Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης: "Κεφάλαια"

Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης: "Κεφάλαια"
 1. Καθένας που βαπτίσθηκε στο όνομα του Χριστού, οφείλει να περάσει απ΄ όλες τις μεθηλικιώσεις του Χριστού. Γιατί στο βάπτισμα τις έλαβε δυνάμει, και μέσω των εντολών μπορεί να τις πραγματώσει και να τις γνωρίσει. Στη σύλληψη του Χριστού αντιστοιχεί ο αρραβώνας του Πνεύματος· στη γέννησή Του, η ενέργεια της αγαλλιάσεως· στη βάπτισή Του, η καθαρτική δύναμη της φωτιάς του Πνεύματος· στη μεταμόρφωση, η θεωρία του θείου φωτος· στη σταύρωση, η νέκρωση του πιστού σε σχέση με όλα· στην ταφή, η κατοχή μέσα στην καρδιά του θείου έρωτα· στην ανάσταση, η ζωοποιός έγερση της ψυχής· στην ανάληψη, η έκσταση προς το Θεό και η αρπαγή του νου. Όποιος δεν πέρασε αυτές τις μεθηλικιώσεις του Χριστού και δεν τις αισθάνεται, είναι ακόμη νήπιος και στο σώμα και στο πνεύμα κι ας θεωρείται απ΄ όλους γέροντας και πρακτικός.

2. Τα πάθη του Χριστού δίνουν ζωοποιό νέκρωση σ' εκείνους που τα μιμήθηκαν όλα, αφού ο λόγος που πάσχομε μαζί με το Χριστό, είναι για να δοξαστούμε μαζί Του(Ρωμ. 8, 17). Τα πάθη των ηδονών δίνουν θανατοποιό νέκρωση σ' εκείνους που τα ενεργούν. Γιατί το να πάσχει κανείς θεληματικά τα παθήματα του Χριστού, είναι σταύρωση σταυρώσεως και νέκρωση νεκρώσεως.

3. Το να πάσχει κανείς υπέρ Χριστού είναι, να υπομένει τις δοκιμασίες που του συμβαίνουν. Η παιδαγωγία του Κυρίου, για όσους μεν είναι ανεύθυνοι, παραχωρείται εξαιτίας του φθόνου των δαιμόνων και γίνεται αφορμή ωφέλειας· για εμάς όμως, τους υπεύθυνους για αμαρτίες, γίνεται έλεγχος που μας καλεί σε επιστροφή και μας ανοίγει τ' αυτιά(Ησ. 50, 50. Γι' αυτό και ο Θεός υποσχέθηκε αιώνιο στεφάνι σ' εκείνους που υπομενουν(Ιακ. 1, 12). Δόξα Σοι, ο Θεός ημών, δόξα Σοι. Τριάς Αγία, ένεκα πάντων δόξα Σοι.


Η εμπαθής αλλοίωση
4. Η ακηδία είναι δυσκολονίκητο πάθος και χαυνώνει το σώμα. Κι όταν χαυνωθεί το σώμα, χαυνώνεται μαζί και η ψυχή. Όταν χαλαρώσουν και τα δύο, αλλοιώνουν την κράση του σώματος με την ηδυπάθεια. Η ηδυπάθεια κινεί την όρεξη, η όρεξη την πύρωση, η πύρωση τη διέγερση. Η διέγερση κινεί τη μνήμη, η μνήμη τη φαντασία, η φαντασία φέρνει την προσβολή του λογισμού. Η προσβολή φέρνει το συνδυασμό, ο συνδυασμός τη συγκατάθεση. Η συγκατάθεση οδηγεί στην πράξη, είτε του αυνανισμού, είτε των ποικιλότροπων συνουσιασμών. Κι έτσι ο άνθρωπος νικιέται και πέφτει.

Η καλή αλλοίωση
5. Η υπομονή σε κάθε έργο γεννά την ανδρεία. Η ανδρεία γεννά την προθυμία. Η προθυμία, την καρτερία. Η καρτερία, την επίταση της εργασίας. Η επίταση κατευνάζει την ακράτεια του σώματος και ημερεύει την ηδυπάθεια της επιθυμίας. Η επιθυμία κινεί τον πόθο. Ο πόθος, την αγάπη. Η αγάπη, τον ζήλο. Ο ζήλος, τη θέρμη. Η θέρμη, την παρόρμηση. Η παρόρμηση, τη σπουδή. Η σπουδή, την προσευχή. Η προσευχή, την ησυχία. Η ησυχία γεννά τη θεωρία. Η θεωρία, τη γνώση. Η γνώση, την κατανόηση των μυστηρίων. Το τέλος των μυστηρίων είναι η θεολογία. Καρπός της θεολογίας είναι η τέλεια αγάπη. Της αγάπης, η ταπείνωση. Της ταπεινώσεως, η απάθεια. Της απάθειας, η προόραση, η προφητεία και η πρόγνωση. Γιατί δεν έχει κανείς τέλειες από εδώ τις αρετές, ούτε εξαφανίζει μονομιάς τις κακίες, αλλά σιγά-σιγά με την αύξηση της αρετής λιγοστεύει η κακία και καταλήγει να μην υπάρχει διόλου.

Οι πειρασμοί κατά τον ύπνο
Ερώτηση. Κατά πόσους τρόπους γίνεται η ρεύση, η εφάμαρτη και η αναμάρτητη;
6. Απόκριση. Η εφάμαρτη γίνεται με τρεις τρόπους: Με την πορνεία, τον αυνανισμό και τη συγκατάθεση στους αισχρούς λογισμούς. Η αναμάρτητη, με επτά: μαζί με τα ούρα, ή εξαιτίας διαφόρων φαγητών, ή κινήσεων, ή ψυχροποσίας, ή της χαυνότητας του σώματος, ή από υπερβολική κούραση, ή από δαιμονική φαντασία στον ύπνο με πολλούς τρόπους. Σ' αυτούς που γέρασαν στην πρακτική άσκηση, συμβαίνει συνήθως με τους πέντε ενδιάμεσους τρόπους. Στους απαθείς, μόνο με τον πρώτο, δηλαδή το υγρό βγαίνει αναμιγμένο με τα ούρα, γιατί κατά κάποιο τρόπο χαλάρωσαν οι εσωτερικές δίοδοι σ' αυτούς από τους πολλούς ασκητικούς κόπους και τους δόθηκε με θεία ενέργεια, καθαρτική και αγιαστική, το χάρισμα της σωφροσύνης. Ο τελευταίος τρόπος, από φαντασία στον ύπνο, προσιδιάζει στους ακόμη εμπαθείς και αδύνατους. Αλλά και η περίπτωση αυτή, επειδή είναι αθέλητη, είναι αναμάρτητη, όπως λένε οι Πατέρες.

Ιδίωμα του απαθούς είναι η αναμάρτητη ρεύση σε αραιά διαστήματα, κατά θεία πρόνοια, ενώ το υπόλοιπο υγρό αφανίζεται από τη θεϊκή φωτιά. Στον πρακτικό είναι πολυειδής ανάγκη και αναμάρτητη έκκριση. Στον εμπαθή είναι δύο ειδών, απλή και κακή, εκείνη δηλαδή που συμβαίνει στον ύπνο κι εκείνη στην εγρήγορση, από τη συγκατάθεση στις διάφορες φαντασίες. Η πρώτη είναι ακατηγόρητη, ενώ η άλλη εφάμαρτη και επισύρει επιτίμιο.

Στους απαθείς, η κίνηση και η έκκριση αυτή του σώματος είναι μία, κατά θεία πρόνοια, ένα μέρος δηλαδή του υγρού αποβάλλεται μαζί με τα ούρα ως έκκριμα, ενώ το υπόλοιπο αφανίζεται από τη θεϊκή φωτιά. Για τους πρακτικούς και μέσους λένε πως υπάρχουν έξι γενικοί τρόποι ρεύσεως ακατηγόρητοι, με τους οποίους το σώμα καθαρίζεται και ελευθερώνεται από το φθαρτικό υγρό που σχηματίζεται φυσικά και απαραίτητα. Αυτοί είναι: ή εξαιτίας φαγητών, ή κινήσεων, ή ψυχροποσίας, ή της χαυνότητας του ανθρώπου, ή παραλύσεως από την πολλή κόπωση, ή τέλος, λόγω φθόνου των δαιμόνων. Στους ασθενείς και αρχαρίους, υπάρχουν ομοίως έξι τρόποι εμπαθείς: ή εξαιτίας γαστριμαργίας, ή καταλαλιάς, ή κατακρίσεως, ή κενοδοξίας, ή της διπλής —στον ύπνο ή στην εγρήγορση— συγκαταθέσεως στις φαντασίες, ή τέλος από επίθεση των δαιμόνων λόγω φθόνου. Όμως και αυτά περιλαμβάνονται στο σκοπό της πρόνοιας, για να καθαρίζει την ανθρώπινη φύση από τη φθορά, από τα παρείσακτα και ξένα σ' αυτήν εκκρίματα και από τις άλογες ορέξεις, και για να παιδαγωγεί τον αγωνιστή να ταπεινώνεται, να προσέχει και να εγκρατεύεται σε όλα και απ΄ όλα.

7. Εκείνος που ησυχάζει στη μόνωση και τρέφεται από τις προσφορές της αγάπης των άλλων, οφείλει να δέχεται την ελεημοσύνη κατά επτά τρόπους. Ο πρώτος είναι να ζητά τα απαραίτητα· ο δεύτερος, να παίρνει τα απαραίτητα· ο τρίτος, εκείνα που του δίνουν να τα δέχεται σαν από το Θεό· ο τέταρτος, να έχει την εμπιστοσύνη του στο Θεό και να πιστεύει ότι Αυτός είναι μισθαποδότης· ο πέμπτος, να είναι εργάτης των εντολών· ο έκτος, να μην κάνει παράχρηση εκείνων που του δίνουν· ο έβδομος, να μην είναι φειδωλός, αλλά να δίνει κι αυτός σε άλλους και να είναι οικτίρμων. Όποιος συμπεριφέρεται έτσι στο θέμα αυτό, έχει χαρά καθώς αισθάνεται ότι οι ανάγκες του οικονομούνται όχι από ανθρώπους, αλλά από το Θεό.

Θεόκλητος Διονυσιάτης: Υπό το βλέμμα της Πορταϊτίσσης

Θεόκλητος Διονυσιάτης: Υπό το βλέμμα της Πορταϊτίσσης
(αναρτάται πρώτη φορά στο διαδίκτυο)
...Μετά πορείαν μιας σχεδόν ώρας επεστρέψαμεν εις Καρυάς. Μας εδόθη η ευκαιρία να θαυμάσωμεν πάλιν τας υπερόχους συνθέσεις των τοιχογραφιών του ιερού Ναού του Πρωτάτου και να προσευχηθώμεν εις την παλαιάν αυτήν Βασιλικήν. Δεν θα λησμονήσω τας εντόνους μορφάς και τας κινήσεις των αγίων. Ο Πανσέληνος, αν και έτεμε διάφορον οδόν, εν σχέσει προς την μακράν βυζαντινήν αγιογραφικήν παράδοση, την οποίαν διακρίνει το ασκητικόν πνεύμα, εν τούτοις επέτυχε με τα σαρκώδη και πλαστικά σώματα να δώσει δυναμικήν τόσον φυσικήν όσον και πνευματικήν έκφρασιν. Υπήρξεν αληθώς μέγας αγιογράφος και μόνον δια το γεγονός της πρωτοτυπίας του εντός της ορθοδόξου πνευματικότητος...

Εξήλθομεν από τον Ναόν, δια να πάρωμεν την οδόν προς την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων. Ανέλαβεν ένας σεβάσμιος γέρων Μοναχός να μας δείξη την ατραπόν. Κατά το μέσον της πλατείας ήσαν δύο Μοναχοί συνομιλούντες, ενδεδυμένοι μάλλον ευπρεπώς. Διερχόμενοι πλησίον των ηκούσαμεν μίαν λέξιν υπερήφανον. Ο φίλος μου εστράφη προς εμέ εν εκπλήξει. Ο ευγενής συνοδός μας το αντελήφθη και είπε:

Μη σας κάμνει εντύπωσιν. Είναι άνθρωποι, τέκνα του παλαιού Αδάμ. Ο άνθρωπος, γενικώς, είναι δυστυχές πλάσμα, έαν δε ζη απολύτως πνευματικήν ζωήν. Μη δυνάμενος να εξουδετερώση το δηλητήριον της Εδέμ, όπου ρέει εις τας φλέβας μας, με την ταπείνωσιν, επιδιώκει να εκδηλωθεί, ν' ακουσθή, να φανή, παθαινόμενος ως νήπιον, και εκεί, όπου μόνον το γελοίον υπάρχει. Αρκεί να εκδηλωθή η υπεροχή του, έστω και με ένα πράσον, ολίγον χονδρότερον από εκείνο όπου τρώγει ο ομοτράπεζος εν Χριστώ αδελφός του... Μη εκπλήττεσθε, αδελφοί μου. Ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα πράγματα... Και εμειδίασε θλιβερώς.

—Ανθρώπινα, πάτερ, παρετήρησεν ο φίλος μου, αλλ' όχι χριστιανικά. Ο χριστιανός χωρίς ταπείνωσιν αποτελεί αντινομίαν.

—Ο χριστιανός, είπατε, αδελφέ, παρετήρησεν ο Μοναχός, χωρίς ταπείνωσιν δεν έχει νόημα; Αλλ' εγώ σας λέγω και κάτι πλέον: Ότι ο χριστιανός είναι όλος μυστήριον. Πιστεύεις ότι είσαι ενάρετος; Είσαι φαύλος. Κλαίεις ως αμαρτωλός; Είσαι πλησίον του Θεού. Συνάγεις αγαθά; Σκορπίζεις. Σκορπίζεις επ' αγαθώ; Πλουτίζεις. Πιστεύεις ότι είσαι εξουθένημα; Είσαι μέγας. Πιστεύεις ότι είσαι διάσημος; Είσαι άσημος. Σιωπάς; Eίσαι εμβριθής. Πολυλογείς; Είσαι κύμβαλον. Πιστεύεις ότι είσαι σκότος; Τότε ευρίσκεσαι εν απλέτω φωτί.

Διότι όλα τα καλά είναι έλεος Θεού και τίποτε το καλόν εξ ημών. Εις την σφαίραν της ηθικής, ό,τι φρονείς δεν είσαι. Διότι «το οίεσθαι ούκ έα γενέσθαι το οίόμενον..

- Αυτά που είπατε, πάτερ, παρετήρησεν ο φίλος μου, είναι κανόνες Μοναχικού βίου, είναι καρποί βιώσεως εν πνεύματι...

—Τω Θεώ δόξα, απήντησεν ο γέρων Μοναχός, και ελαφρώς μειδιάσας μας εχαιρέτισεν, ευχηθείς άνωθεν φωτισμόν. Και εχάθη απο εμπρός μας...

Κατήλθομεν εις την Μονήν και παρηκολουθήσαμεν τον εσπερινόν εις τον ιερόν Ναόν της «Πορταϊτίσσης». Εξήλθομεν αναβαπτισμένοι από την έντονον προσευχήν και τον κλαυθμόν.

— Τι ζωντανή Εικών, είπεν ο φίλος μου. Ωσάν να προτρέπη εις ό,τι χρειάζεται ο κάθε προσκυνητής...

— Πράγματι, απήντησα. Είναι η «Φοβερά Προστασία» Είναι αδύνατον, το θείον βλέμμα της, να μη προκαλέση ιερόν δέος...

Εις τον μεγάλον περίβολον της Μονής μας επλησίασεν ένας γέρων Μοναχός. Ήτο χαρούμενος και προσηνής.

— Φαίνεσθε σεμνοί και ευλαβείς νέοι, είπε. Δεν ξεύρω αν σφάλλω, νομίζω ότι ήλθατε δια να μονάσετε.

— Ναι, Γέροντα, απηντήσαμε.

—Α, πόσον ωραία και αγία είναι η Μοναχική ζωή! Πρέπει να είσθε ευγνώμονες εις τον Θεόν, δια τον Μοναχικόν σας πόθον. Μη νομίσετε δε, ότι εδώ ευρίσκεσθε τυχαίως. Ουδέν γίνεται αθεεί. Η Παναγία, η οποία έχει το άγιον Όρος υπό την ιδίαν της προστασίαν, αυτή σας έφερε. Και καλά εκάματε να έλθετε να την ευχαριστήσετε... Σας έβλεπα εις τον Ναόν της με πόσην ευλάβειαν και κατάνυξιν προσηύχεσθε...

Ο Μοναχός εσιώπησεν. Έκλινε προς το έδαφος την κεφαλήν του. Εφόρει ακόμη το επανωκαλύμμαυχον των Μοναχών. Μετ' ολίγον μας προσέβλεψεν επίμονα. Τα μάτια του ήσαν δακρυσμένα.

