Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Γέροντας Αυξέντιος Γρηγοριάτης (1892 - 1/14 Μαρτίου 1981)


35 χρόνια από την κοίμηση του μοναχού Αυξεντίου Γρηγοριάτου
[Επί τη σεπτή επετείω των τριάκοντα και πέντε ετών της οσιακής κοιμήσεως του Μοναχού Αυξεντίου Γρηγοριάτου (1-14 Μαρτίου 1981), εμβληματικής μορφής του αγιορείτκου μοναχισμού του 20ού αιώνος, δημοσιεύουμε τη σχετική μελέτη του συμμοναστού του, Δαμασκηνού μοναχού Γρηγοριάτου.] 
σιώτατος Μοναχός Αξέντιος Γρηγοριάτης, ταν τό καμάρι καί τό στολίδι τς Ιερς  Μονς μας. Ηταν σκητής το κοινοβίου, ετός τς θείας γάπης, θεωρός το κτίστου Φωτός, περιφρονητής τν γηνων καί ραστής τν ορανίων. 
Ηταν τό καύχημα τς μετανοίας. πλοτος τς θείας σοφίας, δυνάστης τν δαιμόνων, τς προσευχς τό λαμπρότατον τέμενος, πίγειος Αγγελος καί οράνιος νθρωπος.
Μέ ατά τά ταπεινά λόγια τόλμησα στό λάχιστο βέβαια, νά κθειάσω τήν σιακή προσωπικότητα το μακαριστο δελφο τς Μονς μας π. Αξεντίου.
Γνωρίζω τήν δυναμία τς γλώσσης μου, νά ξυμν τέτοιες μορφές, γι᾿ ατό καί κ τν προτέρων ζητ  συγγνώμη.
Πολλά γράφησαν φ᾿ του Οσιος ατός Μοναχός λλαξε τά πίγεια μέ τά οράνια, τά φθαρτά μέ τά φθαρτα. θεώρησα μως ναγκαον, νάμεσα στίς λλες βιογραφίες τν Αγιορειτν Γεροντάδων μας, νά προσθέσω καί τόν μακαριστό π. Αξέντιο, περιλαμβάνοντας συνοπτικά, τά στορικά στοιχεα γιά τήν ζωή του, τούς γνες καί τό μακάριο τέλος του.
 πίσης θά προσθέσω καί σα γεγονότα συνέβησαν μετά τήν κοίμησίν του, πρός δόξαν Θεο καί παινον το μακαριστο Γέροντος.
Ο Γέρων Αξέντιος, γεννήθηκε στήν Μάνδρα ττικς λευσνος) τό 1892. Τό κοσμικό του νομα, ταν θανάσιος Κωνσταντίνου. Προήρχετο πό εσεβ οκογένεια. πό τήν φηβική του λικία γάπησε τόν μονήρη βίο. Ο βιγραφίες Οσίων Πατέρων, πού πληστα διάβαζε, το εχαν νάψει τόν ζλο γιά τόν σκητικό μοναχισμό. Οταν μεγάλωσε, πηρέτησε ς στρατιώτης τήν Πατρίδα πί ρκετά χρόνια κατά τήν περίοδον  τν Βαλκανικν πολέμων. φο μέ τήν Χάριν το Θεο πέστρεψε σος, φυγε μέσως γιά τό Μοναστήρι το σίου Σεραφείμ το Δομβοτου, πού ερίσκεται κοντά στήν περιοχή τς γενετείρας του. κάρη κε ρασοφόρος Μοναχός καί μετ᾿ λίγον νεχώρησε γιά περισσότερη συχία καί προσευχή, γιά τόν ελογημένο Αθωνα.
Στήν Ιερά Μονή το Οσίου Γρηγορίου λθε τό 1920 σέ λικία 28 τν. Μετά να χρόνο, κάρη Μεγαλόσχημος Μοναχός μέ τό νομα Αξέντιος. πό τότε μέχρι τήν μέραν τς κοιμήσεώς του, πού συνέβη τό σπέρας τς γρυπνίας τς Κυριακς τς ρθοδοξίας το 1981, Γέροντας καιγε καί λυωνε ς μία λαμπάδα στό Μοναστήρι μας φωτίζοντας λους μέ τά νθεα κατορθώματά του καί τίς πλούσιες μπειρίες του. Μερικά πό ατά θά σημειώσουμε ν συνεχεί, ς φόρον τιμς καί γάπης πρός τήν γίαν του μορφή.
Ο Γέρο Ησύχιος, να χαριτωμένο γεροντάκι τς Μονς μας, πού τώρα σέ λικία 99 τν γηροκομεται στό γηροκομεο τς Μονς μας, μο επε τά ξς:
Ο Αξέντιος, δελφάκι μου, ταν γιος πό τήν μάννα του. Ηλθε τοιμος Καλόγερος πό τό Μοναστήρι τς πατρίδος του. κε μαθε λα τά καλογερικά καί λθε δ τοιμος. Μαζί διακονήσαμε στό Μετόχι Βούλτσιστα τς Κατερίνης. κενος πηρέτησε κε ς μάγειρος τρία χρόνια. ν λοι τρωγαν κρέατα, ατός οτε τά δοκίμαζε, καί παραδόξως πάντα ταν νόστιμα. Κρατοσε τήν σιωπή καί τήν εχή.
Ηταν πολύ ργατικός. Μακάρι ν᾿ ξίωνε καί μένα Θεός νά χω τό τέλος του.
Ο γράφων ζησε μαζί μέ τόν π. Αξέντιο ξι χρόνια. λλά καί λλοι Πατέρες, ο πρτοι πό τούς νέους, χουν πολλά νά διηγονται γιά τήν σιακή του πολιτεία.
Δέν γάπησε τίποτα πό τά φήμερα καί δέα το κόσμου. Ολη του τήν προσοχή τήν εχε νυψώσει πρός τά περχόμενα πηγγελμένα γαθά. Τά τελευταα 20 καί πλέον χρόνια, εχε χάσει τό φς τν σωμτικν φθαλμν του, λόγ καταρράκτου.
Το πρότειναν ο Πατέρες νά βγ γιά νά γχειρισθ, λλά δέν δέχθηκε καί προτίμησε νά παραμείνη τυφλός, μέχρι το θανάτου του.
