Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Γλωσσάριο Τριωδίου

Γλωσσάριο Τριωδίου

«Γλωσσάριο» Τριωδίου

        ΤΡΙΩΔΙΟ: Εκκλησιαστική περίοδος που εκτείνεται από την Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου έως την Κυριακή του Πάσχα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, από το οποίο παίρνει και το όνομά της, είναι ότι κατά την περίοδο αυτή οι Κανόνες που απαρτίζουν τις καθημερινές ακολουθίες αποτελούνται από τρεις ωδές και όχι εννιά, όπως συμβαίνει με όλους τους υπόλοιπους Κανόνες. Είναι πλήρης ακολουθιών, προσφαίροντας στους πιστούς πολλές ευκαιρίες λειτουργικής εμπειρίας. Είναι περίοδος κατάνυξης και προετοιμασίας για το ’γιο Πάσχα και την Ανάσταση του Κυρίου. Δεν εκτείνεται πάντα στην ίδια περίοδο του έτους μια και εξαρτάται από το Πάσχα.


        ΚΥΡΙΑΚΕΣ: Όλες οι Κυριακές του Τριωδίου έχουν μία συγκεκριμένη ονομασία και αποτελούν μία αλληλουχία μεστή νοημάτων και μηνυμάτων. Με τη σειρά, οι Κυριακές του Τριωδίου είναι:


                Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου

                Κυριακή του Ασώτου
                Κυριακή της Απόκρεω
                Κυριακή της Τυροφάγου
                Α' Νηστειών: Κυριακή της Ορθοδοξίας
                Β' Νηστειών: Γρηγορίου του Παλαμά
                Γ' Νηστειών: Κυριακή Σταυροπροσκυνήσεως
                Δ' Νηστειών: Ιωάννου της Κλίμακος
                Ε' Νηστειών: Μαρίας της Αιγυπτίας
                Κυριακή των Βαϊων

        ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ: Η "Σαρακοστή", όπως απλά λέγεται, είναι η 40νθήμερη περίοδος από την Α' Κυριακή των Νηστειών μέχρι και την Κυριακή των Βαϊων. Είναι περίοδος αυστηροτάτης νηστείας και πνευματικού αγώνα.


        ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ: Κάθε Κυριακή των Νηστειών απόγευμα τελείται εσπερινός. Λέγεται "κατανυκτικός" γιατί περιέχει τροπάρια και ύμνους μετανοίας, ενώ το ψαλτικό ύφος είναι λιτό χωρίς εξάρσεις. Ο πρώτος, μάλιστα (ο οποίος τελείται την Κυριακή της Τυροφάγου το Απόγευμα), λέγεται "εσπερινός της συγχώρησης" γιατί τότε οι πιστοί ζητούν συγχώρεση ο ένας από τον άλλο για πιθανά παραπτώματά τους, ώστε να εισέλθουν ελεύθεροι στην περίοδο της Σαρακοστής.


        ΜΕΓΑ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ: Η ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου τελείται καθημερινά από τον καθένα μας, στο χώρο που επιθυμούμε, σαν προσωπική μας προσευχή. Για την περίοδο της Σαρακοστής, όμως, η Εκκλησία έχει θεσπίσει να τελείται στους Ορθόδοξους Ναούς κάθε απόγευμα το "Μέγα Απόδειπνο", το οποίο είναι επαύξηση του μικρού με όμορφους και κατανυκτικούς Κανόνες (ύμνους). Εκεί ψάλλεται ο υπέροχος ύμνος: "Κύριε των δυνάμεων μεθ'ημών γενού. ’λλον γαρ εκτός Σου βοηθόν εν θλίψεσιν ουκ έχομεν. Κύριε των δυνάμεων ελέησον ημάς".


        Θ.ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΩΝ ΔΩΡΩΝ: Κάθε Θ.Λειτουργία είναι γεγονός χαρμόσυνο, αναστάσιμο. Την περίοδο της Σαρακοστής η Εκκλησία τελεί την Θ.Λειτουργία του Μ.Βασιλείου μόνο τις Κυριακές, για να επιτείνει την ατμόσφαιρα κατάνυξης και μετανοίας που υπάρχει αυτή την περίοδο. Επειδή, όμως, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είναι η τροφή του χριστιανού, η μητέρα Εκκλησία φρόντισε να του την παρέχει με μία "ειδική" Θ.Λειτουργία, τη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, στην οποία δεν γίνεται καθαγιασμός άρτου και οίνου σε Σώμα και Αίμα Κυρίου, αλλά χρησιμοποιείται για τη Θ.Κοινωνία Σώμα και Αίμα καθαγιασμένο κατά την Θ.Λειτουργία της προηγούμενης Κυριακής.


        ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ: Είναι μία ακολουθία που τελείται κάθε Παρασκευή απόγευμα και είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Συνήθως τελείται μαζί με μικρό απόδειπνο ή εσπερινό. Στους χαιρετισμούς ψάλλεται ο εξαίσιος Κανόνας του Ιωσήφ "Ανοίξω το στόμα μου...", ενώ απαγγέλλονται οι 24 (6 κάθε φορά επί 4 εβδομάδες) κατ' αλφάβητο οίκοι της Θεοτόκου ("Αγγελος προτοστάτης..., Βλέπουσα η αγία..., Γνώσιν άγνωστον... κτλ), έργο του Ρωμανού του μελωδού.


        ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: Την Τετάρτη μετά την Δ' Κυριακή των Νηστειών τελείται η ακολουθία του Μεγάλου Κανόνα. Ο Μ.Κανόνας είναι ένα αριστούργημα θεολογίας και ποίησης που αποτελείται από 300 περίπου τροπάρια.


        ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ: Την πέμπτη Παρασκευή των Νηστειών τελείται η ακολουθία του Ακαθίστου Υμνου (στις τέσσερις προηγούμενες έχει τελεστεί η ακολουθία των "Χαιρετισμών"). Στην ακολουθία αυτή απαγγέλονται και οι 24 οίκοι της Θεοτόκου (βλ. "Χαιρετισμοί"), ενώ η συχνή επανάληψη του "Τη υπερμάχω" μας υπενθυμίζει τη δια της Θεοτόκου θαυματουργική διάσωση της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους το 626μ.Χ. Τότε οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είχαν συνθέσει και ψάλει όρθιοι τον υπέροχο αυτό ύμνο, για να ευχαριστήσουν την προστάτιδα του Έθνους μας, την Υπεραγία Θεοτόκο.


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

Πώς πρέπει να βλέπωμε τα σημεία σήμερα

 

Thursday, April 11, 2013

Το αδιάλειπτον της προσευχής του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου


Το αδιάλειπτον της προσευχής 
του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου

Συνέβη ποτέ το εξής: Μεταξύ των αδελφών του Μοναστηρίου ήτο είς πολύ καλός ασκητής, ο μοναχός Σπυρίδων, διαβιώσας εν τω κοινοβίω ήμισυν αιώνα. Εκ φύσεως ήτο άνθρωπος καρτερικός, δυνατός εις το σώμα και την ψυχήν, τα μάλα φιλόπονος, ανθεκτικός εις την άσκησιν, αληθής μοναχός.
Από της αρχής της μοναστηριακής αυτού ζωής ηγάπησε την προσευχήν του Ιησού και ενεκαρτέρησεν εις τούτο το «έργον», όπερ απαιτεί μεγάλην υπομονήν, προσοχήν και αυτοπεριορισμόν. Όπως και η πλειονότης των μοναχών του Αγίου Όρους, ο πατήρ Σπυρίδων ήτο απλούς, σχεδόν αγράμματος, αλλ’ ήτο άνθρωπος σοφός. Εκ της μακράς πείρας της νοεράς εργασίας απεκόμισε καθαράν αντίληψιν περί των μέτρων της ανθρωπίνης φύσεως και των ιδιωμάτων της ψυχής. Κατενόει ότι η νοερά προσευχή απαιτεί ελευθερίαν του νοός από παντός είδους εντυπώσεων, και δια της σταθερότητος της βαθείας πίστεως έφερε ταύτην την δυσβάστακτον δια το πλείστον των ανθρώπων άσκησιν...

Ο πατήρ Σπυρίδων είχε δύσκολον διακόνημα· ήτο οικονόμος εις το μοναστηριακόν μετόχιον της Κρουμίτσης, εις τα ΒΔ της χερσονήσου του Άθω. Οι κύριοι τομείς της οικονομίας εκεί ήσαν οι ελαιώνες και αι άμπελοι. Τα τελευταία τρία-τέσσερα έτη της ζωής αυτού διήλθεν εν τω μοναστηριακώ νοσοκομείω, επειδή έπασχεν εκ χρονίων ρευματισμών, οίτινες εστέρησαν αυτόν πάσης ικανότητος προς εργασίαν.

Έτυχεν ένα χειμώνα ο Γέρων Σιλουανός να ασθενήση εκ γρίππης, και έμενε προς καιρόν εν τω νοσοκομείω. Έδωκαν εις αυτόν «κλίνην» τινά πλησίον του πατρός Σπυρίδωνος. Εν τω παραπλεύρω διαμερίσματι έμενε τότε Ιεροδιάκονος τις.


Ημέραν τινα ο πατήρ Σπυρίδων εκάθητο επί της στρωμνής εστραμμένος προς την κλίνην του Γέροντος Σιλουανού. Ούτος ήτο ανακεκλιμένος, ενδεδυμένος το ζωστικόν και την ζώνην, ως είθισται εις τους μοναχούς του Άθωνος εις σημείον της αδιαλείπτου ετοιμότητος αυτών ημέρας και νυκτός προς διανάστασιν εις προσευχήν. Ο πατήρ Σπυρίδων ωμίλει περί της προσευχής και ο Γέρων Σιλουανός ήκουε σιωπών.

- Ούτω κρατείς, κρατείς την προσευχήν, και όμως, όταν ασχοληθής μετά τινος εργασίας, ήτις απαιτεί να σκεφθής, τότε διακόπτεται η προσευχή … Συμβαίνει να υπάγης, ίνα καθαρίσης τας ελαίας, και, όταν βλέπης τους κλάδους και σκέπτησαι πώς θα ήτο καλύτερον να κλαδεύης αυτούς, τότε φεύγει η προσευχή, έλεγεν ο πατήρ Σπυρίδων.

Ενώ έλεγεν αυτούς τους λόγους ο Γέρων Σιλουανός ηγέρθη εκ της κλίνης, εφόρεσε τας αρβύλας αυτού και τον ζεστόν επενδύτην και ειπών γαληνώς, «εις ημάς δεν συμβαίνει ούτως», ανεχώρησεν εκ του νοσοκομείου δια το κελλίον αυτού.


Κατάπληκτος ο πατήρ Σπυρίδων εσυνέχισεν επ’ ολίγον να κάθηται εν απορία, και κατόπιν μετέβη εις το παράπλευρον διαμέρισμα και διηγήθη την συνομιλίαν αυτού μετά του Γέροντος Σιλουανού εις τον ασθενούντα Ιεροδιάκονον και είπεν:
- Άγιε Ιεροδιάκονε, υμείς γνωρίζετε καλώς τον πατέρα Σιλουανόν. Είπατε, τί σημαίνουν οι λόγοι ούτοι, «εις ημάς δεν συμβαίνει ούτως»;
Ο διάκονος εσιώπα. Ο πατήρ Σπυρίδων εσυνέχισεν:
- Ή πλανάται, ή είναι μέγας!
Ο Ιεροδιάκονος, γνωρίζων τον πατέρα Σπυρίδωνα ως έμπειρον ασκητήν, λέγει εις αυτόν:
- Πάτερ Σπυρίδων, δύνασθε ο ίδιος να εννοήσητε καλύτερον εμού τί σημαίνουν οι λόγοι ούτοι.
Ο πατήρ Σπυρίδων παρέμεινε συλλογιζόμενος επί ολίγην έτι ώραν, και μετά ηγέρθη λέγων:
- Ναι, εκπληκτικόν πράγμα!

Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. 8η, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1999. 
thriskeftika.blogspot.gr

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:Facebook Twitter

Εξομολόγηση - εξομολόγος - εξομολογούμενος

Εξομολόγηση - εξομολόγος - εξομολογούμενος

Εξομολόγηση - εξομολόγος - εξομολογούμενος
ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Η εξομολόγηση είναι θεοπαράδοτη εντολή και αποτελεί ένα των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Η εξομολόγηση δεν είναι μία τυπική, από συνήθεια «για το καλό» και λόγω των επικείμενων εορτών, βεβιασμένη και πρόχειρη πράξη από ένα και μόνο καθήκον ή υποχρέωση και προς ψυχολογική εκτόνωση. Η εξομολόγηση θα πρέπει νάναι συνδυασμένη πάντοτε με τη μετάνοια. Μας έλεγε Αγιορείτης Γέροντας: Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν! (Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης).
Η μετάνοια είναι μία ελεύθερη, καλλιεργημένη, εσωτερική διεργασία επιμελημένη, συντριβής και λύπης, για την απομάκρυνση από τον Θεό διά της αμαρτίας. Η μετάνοια η αληθινή δεν συνδυάζεται με την αφόρητη θλίψη, την υπερβολική στενοχώρια και τις αδυσώπητες ενοχές. Τότε δεν είναι μάλλον ειλικρινής μετάνοια, αλλά κρυφός εγωισμός, στραπατσάρισμα του «εγώ», θυμός με τον εαυτό μας, που εκδικείται γιατί εκτίθεται και ντροπιάζεται και δεν ανέχεται κάτι τέτοιο. Μετάνοια σημαίνει αλλαγή νου, νοοτροπίας, μεταβολισμός, εγκεντρισμός χρηστοήθειας, μίσος της αμαρτίας. Μετάνοια ακόμη σημαίνει αγάπη της αρετής, καλοκαγαθία, επιθυμία, προθυμία και διάθεση σφοδρή επανασυνδέσεως με τον Χριστό διά της Χάριτος του πανσθενουργού Αγίου Πνεύματος. Η μετάνοια ξεκινά από τα βάθη της καρδιάς, ολοκληρώνεται όμως απαραίτητα στο μυστήριο της θείας και ιεράς εξομολογήσεως.

Ο εξομολογούμενος εξομολογείται ειλικρινά και ταπεινά ενώπιον του εξομολόγου, ως εν προσώπω του Χριστού. Κανένας επιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δεν μπορεί ν' αντικαταστήσει τον εξομολόγο. Καμία εικόνα, έστω και η πιο θαυματουργή, δεν μπορεί να δώσει αυτό που δίνει το πετραχήλι του εξομολόγου, την άφεση των αμαρτιών. Ο εξομολόγος αναλαμβάνει τον εξομολογούμενο, τον υιοθετεί και τον αναγεννά πνευματικά, γι' αυτό και ονομάζεται πνευματικός πατέρας. Η πνευματική πατρότητα κανονικά είναι ισόβια, ιερή και δυνατή, δυνατότερη και συγγενικού δεσμού. Ο πνευματικός τοκετός είναι οδυνηρός. Ο εξομολόγος με φόβο Θεού «ως λόγον αποδώσων», γνώση, ταπείνωση και αγάπη παρακολουθεί τον αγώνα του εξομολογούμενου και τον χειραγωγεί διακριτικά στην ανοδική πορεία της εν Χριστώ ζωής.

Ο εξομολόγος ιερεύς έχει ειδική ευλογία από τον επίσκοπο για το εξομολογητικό του έργο. Κανονικά όμως το χάρισμα του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες το λαμβάνει με τη χειροτονία του εις πρεσβύτερο. Καθίσταται διάδοχος των αγίων αποστόλων. Έτσι σημασία κύρια και μεγάλη έχει η εγκυρότητα και η κανονικότητα της αποστολικής διαδοχής διά των επισκόπων. Το μυστήριο της εξομολογήσεως όπως και όλα τ' άγια μυστήρια της Εκκλησίας μας τελεσιουργούνται και χαριτώνουν τους πιστούς όχι κατά την αξία, ικανότητα, επιστημοσύνη, λογιοσύνη, ευφράδεια, δραστηριότητα και τέχνη του ιερέως, ακόμη και την αρετή και αγιότητά του, αλλά τη διά της κανονικότητος της ιερωσύνης και του Τελεταρχικού Παναγίου Πνεύματος. Οι τυχόν αμαρτίες του ιερέως δεν εμποδίζουν τη θεία Χάρη των μυστηρίων. Αλλοίμονο αν αμφιβάλλουμε αν κατά την αναξιότητα του ιερέως το ψωμί και το κρασί έγινε σώμα και αίμα Χριστού κατά τη θεία Λειτουργία. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο ιερεύς δεν θα πρέπει μόνιμα ν' αγωνίζεται για την καθαρότητά του. Έτσι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εξομολόγοι. 

Όλοι οι εξομολόγοι την ίδια άφεση δίνουν. Έχουμε όμως το δικαίωμα επιλογής του εξομολόγου. Μπορούμε να προστρέξουμε σε αυτόν που αληθινά μας αναπαύει. Δεν είναι σοβαρή όμως η συνεχής αλλαγή εξομολόγου. Δεν φανερώνει κάτι τέτοιο πνευματική ωριμότητα. Ούτε όμως και οι εξομολόγοι θα πρέπει να στενοχωρούνται παράφορα και να δημιουργούν μάλιστα και προβλήματα όταν αναχωρήσει κάποιο πνευματικό τους τέκνο. Ίσως τούτο σημαίνει πως ήταν νοσηρά συνδεδεμένοι μαζί του, συναισθηματικά, προσωποπαγώς, δεμένοι με το πρόσωπό του και όχι με τον Χριστό και την Εκκλησία, και θεωρούν την αναχώρηση προσβολή, μείωση, ότι δεν υπάρχει καλύτερος ή μία αίσθηση ότι οι άλλοι μας ανήκουν αποκλειστικά και μπορούμε να τους εξουσιάζουμε και να τους φερόμαστε μάλιστα εξαναγκαστικά ως καταπιεσμένους και ανελεύθερους υποτακτικούς. Είπαμε βέβαια πως ο εξομολόγος είναι πνευματικός πατέρας και ο πνευματικός τοκετός ενέχει οδύνη. Έτσι είναι φυσικό να λυπάται για την αναχώρηση του υιού του. Προτιμότερο όμως είναι να εύχεται για την πνευματική του πρόοδο και τη σύνδεσή του με την Εκκλησία, έστω και παρά την αποσύνδεσή του από τον ίδιο. Να εύχεται και όχι να απεύχεται.

Το έργο του εξομολόγου δεν είναι μόνο η απλή ακρόαση των αμαρτιών του εξομολογούμενου και η ανάγνωση στο τέλος της συγχωρητικής ευχής. Ούτε πάλι περιορίζεται μόνο στην ώρα της εξομολογήσεως. Ο εξομολόγος σαν καλός πατέρας φροντίζει συνεχώς το τέκνο του, το ακούει και το παρακολουθεί προσεκτικά, το νουθετεί κατάλληλα, το κατευθύνει ευαγγελικά, τονίζει τα τάλαντά του, δεν του θέτει υπερβολικά βάρη, το κανονίζει μέτρια όταν πρέπει, το οικονομεί όταν απογοητεύεται, βαρύνεται, δυσανασχετεί, αποκάμνει, το θεραπεύει ανάλογα, δεν το αποθαρρύνει ποτέ, συνεχίζοντας τον αγώνα παθοκτονίας και αρετοσυγκομιδής, μορφώνοντας στην ψυχή του την αθάνατη Χριστό.

Η αναπτυσσόμενη αυτή πατρική και υιική σχέση εξομολόγου και εξομολογούμενου δημιουργεί μία άνεση, εμπιστοσύνη, σεβασμό, ιερότητα και ανάταση. Ο εξομολογούμενος ανοίγει την καρδιά του στον εξομολόγο και του εκθέτει τα πιο κρύφια, τα πιο δόλια, τα πιο ακάθαρτα, όλα τα μυστικά του, πράξεις απόκρυφες και επιθυμίες βλαβερές, ακόμη και αυτά που δεν θέλει να ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό και δεν λέει στον πιο στενό συγγενή του και τον καλύτερο φίλο του. Έτσι ο εξομολόγος θα πρέπει απόλυτα να σεβασθεί αυτή την απεριόριστη εμπιστοσύνη του εξομολογούμενου. Η εμπιστοσύνη αυτή επαυξάνεται οπωσδήποτε και από το γεγονός ότι ο εξομολόγος είναι αυστηρά δεσμευμένος, μέχρι θανάτου μάλιστα, από τους θείους και Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας με το απόρρητο της εξομολογήσεως.

Στην ορθόδοξη εξομολογητική δεν υπάρχουν βέβαια γενικές συνταγές, γιατί η πνευματική καθοδήγηση της κάθε μοναδικής ψυχής γίνεται εξατομικευμένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ανεπανάληπτος, με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, άλλο χαρακτήρα, διάφορες δυνάμεις και δυνατότητες, όρια, εφέσεις, αντοχές, γνώσεις, ανάγκες και διαθέσεις. Ο εξομολόγος με τη Χάρη του Θεού και τη θεία φώτιση θα πρέπει να διακρίνει όλ' αυτά, ώστε ν' αποφασίσει τί καλύτερα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τον εξομολογούμενο. Άλλοτε χρειάζεται η επιείκεια και άλλοτε η αυστηρότητα. Δεν είναι για όλους πάντοτε τα ίδια. Ούτε ο εξομολόγος θα πρέπει νάναι πάντα αυστηρός, έτσι μόνο για να λέγεται αυστηρός και να εκτιμάται. Ούτε υπερβολικά επιεικής, για να προτιμάται και να λέγεται πνευματικός πατέρας πολλών. Χρειάζεται φόβος Θεού, διάκριση, τιμιότητα, ειλικρίνεια, ταπείνωση, μελέτη, γνώση και προσευχή.

Η «οικονομία» δεν απαιτείται από τον εξομολογούμενο. Ούτε είναι ορθό να γίνει κανόνας από τον εξομολόγο. Η «οικονομία» θα πρέπει να παραμείνει εξαίρεση. Η «οικονομία» επίσης θα πρέπει να είναι πάντα προς καιρόν (Αρχιμ. Γεώργιος Γρηγοριάτης). Όταν εκλείψουν οι λόγοι που την επιβάλλουν ασφαλώς δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται. Για την ίδια αμαρτία μπορούμε να έχουμε πολλούς διαφορετικούς τρόπους προς αντιμετώπισή της.

Ο κανόνας δεν είναι πάντοτε απαραίτητος. Ο κανόνας δεν είναι τιμωρία. Είναι παιδαγωγία. Ο κανόνας δεν τίθεται προς ικανοποίηση του προσβληθέντος Θεού και εξιλέωση του αμαρτωλού ενώπιον της Θείας δικαιοσύνης. Αυτή είναι μια καθαρά αιρετική διδασκαλία. Ο κανόνας συνήθως τίθεται στην ανώριμη μετάνοια, προς συναίσθηση και συνειδητοποίηση του μεγέθους της αμαρτίας. Η αμαρτία κατά την ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι τόσο παράβαση του νόμου, όσο έλλειψη αγάπης στο Θεό. Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις, έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος.

Ο κανόνας τίθεται προς ολοκλήρωση της μετάνοιας του εξομολογούμενου, γι' αυτό, καθώς ορθά λέγει ο π. Αθανάσιος Μετεωρίτης, όπως ο εξομολόγος δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί τις αμαρτίες του εξομολογούμενου, έτσι κι ο εξομολογούμενος δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί στους άλλους τον κανόνα που του έθεσε ιδιαίτερα ο εξομολόγος, που είναι συνισταμένη πολλών παραμέτρων.

Ο εξομολόγος λειτουργεί ως χορηγός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Κατά την ώρα του μυστηρίου δεν λειτουργεί ως ψυχολόγος και επιστήμονας. Λειτουργεί ως ιερεύς, ως έμπειρος ιατρός, ως φιλόστοργος πατέρας. Ακούγοντας τ' αμαρτήματα του εξομολογούμενου προσεύχεται να τον φωτίσει ο Θεός. να δώσει το καλύτερο φάρμακο προς θεραπεία, να σφυγμομετρήσει τον βαθμό και την ποιότητα της μετανοίας του. Ο εξομολόγος δεν στέκεται απέναντι στον εξομολογούμενο με περιέργεια, καχυποψία, ζήλεια, υπερβολική αυστηρότητα, εξουσιαστικότητα και αλαζονεία, αλλά ούτε και αδιάφορα, επιπόλαια, απρόσεκτα και κουρασμένα. Η ταπείνωση, η αγάπη και η προσοχή του εξομολόγου θα βοηθήσει πολύ τον εξομολογούμενο. Ούτε ο εξομολόγος θα πρέπει να κάνει πολλές, περιττές και αδιάκριτες ερωτήσεις. Ιδιαίτερα θα πρέπει να διακόπτει τις λεπτομερείς περιγραφές διαφόρων αμαρτημάτων και ιδιαίτερα σαρκικών, ακόμη και τις αναφορές ονομάτων, ώστε ν' ασφαλίζεται περισσότερο. Ο εξομολογούμενος πάλι δεν θα πρέπει να φοβάται, να δειλιάζει και να ντρέπεται, αλλά να σέβεται, να εμπιστεύεται, να τιμά και να ευλαβείται τον εξομολόγο. Αυτό το κλίμα πάντως της ιερότητος, αλληλοσεβασμού και εμπιστοσύνης κυρίως θα το καλλιεργήσει, εμπνεύσει και δημιουργήσει ο εξομολόγος.