— Δεν ξεύρετε τι δώρον είναι η ύπαρξίς σας, είπεν. Δια να το αντιληφθήτε, πλησιάσατε εκείνον εκεί τον ημίονον. Και έδειξεν ένα ζώον. Σταθήτε να τον παρατηρήσετε επ' αρκετήν ώραν. Έπειτα να σκεφθείτε, τι περισσότερον έχετε προσφέρει από το ζώον τούτο εις τον Θεόν, ώστε εκείνο να το δημιουργήση ημίονον και σας να πλάση ανθρώπους, «κοινωνούς θείας φύσεως»; Εκείνο θνητόψυχον, παροδικόν, βασανιζόμενον, και σας δι' άληκτον βασιλείαν καί μακαριότητα; Να παραμείνετε πλησίον του αλόγου σας υπηρέτου τούτου, να σκέπτεσθε την διαφοράν μεταξύ σας και να κλαίετε, δια την ιδιαιτέραν πρόνοιαν του Θεού. Εάν δεν κλαύσετε, να μη φύγετε εκείθεν... Ο Μοναχός διέκοψε τον λόγον. Είχε πολύ κατανυγή...

..Δια να κατανοήσετε πόσον οφειλέται είσθε εις τον Πλάστην σας, φαντασθήτε — αν δυνηθήτε — το αβυσσαλέον παρελθόν του χρόνου πριν γεννηθήτε. Που είσαστε, κατά το χρονικόν διάστημα εκείνο; Έπειτα· ίδετε τι είσθε σήμερον. Όχι ένα ον, από την απειρίαν του ζωϊκοϋ βασιλείου, εξαφανιζόμενον, «καιρώ φαινόμενον και καιρώ λυόμενον», αλλ' ένα είδος λογικόν, αθάνατον, δυνάμενον να λέγη προς τον κτίστην του σύμπαντος· «Εγώ και συ!» Δόξα, δόξα, δόξα... Και ο γέρων ανελύθη εις σιωπηλόν κλαυθμόν...

Εμείς από τον θαυμασμόν και την κατάνυξιν εκλαίομεν σχεδόν μαζί του. Δεν είχε δύσει ακόμη ο ήλιος και είχαμε σκύψει τα πρόσωπα, δια να μη φαινώμεθα από τους διερχόμενους Μοναχούς και τους προσκυνητάς...

...Ο Γέρων πάλιν συνέχισε. Κατανοήσατε, αδελφοί μου, από οποίας αβύσσους ανυπαρξίας έρχεσθε και εις οποίας αβύσσους αιωνιότητος εν Θεώ πορεύεσθε... Και ύστερα από άπειρα δεκάκις εκατομμύρια έτη φωτός, να διατηρήτε την συνείδησιν ότι υπήρξατε εις την γην σαρκοφόροι, που εζήσατε, πότε και πώς επολιτεύθητε!.. Δύνασθε να το φαντασθήτε; Τι φρονείτε; Βιούντες εντόνως αυτάς τας απολύτους και υπερκοσμίους εννοίας, πώς είναι δυνατόν να μη κλαίετε από φλογεράν ευγνωμοσύνην δια τον ποιητήν σας και να μη θυσιάζεσθε δια την αγάπην Του;

—Ω, άγιε Γέροντα, είπεν αναστενάξας ο φίλος μου. Πόσον θεία και απείρου σημασίας θέματα μας προβάλλετε! Πώς καίονται από τον πόθον αι καρδίαι μας, δια να υπηρετήσωμεν τον Θεόν, δια να ζήσωμεν εν Θεώ, δια να παραταθώμεν εν Θεώ «μέχρι τερμάτων αιώνων», εις ανέκφραστον εν φωτί μακαριότητα...

— Χαίρομαι εκ βάθους καρδίας, είπεν ο γέρων, που αι καρδίαι σας, ως γη αγαθή, δέχονται τον θείον σπόρον. Πιστεύω εις τον Κύριον, ότι θα γίνετε δόκιμοι μοναχοί προς δόξαν Του. Σας συνιστώ πατρικώς να αγωνισθήτε, μεθ' όλων των δυνάμεων σας να αποβήτε σκεύη της χάριτος. Μη λησμονείτε να προσεύχεσθε πάντοτε μετά κατανύξεως και ταπεινώσεως. Ο Κύριος θέλει να κρούωμεν, να ζητώμεν Πνεύμα Άγιον, όπως είπεν εις τους Αποστόλους Του.

— Ευχαριστούμεν, άγιε Πάτερ, είπα, δια τας πατρικάς νουθεσίας σας. Ενθυμούμαι, ότι ο άγιος Αυγουστίνος προσηύχετο λέγων: «Κύριε, συ που μου έδωκες το αιτείν, δος μοι και το αιτούμενον». Νομίζω ότι είναι μία από τας πειστικωτέρας προσευχάς, αν και διαφαίνεται εις την προσευχήν αυτήν η ιδέα του απολύτου προορισμού.

— Να σας απαντήσω, είπεν ο Γέρων. Βεβαίως η Ορθόδοξος Εκκλησία μας απορρίπτει τον απόλυτον προορισμόν, αναγνωρίζουσα την ανθρωπίνην ελευθερίαν. Αλλά είναι τόσον περιωρισμένα τα πλαίσια της ηθικής ελευθερίας, ώστε να αποτελεί μυστηριώδη πραγματικότητα η σχέσις χάριτος και ελευθερίας. Ας σκεπτώμεθα μετά δέους τα περί Θεού. Ο Θεός, τέκνα μου, είναι όλος έκπληξιν και θαυμασμόν. Ενθυμηθήτε τι έλεγεν ο Μ. Βασίλειος: «Δεν είναι εκπληκτικόν ότι ο Θεός είναι μέγας. Είναι μέγας, διότι είναι μέγας. Εκπληκτικόν είναι ότι εγένετο τόσον μικρός, ώστε να χωρέση εις ένα ανθρώπινον κέλυφος, να γίνει άνθρωπος. Και ακόμη εκπληκτικώτερον είναι ότι γίνεται ολόκληρος ένα ψίχουλο δια να γίνει ένα με ημάς...»

Και εκλαίομεν...

πηγή: Θεοκλήτου Διονυσιάτου μοναχού, Μεταξύ Ουρανού και Γης, εκδ. Παπαδημητρίου, 1999 

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: "Ομιλία Περί Πίστεως" (όπου παρατίθεται έκθεσις της ορθόδοξης ομολογίας)


Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: "Ομιλία Περί Πίστεως" (όπου παρατίθεται έκθεσις της ορθόδοξης ομολογίας)

1. Πιστεύομε στο Θεό, και πιστεύομε τον Θεό· άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Πραγματικά πιστεύω τον Θεό σημαίνει ότι θεωρώ βέβαιες κι' αληθινές τις επαγγελίες που μας έδωσε· πιστεύω δε στον Θεό σημαίνει ότι φρονώ περί αυτού ορθώς.
Πρέπει δε να τα έχωμε και τα δύο, να είμαστε αληθινοί και στα δύο και να συμπεριφερώμαστε έτσι, ώστε και να πιστευώμαστε από εκείνους που βλέπουν σωστά και πιστοί να είμαστε ενώπιον του Θεού προς τον οποίο απευθύνεται η πίστις, και ως πιστοί ακριβώς να δικαιούμαστε από αυτόν «διότι»,λέγει, «επίστευσε ο Αβραάμ και τούτο υπολογίσθηκε για την δικαίωσή του».
Πώς λοιπόν πιστεύσας εδικαιώθηκε ο Αβραάμ; Έλαβε από τον Θεό υπόσχεσι για το σπέρμα του, που ήταν ο Ισαάκ, ότι θα ευλογηθούν όλες oι φυλές του Ισραήλ. Έπειτα διατάσσεται από τον Θεό να θυσιάση, παιδί ακόμη, τον Ισαάκ που ήταν ο μόνος διά του οποίου επρόκειτο να εκπληρωθη η υπόσχεσις. Και χωρίς ν' αντείπη τίποτε ο πατέρας, έσπευσε να γίνη αυτόχειρ του παιδιού του, ενώ εθεωρούσε αυτήν την δι' αυτού υπόσχεσι βέβαιη και έγκυρη.

2. Βλέπετε ποια είναι η πίστις που δικαιώνει; Αλλά επαγγέλθηκε και σε μας ο Χριστός κληρονομιά ζωής αΐδιας και τρυφής και δόξης και βασιλείας, ενώ έπειτα παρήγγειλε να πτωχεύωμε, να νηστεύωμε, να ζούμε με ευτέλεια και θλίψι, να είμαστε έτοιμοι για θάνατο, να σταυρώνωμε τους εαυτούς μας μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες. Εάν λοιπόν σπεύδωμε προς αυτά και πιστεύομε εκείνη την επαγγελία του Χριστού, πραγματικά επιστεύσαμε τον Θεό κατά το παράδειγμα του Αβραάμ, και τούτο θα υπολογισθή για την δικαίωσί μας.

3. Και παρατηρήσατε την ακολουθία των προτάσεων. Το ότι δηλαδή εδέχθηκε να προσφέρη για σφαγή τον Ισαάκ δεν έγινε μόνο ισχυρά μαρτυρία και απόδειξις της πίστεως του Αβραάμ, αλλά υπήρξε και αίτιο του ότι ο Χριστός εγεννήθηκε από το σπέρμα του, διά του οποίου ευλογήθηκαν όλες οι φυλές της γης κι εκπληρώθηκε η επαγγελία. Διότι κατά κάποιον τρόπο ο Θεός έγινε οφειλέτης σ' αυτόν που έδωσε για τον Θεό τον μονογενή και γνήσιο υιό του· οφειλέτης ν' αντιδώση γι' αυτόν και την προς αυτόν επαγγελία τον δικό του μονογενή και γνήσιο υιό. Έτσι και σε μας· η χάρη των εντολών του Θεού σωφροσύνη και δικαιοσύνη και ταπείνωσις, η υπομονή των κάθε είδους κακώσεων και μετάδοσις των αγαθών, καθώς και η κακοπάθεια του σώματος με νηστείες και αγρυπνίες και γενικώς το να σταυρώνωμε τους εαυτούς μας μαζί με τα παθήματα και τις επιθυμίες, όχι μόνο είναι απόδειξις ότι πιστεύομε αληθινά στις επαγγελίες του Χριστού, αλλά και καθιστά κατά κάποιον τρόπο τον Θεόν οφειλέτη να αντιπροσφέρη σε μας την αΐδια και άφθαρτη ζωή και τρυφή, την δόξα και βασιλεία.

4. Γι' αυτό και ο ίδιος, απευθυνόμενος προς τους μαθητάς του, έλεγε· μακάριοι είναι οι πτωχοί διότι δική σας είναι η βασιλεία των ουρανών· μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι ελεήμονες, μακάριοι οι διωκόμενοι για την δικαιοσύνη»· και, αλλοίμονο στους πλουσίους, αλλοίμονο στους γελώντας, αλλοίμονο στους χορτασμένους, αλλοίμονό σας όταν όλοι οι άνθρωποι σας κολακεύουν. Αυτός λοιπόν που αποβλέπει όχι προς τα μακαριζόμενα από τον Κύριο, αλλά προς τα ταλανιζόμενα, ειπέ μου, πώς θα πιστευθή ότι εμπιστεύεται τον Θεό; «Δείξε μου», λέγει, «την πίστι σου από τα έργα σου», και «όποιος είναι σοφός, ας δείξη τα έργα του από την καλή συμπεριφορά».

5. Ότι λοιπόν πιστεύομε αληθινά τον Θεό, δηλαδή αναγνωρίζομε αληθινές και βέβαιες τις επαγγελίες ή απειλές του προς εμάς, και περιμένομε να εκδηλωθούν γρήγορα, δεικνύεται διά των αγαθών μας έργων και της τηρήσεως των θείων εντολών. Ότι δε ορθώς πιστεύομε στον Θεό, δηλαδή καλώς και ασφαλώς και ευσεβώς φρονούμε γι' αυτόν, από που προέρχεται η απόδειξις; από την συμφωνία προς τους θεοφόρους πατέρες μας. Ότι δε το να εμπιστευώμαστε αδιαψεύστως τον Θεό προκαλεί την αντίθεσι όχι μόνο από τα πάθη της σαρκός και από τις παγίδες του πονηρού, αλλά και από τους εμπαθείς ανθρώπους, που θέλγουν και παρασύρουν κάτω προς τις εμπαθείς ηδονές, έτσι και το να πιστεύωμε ορθώς στον μόνο αληθινό Θεό προκαλεί την αντίθεσι όχι μόνο από την άγνοια και από τις υποβολές του Αντικειμένου, αλλά και από τους δυσσεβείς ανθρώπους που τον αρπάζουν και τον ρίπτουν μαζί τους κάτω προς την δική τους απώλεια. Είναι όμως στη διάθεσί μας, για κάθε μια από τις περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, όχι μόνο από τον ίδιο τον Θεό και την από αυτόν δοσμένη σ' εμάς γνωστική δύναμι, αλλά και από τους αγαθούς αγγέλους και από τους θεοσεβείς ανθρώπους που ζουν κατά το θέλημα του Θεού.

6. Γι' αυτό η πνευματική και κοινή μητέρα και τροφός μας, η Εκκλησία του Χριστού, σήμερα αφ' ενός μεν αντικηρύσσει ολοφανέστερα και δημοσιώτερα αυτούς που έλαμψαν κατά την ευσέβεια και αρετή και τις πανίερες συνόδους των και τα θεία δόγματα που διατυπώθηκαν σ' αυτές, αφ' ετέρου δε αποκηρύσσει επισημότερα τους οπαδούς της δυσσεβείας και τα πονηρά διδάγματα και φρονήματά τους· έτσι ώστε εμείς αυτούς μεν αποστρεφόμενοι, τους δε ορθοδόξους ακολουθώντας, να πιστεύωμε σ' ένα Θεό, Πατέρα, Υιό και άγιο Πνεύμα, από τον οποίο και δια του οποίου και στον οποίο έγιναν τα πάντα, ο οποίος υπάρχει πριν από όλα και επάνω σε όλα και μέσα σε όλα και υπεράνω του παντός, μονάς σε τριάδα και τριάς σε μονάδα, ασυγχύτως ενουμένη και αμερίστως διαιρούμενη· μονάς η ίδια και τριάς παντοδύναμη.

7. Είναι Πατήρ άχρονος και άναρχος και αΐδιος, μόνος αιτία και ρίζα τής θεότητος που ενυπάρχει στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα· όχι μόνος δημιουργός, αλλά μόνος Πατήρ ενός Υιού και μόνος προβολεύς ενός αγίου Πνεύματος· πάντοτε ων και πάντοτε ων Πατήρ και πάντοτε ων μόνος Πατήρ και μόνος προβολεύς.

8. Του οποίου ένας είναι Υιός, συναΐδιος με αυτόν και χρονικώς συνάναρχος· όχι άναρχος δε, διότι έχει γεννήτορα και ρίζα, πηγή και αρχή τον Πατέρα, από τον οποίο μόνον προήλθε πριν από όλους τους αιώνες ασωμάτως, απαθώς, αρρεύστως, γεννητώς, αλλά δεν διαιρέθηκε· που είναι Θεός από Θεό, όχι άλλος κατά το ότι είναι Θεός και άλλος κατά το ότι είναι Υιός· πάντοτε ων και πάντοτε ων Υιός και πάντοτε ων ασυγχύτως προς τον Θεό· λόγος ζωντανός, φως αληθινό, ενυπόστατος σοφία, αιτία και αρχή όλων των δημιουργημάτων, αφού όλα αυτά έγιναν δι' αυτού· αυτός εκένωσε τον εαυτό του χάριν της συντελείας των αιώνων, όπως προείπαν οι προφήτες, παίρνοντας για μας την δική μας μορφή, και, αφού εκυοφορήθηκε από την αειπάρθενη Μαρία μ' ευδοκία του Πατρός και συνεργία του αγίου Πνεύματος, εγεννήθηκε κι' ενανθρώπησε αληθινά, έγινε όμοιος μ' εμάς καθ' όλα, πλην της αμαρτίας, ενώ έμεινε ό,τι ήταν, Θεός αληθινός σε μια υπόσταση και μετά την ενανθρώπηση, ενεργών όλα τα θεία ως Θεός και όλα τα ανθρώπινα πάθη· απαθής και αθάνατος ων και διαμένων ως Θεός, εκουσίως δε παθών για μας κατά την σάρκα ως άνθρωπος, σταυρωθείς και αποθανών, ταφείς και αναστάς κατά την τρίτη ημέρα και καταργήσας δια του θανάτου και της αναστάσεώς του αυτόν που έχει την κυριαρχία του θανάτου· και μετά την ανάστασι επιφανείς, αναληφθείς στον ουρανό και καθίσας από τα δεξιά του Πατρός αφού έκαμε ομότιμο και ομόθρονο ως ομότιμο το φύραμά μας, με το οποίο πρόκειται να έλθη πάλι ενδόξως να κρίνη ζώντας και νεκρούς, που θα επανέλθουν προς την ζωή εξ αιτίας της παρουσίας του, και ν' αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του. Αναγνωρίζοντας κι εμείς αισθητό και περιγραπτό τούτο το από εμάς πρόσλημμά του και φύραμα, εικονίζομε και προσκυνούμε ευσεβώς και αυτήν που τον εγέννησε παρθενικώς και τους ευαρεστήσαντας αυτόν τελείως. Τούτου τα σύμβολα των παθών, και μάλιστα τον σταυρό, τιμούμε και προσκυνούμε ως θεία τρόπαια κατά του κοινού πολεμίου. Την ανάμνησι τούτου τελώντας κατά την εντολή του καθημερινώς, ιερουργούμε τα θειότατα μυστήρια και μετέχομε σ' αυτά. Κατά την παραγγελία τούτου πριν από όλα βαπτιζόμαστε και βαπτίζομε σ' ένα όνομα σεπτό και προσκυνητό του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος.