Υπηρέτησε σέ πολλά διακονήματα τς Μονς, πως στήν κκλησία, στόν μλο, στό μαγειρεο, στά Μετόχια, στούς κήπους μέ ποδειγματική ργατικότητα καί γρήγορσι στήν εχή. Στό μλο ατός κατεσκεύασε τά πεζούλια, κτισε τίς μάνδρες, βγαλε τά χαλίκια πό τά κηπάρια καί τά καλλιέργησε γιά πρώτη φορά. 
Κάποια φορά κινδύνευσε πό τίς σφαρες νός κυνηγο. Ηταν νύκτα καί βγαζε τά χαλίκια πό τόν κπο ξω. Κάποιος κυνηγός νόμισε τι κε μέσα στούς θάμνους ταν γριόχοιρος. Θά πυροβολοσε, λλά Θεία Χάρις τόν σωσε.
Ποτέ δέν πεδίωξε στήν Μονή νά πάρ ξιώματα. Ητο εχαριστημένος μέ τό κατ᾿ τος διακόνημά του καί τήν μίμητον πτωχεία του. Στό κελλί του εχε μόνο τό ξυλοκρέβατό του, μία διχαλωτή καρέκλα, που τίς νύχτες κανε τίς γρυπνίες του, λίγες εκόνες καί τά λάχιστα χιλιομπαλωμένα ροχα του. Κρατοσε κόμη τό ζωστικό του, τό ποο ρραβε διος μέ σακορράφα καί κλωστή σπάγγο.
Εχε τόσο πολύ φθαρε, στε σήμερα δέν διακρίνεται πό τά πολλά μπαλώματα τό ρχικό του φασμα. Κάποιος Μοναχός, μακαρίτης π. νδρέας, ν ξερε τι Γέρο Αξέντιος δέν φορε, οτε ζητε καινούργοια ροχα, πγε να πόγευμα ξω πό τό κελλί του. Πρε τό κουρελιασμένο παντελόνι το παππο καί κρέμασε να λλο καινούργιο.
Ο παππος τήν λλη μέρα ζητοσε τό δικό του. Δέν τό βρκε, μά οτε καί διαμαρτυρήθηκε. Μετά πό ξι μέρες, φο π.'Ανδρέας διεπίστωσε τι δέν μπορε νά κάν τίποτε, πγε, πρε τό δικό του καί κρέμασε πάλι τό παλιό παντελόνι το Γέροντος.
γαποσε πολ τς κολουθες. Πρν ρχσουν πιανε τν τοχο κα σιγ-σιγ ψελλζοντας τν εχ τος Χαιρετισμος κποιου Αγου, κατευθυνταν πρς τν κκλησα.
Οταν κποια φορ πεσε κα κτπησε, δν ζτησε βοθεια, λλ οτε κα σταμτησε ν ψιθυρζ τν εχ. Στ νειτα του, φλογισμνος π τν πθο τς νοερς προσευχς, νεχρησε γι τ Κθισμα τς Παναγας, πο πχει π τν Μον 15 λεπτ.
Σ να μνα πστρεψε. 
Τν ρτησα γιατ γρισες Γροντα; Μο πντησε: «Εχε πει χωρς τν ελογα τς Μονς κα μ νωχλοσε λογισμς. π πλον μαθαν ο Χριστιανο, τι κποιος σκητεει κε κα ρχοντο ν μο ζητσουν συμβουλς. γ ββαια κρυβομουν στ δσος, λλ δν μποροσε ν γνεται ατ κθε μρα. Ετσι προτμησα ν κατβω πλι στν Μον γι ν γωνισθ χωρς ν μ ξρ κανες». 
Η βα του στ σιωπ κα στν εχ, ταν χαρακτηριστικ κα π τ ξς γεγονς: Κποτε ταν τν διακονοσα, διηγεται δελφς π,. Βασλειος, θλησε νας λλος δελφς ν τν συνοδεύῃ μετ τν Εσπεριν γι τ κελλ του. Στ δρμο σκφθηκε ν το μιλ διφορα πργματα δι ν διασκεδσ τν τφλωσ του.
Οταν τν μετφερε στν πρτα το κελλιο του, το επε μ αστηρ φος: «Θλω ν μ δηγς χωρς ν μο μιλς, γιατ θλω ν λω τν εχ».  Συχν μως πγαινε Παππος μνος του στν κκλησα, κουμβντας στν τοχο κα ψηλαφντας τος χρους πο ερισκε μπροστ του. 
Μλιστα δ μ τ δεξ του χρι κουμβοσε στν τοχο κα μ τ ριστερ του κλεινε τ ατ του γι ν μ κούῃ συνομιλες τν κοσμικν προσκυνητν. Ετσι ζοσε μυστικ μ τν δικοπη προσευχ στν καρδι τν Χρι το Θεο, μποδζοντας κθε τι τ ξωτερικ στν νοερ πικοινωνα του μ τν Θε.
Στν κκλησα κα τς κολουθες, μς λεγε τι ασθνεται ελευθερα, γι᾿ ατ κα ρχταν πρτος π᾿ λους. φο προσκυνοσε λες τς εκνες, φορητς κα τοιχογραφες, στεκταν στ μνιμο στασδι του, τ πρτο δεξι στν κυρως Να.
Πρν ρχσει νντη Ωρα ρωτοσε, ν κουγε τι κποιος περνοσε π δπλα του: «Ποος Αγιος γιορτζει αριο;». π᾿ κενη τν στιγμ θ ρχιζε ν κν κομποσχονι γι τν Αγιο τς αριανς μρας.
γνριζε δ μ κθε λεπτομρεια τν τξι τν κολουθιν. 'Εν κποιος παρλειπε κτι π γνοια προσεξα, τν διρθωνε λγοντς του, π.χ. Δξα Πατρ, λγε. Ἐάν διαβαστς δν κουγε διαφοροσε, το λεγε μ αστηρ φος: «βραος εσαι κα παραλεπεις τ μισ
Στ κελλ του εχε δο μικρ μεταλλικ κουτι πο γλα βλχας. Τ να τ χρησιμοποιοσε γι ν πν τ νερ, κα τ λλο γι τ κρασ. πειδ ατ εχαν σκουρισει, σκφθηκα ν τ πετξω κα ν βλω καινοργια νοξεδωτα. Το τ επα, λλ ταν ννδοτος. Δν θελε πολυτλειες. ρκετο στ πολτως ναγκαα.
