Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Περί προσευχῆς. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου


IMG_3812cἩ προσευχὴ εἶναι μεγάλο ἀγαθό, ἂν γίνεται καὶ μὲ λογισμὸ ἀγαθό· ἂν εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ὄχι μόνο ὅταν μᾶς δίνει, ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν μᾶς δίνει ὅ,τι Τοῦ ζητᾶμε, ἀφοῦ καὶ τὰ δύο τά κάνει γιὰ τὴν ὠφέλειά μας. Ἔτσι, καὶ ὅταν δὲν παίρνουμε, οὐσιαστικὰ παίρνουμε μὲ τὸ νὰ μὴν πάρουμε ὅ,τι δὲν μᾶς συμφέρει. Ὑπάρχουν, βλέπετε, περιπτώσεις ποὺ ἡ μὴ ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός μας εἶναι πιὸ ὠφέλιμη. Καὶ τότε ὅ,τι θεωροῦμε σὰν ἀποτυχία εἶναι ἐπιτυχία.

Ἃς μὴ στεναχωριόμαστε, λοιπόν, ὅταν ὁ Θεὸς ἀργεῖ νὰ εἰσακούσει τὴν προσευχή μας. Ἃς μὴ χάνουμε τὴν ὑπομονή μας. Μήπως καὶ πρὶν ζητήσουμε κάτι, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ δώσει ὁ Πανάγαθος; Μπορεῖ, φυσικά, ἀλλὰ περιμένει ἀπὸ μᾶς κάποιαν ἀφορμή, ὥστε νὰ μᾶς βοηθήσει δίκαια. Γι’ αὐτὸ ἃς Τοῦ δίνουμε τὴν ἀφορμὴ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἃς περιμένουμε μὲ πίστη, μὲ ἐλπίδα, μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν πανσοφία καὶ στὴ φιλανθρωπία Του. Μᾶς ἔδωσε ὅ,τι ζητήσαμε; Ἃς Τὸν εὐχαριστοῦμε. Δὲν μᾶς ἔδωσε; Καὶ πάλι ἃς Τὸν εὐχαριστοῦμε, γιατί δὲν γνωρίζουμε, ὅπως γνωρίζει Ἐκεῖνος, τί εἶναι καλὸ γιὰ μᾶς.

Ἃς ἔχουμε ἀκόμα ὑπόψη μας, πὼς ὁ Θεὸς συχνὰ δὲν ἀρνεῖται, ἀλλὰ μόνο ἀναβάλλει τὴν ἱκανοποίηση κάποιου αἰτήματός μας. Καὶ γιατί ἀναβάλλει; Ἐπειδή, χρησιμοποιώντας ὡς μέσο τὴ δική μας ἐπιμονὴ στὸ αἴτημα, θέλει νὰ μᾶς ἑλκύσει καὶ νὰ μᾶς κρατήσει κοντά Του. Κι ἕνας φιλόστοργος πατέρας, ἄλλωστε, ὅταν τοῦ ζητάει κάτι τὸ παιδί του, πολλὲς φορὲς ἀρνεῖται νὰ τοῦ τὸ δώσει, ὄχι γιατί δὲν θέλει, ἀλλὰ γιατί μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ παιδὶ μένει κοντά του.

Μὲ δυὸ λόγια, ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς μᾶς ἐξαρτᾶται: πρώτον, ἀπὸ τὸ ἂν εἴμαστε ἄξιοι νὰ λάβουμε ὅ,τι ζητᾶμε· δεύτερον, ἀπὸ τὸ ἂν προσευχόμαστε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· τρίτον, ἀπὸ τὸ ἂν προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα· τέταρτον, ἀπὸ τὸ ἂν γιὰ ὅλα καταφεύγουμε στὸ Θεό·πέμπτον, ἀπὸ τὸ ἂν ζητᾶμε ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ὠφέλιμα σ’ ἐμᾶς.

Καὶ δίκαιοι ἀκόμα νὰ παρακαλέσουν τὸν Κύριο, δὲν θὰ εἰσακουστοῦν, ἂν δὲν πρέπει. Ποιὸς ἦταν δικαιότερος ἀπὸ τὸν Παῦλο; Καὶ ὅμως, ἐπειδὴ ζήτησε κάτι ποὺ δὲν θὰ τὸν ὠφελοῦσε, δὲν εἰσακούστηκε. «Τρεῖς φορὲς παρακάλεσα γι’ αὐτὸ τὸν Κύριο», γράφει ὁ ἴδιος, «καὶ ἡ ἀπάντησή Του ἦταν: “Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου”» (Β’ Κορ. 12:8-9). Ἀλλὰ καὶ ὁ Μωυσῆς δὲν ἦταν δίκαιος; Ε, οὔτε κι ἐκεῖνος εἰσακούστηκε. «Φτάνει πιά!», τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς (Δεύτ. 3:26), ὅταν ζητοῦσε νὰ μπεῖ στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.

Πέρα ἀπ’ αὐτά, ὅμως, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ ἀχρηστεύει τὴν προσευχή μας, καὶ αὐτὸ εἶναι ἠ ἀμετανοησία. Προσευχόμαστε, ἐνῶ ἐπιμένουμε στὴν ἁμαρτία. Ἔτσι ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς εἶπε στὸν προφήτη Ἱερεμία: «Μὴν προσεύχεσαι γιὰ τὸ λαὸ αὐτό! Δὲν βλέπεις τί κάνουν;» (Ἱερ. 7:16-17). Δὲν ἀπομακρύνθηκαν, λέει, ἀπὸ τὴν ἀσέβεια. Κι ἐσὺ μὲ παρακαλᾶς γι’ αὐτούς; Δὲν σ’ ἀκούω!

Ὅταν, πάλι, ζητᾶμε κάτι κακὸ ἐναντίον τῶν ἔχθρων μας, ὄχι μόνο δὲν τὸ πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ παροργίζεται. Γιατί η προσευχὴ εἶναι φάρμακο. Κι ἂν δὲν γνωρίζουμε πὼς πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα φάρμακο, δὲν θὰ ὠφεληθοῦμε ποτὲ ἀπὸ τὴ δύναμή του.

Πόσο μεγάλο καλὸ εἴναι ἡ συνεχὴς προσευχή, τὸ μαθαίνουμε ἀπὸ τὴ Χαναναία ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ δὲν σταματοῦσε νὰ κραυγάζει: «Ἐλέησε μέ, Κύριε!» (Ματθ. 15:22). Κι ἔτσι, αὐτὸ ποὺ ἀρνήθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς ἀποστόλους, τοὺς μαθητές Του, τὸ πέτυχε ἐκείνη μὲ τὴν ὑπομονή της. Ὁ Θεός, βλέπετε, προτιμᾶ γιὰ τὰ δικά μας ζητήματα νὰ Τὸν παρακαλᾶμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ποὺ εἴμαστε καὶ ὑπεύθυνοι, παρὰ νὰ Τὸν παρακαλοῦν ἄλλοι γιὰ λογαριασμό μας.

Ὅταν ἔχουμε τὴν ἀνάγκη ἀνθρώπων, χρειάζεται καὶ χρήματα νὰ δαπανήσουμε καὶ δουλόπρεπα νὰ κολακέψουμε καὶ πολὺ νὰ τρέξουμε. Γιατί οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου ὄχι μόνο δὲν μᾶς δίνουν εὔκολα ὅ,τι τοὺς ζητᾶμε, ἀλλὰ συνήθως οὔτε κάν νὰ μᾶς μιλήσουν δὲν καταδέχονται. Πρέπει πρῶτα νὰ πλησιάσουμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι κοντά τους -ὑπηρέτες, γραμματεῖς, ὑπαλλήλους κ.α- καὶ νὰ τοὺς καλοπιάσουμε, νὰ τοὺς ἐκλιπαρήσουμε, νὰ τοὺς προσφέρουμε δῶρα. Ἔτσι θὰ ἐξασφαλίσουμε τὴ μεσολάβησή τους στοὺς ἁρμόδιους ἀξιωματούχους, γιὰ τὸ διακανονισμὸ τῆς ὅποιας ὑποθέσεώς μας.

Ὁ Θεός, ἀπεναντίας, δὲν θέλει μεσολαβητές. Δὲν χρειάζεται νὰ Τὸν παρακαλοῦν ἄλλοι γιὰ μᾶς. Προτιμᾶ νὰ Τὸν παρακαλᾶμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Μᾶς χρωστάει χάρη, μάλιστα, ὅταν τοῦ ζητᾶμε ὅ,τι ἔχουμε ἀνάγκη. Μόνο Αὐτὸς χρωστάει χάρη ὅταν Τοῦ ζητᾶμε, μόνο Αὐτὸς δίνει ἐκεῖνα ποὺ δὲν Τοῦ δανείσαμε. Κι ἂν δεῖ ὅτι ἐπιμένουμε στὴν προσευχὴ μὲ πίστη καὶ καρτερία, πληρώνει δίχως νὰ ἀπαιτεῖ ἀνταλλάγματα. Ἄν, ὅμως, δεῖ ὅτι προσευχόμαστε μὲ νωθρότητα, ἀναβάλλει τὴν πληρωμή· ὄχι γιατί μᾶς περιφρονεῖ ἢ μᾶς ἀποστρέφεται, ἀλλὰ γιατί, ὅπως εἶπα, μὲ τὴν ἀναβολὴ αὐτὴ μᾶς κρατάει κοντά Του.

Ἄν, λοιπόν, εἰσακούστηκες, εὐχαρίστησε τὸ Θεό. Ἂν δὲν εἰσακούστηκες, μεῖνε κοντά Του, γιὰ νὰ εἰσακουστεῖς. Ἄν, πάλι, Τὸν ἔχεις πικράνει μὲ τὶς ἁμαρτίες σου, μὴν ἀπελπίζεσαι. Ὅταν πικράνεις ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλὰ στὴ συνέχεια παρουσιάζεσαι μπροστά του καὶ τὸ πρωὶ καὶ τὸ μεσημέρι καὶ τὸ βράδυ, ζητώντας ταπεινὰ συγχώρηση, δὲν θὰ κερδίσεις τὴ συμπάθειά του; Πολὺ περισσότερο θὰ κερδίσεις τὴ συμπάθεια τοῦ ἀνεξίκακου Θεοῦ, ἂν καὶ τὸ πρωὶ καὶ τὸ μεσημέρι καὶ τὸ βράδυ καὶ κάθε ὥρα ἐπικαλεῖσαι τὴν εὐσπλαχνία Του μὲ τὴν προσευχή.

Ἃς τ’ ἀκούσουν ὅλα αὐτὰ ὅσοι προσεύχονται μὲ ραθυμία καὶ βαρυγγωμοῦν, ὅταν ὁ Κύριος ἀργεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημά τους. Τοὺς λέω: “Παρακάλεσε τὸ Θεό!”. Καὶ μοῦ ἀπαντοῦν: “Τὸν παρακάλεσα μιά, δυό, τρεῖς, δέκα, εἴκοσι φορές, μὰ δὲν ἔλαβα τίποτα”. Μὴ σταματήσεις, ὥσπου νὰ λάβεις. Σταμάτησε, ὅταν λάβεις. Ἢ μᾶλλον, οὔτε καὶ τότε νὰ σταματήσεις τὴν προσευχή. Πρίν λάβεις, νὰ ζητᾶς. Καὶ ἀφοῦ λάβεις, νὰ εὐχαριστεῖς.

Πολλοὶ μπαίνουν στὴν ἐκκλησία, λένε διάφορες προσευχὲς καὶ βγαίνουν. Βγαίνουν, χωρὶς νὰ γνωρίζουν τί εἶπαν. Τὰ χείλη τοὺς κινοῦνται, ἀλλὰ τ’ αὐτιά τους δὲν ἀκοῦνε. Εσύ ὁ ἴδιος δὲν ἀκοῦς τὴν προσευχή σου, καὶ θέλεις νὰ τὴν ἀκούσει ὁ Θεός; “Γονάτισα”, λές. Γονάτισες, ἀλλά, ἐνῶ τὸ σῶμα σου ἦταν μέσα, ὁ νοῦς σου πετοῦσε ἔξω. Μὲ τὸ στόμα ἔλεγες τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴ σκέψη λογάριαζες τόκους, ἔκανες συμβόλαια, πουλοῦσες ἐμπορεύματα, ἀγόραζες κτήματα, συναντοῦσες τοὺς φίλους σου. Γιατί ὁ διάβολος, ποὺ εἶναι πονηρὸς καί γνωρίζει ὅτι στὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς μεγάλα πράγματα κατορθώνουμε, τότε ἀκριβῶς ἔρχεται καὶ σπέρνει λογισμοὺς μέσα μας. Νά, πολλὲς φορὲς εἴμαστε ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι, καὶ τίποτα δὲν συλλογιζόμαστε· πᾶμε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε, καὶ τότε χίλιες σκέψεις περνοῦν ἀπὸ τὸ νοῦ μας. Ἔτσι χάνουμε τοὺς καρποὺς τῆς προσευχῆς, φεύγοντας ἀπὸ τὸ ναὸ μὲ ἄδεια χέρια. Τὸ ἴδιο, βέβαια, γίνεται καὶ ὅταν προσευχόμαστε στὸ σπίτι μας ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ.

Κάθε φορᾶ, λοιπόν, πού, καθὼς προσευχόμαστε, συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁ νοῦς μας ἔχει φύγει ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἔχει στραφεῖ σὲ βιοτικὰ πράγματα, ἃς τὸν φέρνουμε πίσω, ἀναγκάζοντάς τον νὰ μένει σταθερὰ καὶ προσεκτικὰ προσκολλημένος στὰ νοήματα τῆς προσευχῆς. Ἄς ἐπαναλαμβάνουμε, μάλιστα, τὴν προσευχὴ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Κι ἂν παθαίνουμε πάλι καὶ πάλι τὸ ἴδιο, ἃς τὴν ἐπαναλαμβάνουμε καὶ γιὰ τρίτη καὶ γιὰ τέταρτη φορά. Ἃς μὴ σταματᾶμε, πρὶν ποῦμε ὁλόκληρη τὴν προσευχή, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος, μὲ ἄγρυπνη διάνοια καὶ ἀδιατάρακτο λογισμό. Καὶ ὅταν ὁ διάβολος ἀντιληφθεῖ ὅτι δὲν καταθέτουμε τὰ ὅπλα, θὰ σταματήσει πιὰ κι αὐτὸς νὰ μᾶς πολεμάει.

Ὅταν παρουσιαζόμαστε γιὰ ὁποιοδήποτε ζήτημά μας σ’ ἕναν ἐπίγειο ἄρχοντα, εἴμαστε τόσο προσεκτικοὶ καὶ αὐτοσυγκεντρωμένοι, ὥστε δὲν βλέπουμε οὒτ’ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται δίπλα μας. Μέσα στὸ νοῦ μας δὲν ὑπάρχουν παρὰ ὁ ἄνθρωπος, μπροστὰ στὸν ὁποῖο βρισκόμαστε, καὶ τὸ θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο θέλουμε νὰ τοῦ μιλήσουμε. Τὸ ἴδιο, πολὺ περισσότερο, δὲν πρέπει νὰ κάνουμε, ὅταν βρισκόμαστε μπροστὰ στὸν ὕψιστο Θεό, ἐμμένοντας σταθερὰ στὴν προσευχή μας καὶ μὴν περιφέροντας τὸ νοῦ ἐδῶ κι ἐκεῖ; Ἂν ἡ γλώσσα μας προφέρει προσευχητικὰ λόγια καὶ ἡ διάνοιά μας ὀνειροπολεῖ, τίποτα δὲν ἔχουμε νὰ ὠφεληθοῦμε. Ἀπεναντίας, θὰ κατακριθοῦμε, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μὲ μεγαλύτερη ὑπομονὴ καὶ ἐντατικότερη προσοχὴ μιλᾶμε σὲ ἀνθρώπους παρὰ στὸν Κύριό μας. Στὸ κάτω-κάτω, κι ἂν ἀκόμα δὲν πάρουμε τίποτε ἀπ’ Αὐτόν, τὸ νὰ βρισκόμαστε σὲ διαρκῆ ἐπικοινωνία μαζί Του μικρὸ καλὸ εἶναι; Ἄν ὠφελούμαστε πολύ, ὅταν συζητᾶμε μ’ ἕναν ἐνάρετο ἄνθρωπο, πόσο θὰ ὠφεληθοῦμε, ἀλήθεια, συνομιλώντας μὲ τὸν Πλάστη, τὸν Εὐεργέτη, τὸ Σωτήρα μας, ἔστω κι ἂν δὲν μᾶς δίνει ὅ,τι Τοῦ ζητᾶμε;

Γιατί, ὅμως, δὲν μᾶς δίνει; Θὰ τὸ τονίσω γι’ ἄλλη μιὰ φορά: Γιατί συνήθως Τοῦ ζητᾶμε πράγματα βλαβερά, νομίζοντας πὼς εἶναι καλὰ καὶ ὠφέλιμα. Δὲν γνωρίζεις, ἄνθρωπέ μου, τὸ συμφέρον σου. Ἐκεῖνος, ποὺ τὸ γνωρίζει, δὲν εἰσακούει τὴν παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο ἀπὸ σένα γιὰ τὴ σωτηρία σου. Ἂν οἱ γονεῖς δὲν δίνουν πάντα στὰ παιδιὰ τοὺς ὅ,τι τοὺς ζητοῦν, ὄχι βέβαια ἐπειδὴ τὰ μισοῦν, μὰ ἐπειδή, ἀπεναντίας, ὑπερβολικά τά ἀγαποῦν, πολὺ περισσότερο θὰ κάνει τὸ ἴδιο ὀ Θεός, ὁ ὁποῖος καὶ περισσότερο ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας μᾶς ἀγαπᾶ καὶ καλύτερα ἀπ’ ὅλους γνωρίζει ποιὸ εἶναι τὸ καλό μας.

Ὅταν, λοιπόν, ἀποκάνεις ἰκετεύοντας τὸν Κύριο, κι Ἐκεῖνος δὲν σοῦ δίνει σημασία, μὴν παραπονιέσαι. Ξεχνᾶς, ἄλλωστε, πόσες φορὲς ἐσὺ ἄκουσες κάποιον φτωχὸ νὰ σὲ παρακαλάει καὶ δὲν τοῦ ἔδωσες σημασία; Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανες ἀπὸ σκληρότητα, ἐνῶ ὁ Θεὸς τὸ κάνει ἀπὸ φιλανθρωπία. Ὡστόσο, ἐνῶ δὲν δέχεσαι νὰ κατηγορήσουν ἐσένα, ποὺ ἀπὸ σκληρότητα δὲν ἄκουσες τὸν συνάνθρωπό σου, κατηγορεῖς τὸ Θεό, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία δὲν σὲ ἀκούει.