9. Διότι από τον αΐδιο και άναρχο Πατέρα εκπορεύεται το άγιο Πνεύμα, που είναι συνάναρχο με τον Πατέρα και τον Υιό ως άχρονο, όχι δε άναρχο, αφού και αυτό ρίζα και αρχή και αιτία έχει τον Πατέρα, από τον οποίο προήλθε πριν από όλους τους αιώνες αρρεύστως, απαθώς, εκπορευτώς, και είναι επίσης αδιαίρετο του Πατρός και του Υιού, ως προερχόμενο από τον Πατέρα και αναπαυόμενο στον Υιό· που έχει ασύγχυτη την ένωσι και αμέριστη τη διαίρεση· που είναι και αυτό Θεός από Θεό, όχι άλλος μεν ως Θεός, άλλος δε Παράκλητος ως Πνεύμα άγιο αυθυπόστατο· που έχει την ύπαρξι από τον Πατέρα και αποστέλλεται δια του Υιού, για την έναρξι αιωνίας ζωής, γι' αρραβώνα των μελλοντικών και πάντοτε διατηρουμένων αγαθών που είναι κι' αυτό αίτιο όλων των δημιουργημάτων, διότι σ' αυτό έγιναν όλα, το ίδιο και απαράλλακτο με τον Πατέρα και τον Υιό, χωρίς την αγεννησία και τη γέννησι. Εστάλθηκε δε από τον Υιό προς τους μαθητάς του, δηλαδή εφανερώθηκε· διότι πως αλλοιώς θα εστελλόταν το παντού παρόν και μη χωριζόμενο από τον πέμποντα; Γι' αυτό όχι μόνο από τον Υιό, αλλά και από τον Πατέρα στέλλεται και από τον εαυτό του έρχεται· διότι η αποστολή, δηλαδή η φανέρωσις, είναι κοινό έργο Πατρός, Υιού και Πνεύματος.

10. Φανερώνεται δε όχι κατά την ουσία, διότι κανείς ποτέ δεν είδε ούτε απεκάλυψε την φύσι του Θεού, αλλά κατά τη χάρι και τη δύναμι και την ενέργεια, η οποία είναι κοινή Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Διότι ίδιο στο καθ' ένα από αυτά είναι η υπόστασίς του και τα υποστατικώς γύρω από αυτήν παρατηρούμενα- κοινά δε αυτών δεν είναι μόνο η αφανέρωτη και υπερώνυμη και αμέθεκτη ουσία, αλλά και η χάρις και η δύναμις, η ενέργεια και η λαμπρότης, η αφθαρσία και η βασιλεία, και όλα εκείνα, διά των οποίων κοινωνεί κι' ενώνεται κατά χάρι με τους αγίους αγγέλους και ανθρώπους ο Θεός, χωρίς να εκπίπτη από το ενιαίο και την απλότητα ούτε εξ αιτίας του μεριστού και διαφόρου των υποστάσεων ούτε εξ αιτίας του μεριστού και ποικίλου και θείων δυνάμεων και ενεργειών. Έτσι πιστεύομε σ' ένα Θεό, σε μια τρισυπόστατη και παντοδύναμη θεότητα και ανακηρύσσομε αυτούς που με τέτοια πίστι ευαρέστησαν τον Θεό, ενώ αυτούς που δεν πιστεύουν με όμοιο τρόπο, αλλά ή εγκαινίασαν ιδιαίτερη αίρεσι ή ακολούθησαν μέχρι τέλους τους αρχηγούς της, τους απορρίπτομε. Να γνωρίζετε δε τούτο, αδελφοί, ότι τα πονηρά πάθη και τα δυσσεβή δόγματα αλληλοεισάγονται, πραγματοποιούμενα λόγω της δικαίας εγκαταλείψεως από τον Θεό.

11. Ότι λοιπόν το μεγάλο πλήθος των αμαρτιών διαπράττονται δια της δυσσεβείας, μας το εδίδαξε ο μέγας Παύλος γράφοντας περί των Ελλήνων «επειδή δεν εφρόντισαν να επιγνώσουν τον Θεό», «άλλ' ενώ εγνώρισαν τον Θεό, δεν τον εδόξασαν ούτε τον εσεβάσθηκαν ως Θεό», «τους παρέδωσε ο Θεός σε νου αδόκιμο, ώστε να πράττουν τα ανεπίτρεπτα, γεμάτους κάθε αδικία, πορνεία, πλεονεξία, και τα παρόμοια». Ότι δε πάλι δια της αμαρτίας εισάγεται η δυσσέβεια, η απόδειξις παρέχεται από πολλούς που το έπαθαν αθλίως. Ο Σολομών εκείνος, αφού παρέδωσε τον εαυτό του στις σαρκικές επιθυμίες, ωλίσθησε σε ειδωλολατρία. Ο Ιεροβοάμ, αφού ενικήθηκε από άκρα φιλαρχία, εθυσίασε στις χρυσές δαμάλεις. Ο προδότης Ιούδας αρρωστημένος από φιλαργυρία, περιέπεσε στη θεοκτονία.

12. Γι' αυτά λοιπόν, επειδή και η πίστις χωρίς έργα είναι νεκρά και ανενέργητη, και τα έργα χωρίς πίστι είναι μάταια και άχρηστα, η χάρις του Πνεύματος σήμερα στον σεπτό καιρό της νηστείας και της ενάρετης ασκήσεως συνεδύασε την ανακήρυξι των ορθοτομούντων τον λόγο της ευσεβείας και την αποκήρυξι εκείνων που δεν εδιάλεξαν την ορθοδοξία, έτσι ώστε εμείς, σπεύδοντας και στα δυό συνδυασμένα, και την πίστι να επιδείξωμε με τα έργα και των κόπων το κέρδος να αποκτήσωμε διά της πίστεως.

13. Όχι δε μόνο εισάγονται δι' αλλήλων τα πονηρά πάθη και η δυσσέβεια, αλλά και ομοιάζουν μεταξύ τους. Και θα ειπώ λίγα προς την αγάπη σας για τους ετεροδόξους που αναφάνηκαν στην εποχή μας. Όπως ο Αδάμ, αφού έλαβε εξουσία από τον Θεό να τρώγη από κάθε δένδρο του παραδείσου, δεν αρκέσθηκε σ' όλα εκείνα, αλλά πειθόμενος στη συμβουλή του αρχεκάκου όφεως, έφαγε από το μόνο δένδρο που είχε προσταχθή να μη το εγγίση, έτσι συμβαίνει και με εμάς· ενώ τα υπάρχοντα στο Θεό αγαθά και οι πραγματικά αγαθοπρεπείς δωρεές προτίθενταν από αυτόν για μέθεξι στους θέλοντας, συμφώνως προς τον ειπόντα «όλα όσα είναι ο Θεός θα είναι και ο θεωμένος διά της χάριτος, χωρίς την ταυτότητα κατά την ουσία», υπάρχουν μερικοί που διδάσκουν ότι εμείς μετέχομε και της ιδίας της υπερουσίου ουσίας και ισχυρίζονται ότι μπορούν να την ονομάζουν αυθεντικώς, και μιμούμενοι τον αρχέκακο όφι, παρερμηνεύουν και διαστρέφουν τα λόγια των αγίων, όπως εκείνος τα του Θεού. Αλλά εμείς, αφού ελάβαμε δύναμι από τον Κύριο να πατούμε επάνω σε όφεις και σκορπιούς και σε κάθε δύναμι του εχθρού, αφού συντρίψωμε εύκολα κάθε μηχανή και παγίδα του, είτε κατά της ευσεβείας είτε κατά της ευσεβούς διαγωγής και φανούμε νικηταί εναντίον του σε όλα, θα επιτύχωμε τους ουράνιους και άφθαρτους στεφάνους της δικαιοσύνης, μέσα στον Χριστό, τον αδέκαστο κριτή και δοτήρα των ανταμοιβών.

14. Σ' αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.


πηγή: Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 9, Πατερικαί εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", μτφρ. Παναγιώτης Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1985. 

Μέγας Βασίλειος: Ομιλία στους Αγίους Σαράντα Μάρτυρες

Μέγας Βασίλειος: Ομιλία στους Αγίους Σαράντα Μάρτυρες
Το θαυμάσιο τούτο κείμενο δε ξέρουμε ποιο χρόνο γράφηκε. Εκφωνήθηκε όμως στη μνήμη (9 Μαρτίου) των 40 Μαρτύρων, που το 320 θανατώθηκαν κατά το διωγμό του Λικινίου. Τους ιερούς αυτούς αθλητές, επειδή γενναία ομολόγησαν πίστη στον Χριστό, τους σύναξαν και τους έστησαν στην παγωμένη λίμνη στο κέντρο της Σεβάστειας. Ο Μέγας Βασίλειος, χάρη στις άριστες ιατρικές του γνώσεις, περιγράφει με τρόπο εκπληκτικό τις διεργασίες που συντελούνται στον ανθρώπινο οργανισμό από το ψύχος και το πάγωμα και πώς επέρχεται ο θάνατος. Πέραν όμως τούτου έχουμε στα μάτια μας ένα πολύ αρρενωπό κείμενο, έξοχα δομημένο, που δίνει ανάγλυφη τη θεολογία του μαρτυρίου, τη σημασία που αυτό έχει για τον ίδιο το μάρτυρα, για τους λοιπούς πιστούς και για την Εκκλησία γενικά.

1. Πώς θα μπορούσε να υπάρξει κορεσμός από τη μνήμη των μαρτύρων σ’ όποιον τους αγαπά; Γιατί η τιμή στους γενναίους από τους συνδούλους τους αποδεικνύει την καλή διάθεση προς τον κοινό Κύριο. Μια κι είναι φανερό πως όποιος παραδέχεται τους γενναίους άνδρες, δεν θα παραλείψει να τους μιμηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις.


Να μακαρίσεις ειλικρινά αυτόν που μαρτύρησε, για να γίνεις μάρτυρας κατά την προαίρεση, με αποτέλεσμα, χωρίς διωγμό, χωρίς φωτιά, χωρίς μαστίγωμα, ν’ αξιωθείς τις ίδιες μ’ εκείνους ανταμοιβές. Εμείς, τώρα, δεν πρόκειται να θαυμάσουμε ούτε έναν, ούτε δυο μονάχα, ούτε στους δέκα φθάνει ο αριθμός αυτών που μακαρίζονται. Αλλά σαράντα άνδρες, που σαν να είχαν μια ψυχή σε ξεχωριστά σώματα, με μια σύμπνοια κι ομόνοια πίστης, μιαν εμφάνισαν και την καρτερία στα δεινά και την αντίσταση χάρη της αλήθειας. Όλοι όμοιοι ο καθένας στον άλλο, ίδιοι στη διάθεση κι ίδιοι στην άθληση. Γι’ αυτό και καταξιώθηκαν ισότιμα τα στεφάνια της δόξας. Ποιος λοιπόν λόγος θ’ απόδινε την αξία τους; Ούτε σαράντα γλώσσες δεν θ’ αρκούσαν ν’ ανυμνήσουν την αρετή τόσο μεγάλων ανδρών. Ενώ, ακόμα κι αν ένας ήταν ο θαυμαζόμενος, θ’ αρκούσε βέβαια να συντρίψει τη δύναμη των λόγων μας, πιο πολύ δε πλήθος τόσο, στρατιωτική φάλαγγα, παράταξη δυσκολοκαταγώνιστη, το ίδιο και σε πολέμους ανίκητη και σ’ επαίνους απρόσιτη.


2. Εμπρός λοιπόν, ας τους φέρουμε στη μέση, θυμίζοντας την ιστορία τους. Κι έτσι θα ωφεληθούν όλοι οι παρόντες, ατενίζοντας, σαν σε ζωγραφιά, τα λαμπρά κατορθώματα αυτών των ανδρών. Έτσι προβάλλουν και τα πολεμικά ανδραγαθήματα πολλές φορές οι ρήτορες κι οι ζωγράφοι. Οι πρώτοι, με τον στολισμένο απ’ αυτά λόγο τους. Οι άλλοι, αποδίνοντάς τα με τις ζωγραφιές τους. Με αποτέλεσμα, να κεντρίζουν προς την ανδρεία πολλούς κι οι μεν κι οι δε. Γιατί το ίδιο θέμα η προφορική ιστορία παριστάνει στην ακοή κι η ζωγραφική σιωπώντας εμφανίζει με την απεικόνιση. Έτσι λοιπόν κι εμείς ας ανακαλέσουμε στη μνήμη σας την αρετή αυτών των ανδρών. Και σαν να θέτουμε μπροστά στα μάτια σας τα κατορθώματά τους, ας κινήσουμε σε μίμησή τους όσους είναι γενναιότεροι κι έχουν ψυχική διάθεση πλησιέστερη στην ψυχική διάθεση εκείνων. Γιατί αυτό είναι το καλύτερο εγκώμιο των μαρτύρων, το να ωθεί και να προτρέπει κανείς προς την αρετή το εκκλησίασμα.

Άλλωστε, οι λόγοι που έχουν θέμα τους τους αγίους, δεν καταδέχονται να υπηρετούν στους κανόνες των κοσμικών εγκωμίων. Γιατί οι ρήτορες που επαινούν, αντλούν τα υμνητικά τους λόγια από κοσμικές αιτίες. Αλλά για όσους ο κόσμος έχει σταυρωθεί, αυτοί πώς είναι μπορετό ν’ αντλήσουν από τον κόσμο κάτι που θα τους δόξαζε; Δεν ήταν μια η πατρίδα στους αγίους. Ο ένας καταγόταν από εδώ, ο άλλος από εκεί. Τί λοιπόν; Θα πούμε ότι δεν είχαν πόλεις ή ότι ήταν πολίτες της οικουμένης; Όταν γίνεται κάποιος έρανος, ό,τι συνεισφέρει ο καθένας, καταντά κοινό κτήμα όλων όσοι πρόσφεραν στον έρανο. Έτσι και με τους μακαρίους αυτούς. Η πατρίδα του καθενός είναι κοινή για όλους κι όλοι μοιράζονται ο ένας με τον άλλο τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, απ’ όπου κι αν κατάγονται. Αλλά γιατί να κοιτάζουμε να βρούμε τις γενέτειρες που είναι στο χώμα, ενώ θα έπρεπε να σκεφθούμε ποια είναι η τωρινή τους πόλη;

Πόλη λοιπόν των μαρτύρων είναι η πόλη του Θεού, «που τεχνίτης και δημιουργός της είναι ο Θεός» (Εβρ. 11, 10), η άνω Ιερουσαλήμ, η ελεύθερη, η μητέρα του Παύλου και των ομοίων του. Κι ως προς το γένος, από ανθρώπινη μεν πλευρά, το ένα διαφέρει από το άλλο, ενώ από πνευματική πλευρά είναι ένα για όλους. Γιατί κοινό πατέρα έχουν το Θεό κι είναι όλοι αδελφοί, όχι επειδή γεννήθηκαν από έναν άνδρα και μια γυναίκα, αλλά γιατί συνδέθηκαν αρμονικά ο ένας με τον άλλο μέσα στην ομόνοια που χαρίζει η αγάπη, αφού τους ανέδειξε τέκνα Θεού το Πνεύμα. Σύνολο έτοιμο, μεγάλη συνδρομή όσων ανέκαθεν δοξάζουν τον Κύριο, χωρίς να έχουν συναθροισθεί ένας-ένας, αλλά αφού όλοι μαζί μετατέθηκαν. Και πώς μετατέθηκαν; Αυτοί, με το εντυπωσιακό σωματικό τους ανάστημα και με τα χρυσά τους νιάτα και με τη δύναμή τους αφού διακρίθηκαν ανάμεσα σε όλους τους συνομηλίκους τους, κατατάχθηκαν στο στρατό. Και χάρη στην πολεμική τους εμπειρία και την ανδρεία της ψυχής τους, τους τιμούσαν ήδη πρώτους-πρώτους οι βασιλιάδες κι είχαν βγάλει όνομα για την αρετή τους ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους.