Η αγία μητέρα μας Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το σώμα του Αναστημένου Χριστού, είναι ένα απέραντο θεραπευτήριο, αποθεραπείας των ασθενών αμαρτωλών πιστών, από τα τραύματα, τις πληγές και τις ασθένειες της αμαρτίας, των παθογόνων δαιμόνων και των ιοβόλων δαιμονικών παγίδων και επηρειών των δαιμονοκίνητων παθών.

Η Εκκλησία μας δεν είναι παράρτημα του υπουργείου κοινωνικής προνοίας, ούτε συναγωνίζεται να ξεπεράσει τους διάφορους συλλόγους κοινωνικής ευποιΐας, δίχως διόλου ν' αρνείται το σπουδαίο και αγαθό αυτό έργο και να μη το επιτελεί πλούσια, επαινετά και θαυμάσια, αλλά κυρίως είναι η χορηγός νοήματος της ζωής, λυτρώσεως και σωτηρίας των πιστών «υπέρ ων Χριστός απέθανεν» διά της συμμετοχής τους στα μυστήρια της Εκκλησίας. Το πετραχήλι του Ιερέως είναι πλάνη, όπως έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, που λειαίνει και ισιάζει τους ανθρώπους, είναι θεραπευτικό νυστέρι παθοκτονίας και όχι μιστρί εργασιομανίας ή σύμβολο εξουσίας. Είναι υπηρετική ποδιά διακονίας των ανθρώπων προς θεραπεία και σωτηρία.

Ο Θεός χρησιμοποιεί τον ιερέα για τη συγχώρηση του πλάσματός του. Το λέγει χαρακτηριστικά η ευχή: «Ο Θεός συγχωρήσαι σοι δι' εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. και ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τω φοβερώ αυτού Βήματι. περί δε των εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην». Ανεξομολόγητες αμαρτίες θα βαραίνουν τον άνθρωπο και στον μέλλοντα αιώνα. Εξομολογημένες αμαρτίες δεν εξομολογούνται. Είναι σαν να μη πιστεύει κανείς στην χάρη του μυστηρίου. Ο Θεός τα γνωρίζει, αλλά θα πρέπει προς άφεση, ταπείνωση και ίαση να εξαγορευθούν. Η ενίοτε επιτίμηση αμαρτιών δεν αναιρεί την αγάπη της Εκκλησίας, αλλά αποτελεί παιδαγωγική επίσκεψη προς καλύτερη συναίσθηση των πταισμάτων.

Κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «η εξομολόγησις είναι μία θεληματική διά στόματος φανέρωσις των πονηρών έργων και λόγων και λογισμών, κατανυκτική, κατηγορητική, ευθεία, χωρίς εντροπήν, αποφασιστική, προς νόμιμον πνευματικόν γινομένη». Ο θεοφόρος όσιος ευσύνοπτα, μεστά και σημαντικά αναφέρει πως η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται θεληματικά, ελεύθερα, αβίαστα, ανεξανάγκαστα, δίχως ο εξομολόγος ν' άγχεται να εκμαιεύσει την ομολογία του εξομολογούμενου. Με κατάνυξη, συναίσθηση δηλαδή της λύπης που προκάλεσε ειλικρινά με την αμαρτία στον Θεό. Όχι συναισθηματικά, υποκριτικά, λιπόψυχα δάκρυα. Κατάνυξη γνήσια που σημαίνει συντριβή, μεταμέλεια, μίσος της αμαρτίας, αγάπη της αρετής, επίγνωση ευγνωμοσύνης στον Δωρεοδότη Θεό. Κατηγορητική σημαίνει υπεύθυνη εξομολόγηση, δίχως δικαιολογίες, υπεκφυγές, στρεψοδικίες, ανευθυνότητες και μεταθέσεις, με ειλικρινή αυτομεμψία και γνήσια αυτοεξουθένωση, που φέρει τη χαρμολύπη και το χαροποιό πένθος της Εκκλησίας. Ευθεία σημαίνει εξομολόγηση με κάθε ειλικρίνεια, ευθύτητα και ακρίβεια, ανδρεία και θάρρος, αυστηρότητα και γενναιότητα. Συμβαίνει ακόμη και την ώρα αυτή ο άνθρωπος να μη παραδέχεται την ήττα του, την πτώση και την αδυναμία του και με ωραιολογίες και μακρυλογίες να μεταθέτει τα ποσοστά ευθύνης του, με περιστροφές και μισόλογα, κατηγορώντας και τους άλλους, προκειμένου να φυλάξει ακόμη και τώρα ατσαλάκωτο το εγώ του. Χωρίς εντροπή εξομολόγηση σημαίνει παρουσίαση του πραγματικού οικτρού εαυτού μας. Η ντροπή είναι καλή προ της αμαρτίας και όχι μετά και μπροστά στον εξομολόγο. Η προ του εξομολόγου ντροπή λέγουν θα μας ελευθερώσει από τη ντροπή στην έσχατη κρίση, αφού ό,τι συγχωρήσει ο εξομολόγος δεν θα ξανακριθεί. Αποφασιστική εξομολόγηση σημαίνει να είναι καθαρή, συγκεκριμένη, ειλικρινής και με την απόφαση να μη επαναλάβει τα εξομολογηθέντα αμαρτήματα ο πιστός. Ακόμη η εξομολόγηση θα πρέπει να είναι συνεχής, ώστε τα φιλεπίστροφα, κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, πάθη να μη ισχυροποιούνται, αλλά αντίθετα σύντομα να θεραπεύονται. Έτσι δεν λησμονούνται οι αμαρτίες, υπάρχει τακτικός έλεγχος, αυτοπαρατήρηση, αυτοέλεγχος, αυτογνωσία και αυτομεμψία, δεν εγκαταλείπει η Θεία Χάρη και οι δαιμονικές παγίδες συντρίβονται ευκολότερα και η μνήμη του θανάτου δεν είναι φοβερή και τρομακτική.

Συμβαίνει συχνά-πυκνά και τ' ομολογούμε με πολύ πόνο και περισσή αγάπη το κήρυγμα να μην είναι τόσο ορθόδοξο. Δηλαδή να εξαντλείται σ' ένα ακόμη σχολιασμό της φθηνής επικαιρότητος και να μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο ο ιερός άμβωνας σε τηλεοπτικό «παράθυρο», όπου λέμε και εμείς τη γνώμη μας για τα τρέχοντα και συμβαίνοντα. Όμως τ' ορθόδοξο κήρυγμα κυρίως είναι εκκλησιολογικό, χριστολογικό, σωτηριολογικό, αγιολογικό και ψυχωφελές. Το κήρυγμα της μετανοίας από των Προφητών, του Τιμίου Προδρόμου, του Σωτήρος Χριστού και πάντων των αγίων παραμένει λίαν επίκαιρο και αναγκαίο. Βασική προϋπόθεση της μετοχής στ' άγια μυστήρια και της ανοδικής πνευματικής πορείας είναι η καθαρότητα της καρδιάς. Καθαρότητα από την ποικίλη αμαρτία, το πνεύμα της απληστίας και της ευδαιμονίας της σύγχρονης υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, το πνεύμα της αντίθεης υπερηφάνειας ενός κόσμου ναρκισσευόμενου, ατομικιστικού, αταπείνωτου, αφιλάνθρωπου, υπερφίαλου και παράδοξου, το δαιμονικό πνεύμα των πονηρών λογισμών, των φαντασιών και φαντασιώσεων, των καχυποψιών και ζηλοφθονιών, των ακάθαρ­των και σκοτεινών.

Κατάντησε δυσεύρετο κόσμημα η καθαρότητα της καρδιάς, στις αδελφικές σχέσεις, τις συζυγίες, τις συναδελφικές υποχρεώσεις, τις φιλίες, τις συζητήσεις, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις ιερατικές κλήσεις. Τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ξέπεσαν σε ρυπογόνες εστίες. Λησμονήθηκε η νηπτική εγρήγορση, η ασκητική νηφαλιότητα, η παραδοσιακή ολιγάρκεια, απλότητα και λεβεντιά. Έτσι μολύνεται το λογιστικό της ψυχής, διεγείρεται στην απληστία το επιθυμητικό και αμβλύνεται σοβαρά το βουλητικό, ώστε αδύναμος ο άνθρωπος να παρασύρεται στο κακό δίχως φραγμό και όρια.

Επικρατεί η αυτοδικαίωση, η δικαιολόγηση των παθών, η ωραιοποίηση της αμαρτίας, η κατοχύρωσή της διά νέων ψυχολογικών ερεισμάτων. Θεωρείται μείωση, αδυναμία και λάθος η παραδοχή του λάθους, η ανάληψη της ευθύνης και η ταπεινή αποδοχή του σφάλματος. Η συνεχής δικαιολόγηση του εαυτού μας και η επιμελημένη μετάθεση ευθυνών δημιουργούν ένα άνθρωπο συγχυσμένο, διχασμένο, ταραγμένο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο και εγωπαθή, εμπαιζόμενο από τον δαίμονα, αιχμαλωτιζόμενο από αυτόν στ' άφωτα δίχτυα του.

Κυριαρχεί ένας ανόητος ορθολογισμός, ο οποίος επιλέγει ευαγγελικές αρετές και συνοδικούς κανόνες, κατά την αρέσκεια, προτίμηση και ευκολία, σε σοβαρά θέματα νηστειών, εγκράτειας, τεκνογονίας, ήθους, σεμνότητος, αιδούς, τιμιότητος και ακριβείας.

Κατόπιν όλων τούτων, τα οποία δεν νομίζω ότι υπερβάλλουμε, θεωρούμε ότι οι εξομολόγοι δεν έχουν εύκολο έργο. Δεν αρκεί πλέον η χειραγωγία στη μετάνοια και η καλλιέργεια της ταπεινώσεως, αλλά χρειάζεται το ποίμνιο κατήχηση, επαναευαγγελισμό, κα­τάρτιση, μεταβολισμό πνευματικό προς απόκτηση ισχυρών αντισωμάτων. Απαραίτητη η αντίσταση, αντίδραση και αντιμετώπιση του σφοδρού ρεύματος της αποϊεροποιήσεως, της εκκοσμικεύσεως, του αποηρωισμού, του ευδαιμονισμού, του πλουτισμού και κορεσμού. Ιδιαιτέρως προσοχής, διδαχής και αγάπης έχουν ανάγκη οι νέοι, που η αγωγή δεν τους βοηθά να συνειδητοποιήσουν το νόημα και το σκοπό της ζωής, το κενό, το άκοσμο, το άνομο, το άφωτο της αμαρτίας.

Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί ακόμη και για τους χριστιανούς μας η αγχώδης συχνά αναζήτηση μιας ά­κοπης, άμοχθης και άλυπης ζωής. Αναζητούμε Κυρηναίους. Δεν αποδεχόμεθα την άρση του προσωπικού μας σταυρού. Δεν γνωρίζουμε το βάθος και το εύρος του σταυρού. Προσκυνούμε τον σταυρό στην εκκλησία, κάνουμε τον σταυρό μας, αλλά δεν ασπαζόμαστε τον προσωπικό μας σταυρό. Τελικά θέλουμε ένα ασταύρωτο Χριστιανισμό. Δεν υπάρχει όμως Πάσχα δίχως Μεγάλη Παρασκευή.

Τιμάμε τους μάρτυρες και τους οσίους, αλλά δεν θέλουμε εμείς καμιά κακοπάθεια, καμιά καθυστέρηση, καμιά δυσκολία. Δυσκολευόμαστε στη νηστεία, δυσανασχετούμε στην ασθένεια, δεν ανεχόμαστε πικρό λόγο, ακόμη και όταν φταίμε, οπότε πώς να υπομένουμε αδικία, συκοφαντία, κατατρεγμό και εξορία, όπως οι άγιοί μας; Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως το σύγχρονο κοσμικό πνεύμα της ευκολίας, της ανέσεως και του υπερκαταναλωτισμού έχει επηρεάσει ισχυρά το μέτρο της πνευματικής ζωής. Θέλουμε γενικά ένα αντιασκητικό Χριστιανισμό. Η Ορθοδοξία όμως βάση έχει το ασκητικό Ευαγγέλιο.

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας είναι η νοσηρή και υπερβολική εμπιστοσύνη του ανθρώπου στη λογική, τη διάνοια, τη γνώση και την κρίση του. Πρόκειται για τον παχυλό και κουραστικό εν τέλει ορθολογισμό. Η νηπτική ορθόδοξη θεολογία μας δι­δάσκει το νου να τον έχουμε εργαλείο και να τον κατεβάσουμε στην καρδιά. Η Εκκλησία μας δεν καλλιεργεί και παράγει διανοούμενους. Για μας ο ορθολογισμός δεν είναι φιλοσοφική νοοτροπία, αλλά μία καθαρά αμαρτητική βιοθεωρία, μία μορφή αθεΐας, αφού αντιβαίνει στην εντολή της πίστεως, της ελπίδος, της αγάπης και της εμπιστοσύνης στον Θεό. Ο ορθολογιστής κρίνει τα πάντα με την κρισάρα του μυαλού, μόνο με τον πεπερασμένο νου του, κέντρο είναι ο εαυτός του και το κυρίαρχο εγώ του και δεν εμπιστεύεται τη θεία Πρόνοια, τη θεία Χάρη και θεία Βοήθεια στη ζωή του.

