηση, στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.

----------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, β΄τόμος, σελ. 12-33)

Όσιος Θεόδωρος Εδέσσης: Σύντομη Βιογραφία και Εισαγωγικά Σχόλια (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, β΄ τόμος)

Όσιος Θεόδωρος Εδέσσης: Σύντομη Βιογραφία και Εισαγωγικά Σχόλια (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, β΄ τόμος)
Σύντομη βιογραφία: O άγιος πατέρας μας Θεόδωρος έζησε στα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου και τον Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου, γύρω στο 660 μ.Χ. Πρώτα αγωνίστηκε τον ασκητικό βίο στη μονή τον αγίου Σάββα - ύστερα, με την ψήφο του Θεού ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο της πόλεως Εδέσσης.

Έκανε πολλά θαύματα και όσο ζούσε και μετά το θάνατο, και με τις θείες διδασκαλίες του έκανε πολλούς μάρτυρες του Χριστού και πολλούς να σωθούν· και στις 19 Ιουλίου απήλθε στις αιώνιες μονές, όπως αναφέρεται στο βίο του που περιέχεται στο βιβλίο «Καλοκαιρινή».

Δεν γνωρίζομε με ακρίβεια αν άφησε και άλλα συγγράμματα· όμως αυτά τα 100 κεφάλαια που φιλοπόνησε, εγκρίθηκαν να συμπεριληφθούν στη συλλογή των νηπτικών. Γιατί παρέχουν πλούσιο τον καρπό της ιερής νήψεως και της πνευματικής ωφέλειας σε κείνους που τα διαβάζουν με επιμέλεια. Και όσοι επιθυμείτε τη σωτηρία σας, ελάτε και θερίστε άφθονα.

Στο τέλος των κεφαλαίων αυτών έχει προστεθεί και το «Θεωρητικό» που επιγράφεται με το όνομα του Θεοδώρου. Βλέποντας ότι αυτό ακολουθεί τον ίδιο νηπτικό χαρακτήρα και έχει την ίδια έκφραση του λόγου με τα 100 κεφάλαια, όπως και από άλλα εύλογα σημάδια, βγάλαμε το συμπέρασμα ότι είναι γνήσιο έργο του ίδιου Θεοδώρου.


Εισαγωγικά σχόλια: Ο όσιος Θεόδωρος, ο και Σαββαΐτης αποκαλούμενος, γιατί ασκήθηκε στη μονή του αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, αλλά και Εδέσσης λεγόμενος, γιατί εξελέγη επίσκοπος στη Μητρόπολη της πόλεως Έδεσσα της Συρίας, έζησε κατά τον έβδομον αιώνα και ήταν γνωστός ως «μεγάλος ασκητής». Υπήρξε πνευματικότατος και θεωρητικότατος, όπως καταφαίνεται τόσο από τα «Εκατό Κεφάλαια», όσο και από το «Θεωρητικό», που απ' όλα τα έργα του ενσωμάτωσαν μόνον αυτά οι συντάκτες της Φιλοκαλίας.

Στα «Εκατό Κεφάλαια» απαντούμε συχνά: «όπως είπε ένας από τους αρχαίους», πράγμα που σημαίνει ότι εκμεταλλεύεται την πείρα των προγενεστέρων ασκητικών Πατέρων και την αναχωνεύει στην προσωπική του πείρα, ως σύμφωνη, αλλά και για περισσότερη κατοχύρωση της διδασκαλίας του. Υπάρχουν ολόκληρα κεφάλαια ελαφρώς τροποποιημένα που αποτελούν μεταγραφές από τον Ευάγριο και τον άγιο Μάξιμο, τα οποία όμως αποβαίνουν το θεμέλιο άλλων δικών του κεφαλαίων.

Η διδασκαλία του οσίου Θεοδώρου στηρίζεται επάνω στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, αναφορικά με την πτώση, την επαναφορά στην πρώτη αγαθότητα δια της αποκαταστάσεως του «κατ' εικόνα» με το άγιο Βάπτισμα, την ελευθερία της ψυχής, τα πάθη και τον πόλεμο του σατανά. Βάσει θεολογικών και ανθρωπολογικών προϋποθέσεων κτίζει την διδασκαλία του περί των παθών, των αρετών και της δυναμικής φοράς της ψυχής προς την κάθαρση, τη μυστική ένωση με τον Χριστό και τη θέωση του νου.