3. Κι όταν εκδόθηκε και κυκλοφόρησε εκείνο το άθεο κι ασεβές διάταγμα, να μην ομολογεί κανείς το Χριστό, αλλιώς θα έπεφτε σε κίνδυνο. καθώς επισειόταν κάθε λογής τιμωρία και πολύς και θηριώδης ο θυμός από τους κριτές της αδικίας είχε κινηθεί κατά των πιστών χριστιανών. καθώς μηχανορραφίες και σκευωρίες πλέκονταν εναντίον τους κι ο νους κατέβαζε διάφορα είδη βασάνων. όταν οι βασανιστές δεν αποφεύγονταν, η φωτιά ήταν έτοιμη, το ξίφος είχε συρθεί πάνω στο ακόνι κι ο σταυρός είχε μπηχθεί στο χώμα. όταν ακόμα οι λάκκοι είχαν ανοιχθεί, ο τροχός ήταν στημένος και τα μαστίγια ήταν εκεί. όταν άλλοι τρέπονταν σε φυγή, άλλοι λύγιζαν κι άλλοι κλονίζονταν όταν μερικοί, πριν πάθουν τίποτα, τα έχαναν μπροστά σε μόνη την απειλή, άλλων δε, φθάνοντας σιμά στα δεινά, σάλεψε ο νους. όταν άλλοι, αφού κατέβηκαν στους αγώνες, κατόπιν δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν στην επίπονη προσπάθεια ως το τέλος και τα παράτησαν όλα κάπου στη μέση της άθλησης και, όπως αυτούς που τους λαχαίνει φοβερή τρικυμία στο πέλαγος, βούλιαξαν μαζί με το φορτίο της υπομονής που είχαν ως εκείνη τη στιγμή. τότε λοιπόν αυτοί οι ανίκητοι και γενναίοι στρατιώτες του Χριστού πρόβαλαν στη μέση, ενώ ο άρχοντας έδειχνε το βασιλικό διάταγμα κι απαιτούσε υπακοή. 

Μ’ ελεύθερη φωνή, με θάρρος πολύ κι ανδρεία, δεν ζάρωσαν από το φόβο μπροστά σε ό,τι έβλεπαν, ούτε τρόμαξαν από τις απειλές, αλλά φώναξαν για να το ακούσουν όλοι πως ήταν χριστιανοί. Ω μακάριες γλώσσες απ’ όπου ανάβρυσε εκείνη η ιερή ομολογία, που ο αέρας σαν τη δέχθηκε άγιασε, οι δε άγγελοι ακούοντάς τη την επικρότησαν, ο διάβολος με τους δαίμονες τραυματίσθηκε απ’ αυτή, ο δε Κύριος στους ουρανούς την έγραψε για να μη χαθεί!


4. Είπαν λοιπόν ο καθένας, προχωρώντας στη μέση: Είμαι χριστιανός. Και συνέβη ό,τι κάνουν οι αθλητές στα στάδια, όπου πηγαίνουν να λάβουν μέρος στα αγωνίσματα λέγοντας συνάμα τα ονόματά τους και στον τόπο του αγωνίσματος καταλήγοντας. Έτσι κι αυτοί τότε. Αφού πέταξαν σαν άχρηστα τα ονόματα που είχαν αφ’ ότου γεννήθηκαν, έλεγαν σαν όνομά του ο καθένας τη λέξη που παράγεται από το όνομα του κοινού Σωτήρα (Χριστός - χριστιανός). Κι αυτό το έκαναν όλοι, ο ένας πίσω από τον άλλο. Έτσι, όλοι παρουσιάσθηκαν μ’ ένα όνομα. Γιατί πλέον δεν ήταν ο άλφα ή ο βήτα, αλλά όλοι φώναζαν σαν όνομά τους τη λέξη χριστιανός. Τί έκανε λοιπόν τότε ο άρχοντας; Ήταν άνθρωπος φοβερός και πολύτροπος, τόσο για να τους παρασύρει με καλοπιάσματα, όσο και για να τους μεταπείσει με απειλές. Αρχικά μεν τους έπαιρνε με το καλό, αποσκοπώντας να τους παραλύσει τη δύναμη της ευσέβειας. Μην προδώσετε τα νιάτα σας, τους έλεγε, μήτε με πρόωρο θάνατο ν’ αφήσετε αυτή τη γλυκεά ζωή. Γιατί δεν είναι σωστό οι συνηθισμένοι σε πολεμικές αριστείες να πεθαίνουν με το θάνατο των κακοποιών. Ακόμα, τους υποσχόταν και χρήματα. Κι άλλα τους πρόσφερνε, όπως βασιλικές τιμές κι απονομές αξιωμάτων και με χίλιες δυο επινοήσεις προσπαθούσε να τους εξουδετερώσει. Και καθώς δεν νικήθηκαν σ’ αυτή την απόπειρα, χρησιμοποίησε το άλλο είδος της παραπλάνησης. Τους απειλούσε με πλήγματα και θανάτους και βασανιστήρια αθεράπευτα. Κι αυτά μεν έκανε εκείνος. Των δε μαρτύρων ποια στάθηκε η συμπεριφορά; Τί, λέει, μας δελεάζεις, εχθρέ του Θεού, να φύγουμε από το Θεό το ζώντα και να είμαστε δούλοι σε καταστροφικούς δαίμονες, προσφέροντάς μας τα αγαθά σου; Δίνεις πολλά, γιατί πολλά πασχίζεις να μας αφαιρέσεις; Μισώ τη δωρεά που προξενεί ζημιά. Δεν δέχομαι την τιμή που γεννά ατίμωση. Προσφέρεις χρήματα που απομένουν εδώ στη γη, δόξα που σαν άνθος μαραίνεται. Με κάνεις γνώριμο στο βασιλιά, αλλά με αποξενώνεις από τον αληθινό βασιλιά. Γιατί, με φειδώ, λιγοστά από τα αγαθά του κόσμου προσφέρεις; Εμείς όλο τον κόσμο έχουμε καταφρονήσει. Απέναντι σ’ αυτά που ποθούμε κι ελπίζουμε, δεν έχουν αξία τα ορατά πράγματα. Βλέπεις αυτόν τον ουρανό πόσο ωραίος είναι στην όψη και τί απέραντος; Και τη γη, πόσο μεγάλη και τί θαυμαστά είναι όσα υπάρχουν σ’ αυτή; Τίποτ' απ’ αυτά δεν είναι ίσο με τη μακαριότητα των δικαίων. Γιατί αυτά φεύγουν και χάνονται, ενώ τα δικά μας μένουν. Μια χάρη ποθώ, το στεφάνι της δικαιοσύνης. Μια δόξα λογαριάζω με δέος, αυτήν που υπάρχει στη βασιλεία των ουρανών. Επιζητώ τιμή, αλλά την άνω και φοβάμαι την τιμωρία που είναι στη γέεννα. Εκείνη η φωτιά είναι για μένα φοβερή, ενώ αυτή που σεις με απειλείτε, είναι ομόδουλη. Γνωρίζει να σέβεται αυτούς που καταφρονούν τα είδωλα. Σαν βέλη νηπίων λογαριάζω τα πλήγματά σας. Γιατί το σώμα πλήττεις που, αν μεν αντέξει περισσότερο, λαμπρότερα στεφανώνεται. Αν δε πιο γρήγορα υποκύψει, φεύγει απαλλαγμένο από δικαστές τόσο βαναύσους που, ενώ σας ανατέθηκε να υπηρετείτε τα σώματα, επιδιώκετε να εξουσιάζετε και τις ψυχές. Σας πειράζει λοιπόν πολύ το ότι δεν σας τιμάμε περισσότερο από το Θεό και το θαρρείτε άκρα προσβολή για το πρόσωπό σας. Κι έτσι μας απειλείτε μ’ αυτές τις φοβερές τιμωρίες, καταλογίζοντάς μας σαν ενοχή την ευσέβεια. Αλλά δεν θα έχετε να κάνετε με δειλούς, ούτε με ανθρώπους που αγαπούν τη ζωή τους, ούτε με ανθρώπους που εύκολα τρομάζουν και τα χάνουν. Εδώ πρόκειται για την αγάπη προς το Θεό. Λοιπόν, εμείς είμαστε έτοιμοι και στον τροχό να μας βάλετε και να μας στρεβλώσετε τα μέλη και να μας κάνετε παρανάλωμα της φωτιάς και γενικά κάθε είδους βασανιστήρια ν’ αντιμετωπίσουμε.

5. Κι αφού τους άκουσε εκείνος ο αλαζόνας και βάρβαρος, δεν βάσταξε το θάρρος των λόγων τους. Άναψε στο έπακρο από θυμό. Και συλλογιζόταν ποιο σατανικό τρόπο να βρει, ώστε να τους κάνει το θάνατο κι αργό και πικρό μαζί. Βρήκε λοιπόν κάτι πρωτότυπο και κοιτάχτε τι φοβερό. Έλαβε υπ' όψη τη φύση της χώρας, ότι ήταν παγερή. Και την εποχή του χρόνου, ότι ήταν χειμώνας. Παραφύλαξε τη νύχτα, όπου προ παντός το κακό γίνεται πιο αβάσταχτο, αφού άλλωστε έπνεε τότε βοριάς. Πρόσταξε λοιπόν να τους γυμνώσουν όλους στο ύπαιθρο, καταμεσίς της πόλης και να τους αφήσουν να πεθάνουν παγώνοντας. Και γνωρίζετε βέβαια όλοι όσοι έχετε πείρα του χειμώνα, πόσο ανυπόφορο είναι αυτό το είδος βασάνου. Κι ούτε είναι μπορετό να το παραστήσει κανείς σε άλλους, εξόν απ’ αυτούς που έχουν υπ’ όψη σχετικά παραδείγματα από την ίδια τους την πείρα. Το σώμα λοιπόν που βρέθηκε μέσα στο μεγάλο ψύχος, πρώτα ολάκερο γίνεται πελιδνό, καθώς πήζει το αίμα. Έπειτα κλονίζεται κι αναταράζεται, τα δόντια χτυπούν δυνατά, οι ίνες σπάζουν και χάνεται ο έλεγχος όλων των κινήσεων. Κι ένας κοφτερός πόνος, που δεν περιγράφεται και που φθάνει ως το μεδούλι των οστών, κάνει όσους παγώνουν να αισθάνονται απεριόριστη δυσφορία. Ύστερα το σώμα ακρωτηριάζεται, σαν να καίει και ν’ αποκόπτει τα άκρα η φωτιά. Γιατί η ζέστη διώχνεται από τα πέρατα του σώματος και φεύγει όλη μαζί στο βάθος κι έτσι αφήνει νεκρά τα μέρη απ’ όπου απομακρύνθηκε, τα δε άλλα, όπου συμμαζεύεται, τα κάνει να πονούν κι ο θάνατος, με το πάγωμα, επέρχεται λίγο-λίγο. Τότε λοιπόν στο ύπαιθρο να περάσουν τη νύχτα καταδικάσθηκαν, όταν η μεν λίμνη που γύρω της είναι η πόλη χτισμένη κι όπου οι άγιοι έκαναν αυτά τα κατορθώματα, έμοιαζε με γήπεδο ιπποδρομιών, έχοντας μεταμορφωθεί από τον πάγο. Το ψύχος την είχε κάνει σαν στερεό έδαφος κι οι περίοικοι μπορούσαν έτσι να περπατούν στην επιφάνειά της, χωρίς φόβο να βουλιάξουν. Τα δε ποτάμια που έρρεαν αέναα, αφού δέθηκαν από το πάγωμα, σταμάτησαν το ρου τους. Κι η ρευστή φύση του νερού άλλαξε κι έγινε σκληρή σαν πέτρα. Του δε βοριά οι ψυχρότατες πνοές κάθε έμψυχο το ωθούσαν στο θάνατο.


6. Τότε λοιπόν, σαν άκουσαν το πρόσταγμα (και βλέπε εδώ των ανδρών αυτών το ανίκητο φρόνημα), μετά χαράς πέταξαν κατά γης ο καθένας και τον τελευταίο χιτώνα. Κι όρμησαν προς το θάνατο που αιτία του ήταν το ψύχος, προτρέποντας ο ένας τον άλλο, σαν ν’ άρπαζαν λάφυρα. Δεν αποβάλλουμε, έλεγαν, ιμάτιο, αλλά τον παλαιόν άνθρωπο ξεντυνόμαστε, «που φθείρεται κατά τις επιθυμίες της απάτης» (Εφ. 4, 22). Σ’ ευχαριστούμε, Κύριε, που μαζί μ’ αυτό το ιμάτιο αποβάλλουμε και την αμαρτία. Αφού εξ αιτίας του φιδιού ντυθήκαμε (πρβλ. Γεν. 3, 21), ας γδυθούμε χάρη στον Χριστό. Ας μην κρατήσουμε πάνω μας ιμάτια για τον παράδεισο που χάσαμε. Τί ν’ ανταποδώσουμε στον Κύριο; Γδύθηκε κι ο Κύριός μας. Είναι τόσο σπουδαίο για το δούλο να πάθει ό,τι κι ο Κύριος; Άλλωστε και τον ίδιο τον Κύριο εμείς είμαστε που τον γδύσαμε. Γιατί εκείνο το τόλμημα στρατιώτες το έπραξαν. Εκείνοι τον έγδυσαν και «διεμερίσαντο τα ιμάτια» (Ματθ. 27, 35). Λοιπόν, κατηγορία γραμμένη εναντίον μας ας τη σβήσουμε οι ίδιοι. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Γεμάτο πόνο το πάγωμα, αλλά ευχάριστη η ανάπαυση. Λίγο ας περιμένουμε και θα βρεθούμε στη θαλπωρή της αγκάλης του πατριάρχη Αβραάμ. Με μια και μόνη νύχτα, ας κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα. Ας καεί το πόδι, για να κροτεί χορευτικά μαζί με τους αγγέλους αδιάκοπα. Ας πέσει το χέρι, για να έχει θάρρος να υψώνεται δεητικά προς τον Κύριο. Πόσοι από τους συναδέλφους μας στο στρατό έπεσαν στη μάχη για ν’ αποδείξουν την αφοσίωσή τους σε βασιλιά φθαρτό; Κι εμείς, χάρη της πίστης στον αληθινό βασιλιά, θα λογαριάσουμε αυτή τη ζωή; Πόσοι υποβλήθηκαν στο θάνατο των κακοποιών, αφού καταδικάσθηκαν για τα εγκλήματά τους; Κι εμείς, για χάρη της δικαιοσύνης, δεν θα υποφέρουμε το θάνατο; Ας μην πλαγιοδρομήσουμε, συνάδελφοι, ας γυρίσουμε τις πλάτες στο διάβολο. Σάρκες είναι ας μη τις λυπηθούμε. Αφού οπωσδήποτε θα πεθάνουμε μια μέρα, ας πεθάνουμε για να ζήσουμε. «Ας γίνει η θυσία μας ενώπιόν σου» (Δαν. 3, 40), Κύριε. Κι ας μας δεχθείς σαν «θυσία ζώσα» (Ρωμ. 12, 1), ευάρεστη σε σένα, καθώς μας κατακαίει αυτό το ψύχος. Ωραία η προσφορά. Νέο το ολοκαύτωμα, που πραγματοποιείται όχι με φωτιά, αλλά με το ψύχος. Αυτά τα στηριχτικά λόγια ανταλλάσσοντας μεταξύ τους κι ο ένας τον άλλο προτρέποντας, έμοιαζαν με προχωρημένο τμήμα σε ώρα πολέμου κι έτσι έκαναν να περνά η νύχτα τους, υπομένοντας με γενναία καρδιά τα παρόντα, δοκιμάζοντας χαρά για τα ελπιζόμενα και καταγελώντας τον εχθρό. 

Κι ένα ήταν όλων το τάμα: Σαράντα μπήκαμε στο στάδιο κι οι σαράντα ας στεφανωθούμε. Κύριε. Ας μη χαλάσει τον αριθμό ούτε ένας. Είναι αριθμός τιμημένος. Τον τίμησες με τη νηστεία των σαράντα ημερών. Μέσ’ απ’ αυτόν, ο νόμος σου εισήλθε στον κόσμο. Ο προφήτης Ηλίας, αφού με τη νηστεία σαράντα ημερών εκζήτησε τον Κύριο, τέλος πέτυχε να τον δει. Και το μεν τάμα εκείνων αυτό ήταν. Ένας όμως από τον αριθμό τους λύγισε μπροστά στη δοκιμασία, λιποτάχτησε κι έφυγε, αφήνοντας απαρηγόρητο πένθος στους αγίους. Μα ο Κύριος δεν άφησε απραγματοποίητη την παράκλησή τους. Γιατί εκείνος που του είχε ανατεθεί η επιτήρηση των μαρτύρων, βρισκόταν πλησίον τους και θερμαινόταν σ’ ένα χώρο καταυλισμού, αναμένοντας τί θα συμβεί, έτοιμος να υποδεχθεί όσους στρατιώτες θα κατέφευγαν τυχόν εκεί. Αφού κι αυτό είχε προνοηθεί, να υπάρχει εκεί κοντά λουτρό, που να υπόσχεται γρήγορη τη βοήθεια σε όσους θ’ άλλαζαν γνώμη. Αυτό όμως που επινόησαν με κακό σκοπό οι εχθροί, να βρουν δηλαδή τέτοιο τόπο για το μαρτύριο, ώστε η έτοιμη παρηγορία να παραλύει τη σταθερότητα των αγωνιστών, αυτό ακριβώς ανάδειξε λαμπρότερη την υπομονή των μαρτύρων. Γιατί καρτερικός δεν είναι όποιος στερείται τα αναγκαία, αλλά εκείνος που υπομένει τις δοκιμασίες ενώ γύρω του είναι άφθονες οι απολαύσεις.