Θεωρώντας συχνά τον εαυτό του αλάνθαστο ο ορθολογιστής δεν επιτρέπει στον Θεό να επέμβει στη ζωή του και να τον κρίνει. Έτσι δεν θεωρεί ότι έχει ανάγκη εξομολογήσεως. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος όμως λέγει πως το να νομίζει κάποιος πως δεν έπεσε σε αμαρτήματα, αυτό είναι η πιο μεγάλη πτώση και πλάνη και το πιο μεγάλο αμάρτημα. Παρασυρμένοι ορισμένοι νεώτεροι θεολόγοι μιλούν γι' αστοχία και όχι για αμαρτία, θέλοντας ν' αμβλύνουν τη φυσική διαμαρτυρία της συνειδήσεως. Η αυτάρκεια ορισμένων εκκλησιαζομένων και νηστευόντων χριστιανών κρύβει ενίοτε ένα λανθάνοντα φαρισαϊσμό, ότι δεν είναι όπως οι λοιποί των ανθρώπων και ως εκ τούτου δεν χρήζουν εξομολογήσεως.

Κατά τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας μας το μεγαλύτερο κακό είναι η υπερηφάνεια, η μητέρα όλων των παθών κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος. Πρόκειται για πολύτεκνη μητέρα με πρώτες θυγατέρες την κενοδοξία και την αυτοδικαίωση. Η υπερηφάνεια είναι μία μορφή άρνησης Θεού, είναι εφεύρεση των πονηρών δαιμόνων, αποτέλεσμα πολλών κολακειών και επαίνων, που επιφέρει την εξουδένωση και εξουθένωση των ανθρώπων, τη θεομίσητη κατάκριση, τον θυμό, την οργή, την υποκρισία, την ασπλαχνία, τη μισανθρωπία, τη βλασφημία. Η υπερηφάνεια είναι ένα πάθος φοβερό, δύσκολο, δυνατό και δυσθεράπευτο. Η υπερηφάνεια επίσης είναι πολυδύναμη και πολυπρόσωπη. Εκδηλώνεται ως ματαιοδοξία, μεγαλαυχία, οίηση, αλαζονεία, υπεροψία, φυσίωση, τύφωση, καύχηση, ιταμότητα, έπαρση, μεγαλομανία, φιλοδοξία, φιλαυτία, φιλαρέσκεια, φιλοχρηματία, φιλοσαρκία, φιλαρχία, φιλοκατηγορία και φιλονικία. Ακόμη ως αυταρέσκεια, προσωποληψία, αυθάδεια, αναίδεια, παρρησία, αναλγησία, αντιλογία, ισχυρογνωμοσύνη, ανυπακοή, ειρωνεία, πείσμα, περιφρόνηση, προσβολή, τελειομανία και υπερευαισθησία. Η υπερηφάνεια τελικά οδηγεί στην αμετανοησία.

Όργανο της υπερηφάνειας συχνά γίνεται η γλώσσα. Με την αργολογία, τη φλυαρία, την πολυλογία, το κουτσομπολιό, τη μωρολογία, τη ματαιολογία, την ανειλικρίνεια, την αδιακρισία, τη διγλωσσία, τη διπλωματία, την ευτραπελία, την προσποίηση και τον εμπαιγμό.

Από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα προέρχονται πολλά άλλα πάθη. Αφού αναφέραμε τα της υπερηφάνειας, ερχόμαστε στη φιλαργυρία, που γεννά τη φιλοχρηματία, την πλεονεξία, την απληστία, την τσιγγουνιά, την ανελεημοσύνη, τη σκληροκαρδία, την απάτη, την τοκογλυφία, την αδικία, τη δολιότητα, τη σιμω­νία, τη δωροληψία, τον τζόγο. Η πορνεία έχει μύριες εκφάνσεις όπως ο φθόνος με τις ύπουλες και πονηρές κακίες του, η αχόρταγη γαστριμαργία, ο θυμός και η ύποπτη ακηδία και αμέλεια.

Ιδιαιτέρως προσοχής χρήζουν πολλά ανορθόδοξα στοιχεία στην οικογενειακή ζωή και φρονούμε πως θα πρέπει να θεαθούν προσεκτικά από εξομολόγους και εξομολογουμένους. Η αποφυγή της τεκνογονίας, η ειδωλοποίηση των τέκνων, θεωρούμενα προέκταση του εγώ των γονέων, υπερπροστατευόμενα, παρακολουθούμενα συνεχώς και εξουσιαζόμενα βάναυσα. Ο γάμος είναι στίβος ταπεινώσεως, αλληλοπεριχωρήσεως και αλληλοσεβασμού και όχι παράλληλη όδευση δύο εγωισμών, παρά την ισόβια σύζευξη και συνύπαρξη. Χορεύει ο δαίμονας όταν δεν υπάρχει συγχώρεση στις ανθρώπινες αδυναμίες και τα καθημερινά σφάλματα. Οι γονείς θα βοηθήσουν σημαντικά τα παιδιά τους όχι με την πλούσια ευγένεια έξω από το σπίτι αλλά με το ειρηνικό, νηφάλιο και αγαπητικό παράδειγμα καθημερινά μέσα στο σπίτι τους. Η συμμετοχή των παιδιών μαζί με τους γονείς τους στο μυστήριο της εξομολογήσεως θα τους ενδυναμώσει με τη θεία Χάρη και θα τους στερεώσει στη βιωματική εμπειρία με τον Χριστό. Ζητώντας οι σύζυγοι ειλικρινά συγγνώμην διδάσκουν τα παιδιά τους την ταπείνωση, που καίει τις δαιμονικές πλεκτάνες. Σ' ένα σπιτικό που ανθεί η αγάπη, η ομόνοια, η κατανόηση, η ταπείνωση και ειρήνη υπάρχει πλούσια η ευλογία του Θεού και γίνεται κάστρο απόρθητο στην κακία του κόσμου. Η με τη συγχωρητικότητα αγωγή των παιδιών δημιουργεί μία υγιά οικογενειακή εστία που τα εμπνέει και τα ενισχύει για το μέλλον τους.

Ένα άλλο μεγάλο θέμα, που αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για τη μετάνοια και την εξομολόγηση είναι η αυτοδικαίωση, που μαστίζει και πολλούς ανθρώπους της Εκκλησίας. Βάση της έχει, όπως είπαμε, τη δαιμονική υπερηφάνεια. Κλασικό παράδειγμα ο Φαρισαίος της παραβολής του Ευαγγελίου.

Ο αυτοδικαιούμενος άνθρωπος έχει φαινομενικά καλά, για τα οποία υπεραίρεται και θέλει να τιμάται και επαινείται. Χαίρεται να τον κολακεύουν, να εξουθενώνει και ταπεινώνει τους άλλους. Αυτοεκτιμάται υπερβολικά, αυτοδικαιώνεται παράφορα και θεωρεί τον Θεό αναγκαστικά υποχρεωμένο να τον ανταμείψει. Πρόκειται τελικά για ταλαίπωρο άνθρωπο, όπου ταλαιπωρούμενος ταλαιπωρεί και τους άλλους. Διακατέχεται από νευρικότητα, ταραχή, απαιτητικότητα, που τον αυτοφυλακίζει και δεν τον αφήνει ν' ανοίξει τη θύρα του θείου ελέους, διά της μετανοίας.

Γέννημα της υπερηφάνειας είναι και η κατάκριση, που δυστυχώς αποτελεί συνήθεια και πολλών χριστιανών, που ασχολούνται περισσότερο με τους άλλους παρά με τον εαυτό τους. Φαινόμενο της εποχής μας και της κοινωνίας που ωθεί τον κόσμο στη συνεχή ετεροπαρατήρηση και όχι την αυτοπαρατήρηση. Οι μύριες ασχολίες και δραστηριότητες του σύγχρονου ανθρώπου δεν τον θέλουν να μείνει ποτέ μόνο προς μελέτη, περίσκεψη, προσευχή, αυτογνωσία, αυτομεμψία, αυτοέλεγχο και μνήμη θανάτου. Τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ασταμάτητα ασχολούνται σκανδαλοθηρικά, επίμονα και μακρόσυρτα με τα πάθη, τις αμαρτίες, τα παραπτώματα των άλλων. Όλ' αυτά προκαλούν, εντυπωσιάζουν και αν δεν σκανδαλίζουν πάντως φορτώνουν την ψυχή και το νου με τα βρωμερά και άσχημα και μάλιστα καθησυχάζουν, αφού εμείς είμαστε καλύτεροι. Έτσι ο άνθρωπος συνηθίζει στη μετριότητα, χλιαρότητα και εφημερότητα της φθηνής καθημερινότητος, μη συγκρινόμενος με τους αγίους και τους ήρωες.

Έτσι η κατάκριση κυριαρχεί στις μέρες μας, θεωρώντας ο άνθρωπος ότι ενεργεί δίκαιη κάθαρση, σπιλώνοντας άλλους και μολύνοντας τον εαυτό του, δημιουργώντας κακίες, μίση, έχθρες, μνησικακίες, ζηλοφθονίες και ψυχρότητες. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μάλιστα αναφέρει πως εκείνος που περιεργάζεται συνεχώς τις αμαρτίες των άλλων ή κρίνει τον αδελφό του από υποψία και μόνο, αυτός δεν έκανε ακόμη αρχή μετανοίας, ούτε άρχισε την έρευνα για να γνωρίσει τις αμαρτίες του.

Λέγονται πολλά και διάφορα. ένα τελικά είναι το καίριο, σημαντικό και εξέχον. η σωτηρία μας, για την οποία δεν πολυνοιαζόμαστε παντοτεινά. Η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο με ειλικρινή μετάνοια και καθαρή εξομολόγηση. Η μετάνοια δεν ανοίγει μόνο τον ουράνιο παράδεισο, αλλά και τον επίγειο με την πρόγευση, έστω εν μέρει, της ανεκλάλητης χαράς της ατελεύτητης βασιλείας των ουρανών και της υπέροχης ειρήνης από τώρα. Οι εξομολογημένοι άνθρωποι μπορούν νάναι οι αληθινά γνήσια χαρούμενοι, οι ειρηνικοί και ειρηνοφόροι, οι κήρυκες της μετανοίας, της αναστάσεως, της μεταμορφώσεως, της ελευθερίας, της χάριτος, της ευλογίας του Θεού στις ψυχές τους και τη ζωή τους. Η πλούσια χάρη του Θεού κάνει τον λύκο πρόβατο, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Καμιά αμαρτία δεν υπερβαίνει την αγάπη του Θεού. Κανείς αμαρτωλός αν θέλει δεν αδυνατεί ν' αγιάσει. Μας το αποδεικνύουν οι πολλοί μετανοημένοι άγιοι του Συναξαριστή.

Ο εξομολόγος εξομολογεί και συγχωρεί τους εξομολογούμενους με τ' άγιο πετραχήλι του. Δεν μπορεί όμως να αυτοεξομολογηθεί και να θέσει ο ίδιος το πετραχήλι του στο κεφάλι του για να συγχωρηθεί. Πρέπει απαραίτητα να σκύψει σε άλλο οπωσδήποτε πετραχήλι. Έτσι λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έτσι τα έθεσε η πανσοφία και η φιλευσπλαγχνία του Θεού.

Δεν μπορεί να εξομολογούμε και να μη εξομολογούμεθα. Να διδάσκουμε και να μη πράττουμε. Να μιλάμε για μετάνοια και να μη μετανοούμε οι ίδιοι. Να μιλάμε για εξομολόγηση και να μη εξομολογούμεθα τακτικά. Ουδείς αυτοκαθαίρεται και ουδείς αυτοσυγχωρείται ποτέ. Οι ασύμβουλοι, οι ανυπάκουοι, οι ανεξομολόγητοι αποτελούν σοβαρό πρόβλημα της Εκκλησίας μας.

Αδελφοί μου αγαπητοί, το πετραχήλι του πνευματικού δύναται να γίνει θαυματουργό νυστέρι αφαιρέσεως κακοήθων όγκων, ν' αναστήσει νεκρούς, ν' ανανεώσει και μεταμορφώσει τον άκοσμο κόσμο, να χαροποιήσει γη και ουρανό. Η Εκκλησία μας εμπιστεύ­θηκε το μέγα λειτούργημα, το ιερό υπούργημα, στους ιερείς μας και όχι στους αγγέλους, για να τους πλησιάζουμε άνετα και άφοβα ως ομοιοπαθείς και ομόσαρκους.