Εἶπα ὅμως προηγουμένως, ὅτι κι ὅταν ἀκόμα δὲν σὲ ἀκούει, ἡ ὠφέλειά σου ἀπὸ τὴν προσευχὴ εἶναι μεγάλη. Γιατί εἶναι ἀδύνατο ν’ ἁμαρτήσει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ προσεύχεται πρόθυμα καὶ ἀδιάλειπτα, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ συντρίβει τὴν καρδιά του, ἀνεβάζει τὸ νοῦ του στὸν οὐρανὸ καὶ ὁμολογεῖ ταπεινὰ στὸν Κύριό τά ἁμαρτήματά του. Γιατί, ὓστερ’ ἀπὸ μία τέτοια προσευχή, πετάει μακριὰ κάθε φροντίδα γιὰ τὰ γήινα, ἀποκτάει φτερά, γίνεται ἀνώτερος ἀπὸ τ’ ἀνθρώπινα πάθη.

Τὰ δροσερὰ νερὰ δὲν δίνουν στὰ φυτὰ τόση θολερότητα, ὅση δίνουν τὰ δάκρυα στὸ δέντρο τῆς προσευχῆς, κάνοντάς το ν’ ἀνεβαίνει ψηλά, ὡς τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μάλιστα, Ἐκεῖνος εἰσακούει τὴν προσευχή μας. Καὶ πῶς νὰ μὴν εἰσακούσει τὴν προσευχὴ μιᾶς ψυχῆς, ποῦ στέκεται μπροστά Του μὲ αὐτοσυγκέντρωση, μὲ κατάνυξη, μὲ ταπείνωση; Μιᾶς ψυχῆς ποῦ ἔχει μεταφερθεῖ νοερὰ ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό; Μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἔχει διώξει κάθε ἀνθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτικὴ μέριμνα, κάθε ἐμπαθῆ προσκόλληση, κι ἔχει ἀφοσιωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴ μυστικὴ καὶ πανευφρόσυνη κοινωνία μὲ τὸν Κύριό της;

Ναί, ἔτσι πρέπει νὰ προσεύχεται ὁ χριστιανός. Ἀφοῦ συγκεντρώσει καὶ ἐντείνει ὅλη του τὴ σκέψη, τότε νὰ ἱκετεύει τὸ Θεὸ ἔμπονα. Δεν χρειάζεται νὰ λέει ἀτέλειωτα λόγια, φτάνουν τὰ λίγα καὶ ἁπλά. Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Κυρίου στὴν προσευχὴ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν λόγων, ἀλλ’ ἀπὸ τη νήψη τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώσει κανεὶς ἀπ’ ὅσα λέει ἡ Γραφὴ γιὰ τὴ στείρα Ἄννα, τὴ μητέρα τοῦ προφήτη Σαμουήλ. «Κύριε», ἔταξε ἡ Ἄννα, «ἂν σκύψεις πάνω ἀπὸ τὴ θλίψη τῆς δούλης σου καὶ μὲ θυμηθεῖς καὶ μοῦ δώσεις παιδί, τότε ἐγὼ θὰ τὸ ἀφιερώσω σ’ ἐσένα γιὰ ὅλη του τὴ ζωὴ» (Α’ Βασ. 1:11). Εἶναι πολλά τά λόγια αὐτά; Ὄχι. Καὶ ὅμως, ἐπειδὴ μὲ νήψη καὶ προσοχὴ ἔκανε αὐτὴ τὴ μικρὴ προσευχή, κατόρθωσε ὅσα ἠθέλησε: Καὶ τὴν ἀνάπηρη φύση της διόρθωσε καὶ τὴν κλεισμένη μήτρα της ἄνοιξε καὶ ἀπὸ τὴν περιφρόνηση τῶν ὁμοεθνῶν της λυτρώθηκε καὶ ἀπὸ τὴν ἄγονη γῆ θέρισε σιτάρι πλούσιο.

Ὅποιος προσεύχεται, λοιπόν, ἃς μὴ λέει περίσσια λόγια. Καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Παῦλος, ἄλλωστε, μᾶς σύστησαν νά προσευχόμαστε συχνά, ἀλλὰ μὲ συντομία καὶ μικρὰ διαλείμματα. Γιατί, μακραίνοντας τὴν προσευχή, εἶναι δυνατὸ νὰ χάσεις τὴν προσοχή. Κι ἔτσι δίνεις τὴν εὐκαιρία στὸ διάβολο νὰ σὲ πλησιάσει καὶ νὰ σοῦ ὑποβάλει τοὺς δικούς του λογισμούς. Ἄν, ὅμως, οἱ προσευχές σου εἶναι σύντομες καὶ συχνές, τότε θὰ μπορεῖς εὔκολα νὰ τὶς κάνεις μὲ προσοχὴ καὶ νήψη, καλύπτοντας μ’ αὐτὲς ὅλο τὸν διαθέσιμο χρόνο σου.

Θέλεις κι ἐσὺ νὰ μάθεις ἄγρυπνη προσευχὴ καὶ προσοχὴ τοῦ νοῦ καὶ διαρκῆ παραμονὴ κοντὰ στὸ Θεό; Πήγαινε στὴν Ἄννα καὶ μάθε τί ἔκανε ἐκείνη. Σηκώθηκαν, λέει, ὅλοι ἀπὸ τὸ τραπέζι (Ἃ’ Βασ. 1:9). Ὡστόσο, ἡ Ἄννα δὲν πῆγε οὔτε νὰ κοιμηθεῖ οὔτε ν’ ἀναπαυθεῖ. Ἔτρεξε στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ἀπ’ αὐτὸ συμπεραίνω πώς, ἀκόμα κι ὅταν ἔτρωγε, δὲν παραφόρτωνε τὸ στομάχι της. Διαφορετικά, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ, καὶ μάλιστα μὲ τόσα δάκρυα. Ἂν ἐμεῖς, ὅταν εἴμαστε νηστικοί, μὲ δυσκολία κατορθώνουμε νὰ προσευχηθοῦμε, ἐνῶ ὓστερ’ ἀπὸ τὰ συμπόσια ποτὲ δὲν προσευχόμαστε, πολὺ περισσότερο ἐκείνη, μιὰ γυναίκα, δὲν θὰ προσευχόταν μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μετὰ τὸ συμπόσιο, ἂν εἶχε καλοφάει.

Ἃς ντραποῦμε ἐμεῖς, οἱ ἄνδρες, ποὺ παρακαλᾶμε γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ συνάμα χασμουριόμαστε, ἃς ντραποῦμε, λέω, ἐκείνη τὴ γυναίκα, ποὺ παρακαλοῦσε κι ἔκλαιγε. Δὲς τὴν εὐλάβειά της κι ἀπὸ τοῦτο: «Μιλοῦσε ἀπὸ τὴν καρδιά της· τὰ χείλη της μόλις ποὺ κινιόνταν καὶ ἡ φωνή της δὲν ἀκουγόταν καθόλου» (Ἃ’ Βασ. 1:13). Ἔτσι παρουσιάζεται μπροστὰ στὸ Θεὸ ὅποιος θέλει νὰ κατορθώσει κάτι: ὄχι μὲ κινήσεις καὶ φωνές, οὔτε ὅμως καὶ βαριεστημένος ἢ νυσταγμένος καὶ ἀποχαυνωμένος.

Μήπως, ὅμως, δὲν μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ δώσει παιδὶ στὴν Ἄννα καὶ δίχως προσευχή; Μήπως δὲν γνώριζε τὴν ἐπιθυμία της καὶ πρὶν Τοῦ τὸ ζητήσει; Ναί, ἀλλ’ ἂν τῆς ἔδινε τὸ παιδὶ πρὶν τὸ ζητήσει μὲ τὴν προσευχή, δὲν θὰ φαινόταν ἡ προθυμία της, δὲν θὰ φανερωνόταν ἡ ἀρετή της, δὲν θὰ ἔπαιρνε τόση ἀμοιβή.

Ἃς δοῦμε τώρα καὶ τὴ φιλοσοφία τῆς γυναίκος. Ἄκου τί εἶπε στὸν ἀρχιερέα Ἠλί, ποὺ τὴν πέρασε γιὰ μεθυσμένη: «Ὄχι, κύριέ μου, δὲν εἶμαι μεθυσμένη. Μιὰ γυναίκα καταπικραμένη εἶμαι, ποὺ ξεχύνω τὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου μπροστὰ στὸν Κύριο. Μὴ θεωρήσεις τὴ δούλη σου καμιὰ τιποτένια· ἂν προσευχήθηκα ὡς τώρα, ἦταν ἀπὸ τὸν πολύ μου πόνο» (Α’ Βασ. 1:15-16). Αὐτό εἶναι γνώρισμα πραγματικὰ συντριμμένης καρδιᾶς: Τὸ νὰ μὴν ὀργίζεται καὶ νὰ μὴν ἀγανακτεῖ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὴν ἀδικοῦν ἢ τὴν προσβάλλουν, ἀλλὰ μὲ πραότητα καὶ σεμνότητα ν’ ἀπολογεῖται. Ἀλήθεια, τίποτα δὲν κάνει τὴν ψυχὴ τόσο φιλόσοφη, ὅσο ἡ θλίψη.

Σηκώθηκε, λοιπόν, ἀπὸ τὸ τραπέζι ἡ Ἄννα κι ἔτρεξε νὰ προσευχηθεῖ. Ἃς τ’ ἀκούσουν ὅσοι ἀπὸ μᾶς οὔτε πρὶν οὔτε μετὰ τὸ φαγητὸ προσεύχονται. Ἃς τ’ ἀκούσουν καὶ ἃς παραδειγματιστοῦν. Ὄλοι μας, τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὰ γεύματα, ὀφείλουμε νὰ δοξάζουμε καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό. Ὅποιος εἶναι προετοιμασμένος γι’ αὐτό, οὔτε θὰ παραφάει οὔτε θὰ μεθύσει ποτέ. Ἔχοντας ὡς χαλινάρι τοῦ λογισμοῦ του τὴν ἀναμονὴ τῆς προσευχῆς, θὰ γευθεῖ ἀπ’ ὅλα μὲ μέτρο καὶ θὰ ἔχει πολλὴ εὐλογία καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Μὲ προσευχή, κοντολογίς, ἃς ἀρχίζει καὶ ἃς τελειώνει κάθε γεῦμα μας.

Παράλληλα, ἃς μὴν παραλείπουμε νὰ συμμετέχουμε στὸ πασχάλιο δεῖπνο τῆς εὐχαριστιακὴς συνάξεως, ποὺ γίνεται τακτικά στό ναό, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία, ἂν εἶναι δυνατόν. “Μὰ ἔχω τόσες φροντίδες καὶ ἀσχολίες!”, θὰ μοῦ πεῖς. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔλα στὸ ναό, γιὰ νὰ ἑλκύσεις μὲ τὴν ἐδῶ παρουσία σου τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι νὰ φύγεις ἀσφαλισμένος· γιὰ νὰ Τὸν ἔχεις βοηθὸ στὶς ὑποθέσεις σου, κι ἔτσι νὰ γίνεις ἀκατανίκητος ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς μοχθηροὺς ἀνθρώπους. Γιατί, συμμετέχοντας στὴ θεία λειτουργία καὶ στὴν κοινὴ λατρεία, θὰ ἐνισχυθεῖς ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Θεό, θὰ πάρεις τὰ δικά Του ὅπλα, κι ἔτσι οὔτε ὁ διάβολος οὔτε οἱ ἄνθρωποι θὰ μπορέσουν νὰ σὲ βλάψουν.

Καὶ μὴ μοῦ πεῖς, ὅτι, καθὼς εἶσαι συνέχεια ἀπασχολημένος μὲ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς, δὲν μπορεῖς νὰ τρέχεις κάθε τόσο στὴν ἐκκλησία οὔτε νὰ προσεύχεσαι ὅλη μέρα. Στὴν ἐκκλησία, ἔστω, δὲν μπορεῖς νὰ πηγαίνεις. Όπου κι ἂν βρίσκεσαι, ὅμως, μπορεῖς νὰ στήσεις τὸ θυσιαστήριό σου. Οὔτε ὁ τόπος οὔτε ἡ ὥρα σὲ ἐμποδίζουν. Κι ἂν δὲν γονατίσεις, κι ἂν δὲν κλάψεις, κι ἂν δὲν ὑψώσεις τὰ χέρια σου στὸν οὐρανό, ἡ προσευχή σου θὰ εἶναι τέλεια, ἐφόσον θὰ ἔχεις διάνοια θερμή. Ἐσὺ ποὺ βαδίζεις στὸ δρόμο, ἐσὺ ποὺ βρίσκεσαι στὴν ἀγορά, ἐσὺ ποὺ ταξιδεύεις στὴ θάλασσα, ἐσὺ ποὺ κάθεσαι στὸ ἐργαστήριό σου, ἐσὺ ποὺ μαγειρεύεις στὸ σπίτι σου, ἐσὺ ποὺ καλλιεργεῖς τὸ χωράφι σου κι ἐσὺ ποὺ σὲ κάποιαν ἄλλη ἐργασία καταγίνεσαι, ὅταν δὲν μπορεῖτε νὰ ἔρθετε στὴν ἐκκλησία, κάντε, ἐκεῖ ποὺ εἶστε, προσευχὴ ἐκτενῆ καὶ προσεκτική. Ὁ Θεὸς δὲν νοιάζεται γιὰ τὸν τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιᾶς καὶ ἁγνότητα ψυχῆς. Νά, καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσευχήθηκε ὄχι σὲ ναὸ ὄρθιος ἢ γονατιστός, ἀλλὰ μέσα σὲ φυλακὴ πεσμένος ἀνάσκελα, καθὼς τὰ πόδια του ἦταν σφιγμένα στὴν ξυλοπέδη. Ἐπειδή, ὅμως, προσευχήθηκε μὲ θέρμη, ἂν καὶ πεσμένος, καὶ τὴ φυλακὴ ἔσεισε καὶ τὰ θεμέλια σάλεψε καὶ τὸ δεσμοφύλακα τράβηξε στὴν ἀληθινὴ πίστη μαζὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά του (Πράξ. 16:25-35).

Ὁ ἄρρωστος Ἐζεκίας οὔτε ὄρθιος οὔτε γονατιστός, ἀλλὰ πεσμένος στὸ κρεβάτι παρακάλεσε γιὰ τὴ θεραπεία του τὸ Θεό, ποὺ μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα τοῦ εἶχε προαναγγείλει τὸ θάνατό του. Καὶ κατόρθωσε μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴ θερμότητα τῆς καρδιᾶς του νὰ μεταβάλει τὴ θεϊκὴ ἀπόφαση (Δ’ Βασ. 20:1-6). Ὁ ληστής, πάλι, καρφωμένος πάνω στὸ σταυρό, μὲ λίγα λόγια κέρδισε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Λουκ. 23:42-43). Καὶ ὁ Ἱερεμίας μέσα στὸ λάκκο μὲ τὴ λάσπη (Ἱερ. 45:6) καὶ ὁ Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο μὲ τὰ θηρία (Δᾶν. 6:16) καὶ ὁ Ἰωνὰς μέσα στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους (Ἴων. 2:1-2), ὅταν προσευχήθηκαν θερμά, ἀπομάκρυναν τὶς συμφορές, ποὺ τοὺς εἶχαν βρεῖ, καὶ βοηθήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό.

“Καὶ τί θὰ λέω, ὅταν προσεύχομαι;”, θὰ μὲ ρωτήσεις. Θὰ λὲς ὅ,τι καὶ ἡ Χαναναία τοῦ Εὐαγγελίου. «Ἐλέησε μέ, Κύριε!», παρακαλοῦσε ἐκείνη. «Ἡ θυγατέρα μου βασανίζεται ἀπὸ δαιμόνιο» (Ματθ. 15:22). “Ἐλέησε μέ, Κύριε!”, θὰ παρακαλᾶς κι ἐσύ. “Ἡ ψυχή μου βασανίζεται ἀπὸ δαιμόνιο”. Γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι μεγάλος δαίμονας. Ὁ δαιμονισμένος ἐλεεῖται, ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀποδοκιμάζεται. “Ἐλέησε μέ!”. Μικρὴ εἶναι ἡ φράση. Καὶ ὅμως, γίνεται πέλαγος φιλανθρωπίας, καθώς, ὅπου ὑπάρχει ἔλεος, ἐκεῖ ὑπάρχουν ὅλα τα ἀγαθά.

Καὶ ὅταν βρίσκεσαι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, φώναζε μυστικά: “Ἐλέησε μέ!”. Φώναζε μὲ τὴ σκέψη σου, χωρὶς νὰ κινεῖς τὰ χείλη σου. Γιατί ὁ Θεὸς μᾶς ἀκούει καὶ ὅταν σωπαίνουμε. Δὲν ἀπαιτεῖται τόσο τόπος, ὅσο τρόπος προσευχῆς. Καὶ στὸ λουτρὸ ἂν εἶσαι, νὰ προσεύχεσαι. Ὅπου κι ἂν εἶσαι, νὰ προσεύχεσαι. Ὅλη ἡ κτίση εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐσὺ ὁ ἴδιος εἶσαι ναὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ψάχνεις τόπο γιὰ νὰ προσευχηθεῖς;

Ἡ θάλασσα ἁπλωνόταν μπροστά. Οἱ Αἰγύπτιοι ἔρχονταν ἀπὸ πίσω. Καὶ ὁ Μωυσῆς βρισκόταν στὴ μέση. Ζητοῦσε ἀπὸ τὸ Θεὸ βοήθεια, χωρὶς νὰ λέει οὔτε λέξη· τόση ἦταν ἡ ἀμηχανία του. Καὶ μολονότι δὲν ἀκουγόταν ἡ φωνή του, ὁ Κύριος του εἶπε: «Τί μου φωνάζεις;» (Ἕξ. 14:15). Τὸν ἄκουγε, λοιπόν, ἂν καὶ δὲν μιλοῦσε. Ἔτσι κι ἐσύ, ὅταν σου ἔρχεται πειρασμός, νὰ ζητᾶς καταφύγιο στὸ Θεό, νὰ καλεῖς μυστικὰ σὲ βοήθεια τὸν Κύριό σου. Αυτός εἶναι πάντα κοντά σου, γι’ αὐτὸ δὲν χρειάζεται νὰ Τὸν ἀναζητήσεις σὲ ὁρισμένο τόπο, ὅπως κάνεις μὲ τοὺς ἀνθρώπους. «Θὰ φωνάξεις στὸ Θεό, κι Ἐκεῖνος θὰ σ’ ἀκούσει», ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας. «Ἐσὺ ἀκόμα θὰ προσεύχεσαι, κι Ἐκεῖνος θὰ σοῦ ἀπαντήσει: “Νά, ἐδῶ εἶμαι, δίπλα σου!”» (Ἡσ. 58:9). Ἂν ἀγωνίζεσαι νὰ διατηρεῖς τὴν καρδιά σου καθαρὴ ἀπὸ τὴν κακία, ὁ Κύριος σ’ ἀκούει πάντα καὶ παντοῦ.