Κατά τον έβδομο αιώνα, που έζησε ο όσιος Θεόδωρος, είχε αναπτυχθεί πλουσιότατη ασκητική και πνευματική γραμματεία, από την οποία φαίνεται ότι ανεπαίσθητα επηρεάζεται, μέχρι σημείου να μην είναι εύκολο να διακρίνει κανείς πότε μεταγράφει από προγενέστερους Πατέρες, πότε διαπιστώνεται ταυτότητα απόψεων και πότε παρουσιάζει πρωτοτυπία.

Και αυτό εξ αφορμής της φραστικής αναπλάσεως των κεφαλαίων. Πάντως είναι άψογα από την άποψη της ασκητικής και θεολογικής παραδόσεως, αφού τα κεφάλαια αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια της πατερικής εμπειρίας, στην οποία αρκετά προσωπικά στοιχεία συνεισφέρει ο Όσιος.

Τα ίδια σχεδόν μπορεί να λεχθούν και για το «Θεωρητικό», που είναι λόγος ασκητικός μεν, αλλά κινείται σε υψηλά επίπεδα θεωρίας και θείου έρωτος. Ελέχθη ότι τα θέματα αυτά αναπτύχθηκαν τον δέκατο τέταρτο αιώνα και γι' αυτό αμφισβητήθηκε η πατρότητα του «Θεωρητικού».

Νομίζομε, ότι ο προβαλλόμενος λόγος δεν ευσταθεί, γιατί μέχρι τον έβδομο αιώνα τα θέματα αυτά είχαν αναπτυχθεί όχι μονάχα από τους Καππαδόκες, τους Αλεξανδρινούς και τους ασκητικούς ΙΙατέρες, αλλά πλούσιο υλικό και ιστορικούς ερεθισμούς πρόσφερε προ των Νεοπλατωνικών και αυτός ο Ιουδαίος Φίλων. Αφήνομε το πόσον επέδρασαν στους αγίους Πατέρες κατά τα μέσα του έκτου αιώνα τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα, που έδωσαν μεγάλη ώθηση στον θεωρητικό βίο και στη φιλολογία περί θείου έρωτος.

Το «Θεωρητικό» είναι μια πλήρης έκθεση των προϋποθέσεων της θεώσεως, μέσα στην οποία σημαντική θέση κατέχει ο θεωρητικός τρόπος ζωής, ως συνεχής ανάταση του νου εις τα νοητά, φυσικά με προσευχή και τη λοιπή παραδοσιακή ασκητική αγωγή. Η θεωρία των νοητών οδηγεί εις τον έρωτά τους και επομένως τα γήινα λησμονούνται.

Χωρίς να πρόκειται για ένα πνευματικό μονοφυσιτισμό, η ψυχή νοεροποιούμενη ευρίσκει την απόλυτη μακαριότητά της στο χώρο των νοητών, όπου ο Χριστός, ο αγγελικός διάκοσμος και τα μακάρια πνεύματα, καταλαμπόμενα από τις ακτίνες του ακτίστου φωτός και πλέοντα στο κτιστό φως της πρεσβυτέρας κτίσεως.

Ο όσιος Θεόδωρος —εάν είναι αυτός ο πατήρ του «Θεωρητικού»—, γνωρίζει αρκετά την γραμματεία περί θείου φωτός, περί πνευματικής θεωρίας, περί της αξίας του νου και των φυσικών και υπερφυσικών κινήσεών του, καταφάσκει στις σωματικές αισθήσεις, αλλά συνιστά την υπέρβασή τους, αναλύει την ανθρωπολογική σύνθεση και τις δυνατότητες του πιστού, δίδει το προβάδισμα στην αγαθή βούληση για ανάβαση του νου στον Θεό και γενικώς, αναπτύσσει παραδοσιακώς την πατερική διδασκαλία για την πνευματική τελείωση.

Το «Θεωρητικό» συνοψίζει βαθειές και πυκνές εμπειρίες και προϋποθέτει πλούσια χάρη, μεγάλο και ελλαμπόμενο νου και υψηλή θεολογική γνώση, και φαίνεται, ότι μάλλον έχει γραφεί στην περίοδο του μονασμού του παρά στον καιρό της ποιμαντικής του δράσεως, αφού είναι προορισμένο να διδάξει τους μοναχούς για τη θεωρητική ζωή, όχι βέβαια στην εκδοχή των φιλοσόφων.