Όλα τα παραπάνω, ειλικρινά και διόλου ταπεινόσχημα, ειπώθηκαν από ένα συναμαρτωλό, που δεν θέλησε να κάνει τον δάσκαλο, αλλά τον συναγωνιζόμενο συμμαθητή σας. Θέλησε από αγάπη να σας θυμίσει με απλά και άτεχνα λόγια τη ζώσα παράδοση της αγίας μητέρας μας Εκκλησίας επί του πάντοτε επίκαιρου θέματος της θεοΰφαντης και θεομακάριστης μετάνοιας και της θεοπαράδοτης και θεαγάπητης ιεράς Εξομολογήσεως.

«ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ» ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ». ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:Facebook Twitter

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Γέροντας Αθανάσιος Γρηγοριάτης· ο ταπεινός γέροντας της ειρήνης και της υπομονής (1874 – 10 Ιανουαρίου 1954)

Γέροντας Αθανάσιος Γρηγοριάτης· ο ταπεινός γέροντας της ειρήνης και της υπομονής (1874 – 10 Ιανουαρίου 1954)
15 Ιανουαρίου 2013

Άγιον Όρος   Μορφές  



Ο Ανδρέας Πρωτογερόπουλος, αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του π. Αθανασίου Γρηγοριάτη, γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας στα 1874 και ήταν ένα από τα εννέα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν νεωκόρος σε μια από τις εκκλησίες της πόλης και συχνά έπαιρνε τα παιδιά του μαζί του στον ναό. Ο μικρός Ανδρέας μέσα στην αγιασμένη ατμόσφαιρα του ναού και μελετώντας βίους αγίων, άρχισε από νωρίς να ποθεί την μοναχική ζωή. Στα τέλη του Ιουλίου του 1891 αναχωρεί μαζί με δύο φίλους του για το Άγιον Όρος. Μόλις έφτασαν στον µόλο, ναύλωσαν βάρκα, αλλά λόγω του ανέμου και της ξαφνικής θαλασσοταραχής, δυσκολεύτηκαν να φθάσουν στον προορισμό τους. Οι τροφές είχαν τελειώσει και ο βαρκάρης και οι φίλοι του είχαν απογοητευτεί. Προς στιγμή σκέφθηκαν να αναβάλουν το ταξίδι τους και να γυρίσουν πίσω. Ο Ανδρέας (π. Αθανάσιος), όμως, επέμενε να συνεχίσουν και τους ενθάρρυνε με πίστη στον Θεό.

π. Αθανάσιος Γρηγοριάτης ο Γέροντας της ειρήνης και της υπομονής
Στην Ιερά Μονή Γρηγορίου
Πράγματι, ανήμερα του Δεκαπενταυγούστου φτάνουν στην Μονή Γρηγορίου, όπου και έμελλε να παραμείνουν. Ο Ανδρέας μπαίνει στην τάξη των δοκίμων για δύο χρόνια υπό την καθοδήγηση του Γέροντά του, του Ηγουμένου, που τότε ήταν ο π. Συμεών, μία εξέχουσα και χαρισματική προσωπικότητα. Μετά από δυο χρόνια κείρεται μοναχός με το όνομα Αθανάσιος και σύμφωνα με τον κανονισμό της Μονής, επειδή ήταν ακόμα αγένειος, τον στέλνουν στον κονάκι των Καρυών για έντεκα ολόκληρα χρόνια. Όταν γυρίζει στο μοναστήρι, χειροτονείται πρεσβύτερος και έξι χρόνια μετά, του προτείνεται να γίνει ηγούμενος. Αυτή την φορά αρνείται με ταπείνωση, πράγμα όμως που δεν μπορεί να κάνει δέκα χρόνια μετά.

Ο παπα-Συμεών, Γέροντας του πατρός Αθανασίου. Έμεινε στην ηγουμενία της Ιεράς Μονής Γρηγορίου 46 έτη (1859-1905). Από την πολλή του αρετή και τις τόσες θυσίες τα οστά του μετά θάνατον ευωδίασαν
Ως ηγούμενος αποτελούσε πρότυπο για όλους τους μοναχούς και παράδειγμα προς μίμηση. Ιδιαίτερη φροντίδα κατέβαλλε στον λατρευτικό τομέα. -«Ό,τι γίνεται για τον Θεό, πρέπει να γίνεται με τον τελειότερο και αξιοπρεπέστερο τρόπο», συνήθιζε να λέει.
Μετά από δεκατρία χρόνια ηγουμενίας υπέβαλε την παραίτησή του (1937), αφού βρέθηκε στην δυσαρέστη θέση να αντιμετωπίσει την παράβαση μιάς παραδεδομένης αρχής, σχετικής με την εσωτερική ζωή της Μονής. Παρά τις παρακλήσεις του υπαιτίου μοναχού, που κατάλαβε το σφάλμα του, αρνείται να αναλάβει πάλι την ηγουμενία και προτιμά να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ως απλός μοναχός και να προετοιμαστεί για το ταξίδι του ουρανού, όπως έλεγε.

Ο π. Αθανάσιος υπήρξε σεβάσμια μορφή, που θύμιζε τους παλαιούς Πατέρες της Θηβαΐδας. Πράγματα απλά και σημαντικά, όπως η γαλήνη, η ηρεμία, η έλλειψη ταραχής, η υπομονή, η εσωτερική ειρήνη και η ευγένεια στις σχέσεις του με τους άλλους, ήταν τα στοιχεία που συνέθεταν την προσωπικότητά του. Πτωχεία και στέρηση ήταν αναπόσπαστα στοιχεία στην ζωή του πατρός Αθανασίου, που διέθετε το διορατικό χάρισμα και γεύθηκε θείες παρηγορίες και ουράνιες χαρές.
Το πνευματικό του μεγαλείο
Ο π. Αθανάσιος υπήρξε σεβάσμια μορφή, που θύμιζε τους παλαιούς Πατέρες της Θηβαΐδας. Όποιος τον αντίκριζε εντυπωσιαζόταν αμέσως από την έκφραση του προσώπου του. Η γαλήνη και η σιωπή λες και ήταν μόνιμα χαραγμένες σ’ αυτό. Υπήρξαν περιπτώσεις που στις συνάξεις της Γεροντίας μερικοί ιδιότροποι Γέροντες με τις θέσεις τους τον έθλιβαν πολύ. Αυτός όμως έμενε ατάραχος και μόλις τελείωνε η σύναξη, για να ξεκουραστεί ψυχικά, πήγαινε στην εκκλησία και έψαλλε. Πάνω από όλα τοποθετούσε την υπομονή και την ειρήνη. Την χάρη της σιωπής προσπαθούσε να την μεταδώσει και στους υποτακτικούς του. Έλεγε συχνά: «Με την σιωπή σώζεται κανείς από πολλά κακά». Είχε το χάρισμα να απαλλάσσει τις ψυχές από το δαιμόνιο της λύπης. Κάποτε ένας Νεοσκητιώτης ιερομόναχος ταλαιπωρήθηκε πολύ με έναν πειρασμό και έφθασε στο σημείο να μην τολμά πλέον να λειτουργήσει. Την τελευταία φορά που λειτούργησε δυσκολεύτηκε να τελειώσει και πηγαίνοντας να εξομολογηθεί σκεπτόταν ότι το επιτίμιο θα ήταν μεγάλο. Ο π. Αθανάσιος καταλαβαίνοντας τον ασφυκτικό κλοιό της λύπης τον έσπασε αμέσως.
—«Μπράβο, του λέει. Έτσι ταπεινούς τους θέλω τους ιερείς που εξομολογούνται σ’ εμένα. Ταπεινούς και με συναίσθηση της αναξιότητάς τους. Σε συγχαίρω. Και το επιτίμιο που σου βάζω είναι να αρχίσεις από αύριο να λειτουργείς».
Το πετραχήλι του, κάτω από το οποίο πολυάριθμες ψυχές βρήκαν παρηγοριά και ειρήνη, σώζεται σήμερα στο κελλί ενός μοναχού και συχνά ευωδιάζει. Όταν δε το αγγίξει στο κεφάλι του κάποιος μοναχός που ταλαιπωρείται από λογισμούς λύπης και ταραχής, αμέσως γαληνεύει. Στις σχέσεις του με τους άλλους τον διέκρινε πολλή ευγένεια. Και τους πιο μικρούς μοναχούς της Μονής τους αποκαλούσε προτάσσοντας στο όνομά τους το «πάτερ» ή το «γέρων». Ποτέ δεν τους φώναζε με το όνομά τους μόνο. Διηγείται ένας παλιός εκκλησιαστικός:
«Χρειαζόταν ένα καντηλοκέρι και δεν το έπαιρνε μόνος του, αλλά το ζητούσε ταπεινά από μένα. – Μα Γέροντα, του έλεγα, τι το ζητάς από μένα. Εσύ είσαι Ηγούμενος. Μπορείς να το πάρεις μόνος σου.
— Όχι παιδί μου. Μή σκέπτεσαι έτσι. Στο διακόνημά σου είσαι εσύ Ηγούμενος, απαντούσε».
Η πτωχεία, η στέρηση είναι αναπόσπαστα από την ζωή του μοναχού. Και ο π. Αθανάσιος ήταν συνεπής και με αυτή την αρετή. κάποτε, σε προχωρημένη ηλικία δέχθηκε επίσκεψη από τον διάδοχό του Ηγούμενο. Ο Γέροντας Βησσαρίων πρόσεξε ότι δεν έβαλε ζάχαρη στον καφέ που εκείνη την στιγμή έφτιαχνε. Στην σχετική ερώτηση γιατί δεν έβαλε ζάχαρη, απάντησε ότι δεν έχει. Συγκινημένος από την εκούσια στέρηση του Γέροντα, αφού το Μοναστήρι παρείχε την δυνατότητα να έχουν όλοι οι πατέρες τον καφέ τους και την ζάχαρη, φρόντισε να του φέρουν ζάχαρη. Εκείνος όμως δεν την δέχτηκε λέγοντας: «Δεν έχω μέχρι τώρα στερηθεί τίποτα και τι θα πώ στον Θεό για την πτωχεία που πρέπει να έχει ο μοναχός;».
Ο π. Αθανάσιος αποκάλυπτε όλο τον πλούτο της πίστεως και της ευλάβειάς του όταν λειτουργούσε. Πάντοτε ζητούσε ευκαιρίες να λειτουργεί. κατά την ηγουμενία του, εκτός από τις κυριακές και μεγάλες εορτές που γίνονταν Συλλείτουργα, είχε ως αρχή να λειτουργεί ιδιωτικά δυο φορές την εβδομάδα. Μετά την ηγουμενία του, στα Συλλείτουργα στεκόταν στο αριστερό μέρος της Αγίας τραπέζης. Μετά την Μεγάλη Είσοδο έσκυβε το κεφάλι του και ακινητοποιούσε το βλέμμα του κάτω, ενώ τα μάτια του γίνονταν βρύσες που έπνιγαν το πρόσωπό του με καυτά δάκρυα. Οι συλλείτουργοί του συγκλονίζονταν βλέποντάς τον, σε σημείο να μην μπορούν να συνεχίσουν την Λειτουργία. Ο π. Αθανάσιος είχε και το διορατικό χάρισμα που καταδεικνύεται από τα ακόλουθα περιστατικά: Ένας σπουδαστής της Ιατρικής, ονόματι Παναγιώτης Μίχας, ο μετέπειτα Ηγούμενος Βησσαρίων, έφτασε στην Μονή Γρηγορίου με σκοπό να μονάσει. Φτάνοντας συνάντησε έναν επιβλητικό μοναχό που είχε προσηλωμένο το βλέμμα πάνω του. Δεν γνώριζε ότι πρόκειται για τον Ηγούμενο Αθανάσιο, αφού ποτέ δεν τον είχε συναντήσει. Όταν πλησίασε, εκείνος σαν να τον γνώριζε από καιρό, τον καλωσόρισε με εγκαρδιότητα. -«καλώς τον Παναγιώτη καλώς όρισες παιδί μου στο μοναστήρι μας. Σε περίμενα από καιρό». Η έκπληξη του νεοφερμένου ήταν απερίγραπτη.
Κάποια άλλη φορά ένας Γέροντας από την Κερασιά έστειλε έναν μοναχό στην Μονή Γρηγορίου για πρόσφορα για την Θεία Λειτουργία. Ο μοναχός στον δρόμο σκεπτόταν πώς θα ενεργήσει. Θα έβρισκε πρώτα τον ῾Ηγούμενο να του αναφέρει το αίτημά του. Μετά θα απευθυνόταν στον αρμόδιο μοναχό. Μόλις έφτασε βλέπει τον Ηγούμενο στην πύλη να έρχεται προς το μέρος του κρατώντας κάτι στα χέρια του.
— «Πάρ’ τα, παιδί μου, αυτά» του λέει. «Είναι πρόσφορα για τα οποία σε έστειλε ο Γέροντάς σου».
Η φήμη του
Από τότε που ήταν απλός ιερομόναχος, ο π. Αθανάσιος είχε αποκτήσει φήμη σε όλο το Άγιον Όρος. Όταν ανέβηκε στον ηγουμενικό θρόνο, η ακτινοβολία του έφθασε πολύ μακρύτερα. Πολλοί επισκέπτονταν την Μονή Γρηγορίου μόνο και μόνο για να τον γνωρίσουν. Άλλοι ήθελαν να ζητήσουν πνευματική συμβουλή, άλλοι να εξομολογηθούν. Πρόσωπα που κατείχαν υψηλές θέσεις στην Εκκλησία και στην Πολιτεία έτρεφαν απέναντί του εξαιρετική εκτίμηση. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, αν και δεν τον είχε γνωρίσει προσωπικά, τον σεβόταν πολύ και δεν έχανε ευκαιρία να του στέλνει χαιρετισμούς και να ζητεί τις ευχές του. Ο βασιλεύς Γεώργιος Β’ επισκεπτόμενος το Άγιον Όρος παρέμεινε τρεις μέρες στην Μονή Γρηγορίου, τον γνώρισε και εκτίμησε το πνευματικό του ανάστημα. Αναφέρεται μάλιστα ότι όχι μόνο συζήτησε μαζί του, αλλά και εξομολογήθηκε σ’ αυτόν. Ακόμα και τα μέλη της Πατριαρχικής Εξαρχίας ζήτησαν να τον δούν όταν πέρασαν από την Μονή Γρηγορίου και καταιγίζοντάς τον με επαίνους, ζητούσαν την ευχή του.
Στην ησυχία του κελλιού
Καθώς περνούσαν τα χρόνια ο π. Αθανάσιος γινόταν πιο εσωτερικός και πιο ευκατάνυκτος. ∆όση κατάνυξη τον διέκρινε, που μπορούσε να δακρύσει μόλις θα ανέφερε το όνομα του Χριστού η κάτι από την επίγεια ζωή Του. Και η εσωστρέφειά του αυξήθηκε στο έπακρο. Απέφευγε συστηματικά τις επικοινωνίες με τους επισκέπτες και ησύχαζε στο κελλί του. Έβγαινε μόνο για να παρακολουθήσει τις Ακολουθίες στον ναό και για να μεταβεί στην τράπεζα. Όταν το επέτρεπε ο καιρός, επισκεπτόταν άλλα δύο προσφιλή του μέρη. Μιά μικρή σπηλιά που την περικύκλωναν ελιές και μπροστά της ανοιγόταν το Αιγαίο και μια μεγάλη ρεματιά, όπου είχε φτιάξει κάθισμα τοποθετώνας μια σανίδα πάνω σε δυο πέτρες. Εκεί έζησε πολλά ιερά βιώματα προσευχόμενος συνέχεια. Είχε παραδοθεί τόσο στην προσευχή, ώστε είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον κανόνα του. Έλεγε: «Μπορεί να πέσω αργότερα στο κρεβάτι. Γιατί να μην κάνω τώρα λίγο περισσότερο κανόνα που μπορώ;».