7. Καθώς λοιπόν εκείνοι αγωνίζονταν κι αυτός περίμενε να δει τί θ’ απογίνει, βλέπει ένα παράξενο θέαμα. Κάποιες δυνάμεις να κατεβαίνουν από τα ουράνια και σαν βασιλικές δωρεές μεγάλες να μοιράζουν στους στρατιώτες. Αυτές οι δυνάμεις σε όλους τους άλλους μοίραζαν τις δωρεές, αλλά έναν μονάχα άφησαν αβράβευτο, αφού τον έκριναν ανάξιο για τις ουράνιες τιμές. Αυτός, ευθύς λυγίζοντας μπροστά στη δοκιμασία, λιποτάχτησε στους εχθρούς. Αξιοθρήνητο θέαμα για τους δικαίους: Ο στρατιώτης να το βάλει στα πόδια. Ο αριστέας να καταλήξει αιχμάλωτος. Το πρόβατο του Χριστού να πέσει στα δόντια του θηρίου. Αλλά το πιο αξιοθρήνητο είναι ότι και την αιώνια ζωή έχασε, αλλά και την εδώ κάτω δεν απόλαυε, γιατί η σάρκα του, μόλις ήλθε σ’ επαφή με τη θερμότητα, διαλύθηκε. Έτσι, αυτός που αγαπούσε τη ζωή του έπεσε, αμαρτάνοντας μάταια. Ο δήμιος όμως, σαν είδε να ξεστρατίζει και να τρέχει στο λουτρό, τον αντικατέστησε, παίρνοντας ο ίδιος τη θέση εκείνου. Κι αφού έρριξε πέρα τα ρούχα του, βρέθηκε ανάμεσα στους γυμνούς, φωνάζοντας την ίδια με τους αγίους φράση: Είμαι χριστιανός. Κι έχοντας, με την ξαφνική του αλλαγή, εκπλήξει όσους ήταν παρόντες, αναπλήρωσε τον αριθμό και προσθέτοντας τον εαυτό του παρηγόρησε τη λύπη τους για εκείνον που άνανδρα έπεσε. Κι έτσι θυμήθηκε τους πολεμιστές, που, όταν πέσει κανείς στην πρώτη γραμμή της παράταξης, ευθύς τον αναπληρώνουν, ώστε το τείχος των ασπίδων εμπρός να μη διακοπεί με την απουσία του σκοτωμένου. Κάτι παρόμοιο λοιπόν κι αυτός έπραξε. Είδε τα ουράνια θαύματα, φωτίσθηκε από την αλήθεια, έτρεξε στον Κύριο, έγινε ένας από τους μάρτυρες. Έτσι, ξανασυνέβη ό,τι και με τους μαθητές του Χριστού. Έφυγε ο Ιούδας και τη θέση του πήρε ο Ματθίας (πρβλ. Πράξ. 1, 26). Μιμητής έγινε του Παύλου, χθες κατατρέχοντας, σήμερα κηρύττοντας το Ευαγγέλιο (Πράξ. 9, 20). Άνωθεν έλαβε κι αυτός την κλήση, «όχι από ανθρώπους, ούτε μέσω ανθρώπου» (Γαλ. 1, 1). Πίστεψε στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Βαπτί­σθηκε σ’ αυτόν, όχι από άλλον, αλλά με τη δική του πίστη. Όχι στο νερό, αλλά στο δικό του αίμα.


8. Κι έτσι, ενώ ξημέρωνε, ακόμα αναπνέοντας, παραδόθηκαν στη φωτιά. Κι ό,τι απόμεινε από τη φωτιά, απορρίχθηκε στο ποτάμι, ώστε μες απ’ όλη την κτίση να περάσει το κατόρθωμα των μακαρίων εκείνων. Πάνω στη γη αγωνίσθηκαν. Απέναντι στον αέρα έδειξαν τη μεγάλη τους καρτερία. Στη φωτιά παραδόθηκαν. Το νερό τους υποδέχθηκε. Δική τους σαν να είναι η φράση: «Περάσαμε μες από φωτιά και νερό και μας έβγαλες σε ανάπαυση» (Ψαλ. 65, 12). Αυτοί είναι που στην περιοχή μας εγκαταστάθηκαν και σαν πύργοι στερεοί μας παρέχουν ασφάλεια απέναντι στις εφόδους των εχθρών. Και δεν έχουν περιορισθεί σ’ ένα τόπο, αλλά ήδη φιλοξενήθηκαν σε πολλά μέρη και πολλές πατρίδες καταστόλισαν. Και το θαυμαστό είναι ότι δεν προσέρχονται, σε όσους τους δέχονται, ένας-ένας χωρισμένοι, αλλά όλοι μαζί, σαν αδιαίρετο σύνολο, είναι. Ω τί θαύμα! Ούτε υπολείπονται στον αριθμό, ούτε τον ανέχονται να γίνει μεγαλύτερος. Αν σ’ εκατό τους διαιρέσεις, δεν ξεπερνούν το δικό τους αριθμό. Αν σ’ ένα τους συνοψίσεις, σαράντα πάλι παραμένουν, σύμφωνα με τη φύση της φωτιάς. Γιατί κι εκείνη και σ’ αυτόν που την ανάβει μεταβαίνει κι ολόκληρη υπάρχει σ’ αυτόν που την έχει. Έτσι κι οι σαράντα. Κι όλοι είναι μαζί κι όλοι είναι στον καθένα. Η άφθονη ευεργεσία, η ανεξάντλητη χάρη. Έτοιμη βοήθεια για τους χριστιανούς, εκκλησία μαρτύρων, στρατός τροπαιοφόρων, λατρευτικό σύνολο δοξολογίας. Πόσο θα κόπιαζες για να βρεις μόλις έναν που για σένα να εκλιπαρεί τον Κύριο; Σαράντα είναι που αναπέμπουν προσευχή με μια φωνή. Όπου δυο ή τρεις είναι συναγμένοι στο όνομα του Κυρίου, εκεί βρίσκεται ανάμεσά τους. Κι όπου είναι σαράντα, ποιος αμφιβάλλει για την παρουσία του Θεού; Όποιος θλίβεται, στους σαράντα καταφεύγει. Όποιος χαίρει, σ’ αυτούς τρέχει. Ο πρώτος, για ν’ απαλλαγεί από τα δυσάρεστα. Ο άλλος, για να εξασφαλίσει τα καλύτερα. Εδώ προβάλλει γυναίκα ευσεβής να προσεύχεται για τα τέκνα της, να ζητά το γυρισμό του ξενητεμένου άνδρα της, τη σωτηρία του αρρώστου. Μαζί με τους μάρτυρες ας γίνονται τα αιτήματά σας. Οι νεαροί ας μιμούνται τους συνομηλίκους τους. 

Οι πατέρες ας εύχονται τέτοιων γιων να είναι πατέρες. Οι μητέρες ας διδα­χθούν από την ιστορία μιας καλής μητέρας. Η μητέρα ενός από τους μακαρίους εκείνους είδε τους άλλους να έχουν ήδη πεθάνει από το ψύχος, το γιο της δε ν’ αναπνέει ακόμα εξ αιτίας της σωματικής του δύναμης και της καρτερίας του στα δεινά. Οι δήμιοι, στο μεταξύ, τον είχαν παρατήσει, γιατί ήταν πιθανό ν’ αλλάξει γνώμη. Η ίδια τότε, με τα ίδια της τα χέρια, τον σήκωσε και τον έβαλε πάνω στην άμαξα, όπου οι υπόλοιποι σαν ένας σωρός φέρνονταν προς τη φωτιά, αληθινή μητέρα μάρτυρα. Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ από δειλία, ούτε ξεστόμισε κάτι το τιποτένιο κι ανάξιο της ώρας. Αλλά είπε: Πήγαινε παιδί μου, στον καλό δρόμο, μαζί με τους συνομηλίκους σου, μαζί με τους συναδέλφους σου. Μη μείνεις έξω από την ομάδα τους. Μην εμφανισθείς στον Κύριο έπειτ’ απ’ αυτούς. Αληθινά, καλής ρίζας καλό βλαστάρι. Έδειξε η γενναία μητέρα πως τον είχε εκθρέψει με τις αλήθειες της πίστης μάλλον παρά με το γάλα της. Κι εκείνος, αφού έτσι ανατράφηκε, έτσι προπέμφθηκε από την ευσεβή μητέρα του. Ο δε διάβολος έφυγε καταντροπιασμένος. 

Γιατί, αφού κίνησε εναντίον τους όλα τα στοιχεία της φύσης, όλα τα είδε νικημένα από την αρετή εκείνων των ανδρών, τη μανιασμένη νύχτα, την παγερή χώρα, την εποχή της χρονιάς, τη γύμνωση των σωμάτων. Ω αγία ομάδα! Ω ιερή στρατιωτική μο­νάδα! Ω αδιάσπαστε συνασπισμέ! Ω κοινοί φύλακες του ανθρώπινου γένους! Καλόβολοι συμμέτοχοι των φροντίδων μας, συνεργοί στις δεήσεις μας, μεσολαβητές ισχυρότατοι, αστέρες της οικουμένης, άνθη των κατά τόπους Εκκλησιών. Δεν σας έκρυψε στα σπλάχνα της η γη, αλλά ο ουρανός σας υποδέχθηκε. Άνοιξαν για σας οι πύλες του παραδείσου. Άξιο θέαμα για τη στρατιά των αγγέλων, για τους πατριάρχες, για τους προφήτες, για τους δικαίους, άνδρες που όντας πάνω στο άνθος της νιότης, δεν λογάριασαν καθόλου τη ζωή, γιατί αγάπησαν τον Κύριο πάνω από γονείς, πάνω από τέκνα. Ενώ βρίσκονταν ακριβώς στην ηλικία που έχει μπροστά της τη ζωή, παρέβλεψαν την πρόσκαιρη ζωή, για να δοξάσουν το Θεό στα ίδια τους τα μέλη. Έγιναν θέαμα στον κόσμο. Και στους αγγέλους και στους ανθρώπους. Κι έτσι, όσους είχαν πέσει τους σήκωσαν, όσους αμφέβαλλαν τους στερέωσαν και στους πιστούς αύξησαν τον ιερό πόθο. Αφού ένα για χάρη της πίστης έστησαν τρόπαιο, μ’ ένα επίσης στεφάνι της δικαιοσύνης καταστολίσθηκαν, ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας, που του ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. 

* Η απόδοση του λόγου έγινε από τον κ. Βασ. Μουστάκη και είναι έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (1980).

πηγή ηλεκτρ. κειμένου: impantokratoros.gr


Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, αρχιμ.: Η Θεία Λειτουργία

Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, αρχιμ.: Η Θεία Λειτουργία


Σήμερα, αγαπητοί μου, θα κάνω ένα μεγάλο τόλμημα. Θα κάνω μίαν προσπάθεια που οπωσδήποτε ξεπερνάει τις δυνάμεις μου. Θα το κάνω όμως από αγάπην εις εκείνους, οι οποίοι τόσες φορές με τα μάτια στυλωμένα και τα αυτιά ανοικτά με ήκουον εις τον ιερόν τούτον τόπον.

Το θέμα το οποίο μας απασχολεί αυτήν την περίοδο είναι η πνευματική ζωή. Πνευματική ζωή είναι εκείνη που εμπνέεται, χειραγωγείται, κατευθύνεται, εμφορείται από το Άγιον Πνεύμα· είναι μία πορεία προς τον ουρανόν. Ο άνθρωπος που την ζει, ενώ πατάει στην γη, ανεβαίνει προς τον ουρανόν, εορτάζει εν ουρανοίς. Όχημά του είναι τα πτερά του Αγίου Πνεύματος και στόχος του, πόθος του, παλμός του, έγνοιά του καθημερινή, ο ουρανός.

Πόσες φορές όμως, ζώντας μέσα σε τόσες χαρές, ζώντας μέσα σε τόσα μικροπράγματα τα οποία μας απορροφούν, ξεχνάμε τον ουρανόν; Οι απασχολήσεις σαν μαγνήτες τραβούν την καρδιά μας και μας παρουσιάζουν τον ουρανόν σαν να είναι πολύ ψηλά, σαν να είναι ακατόρθωτο το πάτημά του. Εάν μάλιστα δεν έχει κανείς μερικές πνευματικές εμπειρίες, εάν δεν έχει στρέψει την καρδιά του,εάν δεν έχει πατήσει μερικές φορές το πόδι του, εάν δεν έχη ρίξει το μάτι του μέσα εις τον ουρανόν, τότε ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Όταν σου μιλήσουν για κάποιον άνθρωπο, μπορεί να νοιώσεις μια χαρά, έναν πόθο· εάν δεν τον δεις όμως, υπάρχει φόβος να τον ξεχάσεις. Εάν τον δεις, είναι πολύ πιθανόν να τον αγαπήσει η καρδιά σου, να κολληθεί εις αυτόν, και από τότε πλέον να τον έχης διαρκώς στην σκέψη σου. Έτσι συμβαίνει και με τον ουρανόν. Να μπορούσαμε για λίγο να ρίξωμε τα μάτια μας εις τον ουρανόν, να δούμε την άπλα του, την ομορφιά του, την χαρά του, το μεγαλείο του! Τότε θα ήταν οπωσδήποτε δυσκολότερο να τον ξεχάση η ψυχή μας. Αλλά πως να το επιτύχωμε;

Όταν οι Ισραηλίτες ήθελαν να μπουν στην Ιεριχώ, την οποίαν τόσο πολύ ποθούσαν, αλλά ήξεραν πως είχε τείχη υψηλά που δεν μπορούσαν εύκολα να τα εκπορθήσουν, τι έκαναν; Έστειλαν κατασκόπους να φέρουν καρπούς από εκείνην την χώρα. Και έφεραν πράγματι οι κατάσκοποι τσαμπιά μεγάλα από σταφύλια, έφεραν από τους θησαυρούς της, έφεραν από τα διαμάντια της, έφεραν από τις ομορφιές της. Όταν τα είδαν οι Ισραηλίτες, η καρδιά τους ελκύσθηκε και είπαν: Θα νικήσωμε τους εχθρούς. Ώρμησαν τότε στα τείχη και με την βοήθεια του Θεού τα γκρέμισαν και εισέβαλαν στην πόλη. Να μπορούσαμε και εμείς να ανοίγαμε ένα παράθυρο εις τον ουρανόν, να τον αγναντέψωμε και, αν μας αρέσει, να κάνωμε ένα πήδημα, να μπούμε μέσα να δούμε τι έχει και να τον κάνωμε δικό μας, να τον κατακτήσουμε!

Αυτό είναι το τόλμημα που θα ήθελα να επιχειρήσω σήμερα. Θα πετύχω; Σας είπα ότι φοβάμαι. Προσευχηθείτε να μου δώσει ο Θεός λόγον καί ταυτόχρονα προσευχηθείτε να ανοίγει την δική σας καρδιά, για να μπορείτε να καταλαβαίνετε εκείνο, που δεν μπορώ να σας πω όπως θα ήθελα.

Εάν θέλεις να δεις και να αγναντέψεις κάποιον υπέροχον τόπον πίσω από ένα βουνό, τι θα κάνεις; Θα ανέβεις σε κάποια κορυφή και από εκεί θα αφήσεις την ματιά σου να απλωθεί εις όλο εκείνο το ωραίο μέρος που επιθυμούσες. Αυτό θα κάνωμε και εμείς. Ήλθαμε εις τον ναόν, εις την εκκλησίαν του Θεού, εις τον τόπον ακριβώς από τον οποίον μπορούμε πολύ καλά να αγναντέψωμε τον ουρανόν, τον χώρον ο οποίος φωτίζεται και ωραΐζεται και κατακοσμείται από το ανέσπερον φως της τριλαμπούς θεότητος.

Η εκκλησία, αγαπητοί μου, μέσα εις την οποίαν είμεθα τώρα, η κάθε εκκλησία, είναι ένα εκμαγείον, μία προτύπωσις, ένας τύπος, μία εικόνα, ένα κομμάτι του ουρανού. Όταν είμεθα εις την εκκλησίαν, νοιώθομε πραγματικά πως είμεθα εις τον ουρανόν. Γιατί υπάρχει ο τόσο μεγάλος τροΰύλλος επάνω; Για να υψώνει την καρδιά μας ακριβώς προς τον ουρανόν. Γιατί υπάρχει αυτή η ωραία πύλη που ανοίγει, όταν γίνεται λειτουργία; Για να μας δείχνει πως ανοίγουν τα ουράνια. Γιατί είναι γεμάτη από σταυρούς; Γιατί εκεί επάνω εικονίζει τον Χριστόν που λειτουργεί; Για να δείχνει ότι, όταν ευρισκώμεθα εδώ, μεταφερόμεθα εις τον ουρανόν. Ζούμε μυστικά αλλά και πραγματικά στιγμές ουράνιες.