Αποτέλεσμα εικόνας για προσευχὴ ποὺ γίνεται ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς στὸ ναόΜὲ ὅλα αὐτά, βέβαια, δὲν θέλω νὰ ὑποτιμήσω τὴν προσευχὴ ποὺ γίνεται ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς στὸ ναό. Ὄχι. Γιατῖ εἶναι μεγάλη, πολὺ μεγάλη ἡ δύναμη τῆς κοινῆς προσευχῆς τῶν ἀδελφῶν στὴν ἐκκλησία. Θέλεις νὰ μάθεις πόση; Ἄκου: Κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἦταν φυλακισμένος καὶ ἁλυσοδεμένος. Μὰ «ἡ Ἐκκλησία προσευχόταν ἀδιάκοπα στὸ Θεὸ γι’ αὐτὸν» (Πράξ. 12:5). Καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ ἐκκλησιάσματος τὸν ἐλευθέρωσε θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴ φυλακὴ κι ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες. Τί, λοιπόν, εἶναι δυνατότερο ἀπὸ τὴν προσευχή, ποὺ ἔσωσε τὸ στύλο καὶ τὸν πύργο τῆς Ἐκκλησίας;

Καὶ ὅσο γιὰ τοὺς κατηχουμένους, βέβαια, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσεύχονται μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς στὸ ναό, γιατί δὲν ἔχουν ἀποκτήσει ἀκόμα μεγάλη παρρησία. Ὅσο γιὰ μᾶς, ὅμως, μᾶς ἔχει δοθεῖ ἡ παραγγελία νὰ προσευχόμαστε γιὰ τὴν οἰκουμένη καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει ἁπλωθεῖ ὡς τὰ πέρατα τῆς γῆς. Συνειδητοποιεῖτε πόσο ὑψηλὸ καὶ τιμητικὸ γιὰ τὴ μικρότητά μας εἶναι το νὰ προσερχόμαστε ἐδῶ καὶ νὰ παρακαλᾶμε τὸ Θεὸ γιὰ τόσο λαό; Τὸ νὰ παρακαλάει ἕνας γιὰ τοὺς πολλούς, εἶναι πολὺ τολμηρὸ καὶ χρειάζεται μεγάλη παρρησία. Γιατί, ἂν ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν τολμῶ νὰ παρακαλέσω γιὰ τὸν ἑαυτό μου, πολὺ περισσότερο γιὰ τοὺς ἄλλους· αὐτὸ μόνο οἱ δίκαιοι μποροῦν νὰ τὸ κάνουν, ὄχι ἕνας ἁμαρτωλὸς σὰν κι ἐμένα. Ὅταν, ὅμως, συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζὶ κάνουν δέηση γιὰ ἕναν, τὸ πράγμα δὲν φαίνεται ἄπρεπο.

Εἶναι, βέβαια, δυνατόν, ὅπως εἶπα πρίν, νὰ προσευχόμαστε καὶ στὸ σπίτι μας καὶ σὲ κάθε τόπο, ὄχι πάντως ὅπως προσευχόμαστε στὴν ἐκκλησία, ὅπου κοινὴ ἱκεσία κλήρου καὶ λαοῦ ἀπευθύνεται στὸ Θεό. Δὲν εἰσακούεσαι τόσο ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅταν Τὸν παρακαλᾶς μόνος, ὅσο ὅταν βρίσκεσαι μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς σου. Γιατί στὴν κοινὴ προσευχὴ ὑπάρχουν περισσότερα: ἡ ὁμόνοια καὶ ὁ δεσμὸς τῆς ἀγάπης καὶ οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων. Οἱ ἱερεῖς γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκονται ἐδῶ, γιὰ νὰ ἐνισχύσουν μὲ τὶς ἰσχυρὲς εὐχὲς τοὺς τὶς ἀδύναμες προσευχὲς τοῦ λαοῦ, βοηθώντας τὲς ν’ ἀνέβουν στὸν οὐρανό. Νά, λοιπόν, πὼς κατόρθωσε νὰ βγάλει ἀπὸ τὴ φυλακὴ τὸν ἀπόστολο Πέτρο ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπόσταση ἑνὸς τόπου, βλέπεις, δὲν ἐμποδίζει τὴν ἐνέργεια τῆς προσευχῆς, ὅπως ἄλλωστε δὲν μειώνει καὶ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης. Όσο ἡ βαθειὰ ἀγάπη συνδέει ἀκατάλυτα, ἄλλο τόσο καὶ ἡ ζωντανὴ προσευχὴ ὠφελεῖ ὑπερβολικὰ ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται μακριά.

Ὁ Μωυσῆς δὲν βρισκόταν σωματικὰ στὸ πεδίο τῆς μάχης, ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες πολεμοῦσαν μὲ τοὺς Ἀμαληκίτες, ὡστόσο συνέβαλε στὴ νίκη πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς πολεμιστές, ὑψώνοντας τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ παρακαλώντας τὸ Θεὸ γιὰ τὸ ἔθνος τοῦ (Ἕξ. 17:8-16). Ἔτσι ἔσωσε ἕναν ὁλόκληρο λαό. Ὑπάρχει κατόρθωμα μεγαλύτερο ἀπ’ αὐτό, ἀπὸ τὴν ὠφέλεια δηλαδὴ τῶν συνανθρώπων καὶ ἀδελφῶν μας; Ὄχι. Κι ἂν νηστεύεις κι ἂν κοιμᾶσαι καταγῆς κι ἂν κλαῖς σ’ ὅλη σου τὴ ζωή, τίποτε τὸ μεγάλο δὲν κατορθώνεις, ἐφόσον δὲν ὠφελεῖς κανέναν ἄλλο. Νά, κι ἀπὸ τὸν Μωυσῆ ἔγιναν πολλὰ θαύματα καὶ σημεῖα. Κανένα ἀπ’ αὐτά, ὅμως, δὲν τὸν ἔκανε τόσο μεγάλο, ὅσο ἡ ἱκετευτικὴ κραυγή του πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὴ συγχώρηση τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ εἶχαν πέσει στὸ βαρὺ ἁμάρτημα τῆς εἰδωλολατρίας: «Ἂν θέλεις, συγχώρησε τὴν ἁμαρτία τους· ἂν πάλι ὄχι, τότε ἐξαφάνισε κι ἔμενα!» (Ἕξ. 32:32).

Καὶ ὁ βασιλιὰς Δαβίδ, ὅταν, γιὰ μιὰ του ἁμαρτία, ὁ Θεὸς παραχώρησε νὰ πέσει θανατικὸ στοὺς Ἰσραηλίτες, ἔδειξε τὴν ἴδια διαγωγή. «Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε», εἶπε. «Ἐγώ, ὁ ποιμένας, ἔκανα τὸ κακό. Αὐτὰ τὰ πρόβατα τί ἔκαναν; Χτύπα, λοιπόν, ἐμένα καὶ τὴν οἰκογένειά μου» (Β’ Βασ. 24:17).

Τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἡ φιλαδελφία, ὅμως, ἦταν  ἡ πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ θαυμαστή: Εὐχόταν ἀκόμα καὶ νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ Χριστό, ἂν ἔτσι θὰ πήγαιναν κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί του (Ρωμ. 9:3). Ὁ Μωυσῆς ζητοῦσε νὰ ἐξαφανιστεῖ κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους· ὁ Παῦλος δὲν ζητοῦσε νὰ χαθεῖ μαζί τους, ἀλλά, γιὰ τὴ σωτηρία τους, νὰ χάσει μόνο αὐτὸς τὴν ἀσύλληπτη δόξα τοῦ παραδείσου!

Οἱ προσευχὲς τέτοιων ἁγίων, βέβαια, φέρνουν ἀγαθὰ ἀποτελέσματα, ὅταν κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι βοηθᾶμε. Όταν αὐτὸ δὲν συμβαίνει, οὔτε κι ἐκείνων ἡ βοήθεια ὠφελεῖ. Σὲ τί ὠφέλησε, λ.χ., ἡ προσευχὴ τοῦ Ἱερεμία τοὺς Ἰουδαίους; Τρεῖς φορὲς παρακάλεσε ὁ προφήτης τὸ Θεὸ καὶ τρεῖς φορὲς ἄκουσε: «Μὴν προσεύχεσαι πιὰ γιὰ τὸ λαὸ αὐτὸ καὶ μὴ μοῦ ζητᾶς νὰ τοὺς ἐλεήσω, γιατί δὲν θὰ σὲ ἀκούσω!» (Τέρ. 7:16). Σὲ τί ὠφέλησε τὸν Σαοὺλ ὁ Σαμουήλ, ποὺ προσευχόταν καὶ πενθοῦσε γι’ αὐτὸν ὡς τὴν τελευταία μέρα, καὶ σὲ τί ὠφέλησε τοὺς Ἰσραηλίτες; «Ποτὲ δὲν θὰ κάνω τὸ ἁμάρτημα νὰ διακόψω τὴν προσευχή μου γιὰ τὴ σωτηρία σας», τοὺς εἶπε (Ἃ’ Βασ. 12:23). Καὶ ὅμως, ὅλοι χάθηκαν. Γιατί; Τὸ ἐξηγεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἱερεμία: «Ἂν ἀκόμα καὶ ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Σαμουὴλ σταθοῦν μπροστά μου καὶ προσευχηθοῦν γι’ αὐτούς, δὲν θὰ τοὺς λυπηθῶ, γιατί ἔχει αὐξηθεῖ ὑπερβολικὰ ἡ κακία τοὺς» (πρβλ. Ἱερ. 15:1).

Ὥστε, λοιπόν, σὲ τίποτα δὲν ὠφελοῦν οἱ προσευχές; Ὠφελοῦν καὶ πολὺ μάλιστα, ἀλλά, ὅπως εἶπα, ὅταν κι ἐμεῖς βοηθᾶμε, θυμηθεῖτε τὸν ἑκατόνταρχο Κορνήλιο, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γνωρίσει τὴν ἀληθινὴ πίστη, ἐπειδὴ «ἔδινε πολλὲς ἐλεημοσύνες καὶ προσευχόταν ἀδιάλειπτα στὸ Θεὸ» (Πράξ. 10:2). Θυμηθεῖτε καὶ τὴ δίκαιη Ταβιθά, ποὺ «ἔκανε πολλὲς ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες» (Πράξ. 9:36) καί, ὅταν πέθανε, ἀναστήθηκε μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ἀλλὰ καὶ στὰ χρόνια του βασιλιὰ Ἐζεκία, ὁ Θεὸς ἔσωσε τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους. Γιατί; Ἐπειδὴ ὁ Ἐζεκίας ἦταν δίκαιος καὶ προσευχήθηκε θερμὰ γιὰ τὴν πόλη καὶ τὸ λαό του. «Ἐγὼ θὰ ὑπερασπίσω τούτη τὴν πόλη», εἶπε ὁ Κύριος στὸν καλὸ βασιλιὰ (Δ’ Βασ. 19:34). Κι ἔτσι ἀκριβῶς ἔκανε.

Ὅλα αὐτὰ τὰ παραδείγματα, καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια, ποῦ βρίσκουμε μέσα στὶς Γραφές, τί μᾶς δείχνουν; Ότι οἱ προσευχὲς τῶν ἁγίων γιὰ μᾶς, ἀλλὰ καὶ οἱ δικές μας προσευχές, εἰσακούονται ἀπὸ τὸ Θεό, ὅταν εἴμαστε δίκαιοι, ἐνάρετοι, ἐλεήμονες, φιλάνθρωποι. Όταν, ἀπεναντίας, καὶ μὲ τὰ χέρια καὶ μὲ τὰ πόδια καὶ μὲ τὴ γλώσσα καὶ μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὴν καρδιὰ διαπράττουμε τὴν ἁμαρτία, παραβαίνοντας τὸν θεῖο νόμο, πῶς τολμᾶμε ν’ ἀπευθυνόμαστε στὸν Κύριο, ζητώντας Τοῦ βοήθεια ἢ εὐεργεσία; Καὶ πῶς τολμᾶμε νὰ ζητᾶμε τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων;

Πρὶν ὑψώσουμε, λοιπόν, ἱκετευτικά τα χέρια μας στὸν οὐρανό, ἃς βάλουμε ἀρχὴ μετάνοιας. Ἄλλωστε, ἐπειδὴ μὲ τὰ χέρια ἐκτελοῦμε πολλὲς πονηρὲς πράξεις, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχει καθιερωθεῖ νὰ τὰ ὑψώνουμε, ὅταν προσευχόμαστε, ὥστε ἡ ὑπηρεσία ποὺ προσφέρουν γιὰ τὴν προσευχή, νὰ τὰ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν κακία καὶ νὰ τ’ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἔτσι θὰ θυμᾶσαι, δηλαδή, ὅταν πρόκειται ν’ ἁρπάξεις κάτι ἢ νὰ χτυπήσεις κάποιον, ὅτι αὐτὰ τὰ χέρια θὰ τὰ ὑψώσεις στὸ Θεὸ ὡς συνηγόρους σου καὶ ὅτι μ’ αὐτὰ θὰ Τοῦ προσφέρεις τὴν πνευματικὴ θυσία τῆς προσευχῆς. Γι’ αὐτὸ μὴν τὰ μολύνεις, μὴν τὰ ντροπιάζεις, μὴν τὰ κάνεις ἀνάξια ἐμφανίσεως στὸ Θεό, μὲ τὴν τέλεση ὁποιασδήποτε ἀνομίας. Καθάριζέ τα μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, μὲ τὴ φιλανθρωπία, μὲ τὴν καλοσύνη, κι ἔτσι καθαρὰ ὕψωνέ τα σὲ προσευχή. Ἂν δὲν προσεύχεσαι ποτὲ μὲ χέρια λασπωμένα, πολὺ περισσότερο μὴν τὸ κάνεις μὲ χέρια λερωμένα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γιατί κακὸ δὲν εἶναι το νὰ ὑψώνεις χέρια ἄπλυτα πρὸς τὸν Κύριο· τὸ νὰ ὑψώνεις, ὅμως, χέρια καταμολυσμένα ἀπὸ ἀναρίθμητα ἁμαρτήματα, αὐτὸ εἶναι φοβερὸ καὶ προκαλεῖ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλὰ μόνο ἔτσι παροργίζουμε τὸν Πατέρα μας; Μὲ πόσους τρόπους, ἀλήθεια, ἁμαρτάνουμε, ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία, τὴν ὥρα τῆς λατρείας! Ἀναπολόγητοι θὰ εἴμαστε, ἂν ὁ Θεὸς λογαριάσει τοὺς αἰσχροὺς λογισμοὺς ποὺ ἔχουμε στὸ νοῦ μας, τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες ποὺ ἔχουμε στὴν καρδιά μας, τὶς κατακρίσεις ποὺ ξεστομίζουμε καθημερινὰ γιὰ τὸν πλησίον μας, τὰ ψεύδη καὶ τὶς συκοφαντίες, τὶς πανουργίες καὶ τὶς δολοπλοκίες, τὶς κακότητες καὶ τὶς ἀδικίες μας. Λύπη μᾶς προξενεῖ ἡ προκοπὴ τῶν ἄλλων, ἀκόμα καὶ τῶν φίλων μας. Εὐχαρίστηση δοκιμάζουμε, ὅταν ὁ συνάνθρωπός μας ὑποφέρει, θεωρώντας τὴ συμφορὰ ἐκείνου ὡς παρηγοριὰ γιὰ τὴ δική μας δυστυχία. Ἀσύνετα ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ πράγματα φθαρτὰ κι ἀνώφελα, πράγματα ποὺ Ἐκεῖνος πρόσταξε νὰ τὰ περιφρονοῦμε. Ἀθεόφοβα καταριόμαστε τοὺς ἀδελφούς μας, ἐνῶ ἔχουμε ἐντολὴ νὰ δίνουμε εὐχὲς καὶ στοὺς ἐχθρούς μας.

Τί κάνεις, ἄνθρωπέ μου; Ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σὲ σπλαχνιστεῖ, κι ἐσὺ καταριέσαι τὸν ἄλλο; Μὴ γελιέσαι. Ἂν δὲν συγχωρήσεις, δὲν θὰ συγχωρηθεῖς. Το ξέρεις.

Καὶ ὅμως, ὄχι μόνο δὲν συγχωρεῖς, ἀλλὰ παρακαλᾶς καὶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ συγχωρήσει! Ἄν, ὅμως, δὲν συγχωρεῖται ἐκεῖνος ποὺ δὲν συγχωρεῖ, πῶς θὰ συγχωρηθεῖ ἐκεῖνος, ποὺ καὶ τὸν Κύριο παρακαλάει νὰ μὴ συγχωρήσει; Ἂν εἶναι κακὸ νὰ ἔχεις ἐχθρούς, σκέψου πόσο χειρότερο εἶναι νὰ τοὺς κατηγορεῖς καὶ νὰ τοὺς καταριέσαι. Ἐσὺ πρέπει νὰ δώσεις λόγο γιὰ τὸ ὅτι ἔχεις ἐχθρούς, καὶ κατηγορεῖς ἐκείνους; Πῶς θὰ σοῦ δώσει ἄφεση ὁ Θεός, ὅταν Τοῦ ζητὰς νὰ βλάψει ἄλλους, τὴν ὥρα ποῦ Τὸν παρακαλᾶς γιὰ τὰ δικά σου ἁμαρτήματα κι ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ μεγάλο ἔλεος; Ὅταν μάλιστα, προσεύχεσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου, γυρίζεις τὴ ματιά σου δεξιὰ κι ἀριστερά, χασμουριέσαι καὶ φέρνεις στὸ νοῦ σου χίλιους δυὸ λογισμούς. Ὅταν, ὅμως, προσεύχεσαι ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου, τὸ κάνεις μὲ μεγάλη αὐτοσυγκέντρωση καὶ διαύγεια σκέψεως. Γνωρίζει, βλέπεις, ὁ διάβολος πώς, ὅταν ζητᾶμε τὸ κακό των ἄλλων, στρέφουμε τὸ ξίφος ἐναντίον μας, γι’ αὐτὸ τότε δὲν διασπᾶ τὴν προσοχή μας καὶ δὲν τραβάει τὸ νοῦ μᾶς ἐδῶ κι ἐκεῖ.