Η εικόνα της Παναγίας που είχε στο κελλί του και ευλαβείτο ο πατήρ Αθανάσιος
Η αγάπη του για την κυρία Θεοτόκο ήταν απεριόριστη. Έδινε τόσο μεγάλη σημασία στους «Χαιρετισμούς», που δεν έκειρε μοναχό που δεν τους ήξερε από στήθους. Έγραφε: «Εις το ηγαπημένο μας Μοναστήρι εις το τέμπλον παραμερίζω εις τας ακολουθίας απέναντι της γλυκείας εικόνος της Θεοτόκου που είναι σαν ζωντανή· μόνον η ομιλία της λείπει, το γλυκύ της, αλλά και σοβαρόν βλέμμα της από παντού σε παρακολουθεί. Ω, πόσον αρέσκομαι εις την θεωρίαν της αγίας εικόνος. Θαρρώ ότι έχω εμπρός μου την ιδίαν την Θεοτόκον».
Θείες αποκαλύψεις
Στον μοναχό που ζεί με συνέπεια την αφιέρωσή του ιδρώνοντας στον δρόμο της ασκήσεως και υπομένοντας καρτερικά «τόν καύσωνα της ημέρας και τον παγετό της νυκτός» στέλνει ο Θεός, όπως το βεβαιώνουν και οι Πατέρες, θείες παρηγορίες και ουράνιες χαρές. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως και στον π. Αθανάσιο είχε προσφέρει ο Θεός τέτοιες θείες ευλογίες. Κάποιοι πατέρες μαρτυρούν ότι ο π. Αθανάσιος τους είχε αναφέρει τέτοιες εμπειρίες, όταν ο νους του ήταν ξεχασμένος στην προσευχή και άκουσε γλυκύτατες ουράνιες ψαλμωδίες, που δεν υπάρχουν πάνω στην γή παρόμοιές τους. Κάποτε στις επίμονες ερωτήσεις κάποιων πατέρων είχε ομολογήσει πως κατά καιρούς είχε δεί «διάφορα μυστήρια», πλην όμως σε κανέναν δεν τα αποκάλυπτε. κάποια φορά μέσα στο καθολικό αξιώθηκε να δεί ως νεαρή μοναχή με ανείπωτη χάρη και σεμνότητα στο πρόσωπό της, την προστάτιδα της Μονής αγία Αναστασία, που υπερβολικά ευλαβείτο. Μιά άλλη φορά, ενώ γινόταν αγρυπνία στον ναό, τον είδαν οι πατέρες να παραμερίζει από το στασίδι του, να πέφτει κάτω και να προσκυνεί. Όλοι δοκίμασαν έκπληξη γιατί εκείνη την ώρα δεν εδικαιολογείτο γονυκλισία και προσκύνηση. Όταν σηκώθηκε, είδαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιωμένα. κανένας δεν έμαθε τι συνέβη μέχρι λίγο πριν το τέλος της ζωής του, που φανέρωσε, μετά από παράκληση του Ηγουμένου Βησσαρίωνος, ότι αντίκρυσε σαν σε όραμα την Παναγία, γεμάτη δόξα και ασύγκριτη μεγαλοπρέπεια.
Επί κλίνης οδύνης
Κατά το 1949 έπεσε πολύ βαριά άρρωστος στο κρεβάτι. Η οστεαρθρίτις, που στα τελευταία του χρόνια τον βασάνιζε, αυτή την φορά επιδείνωσε πολύ την κατάστασή του. Ανήσυχοι οι πατέρες πρότειναν να τον πάνε στην Θεσσαλονίκη για θεραπεία. Δεν το δέχτηκε όμως. Τους οδυνηρούς πόνους τους αντιμετώπιζε με υπομονή. Όταν καμιά φορά αρρώσταινε, απέφευγε να ζητεί γιατρούς και φάρμακα. Στην θέση του γιατρού και των φαρμάκων είχε την προσευχή και την συχνή Θεία κοινωνία. Στην επικίνδυνη αυτή ασθένεια συνέπεσε να είναι Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Οι Πατέρες επέμεναν να καταλύσει την νηστεία, γιατί είχε υπερβολικά εξαντληθεί. Αυτός όμως δεν συμφωνούσε. Το μόνο που ζητούσε ήταν να τον κοινωνούν συχνά. Την παραμονή του Ακαθίστου Ύμνου φαινόταν αισιόδοξος.
—«Θα προσευχηθώ απόψε όλη την νύχτα στην Παναγία, λέει στους Πατέρες. Το πρωί θα έρθω στο Συλλείτουργο. Θα κοινωνήσω κι ας πεθάνω».
Όταν κοινώνησε, η υγεία του αποκαταστάθηκε και η ζωή του πήρε πάλι τον κανονικό της ρυθμό. Το 1951 όμως έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Ζήτησε να του κάνουν Ευχέλαιο, μετά από το οποίο μοίρασε στους πατέρες που παρευρίσκονταν, κάτι από εκείνα που είχε στο κελλί του για ευλογία.
—«Σας εύχομαι καλό παράδεισο, τους είπε. Εκεί είναι η παντοτινή μας κατοικία. Εδώ είμαστε πρόσκαιροι».
Δεν είχε φτάσει όμως η ώρα της αναχώρησής του. Ο Κύριος του χάρισε δυο χρόνια ζωής ακόμα. Το Δεκέμβριο του 1953, ενώ είχε φτάσει στα ογδόντα του χρόνια, έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Τα Χριστούγεννα ήταν αδύνατο να πάει στην εκκλησία. Όλα έδειχναν ότι θα εγκατέλειπε την γη. Οι τελευταίες του ημέρες ήταν σχεδόν οσιακές. Είχε καταργήσει κάθε άλλη τροφή και τρεφόταν μόνο με την Θεία κοινωνία. Ο νους του και η καρδιά του έπλεαν μέσα στην θεωρία της προσευχής. κάπου-κάπου ύψωνε τα χέρια και ευλογούσε, σαν να τελούσε την Θεία Λειτουργία. Δύο ημέρες μετά τα Χριστούγεννα, παρήγγειλε με τον π. Αρτέμιο τον «γηροκόμο» να συναχθούν όλοι οι αδελφοί. Ήθελε να τους αποχαιρετήσει, γιατί προαισθανόταν το τέλος του. Την επόμενη μέρα μετά την Θεία Λειτουργία αισθανόταν κάπως καλά. Ήταν για να περιποιηθεί μόνος του τον εαυτό του. Πλύθηκε και τακτοποιήθηκε. Τα ρούχα που έβγαλε τα έδωσε στον γηροκόμο.
—«Αυτά, του είπε, δεν τα χρειάζομαι πιά. Κάνε τα ό,τι θέλεις».
Ένας από τους νεώτερους μοναχούς που τον είδε έτσι καλύτερα, εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να εξομολογηθεί και να συζητήσει κάποια προβλήματά του. Πήρε μάλιστα το θάρρος να ρωτήσει:
—«Γέροντα, με τι τρόπο πληροφορήθηκες ότι πρόκειται να κοιμηθείς;»
—«Παιδί μου, απόψε φεύγω. Αυτό είναι αλήθεια. Πώς όμως πήρα την ειδοποίηση μή ρωτάς».
Μετά το μεσημέρι κάλεσε τον Ηγούμενο.
—«Εγώ, του λέει, πριν ή μετά το Απόδειπνο αναχωρώ. Εσύ να φροντίζεις τους αδελφούς και η Παναγία ποτέ δε θα σε εγκαταλείψει. Πήγαινε τώρα να φέρεις τα Άχραντα Μυστήρια να με κοινωνήσεις». Μετά απευθυνόμενος στον π. Ανδρέα που έντυνε όσους άφηναν τα εγκόσμια, είπε: «Πάτερ Ανδρέα, δεν χρειάζεται να με αλλάξεις. Ετοιμάστηκα μόνος μου. Να με ράψεις, όπως είμαι».
Αφού κοινώνησε, παραδόθηκε στην προσευχή. Συχνά ύψωνε το βλέμμα προς τα πάνω και κάτι σαν να ψιθύριζε. Ανύψωνε και τα χέρια του και ευλογούσε με την ιερατική ευλογία. Πλησίαζε το βράδυ. Άρχισε να νιώθει έντονο ρίγος. Μετά το Απόδειπνο, όλοι οι Πατέρες συνάχθηκαν γύρω του και προσεύχονταν. Το πρόσωπό του έλαμπε. Τα χέρια του δεν μπορούσε άλλο να τα ανυψώσει. Τα σταύρωσε. Έκλεισε τα μάτια του. Μέσα σε υπερκόσμια γαλήνη και ειρήνη, παρέδωσε το πνεύμα του τόσο αθόρυβα που κανείς δεν το αντιλήφθηκε.
Ο θάνατός του όχι μόνο δεν έσβησε την μορφή του από τις καρδιές των υποτακτικών του, αλλά αντίθετα την κατέστησε πιο ποθητή. Πολλές φορές στον ύπνο τους άλλοι τον είδαν να λάμπει μέσα σε θαυμαστό φώς, άλλοι να βρίσκεται σε τιμητική θέση, άλλοι να λειτουργεί με εξαίρετα άμφια σε μεγαλοπρεπή ναό, άλλοι να παρουσιάζεται επιβλητικός και να τους βγάζει από κάποια δύσκολη θέση. Ο μακάριος Γέροντας υπήρξε χωρίς καμιά αμφιβολία «σκεύος χρυσίου ολοσφύρητον κεκοσμημένον παντί λίθω πολυτελεί».