Γι' αυτό και ο Γρηγόριος Παλαμάς λέγει ότι η εκκλησία «εφ' υψηλού κείται, αγγελικός τις άλλος ούσα καί υπερκόσμιος χώρος»· ένας αγγελικός, ένας υπερκόσμιος χώρος είναι αυτός εντός του οποίου ευρισκόμεθα. Ο ναός, μας λέγει, «εις ουρανόν ανάγει τον άνθρωπον, και... αυτώ παρίστησι τούτον τω επί πάντων Θεώ»· μας παίρνει η εκκλησία και μας ανεβάζει και μας παριστά ενώπιον του ίδιου του Θεού. Άραγε το νοιώθομε; Όταν ερχώμεθα εις την εκκλησίαν, υπάρχουν στην ψυχή μας αισθητήρια που συλλαμβάνουν αυτήν την πραγματικότητα;

Αλλά τι είμαστε εμείς οι άνθρωποι! Ξέρομε όλες τις ράτσες των σκυλιών και των αλόγων, ξέρομε τα είδη των φυτών, τις μάρκες των αυτοκινήτων, των ραδιοφώνων, πολλές φορές όμως δεν ξέρομε εκείνα τα οποία έχουν άμεσον σχέση με την ζωή μας. Γι' αυτό θέλω να προσέξετε σήμερα αυτό που σας λέγω.

Ο,τιδήποτε υπάρχει γύρω μας, τα ατέρμονα βάθη του ωκεανού, τα ύψη των ουρανών, οι χιλιάδες και οι μυριάδες των αστέρων, αν καλοσκεφθούμε, θα καταλάβουμε ότι πραγματικά δεν είναι παρά η φτωχογειτονιά της γης μας. Μια μέρα — έχετε δει πως σωριάζουν τα παλιόσπιτα, όταν θέλουν να υψώσουν πολυκατοικίες; — έτσι θα σωριασθούν όλα όσα υπάρχουν εις το σύμπαν. Δεν θα μείνει τίποτε· θα μείνει μόνον ο πνευματικός ουρανός, όπου υπάρχει ο Χριστός. Εκεί λοιπόν ας προσηλώσωμε το βλέμμα μας.

Ευρισκόμεθα εις την εκκλησίαν. Είναι ο πιο κατάλληλος τόπος για να δούμε τον ουρανόν. Αλλά ποιο είναι το παράθυρο; Πώς θα το ανοίξωμε; Μα είναι τόσο απλό. Παράθυρο είναι η θεία λειτουργία την οποίαν επιτελούμε. Επειδή όμως πρόκειται να ρίξωμε τα βλέμματά μας σε τόσο πνευματικά πράγματα, ας στρέψωμε την ψυχή μας προς το Άγιον Πνεύμα και ας το παρακαλέσωμε να ρίξει τον προβολέα του στα σκοτάδια της σκέψεώς μας, για να μας φωτίσει να νοιώσωμε, να πιστέψωμε, να καταλάβωμε, να κάνωμε κτήμα μας όλα εκείνα που γίνονται και λέγονται και ακούονται κατά την θείαν λειτουργίαν.

Ήλθατε με τόσον κόπον και μέσα στο κρύο· στέκεσθε όρθιοι. Δεν πρέπει να πάει χαμένος ο κόπος σας. Γι' αυτό ας παρακαλέσωμε το Πνεύμα του Θεού και δεν θα μείνει ούτε μία σκέψις ακατανόητη μέσα σας. Δεν πρέπει να φύγωμε από εδώ, αν οι καρδιές μας δεν προσκυνήσουν τον Θεόν, αν δεν νοιώσωμε τις ψυχές μας να έχουν ριχθεί εις τον ουρανόν και να έχουν δει όλα εκείνα τα οποία γίνονται εις αυτόν.

Όταν τελειώσωμε την ομιλία μας, πρέπει να νοιώθετε εκείνο που έλεγε ένας άγιος της Εκκλησίας μας· «Νῦν δέ μου ψυχήν κεκαρδίωκας, καί οὐ δύναμαι κατέχειν σου τήν φλόγα, ὅθεν ὑμνήσας σε πορεύομαι». Ω Θεέ μου, λέγει, σε ένοιωσα, σε αφουγκράστηκα, σε είδα πλάι μου· ένοιωσα να τρυπάς με τα βέλη σου την καρδιά μου, να πυρπολείς την ψυχή μου, να ανάβεις μίαν φλόγα που δεν μπορώ να την αντέξω. Γι' αυτό σε υμνώ και φεύγω παίρνοντας μαζί μου εσένα. Εκείνος θα μας διδάξει πάσαν την αλήθειαν.

Ώστε το παράθυρό μας είναι η θεία λειτουργία, η τόσο γνωστή εις την ζωή μας, την οποίαν έχομε συνηθίσει από τα παιδικά μας χρόνια και που όμοιό της δεν υπάρχει τίποτε ούτε εις την γη ούτε εις τον ουρανόν.

Πώς αρχίζει η λειτουργία; «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». Γιατί αρχίζει έτσι ο ιερεύς; Τι θέλει να πει; Μπροστά μας ανοίγει ο Χριστός ένα εξαίσιο θέαμα. Μπροστά μας παρουσιάζει μια ουράνια οπτασία. Μπροστά μας ο Χριστός ανοίγει την βασιλείαν του. Όπως πηγαίνεις σε ένα κατάστημα και σου ανοίγει ο έμπορος το τόπι του υφάσματος και το βλέπεις, το πιάνεις, δοκιμάζεις την αντοχή του, βλέπεις την ομορφιά του και λες αυτό θα αγοράσω, έτσι κάνει εκείνην την ώρα ο Χριστός. Μπροστά στα μάτια μας ανοίγει την βασιλείαν του, να την δούμε, να την νοιώσωμε, να την χορτάσωμε και να πούμε: Αυτήν διαλέγω και εγώ για την ζωή μου. Άραγε το νοιώθει η ψυχή μας αυτό; 

Ο ιερεύς το καταλαβαίνει την ώρα εκείνην εις το θυσιαστήριον. Κτυπά δυνατά η καρδιά του, πάει να τυφλωθεί, όπως τυφλώθηκε ο Παύλος στον δρόμο προς την Δαμασκόν, όταν είδε τον Χριστόν. Τα μάτια του τα πνευματικά βλέπουν το έκθαμβωτικό φως του Θεού. Γι' αυτό γεμάτος έκσταση ξεσπά· «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Η δόξα σου στην βασιλεία σου, Χριστέ μου, γεμίζει τα πάντα. Έχετε δει, όταν στολίζουν την νύφη για να την φωτογραφήσουν, πως το μεγάλο πέπλο της πιάνει όλο το δωμάτιο και τα κράσπεδα του ιματίου της καλύπτουν το δάπεδο, για να δείξουν την δόξαν της και την ομορφιά της; Έτσι ακριβώς η Εκκλησία του Χριστού την ώρα εκείνην απλώνεται εις όλον τον χώρο μπροστά στα μάτια μας.

Ποια είναι αυτή η ευλογημένη, η δοξασμένη, η τιμημένη, η ανώτερη από κάθε άλλο βασιλεία; Είναι η βασιλεία των ουρανών, η βασιλεία του Θεού· είναι ο παράδεισος, εις τον οποίον μας έβαλε ο Χριστός· είναι η αγία μας Εκκλησία. Βασιλεύς είναι ο τρισήλιος Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Υπηρέται του βασιλέως είναι οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι, θρόνοι, αρχαί, εξουσίαι, κυριότητες, δυνάμεις, τα πολυόμματα χερουβίμ και τα εξαπτέρυγα σεραφίμ. Στρατηγοί του βασιλέως είναι οι άγιοι. Βασίλισσα είναι η Κυρία Θεοτόκος. Στρατιώτες πιστοί είναι οι χριστιανοί, όσοι είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν τον Χριστόν ό,τι και αν τους κοστίσει, όλοι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να φέρουν το τιμημένο όνομά του, όλοι εκείνοι που αποτελούν την Εκκλησίαν του. Όλοι λοιπόν, ο Χριστός, οι άγιοι, η Θεοτόκος, οι άγγελοι, οι πιστοί όλων των αιώνων κατά την ώρα της λειτουργίας είναι μαζί μας.

Επομένως, όταν λέγει ο ιερεύς «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός», ξεχνάει τον εαυτόν του, το σπίτι του. Ξεχνάει τον κόσμο, όλα εκείνα που βλέπει, και προσηλώνει την καρδιά του και την σκέψη του σε εκείνα που καταλαβαίνει, τα μυστικά, τα αόρατα, που του παρουσιάζει μπροστά του ο Χριστός. Γι' αυτό ακριβώς, νοιώθοντας την δόξαν του Χριστού, του ουρανίου βασιλέως, με γόνατα που τρέμουν, με ψυχή που πάει να λυγίσει κάτω από το βάρος της ευθύνης, με μάτια που διεισδύουν εις τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, τρεμάμενος λέγει· «Ότι πρέπει σοι πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις»· Σε εσένα, Χριστέ μου, που είσαι τόσο δοξασμένος, που δορυφορείσαι από τόσους αγίους και αγγέλους, σε εσένα αρμόζει η δόξα και η τιμή και η προσκύνησις. Μπροστά μας λοιπόν ολόκληρη η Εκκλησία. Μπροστά μας παρών αληθινά, ουσιαστικά, μυστικά ο Χριστός! «Οὗ εἰσιν δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα», εκεί ανάμεσά τους είμαι και εγώ, λέγει ο Χριστός. Αυτό γίνεται την ώρα της λειτουργίας.

Συνεπώς τι είναι η λειτουργία μας; Θα έχετε παρατηρήσει στην λευκή οθόνη του κινηματογράφου πως ένας άνθρωπος, ένα τοπίο που εμφανίζεται στο βάθος, μακριά σαν σημάδι, σιγά σιγά μεγενθύνεται και αποκαλύπτεται ολοκάθαρα. Αυτό είναι η λειτουργία· μπροστά στα μάτια μας σιγά σιγά αποκαλύπτει τον Χριστόν και την βασιλείαν του.

Ο Χριστός, όπως τότε που εδίδασκε, όπως τότε που έκανε τους χωλούς να πηδούν και να περιπατούν, τους τυφλούς να αναβλέπουν, τους νεκρούς να εγείρωνται, έτσι ακριβώς είναι μπροστά μας αυτήν την ώρα. Δεν τον φέρομε απλώς στην σκέψη μας, αλλά πραγματικά έρχεται μπροστά μας, γίνεται παρών Εκείνος, ο διδάσκαλος, ο προφήτης, ο θαυματουργός. Είναι τώρα μπροστά μας ο Χριστός που σταυρώθηκε, που αναστήθηκε, που αναλήφθηκε!

Όλα αυτά που βλέπομε εδώ μέσα, οι πολυέλαιοι, ο ιερεύς, η αγία Τράπεζα, το Ευαγγέλιον, τα τίμια δώρα, η είσοδος η μικρά και η μεγάλη, τα πάντα γίνονται σημάδια της παρουσίας του Χριστού.

Επομένως, με την θείαν λειτουργίαν συνεχίζομε το έργο του Χριστού και, κάθε φορά που την τελούμεν, είναι σαν να έλκωμε και φέρωμε κοντά μας τον ίδιον τον Χριστόν. Αυτό λέγει και η ευχή· «Ο άνω τω Πατρί συγκαθήμενος και ώδε ημίν αοράτως συνών»· είσαι επάνω στον ουρανό και ταυτόχρονα αόρατα, αληθινά όμως, εδώ ενώπιόν μας. Γι' αυτό και ο ιερεύς, όταν θέλη να κοινωνήση, τον κοιτάζει με τα μάτια της ψυχής του και του μιλάει στο δεύτερο ενικό πρόσωπο· «και καταξίωσον τη κραταιά σου χειρί μεταδούναι ημίν του αχράντου σου σώματος και του τιμίου σου αίματος». Έσύ, Χριστέ μου, με την κραταιάν σου και πανακήρατον χείρα δώσε μου το άχραντον σώμα σου και το τίμιον αίμα σου. Αν έχωμε μάτια πνευματικά, μπορούμε να νοιώσωμε ότι ενώπιόν μας είναι ο ίδιος ο Χριστός. Τι θα κάνης όταν, εκεί που κάθεσαι, δής κάποιον που τον αγαπάς; Θα τρέξης κοντά του. Η λειτουργία είναι μία κίνησις, ένα τρέξιμο, μία προσπάθεια να αρπάξω τον Χριστόν, να τον πιάσω.

Θυμάστε την Μαγδαληνή; Όταν κατάλαβε ότι μπροστά της είχε τον Χριστόν, «ραββουνί», διδάσκαλέ μου, του λέγει και πάει να ακουμπήση το ιμάτιόν του, το σώμα του. Θυμάστε την αιμορροούσαν; Εκεί που τόσο πλήθος ανθρώπων συνέθλιβε τον Χριστόν, εκείνη επήγε να τον ακουμπήση με πίστι και με δέος. Θυμάστε τον Θωμά; Έβαλε τα χέρια του στις πληγές και φώναξε· «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Αυτό κάνομε και εμείς την ώρα της λειτουργίας. Και ερωτάμε μετά που είναι ο Χριστός! Νάτος! Μπροστά μας είναι, μαζί μας είναι, πλάι μας είναι. «ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σε», είχαν πει στην Μαρία που έκλαιγε για τον νεκρό Λάζαρο, τον αδελφό της. Στην λειτουργία ο διδάσκαλος, ο Χριστός, είναι παρών και μας φωνάζει τον καθένα με το όνομά μας. Όσοι το νοιώθουν, πετούν σπίθες τα μάτια τους και ζουν την χαρά του Χριστού. Τα πάντα πεπλήρωται χαράς. Τα πάντα πεπλήρωται φωτός. Τα πάντα δοξολογούν τον Χριστόν.

Επομένως, όταν κανείς έρχεται εις την λειτουργίαν, πρέπει να έρχεται με την σκέψι ότι έρχεται να αντάμωση τον Χριστόν και ακόμη με την λαχτάρα να τον ακουμπήση, όπως λέγει ο Μεθόδιος· «αγνεύω σοι και λαμπάδας φαεσφόρους κρατούσα, νυμφίε, υπαντάνω σοι»· Νυμφίε Χριστέ, διατηρώ τον εαυτόν μου αγνόν και καθαρόν και κρατώ φωτεινές λαμπάδες στα χέρια μου, για να σε υποδεχθώ. Έτσι πρέπει να ερχώμεθα εις την θείαν λειτουργίαν, η οποία είναι η παρουσία του Χριστού και της βασιλείας του.

Ας εμβαθύνωμε λίγο ακόμη. Γιατί κάνομε τας εισόδους; Είδατε προηγουμένως, όσοι ήσαστε στον εσπερινό, τον ιερέα που έκανε την είσοδον και μπήκε εις το θυσιαστήριον. Αύριο εις την λειτουργίαν, εις την μικράν και την μεγάλην είσοδον, θα γίνη το ίδιο. Μία λιτανεία προς το θυσιαστήριον είναι η λειτουργία, μία πορεία προς τον ουρανόν. Όπως, όταν κάνωμε την λιτανεία του αγίου της πόλεώς μας, περιφέρομεν την εικόνα του, την κάρα του με τα εξαπτέρυγα και τα σεραφίμ και πηγαίνομε στην πλατεία, για να υμνήσωμεν τον άγιο, έτσι και η λειτουργία μας είναι μία λιτανεία, μία πορεία, ένα ταξίδι προς τον ουρανόν. Βρίσκομαι στην λειτουργία σημαίνει ότι μπήκα αληθινά, όχι φανταστικά, στον δρόμο που οδηγεί εις τον ουρανόν.

Όταν γίνεται έκλειψις ηλίου, προσέξατε ότι οι δρόμοι γεμίζουν από παιδιά και μεγάλους, που κρατούν ένα καπνισμένο τζάμι στο μάτι τους και κοιτάζουν τον ήλιο; Αυτό είναι η λειτουργία. Είναι ένα κάρφωμα του ματιού μας, της καρδιάς μας εις Εκείνον ο οποίος είναι θρονιασμένος εις τον ουρανόν. Η ζωή μου στρέφεται πλέον γύρω από τον Χριστόν. Για μένα ένα έχει αξίαν, η βασιλεία των ουρανών.

Να αφήσωμε δηλαδή την οικογένειά μας, την δουλειά μας, τα παιδιά μας και να τρέχωμε συνεχώς εις την λειτουργίαν; Όχι, αγαπητοί μου. Κοιτάξτε πόση είναι η αγάπη και η σοφία του Θεού. Όλα τα καθημερινά γεγονότα της ζωής μας μπορούν να μπουν στην βασιλεία του Θεού, να γίνουν μάλιστα γεφύρια, που θα μας οδηγήσουν εις αυτήν. Όλα μπορούν να εκφράζουν την αγάπη μας εις τον Θεόν! Η αγάπη προς την γυναίκα σου, οι θυσίες για τα παιδιά σου, ο μόχθος σου ο καθημερινός, ο πόνος σου, οι αγωνίες σου, τα δάκρυά σου, οι μυστικές πίκρες της ζωής σου, όλα αυτά τα ρίχνεις στην βασιλεία των ουρανών. Σου τα εξαγιάζει ο Θεός και σου δίνει δύναμιν να πορευθής όλην την εβδομάδα. Όλα αυτά παίρνουν μίαν θέσι και μίαν αξία ενώπιον του Χριστού, αρκεί να μην ξεχνάμε ότι ο σκοπός μας, το τέρμα μας, είναι η βασιλεία του Θεού, και η ψυχή μας να διψάη γι' αυτήν. Στόχος μας να είναι Εκείνος. Πατρίδα μας να είναι ο ουρανός. Και αυτό εννοούμε όταν λέμε το Αμήν: Ναι, Πατέρα μου ουράνιε, όλα αυτά που μου λες τα δέχομαι· το ταξίδι μου το άρχισα· μπήκα στον δρόμο που θα με βγάλη στον ουρανό. Δεν θα σταματήσω, εάν δεν φθάσω εκεί που είσαι εσύ.