Ξέχασε, λοιπόν, τὶς ξένες ἁμαρτίες, γιὰ νὰ ξεχάσει καὶ ὁ Κύριος τὶς δικές σου. Γιατί ἂν πεῖς, “Τιμώρησε τὸν ἐχθρό μου”, ἔκλεισες τὸ στόμα σου. Ἔχασε πιὰ ἡ γλώσσα σου τὸ δικαίωμα νὰ μιλάει στὸ Θεό. Πρῶτα-πρῶτα ἐπειδὴ ἐξαρχῆς Τὸν παρόργισες, κι ὑστέρα ἐπειδὴ ζητᾶς πράγματα ποὺ εἶναι ἀντίθετα στὸν ἴδιο το χαρακτήρα τῆς προσευχῆς. Ἀφοῦ, δηλαδή, προσέρχεσαι γιὰ νὰ ζητήσεις συγχώρηση ἁμαρτημάτων, πῶς μιλᾶς γιὰ τιμωρία; Τὸ ἀντίθετο ἔπρεπε νὰ κάνεις, νὰ παρακαλᾶς γιὰ τοὺς ἄλλους, ὥστε στὴ συνέχεια νὰ παρακαλέσεις μὲ παρρησία καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό σου.

Ἂν προσευχηθεῖς γιὰ τοὺς συνανθρώπους σου, τὰ πέτυχες ὅλα, ἔστω κι ἂν δὲν πεῖς τὸ παραμικρὸ γιὰ τὶς δικές σου ἁμαρτίες.

Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ζοφερὸ ἀπὸ μιὰ ψυχὴ ποὺ μνησικακεῖ καὶ μισεῖ. Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἀκάθαρτο ἀπὸ μιὰ γλώσσα ποὺ κακολογεῖ καὶ καταριέται. Ἄνθρωπος εἶσαι, μὴ γίνεσαι θηρίο. Τὸ στόμα σου δόθηκε ὄχι γιὰ νὰ δαγκώνεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρηγορεῖς μὲ τὰ λόγια σου. Ὁ Θεὸς σὲ πρόσταξε νὰ συγχωρεῖς, κι ἐσὺ Τὸν παρακαλᾶς νὰ καταργήσει τὴ δική Του ἐντολή; Δὲν σκέφτεσαι ὅτι εὐχαριστιέται καὶ γελάει ὁ διάβολος, ὅταν ἀκούει μιὰ τέτοια προσευχή; Δὲν συλλογίζεσαι ὅτι, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, λυπᾶται ὁ Θεός, ὁ Πλάστης σου, ὁ Εὐεργέτης σου, ὁ Σωτήρας σου;

“Μὰ ἀδικήθηκα”, λές, “καὶ εἶμαι πικραμένος”. Τότε, λοιπόν, προσευχήσου ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ποὺ μᾶς ἀδικεῖ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Γιατί αὐτὸς δημιουργεῖ καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὶς ἔχθρες, αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος καὶ μοναδικὸς ἐχθρός σου, μὲ τὸν ὁποῖο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συμφιλιωθεῖς ποτέ. Ο συνάνθρωπος, ἀπεναντίας, ὅσα κι ἄν σου κάνει, εἶναι ἀδελφός σου. Γι’ αὐτὸ ὀφείλεις νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὸ καλό του, γιὰ τὴν εὐτυχία του, γιὰ τὴ μετάνοια καὶ τὴ σωτηρία του.

Ἃς φροντίσουμε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, νὰ ζοῦμε καὶ νὰ ἐνεργοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ εἶναι καρποφόρα ἡ προσευχή μας καὶ νὰ πετύχουμε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

153 κεφάλαια περί προσευχής

 



Την ώρα, που με καίει ο πυρετός και με συνέχει η φλόγωση των ακαθάρτων παθών, με τονώνεις, όπως πάντα, καθώς πιάνω τα θεαγάπητα γράμματά σου παρηγορώντας το νού μου τον κατάκοπο, που σε ό,τι αισχρό περιδιαβάζει. Κι αυτό, γιατί εσύ μακάρια μιμήθηκες το μεγάλο καθηγητή και δάσκαλο. Καθόλου παράδοξο αυτό, γιατί δικό σου μερτικό είναι πάντα τα σπουδαία όπως ήταν του ευλογημένου Ιακώβ. Αφού δηλαδή δούλεψες καλά για χάρη της Ραχήλ και πήρες αντί γι’αυτήν τη Λεία (Γεν.κθ΄ 25), ζητάς τώρα κι εκείνη, που λαχταράς, γιατί ασφαλώς συμπλήρωσες κι αυτής τα εφτά χρόνια.

Εγώ δεν θα μπορούσα ν' αρνηθώ για λόγου μου, πως αν και κόπιασα όλη τη νύχτα, όμως δεν έχω πιάσει τίποτα. Μολοντούτο όταν, μια και μου το 'πες εσύ, πέταξα τα δίχτυα, ψάρεψα πλήθος ψάρια. Δε λέω βέβαια πως είναι μεγάλα, πάντως είναι εκατόν πενήντα τρία (πρβλ. Ιω.κα΄ 11). Και τα ’στειλα μέσ’ στο κοφίνι της αγάπης (αυτό μαρτυρούν τα ισάριθμα κεφάλαια) έχοντας έτσι εκτελέσει την προσταγή σου.

Σε θαυμάζω και ζηλεύω την εξαιρετική πρόθεση, που δείχνεις, αγαπώντας βαθιά τα κεφάλαια περί προσευχής. Γιατί δε λαχταράς απλώς αυτά, που χρωστούν σε χέρια την ύπαρξή τους και είναι γραμμένα με μελάνη, αλλά εκείνα, που είναι με ασφάλεια βαλμένα στο νού με τη βοήθεια της αγάπης και της αμνησικακίας. Επειδή όμως όλα έχουνε διπλό χαρακτήρα, δέξου και όσα σου στέλνω το ένα δίπλα στο άλλο σύμφωνα με όσα λέει ο σοφός Ιησούς του Σειράχ (Σοφ. Σει. μβ΄ 24) και νιώσε εκτός από το γράμμα και το πνεύμα τους, γιατί το νόημα πάει πριν από το γράμμα. Αν δηλαδή λείπει το νόημα ούτε και το γράμμα θα υπάρχει. Δύο λοιπόν είναι οι τρόποι προσευχής. Ο ένας είναι πρακτικός κι ο άλλος ενθεωρητικός. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αριθμούς. Το ένα στοιχείο τους, είναι προφανές, είναι η ποσότητα. Το άλλο στοιχείο, το σημαινόμενο, είναι η ποιότητα. Έχοντας δηλαδή διαπραγματευθεί το θέμα της προσευχής σε εκατόν πενήντα τρία κεφάλαια σου έχω στείλει ευαγγελικό μισθό για να βρείς την τερπνότητα του συμβολικού αριθμού και το τριγωνικό και εξαγωγικό σχημα, που υποδηλώνει ταυτόχρονα από τη μια μεριά ευσέβεια γεμάτη γνώση της αγίας Τριάδος και από την άλλη διάγραμμα ετούτου εδώ του κειμένου. Αλλά και ο αριθμός εκατό είναι, αν τον πάρεις μοναχό του, τετράγωνος. Ο αριθμός πενήντα τρία είναι τριγωνικός και σφαιρικός, γιατί ο αριθμός εικοσιοχτώ, που είναι το ένα κομμάτι, είναι τριγωνικός, ενώ ο αριθμός εικοσιπέντε, το άλλο κομμάτι, είναι σφαιρικός, αφού πέντε φορές το πέντε μας κάνει εικοσιπέντε.

Έχεις λοιπόν το τετραγωνικό σχήμα όχι μόνο με την τετρακτύν (δηλαδή το άθροισμα των τεσσάρων πρώτων αριθμών 1+2+3+4=10) των αρετών, αλλά και τη σοφή γνώση αυτού του αιώνος, που μοιάζει με τον αριθμό εικοσιπέντε, γιατί οι χρόνοι είναι σφαιρικοί. Ο χρόνος κυλάει βδομάδα τη βδομάδα, μήνα το μήνα, χρονιά τη χρονιά και εποχή την εποχή, όπως βλέπουμε στην κίνηση του ήλιου και της σελήνης, της άνοιξης και του καλοκαιριού και τα λοιπά.

Το τρίγωνο θα μπορούσε να σημαίνει για σένα τη γνώση της αγίας Τριάδος. Υπάρχει όμως και άλλη θεώρηση του αριθμού. Αν λάβεις υπόψη σου το σύνολο του αριθμού, επειδή είναι τριγωνικός, σκέψου τότε πως ο αριθμός εκατόν πενήντα τρία προσφέρει την πρακτική, τη φυσική και τη θεολογική γνώση ή την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη (Α΄Κορ. ιγ΄13), χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμα πετράδια (πρβλ. Α΄Κορ. γ΄12). Τέτοιο λοιπόν είναι το νόημα του αριθμού. Ελπίζω όμως πως δεν θα περιφρονήσεις την ευτέλεια των κεφαλαίων αυτών ως μαθημένος να χορταίνεις, αλλά και να στερείσαι (Φιλιπ. δ΄12). Ναι, βέβαια δεν θα τα περιφρονήσεις και γιατί ακόμα θυμάσαι εκείνον, που δεν παραπέταξε τα δύο λεπτά της χήρας (Μάρκ.ιβ΄42) αλλά τα δέχτηκε πιο πολύ, κι από πολλών τον πλούτο. Επειδή λοιπόν ξέρεις να φυλάς της εύνοιας και της αγάπης τον καρπόν για τους γνήσιους αδελφούς σου, προσευχήσου και για μένα τον άρρωστο αδελφό σου. Προσευχήσου να γίνω γερός και σηκώνοντας απ’εδώ κι εμπρός τον «κράββατόν» μου (Μάρκ.ιβ΄11) να περπατώ με τη χάρη του Χριστού. Αμήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

1. Αν θέλει κανένας να φκιάσει ευωδιαστό θυμίαμα, πρέπει να συνθέσει σε ίση ποσότητα διάφανο και καθαρό λιβάνι, κασσία, όνυχα και στακτή, σύμφωνα με όσα λέει ο Νόμος (πρβλ. Εξόδ. λ΄ 34). Αυτά τα υλικά υποδηλώνουν τις τέσσερις βασικές αρετές. Αν έχουν δηλαδή όλη την πληρότητα και είναι στον ίδιο βαθμό αναπτυγμένες τότε δεν πρόκειται να προδοθεί ο νούς.

2. Όταν καθαρθεί η ψυχή με την πληρότητα των εντολών, δηλαδή με την εκπλήρωση και εφαρμογή τους, τότε κάνει ακλόνητη την τάξη του νού, καθιστώντας τον ικανό να δεχτεί την κατάσταση εκείνη, που αναζητάει.

3. Η προσευχή είναι επικοινωνία του νού με το Θεό. Σε ποια κατάσταση, αλήθεια, πρέπει να βρίσκεται ο νούς για να μπορέσει να απλωθεί και εκταθεί αμετάστροφα ως τον Δεσπότη του και να τον συναναστρέφεται συνομιλώντας μαζί του χωρίς την παρεμβολή κανενός ενδιαμέσου;

4. Αν, όταν προσπάθησε ο Μωϋσής να πλησιάσει τη φλεγόμενη βάτο, εμποδίστηκε, ώσπου να λύσει το υπόδημα των ποδιών του (Εξόδ. γ΄ 5), πώς εσύ, που θέλεις να ιδείς τον πέρα από κάθε αίσθηση και έννοια και να γίνεις φίλος του, δεν θα πρέπει να λύσεις και να πετάξεις από πάνω σου κάθε νόημα μολυσμένο από πάθος;

5. Πριν από κάθε τι άλλο να προσεύχεσαι να λάβεις το δώρο των δακρύων, για να μαλακώσεις με το πένθος την αγριάδα, που υπάρχει μέσα στην ψυχή σου, και, αφού κατηγορώντας τον εαυτό σου ομολογήσεις στον Κύριο τις ανομίες σου, να πετύχεις την άφεση των αμαρτιών εκ μέρους του.

6. Να χρησιμοπειείς τα δάκρυα για την πραγμάτωση κάθε αιτήματος. Γιατί χαίρεται πολύ ο Δεσπότης σου, όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.

7. Αν χύνεις άφθονα δάκρυα στην προσευχή σου, μην το παίρνεις καθόλου επάνω σου, σαν τάχατες να στέκεις πιο ψηλά απ’τους πολλούς. Γιατί με δάκρυα έχει αποχτήσει δύναμη η προσευχή σου, για να μπορέσεις πρόθυμα να ομολογήσες τις αμαρτίες σου και να εξευμενίσεις το Δεσπότη. Μη μετατρέψεις λοιπόν σε πάθος ό,τι αποτελεί προφύλαξη από τα πάθη, για να μην παροργίσεις πιο πολύ αυτόν, που έχει δώσει τη χάρη.

8. Πολλοί χύνοντας δάκρυα για τις αμαρτίες τους, επειδή ξέχασαν το σκοπό των δακρύων, κατάντησαν σε τρέλα ξεφεύγοντας απ’αυτόν.

9. Στάσου επίμονα και προσευχήσου έντονα και σιχάσου τις συνομιλίες των φροντίδων και των λογισμών. Γιατί σε ταράζουν και σε συγχύζουν για να σε κάνουν άτονο.

10. Όταν σε ιδούν οι δαίμονες πρόθυμο να προσευχηθείς αληθινά, τότε βάζουν με τέχνη μέσα σου σκέψεις μερικών πραγμάτων τάχατες αναγκαίων και ύστερ’από λίγο σε κάνουν να τα ξεχάσεις κινώντας έτσι το νού σε αναζήτησή τους. Κι ο νούς μη βρίσκοντάς τα πέφτει σε κατάσταση αθυμίας και λύπης. Όταν όμως σταθεί σε προσευχή, του θυμίζουν αυτά, που αναζητούσε και είχε στη μνήμη του, με το σκοπό να κινηθεί ο νούς για απόχτηση της γνώσης τους και να χάσει την καρποφόρα προσευχή.

11. Αγωνίσου να κρατάς το νού σου την ώρα της προσευχής κουφό και άλαλο. Έτσι θα μπορέσεις να προσευχηθείς.

12. Όταν σε συναντήσει πειρασμός ή ολοένα σε ερεθίζει διάθεση αντιλογίας με σκοπό να κινήσεις την οργή σου εναντίον του σατανά ή να βγάλεις άναρθη κραυγή, θυμήσου την προσευχή και την κρίση, που γίνεται όσο αυτή διαρκεί, και παρευθύς θα ηρεμήσει η άτακτη κίνηση μέσα σου.

13. Όσα κάνεις για να αμυνθείς εναντίον του αδελφού σου, που σε έχει αδικήσει, όλα θα σου γίνουν σκάνδαλο την ώρα της προσευχής.

14. Η προσευχή είναι βλάστημα πραότητας και αοργησίας.

15. Η προσευχή είναι προβολή χαράς και ευχαριστίας.

16. Η προσευχή είναι προφύλαγμα από λύπη και αθυμία (κακοκεφιά).

17. Πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασε την αξία τους στους φτωχούς (Ματθ. ιθ΄ 21) και φορτωμένος το σταυρό απαρνήσου τον εαυτό σου (Ματθ. ις΄ 24), για να μπορέσεις να προσευχηθείς απερίσπαστα.

18. Αν θέλεις να προσεύχεσαι αξιέπαινα, να απαρνιέσαι κάθε στιγμή και κάθε ώρα τον εαυτό σου και πάσχοντας τα πάνδεινα να στοχάζεσαι βαθιά πάνω στην προσευχή.

19. Θα βρείς τον καρπό της όποιας δυσχέρειας υπομένεις, φιλοσοφώντας την την ώρα της προσευχής.

20. Αν λαχταράς να προσευχηθείς όπως πρέπει, να μην πικραίνεις καμιά ψυχή. Αλλιώς άδικα τρέχεις.

21. Άφησε το δώρο σου, λέει το ιερό Ευαγγέλιο, μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα συμφιλιώσου με τον αδερφό σου (Ματθ. ε΄24) και τότε θα προσευχηθείς χωρίς καμιά ταραχή. Γιατί η μνησικακία αμαυρώνει και αδυνατίζει το ηγεμονικό της ψυχής, το νου, και σκοτίζει τις προσευχές σου.

22. Όσοι σωριάζουν λύπες και μνησικακίες μέσα τους, μοιάζουν μ’αυτούς, που βγάνουν νερό από το πηγάδι και το αδειάζουν σε τρύπιο πιθάρι.

23. Αν είσαι υπομονετικός, θα προσεύχεσαι με χαρά.

24. Όταν προσεύχεσαι όπως πρέπει, θα συναντήσεις τέτοια πράγματα, που να σου φαίνεται πως μ’όλο σου το δίκαιο πρέπει να εξοργιστείς. Δεν υπάρχει όμως δικαιολογημένος θυμός εις βάρος του διπλανού μας. Γιατί αν καλοεξετάσεις, θα βρείς πως είναι δυνατό και δίχως θυμό να τακτοποιηθεί μια χαρά το ζήτημα. Κάνε λοιπόν ό,τι περνάει από το χέρι σου για να μην ξεσπάσεις σε θυμό.

25. Κοίτα μήπως νομίζοντας ότι γιατρεύεις τον άλλο, αποδειχτείς εσύ ο ίδιος αγιάτρευτος και βάζεις εμπόδια στην προσευχή σου.

26. Αν αποφεύγεις το θυμό, θα βρείς κα συ έλεος και θα φανείς φρόνιμος και θα λογαριαστείς κι εσύ ανάμεσα σ’εκείνους που προσεύχονται.