Δν θελε ν κουρζ κανναν, γι᾿ ατ δν ζτησε οτε ν το σπρσουν τ κελλ, οτε ν το διορθσουν τν πρτα τ παρθυρα, οτε ζτησε λλα ροχα.
Εμεινε μ τ παλι, πο εχαν γνει κουρέλια.
Οταν τν ρωτοσα: «Τ θλεις ν φς; Μο λεγε: «Ο,τι χ τρπεζα». Τποτε τ διατερο. Καμμα διοτροπα. π τ πρωϊν φαγητ, κρατοσε τ μισ κα τ τρωγε τ πγευμα. Ττε συνθως πινε κα να τσϊ μ λγο κρασ. Μσα βαζε κα ρκετ ζχαρι κα μα φτα ψωμ.
Κποτε το εχα πρει καραμλλες. Το ρεσαν πολ. λλοτε εχε ζητσει ν το γορση π. Δαμιανς να κιλ. ταν τς πγε στ κελλ του, Γρο Αξντιος το επε ν τς κρατση στ κελλ του κα ν το φρνη μνο π δο κθε μρα.
Δν θελε ν χη περιττ πργματα στ κελλ του γιατ τν περαζε λογισμς του.
-Γιατ π. Αξντιε, θ σ πειρξη λογισμς σου;
, θ θλω ν κνω προσευχ κα νος μου θ πηγανη στς καραμλλες!!!
Κτι παρμοιο συνβη κα μ τν χαλβ. ταν εδα τι το ρεσε, το φερα να μπαστονι τν τριν κιλν. Τν λλη μρα μο επε: 
ρε τν χαλβ κα δν θλω ν μο φρης λλη φορ.
Ττοια βα σκοσε στν αυτ του, ταν βλεπε τι κποια νθρπινη δυναμα θ μποροσε ν το δημιουργση πνευματικ νωμαλα. ταν γι μς ληθινό πδειγμα βιαστο μοναχο.
ταν ταν στ τελευταα του κι μες περιμναμε τι δν θ ζση κμη πολλς μρες, τν πισκφθηκε ττε σεβαστός μας Γροντς. ταν τελευταα βδομδα, πρν ρχση Μεγλη Τεσσαρακοστ. Θλοντας λοιπν ν τν πειρξη Γροντας, τν ρωτ:  "Θ κρατσης κι σύ τ τριμερο τς νηστεας, π. Αξντιε;
Κα Γρο Αξντιος πνέοντας τ λοσθια στ κρεββτι του, το παντ μ ση δναμι το εχε πομείνει: "Να θ τ κρατσω, πρτα Θες".
λοι φυσικ γελσαμε κα Γροντας μειδιντας κα γυρζοντας πρς μς, μς; επε: "Εναι ζτημα, άν θ ζση κμη τρες μρες, κι μως τ τριμερο τς νηστεας, πρ τς Μεγ. Τεσσαρακοστς θλει ν τ κρατση". Ατ φανρωνε τν γωνιστικτητά του κα τν μχρι τελευταας του ναπνος βα στν αυτ του γι τν γπη το Θεο κα τν νωσ του μ τν ρσμιο Νυμφο τς ψυχς του, τν Χριστ.
ταν κποτε τν ρτησα: Πς ν λγω τν εχ, μο πντησε: Μ τν καρδι".
-Κι ταν ρχονται λογισμο, τ ν κνω;
τος διχνης. Ο λογισμο, προρχονται π τ πθη. Τ πθη εναι σν τν  μηχαν. ρχεται διβολος γυρζει τν μηχαν του κα ττε βγανουν σν τ ζρια ο λογισμο. μες πρπει ν τος διχνουμε κα ν βζουμε τ νο στν καρδι μας κα ν λμε τν εχ", κα συνχισε ν προσεχεται μ τν νο στν καρδι του. 
Σέ λους ταν καταδεκτικός μέ τήν σεμνοτάτη παρουσία του. Τούς γαποσε τούς Πατέρες καί διαίτερα ατούς πού τόν διακονοσαν τούς τραβοσε κομποσχοίνι.
Ο συμβουλές του πρός λους σχεδόν, κόμη καί πρός τούς ελαβες χριστιανούς πού τόν πισκέπτοντο, ταν εχή καί νάγνωσι το Νόμου το Θεο.
πέφευγε κάθε τί πού θά τόν μπόδιζε στήν γλυκυτάτη του προσευχή. Ετσι δέν θελε νά συζητ πολύ, οτε νά καθυστερον Πατέρες στό κελλί του, νάβοντας τήν σόμπα του τοιμάζοντας τό φαγητό του. 
Οδέποτε ζήτησε νά τόν συνοδεύσ κάποιος γιά νά πάη βόλτα στόν περίβολο τς Μονς. νίοτε, ταν ντιλαμβάνετο, τι θά λθουν κάποιοι νά τόν νοχλήσουν, κρυβόταν μέσα στά τετριμμένα κλινοσκεπάσματά του γιά νά μή κουβεντιάζ μαζί τους.
ντύπωσι εχε προξενήσει σέ λους μας, συμμετοχή του στίς ερές κολουθίες. Σχεδόν πάντοτε στεκόταν ρθιος ψελλίζοντας τήν εχή το ησο. κάθητο λίγο, λλά ταν κουγε τό νομα τς Παναγίας, το Αγίου τς μέρας, κανε μέσως τό Σταυρό του καί σηκωνόταν. Τό πόσο εχε χαριτωθε, θά τό μάθουμε πό τό στόμα νός ργάτου τς Μονς μας το κ. Δημήτρη, ποος μετά τό πέρας τς Λειτουργίας κάποιου Σαββάτου, το 1979, μέ πλησίασε καί μέ ρώτησε τά ξς: 
-Πάτερ, γώ εμαι νθρωπος μαρτωλός, λλά τέτοια πράγματα πού εδα σήμερα τό πρω στήν'Εκκλησία, θά πρεπε σες νά τ·ά βλέπετε καί χι γώ.
-Τί εδες, Δημήτρη; Τί σο συνέβη;
-Οταν μπκα τό πρω στήν κκλησία, διαβάζανε κάτι Ψαλμούς ο Μοναχοί.
Πέρασα πό τήν Λιτή (σωνάρθηκας) γιά τό κυρίως Ναό. Τότε δεξιά μου, κε πού στέκεται πάντα νος τυφλός γέρος, ψηλός καί δύνατος, κουσα Ψαλμωδίες. πόρησα. Κύτταζα πό πο προέρχονται, λλά πό πουθενά δέν βλεπα κάποιους πό τούς Πατέρες νά ψάλλουν. ρκετά συγκινημένος πρα να στασίδι καί προσευχόμουν. Στήν ρα τς Θείας Κοινωνίας λλη παρόμοια περίπτωσι μέ ξάφνιασε. Ολοι ο Μοναχοί μέ προπορευομένους τούς παλαιοτέρους Πατέρες, ταν σέ παράταξι πλησίον το Τέμπλου γιά νά κοινωνήσουν. Καθώς τούς κύτταζα πό μακρυά, τό πρόσωπο το πρώτου, ατο δηλαδή το τυφλο, λαμπε σάν τόν λιο καί περισσότερο. Μά ποιός εναι, πάτερ, ατός Μοναχός;
-νομάζεται Γέρων Αξέντιος καί εναι γιος Μοναχός. λλά πές μου κόμη, Δημήτρη, σο χουν συμβε καί λλα παρόμοια τέτοια γεγονότα στήν ζωή σου;
-Ναί, μία φορά, καθώς διάβαζα τήν Θεία Μετάληψι, ασθάνθηκα γύρω μου εωδία καί λλοτε πιθυμ πολύ νά κλαίω, ταν διαβάζω ατές τίς εχές.
Πνευματικός το μακαριστο Γέροντος χρημάτισε Ιερομόναχος π. Π. Μαζί του συνψε τόν παρακάτω διάλογο:
-Γέρο Αξέντιε, θά πμε στό παράδεισο;
-Ο Θεός ξέρει.
-Τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά κερδίσουμε τήν Βασιλείαν τν Ορανν;
-Νά λέμε συνεχς τήν εχή: "Κύριε ησο Χριστέ...» καί προσέθεσε: «Πολλές φορές βλέπω πρός τό δεξιό μέρος Φς. Ατό τό βλέπω ταν κάνω τόν κανόνα μου μέ κομποσχοίνι. Τό βλέπω τακτικά καί μετά πάλι φεύγει.
-Τί ασθάνεσαι, ταν τό βλέπς, Γέρο Αξέντιε;
σθάνομαι πολλή χαρά καί ερήνη.
Εχε φθάσει στά μέτρα τς γιότητος πό τήν παροσα ζωή. Ο Χριστός μέ τήν παρουσία το κτίστου Φωτός στήν ψυχή του, φανέρωνε τήν δική του παρουσία, ποία τόν ερήνευε καί τόν χαροποιοσε.
Εχε μεγάλη ελάβεια στόν Γέροντα καί Ηγούμενο τς Μονς μας, τόν π. Γεώργιο. πέφευγε νά δίν συμβουλές, διότι μς λεγε: «σες χετε τόν Γέροντα πού εναι θεολόγος. Ατόν νά ρωττε καί νά κάνετε πακοή σέ ,τι σς λέγει».
Οσάκις πέστρεφε Γέροντας πό τόν κόσμο, Γέρο Αξέντιος, μέ βμα βιαστικό πήγαινε νά πάρ τήν εχή του. λλά καί Γέροντάς μας στίς μιλίες καί συμβουλές του πρός λη τήν δελφότητα, τά ξς περίπου λεγε: "Πρέπει νά γωνιζώμεθα κατά το γωϊσμο μας καί τν λοιπν παθν μας. Βλέπετε τόν Γέρο Αξέντιο; Εναι τυφλός καί οτε μιλε κρατντας τήν σιωπή. γωνίζεται μέ τήν ταπείνωσι, τήν μετάνοια, τήν σιωπή, τήν προσευχή καί τόν Κανόνα του.
Μέ τήν προσευχή του Γέρο Αξέντιος γιάζεται διος, γιάζει καί τήν δελφότητα καί λο τόν κόσμο. Η προσευχή του λυώνει τούς πάγους τς μαρτίας.
Ετσι, Πατέρες, κι μες πρέπει νά γωνισθομε, ο παλαιοί λλά καί ο νέοι, διότι λος κόσμος περιμένει πολλά πό μς.
Ο πνευματικός του π. Π. μς παρέδωσε καί τήν προσευχή πού λεγε παππος πρίν πό τόν πνο του τό βράδυ.
Ελεγε τό ξς: «Δι᾿ εχν τν γίων Πατέρων μν, Κύριε ησο Χριστέ, λέησόν με τόν μαρτωλόν». Κατόπιν σταύρωνε τό μέτωπό του, τόν μυελό δεξιά καί ριστερά, τήν κεφαλή, τούς φθαλμούς, τήν μύτη) καί λεγε: «Σταυρέ το Χριστο φρούρησέ με, φύλαξέ με, σκέπασέ με, δήγησέ με ες δόν μετανοίας καί σσόν με. Σταυρέ, καθάρισέ με πό πάσης φαντασίας. (ατό τό λεγε τρες φορές, καί τσι φευγε φαντασία). Λσον μου τό σκότος τς διανοίας καί ρσαι με πό παντός σκότους το πονηρο. (Κατόπιν σταύρωνε τήν κοιλιά του καί τά γόνατά του) καί λεγε: "Σταυρέ το Χριστο, σσόν με τ δυνάμει σου, φρούρησέ μου ταύτη τήν σάρκα τήν θνητήν, που φορ καί φύλαξέ την πό παντός μολυσμο καί πάσης καθαρσίας. μήν». 
Στ τελευταα του πφερε π ξογκωμνη κλη. Ο γιατρς το δωσε εδικ προστατευτικ ζνη, λλ δν τν φρεσε, διτι τν μπδιζε στν προσευχ του.
Οταν χειροτρευσε κατστασς του, μεταφρθηκε στ νο νοσοκομεο τ Μονς.
Ο μνιμος καθετρας το προκαλοσε πνους, πο δν τος ξωτερκευε. 
Τ χρμα το προσπου του δειχνε, τι γργορα θ πλθη τν πιγεων. νπιον δο νων Μοναχν παρδωσε τν ψυχ του, ταν στν κκλησα χορς τν Ψαλτν κα τν ερων, ψαλλον τ «Φς λαρν» στν γρυπνα τς ρθοδοξας.
Ο νας π τος δο δελφος πο στθηκε κοντ του στς τελευταες στιγμς, ερισκμενος σ κατστασι Χριτος, ξιθηκε ν δ περφυσικ πργματα.
Τν κομε ν μς τ διηγηθ:  "Η μορφ του πρε τ νεκρικ της χρμα. Ο Παππος πρε δύο-τρες φορς μεγλες εσπνος, ν ο κπνος του γνοντο μαλακ κα συχα. Ξαφνικ στρεψε τ πρσωπ του πτομα πρς τ δεξι, σν ν θελε ν ποφγ κτι ς ηδιαστικ κα ποτρπαιο. Πλησασα, το πιασα τ χρι κα τ φλησα. 

Παραξενετικα, διτι εωδαζε. ν ταν νκτα, μσως κοω ξω βματα πολλν νθρπων. Εχα τν ασθησι, τι λθαν κα στθηκαν στ πδια το Παππο. Ββαια δν τος βλεπα, λλ νοιωθα τι ερσκοντο κε. Εξαφνα βγκε π τ στμα το Γροντος, νας λκληρος Γρο Αξντιος...Βγκε μ μα θριαμβευτικ αχ, μ᾿ κτταξε τν κτταξα, κα χωρς ν μο μιλσ, επε τ ξς χαρακτηριστικ: «Τρα πελευθερθηκα, τρα ναπαθηκα, τρα σχασα» Ατο πο τν περμεναν, τν παρλαβαν κα νεχρησαν.
γαποσα τν Γροντα Αξέντιο κα ποροσα, πς δν εδα τποτε γι τ τελνια πο γνωρζουμε, τι ρχονται ν φοβερσουν τν Ψυχ. γωνιοσα λοιπν, τ συνβη μ τν ψυχ το Γρο Αξντιου. Μετ μα βδομδα, εδα στν πνο μου τν Παππο κα τν ρτησα:
τερ Αξντιε, πς πρασε ψυχ σου τ τελνια; Δν σ νχλησαν;
-Καννα π τ δαιμνια δν μπρεσε ν μ πλησισ, πτερ Ν. Ηταν γριεμνα, διτι δν μπρεσαν ν κνουν ατ πο θελαν. Μ πειλοσαν χωρς ν μπορον ν μο κνουν κακ. Αχ τ μς κανες μ τς προσευχς σου, μ τς νηστεες σου, μ τς μετνοιες κα γρυπνες σου... Μ᾿ ατ τ λγια μ γριοκτταζαν, χωρς ν μπορον κν ν μ πλησισουν. Μνο να δαιμονκι τς πορνεας τλμησε ν λθ στ πδια μου κα μο επε: «γ θ σ᾿ νοχλ μχρις του φθσς στν οκο το πατρα σου». 
Στ τελευταα του πφερε π ξογκωμνη κλη. Ο γιατρς το δωσε εδικ προστατευτικ ζνη, λλ δν τν φρεσε, διτι τν μπδιζε στν προσευχ του.
Οταν χειροτρευσε κατστασς του, μεταφρθηκε στ νο νοσοκομεο τ Μονς.
Ο μνιμος καθετρας το προκαλοσε πνους, πο δν τος ξωτερκευε. 
Τ χρμα το προσπου του δειχνε, τι γργορα θ πλθη τν πιγεων. νπιον δο νων Μοναχν παρδωσε τν ψυχ του, ταν στν κκλησα χορς τν Ψαλτν κα τν ερων, ψαλλον τ «Φς λαρν» στν γρυπνα τς ρθοδοξας.
Ο νας π τος δο δελφος πο στθηκε κοντ του στς τελευταες στιγμς, ερισκμενος σ κατστασι Χριτος, ξιθηκε ν δ περφυσικ πργματα. Τν κομε ν μς τ διηγηθ:  "Η μορφ του πρε τ νεκρικ της χρμα. Ο Παππος πρε δύο-τρες φορς μεγλες εσπνος, ν ο κπνος του γνοντο μαλακ κα συχα. Ξαφνικ στρεψε τ πρσωπ του πτομα πρς τ δεξι, σν ν θελε ν ποφγ κτι ς ηδιαστικ κα ποτρπαιο. Πλησασα, το πιασα τ χρι κα τ φλησα.
Παραξενετικα, διτι εωδαζε. ν ταν νκτα, μσως κοω ξω βματα πολλν νθρπων. Εχα τν ασθησι, τι λθαν κα στθηκαν στ πδια το Παππο. Ββαια δν τος βλεπα, λλ νοιωθα τι ερσκοντο κε. Εξαφνα βγκε π τ στμα το Γροντος, νας λκληρος Γρο Αξντιος...Βγκε μ μα θριαμβευτικ αχ, μ᾿ κτταξε τν κτταξα, κα χωρς ν μο μιλσ, επε τ ξς χαρακτηριστικ: «Τρα πελευθερθηκα, τρα ναπαθηκα, τρα σχασα» Ατο πο τν περμεναν, τν παρλαβαν κα νεχρησαν.
γαποσα τν Γροντα Αξέντιο κα ποροσα, πς δν εδα τποτε γι τ τελνια πο γνωρζουμε, τι ρχονται ν φοβερσουν τν Ψυχ. γωνιοσα λοιπν, τ συνβη μ τν ψυχ το Γρο Αξντιου. Μετ μα βδομδα, εδα στν πνο μου τν Παππο κα τν ρτησα:
τερ Αξντιε, πς πρασε ψυχ σου τ τελνια; Δν σ νχλησαν;
-Καννα π τ δαιμνια δν μπρεσε ν μ πλησισ, πτερ Ν. Ηταν γριεμνα, διτι δν μπρεσαν ν κνουν ατ πο θελαν. Μ πειλοσαν χωρς ν μπορον ν μο κνουν κακ. Αχ τ μς κανες μ τς προσευχς σου, μ τς νηστεες σου, μ τς μετνοιες κα γρυπνες σου... Μ᾿ ατ τ λγια μ γριοκτταζαν, χωρς ν μπορον κν ν μ πλησισουν. Μνο να δαιμονκι τς πορνεας τλμησε ν λθ στ πδια μου κα μο επε: «γ θ σ᾿ νοχλ μχρις του φθσς στν οκο το πατρα σου».
Η μέρα τς κηδείας του, το πράγματι μία νάστασιμη μέρα. Χαρμόσυνο γεγονός μετάστασις τς ψυχς το Γέρο Αξέντιου, γι᾿ ατό καί αθόρμητα τόν προπέμψαμε μέ τό «Χριστός νέστη..» πού ντήχησε σέ λη τήν γύρω περιοχή, ς μνος θριάμβου.
Η ασθησις τι τόν χουμε νάμεσά μας, εναι πάντοτε δυνατή. Ο Πανάγαθος Θεός, θέλοντας νά μς βεβαιώσ, τι μακαριστός Γέροντας σώθηκε, καί δοξάσθηκε, δωσε ρκετά σημεα σέ ρισμένους δελφούς πρός παρηγορίαν μας καί δόξαν το Αγίου νόματός του.
Ο δελφός τς Μονς μας π. Θ. ταν διακονοσε τό τος τς κοιμήσεως το Παππο, τό 1981, στό μπέλι, μπκε να πόγευμα στό κκλησάκι τς Καλύβης του γιά νά προσευχηθ. Αθόρμητα το ρθε μία ρώτησις στόν νο του: Ο Παππος τότε εχε κοιμηθε πρίν τρες μνες: «Αραγε Χριστέ μου, χει σωθε Γέρο Αξέντιος; Ξαφνικά εδε νά κινονται λα τά κανδήλια τν Αγίων το Τέμπλου πολύ χαρμόσυνα. 
Ατό πανελήφθηκε.
Ο κηπουρός δελφός κατέβηκε στό Μοναστήρι καί νεκοίνωσε τό φαινόμενο στόν Ηγούμενο π. Γεώργιο. Υπέθεσαν μήπως ταν τά παράθυρα νοικτά καί κινοντο τά κανδήλια μέ τίς λυσίδες μαζί. Ηλθαν καί ο δύο. 
Καθώς μπκαν στό κκλησάκι το γίου Γεωργίου το μπελιο, καί πάλι εδαν νά κινονται λα τά κανδήλια μόνα τους. κατάλαβαν πλέον τι το πληροφορία το Θεο τι Γέρο Αξεντιος νεπαύθη κάι μάλιστα σέ καλό τόπο.
Μία λλη φορά μετά τήν κοίμησιν το Γέρο Αξεντίου λθε στήν Μονή μας ρημίτης Μοναχός π. Γ. πό τά Καυσοκαλύβια. Τότε γράφων, μουν ρχοντάρης καί γιά ελογία, βαλα τόν π. Γ. στό δωμάτιο που κοιμήθη Γέρο Αξέντιος. Το πεξήγησα τι στό τάδε κρεβάτι κοιμήθηκε πρό μηνν τάδε Γέροντας. 
κενος δού τί μς γράφει, μετά πό σα ζησε: «φο κλεισα τήν πόρτα καί πλησίασα τό κρεβάτι του, σκέφθηκα μέσα μου καί επα: "ρα γε τί ρετή νά χ οτος Γέρων; Υψώσας τό μμα τς καρδίας μου πρός τά νω, επα Κύριε Θεός μου, άν οτος Μοναχός εχε ρετή στήν ψυχή του καί ερε παρρησίαν νώπιόν σου, δός μοι σέ παρακαλ νά λαφρώσουν ο πόνοι τς παμμίαρης κεφαλς μου. 
Στραφείς πρός τόν μακαρίτη, επα:  "Πάτερ Αξέντιε, άν ρετή σου ερε παρρησίαν πρός τόν Κύριον, θεράπευσόν μου σέ παρακαλ, σο ενα δυνατόν, τήν ζάλη καί τόν καύσωνα τς νοήτου μου κεφαλς, καί σταυρώσας τό μαξιλάριον καί τήν στρωμνήν, ξάπλωσα καί κοιμήθην. Στή κατάλληλη ρα λθε ρηθείς δελφός καί μέ ξύπνησε. Παρετήρησα κάποια λάφρωσι πάνω μου, λλά πειδή μουν πό τόν πνο, δέν δωσα μεγάλη σημασία. 
Κάτω στόν ρσαν νοιωσα μεγάλη πνευματική λευθερία, τόσο στήν ψυχή μου σον καί στό σμα μου, καθώς καί πολλή λάφρωσι στήν παμμίαρη κεφαλή μου.φο μπκα στό κακι, νοιωσα καί ασθάνομαι μέσα μου κίνησι, πήδημα καί λμα νατατικό. 
Προχωρντας τό κακι πρός τον προορισμό μου, καρδιά μου δούλευε σάν μηχανή εροπλάνου. Δύναμις νοερά κινετο στήν καρδιά μου μέ χαρά καί εφροσύνη. Σκιρτήματα μεγάλα καί μέ λματα νατατικά, ρμοσε τό πνεμα μου σάν νά θελε ν᾿ νέλθ στά οράνια. ναλογίσθηκα καθ᾿ αυτόν καί επα: «ρα γε ατή νά εναι νοερά προσευχή; λήθεια λέγω, δέν κατάλαβα πότε φθασα στόν προορισμό μου. βάσταξαν ατά τά πνευματικά σημεα 5-6 ρες καί μετά τά χασα χωρίς νά πάρω χαμπάρι.
Ατ θλουν μεγλη περα, αστηρ νψι κα προσευχ κα ψυχ πολυμματι, γι ν μπορσ κανες ν τ παρακολουθσ. γ ς σθενς κα σωτος στν ψυχ δν τ πρα εδησι πτε φυγαν.π ττε, π τν μλειν μου κα τν ραθυμαν μου, δν ξαννοιωσα ττοια πνευματικ πργματα. 
Κατλαβα μως, τι λα ατ ταν χρις το πατρς μν Αξεντου, γι ν μς πληροφορσ Θες, τι χι μνον σθη Γροντας, λλ κα παρρησαν ερε στν Θεν κα σως ν λαβε κα τν στφανον τς γιωσνης. Τοτο ββαια γ δν τ γνωρζω, Θες τ γνωρζει. 
Λοιπν ταν πνευματικ δρα γι ν μς δσ Θες θρρος λοντος κα πστι ζσα κα θερμοττη, ν γωνιζμεθα σν πνευματικο πκτες κα θλητς κα γενναοι κα νδρεοι στρατιτες. γι ν ποθσουμε τν περγλυκτατον κα πειροαγαπημνον μς ησον, τν Κριον κα Θεν μας. 
Ἐάν λοιπν, γ βορβοροπαμμιαροβδελυγμνος, παναμαρτωλς κα πανακθαρτος, τ κντρο το δου κα τς βσσου, ξιθηκα  ατ τν σντομο χριν π τν π. Αξντιο, πόσο μλλον ο Πατρες ατς τς Μονς θ ξινονται πολλς χριτος, ἐάν χουν πστι σ᾿ ατν; 
Εθε λοιπν λοι ο Πατρες τς Μονς, ν᾿ ξιωθον ατν τν πνευματικν σημεων πο ασθνθηκα γ ατοαπλεια κα χι μνο ατ, λλ κα μεγαλτερα κα ψηλτερα π τατα κα μνιμα μ τς εχς κα πρεσβεες το Οσου πατρς μν Αξεντου. μν".
Μι λλη φορ λθε στν Μον μας, γνωστς σ λους νεαρς Γεργιος, ποος πφερε π χρνια π κθαρτα πνεματα. Τν βαλα ν κοιμηθ στ δωμτιο, που φησε τν σχτη ναπνο του Γρων Αξντιος. Το ξγησα μλιστα ποις κοιμθη τν αἰώνιο πνο στ κρεβτι ατ
Ο Γεργιος διεπστωσε τν ξς διαφορ, τν ποαν μ μηχαναν μο διηγετο: «Οταν ξπλωνα στ λλο κρεβτι, (τ κρεβτια κε σαν παντοτε δο), πειραζμουν φοβερ π τ δαιμνια, ν ταν ξπλωνα στ κρεβτι το Γρο Αξεντου, παραδξως μουν πολ ερηνικς".
Μετ τν κομησι το Γροντος, λθε στν Μον μας, ς προσκυνητς  νας ελαβς διανοομενος Χριστιανς π τν Πτρα. Εμαθε γι τν κομησι κα τς ρετς το Παππο. Ττε κα ατς μ τν σειρ του, πεκλυψε νπιον το Ηγουμνου τς Μονς μας, τι ταν πρ τν εχε λθει μ συνοδεα δελφν ς προσκυνητς στν Μον, συνντησε τν κοιμηθντα δελφ στ θυρωρεον τς Μονς. 
Τν ρτησε πτε μπορον ν προσκυνήσουν τ᾿ για Λεψανα. Εσκυψε ν πρ τν εχ του, καθς κα ο νθρωποι τς συνοδεας του. Πολ τος παραξνευσε τ γεγονς, τι τ χρι το Γροντος Αξεντου εωδαζε σν γιο λεψανο. Τήν δια εωδαν ασθανθκανε ο δελφο μνο σ για Λεψανα κα χι σ ζωνταν νθρωπο. Θαυμαστς λοιπν Θες ν τος Αγοις ατο
Πιστεω τι θ πρχουν κα λλα σημεα, τ ποα σταδιακ, ἐάν εναι θλημα Θεο, θ ποκαλυφθον. Τ γεγονς εναι τι Γρων Αξντιος, πτυχε το σκοπο  δι τν ποον λθεν π τς γς κα ξλθεν κ το κσμου. Κα ατς σκοπς εναι Θωσις, αωνα νωσις μ τν Αγα Τριδα.
Εθε κα μες μ τς δυνατς πρεσβεες το μεγλου σκητο Γροντος Αξεντου, ν᾿ γωνισθομε κα ν πιτχωμεν το ποθουμνου δι ν χαιρμεθα μετ τν γων κα δικαων ες αἰῶνας τν αἰώνων. μν.

Τύχων μοναχός ο Γεωργιανός (1868-1956)


Τύχων μοναχός ο Γεωργιανός (1868-1956)
(Φωτ.: Εργαστήριο μονής Αγίου Παντελεήμονος)
Πηγή: http://athosprosopography.blogspot.gr
Τό κοσμικό του όνομα ήταν Τιμόθεος Σεραζαντασβίλι του Γεωργίου. Αγρότης από την περιφέρεια της Τυφλίδας, από την κωμόπολη Τσχινβάλι. Το όνομα της μητέρας του ήταν Μαρία. Γεννήθηκε το 1868 ή το 1870. Προσήλθε στο Άγιον ‘Ορος, στο κελλί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της μονής των Ιβήρων, στις 10 Ιανουαρίου 1890 και εκάρη μοναχός στις 15 Φεβρουαρίου 1893. Το 1919, μαζί με άλλους 17 Γεωργιανούς μοναχούς, εγκαταστάθηκε στο κελλί του Αγίου Στεφάνου της μονής Αγίου Παντελεήμονος στις Καρυές, όπου είχε ζήσει και ο περίφημος ασκητής του Άθω Χατζηγιώργης (†1886). Το κελλί καταστράφηκε από πυρκαγιά στις 4 Σεπτεμβρίου 1932. Ο Τύχων εισήλθε στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος στις 7 Φεβρουαρίου 1943 έχοντας γίνει ήδη μεγαλόσχημος. Επέστρεψε στη μονή των Ιβήρων, όπου και κοιμήθηκε ειρηνικά στις 6 Φεβρουαρίου 1956. Υπήρξε ο τελευταίος Γεωργιανός μοναχός του Αγίου Όρους.

Παρθένιος ιερομόναχος Καρουλιώτης (1881 - 1959)


Του κατά κόσμον Παύλου Ιβανιώφ του Αλεξάνδρου και της Βάσιας η πατρίδα ήταν η Μόσχα, στην οποία γεννήθηκε το 1881. Η κατα­γωγή του ήταν από πριγκιπική οικογένεια της Ρωσίας, την τσαρική δυ­ναστεία των Ρωμανώφ. Λέγεται πως η κτηματική του περιουσία ήταν σε έκταση όση της Μακεδονίας μας. Μόλις 18 ετών ήλθε να μονάσει στο Άγιον Όρος. Προς τούτο πήγε στο Χιλανδαρινό Κελλί του Αγίου Νικολάου – Μπουραζέρη, παρά τις Καρυές, που το κατοικούσαν πολλοί Ρώσοι. Στο Κελλί αυτό εκάρη μοναχός το 1906 και ασκήθηκε στην υπακοή, στην ταπείνωση και στην εξουθένωση της κοινοβιακής ζωής. Αργό­τερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Λόγω της μορφώσεώς του τον έθεσαν στη γραμματεία του Κελλιού, που τότε ανοικοδομείτο και είχε μεγάλη αλληλογραφία.
Μία ημέρα, μεταξύ των επιστολών που έλαβε ήταν και μίας γυναί­κας, που έγραφε πως πληροφορήθηκε για την ανοικοδόμηση ναού και έστειλε προς τούτο λίγα χρήματα,
γιατί ήταν φτωχή. Μάλιστα, όπως έγραφε, και αυτά τα λίγα χρήματα τα εξοικονόμησε, κόβοντας τις κο­τσίδες των μαλλιών της και πουλώντας τες στις αρχόντισσες, που τα φορούσαν, κατά τη μόδα της εποχής, στις δεξιώσεις … Το γεγονός αυτό τον συγκλόνισε και τον έκανε ν’ αναχωρήσει για τα φρικτά Καρούλια.
Λίγο προ του τέλους του έλεγε σ’ ένα μοναχό πως συγκλονίσθηκε από εκείνη την επιστολή. Μία γυναίκα έκοψε και πούλησε τα μαλλιά της κι έστειλε από το υστέρημά της τον όβολό της κι εκείνος να κάθεται στην πολυθρόνα, να πίνει τσάι, να τρώει καλά και να έχει όλες τις ανέσεις; Έτσι, αποφάσισε να πάει στα Καρούλια, να υποφέρει κάτι για την αγάπη του Εσταυρωμένου Χριστού, για τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής του. Στο Μπουραζέρη, έλεγε, λόγω της οικογενειακής καταγωγής του, ποτέ δεν θα τον έβαζαν σε βαρύ διακόνημα.
Περί το 1920 πήγε και κατοίκησε στην Καλύβη του Αγίου Ιννοκεντίου στα Καρούλια. Ο διακαής πόθος της ησυχίας τον οδήγησε εκεί. Έδειξε τέλεια αυταπάρνηση και μεγάλη αγάπη προς όλους τους συνασκητές του, τους οποίους έβλεπε ως επίγειους, αγίους αγγέλους του Θεού. Βοηθούσε όλους όσους μπορούσε. Δεν άφηνε κανένα να εισέλθει στο κελλί του, για να μη δει που κοιμόταν. Είχε χαμαικοιτία μέσα στο σπήλαιο. Για στρώμα είχε ένα τρίχινο σάισμα και για προσκέφαλο ένα κούτσουρο. Δεν μαγείρευε και αρκείτο συνήθως σε ξηρά τροφή. Τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά για να ζεσταθεί. Το κουρελιασμένο ζωστικό του δεν μύριζε άσχημα, μα μάλλον ευωδίαζε. Λέγεται από πολλούς, που τον γνώρισαν, πως τον κοσμούσε το προορατικό χάρισμα. Το κομποσχοίνι ήταν πάντοτε στο χέρι του και η ευχή του Ιησού στο στόμα του. Πολλοί πολλές φορές τον κάλεσαν στον κόσμο, αλλά ποτέ δεν άφησε τα Καρούλια.
Είχε μία βιβλική μορφή, που τον έκανε σεβάσμιο. Μόνη η όψη του φανέρωνε την ευγενική καταγωγή του. Τον έβλεπες και σου προκαλούσε δέος, σεβασμό και αγάπη. Ήταν σεβαστός και αγαπητός από όλους. Κατά τον επίσκοπο Ροδοστόλου Χρυσόστομο: «Άκρως φιλέρημος και ρέκτης της νήψεως και της νοεράς προσευχής, εκ προοιμίων της εκεί εγκαταστάσεώς του γνωστοποίησε την απροθυμία του για επισκέψεις και συντυχίες και την … ευγνωμοσύνη του για ’κείνους που θα σέβον­ταν τούτη την παράκλησι και θέλησί του. Τροφή του πνευματική η χά­ρις του Θεού, βρώσις του σωματική το παξιμάδι, που του προμήθευαν συνασκηταί, και πόσις του το λιγοστό βρόχινο νεράκι της από προκάτοχο παρακατασκεύαστης στερνούλας». Μας έλεγε ο μοναχός Δανιήλ, της αδελφότητος των Δανιηλαίων, ότι έβαζε στο λίγο χώμα, που εκεί είχε κάτι πατατούλες και δεν τις έτρωγε. Τις έδινε κι αυτές ευλογία σε άλλους με χαρά. Η ασκητική ζωή του συγκινούσε τους πάντες. Το πριγκιπόπουλο για την αγάπη του Χριστού έγινε φτωχός, ερημίτης, σπηλιώτης, Καρουλιώτης …
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 11.1.1959, για ν’ απολαμβάνει αιώνια, στην ατελεύτητη Ουράνια Βασιλεία τη θεσπέσια θέα του Θεού. Την εκδημία του την είχε προαισθανθεί και την προείπε.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Ανδρέου Αγιορείτου μοναχού. Γεροντικό του Αγίου Όρους, τ. Α΄ Αθήναι 1979, σσ. 141- 142. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Αγιορείτικες Διηγήσεις του Γέροντος Ιωακείμ, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 135-136. Ιωαννικίου Κοτσώνη αρχιμ., Αθωνικόν Γεροντικόν, Κουφάλια Θεσσαλονίκης 1999, σσ. 97-98. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Ωδή στα αμάραντα, στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2004, σ. 621.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ. 621-624