Συνεπώς, μέσα στην λειτουργία ταξιδεύομε προς την βασιλείαν του Χριστού και ταυτόχρονα βρισκόμαστε εις αυτήν. Μας έχει ανεβάσει ο Χριστός εις τον ουρανόν ή καλύτερα έχει κατεβάσει εις την εκκλησίαν μας τον ουρανόν. Όλα τα αγαθά, την σωτηρία μας, την αγιότητα, την ταπείνωσί του, τα χαρίσματά του γενικά, μας τα δίνει σαν «προίκα» μέσα στην εκκλησία.

Η λειτουργία είναι για μας σαν ένας αρραβώνας. Όπως φοράς το δαχτυλίδι του αρραβώνος και αυτό σημαίνει μίαν υπόσχεσι γάμου, έτσι ακριβώς η λειτουργία σημαίνει ότι συνδέομαι με τον Χριστόν, ο οποίος μου υπόσχεται ότι, αν μείνω πιστός, θα με βάλη οπωσδήποτε εις την βασιλείαν των ουρανών. Ζούμε από την γη αυτήν τον παράδεισον. Εδώ λοιπόν, αγαπητοί μου, συντελείται αυτή η τόσο μεγάλη αλήθεια.

Εδώ μέσα, όταν τελούμε την λειτουργίαν, είναι ολόκληρος η Εκκλησία του Χριστού. Ενούμεθα με τον Χριστόν και γινόμεθα μαζί του ένα σώμα. Όπως, εάν πάρης ένα ύφασμα άσπρο και τοποθετήσης πίσω ένα φακό πολύ δυνατό, αυτό γίνεται μία φωτεινή οθόνη, έτσι μας απορροφούν και εμάς οι ακτίνες του Χριστού και μας κάνουν χριστούς. Γινόμεθα ναός του Χριστού, γινόμεθα μέλη του Χριστού, γινόμεθα χριστοί και εκείνος είναι η κεφαλή μας. Κεφαλή, «ο Χριστός εστιν κεφαλή της εκκλησίας», σημαίνει το κεφαλάρι, η πηγή. Όταν διψάς, θα πας στην βρύσι να ξεδιψάσης. Ο Χριστός είναι αυτός ο οποίος ποτίζει την καρδιά μας την διψασμένη. Τα μέλη μας και οι σάρκες μας και τα οστά μας γίνονται μελη και σάρκες και οστά του Χριστού. Ζούμε την ζωή του Χριστού και ο Χριστός αναλαμβάνει την δική μας ζωή. Όπως ένας είναι ο άρτος που βάζομε εις το άγιον αρτοφόριον, όπως ένας είναι ο άρτος τον οποίον αποθέτομεν εις την αγίαν Τράπεζαν, όπως ένας είναι ο Χριστός, έτσι και εμείς με τον Χριστόν και μεταξύ μας γινόμεθα ένα· γινόμεθα ένας Χριστός.

Τι γίνεται επομένως όταν κάνωμε λειτουργία; Κάνομε μίαν δεξίωσι, ένα δείπνο. Καλούμε ως συνδαιτυμόνες τους αγίους της Εκκλησίας μας, καλούμε τον πατέρα μας τον κεκοιμημένο, τον παππού μας, τον προπάππο μας, τα πρόσωπά μας τα αγαπητά που έφυγαν, καλούμε τους αγγέλους. Και έρχεται ο ίδιος ο Χριστός και μας παραθέτει το σώμα του και το αίμα του. Αυτό σημαίνει «πάντων των αγίων μνημονεύσαντες, εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Αφού φέραμε όλους τους αγίους εδώ και αναθέσαμε εις αυτούς τον εαυτόν μας, αφού τους ικετεύσαμε και τους κάναμε βοηθούς, δίνομε τον εαυτόν μας πλέον εις τον Χριστόν.

Πώς παρουσιάζεται ο Χριστός εις την λειτουργίαν; Να προσέξωμε εδώ για να καταλαβαίνωμε περισσότερα, όταν προσερχώμεθα εις αυτήν. Να δήτε εν τη πράξει ότι εις την λειτουργίαν είναι παρών ο Χριστός και ολόκληρος η Εκκλησία. Τύπος του Χριστού είναι ο επίσκοπος. Όπου είναι ο επίσκοπος, εκεί μόνον μπορεί να υπάρχη και η Εκκλησία του Χριστού. Γι' αυτό ανεβαίνει στον υψηλό θρόνο ο επίσκοπος, για να δείξη ότι εκείνην την στιγμή ο Χριστός παίρνει την θέσι του ανάμεσά μας. Εκεί όπου είναι ο αρχιερεύς, εκεί όπου είναι ο επίσκοπος, εκεί είναι πράγματι ο Χριστός. Όπως στο υπερώο, όπου ήσαν μαζεμένοι οι μαθηταί, μπήκε ο Χριστός και τους είπε «ειρήνη υμίν», έτσι ακριβώς, όταν ανεβαίνη στον θρόνο ο αρχιερεύς, ανεβαίνει ο Χριστός, διότι Εκείνος είναι «ο προσφέρων και ο προσφερόμενος». Ο Χριστός κατά βάθος κάνει την λειτουργίαν και εμείς είμαστε όλοι γύρω του. Όταν δεν υπάρχη αρχιερεύς, υπάρχει ο αντιπρόσωπός του, ο οποίος πρέπει να έχη, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας, άδειαν του επισκόπου· εάν δεν την έχη, δεν μπορεί να γίνη λειτουργία.

Ο ιερεύς ενδύεται λευκά, πολυτελή ή χρυσοΰφαντα άμφια. Γιατί άραγε; Επειδή είναι εγωιστής; Όχι, αγαπητοί μου. Όταν φοράη λευκά άμφια, θέλει να δείξη τον Χριστόν, ο οποίος κατά την Μεταμόρφωσιν ενεφανίσθη με λευκά σαν χιόνι ιμάτια. Έτσι, εις το πρόσωπο και εις τα ρούχα του ιερέως εμφανίζεται ο Χριστός. Όταν φοράη πολυτελή άμφια, θέλει να δείξη την δόξαν του Χριστού. Φορώντας το στιχάριον, το πρώτο άμφιον, ενδύεται επάνω του τον Χριστόν. Φορώντας κατόπιν το πετραχήλι, είναι σαν να παίρνη την χάριν του Θεού. Όταν, τέλος, προσθέτη επάνω του το φελόνιόν του, είναι μία πλήρης εικόνα του Χριστού.

Βλέπεις τον ιερέα με τα άμφια; Δεν είναι πλέον ο συγκεκριμένος ιερεύς, αλλά ο Χριστός. Κανείς στον κόσμο δεν φοράει τα άμφια που φορούν οι ιερείς. Είναι κάτι το υπερκόσμιον. Είναι ένα παράξενο θέαμα, μια ουράνια οπτασία, για να δείξη ότι κάτι το ουράνιο, ο ίδιος ο Χριστός, κατέβηκε σε εμάς.

Ανοίγει λοιπόν η ωραία πύλη και εις το θυσιαστήριον εμφανίζεται ο ιερεύς. Γιατί όμως ο ιερεύς δεν κοιτάζει εμάς, αλλά κοιτάζει προς το θυσιαστήριον; Ίσταται προ του θυσιαστηρίου και δέεται, ικετεύει, παρακαλεί τον Χριστόν ως ένας μεσίτης δικός μας. Όταν θα κάνη κατόπιν την είσοδον, θα πέραση ανάμεσά μας χωρίς να μας ρίξη πάλι ούτε ένα βλέμμα. Είναι αυτός που προπορεύεται, που ανεβαίνει, που μας οδηγεί εις τον δρόμο του ουρανού.

Τι κάνει ο ιερεύς και πάει συνεχώς μπροστά χωρίς να μας κοιτάζη; Προσέξτε να καταλάβετε. Ανεβήκατε ποτέ στα μοναστήρια των Μετεώρων; Έχετε έλθει στο Μεγάλο Μετέωρο; Στην αρχαία εποχή οι άνθρωποι ανέβαιναν με το δίκτυ. Τους έβαζαν μέσα, τους έκλειναν τα μάτια για να μη ζαλίζωνται, και τους ανέβαζαν με το βαρούλκο. Αργότερα έκαναν ένα δρομάκι πολύ στενό, σύρριζα στον βράχο, που ανέβαινε μέχρι το βουνό της Μεταμορφώσεως. Όταν λοιπόν ερχόταν κάποιος, πώς να ανέβη εκείνο το πολύ στενό μονοπατάκι; Αν κοιτούσε κάτω στον κρημνό, θα εσωριάζετο και θα εχάνετο. Κατέβαινε τότε ένας καλόγερος, έδινε εις τον επισκέπτη το ράσο του και του έλεγε: Καθώς εγώ θα ανεβαίνω και θα κοιτάζω προς τα επάνω, εσύ κράτα με. Θα ανεβαίνωμε μαζί. Μην κοιτάξης όμως κάτω. Αν κοιτάξης, θα πέσης και θα παρασύρης και εμένα. Και από εκείνο το μικρό μονοπάτι, που χτυπούσε η καρδιά του επισκέπτου, γιατί ήξερε πως κάτω ήταν χάος, τον ανέβαζε ο καλόγερος. Τον ανέβαζε γύρω γύρω και, όταν έφθαναν επάνω, έλεγε: Αχ, εδώ είναι ο Χριστός! Αυτό ακριβώς κάνει και ο ιερεύς. Μας ανεβάζει στο στενό μονοπάτι. Πρόσεξε, μην κοιτάζης κάτω, μη σε πλανέψη κάτι το χοϊκό. Ψηλά η καρδιά σου, ο νους σου αετός, για να μπορή να διασχίση και τους αιθέρας και τους ουρανούς! Χερσαία ζώα δεν μπορούν να πετάξουν. Αετός γίνε! Ψηλά κοίτα!

Εν τω μεταξύ οι ψάλτες ψάλλουν τα αντίφωνα· «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ σώσον ημάς». Τα συνδυάζουν με διαφόρους στίχους από το Ψαλτήρι, που είναι προφητείες για την έλευσι του Χριστού· προλέγουν ότι έρχεται ανάμεσά μας ο Χριστός. Κατόπιν ο ιερεύς κάνει την μικράν είσοδον συνεπαρμένος, διότι στην πραγματικότητα μπήκε σαν τον Μωυσή μέσα στο σύννεφο που κρύβει τον Χριστόν. Ας θυμηθούμε τον Μωυσή όταν ανέβηκε επάνω στο Σινά. Τι βροντές ήταν εκείνες, τι σεισμοί, τι φωτιές, τι καπνοί, τι φόβος και τρόμος! Παρών ο Θεός! Έτσι ακριβώς, μπροστά στον ιερέα παρών είναι ο Θεός. Δεν γίνονται βέβαια σεισμοί εδώ, για να μη τρομάξωμε, δεν υπάρχουν καπνοί, άλλά μόνον ο καπνός του θυμιάματος που ευωδιάζει. Ο ιερεύς γνωρίζει ότι προπορεύεται ο Χριστός και δεν αντέχει πλέον άλλο, γι’αυτό ξεσπάει η καρδιά του• «Ότι άγιος ει ο Θεός ημών και σοι την δόξαν αναπέμπομεν». Άγιος, ξεχωριστός είσαι, Θεέ μου. Κοιτάζει το θυσιαστήριον και είναι βέβαιος ότι είναι ο Θεός, το Πνεύμα, οι άγγελοι.

Κατά την μικράν είσοδον επέρασε και, όταν έφθασε εις τον συνήθη τόπον, παρεκάλεσε τον Χριστόν μαζί με την δική του είσοδο να γίνη και είσοδος αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων. Εν συνεχεία λέγει· «Ευλογημένη η είσοδος των αγίων σου». Ευλογεί την είσοδον, κατά την οποίαν μαζί με τον ιερέα συνεισέρχονται τα τάγματα και οι μυριάδες των αγγέλων και τα νέφη των αγίων. Μαζί τους, επάνω σε νοερά σύννεφα, εισέρχεται και ο ιερεύς. Γι' αυτό, τρομαγμένος μην τον κάψη η φωτιά του Θεού λέγει· «Ότι άγιος ει ο Θεός». Εγώ αμαρτωλός είμαι· μη με κάψης όμως, Θεέ μου.

Είχα την ευτυχία να γνωρίσω έναν άγιο άνθρωπο, ο οποίος πόσες φορές, όταν πήγαινε να λειτουργήση, έβγαινε από το θυσιαστήριον με ένα βλέμμα εξωκόσμιο, με ένα μάτι που έβλεπε πέρα από τον ορίζοντα! Λειτουργούσε μόνος του με έναν υποτακτικό του εις τον οποίον έλεγε: Βγες έξω, βγες, βγες γρήγορα. Έκλεινε την πόρτα και έμενε μόνος εις το θυσιαστήριον. Καθόταν μια ώρα, δυο ώρες. Ύστερα, αφού μιλούσε, αφού το πνεύμα του ελούετο στο φως του Θεού, αφού τα μάτια του ακτινοβολούσαν την λάμψι Του, έβγαινε πάλι και άνοιγε την πόρτα. έλα, του έλεγε, έλα. Εδώ ήταν το Άγιον Πνεύμα, εκεί τα σεραφίμ, εκεί τα χερουβίμ και έτρεμε ολόκληρος με ένα τρεμούλιασμα όμως γεμάτο χαρά και ευτυχία.

Και ο άγιος Σπυρίδων «αγγέλους έσχε συλλειτουργούντας». Πράγματι ο ιερεύς είναι συλλειτουργός των αγγέλων και των αγίων. Και ο λαός, επειδή το ξέρει, ψάλλει και αυτός τον αγγελικόν ύμνον «Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος». Ψάλλουν οι άγγελοι το «άγιος, άγιος, άγιος» και επαναλαμβάναμε και εμείς την φωνή τους. Έτσι, γη και ουρανός γινόμεθα όλοι ένας χορός, ένα πανηγύρι, ένα τραγούδι. Και προσθέταμε το «ελέησον ημάς». Είναι η κραυγή του αμαρτωλού ανθρώπου, διότι οι άγγελοι είναι άγιοι και πανάγιοι. Και στην μεγάλη είσοδο μαζί με τους αγγέλους είμαστε και εμείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι! Τι φοβερό! Περνάει ο Χριστός, μαζί και οι άγιοι, οι άγγελοι, μαζί και εγώ ο αμαρτωλός ιερεύς.

Γι' αυτό στην αρχαία εποχή οι ευσεβείς βασιλείς, όταν εγίνετο η μεγάλη είσοδος, ακολουθούσαν τον ιερέα με την συνοδία τους ως τιμητική συνοδία του ουρανίου βασιλέως ο οποίος περνούσε την ώρα εκείνην. Υπάρχει η παράδοσις ότι κάποιος βασιλεύς σε μια τέτοια εκστατική στιγμή, αισθανόμενος το ρίγος της παρουσίας του Χριστού και των αγγέλων, σωριάσθηκε κάτω με τα βασιλικά του ρούχα και το στέμμα.

Μετά τον αγγελικόν ύμνον και αφού αναγνωσθή ο απόστολος, όταν ετοιμάζεται ο ιερεύς να πη το ευαγγέλιον, στρέφεται για πρώτη φορά προς τον κόσμο και τον ευλογεί· «Ειρήνη πάσι». Δεν ευλογεί την ώρα εκείνην ο ιερεύς· ευλογεί ο ίδιος ο Χριστός. Όταν επρόκειτο να αναληφθή ο Χριστός, εσήκωσε τα χέρια του, ευλόγησε τους μαθητάς και εκείνοι προσκύνησαν και έφυγαν. Αυτό ακριβώς γίνεται εκείνην την ώρα. Ο ιερεύς, ο μεσίτης, ο αμαρτωλός, αποσύρεται και αφήνει τώρα να λειτουργή ο Χριστός ο ίδιος!

Γι' αυτό εις την μικράν είσοδον κρατάει προ της κεφαλής το Ευαγγέλιον, όχι για να κρύβη το πρόσωπό του, αλλά για να φαίνεται πως δεν υπάρχει εκείνος αλλά μόνον ο Χριστός. Και αφού το υψώση, ψάλλομε· «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ». Προσκυνάμε τον Χριστόν, όχι ένα Ευαγγέλιον, όχι τον ιερέα. Είναι μπροστά μας ο Χριστός που διδάσκει, ο Χριστός που λειτουργεί, ο Χριστός που ομιλεί, ο Χριστός που κρύβεται στον ιερέα. Πριν από αυτό ο ιερεύς λέγει· «Σοφία, ορθοί». Τι σημαίνει «ορθοί»; «Εναγωνίους ημάς είναι βούλεται τω Θεώ και τοις μυστηρίοις εντυγχάνοντας και μη ραθύμως, αλλά μετά σπουδής... την τοιαύτην ομιλίαν ποιείσθαι». Με αγωνίαν, με πόθον, με προσοχήν, όρθιος να περιμένης να δης τον Χριστόν και να επικοινωνήσης μαζί του. Γι' αυτό τον προσκυνούμε.