27. Αν αρματώνεσαι ενάντια στο θυμό, δεν πρέπει να ανέχεσαι καμιά επιθυμία. Γιατί αυτή δίνει υλικό στο θυμό κι αυτός με τη σειρά του ταράζει το νοητό (νοερό) μάτι, βλάφτοντας πολύ την πνευματική κατάσταση, που μέσα μας δημιουργεί η προσευχή.

28. Μην προσεύχεσαι μόνο με την εξωτερική στάση, αλλά παρακίνα το νού σου να έρχεται σε συναίσθηση της πνευματικής προσευχής με πολύ φόβο.

29. Μερικές φορές ευθύς ως πας για προσευχή, θα προσευχηθείς καλά. Κι άλλοτε πάλι, κι αν ακόμα κουραστείς πολύ, δε θα πετύχεις το σκοπό αυτό. Και τούτο για να ζητήσεις ακόμη πιο πολύ προσευχή και, αφού τη λάβεις να μη φοβάσαι μη τυχόν και σου αρπάξουν το κατόρθωμα.

30. Όταν έρθει άγγελος, μονομιάς φεύγουν όλοι όσοι μας ενοχλούν και βρίσκεται ο νούς σε πολλή άνεση καθώς προσεύχεται σωστά. Άλλοτε όμως, όταν μας έρχεται ο συνηθισμένος πόλεμος, χτυπιέται και αγωνίζεται ο νούς και δεν του επιτρέπεται κεφάλι να σηκώσει, γατί έχει πιά αποκτήσει την ποιότητα λογής λογής παθών. Όμως ζητώντας πιο πολύ θα βρεί. Κι αν χτυπάει την πόρτα, θα του ανοίξουν (πρβλ. Ματθ. ζ΄8).

31. Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα δικά σου θελήματα, γιατί χωρίς άλλο δε συμφωνούν με του Θεού το θέλημα. Να προσεύχεσαι μάλλον καθώς διδάχτηκες λέγοντας «γενηθήτω το θέλημα σου εν εμοί» (πρβλ. Λουκ.κβ΄42). Και για κάθε πράγμα με τον ίδιο τρόπο να ζητάς να γίνεται το δικό του θέλημα. Γιατί θέλει ο Θεός το αγαθό κι αυτό, που συμφέρει στην ψυχή σου. Εσύ οπωσδήποτε δεν θα το ζητάς αυτό.

32. Πολλές φορές στην προσευχή μου ζήτησα να γίνει αυτό, που εγώ νόμιζα καλό. Και επέμεινα στο αίτημα εκβιάζοντας ασυλλόγιστα το θέλημα του Θεού μη αναθέτοντας σ’αυτόν να οικονομήσει ό,τι εκείνος ξέρει για συμφέρον μου. Και όμως, όταν έλαβα ό,τι ζητούσα δυσανασχέτησα πολύ, επειδή δε ζήτησα να γίνει μάλλον το θέλημα του Θεού. Δεν ανταποκρίθηκε δηλαδή στις προσδοκίες μου ό,τι του ζήτησα.

33. Τι είναι αγαθό παρά ο Θεός; Ας αναθέσουμε λοιπόν σ’αυτόν όλα μας τα ζητήματα κι όλα θα πάνε καλά για μας. Γιατί αυτός, που είναι αγαθός, είναι οπωσδήποτε και αγαθών δωρεών χορηγός.

34. Μη λυπάσαι, όταν δεν παίρνεις από το Θεό αμέσως ό,τι ζητάς. Γιατί θέλει να σε ευεργετήσει ακόμα πιο πολύ, αν μένεις αφοσιωμένος σ’αυτόν με την επίμονη προσευχή. Και τι άλλο είναι ανώτερο από τη συναναστροφή σου με το Θεό και από την απασχόλησή σου με τη μαζί του επικοινωνία;

35. Απερίσπαστη προσευχή είναι ύψιστη νόηση του νού.

36. Η προσευχή είναι ανάβαση του νού προς το Θεό.

37. Αν ποθείς να προσευχηθείς, απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το πάν.

38. Προσευχήσου πρώτα να γίνεις καθαρός από τα πάθη. Προσευχήσου δεύτερο να απαλλαγείς από την άγνοια και τη λήθη. Προσευχήσου τρίτο να γλιτώσεις από κάθε πειρασμό και εγκατάλειψη.

39. Ζήτα στην προσευχή σου μόνο τη δικαιοσύνη του Θεού και τη βασιλεία του (Ματθ.ς΄33), δηλαδή την αρετή και τη γνώση. Κι όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.

40. Είναι δίκαιο να μην προσεύχεσαι μόνο για τη δική σου κάθαρση, αλλά και για κάθε συνάνθρωπό σου, για να μιμηθείς τον αγγελικό τρόπο προσευχής.

41. Πρόσεχε αν στέκεις αληθινά μπρός στον Θεό την ώρα της προσευχής σου ή μήπως νικιέσαι από ανθρώπινο έπαινο κι αυτόν βιάζεσαι να κυνηγήσεις με πρόσχημα το μάκρεμα της προσευχής.

42. Αν προσεύχεσαι μαζί με αδελφούς ή και μόνος σου, αγωνίζου να μην προσεύχεσαι από συνήθεια, αλλά από (και με) συναίσθηση.

43. Συναίσθηση προσευχής σημαίνει ευλαβική και κατανυκτική περίσκεψη και οδύνη της ψυχής με ομολογία των κριμάτων της και μυστικούς στεναγμούς.

44. Αν ο νούς σου ξεκλέβεται ακόμα την ώρα της προσευχής, δεν κατάλαβε ακόμα πως ο μοναχός προσεύχεται, αλλά είναι ακόμα κοσμικός, που στολίζει την εξωτερική σκηνή.

45. Όταν προσεύχεται, φύλαγε με όλη σου τη δύναμη τη μνήμη σου, για να μη σου αραδιάζει τα δικά της, αλλά να παρακινάς τον εαυτό σου να λαβαίνει συνείδηση πως στέκεις μπροστά στο Θεό. Γιατί συνήθως ξεκλέβεται πολύ ο νούς από τη μνήμη την ώρα της προσευχής.

46. Όταν προσεύχεσαι, σου φέρνει η μνήμη ή φαντασίες παλιών πραγμάτων ή καινούργιες φροντίδες ή το πρόσωπο αυτουνού, που σε έχει πικράνει.

47. Ο δαίμονας φθονεί πολύ τον άνθρωπο, που προσεύχεται, και χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να παραβλάψει το σκοπό του. Δεν παύει λοιπόν να βάζει σε κίνηση τα νοήματα (έννοιες) των πραγμάτων δια μέσου της μνήμης και ανακατεύει όλα τα πάθη δια μέσου της σάρκας για να μπορέσει να τον εμποδίσει στον άριστο δρόμο και την εκδημία του στο Θεό.

48. Όταν, αν και έκανε πολλά ο παμπόνηρος δαίμονας, δεν μπορέσει να δημιουργήσει εμπόδια στην προσευχή του δικαίου, χαλαρώνει τότε για λίγο την πίεσή του και μετά τον εκδικιέται όταν προσευχηθεί. Γιατί ή αφανίζει, ερεθίζοντάς τον σε οργή, την εξαίρετη κατάσταση της προσευχής, που δημιουργείται μέσα του, ή, ερεθίζοντάς τον σε αλόγιστη ηδονή,περιγελάει υβριστικά το νού.

49. Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, περίμενε αυτά, που δεν πρέπουν, και αντιστάσου γενναία φυλάγοντας τον καρπό σου. Γιατί από την πρώτη αρχή έχεις ταχθεί σε τούτο ακριβώς το έργο, δηλαδή στο «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» (Γενέσ. β΄15). Μη λοιπόν, αφού δούλεψες, αφήνεις αφύλαχτο ό,τι πραγματοποιήθηκε. Αλλιώς δεν ωφελεί σε τίποτε η προσευχή σου.

50. Όλος ο πόλεμος, που γίνεται ανάμεσα σε μας και τους ακάθαρτους δαίμονες, δε γίνεται για τίποτε άλλο παρά για την πνευματική προσευχή. Οι δαίμονες εχθρεύονται πολύ την προσευχή και τους είναι πολύ δυσάρεστη, ενώ για μας είναι σωτήρια και πάρα πολύ χρήσιμη.

51. Τι θέλουν να ενεργούν μέσα μας οι δαίμονες; Γαστριμαγία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα υπόλοιπα πάθη, ώστε, αφού χοντρήνει ο νούς από αυτά, να μην μπορεί να προσευχηθεί όπως πρέπει. Γιατί όταν κυριαρχήσουν τα πάθη του μη λογικού μέρους της ψυχής, δεν αφήνουν το νού να κινείται λογικά.

52. Εργαζόμαστε και εφαρμόζουμε τις αρετές για τους λόγους των γεγονότων, αυτών, που έχουν γίνει, των δημιουργημάτων δηλαδή. Και του λόγους των γεγονότων για το λόγο, που τους δίνει ουσία και ύπαρξη. Κι αυτός συνήθως φανερώνεται στην κατάσταση της προσευχής.

53. Κατάσταση προσευχής είναι μόνιμη ψυχική διάθεση, ελεύθερη από πάθη, που αρπάζει το φιλόσοφο νού σε ύψος νοητό με πολύ σφορδό έρωτα.

54. Δεν πρέπει να είναι όποιος θέλει να προσευχηθεί αληθινά, μόνο κύριος του θυμού και της επιθυμίας, αλλά και ελεύθερος από κάθε νόημα εμπαθές (διαποτισμένο ή επηρεασμένο από πάθος).

55. Όποιος αγαπάει το Θεό, κουβεντιάζει μαζί του σαν με τον πατέρα του, ενώ ταυτόχρονα σιχαίνεται κάθε νόημα γεμάτο παθος (εμ-παθές).

56. Το ότι κάποιος έχει πετύχει την απάθεια, δε σημαίνει πως και προσεύχεται αληθινά. Γιατί μπορεί να βρίσκεται μπλεγμένος στα γυμνά νοήματα και να τραβάει την προσοχή του η γνώση στα γυμνά νοήματα και να βρίσκεται μακρυά από το Θεό.

57. Όταν δε μένει ώρα πολλή ο νούς στις γυμνές έννοιες των πραγμάτων, δε σημαίνει αυτό πως έφτασε κι όλας σε κατάσταση προσευχής. Γιατί μπορεί να βρίσκεται πάντα σε κατάσταση θεωρίας των πραγμάτων (δηλ. έννοιες πραγμάτων), δίνουν σχήμα και μορφή στο νού και τον οδηγούν μακρυά από το Θεό.

58. Αν ο νούς δεν ξεπέρασε τη θεωρεία (θεώρηση) της σωματικής φύσης, δεν είδε τέλεια τον τόπο του Θεού. Γιατί μπορεί να μένει στην γνώση των πραγμάτων και να παίρνει μορφή σύμφωνη μ’αυτά.

59. Αν θέλεις να προσευχηθείς, έχεις ανάγκη του Θεού, που δίνει «ευχήν τω ευχομένω» δίνει λόγια προσευχής σ’όποιον προσεύχεται (Α΄ Βασ. β΄ 9). Να τον επικαλείσαι λοιπόν λέγοντας «αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ.ς΄9), δηλαδή να έρθει το Άγιο Πνεύμα και ο Μονογενής Σου Υιός. Γιατί έτσι μας δίδαξε ο Χριστός, όταν έλεγε, πως πρέπει να προσκυνούμε και να λατρεύουμε τον Πατέρα «εν Πνεύματι και αληθεία» (Ιω. δ΄ 24).

60. Όποιος προσεύχεται «εν πνεύματι και αληθεία» δε δοξάζει το Θεό παίρνοντας αφορμή από τα κτίσματα, αλλά τον υμνεί παίρνοντας αφορμή από αυτόν τον ίδιο.

61. Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς αληθινά. Κι αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος.

62. Όταν ο νούς σου, από πολύν πόθο για το Θεό μοιάζει να αποτραβιέται σιγά σιγά από τη σάρκα και σιχαίνεται όλα τα νοήματα, που προέρχονται από τις αισθήσεις ή τη μνήμη ή την ιδιοσυγκρασία γεμίζοντας από χαρά και ευλάβεια, τότε να θεωρείς πως έχεις πλησιάσει τα όρια της αληθινής προσευχής.

63. Συμπάσχοντας με την ασθένειά μας το Άγιο Πνεύμα έρχεται σε μάς αν και είμαστε ακάθαρτοι. Κι αν βρεί να προσεύχεται μόνον ο νούς σ’αυτό και σύμφωνα με την αλήθεια, τότε επιβιβάζεται σ’αυτόν και εξαφανίζει όλη τη φάλαγγα των λογισμών ή των νοημάτων, που τον περικυκλώνει, παρακινώντας τον σε έρωτα πνευματικής προσευχής.

64. Όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες δημιουργούν στο νού σκέψεις ή ιδέες ή εσωτερικές θεωρήσεις (θεάσεις) αλλοιώνοντας το σώμα. Ο Κύριος όμως κάνει το αντίθετο. Τοποθετεί μέσα στο νού τη γνώση, επιβαίνοντας στον ίδιο το νού αυτών, που θέλει. Και δια μέσου του νού κατευνάζει και καταπραΰνει την ακράτεια του σώματος.

65. Όποιος αγαπάει την αληθινή προσευχή, αλλά θυμώνει και μνησικακεί, δεν είναι αψεγάδιαστος. Γιατί μοιάζει μ’εκείνον, που θέλει να βλέπει καλά και καθαρά, αλλά κουνάει ταραγμένα και νευρικά τα μάτια του.

66. Αν ποθείς να προσευχηθείς, μην κάνεις τίποτε από όσα είναι αντίθετα από την προσευχή, για να σε πλησιάσει ο Θεός και να συμπορευθεί μαζί σου.

67. Μη συλλάβεις μέσα σου οποιοδήποτε σχήμα του Θεού, όταν προσεύχεσαι, και μην επιτρέπεις να λάβει κάποια μορφή ο νούς, αλλά να προσεύχεσαι άυλα στον άυλο και θα καταλάβεις.

68. Φυλάξου από τις παγίδες των εχθρών. Συμβαίνει δηλαδή ενώ προσεύχεσαι καθαρά και χωρίς εσωτερική ταραχή, να σου έρχεται μονομιάς κάποια μορφή παράδοξη και αλλόκοτη και να σου δημιουργεί μεγάλη ιδέα για τον ευατό σου, επειδή στη μορφή εκείνη τοποθετείς το Θεό. Κι αυτό, για να σε πείσει πως με το μέγεθος, δηλαδή αυτή η αλλόκοτη μορφή, που σου φανερώθηκε έτσι μονομιάς και ξαφνικά είναι το θείο. Όμως το θείο είναι άποσο (ξένο προς κάθε ποσότητα και μέγεθος) και ασχημάτιστο (ελεύθερο από κάθε περιοριστικό εξωτερικό σχήμα).

69. Όταν ο φθονερός δαίμονας δεν θα μπορέσει να κινήσει τη μνήμη την ώρα της προσευχής, τότε εκβιάζει την κράση του σώματος να παράγει κάποια φαντασία στο νού και να του αλλάξει έτσι (του νού δηλαδή) τη μορφή. Κι αυτός, που είναι συνηθισμένος να βρίσκεται πάντα μαζί με νοήματα, εύκολα λυγίζει. Κι όποιος βιάζεται να φτάσει στην άυλη και ασχημάτιστη γνώση, ξεγελιέται κατέχοντας καπνό αντί για φώς.

70. Στάσου στη σκοπιά σου φυλάγοντας το νού σου από νοήματα την ώρα της προσευχής, για να ολοκληρώσεις την αίτησή σου και να μείνεις στην ηρεμία σου σταθερά, ώστε να επιφοιτήσει και σε σένα αυτός, που συμπάσχει με όσους αγνοούν. Και τότε θα λάβεις δώρο προσευχής παρά πολύ λαμπρό.

71. Δεν θα μπορέσεις να προσευχηθείς καθαρά, αν μπερδεύεσαι με υλικά πράγματα και ταράζεσαι με αδιάκοπες φροντίδες. Γιατί προσευχή είναι απόθεση (απομάκρυση από το νού, απαλλαγή του από) νοημάτων.

72. Ο δεμένος δεν μπορεί να τρέξει. Ούτε νούς, που δουλεύει σαν σκλάβος σε πάθος, μπορεί να ιδεί τόπο προσευχής πνευματικής. Γιατί τραβιέται και μεταφέρνεται εδώ κι εκεί απ΄το εμπαθές (δηλαδή το δέσμιο σε πάθος) νόημα και υπό την προϋπόθεση αυτή δεν θα έχει τόπο, όπου να στέκεται ακλόνητα και σταθερά.

73. Όταν λοιπόν ο νούς προσεύχεται καθαρά και ελεύθερος από πάθη (απαθώς), τότε οι δαίμονες δεν του κάνουν επίθεση από τα αριστερά (δηλαδή με αρνητικό τρόπο), αλλά από τα δεξιά (δηλαδή με θετικό τρόπο). Του υποβάλλουν δηλαδή μια ιδέα και κάποιο σχήμα από αυτά, που αγάπαει η αίσθηση, ώστε να του φαίνεται πως πέτυχε τέλεια το σκοπό της προσευχής. Και αυτό, είπε ένας με φωτισμένη γνώση άνθρωπος, γίνεται από το πάθος της κενοδοξίας και προκαλείται από το δαίμονα, που αγγίζει τον εγκέφαλο.

74. Νομίζω πως ο δαίμονας, ο οποίος αγγίζει τον τόπο, που ανάφερα πιο πάνω, μετατρέπει το γύρω από το νού φώς όπως θέλει. Έτσι κινείται το πάθος της κενοδοξίας σε λογισμό, ο οποίος δίνει ανόητα τέτοια μορφή στον ασχημάτιστο νού, που να φαίνεται σαν εντοπισμός της θείας και ουσιώδους γνώσεως. Κι αν ένας τέτοιος άνθρωπος δεν ενοχλείται από σαρκικά και ακάθαρτα πάθη, αλλά τάχα βρίσκεται στον τόπο της προσευχής με καθαρή διάθεση, του φαίνεται πως δεν του συμβαίνει μέσα του πια καμιά αντίθετη ενέργεια υποθέτει επομένως πως η εμφάνιση στο νού του, που γίνεται από το δαίμονα, είναι θεία. Αυτό το κάνει ο δαίμονας με πολλή επιτηδειότητα και δια μέσου του εγκεφάλου αλλοιώνει το φώς, που συνδέεται με τον εγκέφαλο, και του δίνει τέτοια μορφή, που αναφέραμε προηγουμένως.