Άποψη της Ιεράς Μονής Γρηγορίου των αρχών του 20ου αιώνα. Στα χρόνια της Ηγουμενίας του, ο π. Αθανάσιος, ενώ έκειρε γύρω στους 27 μοναχούς, κανέναν δεν τόλμησε να προωθήσει στο άγιο Θυσιαστήριο. «Καλύτερα με το κομποσχοίνι στον Παράδεισο παρά με το πετραχήλι στην κόλασι».
* Ευχαριστούμε:
• την Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής για την άδεια δημοσίευσης αποσπασμάτων από το βιβλίο «Σύγχρονες ῾Αγιορείτικες μορφές, Αθανάσιος Γρηγοριάτης» και
• την Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους για την διάθεση του φωτογραφικού υλικού.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Αγγελίδης & Κατερίνα Μπαρδάκα

Γέροντας Αθανάσιος Γρηγοριάτης· ο ταπεινός γέροντας της ειρήνης και της υπομονής (1874 – 10 Ιανουαρίου 1954)

Γέροντας Αθανάσιος Γρηγοριάτης· ο ταπεινός γέροντας της ειρήνης και της υπομονής (1874 – 10 Ιανουαρίου 1954)
15 Ιανουαρίου 2013
Άγιον Όρος   Μορφές  