--------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, β΄τόμος, σελ. 9-11)

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Η Δημιουργία

Η Δημιουργία

Δημοσιεύθηκε: 1 Μαΐου 2012 Κατηγορίες: Γέρ. Σωφρόνιος 'Εσσεξ, Θεολογία και Ζωή, Ορθόδοξη πίστη

(Γέροντος Σωφρονίου)
Ο Χριστός είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, πρόσκαιρων και αιωνίων, Θείων και ανθρώπινων. Για τον λόγο αυτό όλα, όσα προτίθεμαι να γράψω εδώ, θα προέρχονται από τη θεώρηση του Χριστού ως Θεανθρώπου. Η χριστιανική ανθρωπολογία μας δεν πρέπει να έχει αφηρημένο χαρακτήρα, αλλά να προσφέρει απαραιτήτως θεμέλιο για όλη την εν τω Θεώ ζωή μας. Δεν θα δίσταζα να ονομάσω την ανθρωπολογία αυτή ασκητική. Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι πολυδιάστατη. Μία από τις διαστάσεις της είναι η δημιουργική δύναμη, που εκδηλώνεται σε ποικίλες περιοχές: σε κουλτούρες όλων των ειδών, δηλαδή πολιτισμούς, τέχνες, επιστήμες. Στον πρωτόπλαστο δόθηκε η εντολή, με την είσοδό του στον φυσικό κόσμο, να εργάζεται σε αυτόν και να τον φυλάσσει (βλ. Γεν. 2,15). Ο φυσικός κόσμος είναι πλασμένος με τέτοιον τρόπο, ώστε ο άνθρωπος βρίσκεται στην ανάγκη να λύνει δημιουργικά τα προβλήματα που αδιάκοπα αναφύονται μπροστά του. Ωστόσο αυτά που απαριθμώ δεν εξαντλούν τον όλο άνθρωπο. Παράλληλα με την παραγωγή εκείνων που χρειάζεται ο άνθρωπος για τη συντήρηση της ζωής του επάνω στη γη, ανέρχεται από τις ατελείς μορφές στις τελειότερες, τις πνευματικές, που υπερβαίνουν όλα τα ορατά και τα πρόσκαιρα. Στο επίπεδο των πρόσκαιρων, η δημιουργική ικανότητα κατευθύνεται προς τα κάτω, προς τη γη, για να οργανώσει τα ακατέργαστα δεδομένα της φύσεως, που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των αναγκών του ανθρώπου. Στην περίπτωση αυτή ο σκοπός κατορθώνεται στα όρια των φυσικών ικανοτήτων του ανθρώπου. Στη δεύτερη περίπτωση η δημιουργία κατευθύνεται προς τον ανώτερο κόσμο, όπου τα φυσικά χαρίσματα του ανθρώπου από μόνα τους δεν επαρκούν. Ως Πρόσωπο ο άνθρωπος διαθέτει ελεύθερη βούληση που εκφράζεται, όχι με την εκ του μηδενός δημιουργία κάποιου εντελώς νέου πράγματος που δεν υπήρξε, αλλά ως συμφωνία με τη θέληση του Θετού, του αληθινά Δημιουργού, ή ως διαφωνία προς το θέλημά Του (που αποκλίνει από το θέλημά Του ή και το απορρίπτει). Μόνο εκείνη η δημιουργία που συμπίπτει με το θέλημα του Ουρανίου Πατρός παράγει καρπούς που μπορούν να περάσουν στην αιωνιότητα· οτιδήποτε άλλο καταλήγει στο μη ον: «Πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο Πα¬τήρ Μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται» (Ματθ. 15,13). «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα. Ο μένων εν Εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς Εμού ου δύ¬νασθε ποιείν ουδέν. Εάν μη τις μείνη εν Εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις πυρ βάλλουσι, και καίεται» (Ιωάν. 15,5-6). Για να γίνει ο άνθρωπος συνεργός του Θεού στη δημιουργία του κόσμου, πρέπει αδιάκοπα να αγωνίζεται για την κατά το δυνατόν καλύτερη γνώση του ιδίου του Θεού. Η πορεία αυτή της αναβάσεως στη γνώση του Θεού είναι επίσης δημιουργική πράξη, ιδιαίτερης όμως τάξεως· σκοπός της είναι η συμμετοχή στην αιώνια δημιουργική πράξη του Πατέρα, η απόκτηση της έσχατης τελειότητας με την παραμονή στο ρεύμα της Θείας Αιωνιότητας, όπου πρώτος εισήλθε ο Χριστός-Άνθρωπος. Ο χριστιανός στη δημιουργική αναζήτησή του εγκαταλείπει όλα όσα φέρουν σχετικό και παροδικό χαρακτήρα, για να παραμείνει στα μη παρερχόμενα. Στα όρια της γης η τελειότητα δεν είναι εντελώς πλήρης. Και όμως την αποκαλούμε τελειότητα. Μιμούμενοι τον Χριστό που είπε «Εγώ απ’ εμαυτού ποιώ ουδέν, αλλά καθώς εδίδαξέ με ο Πατήρ Μου, ταύτα λαλώ» (Ιωάν. 8,28), και εμείς πρέπει να αγωνιζόμαστε για το ίδιο, σύμφωνα με την παρατήρηση του Γέροντα Σιλουανού: «Οι τέλειοι δεν λένε τίποτε αφ’ εαυτού τους… Λένε μόνο ό,τι τους δίνει το Πνεύμα». Αυτή λοιπόν είναι η αληθινή δημιουργία, η ανώτερη από όλα εκείνα που είναι εφικτά για τον άνθρωπο. Όχι παθητικά, αλλά με δημιουργικό αγώνα βαδίζει ο άνθρωπος προς αυτό τον άγιο σκοπό, χωρίς ποτέ να λησμονεί ότι δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να δημιουργήσει για τον εαυτό του θεό «κατ’ εικόνα του», κάτι που πολλοί φιλόσοφοι ή ακόμη και θεολόγοι κάνουν.  Όλο το παρελθόν μου με ωθούσε κατά φυσικό τρόπο στη σκέψη για τη δημιουργία στις διάφορες εκφάνσεις της, όπως επίσης και για το νόημα της. Τώρα θα ήθελα να διηγηθώ με συντομία πως η ενασχόλησή μου με τη ζωγραφική με οδήγησε στην προσευχή. Μιλώ για πραγματικά συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά τις ημέρες της νεότητάς μου, κάποιος Ρώσος ζωγράφος, που έγινε στη συνέχεια διάσημος, με προσείλκυσε προς την ιδέα της καθαρής δημιουργίας, έχοντας στραφεί προς την αφηρημένη τέχνη. Δύο ή τρία χρόνια υπήρξα θύμα της έλξεως αυτής, που με οδήγησε στην πρώτη θεολογική σκέψη που γεννήθηκε μέσα μου. Χαρακτηριστικό κάθε «καλλιτέχνη» (δηλαδή κάθε εργάτη της τέχνης) είναι να προσλαμβάνει το είναι στις μορφές της τέχνης του. Έτσι και εγώ αντλούσα ιδέες για τις δικές μ
ου αφηρημένες μελέτες από εκείνο που μου παρείχε η πραγματικότητα του περιβάλλοντός μου: οι άνθρωποι, η βλάστηση, τα κτίσματα, οι απροσδόκητα αλλόκοτοι συνδυασμοί σκιών από τον ήλιο ή τις ηλεκτρικές λάμπες επάνω στο πάτωμα, τους τοίχους, τις οροφές και πολλά άλλα. Με τη φαντασία μου δημιουργούσα εικόνες, αλλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι όμοιες με τίποτε που υπάρχει πραγματικά στη φύση. Με τον τρόπο αυτό, νόμιζα ότι δεν είμαι αντιγραφέας φυσικών φαινομένων, αλλά δημιουργός νέων καλλιτεχνικών (εικαστικών) γεγονότων. Ευτυχώς αντιλήφθηκα ότι σε μένα, τον άνθρωπο, δεν δόθηκε να δημιουργώ «εκ του μηδενός», όπως ο Θεός δημιουργεί με μοναδικό τρόπο. Από την εμπειρία αυτή μου έγινε σαφές ότι κάθε ανθρώπινη δημιουργία προϋποθέτει μία ήδη προϋπάρχουσα. Δεν μπορούσα να χαράξω ούτε μία γραμμή, ούτε να δημιουργήσω κάποιο χρώμα, που πουθενά αλλού δεν υπήρχε. Ο αφηρημένος πίνακας μοιάζει με εγγραφή λέξεων που ηχούν πρωτότυπα, αλλά ποτέ δεν εκφράζουν πλήρες νόημα. Η δημιουργία  παρουσιαζόταν σε μένα ως αποσύνθεση του είναι, πτώση στο κενό, στο παράλογο, επιστροφή στο «μηδέν», από το οποίο μας κάλεσε η δημιουργική πράξη του Θεού, Τότε εγκατέλειψε ο νους μου τη μάταιη απόπειρα να δημιουργήσει κάτι εντελώς νέο, και το πρόβλημα της δημιουργίας στη συνείδησή μου συνδέθηκε με το πρόβλημα της Γνώσεως του Είναι. Και μου συνέβη κάτι θαυμαστό· σχεδόν όλος ο κόσμος, κάθε ορατό φαινόμενο, έγινε μυστήριο, ωραίο και βαθύ. Και το φως έγινε άλλο• χάιδευε τα αντικείμενα, τα περιέβαλλε κατά κάποιον τρόπο με στεφάνι δόξας, μεταδίδοντας σε αυτά παλμούς ζωής που δεν απεικονίζεται με τα μέσα που διαθέτει ο καλλιτέχνης. Γεννιόταν μέσα μου η επιθυμία να υποκλιθώ με ευλάβεια μπροστά στον πρώτο καλλιτέχνη, τον Δημιουργό του παντός, με τον πόθο να Τον συναντήσω, να διδαχθώ από αυτόν, να γνωρίσω πώς Αυτός δημιουργεί.
Οι συνομιλίες μου με τον Γέροντα Σιλουανό για την προσευχή και για οποιοδήποτε άλλο θέμα συγκεντρώνονταν πάντοτε στο Πρόσωπο του Χριστού, του μοναδικού Διδασκάλου με απόλυτη αυθεντία. Αυτός μας έδωσε «υπόδειγμα» για όλα (βλ. Ματθ. 23,8-10- Ιωάν. 13,13-15). Και ο Γέροντας δίδασκε να κοιτάζουμε προσεκτικά πως Εκείνος, ο Υιός του ανθρώπου, ενεργούσε. «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ου δύναται ο Υιός ποιείν αφ’ Εαυτού ουδέν, εάν μη τι βλέπη τον Πατέρα ποιούντα· α γαρ αν Εκείνος ποιή, ταύτα και ο Υιός ομοίως ποιεί. Ο γαρ Πατήρ φιλεί τον Υιόν και πάντα δείκνυσιν Αυτώ α Αυτός ποιεί, και μείζονα τού¬των δείξει Αυτώ έργα, ίνα υμείς θαυμάζητε» (Ιωάν. 5,19¬20). Αλλά ο μονογενής Υιός, γενόμενος Υιός Ανθρώπου, ομοιώθηκε σε όλα με μας (βλ. Έ6ρ. 2,17- Φιλιπ. 2,7). Συνεπώς όλα, όσα Εκείνος λέει για τον Εαυτό Του ως Υιό Ανθρώπου, εφαρμόζονται στον καθένα από μας. Αν εμείς παραμένουμε στον Υιό, τον οποίο αγαπά ο Πατέρας, τότε και εμείς είμαστε υιοί Του, επίσης αγαπημένοι (βλ. Ιωάν. 16,27), και Αυτός θα μας τα δείξει όλα: τί δημιουργεί και πώς δημιουργεί. Αλήθεια, εν Χριστώ έχουμε κληθεί να γίνουμε μέτοχοι όλης της δημιουργικής Πράξεως του Θεού και Πατρός μας.
Η οδός προς την τελειότητα αυτή έχει ως εξής: Το πνεύμα του ανθρώπου αποχωρεί από την αναρίθμητη ποικιλομορφία των φαινομένων του φυσικού κόσμου, και με όλη τη δύναμή του στρέφεται προς τον Θεό. Και αυτό είναι το όριο του ανθρώπου επάνω στη γη. Όταν όμως, μετά την έξοδό της η ψυχή ανεβαίνει προς τον Θεό για αιώνια σε Αυτόν και με Αυτόν διαμονή, τότε μέσα στο «Είναι» αυτό έρχεται η γνώση και η είσοδός μας στην Πράξη δημιουργίας από τον Θεό όλων των υπαρκτών. Αρραβώνα της καταστάσεως αυτής αποτελεί το χάρισμα της θαυματουργίας. Κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ο Θεός σκέφτεται τον κόσμο και ο κόσμος υπάρχει». Και οι άγιοι τελούν τα θαύματα όχι με φυσική επενέργεια επάνω στη φύση, αλλά στην προσευχή τους προς τον Θεό «σκέφτονται το ποθούμενο και αυτό πραγματοποιείται».
Πηγή: Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), «Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής», σ. 174-179. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ
Πηγή: http://www.vatopedi.gr/