75. Όταν έρθει άγγελος Θεού, μ’ένα του λόγο μόνο παύει από πάνω μας κάθε εχθρική ενέργεια και κινεί το φώς του νού, ώστε να ενεργεί χωρίς παραπλάνηση.

76. Αυτό, που λέγεται στην Αποκάλυψη, ότι ο άγγελος φέρνει το θυμίαμα για να το προσφέρει με τις προσευχές των αγίων (Αποκαλ. η΄ 3-4), νομίζω πως είναι αυτή η χάρη, που ενεργείται δια μέσου του αγγέλου. Γιατί βάζει μέσα στην ψυχή γνώση της αληθινής προσευχής, ώστε να μένει στο εξής ο νούς έξω από κάθε κλονισμό, ακηδία (πνευματική νάρκη και αδράνεια) και αμέλεια.

77. Λέγεται στην Αποκάλυψη πως οι φιάλες των θυμιαμάτων είναι οι προσευχές των αγίων, τις οποίες κρατούσαν οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι (Αποκ. ε΄8). Πρέπει κάτω από την εικόνα της φιάλης να εννοήσουμε τη φιλία με το Θεό, δηλαδή την τέλεια και πνευματική αγάπη, που, όταν υπάρχει, γίνεται η προσευχή «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιω. δ΄ 23-24).

78. Όταν νομίσεις πως δεν χρειάζεσαι δάκρυα στην προσευχή σου, σκέψου πόσο απέχεις από το Θεό, ενώ έπρεπε να είσαι διαρκώς μαζί του και μέσα του, και τότε θα δακρύσεις με μεγαλύτερη θέρμη.

79. Βεβαιότατα, όταν έχεις επίγνωση των μέτρων σου, ευχαρίστως θα πενθήσεις ελεεινολογώντας τον εαυτό σου σύμφωνα με ό,τι λέει ο προφήτης Ησαΐας πως, αν και είσαι ακάθαρτος και βρίσκεσαι ανάμεσα σε τέτοιο λαό (παθών), τολμάς να στέκεις μπροστά στον Κύριο σαβαώθ (Ησ.ς΄ 5);

80. Αν προσεύχεσαι αληθινά, θα βρείς πολλή εσωτερική πληροφόρηση. Και θα έρθουν μαζί σου άγγελοι, όπως και στο Δανιήλ, και θα σε φωτίσουν να κατανοήσεις τους λόγους των γινομένων (Δανιήλ β΄ 19).

81. Να ξέρεις πως μας παρακινούν βέβαια οι άγιοι άγγελοι σε προσευχή και μας προστατεύουν με χαρά και προσεύχονται για μας (Ζαχ.α΄ 12, Τωβ. ιβ΄ 12). Αν λοιπόν δείξουμε αμέλεια και δεχτούμε αντιθέτους λογισμούς, τους παροργίζουμε πολύ, γιατί αυτοί βέβαια αγωνίζονται τόσο πολύ για μάς. Εμείς όμως ούτε για τον εαυτό μας δεν θέλουμε να παρακαλέσουμε το Θεό, αλλά καταφρονώντας το ιερό τους λειτούργημα και εγκαταλείποντας το Δεσπότη και Θεό τους συνομιλούμε με τους ακάθαρτους δαίμονες.

82. Να προσεύχεσαι με αταραξία και πραότητα και να ψάλλεις «συνετώς» (Ψαλμ. μς΄ 8), με συναίσθηση δηλαδή και κοσμιότητα και θα μοιάζεις αετόπουλο, που σηκώνεται στα αιθέρια ύψη.

83. Η ψαλμωδία γαληνεύει τα πάθη και κάνει να ηρεμεί η ακράτεια του σώματος. Η προσευχή πάλι κάνει το νού να προβαίνει σ’εκείνη ακριβώς την ενέργεια, που είναι εντελώς δική του.

84. Προσευχή είναι η ενέργεια που πρέπει στην αξία του νού. Είναι με άλλα λόγια ανώτερη και γνήσια χρήση του.

85. Η ψαλμωδία είναι ενέργεια πολύμορφης σοφίας. Και η προσευχή είναι προοίμιο άυλης και πολύμορφης γνώσης.

86. Η γνώση είναι ωραιότατη. Γιατί συμπράττει με την προσευχή ξυπνώντας την άυλη δύναμη του νού με το σκοπό να προβεί σε θεωρεία θείας γνώσης.

87. Αν δεν έλαβες ακόμα χάρισμα προσευχής ή ψαλμωδίας, επίμενε και θα λάβεις.

88. «Έλεγε δε αυτοίς παραβολήν προς το δείν αυτούς πάντοτε προσεύχεσθαι και μην εκκακείν» (Λουκ ιη΄ 1-8: τους είπε ο Κύριος Ιησούς μια παραβολή για να τους διδάξει, πως πρέπει να προσεύχονται και να μην αποκάμνουν επιμένοντας στην προσευχή). Λοιπόν μη χάνεις το θάρρος σου στο μεταξύ μήτε την καλή σου διάθεση, επειδή δεν έχεις λάβει ό,τι ζήτησες. Θα το λάβεις τελικά. Ο Κύριος κατέληξε στο παρακάτω συμπέρασμα στην παραπάνω παραβολή: «Αν και δεν φοβούμαι Θεό και πρόσωπο ανθρώπου δεν ντρέπομαι -είπε μέσα του ο άδικος εκείνος δικαστής-όμως επειδή μου έγινε ενοχλητική η γυναίκα ετούτη -η χήρα- θα της αποδώσω το δίκαιό της». «Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο και ο Θεός θα αποδώσει γρήγορα το δίκαιο σ’αυτούς, που κράζουν σ’Αυτόν νύχτα και μέρα». Έχε λοιπόν χαρά και επίμενε κοπιαστικά στην άγια προσευχή.

89. Μη θέλεις να γίνουν τα ζητήματά σου, όπως φαίνεται σε σένα σωστό, αλλά όπως αρέσει στο Θεό. Και θα είσαι ατάραχος και ευγνώμων (καλόγνωμος) στην προσευχή σου.

90. Κι αν ακόμα σου φαίνεται πως είσαι μαζί με το Θεό, να φυλάγεσαι από το δαίμονα της πορνείας. Γιατί είναι πολύ απατεώνας και πάρα πολύ φθονερός και θέλει να είναι γρηγορότερος από την κίνηση και τη νήψη του νού σου, ώστε αν είναι δυνατό, και από το Θεό να τον αποσπάσει καθώς στέκει μπροστά του με ευλάβεια και φόβο.

91. Αν δείχνεις επιμέλεια στην προσευχή, να ετοιμάζεσαι να δεχτείς επιθέσεις δαιμόνων και να υπομένεις με γενναιότητα τις μάστιγες (πρβλ. Ψαλμ. λζ΄ 18). Γιατί θα σου επιτεθούν σαν άγρια θηρία και θα κακοποιήσουν ολόκληρο το σώμα σου.

92. Να προετοιμάζεσαι σαν έμπειρος αγωνιστής να μην κλονιστείς κι αν ιδείς ξαφνικά κάποιο φανταστικό πλάσμα. Κι αν δείς σπαθί ξεγυμνωμένο εναντίον σου (πρβλ. Αριθ. κβ΄ 23) ή λαμπάδα, που να έρχεται καταπάνω στο πρόσωπό σου, μην ταράζεσαι. Κι αν δείς κάποια σιχαμερή μορφή και ματωμένη, πάλι μη χάνεις το ηθικό σου. Στάσου, αντίθετα, ορθός ομολογώντας την καλή ομολογία (πρβλ. Α΄ Τιμ.ς΄ 12) και τότε θα ιδείς κατάματα τους εχθρούς σου.

93. Όποιος υποφέρει τα λυπηρά, θα πετύχει και τα χαρούμενα. Και όποιος ανέχεται με καρτερικότητα τα αηδιαστικά συμβάματα, δεν θα στερηθεί και τα ευχάριστα.

94. Κοίταξε μη σε ξεγελάσουν οι δαίμονες με καμιά οπτασία. Αντίθετα γύρνα με περίσκεψη στην προσευχή και παρακάλα το Θεό, ώστε αν είναι το νόημα από αυτόν, να σε φωτίσει ο ίδιος. Και έχε θάρρος, γιατί δε θα σταθούν οι σκύλοι, όταν εσύ όλος φωτιά χρησιμοποιείς τη συνομιλία με το Θεό. Γιατί αμέσως θα διωχτούν μακριά, ενώ θα μαστιγώνονται μυστικά από τη δύναμη του Θεού.

95. Είναι δίκαιο να μην αγνοείς και ετούτο το δόλο κάποτε οι δαίμονες χωρίζονται μεταξύ τους. Κι αν φανεί πως ζητάς βοήθεια, μπαίνουν οι υπόλοιποι μετασχηματισμένοι σε αγγέλους και διώχνουν τους πρώτους. Κι αυτό το κάνουν, για να γελαστείς από αυτούς με τη σκέψη πως είναι άγγελοι.

96. Φρόντισε να έχεις πολλή ταπεινοφροσύνη και (ανδρεία=) γενναίο φρόνημα, οπότε δεν πρόκειται να αγγίξει την ψυχή σου επήρεια δαιμονική. «Και μάστιξ ουκ εγγιεί εν τω σκηνώματί σου, ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαί σε» (Ψαλμ.στ'10: Μάστιγες δηλαδή συμφορών δεν θα αγγίξουν την κατοικία σου γιατί θα δώσει στους αγγέλους εντολή για σένα να σε προφυλάξουν). Και οι άγγελοι μυστικά θα απομακρύνουν από κοντά σου όλη την εχθρική ενέργεια.

97. Όποιος φροντίζει να ασκεί την καθαρά προσευχή, θα ακούει θορύβους και χτύπους και φωνές και (θα υποστεί) βλάβες από τους δαίμονες. Όμως δεν θα κατσουφιάσει ούτε θα προδώσει το λογισμό του λέγοντας στο Θεό «ου φοβηθήσομαι κακά ότι συ μετ’εμού ει» (Ψαλμ. κβ΄ 4: Δε θα φοβηθώ μήπως μου συμβεί κανένα κακό, γιατί εσύ είσαι μαζί μου) και τα παρόμοια.

98. Σε περίπτωση πειρασμού αυτού του είδους να κάνεις σύντομη και πολύ εντατική προσευχή.

99. Αν σε απειλήσουν δαίμονες να φανούν ξαφνικά από τον αέρα και να σε ξαφνιάσουν και να παρασύρουν το νού σου, μην τους φοβηθείς. Ούτε να δείξεις ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φροντίδα για την απειλή τους. Γιατί σε φοβερίζουν θέλοντας να δοκιμάσουν αν τυχόν τους προσέχεις ή τους περιφρονείς εντελώς.

100. Αν την ώρα της προσευχής σου βρίσκεσαι μπροστά στον παντοκράτορα και δημιουργό και προνοητή του παντός Θεό, γιατί κάνεις την παράσταση σου αυτή τόσο ανόητα, παραμερίζοντας το φόβο του Θεού, που απ’αυτόν τίποτε δεν είναι μεγαλύτερο; Γιατί φοβάσαι τόσο ανόητα κουνούπια και σκαθάρια; Ή μήπως δεν άκουσες αυτόν, που λέγει «Κύριον τον Θεόν σου φοβήση» (Δευτ. ς΄ 13), δηλαδή να δείχνεις φόβο βαθύ και σεβασμό στον Κύριο και Θεό σου; Και αλλού «Ον φρίττει και τρέμει πάντα από προσώπου της δυνάμεως αυτού» και όσα λέγονται στη συνέχεια; (Στην προσευχή του Μανασσή).

101. Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή της ψυχής, έτσι και η πνευματική προσευχή είναι τροφή του νού.

102. Μην προσεύχεσαι με φαρισαϊκό, αλλά με τελωνιακό φρόνημα και τρόπο στον ιερό τόπο της προσευχής, για να δικαιωθείς και εσύ από τον Κύριο (Λουκ. ιη΄ 10-14).

103. Να αγωνίζεσαι να μην καταριέσαι κανένα στην προσευχή σου, για να μη γκρεμίζεις όσα χτίζεις, κάνοντας έτσι σιχαμερή την προσευχή σου.

104. Ας σε διδάσκει αυτός, που χρωστούσε τα μύρια (=10.000) τάλαντα. Αν δηλαδή δεν συγχωρέσεις αυτόν, που σου φταίει, ούτε κι εσύ ο ίδιος θα πετύχεις τη συγχώρεση. Γιατί, λέει το άγιο Ευαγγέλιο, τον παρέδωσε (τον χρεώστη των μυρίων ταλάντων που δεν συγχώρεσε το δικό του χρεώστη) στους βασανιστές (Ματθ. ιη΄ 24-35).

105. Διώχνε μακριά σου τις ανάγκες του σώματος την ώρα της προσευχής, για να μη χάσεις το μέγιστο κέρδος της προσευχής σου όταν σε τσιμπάει ψύλλος ή ψείρα ή κουνούπι ή μύγα.

106. Έφτασε ως εμένα η φήμη για κάτι, που συνέβηκε σ’έναν άγιο. Όταν εκείνος προσευχόταν, του αντιστεκόταν τόσο πολύ ο πονηρός, ώστε μόλις σήκωνε τα χέρια του σε προσευχή να παίρνει ο πονηρός τη μορφή λεονταριού και να σηκώνει τα δύο του μπροστινά ποδάρια για να μπήξει τα νύχια του στα νεφρά του κι από τις δύο μεριές και να μη φεύγει απ’αυτόν προτού να κατεβάσει ο άγιος τα χέρια του, πριν δηλαδή να τελειώσει την προσευχή του. Εκείνος όμως ποτέ δεν κατέβαζε τα χέρια του από την δεητική τους ύψωση προτού κάνει τις συνηθισμένες του ευχές.

107. Τέτοιος ήταν, όπως τον γνώρισα, και ο Ιωάννης ο μικρός, που έζησε τη ζωή της ησυχίας σε λάκκο. Είπα ο Ιωάννης ο «μικρός», πιο σωστό όμως θα ήταν να έλεγα ο πάρα πολύ μεγάλος μοναχός. Αυτός έμεινε ακίνητος στην επικοινωνία του με το Θεό, ενώ ο δαίμονας σαν φίδι μεγάλο τυλίχθηκε ολόγυρα στο σώμα του μασώντας τις σάρκες του και ξερνώντας στο πρόσωπό του.

108. Οπωσδήποτε θα διάβασες κι εσύ τους βίους των αγίων ταβεννησιωτών μοναχών. Σύμφωνα με όσα λέγονται εκεί, ενώ μιλούσε ο αββάς Θεόδωρος στους αδελφούς, ήρθαν δύο οχιές κάτω από τα πόδια του. Εκείνος όμως χωρίς να ταραxτεί ανασήκωσε τα πόδια του και κάμνοντας καμάρα τις δέχτηκε μέσα, ώσπου τελείωσε το λόγο του. Και τότε έδειχνε τις οχιές εξηγώντας το πράγμα.

109. Για άλλον πνευματικό αδελφό διάβασα πως, ενώ προσευχόταν, ήρθε μια οχιά και του δάγκωσε το πόδι. Αυτός όμως δεν κατέβασε τα χέρια του πρωτού τελειώσει την συνηθισμένη του προσευχή. Και δεν έπαθε τίποτε, γιατί αγάπησε το Θεό πιο πολύ από τον εαυτό του.

110. Έχε ασάλευτο το μάτι σου την ώρα της προσευχής σου και, αφού αρνηθείς τη σάρκα και την ψυχή σου, ζήσε την κατά νουν (πνευματική) ζωή.

111. Εναντίον κάποιου άλλου αγίου, που προσευχόταν έντονα και ησύχαζε στην έρημο, ήρθαν δαίμονες και επί δύο εβδομάδες έπαιζαν μ’αυτόν σαν να ήταν μπάλλα καθώς τον τίναζαν στον αέρα και τον δέχονταν πάλι στην ψάθα. Και όμως δεν μπόρεσαν καθόλου να κατεβάσουν το νού του από την έξαρση της ένθερμης, της όλο φλόγα προσευχής.

112. Έναν άλλο φιλόθεο πάλι, ενώ βάδιζε στην έρημο και έκανε σκέψεις προσευχής, τον πλησίασαν δύο άγγελοι και τον είχαν στη μέση περπατώντας μαζί του. Αυτός όμως δεν τους πρόσεχε καθόλου για να μην χάσει το πιο μεγάλο. Γιατί θυμήθηκε τον αποστολικό λόγο «Ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις δυνήσονται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού» (Ρωμ. η΄ 38: ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις, δηλαδή καμιά τάξη αγγέλων, δεν θα μπορέσουν να μας χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού).

113. Ο μοναχός γίνεται με την προσευχή ισάγγελος, επειδή λαχταράει να ιδεί «το πρόσωπον του Πατρός του εν ουρανοίς» (πρβλ. Ματθ. ιη΄ 10).

114. Μην επιδιώκεις να δεχτείς την ώρα της προσευχής με κανένα τρόπο μορφή ή σχήμα.

115. Μην ποθείς να ιδείς αγγέλους ή δυνάμεις ή το Χριστό αισθητά για να μη σου φύγει εντελώς το μυαλό, επειδή δέχεσαι λύκον αντί για ποιμένα και προσκυνάς εχθρούς δαίμονες.

116. Αρχή της πλάνης του νου είναι η κενοδοξία. Από αυτήν κινείται ο νούς και προσπαθεί να προσδιορίζει το θείο με σχήματα και μορφές.

117. Εγώ θα πω το δικό μου λόγο, που και σε νεώτερους έχω πεί: Μακάριος ο νούς, που την ώρα της προσευχής απόκτησε τέλεια αμορφία.

118. Μακάριος ο νούς, που, επειδή προσεύχεται απερίσπαστα, αποκτάει πάντα περισσότερο πόθο για το Θεό.

119. Μακάριος ο νούς, που την ώρα της προσευχής γίνεται άυλος και ακτήμων.

120. Μακάριος ο νούς, που αποξενώνεται από κάθε αίσθηση (αντίληψη) υλικών πραγμάτων την ώρα της προσευχής.

121. Μακάριος ο μοναχός, που μετά το Θεό θεωρεί κάθε άνθρωπο σα Θεό.

122. Μακάριος ο μοναχός, που βλέπει με όλη του τη χαρά σαν δική του τη σωτηρία και την προκοπή όλων.

123. Μακάριος ο μοναχός, που θεωρεί τον εαυτό του σαν ολωνών παλιοσκούπιδο.