Επίσης εις την μεγάλην είσοδον, όταν περνάη ο Χριστός, ο ιερεύς λέγει· «Πάντων υμών μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη βασιλεία αυτού». Και ο καθένας μας λέγει· «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου». Βλέπομε τον Χριστόν με τα μάτια της ψυχής και τον παρακαλούμε να μας θυμηθή. Επομένως, ο Κύριος λειτουργεί. Ο Κύριος περνάει ανάμεσά μας. Ο Κύριος έρχεται να πάρη τα δώρα μας, για να τα εναποθέση εις το θυσιαστήριον.

Ως δώρα προσφέρομεν άρτον και οίνον. Ο άρτος στηρίζει και δίνει ζωήν στον άνθρωπο, ενώ το κρασί του δίνει αντοχήν και υγείαν. Επομένως, όταν δίνωμε εις τον Χριστόν τον άρτον και τον οίνον, δίνομε εκείνα που μας τρέφουν, που μας δίνουν την ζωή. Μυστικά, συμβολικά, προσφέρομε εις τον Χριστόν την ζωή μας, την υγεία μας, την ευφροσύνη μας· προσφέρομε τον εαυτόν μας· προσφέρομε τις δυσκολίες μας, τους πόνους μας, τους καημούς μας, τα παιδιά μας· προσφέρομε τα πάντα, όσα είναι δικά μας και όλον τον κόσμο. Γίνεται η αναφορά λέγοντας την ευχή της αναφοράς. Το ουσιαστικό αναφορά προέρχεται εκ του αναφέρω πού σημαίνει άνω φέρω. Ο Χριστός δηλαδή, την φρικτήν εκείνην στιγμή, δέχεται εις το υπερουράνιον θυσιαστήριον τα δώρα μας, την ζωή μας που του την προσφερομε· δέχεται εμάς.

Επομένως, όταν πηγαίνωμε εις την λειτουργίαν, πηγαίνομε για να πάρωμε τον Χριστόν. Αλλά πρέπει προηγουμένως να είμαστε έτοιμοι να του δώσωμε ό,τι μας ζήτηση, να δώσωμε τον εαυτόν μας. Εάν έχωμε κρατούμενα, δεν μπορούμε να ενωθούμε με τον Χριστόν. Εκείνην την στιγμή μπροστά μας παρουσιάζεται ο Χριστός εσφαγμένος. Πρέπει και εμείς να νοιώθωμε εσφαγμένοι δι' αυτόν να είμεθα πρόθυμοι, αν χρειασθή, να σφαγούμε. Διαρκώς λοιπόν παρουσιάζεται ενώπιόν μας ο Χριστός και ψάλλεται το αλληλούια. Κατά την μικράν είσοδον, μετά το αποστολικόν ανάγνωσμα και την μεγάλην είσοδον ψάλλομε αλληλούια. Τι σημαίνει αλληλούια; Το αλληλούια είναι ένας χαιρετισμός, που λέγεται στους γάμους του Χριστού. Για τους γάμους έχομε ιδιαίτερες ευχές και χαιρετισμούς. «Να ζήσετε ευτυχισμένοι χίλια χρόνια», εύχεσαι στους νεόνυμφους. Το αλληλούια είναι γαμήλιος ύμνος, χαιρετισμός εις τους γάμους του Χριστού, όταν ο Χριστός νυμφεύεται την νύμφη ψυχή.

Η λειτουργία λοιπόν με τις θεοφάνειές της, με την παρουσίαν του Χριστού, είναι σύναψις ενός μυστικού γάμου με τον Κύριον. Ο γάμος ονομάζεται και χαρά. Εις την λειτουργίαν είναι σαν να μας λέγη ο Χριστός· «είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου», εις τους γάμους του Χριστού σου. Αν δεν θέλης; Αν δεν θέλης, πού θα πας να του κρυφθής; Όπου και αν πας, εις τα βάθη της θαλάσσης ή εις τα ύψη του ουρανού, υπάρχει η παρουσία Του. Κάπου θα σε πιάση. Γιατί να μην παραδοθής καλύτερα μόνος σου; θα δης πόση θα είναι η χαρά σου! Εάν αρνηθής, θα είναι για σένα μία αυτοκτονία.

Ο ιερεύς, αφού κοινωνήση τους ανθρώπους, υψώνει το άγιον Ποτήριον και λέγει· «Πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Μας θυμίζει την Ανάληψιν του Χριστού. Είναι η στιγμή που ο Χριστός μας υπόσχεται πως θα μείνη πάντα μαζί μας. Έχοντας πάρει το Άγιον Πνεύμα, έχοντας δει τα μυστικά της βασιλείας, μπορούμε να φύγωμε με τα μάτια της ψυχής μας γεμάτα από τις ομορφιές που είδαμε.

Επομένως, αγαπητοί μου, η λειτουργία μας είναι ένας αρραβώνας με τον Χριστόν, ένας γάμος. Μας βάζει εις την βασιλείαν του. Ύστερα θα βγούμε πάλι, θα πάμε στο σπίτι μας με τα πάθη μας, με τις αμαρτίες μας, με τις μιζέριες μας. Δεν έχει σημασίαν. Θα πάμε πάλι στην λειτουργία, θα αρπάξωμε πάλι τον Χριστόν, θα μας θεώση ξανά. Και έτσι, με συνεχή αγώνα, με συνεχή πορεία, μπροστά ο ιερεύς, πίσω εμείς, θα φθάσωμε εις την βασιλείαν των ουρανών. Πηγαίνομε εις την λειτουργίαν με τον πόθο αυτόν; Εξασφαλίσαμε την βασιλείαν των ουρανών.

Είδαμε μέσα στην λειτουργία τους ουρανούς να ανοίγουν. Είδαμε τα αγαθά της βασιλείας των ουρανών. Επήραμε την «προίκα» μας, το Άγιον Πνεύμα. Μάθαμε ότι αυτός που ζητάμε, μπορεί να είναι στο χέρι μας, μπορούμε εμείς οι αμαρτωλές ψυχές να τον πιάσωμε μέσα στην Εκκλησία. Ας ερχώμεθα κάθε φορά για να πιάνωμε έτσι τον Χριστόν και να τον βάζωμε μυστικά και αόρατα μέσα μας. Και φεύγοντας με ψυχές που πανηγυρίζουν, ας πούμε· «πιστεύσωμεν αυτώ τας ψυχάς, και παραθώμεθα την ζωήν». Ας εμπιστευθούμε τις ψυχές μας εις τον Χριστόν που τον είδαμε και ας του αφιερώσωμε την ζωή μας· «και φλέξωμεν τας καρδίας τω πυρί της αγάπης αυτού». Ας πυρπολήσωμε την καρδιά μας με το πυρ της αγάπης του· με ένα πυρ που καίει μέσα μας κάθε σάπιο, που μας καθαρίζει και μας ετοιμάζει για την αιωνία ζωή.


πηγή: Αρχιμ. Αιμιλιανού, Κατηχήσεις και Λόγοι, τόμος 4, Θεία Λατρεία - Προσδοκία και Όρασις Θεού, εκδ. Ορμύλια, 2001.

Συμεών Θεσσαλονίκης: Για την ιερή και θεοποιό προσευχή

Συμεών Θεσσαλονίκης: Για την ιερή και θεοποιό προσευχή

Κεφάλαιο 296

Αυτή λοιπόν η θεία προσευχή, η επίκληση του Σωτήρα μας, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», είναι και προσευχή και ευχή και ομολογία της πίστεως· παρέχει το Άγιο Πνεύμα, είναι χορηγός θείων δωρεών, κάθαρση της καρδιάς, εκδίωξη των δαιμόνων, κατοίκηση μέσα μας του Ιησού Χριστού, πηγή πνευματικών εννοιών και θείων λογισμών, απολύτρωση από τις αμαρτίες, θεραπεία των ψυχών και των σωμάτων, χορηγός του θείου φωτισμού, βρύση του ελέους του Θεού, δωρητής θείων αποκαλύψεων και μυήσεων στον ταπεινό, και το μόνο σωτήριο, γιατί έχει το σωτήριο όνομα του Θεού μας, που είναι το μόνο όνομα που μας δόθηκε, το όνομα του Ιησού Χριστού, του υιού του Θεού, και δεν είναι δυνατό να σωθούμε με κανένα άλλο όνομα, όπως λέει ο Απόστολος.
 Είναι εν πρώτοις προσευχή, γιατί με αυτή ζητούμε το θείο έλεος. Και ευχή, γιατί παραδίνομε τον εαυτό μας στο Χριστό με την επίκλησή Του. Και ομολογία, γιατί αυτό ομολόγησε ο Πέτρος και δέχτηκε το μακαρισμό του Κυρίου. Και παρέχει το Πνεύμα, γιατί κανένας δε λέει Κύριο τον Ιησού παρά μόνο με το Άγιο Πνεύμα. Είναι και χορηγός θείων δωρεών, αφού γι' αυτή την ομολογία υποσχέθηκε ο Χριστός στον Πέτρο να του δώσει τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών. Και κάθαρση της καρδιάς, γιατί βλέπει και καλεί το Θεό και καθαίρει αυτόν που Τον βλέπει. Και εκδίωξη δαιμόνων, γιατί με το όνομα του Ιησού Χριστού εκδιώχθηκαν και εκδιώκονται όλοι οι δαίμονες. Και κατοίκηση μέσα μας του Χριστού, γιατί με τη θύμησή Του ο Χριστός είναι μέσα μας και με αυτή είναι ένοικός μας και μας γεμίζει ευφροσύνη, όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Θυμήθηκα το Θεό και ένιωσα ευφροσύνη». Και πηγή πνευματικών εννοιών και λογισμών, γιατί ο Χριστός είναι ο θησαυρός κάθε σοφίας και γνώσεως και τις χορηγεί σε όποιους κατοικεί. Και απολύτρωση από τις αμαρτίες, επειδή γι' αυτή την ομολογία είπε στον Πέτρο ο Κύριος: «Όσα θα λύσεις, θα είναι λυμένα στον ουρανό». Και θεραπεία ψυχών και σωμάτων, γιατί ο Πέτρος είπε: «Στο όνομα του Ιησού Χριστού σήκω και βάδισε» καί: «Αινέα, σε θεραπεύει ο Ιησούς Χριστός». Και χορηγός θείου φωτισμού, γιατί ο Χριστός είναι το φως το αληθινό και μεταδίδει τη λαμπρότητα και τη χάρη Του σ' εκείνους που τον επικαλούνται· όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Ας είναι η λαμπρότητα του Κυρίου και Θεού μας επάνω μας», και ο Κύριος: «Όποιος με ακολουθεί, θα έχει το φως της ζωής». Και βρύση θείου ελέους, γιατί ζητούμε έλεος και ο Κύριος είναι ελεήμων και σπλαχνίζεται όλους όσοι τον επικαλούνται και αποδίδει το δίκαιο γρήγορα σ' εκείνους που φωνάζουν προς Αυτόν. Και δωρητής θείων αποκαλύψεων και μυήσεων στους ταπεινούς, γιατί και η ίδια δόθηκε με αποκάλυψη του ουράνιου Πατέρα στον Πέτρο που ήταν ένας ταπεινός ψαράς, και ο Παύλος ανυψώθηκε στο όνομα του Χριστού και άκουσε αποκαλύψεις, και πάντοτε ενεργεί με αυτό τον τρόπο. Και το μόνο σωτήριο, γιατί στο όνομα κανενός άλλου δεν μπορούμε να σωθούμε, όπως λέει ο Απόστολος και Αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός· γι' αυτό και κατά την έσχατη ημέρα όλοι θα ομολογήσουν και θα υμνήσουν θέλοντας μη θέλοντας, ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός για τη δόξα του Θεού Πατέρα. Τούτο είναι το σημείο της πίστεώς μας, αφού και είμαστε και ονομαζόμαστε Χριστιανοί, και είναι και η μαρτυρία ότι είμαστε του Θεού. Γιατί λέει ο Απόστολος: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί Κύριο τον Ιησού Χριστό που ήρθε με σάρκα ανθρώπου, είναι από το Θεό», όπως προείπαμε, και όποιο δεν το ομολογεί αυτό, δεν είναι από το Θεό• είναι από τον αντίχριστο όποιο δεν ομολογεί τον Ιησού Χριστό. Γι’αυτό πρέπει όλοι οι πιστοί να ομολογούμε αδιάλειπτα τούτο το όνομα και για τη διακήρυξη της πίστεως, και για την αγάπη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, από την οποία τίποτε ποτέ δεν πρέπει να μας χωρίσει, αλλά και γιατί το όνομά Του παρέχει χάρη και άφεση και απολύτρωση και θεραπεία, αγιασμό και φωτισμό και προπάντων τη σωτηρία. Γιατί με αυτό το θείο όνομα οι Απόστολοι έκαναν και δίδαξαν μεγάλα και θαυμαστά. Και ο θείος Ευαγγελιστής λέει: «Αυτά έχουν γραφεί για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού» -ιδού η πίστη- «και πιστεύοντας να έχετε ζωή στο όνομά Του» -ιδού η σωτηρία και η ζωή.



Κεφάλαιο 297

Αυτή λοιπόν την ονομασία (του Ιησού Χριστού) ως προσευχή, ας λέει κάθε ευσεβής συνεχώς με το νου του και με τα χείλη, και όταν στέκεται και όταν βαδίζει και όταν κάθεται και όταν πλαγιάζει και ό,τι κι αν κάνει και λέει, και να βιάζει τον εαυτό του σε τούτο πάντοτε. Θα βρει έτσι πολύ μεγάλη γαλήνη και χαρά, όπως γνωρίζουν από την πείρα τους εκείνοι που φροντίζουν γι' αυτή. Επειδή όμως αυτό το έργο είναι ανώτερο από εκείνους που ζουν στον κόσμο, ακόμη και από τους μοναχούς που έχουν μέριμνες, γι' αυτό όλοι αυτοί ας έχουν τουλάχιστον ορισμένο καιρό γι' αυτό το έργο. Και όλοι ας έχουν ως κανόνα να ασκούν αυτή την προσευχή όσο μπορούν, και οι ιερωμένοι και οι μοναχοί και οι λαϊκοί. Οι μοναχοί λοιπόν ως ταγμένοι σ' αυτό κι επειδή την έχουν χρέος τους απαραίτητο· κι αν είναι στη μέριμνα των διακονημάτων, όμως ας βιάζουν τον εαυτό τους, αφού οφείλουν να ασκούν αυτή την ευχή και να προσεύχονται προς τον Κύριο αδιάκοπα, ακόμα και αν βρίσκονται σε ρεμβασμό και σύγχυση και στην όνομα και πράγμα αιχμαλωσία του νου, και να μην αμελούν γελασμένοι από τον εχθρό, αλλά να επιστρέφουν στην προσευχή και να χαίρονται που επιστρέφουν. Οι ιερωμένοι, ας την επιμελούνται ως αποστολικό έργο και θείο κήρυγμα κι επειδή η ευχή αυτή εκτελεί θεία ενεργήματα και παριστά την αγάπη του Χριστού. Οι κοσμικοί ας ασκούν κατά δύναμη την ευχή σαν σφραγίδα του εαυτού τους και σημείο της πίστεως και φύλαξη και αγιασμό και αποδίωξη κάθε πειρασμού. Όλοι επομένως, ιερωμένοι, λαϊκοί και μοναχοί, μόλις σηκωθούμε από τον ύπνο, πρέπει πρώτα να βάλομε στο νου μας το Χριστό και το Χριστό να θυμηθούμε πρώτα. Και αυτό ως απαρχή κάθε σκέψης και ως θυσία να προσφέρομε στο Χριστό. Γιατί πριν από κάθε άλλη σκέψη, πρέπει να θυμηθούμε το Χριστό που μας έσωσε και τόσο μας αγάπησε, αφού και Χριστιανοί είμαστε και ονομαζόμαστε, και Αυτόν ντυθήκαμε κατά το θείο βάπτισμα, σφραγιστήκαμε με το μύρο Του κι έχομε κοινωνήσει και κοινωνούμε την αγία Του σάρκα και το αίμα Του και είμαστε μέλη Του και ναός και Αυτόν έχομε ντυθεί και κατοικεί μέσα μας. Και γι' αυτό οφείλομε να Τον αγαπούμε και να Τον θυμόμαστε πάντα. Γι' αυτό και καθένας ας έχει ένα ορισμένο καιρό κατά τη δύναμή του και κάποιο μέτρο αυτής της προσευχής σαν χρέος. Ας σταθούμε ως εδώ γι' αυτό το θέμα. Επειδή για όσους ζητούν να μάθουν για τούτο, υπάρχουν πάρα πολλά για κατατόπισή τους. 


πηγή: Φιλοκαλία Τόμος Ε’, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, έτος 1993, Θεσσαλονίκη.