Ο Ανδρέας Πρωτογερόπουλος, αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του π. Αθανασίου Γρηγοριάτη, γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας στα 1874 και ήταν ένα από τα εννέα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν νεωκόρος σε μια από τις εκκλησίες της πόλης και συχνά έπαιρνε τα παιδιά του μαζί του στον ναό. Ο μικρός Ανδρέας μέσα στην αγιασμένη ατμόσφαιρα του ναού και μελετώντας βίους αγίων, άρχισε από νωρίς να ποθεί την μοναχική ζωή. Στα τέλη του Ιουλίου του 1891 αναχωρεί μαζί με δύο φίλους του για το Άγιον Όρος. Μόλις έφτασαν στον µόλο, ναύλωσαν βάρκα, αλλά λόγω του ανέμου και της ξαφνικής θαλασσοταραχής, δυσκολεύτηκαν να φθάσουν στον προορισμό τους. Οι τροφές είχαν τελειώσει και ο βαρκάρης και οι φίλοι του είχαν απογοητευτεί. Προς στιγμή σκέφθηκαν να αναβάλουν το ταξίδι τους και να γυρίσουν πίσω. Ο Ανδρέας (π. Αθανάσιος), όμως, επέμενε να συνεχίσουν και τους ενθάρρυνε με πίστη στον Θεό.
π. Αθανάσιος Γρηγοριάτης ο Γέροντας της ειρήνης και της υπομονής
Στην Ιερά Μονή Γρηγορίου
Πράγματι, ανήμερα του Δεκαπενταυγούστου φτάνουν στην Μονή Γρηγορίου, όπου και έμελλε να παραμείνουν. Ο Ανδρέας μπαίνει στην τάξη των δοκίμων για δύο χρόνια υπό την καθοδήγηση του Γέροντά του, του Ηγουμένου, που τότε ήταν ο π. Συμεών, μία εξέχουσα και χαρισματική προσωπικότητα. Μετά από δυο χρόνια κείρεται μοναχός με το όνομα Αθανάσιος και σύμφωνα με τον κανονισμό της Μονής, επειδή ήταν ακόμα αγένειος, τον στέλνουν στον κονάκι των Καρυών για έντεκα ολόκληρα χρόνια. Όταν γυρίζει στο μοναστήρι, χειροτονείται πρεσβύτερος και έξι χρόνια μετά, του προτείνεται να γίνει ηγούμενος. Αυτή την φορά αρνείται με ταπείνωση, πράγμα όμως που δεν μπορεί να κάνει δέκα χρόνια μετά.
Ο παπα-Συμεών, Γέροντας του πατρός Αθανασίου. Έμεινε στην ηγουμενία της Ιεράς Μονής Γρηγορίου 46 έτη (1859-1905). Από την πολλή του αρετή και τις τόσες θυσίες τα οστά του μετά θάνατον ευωδίασαν
Ως ηγούμενος αποτελούσε πρότυπο για όλους τους μοναχούς και παράδειγμα προς μίμηση. Ιδιαίτερη φροντίδα κατέβαλλε στον λατρευτικό τομέα. -«Ό,τι γίνεται για τον Θεό, πρέπει να γίνεται με τον τελειότερο και αξιοπρεπέστερο τρόπο», συνήθιζε να λέει.
Μετά από δεκατρία χρόνια ηγουμενίας υπέβαλε την παραίτησή του (1937), αφού βρέθηκε στην δυσαρέστη θέση να αντιμετωπίσει την παράβαση μιάς παραδεδομένης αρχής, σχετικής με την εσωτερική ζωή της Μονής. Παρά τις παρακλήσεις του υπαιτίου μοναχού, που κατάλαβε το σφάλμα του, αρνείται να αναλάβει πάλι την ηγουμενία και προτιμά να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ως απλός μοναχός και να προετοιμαστεί για το ταξίδι του ουρανού, όπως έλεγε.
Ο π. Αθανάσιος υπήρξε σεβάσμια μορφή, που θύμιζε τους παλαιούς Πατέρες της Θηβαΐδας. Πράγματα απλά και σημαντικά, όπως η γαλήνη, η ηρεμία, η έλλειψη ταραχής, η υπομονή, η εσωτερική ειρήνη και η ευγένεια στις σχέσεις του με τους άλλους, ήταν τα στοιχεία που συνέθεταν την προσωπικότητά του. Πτωχεία και στέρηση ήταν αναπόσπαστα στοιχεία στην ζωή του πατρός Αθανασίου, που διέθετε το διορατικό χάρισμα και γεύθηκε θείες παρηγορίες και ουράνιες χαρές.
Το πνευματικό του μεγαλείο
Ο π. Αθανάσιος υπήρξε σεβάσμια μορφή, που θύμιζε τους παλαιούς Πατέρες της Θηβαΐδας. Όποιος τον αντίκριζε εντυπωσιαζόταν αμέσως από την έκφραση του προσώπου του. Η γαλήνη και η σιωπή λες και ήταν μόνιμα χαραγμένες σ’ αυτό. Υπήρξαν περιπτώσεις που στις συνάξεις της Γεροντίας μερικοί ιδιότροποι Γέροντες με τις θέσεις τους τον έθλιβαν πολύ. Αυτός όμως έμενε ατάραχος και μόλις τελείωνε η σύναξη, για να ξεκουραστεί ψυχικά, πήγαινε στην εκκλησία και έψαλλε. Πάνω από όλα τοποθετούσε την υπομονή και την ειρήνη. Την χάρη της σιωπής προσπαθούσε να την μεταδώσει και στους υποτακτικούς του. Έλεγε συχνά: «Με την σιωπή σώζεται κανείς από πολλά κακά». Είχε το χάρισμα να απαλλάσσει τις ψυχές από το δαιμόνιο της λύπης. Κάποτε ένας Νεοσκητιώτης ιερομόναχος ταλαιπωρήθηκε πολύ με έναν πειρασμό και έφθασε στο σημείο να μην τολμά πλέον να λειτουργήσει. Την τελευταία φορά που λειτούργησε δυσκολεύτηκε να τελειώσει και πηγαίνοντας να εξομολογηθεί σκεπτόταν ότι το επιτίμιο θα ήταν μεγάλο. Ο π. Αθανάσιος καταλαβαίνοντας τον ασφυκτικό κλοιό της λύπης τον έσπασε αμέσως.
—«Μπράβο, του λέει. Έτσι ταπεινούς τους θέλω τους ιερείς που εξομολογούνται σ’ εμένα. Ταπεινούς και με συναίσθηση της αναξιότητάς τους. Σε συγχαίρω. Και το επιτίμιο που σου βάζω είναι να αρχίσεις από αύριο να λειτουργείς».
Το πετραχήλι του, κάτω από το οποίο πολυάριθμες ψυχές βρήκαν παρηγοριά και ειρήνη, σώζεται σήμερα στο κελλί ενός μοναχού και συχνά ευωδιάζει. Όταν δε το αγγίξει στο κεφάλι του κάποιος μοναχός που ταλαιπωρείται από λογισμούς λύπης και ταραχής, αμέσως γαληνεύει. Στις σχέσεις του με τους άλλους τον διέκρινε πολλή ευγένεια. Και τους πιο μικρούς μοναχούς της Μονής τους αποκαλούσε προτάσσοντας στο όνομά τους το «πάτερ» ή το «γέρων». Ποτέ δεν τους φώναζε με το όνομά τους μόνο. Διηγείται ένας παλιός εκκλησιαστικός:
«Χρειαζόταν ένα καντηλοκέρι και δεν το έπαιρνε μόνος του, αλλά το ζητούσε ταπεινά από μένα. – Μα Γέροντα, του έλεγα, τι το ζητάς από μένα. Εσύ είσαι Ηγούμενος. Μπορείς να το πάρεις μόνος σου.
— Όχι παιδί μου. Μή σκέπτεσαι έτσι. Στο διακόνημά σου είσαι εσύ Ηγούμενος, απαντούσε».
Η πτωχεία, η στέρηση είναι αναπόσπαστα από την ζωή του μοναχού. Και ο π. Αθανάσιος ήταν συνεπής και με αυτή την αρετή. κάποτε, σε προχωρημένη ηλικία δέχθηκε επίσκεψη από τον διάδοχό του Ηγούμενο. Ο Γέροντας Βησσαρίων πρόσεξε ότι δεν έβαλε ζάχαρη στον καφέ που εκείνη την στιγμή έφτιαχνε. Στην σχετική ερώτηση γιατί δεν έβαλε ζάχαρη, απάντησε ότι δεν έχει. Συγκινημένος από την εκούσια στέρηση του Γέροντα, αφού το Μοναστήρι παρείχε την δυνατότητα να έχουν όλοι οι πατέρες τον καφέ τους και την ζάχαρη, φρόντισε να του φέρουν ζάχαρη. Εκείνος όμως δεν την δέχτηκε λέγοντας: «Δεν έχω μέχρι τώρα στερηθεί τίποτα και τι θα πώ στον Θεό για την πτωχεία που πρέπει να έχει ο μοναχός;».
Ο π. Αθανάσιος αποκάλυπτε όλο τον πλούτο της πίστεως και της ευλάβειάς του όταν λειτουργούσε. Πάντοτε ζητούσε ευκαιρίες να λειτουργεί. κατά την ηγουμενία του, εκτός από τις κυριακές και μεγάλες εορτές που γίνονταν Συλλείτουργα, είχε ως αρχή να λειτουργεί ιδιωτικά δυο φορές την εβδομάδα. Μετά την ηγουμενία του, στα Συλλείτουργα στεκόταν στο αριστερό μέρος της Αγίας τραπέζης. Μετά την Μεγάλη Είσοδο έσκυβε το κεφάλι του και ακινητοποιούσε το βλέμμα του κάτω, ενώ τα μάτια του γίνονταν βρύσες που έπνιγαν το πρόσωπό του με καυτά δάκρυα. Οι συλλείτουργοί του συγκλονίζονταν βλέποντάς τον, σε σημείο να μην μπορούν να συνεχίσουν την Λειτουργία. Ο π. Αθανάσιος είχε και το διορατικό χάρισμα που καταδεικνύεται από τα ακόλουθα περιστατικά: Ένας σπουδαστής της Ιατρικής, ονόματι Παναγιώτης Μίχας, ο μετέπειτα Ηγούμενος Βησσαρίων, έφτασε στην Μονή Γρηγορίου με σκοπό να μονάσει. Φτάνοντας συνάντησε έναν επιβλητικό μοναχό που είχε προσηλωμένο το βλέμμα πάνω του. Δεν γνώριζε ότι πρόκειται για τον Ηγούμενο Αθανάσιο, αφού ποτέ δεν τον είχε συναντήσει. Όταν πλησίασε, εκείνος σαν να τον γνώριζε από καιρό, τον καλωσόρισε με εγκαρδιότητα. -«καλώς τον Παναγιώτη καλώς όρισες παιδί μου στο μοναστήρι μας. Σε περίμενα από καιρό». Η έκπληξη του νεοφερμένου ήταν απερίγραπτη.
Κάποια άλλη φορά ένας Γέροντας από την Κερασιά έστειλε έναν μοναχό στην Μονή Γρηγορίου για πρόσφορα για την Θεία Λειτουργία. Ο μοναχός στον δρόμο σκεπτόταν πώς θα ενεργήσει. Θα έβρισκε πρώτα τον ῾Ηγούμενο να του αναφέρει το αίτημά του. Μετά θα απευθυνόταν στον αρμόδιο μοναχό. Μόλις έφτασε βλέπει τον Ηγούμενο στην πύλη να έρχεται προς το μέρος του κρατώντας κάτι στα χέρια του.
— «Πάρ’ τα, παιδί μου, αυτά» του λέει. «Είναι πρόσφορα για τα οποία σε έστειλε ο Γέροντάς σου».
Η φήμη του
Από τότε που ήταν απλός ιερομόναχος, ο π. Αθανάσιος είχε αποκτήσει φήμη σε όλο το Άγιον Όρος. Όταν ανέβηκε στον ηγουμενικό θρόνο, η ακτινοβολία του έφθασε πολύ μακρύτερα. Πολλοί επισκέπτονταν την Μονή Γρηγορίου μόνο και μόνο για να τον γνωρίσουν. Άλλοι ήθελαν να ζητήσουν πνευματική συμβουλή, άλλοι να εξομολογηθούν. Πρόσωπα που κατείχαν υψηλές θέσεις στην Εκκλησία και στην Πολιτεία έτρεφαν απέναντί του εξαιρετική εκτίμηση. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, αν και δεν τον είχε γνωρίσει προσωπικά, τον σεβόταν πολύ και δεν έχανε ευκαιρία να του στέλνει χαιρετισμούς και να ζητεί τις ευχές του. Ο βασιλεύς Γεώργιος Β’ επισκεπτόμενος το Άγιον Όρος παρέμεινε τρεις μέρες στην Μονή Γρηγορίου, τον γνώρισε και εκτίμησε το πνευματικό του ανάστημα. Αναφέρεται μάλιστα ότι όχι μόνο συζήτησε μαζί του, αλλά και εξομολογήθηκε σ’ αυτόν. Ακόμα και τα μέλη της Πατριαρχικής Εξαρχίας ζήτησαν να τον δούν όταν πέρασαν από την Μονή Γρηγορίου και καταιγίζοντάς τον με επαίνους, ζητούσαν την ευχή του.
Στην ησυχία του κελλιού
Καθώς περνούσαν τα χρόνια ο π. Αθανάσιος γινόταν πιο εσωτερικός και πιο ευκατάνυκτος. ∆όση κατάνυξη τον διέκρινε, που μπορούσε να δακρύσει μόλις θα ανέφερε το όνομα του Χριστού η κάτι από την επίγεια ζωή Του. Και η εσωστρέφειά του αυξήθηκε στο έπακρο. Απέφευγε συστηματικά τις επικοινωνίες με τους επισκέπτες και ησύχαζε στο κελλί του. Έβγαινε μόνο για να παρακολουθήσει τις Ακολουθίες στον ναό και για να μεταβεί στην τράπεζα. Όταν το επέτρεπε ο καιρός, επισκεπτόταν άλλα δύο προσφιλή του μέρη. Μιά μικρή σπηλιά που την περικύκλωναν ελιές και μπροστά της ανοιγόταν το Αιγαίο και μια μεγάλη ρεματιά, όπου είχε φτιάξει κάθισμα τοποθετώνας μια σανίδα πάνω σε δυο πέτρες. Εκεί έζησε πολλά ιερά βιώματα προσευχόμενος συνέχεια. Είχε παραδοθεί τόσο στην προσευχή, ώστε είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον κανόνα του. Έλεγε: «Μπορεί να πέσω αργότερα στο κρεβάτι. Γιατί να μην κάνω τώρα λίγο περισσότερο κανόνα που μπορώ;».
Η εικόνα της Παναγίας που είχε στο κελλί του και ευλαβείτο ο πατήρ Αθανάσιος
Η αγάπη του για την κυρία Θεοτόκο ήταν απεριόριστη. Έδινε τόσο μεγάλη σημασία στους «Χαιρετισμούς», που δεν έκειρε μοναχό που δεν τους ήξερε από στήθους. Έγραφε: «Εις το ηγαπημένο μας Μοναστήρι εις το τέμπλον παραμερίζω εις τας ακολουθίας απέναντι της γλυκείας εικόνος της Θεοτόκου που είναι σαν ζωντανή· μόνον η ομιλία της λείπει, το γλυκύ της, αλλά και σοβαρόν βλέμμα της από παντού σε παρακολουθεί. Ω, πόσον αρέσκομαι εις την θεωρίαν της αγίας εικόνος. Θαρρώ ότι έχω εμπρός μου την ιδίαν την Θεοτόκον».
Θείες αποκαλύψεις
Στον μοναχό που ζεί με συνέπεια την αφιέρωσή του ιδρώνοντας στον δρόμο της ασκήσεως και υπομένοντας καρτερικά «τόν καύσωνα της ημέρας και τον παγετό της νυκτός» στέλνει ο Θεός, όπως το βεβαιώνουν και οι Πατέρες, θείες παρηγορίες και ουράνιες χαρές. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις πως και στον π. Αθανάσιο είχε προσφέρει ο Θεός τέτοιες θείες ευλογίες. Κάποιοι πατέρες μαρτυρούν ότι ο π. Αθανάσιος τους είχε αναφέρει τέτοιες εμπειρίες, όταν ο νους του ήταν ξεχασμένος στην προσευχή και άκουσε γλυκύτατες ουράνιες ψαλμωδίες, που δεν υπάρχουν πάνω στην γή παρόμοιές τους. Κάποτε στις επίμονες ερωτήσεις κάποιων πατέρων είχε ομολογήσει πως κατά καιρούς είχε δεί «διάφορα μυστήρια», πλην όμως σε κανέναν δεν τα αποκάλυπτε. κάποια φορά μέσα στο καθολικό αξιώθηκε να δεί ως νεαρή μοναχή με ανείπωτη χάρη και σεμνότητα στο πρόσωπό της, την προστάτιδα της Μονής αγία Αναστασία, που υπερβολικά ευλαβείτο. Μιά άλλη φορά, ενώ γινόταν αγρυπνία στον ναό, τον είδαν οι πατέρες να παραμερίζει από το στασίδι του, να πέφτει κάτω και να προσκυνεί. Όλοι δοκίμασαν έκπληξη γιατί εκείνη την ώρα δεν εδικαιολογείτο γονυκλισία και προσκύνηση. Όταν σηκώθηκε, είδαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιωμένα. κανένας δεν έμαθε τι συνέβη μέχρι λίγο πριν το τέλος της ζωής του, που φανέρωσε, μετά από παράκληση του Ηγουμένου Βησσαρίωνος, ότι αντίκρυσε σαν σε όραμα την Παναγία, γεμάτη δόξα και ασύγκριτη μεγαλοπρέπεια.
Επί κλίνης οδύνης
Κατά το 1949 έπεσε πολύ βαριά άρρωστος στο κρεβάτι. Η οστεαρθρίτις, που στα τελευταία του χρόνια τον βασάνιζε, αυτή την φορά επιδείνωσε πολύ την κατάστασή του. Ανήσυχοι οι πατέρες πρότειναν να τον πάνε στην Θεσσαλονίκη για θεραπεία. Δεν το δέχτηκε όμως. Τους οδυνηρούς πόνους τους αντιμετώπιζε με υπομονή. Όταν καμιά φορά αρρώσταινε, απέφευγε να ζητεί γιατρούς και φάρμακα. Στην θέση του γιατρού και των φαρμάκων είχε την προσευχή και την συχνή Θεία κοινωνία. Στην επικίνδυνη αυτή ασθένεια συνέπεσε να είναι Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Οι Πατέρες επέμεναν να καταλύσει την νηστεία, γιατί είχε υπερβολικά εξαντληθεί. Αυτός όμως δεν συμφωνούσε. Το μόνο που ζητούσε ήταν να τον κοινωνούν συχνά. Την παραμονή του Ακαθίστου Ύμνου φαινόταν αισιόδοξος.
—«Θα προσευχηθώ απόψε όλη την νύχτα στην Παναγία, λέει στους Πατέρες. Το πρωί θα έρθω στο Συλλείτουργο. Θα κοινωνήσω κι ας πεθάνω».
Όταν κοινώνησε, η υγεία του αποκαταστάθηκε και η ζωή του πήρε πάλι τον κανονικό της ρυθμό. Το 1951 όμως έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Ζήτησε να του κάνουν Ευχέλαιο, μετά από το οποίο μοίρασε στους πατέρες που παρευρίσκονταν, κάτι από εκείνα που είχε στο κελλί του για ευλογία.
—«Σας εύχομαι καλό παράδεισο, τους είπε. Εκεί είναι η παντοτινή μας κατοικία. Εδώ είμαστε πρόσκαιροι».
Δεν είχε φτάσει όμως η ώρα της αναχώρησής του. Ο Κύριος του χάρισε δυο χρόνια ζωής ακόμα. Το Δεκέμβριο του 1953, ενώ είχε φτάσει στα ογδόντα του χρόνια, έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Τα Χριστούγεννα ήταν αδύνατο να πάει στην εκκλησία. Όλα έδειχναν ότι θα εγκατέλειπε την γη. Οι τελευταίες του ημέρες ήταν σχεδόν οσιακές. Είχε καταργήσει κάθε άλλη τροφή και τρεφόταν μόνο με την Θεία κοινωνία. Ο νους του και η καρδιά του έπλεαν μέσα στην θεωρία της προσευχής. κάπου-κάπου ύψωνε τα χέρια και ευλογούσε, σαν να τελούσε την Θεία Λειτουργία. Δύο ημέρες μετά τα Χριστούγεννα, παρήγγειλε με τον π. Αρτέμιο τον «γηροκόμο» να συναχθούν όλοι οι αδελφοί. Ήθελε να τους αποχαιρετήσει, γιατί προαισθανόταν το τέλος του. Την επόμενη μέρα μετά την Θεία Λειτουργία αισθανόταν κάπως καλά. Ήταν για να περιποιηθεί μόνος του τον εαυτό του. Πλύθηκε και τακτοποιήθηκε. Τα ρούχα που έβγαλε τα έδωσε στον γηροκόμο.
—«Αυτά, του είπε, δεν τα χρειάζομαι πιά. Κάνε τα ό,τι θέλεις».
Ένας από τους νεώτερους μοναχούς που τον είδε έτσι καλύτερα, εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να εξομολογηθεί και να συζητήσει κάποια προβλήματά του. Πήρε μάλιστα το θάρρος να ρωτήσει:
—«Γέροντα, με τι τρόπο πληροφορήθηκες ότι πρόκειται να κοιμηθείς;»
—«Παιδί μου, απόψε φεύγω. Αυτό είναι αλήθεια. Πώς όμως πήρα την ειδοποίηση μή ρωτάς».
Μετά το μεσημέρι κάλεσε τον Ηγούμενο.
—«Εγώ, του λέει, πριν ή μετά το Απόδειπνο αναχωρώ. Εσύ να φροντίζεις τους αδελφούς και η Παναγία ποτέ δε θα σε εγκαταλείψει. Πήγαινε τώρα να φέρεις τα Άχραντα Μυστήρια να με κοινωνήσεις». Μετά απευθυνόμενος στον π. Ανδρέα που έντυνε όσους άφηναν τα εγκόσμια, είπε: «Πάτερ Ανδρέα, δεν χρειάζεται να με αλλάξεις. Ετοιμάστηκα μόνος μου. Να με ράψεις, όπως είμαι».
Αφού κοινώνησε, παραδόθηκε στην προσευχή. Συχνά ύψωνε το βλέμμα προς τα πάνω και κάτι σαν να ψιθύριζε. Ανύψωνε και τα χέρια του και ευλογούσε με την ιερατική ευλογία. Πλησίαζε το βράδυ. Άρχισε να νιώθει έντονο ρίγος. Μετά το Απόδειπνο, όλοι οι Πατέρες συνάχθηκαν γύρω του και προσεύχονταν. Το πρόσωπό του έλαμπε. Τα χέρια του δεν μπορούσε άλλο να τα ανυψώσει. Τα σταύρωσε. Έκλεισε τα μάτια του. Μέσα σε υπερκόσμια γαλήνη και ειρήνη, παρέδωσε το πνεύμα του τόσο αθόρυβα που κανείς δεν το αντιλήφθηκε.
Ο θάνατός του όχι μόνο δεν έσβησε την μορφή του από τις καρδιές των υποτακτικών του, αλλά αντίθετα την κατέστησε πιο ποθητή. Πολλές φορές στον ύπνο τους άλλοι τον είδαν να λάμπει μέσα σε θαυμαστό φώς, άλλοι να βρίσκεται σε τιμητική θέση, άλλοι να λειτουργεί με εξαίρετα άμφια σε μεγαλοπρεπή ναό, άλλοι να παρουσιάζεται επιβλητικός και να τους βγάζει από κάποια δύσκολη θέση. Ο μακάριος Γέροντας υπήρξε χωρίς καμιά αμφιβολία «σκεύος χρυσίου ολοσφύρητον κεκοσμημένον παντί λίθω πολυτελεί».
Άποψη της Ιεράς Μονής Γρηγορίου των αρχών του 20ου αιώνα. Στα χρόνια της Ηγουμενίας του, ο π. Αθανάσιος, ενώ έκειρε γύρω στους 27 μοναχούς, κανέναν δεν τόλμησε να προωθήσει στο άγιο Θυσιαστήριο. «Καλύτερα με το κομποσχοίνι στον Παράδεισο παρά με το πετραχήλι στην κόλασι».
* Ευχαριστούμε:
• την Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής για την άδεια δημοσίευσης αποσπασμάτων από το βιβλίο «Σύγχρονες ῾Αγιορείτικες μορφές, Αθανάσιος Γρηγοριάτης» και
• την Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους για την διάθεση του φωτογραφικού υλικού.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Αγγελίδης & Κατερίνα Μπαρδάκα