124. Μοναχός είναι εκείνος, που είναι απ’όλα και όλους χωρισμένος και όμως με όλους και όλα συνταιριασμένος.

125. Μοναχός είναι αυτός, που θεωρεί τον εαυτό του ένα με όλους, επειδή θαρρεί πως στον καθένα βλέπει αδιάκοπα τον ίδιο τον εαυτό του.

126. Κάνει προσευχή εκείνος, που πάντα προσφέρει στο Θεό ως καρπό την πρώτη του σκέψη.

127. Ως μοναχός να αποφεύγεις κάθε ψέμα και κάθε όρκο, αν ποθείς να προσευχηθείς. Αλλιώς άδικα έχεις το σχήμα (του μοναχού), που δεν σου ταιριάζει.

128. Αν θέλεις να προσευχηθείς με το πνεύμα, μην αντλήσεις τίποτε από τη σάρκα. Και τότε δεν θα έχεις σύννεφο, που να σε σκοτίζει την ώρα της προσευχής.

129. Εμπιστέψου στο Θεό την ανάγκη του σώματος και θα φανερώσεις πως του εμπιστεύεσαι και του πνεύματος την ανάγκη.

130. Αν πετύχεις την πραγμάτωση των επαγγελιών (δηλαδή των υποσχέσεων του Θεού, Εβρ.ια΄ 33),θα βασιλέψεις. Αποβλέποντας λοιπόν σ’αυτές, θα υποφέρεις ευχαρίστως τη φτώχεια του παρόντος.

131. Μην αφήνεις τη φτώχεια και τη θλίψη που αποτελούν τις ύλες της ανάλαφρης προσευχής.

132. Ας σου χρησιμεύουν οι σωματικές αρετές ως εγγύηση για τις ψυχικές, οι ψυχικές για τις πνευματικές και αυτές για την άυλη και πνευματική γνώση.

133. Όταν προσεύχεσαι εναντίον κάποιου λογισμού, αν ο λογισμός εύκολα ηρεμήσει, σκέψου από πού προέρχεται αυτό, μήπως πέσεις σε παγίδα και ξεγελαστείς και παραδώσεις τον εαυτό σου.

134. Μερικές φορές σου υποβάλλουν οι δαίμονες λογισμούς (σκέψεις) και πάλι σε ερεθίζουν να προσευχηθείς τάχα εναντίον τους ή να τους αντικρούσεις, οπότε υποχωρούν θεληματικά. Αυτό όμως το κάνουν για να γελαστείς έχοντας μεγάλη ιδέα για τον ευατό σου, πως δηλαδή άρχισες να νικάς τους λογισμούς σου και να προκαλείς φόβο στους δαίμονες.

135. Αν προσεύχεσαι εναντίον κάποιου πάθους ή εναντίον κάποιου δαίμονα, που σε ενοχλεί, να θυμάσαι αυτόν, που λέει «καταδιώξω τους εχθρούς μου και καταλήψομαι αυτούς, έως αν εκλίπωσιν· εκθλίψω αυτούς και ου μη δύνωνται στήναι· πεσούνται υπό τους πόδας μου» κ.λπ. (Ψαλμ ιζ΄ 38-39: θα κυνηγήσω τους εχθρούς μου και θα τους πιάσω· και δεν θα γυρίσω πίσω προτού τους εξολοθρέψω ώσπου να χαθούν εντελώς. Θα τους πιέσω τόσο πολύ, ώστε να μην μπορούν να σταθούν πιά. Θα πέσουν νικημένοι κάτω από τα πόδια μου…). Και αυτά θα τα λές στην ώρα τους, αν οπλίζεις τον εαυτό σου με ταπεινοφροσύνη εναντίον των αντιπάλων.

136. Να μη νομίζεις πως έχεις αποκτήσει κάποια αρετή, αν προηγουμένως δεν έχεις αγωνιστεί γι’αυτήν μέχρις αίματος. Γιατί σύμφωνα με ό,τι λέει ο θείος απόστολος Παύλος, πρέπει να αντιστεκόμαστε μέχρι θανάτου εναντίον της αμαρτίας με αγωνιστικό φρόνημα και αψεγάδιαστα (πρβλ. Εβρ. ιβ΄ 4, Εφεσ. ς΄ 11 εξ.).

137. Αν ωφελήσεις κάποιον, θα βλαφτείς από κάποιον άλλον. Κι αυτό για να πείς ή να κάνεις κάτι άπρεπο, επειδή αδικεύεσαι, και να σκορπίσεις έτσι άσχημα αυτό, που μάζεψες καλά. Αυτός είναι ο στόχος των πονηρών δαιμόνων. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχεις μυαλωμένα και συνετά.

138. Να δέχεσαι τις βίαιες επιθέσεις των πονηρών δαιμόνων, που έγιναν εναντίον σου φροντίζοντας πώς να αποτινάξεις το δουλικό ζυγό τους.

139. Οι δαίμονες επιδιώκουν να ενοχλούν μόνοι τους (με άμεση ενέργειά τους) τον πνευματικό δάσκαλο τη νύχτα και δια μέσου των ανθρώπων τη μέρα, περιτριγυρίζοντάς τον με διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις, συκοφαντίες και κινδύνους.

140. Μην αποφεύγεις τους λευκαντές. Αν και πατούν ενώ χτυπούν και ξαίνουν καθώς το τεντώνουν το πανί, όμως με τα μέσα αυτά γίνεται λαμπρό το ρούχο σου.

141. Εφόσον δεν απαρνήθηκες τα πάθη σου, αλλά ο νους πάει αντίθετα προς την αρετή και την αλήθεια, δεν θα βρείς ευωδιαστό θυμίαμα στον κόρφο σου.

142. Λαχταράς να προσευχηθείς; Μετατοπίσου από τα εδώ και έχε διαρκώς «το πολίτευμα εν ουρανοίς» (Φιλιπ. γ΄ 20: έχε την πατρίδα σου στους ουρανούς), όχι μόνο με λόγια, αλλά με την αγγελική πράξη και τη θεϊκότερη γνώση.

143. Αν μόνον όταν κάνεις κακές πράξεις μνημονεύεις τον Κριτή και θυμάσαι πόσο φοβερός και απροσωπόληπτος είναι δεν έμαθες ακόμα «δουλεύειν τω Κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθαι αυτώ εν τρόμω» (Ψαλμ. β΄ 11: να υπηρετείς τον Κύριο με φόβο και να νιώθεις χαρά στη σκέψη του με τρόμο). Να ξέρεις δηλαδή πως πρέπει μάλλον με ευλάβεια και σεβαστικότητα να τον λατρεύεις και στις πνευματικές ανέσεις και απολαύσεις.

144. Συνετός άνδρας είναι εκείνος, που δε σταματάει πριν από την τέλεια μετάνοια τη γεμάτη λύπη ανάμνηση των αμαρτημάτων και της δίκαιης τιμωρίας με αιώνια φωτιά, που θα επιβληθεί γι’αυτά.

145. Αυτός, που αν και είναι ένοχος αμαρτίας και πράξεων, οι οποίες προκαλούν οργή, τολμάει να απλώνεται αδιάντροπα σε γνώση θεϊκότερων πραγμάτων ή προχωρεί ανάξια στην άυλη προσευχή, αυτός ας δεχτεί την αποστολική επιτ΄΄ιμηση, ότι δεν είναι ακίνδυνο γι’αυτόν να προσεύχεται με γυμνό και ακάλυπτο κεφάλι. Έχει υποχρέωση δηλαδή η ψυχή αυτή, λέει ο απόστολος, «κατά κεφαλής εξουσίαν έχει δια τους αγγέλους» (Α΄ Κορ.ια΄ 5 εξ.: έχει υποχρέωση να έχει στο κεφάλι της -στο αποστολικό κείμενο η γυναίκα, κατά τον άγιο Νείλο μεταφορικά η ψυχή- κάποιο σύμβολο εξουσίας από σεβασμό προς τους αγγέλους, που στέκουν από πάνω της), ντυμένη το σεβασμό και την ταπεινοφροσύνη, που ταιριάζουν στην κατάστασή της.

146. Όπως δε θα ωφελήσει εκείνον, που πάσχουν τα μάτια του, το να βλέπει καταμεσήμερα χωρίς κάλυμμα και εντατικά τον ολόλαμπρο ήλιο, έτσι δε θα ωφελήσει καθόλου και τον όλο πάθη ακάθαρτο νου η αναπαράσταση στο νού της «εν πνεύματι και αληθεία» φοβερής και υπερφυσικής προσευχής. Αντίθετα προκαλεί εναντίον του την αγανάκτηση του Θεού.

147. Αν ο ανενδεής (αυτός που δεν του λείπει και δεν του χρειάζεται τίποτε) και αμερόληπτος Θεός δεν δέχτηκε εκείνον, που ήρθε στο θυσιαστήριο με δώρο, ώσπου να συμφιλιωθεί με τον πλησίον του, με τον οποίον ήταν λυπημένος (Ματθ. ε΄ 23 εξ.), σκέψου πόση προσοχή και διάκριση χρειαζόμαστε, για να προσφέρουμε στο Θεό ευπρόσδεκτο θυμίαμα στο νοερό (νοητό) θυσιαστήριο.

148. Να μη σου αρέσουν τα λόγια ούτε δόξα. Αλλοιώς δε θα ενεργούν πια δολερά πίσω από τις πλάτες σου οι αμαρτωλοί, αλλά κάτα πρόσωπο, μπροστά στα μάτια σου (Ψαλμ. 128,3) και θα είσαι αντικείμενο της χαιρεκακίας τους (Σοφ. Σολ. ς΄ 4) την ώρα της προσευχής, καθώς θα σε τραβούν και θα σε δελεάζουν (Ιακ. α΄ 14) με αλλόκοτους λογισμούς.

149. Η προσοχή, που αναζητάει προσευχή, θα βρεί προσευχή, γιατί περισσότερο από κάθε τι άλλο την προσοχή την ακολουθάει η προσευχή. Αυτή πρέπει να επιδιώκεται με πολλή φροντίδα.

150. Όπως η όραση είναι ανώτερη από όλες τις αισθήσεις, έτσι και η προσευχή είναι η πιο θεϊκή από όλες τις αρετές.

151. Αυτό που αποτελέι έπαινο της προσευχής δεν είναι η ποσότητα, αλλά η ποιότητά της. Και αυτό δηλώνουν εκείνοι, που ανέβηκαν στο ιερό (δηλ. ο Φαρισαίος και ο Τελώνης, Λουκ. ιη΄ 10) καθώς και η προτροπή· «υμείς ουν προσευχόμενοι μη βαττολογείτε» (Ματθ. ς΄ 7: όταν προσεύχεσθε να μην φλυαρείτε) και όσα λέγονται στη συνέχεια.

152. Όσο έχεις το νού σου στα σωματικά και φροντίζεις με ιδιαίτερη προσοχή για τα ευχάριστα της σκηνής (του προσωρινού σώματος), δεν έχεις ακόμα ιδεί τον τόπο της προσευχής, αλλά είναι ακόμα μακριά από σένα ο μακάριος δρόμος της.

153. Όταν την ώρα, που στέκεις σε προσευχή, νιώσεις χαρά μεγαλύτερη από κάθε άλλη χαρά, τότε βρήκες αληθινά την προσευχή.


Περι Προσευχής Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού


                  Gerontas Iosif Vatopaidinos 1921 2009            

Τί είναι η προσευχή, ποιά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της και ποιοί οι καρποί της;

Προσευχή είναι το κύριο μέσο που ενώνει όλα τα λογικά όντα με το δημιουργό τους Θεό. Αυτή θα είναι και μετά την παλιγγενεσία το μόνιμότους έργο και καθήκον. Προσευχή είναι η άμεση επαφή και η διαρκής επικοινωνία αγγέλωνκαι ανθρώπων με το Θεό. Προσευχή είναι η έξοδός μας από τον πήλινο κλοιό μας προς το χώρο της απεραντοσύνης. Προσευχή είναι το μέσο, που μας μεταφέρει έξω από τουςευτελείςμας περιορισμούς στην αίσθηση του απέραντου και του υπερφυσικού.

Καταργείται ο χώρος, ο τόπος και ο τρόπος και γίνονται αισθητές οι ενέργειες των θείων ιδιοτήτων. Αν και θέλουμε να περιγράψουμε τη φύση και την ουσία αυτής της υπερφυσικής αξίας, καταλαβαίνουμε ότιείναι κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις μας. Θα αρκεστούμε μόνο στις ενέργειες τών αποτελεσμάτων της.

Τόσο είναι το μεγαλείο αυτής της «θείας προμηθείας» προς τα κτιστά όντα, ώστε και ο ίδιος ο δωρητής της να την εφαρμόσει, όταν κοινώνησε με τον υλικό μας κόσμο. Ο Λουκάς αναφέρει για τον Κύριό μας ότι «ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού» (Λουκ. 6,12). Χρησιμοποιούσε την προσευχή άλλοτε ως εξομολόγηση, άλλοτε σαν δέηση ήευχαριστία ήικεσία προς τον αρχίφωτό Του Πατέρα και απέδειξε το απαραίτητο και ουσιώδες αυτής της υπεραξίας. «Πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. (Ίω. 11,41). «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου… ους δέδωκάς μοι εφύλαξα και ουδείς εξ αυτών απώλετο ειμη ο υιός της απωλεί-ας…ου περί τούτων ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευσόντων διά του λόγου αυτών ειςεμέ» (Ίω. 17, 11,12,20). Το μεγαλύτερο όμως και συγκλονιστικότερο παράδειγμα είναι η προσευχή τής Γεθσημανή, όπου τρεις φορές παρακάλεσε τον Πατέρα, όταν έμπρακτα ανέλαβε την παγκόσμια αποθεραπεία.

Όπου και αν στρέφουμε την προσοχή μας από τη θεμελίωση ολόκληρης της κτίσεως και μετά, βρίσκουμε τα πάντα συνυφασμένα με την προσευχή. Είναι, λοιπόν, η προσευχή, ο σύνδεσμος και ηενότητα όλων των κτισμάτων με το δημιουργό Θεό και ηδύναμη της προεκτάσεώς τους στο διηνεκές. Τόσο είναι ενωμένη με τα λογικά όντα αυτή ηυπεραξία, που μόνη της αυτόματα ενεργεί όσες φορές το επιβάλλει η ανάγκη και ασυναίσθητα κινούνται τα μέλη χωρίς σκέψη, ιδιαίτερα σε ώρα κινδύνου.

Είναι το τελειότερο όργανο και πράγμα, που παρέχει τη δυνατότητα στα κτίσματα -και ειδικά στον άνθρωπο-, να επικοινωνεί πρακτικά με τον πλάστη του. Ο άνθρωπος μέσω αυτής μπορεί να ζητά και να παίρνει ό,τι χρειάζεται, να μεταβάλλει την ποινή, που επιβάλλεται από τη θεία δικαιοσύνη, να αυξάνει την προσθήκη της θείας ευλογίας, να πληροφορείται όσα αγνοεί, να μεταδίδει τη συμπαράστασή του στους συνανθρώπους του, εκλιπαρώντας το Θεό γι’ αυτό, και γενικά να μετέχει σε πάρα πολλές ιδιότητες του Θεού Πατέρα μας.

Πάντως είναι αδύνατο να περιγράφουν τα κατορθώματα και προτερήματα αυτής της παναρετής, που λέγεται προσευχή. Ελάτε λοιπόν οι «κοπιώντες και πεφορτισμένοι», που κατοικείτε στην εξορία αυτή, στους κόλπους της μητέρας των αρετών προσευχής και αυτή θα σας αναπαύσει περισσότερο απ’ ό,τι θα περιμένατε ή θα ζητούσατε.

Τί είναι η νοερά προσευχή και γιατί λέγεται έτσι; Πώς επιτυγχάνεται;

Η προσευχή, αν και στη φύση της είναι μία, εκδηλώνεται με διάφορες μορφές και σχήματα, όπως φαίνεται μέσα στην Ιστορία. Αυτή η παναρετή περιγράφεται με διάφορες ονομασίες, που πάντοτε έχουν την ίδια σημασία. Προσευχή είναι η γενική ονομασία. Ανάλογα με το σκοπό και τον τρόπο που εκδηλώνεται λέγεται ευχή, δέηση, ικεσία, παράκληση, έντευξη, ακόμα και κραυγή, αν η ανάγκη που την επιβάλλει είναι επείγουσα.

Στην παρούσα μας όμως εξορία η προσευχή είναι όχι μόνο απαραίτητη, αλλά και επιβεβλημένη, γιατί ο Κύριος μάς διαβεβαιώνει ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ίω. 15,5). Τη συνεργασία μαζί του μόνο η προσευχή μπορεί να πετύχει με το «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. 7,7).

Τους τρόπους της προσευχής μάς τους διδάσκουν οι Πατέρες μας, επειδή ήταν πραγματικοί εργάτες και κατακτητές των δωρεών και χαρισμάτων της. Κάθε στροφή και ύψωση του νου προς το Θεό είναι προσευχή. Όσο πιο ήσυχα και προσεκτικότερα γίνεται, τόσο περισσότερο καρποφορεί.

Ο πρακτικότερος τρόπος, που επικρατεί στο χριστεπώνυμο πλήρωμα, είναι η ψαλμωδία στους ιερούς ναούς με τη βοήθεια των ειδικών λειτουργικών βιβλίων. Άλλος τρόπος είναι ο «κατά μόνας» ή μεταξύ δύο ή τριών, με ευχές διάφορων Πατέρων ή ψαλμών του Δαβίδ. Άλλος πρακτικότερος τρόπος είναι η «κατά μόνας» προσευχή, με συγκέντρωση και προσοχή, στην οποία ο ευχόμενος εξομολογείται με συντριβή και εκβιάζει, με την επίμονή του ικεσία, τη φιλάνθρωπη συμπάθεια του Κυρίου μας. Άλλος τρόπος προσευχής είναι η μέθοδος της εσωστρέφειας, που εφάρμοσαν και δίδαξαν οιμοναχοί Πατέρες μας. Να κρατείται δηλαδή, ο νους αμετεώριστος στην καρδιά με τη λεγόμενη μονολόγιστη προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Πρώτος ο Παύλος μάς πληροφορεί ότι δεν είναι δυνατή η σωτηρία χωρίς την πίστη και την επίκληση του σωτήριου ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού. Με τη μονολόγιστη ευχή επιζητούμε τη θεία βοήθεια και παραδίδουμε τον εαυτό μας στο Χριστό. Ομολογούμε, όπως ο Πέτρος, ότι ο Κύριος είναι Υιόςτου Θεού. Η ευχήείναι περιεκτική Αγίου Πνεύματος, διότι «ουδείςδύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Ά Κορ. 12,3).

Τοθέμα της ευχής είναι κοπιαστικό λόγω της αιχμαλωσίας του νου στις πολλές και κακές συνήθειες, που δεν υποχωρεί εύκολα, και χρειάζεται επιμονή και βία. Γι’ αυτό ο Παύλος παρακινεί: «τη προσευχή προσκαρτερείτε». Καρτερία σημαίνει επιμονή και παράταση. Στην επιμονή αυτή συμβαίνουν πολλές φορές διάφορα μικροεμπόδια είτε από φυσική κόπωση, είτε λόγω της ελλείψεως συνήθειας, είτε από το διάβολο. Δεν πρέπει να τα λαμβάνουμε υπόψη εφόσον ο σκοπός και το ζητούμενο είναι κατευθείαν ο Χριστός, η ζωή μας.

Στην επιμονή της επικλήσεως του πανάγιου ονόματος «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέτου Θεού, ελέ-ησόν με», αισθάνεται κανείς ότι πονούν οιώμοι ή το κεφάλι. Αυτά οφείλονται σε φθόνο του σατανά, που έχει σκοπό να διακόψει την προσπάθειαμας, και δεν τα προσέχουμε. Το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. 5,17) είναι θέμα εντολής και γνωρίζουμε ότι «αι εντολαί του Κυρίου βαρείαι ουκ εισί» (Α’ Ίω. 5,3). Πώς αλλιώς θα μάθουμε έμπρακτα το λόγο του Κυρίου μας «Ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»(Ίω. 15,5) και το «επικάλεσαί με εν καιρώ θλίψεως και εξελούμαι σε» (Ψαλμ. 49, 15).

Οι έμπειροι πατέρες μάς διδάσκουν ότι άλλοτε πρέπει να λέμε όλες τις λέξεις της ευχής και άλλοτε, ιδιαίτερα στην αρχή, λόγω της αδυναμίας του νου να κρατά περισσότερες λέξεις, να λέμε «Ιησού, Υιέτου Θεού, ελέησόν με». Δεν πρέπει όμως να αλλάζουμε συχνά τα λόγια της ευχή ςκαι να λέμε πότε το ένα και πότε το άλλο, διότι δεν προκαλείται η καλή συνήθεια. Την ευχή την λέμε πότε με το στόμα, «εκφώνως», με σιγανή φωνή, ψιθυριστά, για να συγκρατείται ευκολότερα ο νους από το μετεωρισμό και τη σύγχυση του περιβάλλοντος και άλλοτε νοερά, με το νου μας. Και οι δύο τρόποι είναι απαραίτητοι και επωφελείς.

Η βία όμως της προθέσεως προκαλεί την ενέργεια της Χάριτος και ο νους διευκολύνεται. Με τη συνήθεια ευκολότερα επιμένει, παρηγορείται από τη Χάρη, αποκτά αίσθηση της θείας βοήθειας και με θάρρος συνεχίζει. Γευόμενος τη θεία παρηγοριά, λόγω της επιμονής του, κρατά μόνος του την ευχή,χωρίς τον ψιθυρισμό της φωνής -«ενδιάθετα»-, και προσεύχεται με λιγότερο κόπο, γιατί η Χάρη τον ελευθέρωσε από τη βία του μετεωρισμού. Εάν παραμείνει προσευχόμενος δέχεται το θείο φωτισμό, ελέγχει τα νοήματα και αποτρέπει τις προσβολές του παράλογου, που είναι όλο το σύστημα του παλαιού ανθρώπου. Τότε η Χάρη αποκαλύπτει τη βασιλεία του Θεού, που βρίσκεται μέσα μας, όπως ακριβώς δίδαξε και ο Κύριος: «η βασιλεία του Θεού εντός υμών έστι» (Λουκ. 17,21). Αυτόςο τρόπος της μονολόγιστης ευχής, αν εφαρμοστεί, είναι και λέγεται νοερά προσευχή.

Όταν η επίμονη αυτή εργασίασυνεχιστεί χωρίς διακοπή ή μεταμέλεια, η θεία Χάρη παραμένει πλέον μόνιμα στο νου και την καρδιά του αγωνιστή. Τότε όχι μόνο δε χρειάζεται προσπάθεια, αλλά μόνη της πλέον η ευχή λειτουργεί αδιάλειπτα, ακόμη και στον ύπνο. Ουδέποτεο αγωνιστής παύει ευχόμενος να παρακαλεί το Θεό με «στεναγμούς αλάλητους», όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά για κάθε θλιμμένο και καταπονεμένο και γενικά για όλη την κοινωνία των ανθρώπων.Χωρίς ιδιαίτερηπροσπάθεια κοινωνεί με τον πανανθρώπινο πόνο και «κλαίει μετά κλαιόντων και χαίρει μετά χαιρόντων» (Ρωμ. 12,15).

Η μονολόγιστη ευχή λέγεται σε κάθε τόπο, χρόνο ή περίσταση και σε όλες τις μορφές της κοινωνικής ή μεμονωμένης μας ζωής.

Δεν είναι αυτόαπαγορευμένο για τους κοσμικούς ανθρώπους, όπως μερικοί ισχυρίζονται, αν και χρησιμοποιείται περισσότερο από τους μοναχούς. Μπορεί ο καθένας, όπου και όπως βρίσκεται, να επικαλείται και να περιστρέφει μέσα του το όνομα του Χριστού. Προκαλώ την αγάπησας. Δοκιμάστε και πολύ σύντομα θα γευθείτε τους καρπούς αυτής της εργασίας. Το όνομα του Κυρίου μας δεν είναι μια απλή λέξη. Είναι δύναμη, είναι ενέργεια, είναι ανάσταση και ζωή!

Όποιος αποφασίσει με τη βοήθεια της Χάριτος να ασχοληθεί με αυτήντην εργασία,ας μη μικροψυχήσει, ας μη βαρεθεί, ας μην αμφιβάλλεικαι ο μισθός του θα είναι πολύς· όχι μόνο στον ουρανό, αλλά και εδώ θα ωφεληθεί. Είναι αδύνατοο Κύριοςμας, που «έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. 5,8), να μας παραβλέψει όταν τον επικαλούμαστε τόσο επίμονα, για να μας χαρίσει όσα μας υποσχέθηκε. Εάν ο Κύριος άκουσε τους δαίμονες, που τον παρακάλεσαν να μην τους αποστείλει στην άβυσσο, και το θεόργιστο Φαραώ, που καταδυνάστευε το λαό του, απάλλαξε από τις πληγές,δε θα ακούσει εμάςπου αδιάλειπτα, κατά το δυνατό, τον επικαλούμαστε; Ας γίνει και ας μείνει και σε μάςτους ασθενείς και αδύνατους, ως απαραίτητο καθήκον, η προσευχή και θα λάβουμε κατά τη Γραφή, «υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» (Έφ. 3,20).

πηγή: Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Συζητήσεις στον Άθωνα», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 13, σ. 89-140

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ: Η νοερά προσευχή


ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ: Η νοερά προσευχή

Την ονόμασαν οι Πατέρες νοεράν, διότι γίνεται με τον νουν, αλλά και νήψη την ονομάζουν, πού σχεδόν σημαίνει πάλι το Ίδιο. Τον νουν οι Πατέρες μας τον προσδιορίζουν ως ένα ελεύθερο και περίεργο όν, πού δεν ανέχεται περιορισμούς και ούτε για πολύ πείθεται σε κάτι πού δεν μπορεί μόνος του να το συλλαβή. Γι’ αυτό, πρώτον, έδιάλεξαν μόνο λίγες λέξεις σε μίαν απλούστατη ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, έλέησόν με», ώστε να μην χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια του νού να συγκρατή παρατεταμένη ευχή· δεύτερον, έγύρισαν τον νού εσωτερικά, στο κέντρο του λογικού είναι μας, όπου παραμένοντας ακίνητος με το νόημα της θείας επικλήσεως, του γλυκύτατου ονόματος του Κυρίου μας Ιησού, να αίσθανθή το συντομώτερο δυνατόν την θείαν παρηγοριάν. Αδύνατον, κατά τους Πατέρες, επικαλούμενος συνεχώς ο Πανάγαθος Δεσπότης μας να μην είσακούση, Αυτός, πού τόσον επιθυμεί την σωτηρία των ανθρώπων.

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ

Αθωνικά Μηνύματα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 8, γ’ Έκδοσις, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονή του Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1999

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Ελέησε με Κύριε και φώτισε με…




Ελέησε με Κύριε και φώτισε με…

Ο άρρωστος Εζεκίας ούτε όρθιος ούτε γονατιστός, αλλά πεσμένος στο κρεβάτι παρακάλεσε για τη θεραπεία του το Θεό, που με τον προφήτη Ησαΐα του είχε προαναγγείλει το θάνατό του.

Το Αγιορείτικο Θυμίαμα είναι αυθεντικό μοναστηριακό προϊόν. Φτιάχνεται με προσωπική φροντίδα & προσευχή από κελλιώτες μοναχούς.
Αγοράστε το μοναδικό Αγιορείτικο Μοσχοθυμίαμα εδώ.

Και κατόρθωσε με την καθαρότητα και τη θερμότητα της καρδιάς του να μεταβάλει τη θεϊκή απόφαση.

Ο ληστής, πάλι, καρφωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λόγια κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών.

Και ο Ιερεμίας μέσα στο λάκκο με τη λάσπη και ο Δανιήλ μέσα στο λάκκο με τα θηρία και ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους, όταν προσευχήθηκαν θερμά, απομάκρυναν τις συμφορές, που τους είχαν βρει, και βοηθήθηκαν από το Θεό.

«Και τί θα λέω, όταν προσεύχομαι;», θα με ρωτήσεις.

Θα λες ό,τι και η Χαναναία του Ευαγγελίου. «Ελέησε με Κύριε!», παρακαλούσε εκείνη. «Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο».

«Ελέησε με Κύριε!», θα παρακαλάς κι εσύ. «Η ψυχή μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Γιατί η αμαρτία είναι μεγάλος δαίμονας. Ο δαιμονισμένος ελεείται, ενώ ο αμαρτωλός αποδοκιμάζεται.

«Ελέησε με Κύριε!». Μικρή είναι η φράση. Και όμως, γίνεται πέλαγος φιλανθρωπίας, καθώς, όπου υπάρχει έλεος, εκεί υπάρχουν όλα τα αγαθά.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Η νοερά προσευχή! Παρασκευή Σπυρίδου




Η νοερά προσευχή! Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου

Με απαλό τρόπο να βάλουμε στο νου μας τον Χριστό, λέγοντας την ευχή

Χειροποίητα κομποσχοίνια με Δάκρυα της Παναγίας που φτιάχνονται από κελλιώτες μοναχούς του Αγίου Όρους.
Βρείτε τα ευλογημένα και μοναδικά κομποσχοίνια εδώ.

Η νοερά προσευχή γίνεται μόνο από εκείνον που έχει αποσπάσει την χάρι του Θεού.

Δεν πρέπει να γίνεται με τη σκέψη, «να τη μάθω, να την καταφέρω, να τη φθάσω», γιατί μπορεί να οδηγηθούμε στον εγωισμό και στην υπερηφάνεια.

Χρειάζεται πείρα, λαχτάρα, αλλά και σύνεση, προσοχή και φρόνηση, για να είναι η προσευχή καθαρή και θεάρεστη.

Ένας λογισμός, «είμαι προχωρημένος», τα χαλάει όλα.

Τι να υπερηφανευθούμε; Δεν έχομε τίποτα δικό μας. Αυτά τα θέματα είναι λεπτά.

Να προσεύχεσθε χωρίς να σχηματίζετε στο νου σας εικόνες. Να μη φαντάζεσθε τον Χριστό.

Οι Πατέρες ετόνιζαν το ανεικόνιστον στην προσευχή.

Με την εικόνα υπάρχει το ευόλισθον, διότι ενδέχεται στην εικόνα να παρεμβληθεί άλλη εικόνα. Ενδέχεται και ο πονηρός να κάνει παρεμβολές και να χάσουμε την χάρι.

Η ευχή να γίνεται μέσα μας με το νου και όχι με τα χείλη, για να μη δημιουργείται διάσπαση και ο νους να πηγαίνει από δω κι από κει.

Με έναν απαλό τρόπο εμείς να βάλομε στο νου μας τον Χριστό, λέγοντας απαλά απαλά:

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Να μην σκέπτεσθε τίποτα, παρά μόνο τα λόγια «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Τίποτ’ άλλο. Τίποτα! Ήρεμα, με τα μάτια ανοικτά, για να μην κινδυνεύετε από φαντασίες και πλάνες, με προσοχή και αφοσίωση να στρέφεσθε στον Χριστό.

Να λέτε την ευχή με τρόπο απαλό και όχι συνέχεια, αλλά όταν υπάρχει διάθεση και ατμόσφαιρα κατανύξεως, η οποία είναι δώρο της θείας χάριτος.

Χωρίς την χάρι αυτοϋπνωτίζεσαι και μπορεί να πέσεις σε φώτα και πλάνη και παράκρουση.

Να μη γίνεται η ευχή αγγάρια.

Η πίεση μπορεί να φέρει μια αντίδραση μέσα μας, να κάνει κακό.

Έχουν αρρωστήσει πολλοί με την ευχή, γιατί την έκαναν με πίεση.

Κάτι γίνεται, βέβαια, κι όταν το κάνεις αγγάρια, αλλά δεν είναι το υγιές. Ούτε να χρησιμοποιείτε τεχνητούς τρόπους. Δεν χρειάζεται ούτε μικρό σκαμνάκι, ούτε σκύψιμο της κεφαλής, ούτε κλείσιμο των ματιών.

Λένε πολλοί: «Κάτσε σ’ ένα μικρό σκαμνάκι, σκύψε και στύψου και συγκεντρώσου». Αλλά που… Δοκιμάστε να δείτε.

Δεν είναι ανάγκη να συγκεντρωθείτε ιδιαίτερα, για να πείτε την ευχή. Δεν χρειάζεται καμία προσπάθεια όταν έχεις θείο έρωτα.

Όπου βρίσκεσθε, σε σκαμνί, σε καρέκλα, σε αυτοκίνητο, παντού, στο δρόμο, στο σχολείο, στο γραφείο, στη δουλειά, μπορείτε να λέτε την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», απαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο.

Να μη δένεσθε με τον τόπο. Το παν είναι ο έρωτας στον Χριστό.

Άμα η ψυχή σας επαναλαμβάνει με λατρεία, με πόθο, τις πέντε λέξεις, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», δεν χορταίνει.

Είναι λέξεις αχόρταστες!

Σ’ όλη σας τη ζωή να τις λέτε. Κρύβουν τόσους χυμούς!

Ο τρόπος της προσευχής μετράει

 


 

 Ο τρόπος της προσευχής μετράει
Δεν εξετάζεται ο τόπος, αλλά ο τρόπος της προσευχής

Και αν είσαι έξω, κραύγαζε και λέγε «ελέησέ με», χωρίς να κινής τα χείλη, αλλά φωνάζοντας με την ψυχή σου διότι ο Θεός μας ακούει και όταν σιωπούμε. Δεν εξετάζεται ο τόπος αλλά ο τρόπος της προσευχής.

Ο Ιερεμίας βρισκόταν μέσα σε βόρβορο και προκάλεσε την προσοχή του Θεού, ο Δανιήλ ήταν μέσα σε λάκκο λιονταριών και κέρδισε την εύνοια του Θεού, ο ληστής σταυρώθηκε και δεν τον εμπόδισε ο σταυρός, αλλά του άνοιξε τον παράδεισο, ο Ιώβ ήταν στην κοπριά και έκανε σπλαχνικό τον Θεό, ο Ιωνάς βρισκόταν στην κοιλιά του κήτους και τον άκουσε ο Θεός. Και αν είσαι σε λουτρό, να προσεύχεσαι, και αν είσαι σε δρόμο, και αν είσαι στο κρεββάτι, όπου και αν βρίσκεσαι, να προσεύχεσαι.

Είσαι ναός του Θεού, να μη ζητάς τόπο διάθεση μόνο χρειάζεται. Και αν παρουσιαστής σε δικαστή, να προσεύχεσαι όταν οργίζεται ο δικαστής, να προσεύχεσαι. Η θάλασσα ήταν μπροστά, οι Αιγύπτιοι πίσω, ο Μωυσής στη μέση η στενότητα του χώρου ήταν μεγάλη, αλλά μεγάλο ήταν το πλάτος της προσευχής. Πίσω τους κατεδίωκαν οι Αιγύπτιοι, μπροστά ήταν η θάλασσα, στη μέση η προσευχή και τίποτε δεν έλεγε ο Μωυσής και του λέγει ο Θεός «Γιατί φωνάζεις σε μένα;» (Εξ. 14,1). Το στόμα βέβαια δε μιλούσε, η ψυχή όμως φώναζε.

Και συ λοιπόν, αγαπητέ, όταν παρουσιασθής σε δικαστή που οργίζεται πάρα πολύ, που τυραννάει, που απειλεί με τις πιο μεγάλες απειλές και σε άλλους δημίους που κάνουν το ίδιο, προσευχήσου στο Θεό και προσευχόμενος τα κύματα ηρεμούν. Ο δικαστής είναι εναντίον σου; Εσύ να καταφεύγης στον Θεό. Ο άρχοντας είναι κοντά σου; Εσύ κάλεσε τον Κύριο. Μήπως είναι άνθρωπος για να πας σε κάποιον τόπο; Ο Θεός είναι πάντοτε κοντά. Αν θέλης να παρακαλέσης κάποιον άνθρωπο, ερωτάς τι κάνει, κοιμάται, ασχολείται και αν έχη υπηρεσία, δε σου απαντάει. Στο Θεό όμως δε συμβαίνουν τίποτε από αυτά. Όπου και αν πας και Τον καλέσης, ακούει ούτε ασχολία, ούτε μεσίτης, ούτε υπηρέτης εμποδίζει.

Πες, «ελέησέ με» και αμέσως ο Θεός έρχεται κοντά σου διότι λέγει «Ενώ εσύ μιλάς, θα πω, Να, εγώ είμαι παρών» (Ησ. 58,9) . Πω, πω, λόγος γεμάτος από καλωσύνη! Δεν περιμένει να τελειώσης την προσευχή σου, και παίρνεις τη χορήγηση.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου