Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑΜητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου




Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑ
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ομιλία του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, που πραγματοποιήθηκε κατά την επίσκεψή του στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας στις 20 Σεπτεμβρίου του 2009.

     Όταν το έτος 1966 για πρώτη φορά επισκέφθηκα το Άγιον Όρος ως δευτεροετής φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλους συμφοιτητές μου, συναντήσαμε τον μοναχό π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, ο οποίος μας ρώτησε τι είμαστε. Του απαντήσαμε ότι είμαστε θεολόγοι. Εκείνος αμέσως μας είπε: «Η Εκκλησία γνωρίζει μόνον τρεις Θεολόγους, τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Εσείς είσθε φοιτητές της Θεολογικής Σχολής».
Η άποψη αυτή του π. Θεοκλήτου μου έκανε εντύπωση και με έμαθε να ακριβολογώ και ως προς το θέμα αυτό, γιατί κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας η θεολογία είναι η εμπειρική γνώση του Θεού, είναι χάρισμα. Από τότε ασχολήθηκα επανειλημμένως με το θέμα και κατάλαβα ότι πράγματι κατά την εκκλησιαστική ορολογία θεολόγος είναι εκείνος που ομιλεί για τον Θεό. Αλλά, για να ομιλή κανείς αυθεντικώς για τον Θεό και να έχη απλανή γνώση γι' Αυτόν, θα πρέπει προηγουμένως να έχη προσωπικές εμπειρίες για τον Θεό.
 Έτσι, με την απόλυτη έννοια θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε στην θέα του Θεού, την θέα του ακτίστου Φωτός και με την σχετική έννοια θεολόγος είναι και εκείνος που ομιλεί για την γνώση που έχουν οι θεούμενοι. Αυτό γίνεται και με την επιστήμη. Κατ' εξοχήν επιστήμονες είναι εκείνοι που ερευνούν τα διάφορα φυσικά γεγονότα και προσφέρουν καινούρια γνώση, αλλά και εκείνοι που μεταφέρουν την γνώση των ερευνητών.
Στον Αγιορειτικό Τόμο, που γράφηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γίνεται λόγος για την ομολογία της πίστεως που κηρύσσεται από τους αξίους εν Πνεύματι και αυτοί είναι αφ' ενός μεν «οι αυτή τη πείρα μεμυημένοι», που ακολούθησαν την νόμιμη οδό αθλήσεως, ήτοι την αποταγή της κτήσεως των χρημάτων, της δόξης των ανθρώπων και των μη καλών ηδονών των σωμάτων, και βεβαίωσαν αυτήν την αποταγή με την υποταγή στους προηγουμένους στην κατά Χριστόν πολιτεία, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ιερά ησυχία, την ειλικρινή προσευχή και μυήθηκαν στα υπέρ νουν, αφού έφθασαν στην μυστική υπέρ νουν ένωση με τον Θεό, αφ' ετέρου δε είναι «οι τη προς τους τοιούτους αιδοί, και πίστει και στοργή»[1]. Έτσι, αν δεν έχουμε προσωπική γνώση του Θεού, δεχόμαστε την μαρτυρία των Πατέρων της Εκκλησίας, που είχαν αποκτήσει μια τέτοια προσωπική γνώση δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
 Με τις μετέπειτα σπουδές και μελέτες μου αντιλήφθηκα ότι μπορεί κανείς να αναφερθή σε δύο μορφές θεολογίας, την επιστημονική θεολογία και την χαρισματική ή εμπειρική θεολογία.
1. Η Θεολογία ως επιστήμη
Ο Χριστός ενηνθρώπησε σε μια δεδομένη ιστορική εποχή, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση άκρως καθαρά, αλλά θνητή και παθητή, έζησε σε συγκεκριμένο περιβάλλον και γνώρισε προσωπικά όλη την τραγωδία των ανθρώπων μετά την πτώση.
Το ίδιο και η Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, ζη και εργάζεται μέσα στην ιστορία, έρχεται σε σχέση με τους ανθρώπους που ζουν σε ορισμένο τόπο και χρόνο, σε ιδιαίτερες εθνότητες και με διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις και ποικιλόμορφες πολιτισμικές εκφράσεις. Επίσης, για την ενότητα της Εκκλησίας και την κανονική της συγκρότηση χρησιμοποιήθηκαν διάφορα συστήματα διοικήσεως και οργανωτικής δομής.
Είναι σημαντικό να γνωρίζη κανείς τα ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία των χρόνων του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων. Με τα θέματα αυτά ενδιαφέρεται η θεολογία ως επιστήμη και ασχολούνται οι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών που ερευνούν όλα τα ιστορικά φαινόμενα και εντοπίζουν σημαντικά σημεία που μπορούν να βοηθήσουν τους φοιτητές, που θα γίνουν οι μελλοντικοί Κληρικοί και οι καθηγητές θεολόγοι.
Στην συνέχεια θα εντοπισθούν μερικές περιοχές με τις οποίες ασχολείται η επιστημονική ή ακαδημαϊκή θεολογία.
α) Μελέτη των κειμένων
Οι θεόπτες Άγιοι, Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες για ποιμαντικούς λόγους κατέγραψαν σε διάφορα κείμενά τους την εμπειρία που είχαν αποκτήσει. Τα κείμενα αυτά είναι τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθώς επίσης και οι ομιλίες των Πατέρων της Εκκλησίας. Πρόκειται για κείμενα που διασώζουν γραπτώς την θεολογία της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία, δια του Αγίου Πνεύματος, γράφει την Αποκάλυψη, και η Εκκλησία, δια του Αγίου Πνεύματος, ερμηνεύει την Αποκάλυψη. Τα κείμενα αυτά διασώζουν και τα ιστορικά γεγονότα κάθε εποχής, καθώς επίσης και την προσωπική εμπειρία που είχε ο καθένας από αυτούς, αλλά και το ιδιαίτερο χάρισμα που τους δόθηκε από τον Θεό.
Είναι επόμενο ότι οι επιστήμονες θεολόγοι μελετούν τα κείμενα αυτά και βλέπουν τα κοινά σημεία, εντοπίζουν δε και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που τα χαρακτηρίζουν. Για παράδειγμα η λέξη «θέωση» δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή, αλλά στους Πατέρες της Εκκλησίας. Εν τούτοις, όμως, το πνευματικό νόημα της λέξεως αυτής αποδίδεται στην Αγία Γραφή με άλλες λέξεις, όπως τελείωση, δοξασμός, αγιασμός κλπ. Ακόμη ερευνούν το γλωσσικό ιδίωμα κάθε θεόπτου, δια του οποίου εκφράζεται ο αποκαλυπτικός λόγος, όπως επίσης και τα αίτια που προκάλεσαν την συγγραφή ενός προφητικού, αποστολικού ή πατερικού κειμένου. Αυτά εντοπίζονται από προσεκτικούς ερευνητές, που έχουν όμως μια εκκλησιαστική πείρα, γιατί διαφορετικά μπορεί να καταλήξουν σε απίθανα συμπεράσματα, όπως το παρατηρούμε στην δυτική χριστιανική σκέψη.
Επίσης, τα χειρόγραφα των προφητικών, ευαγγελικών, αποστολικών και πατερικών κειμένων παραδίδονται με διάφορες μορφές, με μεγαλογράμματη και μικρογράμματη γραφή, διαφορετικών αιώνων και με διαφοροποιημένες φράσεις τις οποίες εντοπίζουν εκείνοι που διαθέτουν και τις απαραίτητες φιλολογικές γνώσεις, αλλά και σημαντικές γνώσεις της επιστήμης της παλαιογραφίας. Οπότε, επιδιώκεται να χρονολογηθή το κείμενο, να αποκατασταθή, με την κριτική έκδοση, στην αρχική του κατά το δυνατόν μορφή, καθώς επίσης να ανιχνευθούν και τα πατερικά χωρία στα οποία αναφέρεται ο συγγραφεύς για να γίνη η σχετική παραπομπή. Πρόκειται για μια επιστημονική εργασία που έχει πολλά αξιόλογα αποτελέσματα.
β) Εκκλησιαστική ιστορία
Η Εκκλησία έζησε σε διάφορες χρονικές περιόδους και ήλθε αντιμέτωπη με ποικίλα προβλήματα, θρησκευτικά, κοινωνικά, πολιτικά. Ο ίδιος ο Χριστός είπε στους Μαθητές Του ότι τους αποστέλλει ως πρόβατα «εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι΄, 16). Είναι επόμενο ότι το νέο μήνυμα του Χριστού που μεταφέρθηκε από τους Αποστόλους, τους Αποστολικούς Πατέρες και τους μετέπειτα Πατέρες προκάλεσε το κατεστημένο της εποχής τους και δημιούργησε πολλά προβλήματα. Οι διωγμοί εναντίον της Εκκλησίας είναι μια ένδοξη περίοδος γι' αυτήν και η εκκλησιαστική ιστορία και ως προς το θέμα αυτό πρέπει να μελετηθή επισταμένως, να καταγραφή και να αξιολογηθή κατάλληλα.
Ακόμη, όπως είναι γνωστόν, οι Χριστιανοί παρουσιάσθηκαν στην ιστορία ως το τρίτο γένος, δηλαδή δεν ήταν ούτε Ιουδαίοι ούτε ειδωλολάτρες, είχαν συνείδηση ότι αποτελούσαν μια νέα πραγματικότητα, που διακρίνονταν από τις δύο αυτές κατηγορίες. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες έζησε μέσα σε δύο μεγάλα θρησκευτικά, πολιτισμικά και πολιτικά περιβάλλοντα, ήτοι το ιουδαϊκό και το ελληνικό. Ιδιαιτέρως όταν η Εκκλησία εξήλθε από τον χώρο της Παλαιστίνης στον ευρύτερο χώρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου κυριαρχούσε η ελληνική και ελληνιστική παράδοση, με τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, έπρεπε να απαντήση σε όλα αυτά. Έτσι, η αρχαία Εκκλησία προσέλαβε μερικά στοιχεία από την ιουδαϊκή παράδοση και μερικά άλλα από την ελληνική παράδοση για να εκφράση την αποκαλυπτική της αλήθεια. Ακόμη ήλθε αντιμέτωπη με τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και τους εξ Εθνών Χριστιανούς, όπως το συναντούμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και των Αποστολικών Πατέρων.
Το μεγάλο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες του 4ου αιώνος ήταν η σχέση μεταξύ της αποκαλυπτικής αλήθειας της Εκκλησίας και της ελληνικής φιλοσοφίας. Υπήρχαν μερικοί Χριστιανοί, κυρίως οι αιρετικοί, που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν την Αποκάλυψη μέσα από τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας, με αποτέλεσμα να εκκοσμικεύεται η πίστη, αφού εξελλήνισαν τον Χριστιανισμό. Αντίθετα, οι Πατέρες της Εκκλησίας, αντιμετωπίζοντας τους φιλοσοφούντες αυτούς Χριστιανούς, εκχριστιάνισαν τον ελληνισμό, λαμβάνοντας μερικούς όρους από την ελληνική φιλοσοφία και δίδοντας σε αυτούς άλλο νόημα για να εκφράσουν την αποκαλυπτική αλήθεια και να μην αλλοιωθή στα νέα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Οι Πατέρες είδαν τα οντολογικά και κοσμολογικά ερωτήματα που απασχολούσαν τους ανθρώπους της εποχής τους και έδωσαν σε αυτά απαντήσεις μέσα από την αποκαλυπτική αλήθεια.
Έτσι, η Εκκλησία έπρεπε να αντιμετωπίση τις αιρέσεις και τα σχίσματα, για να διασφαλίση την ορθόδοξη πίστη, και αυτό το έκανε με τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες θέσπισαν όρους και κανόνες για την ενότητα της πίστεως και την κανονική συγκρότηση και την ενότητα της Εκκλησίας.
Όλα αυτά τα μελετούν διάφοροι επιστήμονες θεολόγοι, οπότε αναπτύσσεται η εκκλησιαστική ιστορία, η ιστορία των δογμάτων και η δογματική της Εκκλησίας, ώστε οι Χριστιανοί να πληροφορηθούν κατά το δυνατόν ακριβώς την ιστορία της Εκκλησίας, και πως η Εκκλησία, δια των Αγίων της, που είχαν φωτισθή από το Άγιο Πνεύμα, κατόρθωσε να διαφυλάξη την αποκαλυπτική αλήθεια, την οποία φανέρωσε ο Χριστός στους Αποστόλους.
γ) Εκκλησιαστικές τέχνες
Οι Χριστιανοί αγαπούν τον Θεό και το εκφράζουν αυτό ποικιλοτρόπως, συγκεντρώνονται σε ωρισμένους τόπους για να λατρεύσουν τον Θεό και να εκφράσουν την πίστη τους. Επίσης, πρέπει να τελέσουν την θεία Ευχαριστία που είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής για να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Είναι επόμενο ότι η ανέγερση των ευκτηρίων οίκων και των ναών έγινε με διάφορες μορφές και ρυθμούς, που παρέλαβε η Εκκλησία από τον χώρο στον οποίο έζησε, αλλά τα διαμόρφωσε τελικά σύμφωνα με την δική της παράδοση. Συγχρόνως, παρέλαβε και διάφορα πολιτισμικά σχήματα της εποχής, όπως την μουσική, την ζωγραφική, την ποίηση κλπ., τα αξιολόγησε και τα μεταμόρφωσε ακόμη περισσότερο για να εκφράση την αλήθειά της.
Βαθύτερος σκοπός της ήταν να εκφράση την άκτιστη αλήθεια που είχε με κτιστά σχήματα του παρόντος, τα οποία έπρεπε να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο, με τρόπο όμως που να μην περικλείη τον άνθρωπο στα κτιστά σχήματα του παρόντος, αλλά να τον παραπέμπη στον άκτιστο ναό, στην άκτιστη λατρεία, στον άκτιστο νόμο του Θεού. Με μια τέτοια προοπτική έκτισε Ναούς, τους διακόσμησε, καθόρισε τον τρόπο της λατρείας.
Όλα αυτά πρέπει να μελετηθούν από επιστήμονες ερευνητές για να εντοπισθή ο τρόπος με τον οποίο εργάζεται ιστορικά η Εκκλησία, αλλά και το πως προσλαμβάνει διάφορα πολιτισμικά σχήματα του παρόντος και τα μεταμορφώνει, πως αναπτύσσει και πολιτισμό, χωρίς όμως να ταυτίζεται απόλυτα με αυτόν.
δ) Θρησκείες και χριστιανικές Ομολογίες
Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος από τον Θεό κατ' εικόνα και καθ΄ ομοίωσή Του και τοποθετήθηκε στον Παράδεισο για να έχη διαρκή κοινωνία μαζί Του. Όμως, ο Αδάμ και η Εύα με την πτώση τους, έχασαν αυτήν την κοινωνία με τον Θεό και στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν και να εκφράσουν ίχνη αυτής της κοινωνίας λάτρευσαν τα κτίσματα. Έτσι, από την αληθινή σχέση τους με τον Θεό περιέπεσαν σε μια θρησκευτική ζωή, λατρεύοντας είδωλα για θεούς, αναπτύσσοντας διάφορες θρησκευτικές ιδεολογίες. Οι θρησκείες είναι έκφραση της ασθένειας του ανθρώπου, που προήλθε από την απομάκρυνσή του από τον Θεό, και δημιουργούν φανατισμούς, θρησκευτικούς πολέμους κλπ.
Συγχρόνως μερικοί Χριστιανοί, έχοντας διαφορετικές απόψεις, αλλοιώνουν την χριστιανική πίστη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορες χριστιανικές Ομολογίες, που στηρίζονται στην λογικοκρατία, όπως το κάνει η σχολαστική θεολογία η στηρίζονται σε μια εξωτερική ηθικολογία, όπως το κάνει ο πουριτανισμός. Το καθένα από αυτά τα θρησκευτικά συστήματα ανέπτυξε ιδιαίτερες δογματικές διδασκαλίες, λειτουργικούς τύπους που πρέπει να μελετηθούν και να διερευνηθούν.
Επί πλέον σε όλες αυτές τις χριστιανικές ομάδες αναπτύσσονται κατά καιρούς διάφορα ρεύματα, όπως η λεγόμενη διαλεκτική θεολογία, η πολιτική θεολογία κλπ. Και τα ρεύματα αυτά πρέπει να μελετηθούν για να μπορούμε όλα αυτά να τα γνωρίσουμε και να τα αξιολογήσουμε σε σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ακόμη, μερικές Χριστιανικές Ομολογίες συνδέονται στενότατα με διάφορες πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, για να επιβληθούν στον κοινωνικό χώρο. Δεν μπορούμε ως θεολόγοι να αγνοούμε την εμφάνιση στην Δύση διαφόρων φύλων και των Φράγκων που κυρίευσαν την Ευρώπη και μετέδωσαν μια άλλη αντίληψη που διαφοροποιείται από τον Χριστιανισμό, όπως τον έζησαν οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό το βλέπουμε στο έργο του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου, Πάπα Ρώμης Διάλογοι.
Τα φιλοσοφικά ρεύματα που έχουν κατά καιρούς αναπτυχθή στην Ευρώπη, όπως ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, ο νεωτερισμός, ο μετανεωτερισμός, μαζί με διάφορες επαναστατικές κινήσεις, επηρέασαν τα πράγματα στην Δύση και σε άλλες χώρες της Ανατολής, ακόμη και στις Χριστιανικές Ομολογίες.
Είναι φυσικό αυτή η φιλοσοφική, κοινωνική, πολιτική και χριστιανική πλευρά να μελετηθή επισταμένως, ώστε να γνωρίζουμε το τι αναταράξεις προξένησαν και τι συνέπειες είχαν για μερικά τμήματα του Χριστιανισμού, αλλά και πως επηρέασαν σε έναν βαθμό και την ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή.
ε) Μελέτη του συγχρόνου βίου
Η Εκκλησία ασχολείται με τον άνθρωπο και επιδιώκει να του μεταφέρη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού, αλλά και να τον οδηγήση στην σωτηρία. Πάντοτε, όμως, οι Πατέρες προσπαθούσαν να γνωρίσουν τον άνθρωπο της εποχής τους, τον τρόπο σκέψεώς του και να του μιλήσουν με τρόπο κατάλληλο, προκειμένου να τον βοηθήσουν να ενταχθή ουσιαστικά στην εκκλησιαστική ζωή. Αυτό δεν είναι εύκολο έργο, αφού πρέπει να ομιλήση κανείς στην γλώσσα του κάθε ανθρώπου και να τον θεραπεύση. Τα προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους της εποχής μας είναι κοινωνικά, ψυχολογικά, υπαρξιακά και πνευματικά.
Τα κοινωνικά προβλήματα έχουν σχέση με τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι στην κοινωνία, τα διάφορα ρεύματα που επικρατούν στην κοινωνία και τις διάφορες κυριαρχούσες κοινωνικές τάσεις. Τα ψυχολογικά προβλήματα σχετίζονται με τις ανασφάλειες που προέρχονται από διάφορα αίτια, ήτοι ασθένειες, πάθη, οικογενειακά προβλήματα, έλλειψη νοηματοδότησης της ζωής. Τα υπαρξιακά θέματα σχετίζονται με την απάντηση στα υπαρξιακά προβλήματα για την ζωή, τον θάνατο και το νόημα της ύπαρξης. Τα πνευματικά προβλήματα έχουν σχέση με την αναζήτηση και κοινωνία με τον αληθινό Θεό.
Πρέπει να μελετηθή το σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον που θα εργασθή ο Κληρικός, να εντοπισθούν τα προβλήματα που κυριαρχούν, τα κοινωνικά ρεύματα που επικρατούν και τα οποία έχουν επηρεάσει σε διαφόρους βαθμούς και τους Χριστιανούς. Όταν κανείς θα γνωρίση αυτό το περιβάλλον και την όλη νοοτροπία του Χριστιανού που ποιμαίνει, τότε μπορεί να τον βοηθήση αποτελεσματικά. Όπως ο Χριστός ενσαρκώθηκε και με τον τρόπο αυτό νίκησε την αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο, έτσι και κάθε Κληρικός, όταν κατά κάποιον τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών, εισέλθη στα προβλήματα του ανθρώπου και κενωθή, τότε γνωρίζει τις συνθήκες στις οποίες ζη και μπορεί να βοηθήση αποτελεσματικά.
Η ποιμαντική της Εκκλησίας αποβλέπει στην σωτηρία κάθε ανθρώπου, του αθέου, του αιρετικού, του αγνωστικιστού, του εμπαθούς, του φίλαυτου, του αιρετικού κλπ. Η ποιμαντική αυτή γίνεται με τον φωτισμό του Θεού, αλλά δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίση και την γνώση των θρησκευτικών, πολιτισμικών και κοινωνικών παραμέτρων, γιατί η Εκκλησία ποτέ δεν εργάζεται μονοφυσιτικά, αποβλέποντας μόνον στον πνευματικό τομέα, παραβλέποντας όμως το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Για όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητη η θεολογική επιστήμη, είναι καλό ο Κληρικός να έχη τις διάφορες επιστημονικές γνώσεις και να γνωρίζη τις κυριαρχούσες αντιλήψεις. Για παράδειγμα, όταν γνωρίζη τα σύγχρονα επιτεύγματα της γενετικής μηχανικής, της μοριακής βιολογίας, μπορεί στην συνέχεια να προσφέρη και τον αυθεντικό θεολογικό λόγο, για να καθοδηγήση τον σύγχρονο άνθρωπο σε διάφορα διλήμματα που αναφύονται.
Οι Θεολογικές Σχολές έχουν να προσφέρουν πολλά στον σύγχρονο φοιτητή της θεολογίας στα πιο πάνω ζητήματα και μπορούν να του δώσουν τα απαραίτητα επιστημονικά εφόδια για το έργο της ποιμαντικής του διακονίας και της προσφοράς του στον σύγχρονο άνθρωπο.
Δεν πρέπει, όμως, να αγνοούμε και την άλλη μορφή θεολογίας.
2. Η θεολογία ως χάρισμα - εμπειρία
Η κατ' εξοχήν εκκλησιαστική ερμηνεία για την θεολογία είναι ότι πρόκειται για χάρισμα και εμπειρία που δίδεται από τον Θεό σε αυτόν που έχει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να φθάση στην αποκάλυψη, κατά την οποία μετέχει του ακτίστου Φωτός, της δόξης της ακτίστου ενεργείας του Θεού, αλλά και έχει χωρητικότητα νού για να εκφράση και να διατυπώση αυτές τις πνευματικές εμπειρίες.
Ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης έχει διδάξει ότι, όταν φθάνη κανείς στην θεωρία του Θεού, γνωρίζει εξ εμπειρίας ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού, οπότε διακρίνει τις ενέργειες του Θεού από τις ενέργειες των δαιμόνων και από τις ενέργειες της ανθρώπινης λογικής, δηλαδή των λογισμών. Αυτός δε που κάνει αυτήν την διάκριση των ενεργειών αν προέρχωνται από τον Θεό, τον διάβολο, τις αισθήσεις και την φαντασία, είναι πραγματικός θεολόγος και μπορεί να καθοδηγήση ακριβώς τα πνευματικά του παιδιά.
Έτσι, το έργο του θεολόγου ταυτίζεται με το έργο του Πνευματικού Πατρός και το έργο του Πνευματικού Πατρός ταυτίζεται με το έργο του θεολόγου. Γιατί, το βασικό πρόβλημα του ανθρώπου για την σωτηρία του είναι να μάθη να διακρίνη τις κτιστές ενέργειες από τις άκτιστες ενέργειες, πως ξεχωρίζεται το θέλημα του Θεού, από τις ενέργειες των παθών και τον πειρασμό του διαβόλου.
Επίσης, ο ίδιος δίδασκε ότι υπάρχουν δύο τύποι θεολόγων στην Εκκλησία, από πλευράς εμπειρίας. Οι πρώτοι είναι οι θεολογούντες που έχουν φθάσει στον φωτισμό του νού και έχουν νοερά αδιάλειπτη προσευχή και οι δεύτεροι είναι οι πραγματικοί θεολόγοι που έχουν φθάσει στην θέα της δόξης του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου και μπορούν να ομιλήσουν απλανώς για τον Θεό και να καθοδηγήσουν απλανώς τους ανθρώπους προς την θέωση.
Η Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, ζη μέσα στην ιστορία, παραλαμβάνει τον άνθρωπο στην κατάσταση της πτώσεως και τον οδηγεί στην σωτηρία, την θέωση. Η μεταποίηση αυτή του ανθρώπου από πεπτωκότα σε θεούμενο είναι ο βαθύτερος σκοπός της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία, σύμφωνα με πολλά αγιογραφικά και πατερικά κείμενα, είναι πνευματικό θεραπευτήριο, πνευματικό Νοσοκομείο που θεραπεύει τον άνθρωπο και μεταβάλλει την φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία.
Όπως σε κάθε νοσοκομείο υπάρχουν ιατροί που γνωρίζουν την μέθοδο και τον τρόπο της θεραπείας, αλλά υπάρχουν και άρρωστοι που πάσχουν και υποφέρουν και θέλουν να θεραπευθούν, το ίδιο συμβαίνει και στην Εκκλησία. Ο κατ΄ εξοχήν θεραπευτής είναι ο Χριστός και τα πρόσωπα με τα οποία ο Χριστός θεραπεύει είναι οι Κληρικοί, ιδιαιτέρως δε είναι οι άγιοι, οι οποίοι γνωρίζουν τι είναι η υγεία, τι είναι η ασθένεια και ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο θεραπεύεται κάθε πνευματική ασθένεια. Υπάρχουν και μέλη μέσα στην Εκκλησία που δεν γνωρίζουν ότι είναι ασθενείς ή δεν θέλουν να θεραπευθούν και δημιουργούν διάφορα προβλήματα μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο.
Μέσα από αυτήν την προοπτική η Εκκλησία έδωσε τον τίτλο του Θεολόγου σε τρεις μεγάλους αγίους, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, ήτοι τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο. Μεταγενέστερα προσετέθη και τέταρτος μεγάλος Θεολόγος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τον 14ο αιώνα, τον οποίο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Φιλόθεος ο Κόκκινος, που συνέγραψε την ασματική ακολουθία του, χαρακτηρίζει τέταρτο Θεολόγο.
Στην συνέχεια θα αναλυθή γιατί οι τέσσερεις αυτές μεγάλες προσωπικότητες έχουν χαρακτηρισθή ως Θεολόγοι. Ένα κοινό γνώρισμα και των τεσσάρων αυτών προσώπων είναι ότι ζούσαν μέσα στο Φως του Θεού και ομιλούσαν γι' αυτό. Δεν ήταν, δηλαδή, μερικοί άνθρωποι που είχαν ισχυρή λογική και μπορούσαν να ομιλούν με φιλοσοφικό τρόπο για τον Θεό, αλλά είχαν δη τον Θεό ως Φως και εν τω Φωτί, και έδωσαν την μαρτυρία του θείου αυτού Φωτός. Δηλαδή ήταν θεόπτες Άγιοι εν τω Φωτί.
α) Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Ευαγγελιστής
Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ ήταν ένα σημαντικό γεγονός στην ζωή των Μαθητών του Χριστού, αλλά και στην ζωή της Εκκλησίας, γιατί εκεί φανερώθηκε η δόξα της θεότητος του Χριστού, δια της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, η οποία, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Λόγου, κατέστη πηγή των ακτίστων ενεργειών του Θεού.
Στο όρος της Μεταμορφώσεως μεταξύ των Τριών Μαθητών παρευρέθηκε και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Είδε και αυτός την δόξα της θεότητος του Χριστού, τον επισκίασε η νεφέλη η φωτεινή, που είναι η άκτιστη σκηνή του Θεού, η παρουσία του Αγίου Πνεύματος και άκουσε μέσα από την νεφέλη την φωνή του Πατρός.
Στην συνέχεια παρευρέθηκε στον Γολγοθά κατά την ώρα της σταυρώσεως, αξιώθηκε να παραλάβη την Μητέρα του Χριστού, την Παναγία, ήταν ο Μαθητής της αγάπης και με τον θεολογικό λόγο και τρόπο που είχε κατέγραψε αυτές τις θεοπτικές του εμπειρίες τόσο στο Ευαγγέλιο, που είναι το τέταρτο κατά σειρά, όσο και στις Καθολικές επιστολές του.
Το Ευαγγέλιο που συνέγραψε είναι το πιο θεολογικό, γι' αυτό και χαρακτηρίσθηκε από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα ως «πνευματικό» Ευαγγέλιο και καθορίσθηκε να διαβάζεται στην Εκκλησία από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή. Καθ' όλο το εκκλησιαστικό έτος τα αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας επιλέγονται από τα λεγόμενα συνοπτικά Ευαγγέλια, (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά). Κατά την διάρκεια της Σαρακοστής, που είναι μια προβαπτισματική περίοδος και προετοιμάζονται οι Κατηχούμενοι να βαπτισθούν, ακούμε τον Χριστό από το κατά Μάρκο Ευαγγέλιο να διδάσκη, να θαυματουργή, να εκδιώκη τα δαιμόνια. Από την ημέρα, όμως, της Αναστάσεως, που βαπτίσθηκαν τα νέα μέλη της Εκκλησίας, διαβάζεται το θεολογικό Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Ιωάννου, γιατί μετά το Βάπτισμα και μέσα στην περίοδο της Αναστάσεως του Χριστού μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα τα θεολογικά νοήματα που περιέχει.
Το Ευαγγέλιο αρχίζει με την ομολογία ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. πάντα δι αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν. εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων. και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. α΄, 1-5). Εδώ σαφέστατα συνδέεται η θεότητα του Χριστού με την ζωή και το Φως.
Σε όλο το τέταρτο Ευαγγέλιο διαβάζουμε για την αναγέννηση του ανθρώπου· την αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στην Σαμαρείτιδα· την θεολογία ότι ο Χριστός είναι ο άρτος της ζωής, το ύδωρ το ζων, το φως του κόσμου, η θύρα δια της οποίας εισέρχεται κανείς στην οικία του Πατρός του, η αιώνιος ζωή, ο καλός ποιμήν· ότι αυτός που πιστεύει στον Χριστό αισθάνεται εν Αγίω Πνεύματι ότι εξέρχονται από την κοιλία-καρδία του ποταμοί ύδατος ζώντος κλπ. Εκπληκτική είναι η τελευταία διδαχή του Χριστού στους Μαθητές Του προ του πάθους Του, αλλά και η αρχιερατική προσευχή Του προς τον Πατέρα στην οποία κάνει λόγο για την ενότητα των Αποστόλων μέσα στην θεωρία-όραση της δόξης του Θεού, πράγμα που πραγματοποιήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής κλπ.
Θεολογικότατες είναι και οι Καθολικές επιστολές του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, κυρίως η πρώτη, που είναι καρπός της θείας εμπειρίας που είχε ο ίδιος αποκτήσει. Χαρακτηριστικός είναι ο πρόλογος της Α' Καθολικής του επιστολής:
«Ό ην απ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· - και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν· - ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα και υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ ημών και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του πατρός και μετά του υιού αυτού Ιησού Χριστού. και ταύτα γράφομεν υμίν, ίνα η χαρά ημών η πεπληρωμένη» (Α΄ Ιω. α΄, 1-4).
Εδώ φαίνεται σαφέστατα ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης απέκτησε την εμπειρία του Θεού με την ακοή, την όραση και την αφή. Άλλωστε, από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων γνωρίζουμε ότι όλες οι σωματικές αισθήσεις του ανθρώπου, κατά την εμπειρία, μεταμορφώνονται και αξιώνονται να βιώσουν τον Θεό και ότι κατά την εμπειρία όλες οι αισθήσεις γίνονται μία αίσθηση.
Έπειτα, φαίνεται καθαρά ότι το κήρυγμα, η αγγελία του Ευαγγελιστού Ιωάννου προς τους Χριστιανούς δεν είναι ιδεολογική, αλλά κατ' εξοχήν καρπός εμπειρίας. Είδε τον Χριστό εν τη δόξη Αυτού, φανερώθηκε σε αυτόν η αληθινή ζωή, που ήταν από την αρχή του κόσμου. Έτσι, δεν πρόκειται για κηρύγματα ιδεολογικά, στοχαστικά, κοινωνικά, αλλά για κηρύγματα κατ΄ εξοχήν θεολογικά, εμπειρικά, είναι αγγελία της αιωνίου ζωής. Κηρύττει κανείς αυτό το οποίο γνώρισε εμπειρικά με την Χάρη του Θεού.
Ακόμη, βλέπουμε ότι ο σκοπός του κηρύγματος και της ποιμαντικής γενικότερα αποβλέπει στο να αποκτήσουν οι άνθρωποι κοινωνία με τους θεόπτες αγίους και δι' αυτών με τον Τριαδικό Θεό. Αυτό δείχνει τι είναι η Εκκλησία, ότι η Εκκλησία δεν είναι απλώς ένα κοινωνικό, φιλανθρωπικό και θρησκευτικό σωματείο, αλλά ο χώρος στον οποίον αποκτά κανείς κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό και τους αγίους και αυτός είναι ο σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής.
Μελετώντας κανείς το Ευαγγέλιο του Ιωάννου και τις επιστολές του, διακρίνει όλη την ατμόσφαιρα της θεολογίας, που είναι η σχέση και κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, που είναι το άκτιστο Φως, και αυτή η σχέση έχει αποτελέσματα, όπως ότι ο άνθρωπος αποκτά την θεολογική αρετή της αγάπης. Γι' αυτό και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηρίσθηκε από την Εκκλησία Θεολόγος.
β) Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Ο άγιος Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, έζησε τον 4ο αιώνα και οφείλει την προσηγορία του Θεολόγου στους περίφημους θεολογικούς λόγους, τους οποίους εξεφώνησε στην Κωνσταντινούπολη, όταν τον κάλεσαν οι εναπομείναντες ελάχιστοι Ορθόδοξοι για να αντιμετωπίση την αρειανική αίρεση που είχε την εποχή εκείνη κυριαρχήσει στην Εκκλησία.
Στους λόγους αυτούς όχι μόνον αναπτύσσει το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος και αποδεικνύει θεολογικά ότι ο Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι άκτιστος και το Άγιον Πνεύμα είναι Θεός και άκτιστο, αλλά χρησιμοποιεί επιχειρήματα του προέρχονται από την πνευματική προσωπική πείρα που ο ίδιος είχε αποκτήσει. Έτσι δείχνει την σχέση μεταξύ του δόγματος και της βιώσεως της Χάριτος της Αγίας Τριάδος.
Στον πρώτο θεολογικό λόγο του προσδιορίζει ποιος είναι θεολόγος στην Εκκλησία. Γράφει ότι δεν πρέπει όλοι να θεολογούν «ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ' εστιν ότε και οίς και εφ΄ όσον». Η θεολογία δεν είναι υπόθεση όλων, αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων η καθαιρομένων, το μετριώτατον»[2].
Έτσι, κατά τον άγιο Γρηγόριο, θεολόγοι είναι εκείνοι που πέρασαν τις εξετάσεις, δηλαδή την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, και έφθασαν στην θεωρία του Θεού ή τουλάχιστον εκείνοι που αγωνίζονται να καθαρθούν. Υπάρχουν δε σοβαρές προϋποθέσεις για να θεολογή κανείς, όπως ο κατάλληλος τρόπος, που είναι η ησυχία, ο κατάλληλος καιρός, για όσα είναι εφικτά και για όσα έχει την δύναμη ο ακροατής[3].
Μιλώντας για την σχέση μεταξύ προσευχής και θεολογίας γράφει ότι μπορεί κανείς πάντοτε να έχη μνήμη του Θεού «μνημονευτέον γαρ Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», αλλά δεν μπορεί να θεολογή. Με αυτό που λέγει δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να έχη μνήμη του Θεού, αλλά να θεολογή, ούτε εμποδίζει την θεολογία, αλλά την ακαιρία, ούτε εμποδίζει την διδασκαλία, αλλά την αμετρία[4].
Σε άλλη ομιλία του, αναφερόμενος στο ποιος πρέπει να θεολογή, γράφει ότι συνέχει τάξη όλα τα πράγματα, τα επουράνια και τα επίγεια, τα νοητά και τα αισθητά. Όλοι είμαστε μέλη της Εκκλησίας, αλλά ο καθένας έχει το δικό του χάρισμα. Ένα είναι το Άγιον Πνεύμα, αλλά τα χαρίσματα δεν είναι ίσα, αφού ούτε και τα δοχεία του Πνεύματος είναι ίσα. Στην συνέχεια αναφέρεται στην διαφορά των πνευματικών καταστάσεων μεταξύ Μωϋσέως, Ααρών, Αρχιερέων, Λευϊτών. Πάντως, μόνον ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος Σινά, αυτός εισήλθε μέσα στον γνόφο και ήλθε σε κοινωνία με τον Θεό[5].
Μιλώντας για την εμπειρία του Θεού λέγει ότι ο Θεός είναι Φως και μάλιστα Φως «το ακρότατον», «φως άπαν, καν υπέρλαμπρον φαίνηται». Μπορεί κανείς να δη το Φως μόνον με την λάμψη του. Το Φως αυτό ελκύει τον νού του ανθρώπου προς το ύψος δια της εφέσεως και ο κεκαθαρμένος νους πλησιάζει τον καθαρώτατο Θεό[6]. Αυτό σημαίνει ότι ο νους του ανθρώπου καθαρίζεται από το Φως του Θεού, ελκύεται προς το ύψος, δια της αγάπης προς το Φως και τελικά βλέπει τον Θεό ως Φως.
Έχοντας υπ' όψη του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τον Μωϋσή που ανέβηκε στο όρος Σινά, σαφέστατα περιγράφει και την δική του πνευματική εμπειρία του Θεού που είχε και μιλώντας για τον Θεό παρουσιάζει και δική του πνευματική θεωρία του Θεού, κατά την οποία είδε τα οπίσθια του Θεού, δηλαδή είδε την άκτιστη ενέργεια και δόξα Του, η οποία καλείται «μεγαλοπρέπεια» και όχι την «ακήρατον φύσιν» της Αγίας Τριάδος[7].
Η ενασχόληση των αιρετικών με τον Θεό, χωρίς τις πιο πάνω προϋποθέσεις, είναι «η περί τον λόγον φιλοτιμία και γλωσσαλγία». Αναφερόμενος στον αρχηγό των Ευνομιανών τον κατηγορεί που πλάθει αυθημερόν αγίους και χειροτονεί θεολόγους, τους εμφυσά την παίδευση και κάνει πολλά συνέδρια με αμαθείς λογίους[8].
Έτσι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο η εμπειρική θεολογία δεν είναι υπόθεση Συνεδρίων και κατά κόσμο σοφίας, αλλά καθαρότητας της καρδίας και ελλάμψεως του Ιδίου του Θεού στους ανθρώπους εκείνους που έχουν τα απαραίτητα προσόντα για να θεολογήσουν. Η θεολογία είναι μια χαρισματική κατάσταση, πνευματική εμπειρία και όχι μια γυμναστική της διανοίας και οι θεολόγοι αναδεικνύονται από τον Θεό και δεν είναι αυτοχειροτόνητοι.
γ) Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος
Τον 11ο αιώνα μ.Χ., μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι, ακόμη και οι μοναχοί, μιλούσαν για τον Θεό, αλλά με τρόπο στοχαστικό και όχι εμπειρικό, η διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου αποτέλεσε σταθμό στην εκκλησιαστική ζωή, και προξένησε μια αληθινή επανάσταση στην Εκκλησία, γιατί έθεσε τον ησυχασμό ως την βάση της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής.
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος ζούσε μέσα στο άκτιστο Φως, έβλεπε την άκτιστη ενέργεια του Θεού ως Φως, και όταν χρειάσθηκε να ομιλήση ή να γράψη για τον Θεό αναφερόταν και στο Φως του Θεού και στην μέθεξη αυτού του Φωτός από τον άνθρωπο. Υπάρχουν πολλά χωρία στα έργα του που κάνουν λόγο για το τι είναι θεολογία και ποιοί είναι οι θεολόγοι μέσα στην Εκκλησία. Θα μνημονευθούν μερικά από αυτά.
Κατ' αρχάς διακρίνει την μετάνοια από την θεολογία. «Ούτε τω θεολογούντι αρμόζει μετάνοια ούτε τω μετανοούντι θεολογία». Μεταξύ μετανοίας και θεολογίας η διαφορά είναι μεγάλη, όπως απέχει η ανατολή από την δύση. Εκείνος που ζη εν μετανοία ομοιάζει με τον ασθενή και τον ρακένδυτο πτωχό που ζητά ελεημοσύνη, ενώ εκείνος που θεολογεί ομοιάζει με αυτόν που αναστρέφεται μέσα στα βασίλεια, φορά λαμπρή βασιλική στολή, είναι οικείος στον βασιλέα, ομιλεί μαζί του και ακούει από αυτόν τα προστάγματα και τα θελήματά του[9].
Η θεολογία είναι η βίωση της Πεντηκοστής. Όταν οι Απόστολοι έλαβαν το Άγιον Πνεύμα φωτίσθηκαν τελειότερα και διδάχθηκαν δια του Φωτός ότι ο Θεός «άρρητος και ανέκφραστος, άκτιστος και αιώνιος και αΐδιος και ακατάληπτος». Με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος έλαβαν λόγο σοφίας και γνώσεως, ενέργεια θαυμάτων και προφητείας, γένη γλωσσών και ερμηνεία γλωσσών, αντιλήψεις, κυβερνήσεις των πόλεων και του λαού. Οι άγιοι απέκτησαν την υιοθεσία, ενδύθηκαν τον Χριστό και γνώρισαν όλα τα μυστήρια και της θείας οικονομίας και των μελλόντων αγαθών[10].
Η εμπειρία των Αποστόλων συνεχίζεται δια μέσου των αιώνων. Και αυτός ο ίδιος ο άγιος Συμεών, όπως φαίνεται στα κείμενά του, έφθασε στην εμπειρία της Πεντηκοστής και είδε δόξα Θεού. Σε ένα από τα ποιήματά του γράφει με καταπληκτική ακρίβεια πως δια του Χριστού είδε το Τρισάγιον, πως είδε τρία Φώτα, τα οποία είχαν μια ενέργεια και έλαμπαν υπεράνω του φωτός του ηλίου. Γράφει :
«Και γαρ και εν αυτή νυκτί και εν αυτώ τω σκότει
βλέπω Χριστόν τους ουρανούς φρικτώς ανοίγοντά μοι,
αυτόν τε παρακύπτοντα και καθορώμενόν μοι
άμα Πατρί και Πνεύματι, φωτί τω τρισαγίω,
εν ον εν τοις τρισί και εν ενί τα τρία.
Αυτά το φως πάντως εισί, και το φως εν τα τρία,
ό και υπέρ τον ήλιον φωτίζει την ψυχήν μου
και καταλάμπει μου τον νουν όντα εσκοτισμένον»[11].
Κατά την αποκάλυψη του Θεού ο θεόπτης βλέπει την μεγαλωσύνη του Θεού, την απλότητα και το ασύνθετό Του, αλλά και το ανείδεο, γνωρίζει ότι ο ίδιος έχει μετουσία του Θεού, χωρίς όμως να βλέπη την ουσία Του. Γράφει:
«Βλέπει και βούλεται ειπείν και λόγον ουχ ευρίσκει·
αόρατα γαρ καθορά, ανείδεα εις άπαν,
απλά, πάντη ασύνθετα, άπειρα τω μεγέθει.
Ούτε αρχήν γαρ καθορά, ου τέλος όλως βλέπει,
μέσην δε πάντη αγνοεί· και πως είπη, τι βλέπει;
Ανακεφαλαιούμενον όλον, δοκώ, οράται·
ου τη ουσία πάντως δε, αλλά τη μετουσία»[12].
Μάλιστα φθάνει στο σημείο ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος να πη ότι κατηχούμενος δεν λέγεται μόνον ο άπιστος, ο μη βαπτισμένος, «αλλά και ο μη ανακεκαλυμμένω προσώπω νοός την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενος»[13]. Όταν ο άνθρωπος φθάση στην όραση της δόξης του Θεού, γίνεται πιστός, διαφορετικά είναι κατηχούμενος στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού.
Επομένως, η πραγματική θεολογία είναι εμπειρική, χαρισματική, και θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε στο ύψος της Πεντηκοστής και είδε την δόξα του Θεού.
δ) Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Τον 14ο αιώνα δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα στην Εκκλησία, γιατί για πρώτη φορά εμφανίζεται στην ορθόδοξη Ανατολή η σχολαστική θεολογία της Δύσεως. Όταν κανείς δεν θεολογή από την εμπειρία του, στοχάζεται πάνω στην αλήθεια περί του Θεού, αναμειγνύει την φιλοσοφία με την φαντασία και στην συνέχεια καταλήγει στον αγνωστικισμό και την αθεΐα. Αυτός ο κίνδυνος παρατηρήθηκε την περίοδο εκείνη στην Κωνσταντινούπολη και την Θεσσαλονίκη.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπήρξε ένας μεγάλος θεολόγος, γιατί είδε τον Θεό και γνώρισε την δόξα Του και με αυτές τις πνευματικές προϋποθέσεις αντιμετώπισε την αίρεση του Βαρλαάμ.
Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος στην βιογραφία που συνέταξε για τον άγιο Γρηγόριο μας πληροφορεί για όλη την ησυχαστική του ζωή από την μικρή του ηλικία, μέσα στα ανάκτορα που ζούσε, αλλά και κατά την άσκησή του στο Άγιον Όρος. Ιδίως στο Άγιον Όρος στην αρχή της μοναχικής του ζωής προσευχόταν συνεχώς με την προσευχή «φώτισόν μου το σκότος»[14]. Ζούσε την άσκηση και την νοερά ησυχία «μεθ' υπερβολής»[15]. Προσέφερε στα κρυφά την αδιάλειπτη προσευχή του νού εν πνεύματι και την λατρεία σε Αυτόν που βλέπει στα κρυπτά και αξιώθηκε πολλών δωρεών[16]. Δέχθηκε πολλές αποκαλύψεις, όπως τις εμφανίσεις του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, της Θεομήτορος, ιδιαιτέρως όμως είδε πολλές φορές το άκτιστο Φως, την Βασιλεία των Ουρανών, αφού αυτή η εποψία είναι άμεση ένωση, έλλαμψη και θέωση, και όσοι φθάνουν εκεί αποκτούν την ακροτάτη αγάπη και την θεία καθ' ομοίωση και μάλιστα «και την υψηλήν τε και άπταιστον θεολογίαν, δι' ευχής αδιαλείπτου και νοεράς ησυχίας και ταπεινώσεως και πένθους»[17]. Εδώ η εποψία συνδέεται με την θέωση και την «υψηλήν και άπταιστον θεολογίαν». Ο άγιος Γρηγόριος έβλεπε συχνά το θείο Φως[18]. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνεχώς στα κείμενά του κάνει λόγο για το άκτιστο Φως της θεότητος.
Είναι χαρακτηριστικό ένα όραμα που είδε και διηγήθηκε ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον φίλο και μαθητή του Δωρόθεο και το καταγράφει ο άγιος Φιλόθεος.
Ευρισκόμενος σε ιερά ησυχία και προσευχή μέσα σε μια σκιά ύπνου, είδε ότι κρατούσε ένα σκεύος στα χέρια του γεμάτο γάλα που άρχιζε να χύνεται έξω από το σκεύος, να μεταβάλλεται σε κάλλιστο και ευωδιαστό οίνο που κατέβρεχε τα ενδύματα και τα χέρια του, με αποτέλεσμα να τα γεμίζη όλα με ευωδία. Τότε εμφανίσθηκε ένας επιφανής άνδρας, πλήρης φωτός, και του υπέδειξε να μεταδίδη και στους άλλους αυτό το ποτό και να μη το αφήση να χύνεται μάταια. Ασφαλώς πρόκειται για την μετατροπή του ηθικού λόγου σε θεολογικό και δείχνει ότι ο άγιος Γρηγόριος έλαβε το χάρισμα της θεολογίας. Όταν ο Άγιος προέβαλε την αδυναμία του να κάνη αυτό το έργο, γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι που αγαπούν τέτοιους θεολογικούς λόγους, ο θείος εκείνος άνδρας τον προέτρεψε να το κάνη και να αφήση τον Θεό να ενεργή κατάλληλα. Μετά που έφυγε ο λαμπρός εκείνος άνδρας, διηγείται ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «εγώ δε και την σκιάν εκτιναξάμενος εκείνην του ύπνου, την τε νύκτα πάσαν ομού και της ημέρας το πλείστον εκαθήμην εκεί, τω θείω φωτί πλουσίως όλος περιλαμπόμενος»[19].
Αυτή η πληροφορία είναι σημαντική, γιατί δείχνει ότι ο θεόπτης μπορεί να βρίσκεται για πολλή ώρα μέσα στο Φως και να περιλάμπεται από αυτό. Τέτοια πνευματική εμπειρία μετατρέπει τον ηθικό λόγο σε θεολογικό. Πράγματι, μετά από αυτήν την αποκαλυπτική εμπειρία ο άγιος Γρηγόριος έγραψε τον πρώτο λόγο του που αναφερόταν στον όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη, στον οποίο παρουσιάζει την αξία του αγιορείτου μοναχού, και έπειτα έγραψε την ομιλία του στα Εισόδια της Θεοτόκου, που παρουσιάζει την Θεοτόκο ως υπόδειγμα ησυχαστού και κατ΄ εξοχήν θεολόγου.
Σε ένα κείμενό του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ομιλώντας για την θεολογία, την ταυτίζει με την θεωρία του Θεού. Γράφει: «Έστι γαρ και η περί Θεού και των κατ' αυτόν δογμάτων γνώσις, θεωρία, ό θεολογίαν ονομάζομεν»[20]. Ταυτίζεται η γνώση των δογμάτων με την θεωρία του Θεού και την θεολογία. Θεόσοφοι θεολόγοι είναι οι «υπέρ νουν τοις υπέρ νουν ωμιληκότες» με τον Θεό, και εκείνοι οι οποίοι «θεοχαρίστως τε εδιδάχθησαν και θεομιμήτως ημάς εδίδαξαν»[21].
Αλλού καταγράφει την διαφορά μεταξύ θεολόγων που είναι θεόπτες και θεολόγων που θεολογούν εξ αφαιρέσεως. «Οι εξ αφαιρέσεως θεολογούντες» θεολογούν «από του μη οράν», αλλά οι Άγιοι θεολογούν από το ότι γνωρίζουν «αυτή τη οράσει το υπέρ όρασιν», «πάσχοντες οίον την αφαίρεσιν, αλλά ου διανοούμενοι»[22]. Κάνοντας λόγο για τον Γρηγορά, φίλο και οπαδό του Βαρλαάμ, που παρουσιαζόταν ως θεολόγος, χωρίς όμως να έχη προσωπική εμπειρία του Θεού, γράφει ότι έχει χειροτονηθή από την δική του γραφίδα «και αυτόπλαστός εστι διδάσκαλος, διο και ψευδοδιδάσκαλος μάλλον η διδάσκαλος»[23]. Θεολόγοι είναι όσοι βλέπουν τον Θεό εν τω Φωτί και αυτόπλαστοι διδάσκαλοι όσοι ομιλούν από το μυαλό τους και την φαντασία τους.
Είναι σημαντικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι όσοι δεν έχουν την πραγματική γνώση του Θεού εξ εμπειρίας, στην πραγματικότητα είναι άθεοι. Αυτό λέγεται με την έννοια ότι οι άνθρωποι αυτοί στοχάζονται και ομιλούν για έναν Θεό που δεν υπάρχει. Έτσι, δεν έχουν γνώση του αληθινού Θεού, αλλά του θεού του στοχασμού και της φαντασίας, που είναι ανύπαρκτος.
 Σε επιστολή του προς τον Μοναχό Διονύσιο καταγράφει τα τρία γένη της αθεΐας. Το πρώτο γένος αθεΐας είναι «η πολυειδής πλάνη των ελληνιζόντων» από τους οποίους έλαβε ο Βαρλαάμ τις ιδέες και τις μετέδωσε στον Ακίνδυνο, ισχυριζόμενος ότι δεν διαφέρει η ενέργεια του Θεού από την ουσία Του. Το δεύτερο είδος αθεΐας είναι «η πολυσχεδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών» που δεν διαφέρουν από τους αθέους, αφού έχουν πεπλανημένη ιδέα για τον Θεό, στους οποίους ανήκουν και ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, αφού τον ένα Θεό κατατέμνουν σε κτιστά και άκτιστα. Το τρίτο γένος αθεΐας είναι το να μην αναφέρη κανείς τα δόγματα περί του Θεού, λόγω ανευλαβούς ευλαβείας, να μη θέλη να υμνή τον Θεό με αυτόν τον τρόπο, διότι υπερβαίνουν την διάνοια των πολλών και να μην εξηγή στους μη γνωρίζοντες τις θεολογίες των ιερών Πατέρων, αλλά να τις απορρίπτη και να τις αθετή, προφασιζόμενος το μεγαλόνουν και το υψηγόρον που δε είναι εύληπτο στους πολλούς ούτε είναι εφικτό σε όλους ακόπως και ευκόλως[24]).
Και οι τέσσερεις αυτοί Άγιοι, άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος και άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και τέταρτος Θεολόγος, είναι θεόπτες και γι' αυτό χαρακτηρίζονται από την Εκκλησία ως Θεολόγοι.
Το συμπέρασμα όλων των ανωτέρω είναι ότι η θεολογία λειτουργεί και ως επιστήμη και ως χάρισμα-εμπειρία.
Η εικόνα του νοσοκομείου δείχνει αυτόν τον διττό τρόπο της θεολογίας. Σε κάθε νοσοκομείο υπάρχουν ιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό που ενδιαφέρονται για την υγεία των αρρώστων, αλλά υπάρχουν και τα διοικητικά όργανα, ήτοι διευθυντές, συμβούλια, λογιστές, γραμματείς και άλλοι που εργάζονται επιστημονικά για την καλή διοικητική οργάνωση του νοσοκομείου. Η διοικητική διάρθρωση του νοσοκομείου δεν μπορεί να υποκαταστήση το θεραπευτικό του έργο, αλλά και η ιατρική-θεραπευτική του προσφορά δεν μπορεί να λειτουργήση αποδοτικά χωρίς την υλική, οικονομική και διοργανωτική υποδομή.
Η εικόνα αυτή δείχνει και την σχέση μεταξύ της θεολογίας ως χάρισμα που θεραπεύει τον άρρωστο πνευματικά άνθρωπο στο πνευματικό νοσοκομείο που είναι η Εκκλησία, και της θεολογίας ως επιστήμη που διερευνά τα εξωτερικά στοιχεία της εκκλησιαστικής ζωής.
Η κατ' εξοχήν θεολογία είναι η πνευματική γνώση του Θεού μέσα στο Φως, είναι η συμμετοχή «εις την μερίδα του κλήρου των αγίων εν τω φωτί» (Κολ. β΄ 12). Μια τέτοια θεολογία προσφέρει την απλανή γνώση του Θεού και βοηθά τους ανθρώπους, που διψούν και πεινούν για Θεό, να ικανοποιήσουν αυτόν τον πόθο τους. Έτσι, η χαρισματική θεολογία λειτουργεί περισσότερο ως ποιμαντική και, φυσικά, η ποιμαντική αποβλέπει στην πορεία του ανθρώπου από το κατ' εικόνα στο καθ΄ ομοίωση, από το είναι στο ευ είναι, από την ανθρωποκεντρική θεώρηση της ζωής, στην θεοκεντρική θεώρησή της, από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Μια τέτοια θεολογία αναπτυσσόταν στα Μοναστήρια και οι πραγματικοί καθηγητές είναι οι καθηγητές της ερήμου, οι μοναχοί εκείνοι, Κληρικοί και Επίσκοποι, που γνώρισαν προσωπικά και εμπειρικά τον Θεό.
Επίσης, η θεολογία λειτουργεί και ως επιστήμη που ασχολείται με την πορεία της Εκκλησίας στην ιστορία και τον χρόνο, με τον πολιτισμό που καλλιεργείται από τα μέλη της Εκκλησίας, με τις εξουσιαστικές και εθνοφυλετικές τάσεις τους με την διοργάνωση της Εκκλησίας. Η ανάλυση και ερμηνεία των καταστάσεων αυτών καλλιεργείται και διδάσκεται στις Εκκλησιαστικές και Θεολογικές Σχολές, και Καθηγητές είναι εκείνοι που σπουδάζουν και γνωρίζουν όλα αυτά τα προβλήματα που αναφύονται στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Αυτή η θεολογία πρέπει να βοηθά την Εκκλησία στον σκοπό της που είναι η καθοδήγηση των Χριστιανών προς την θέωση. Αν, όμως, μια τέτοια επιστημονική, ακαδημαϊκή θεολογία δεν εμπνέεται από την χαρισματική θεολογία, δεν έχει ιδιαίτερη διαχρονική και σωτηριολογική αξία, γιατί κάποτε, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, τα πάντα θα καταργηθούν και αυτή η γνώση και εκείνο που θα παραμείνη είναι η αγάπη, ως κοινωνία με τον Θεό (Α' Κορ. ιγ΄, 8-12).
Εγώ τουλάχιστον βοηθήθηκα από τους Πνευματικούς μου Πατέρες και από τους Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής που με οδήγησαν στην μελέτη των αγιογραφικών και πατερικών κειμένων της Εκκλησίας και μου άνοιξαν τον δρόμο για το Άγιον Όρος όπου συνάντησα πεπειραμένους ασκητές, οι οποίοι έβλεπαν τον Θεό ως Φως και οι οποίοι μου υπέδειξαν αυτόν τον δρόμο της εμπειρικής θεολογίας. Έτσι, στην ζωή μου είδα πως μπορεί να συνεργασθούν αρμονικά η θεολογία ως επιστήμη και η θεολογία ως χάρισμα-εμπειρία, πως μπορούν να συνδεθούν οι Θεολογικές Σχολές με την ησυχαστική και θεοπτική παράδοση της Εκκλησίας.
 Είμαι ευγνώμων στον Θεό που μου έδειξε αυτήν την οδό και ευχαριστώ και εσάς που είχατε την υπομονή να με ακούσετε.





[1] Γρηγορίου Παλαμά, έργα 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1983 σελ. 498
[2] Γρηγορίου Θεολόγου, έργα 4, ΕΠΕ, σελ. 14
[3] Ένθ. ανωτ. σελ. 14-16
[4] Ένθ. ανωτ. σελ. 16
[5] Ένθ. ανωτ. τόμ. 2, ΕΠΕ. σελ. 38 κ.εξ.
[6] Ένθ. ανωτ. σελ. 52-54
[7] Ένθ. ανωτ. τόμος 4, σελ. 38
[8] Ένθ. ανωτ. σελ. 26
[9] SC, 51, σελ. 71, α
[10] SC 122, σελ. 110-112
[11] SC 156 σελ. 234
[12] SC 156, σελ. 158
[13] SC 129, σελ. 234
[14] Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 80-82
[15] Ένθ. ανωτ. σελ. 86
[16] Ένθ. ανωτ. σελ. 90
[17] Ένθ. ανωτ. σελ. 122
[18] Ένθ. ανωτ. σελ. 138
[19] Ένθ. ανωτ. σελ.142-144
[20] Γρηγορίου του Παλαμά, ΕΠΕ τόμ. 2ος, σελ. 182
[21] Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, Χρήστου Α΄, 258
[22] Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ έργα 2, σελ. 458-460
[23] Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Δ΄, Χρήστου, σελ. 275
[24] Γρηγορίου του Παλαμά, έργα 4 ΕΠΕ, σελ. 404 κ.εξ.

Γέροντας Γαβριήλ από την Γεωργία. Προσέξτε, δέν υπάρχουν "εξωγήϊνοι" αλλά δαίμονες...




GavrihlGEORGIAS

 Ο Όσιος Γαβριήλ, ο διά Χριστόν σαλός

"Στα χρόνια του Αντιχρίστου οι άνθρωποι θα περιμένουν τη σωτηρία από το Διάστημα. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο τέχνασμα του διαβόλου !


Η ανθρωπότητα θα ζητεί βοήθεια από τους εξωγήινους, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτοί στην πραγματικότητα είναι δαίμονες..."




*****
Ο Γέροντας Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός (1929-1995), πλήρης Χάριτος και αγιοπνευματικών χαρισμάτων, απολάμβανε μεγάλου
σεβασμού στη Γεωργία. Μαρτυρίες για την αγιότητα του δίνουν σε ένα μικρό βιβλίο Μητροπολίτες, ηγούμενοι, ηγουμένισσες, μοναχοί, ιερείς και λαικοί.

Ο Γέροντας ήταν ασυμβίβαστος με κάθε αντίχριστη πολιτική και πρακτική.
Την πρωτομαγιά του 1965 έκαψε ένα 12μετρο πορτραίτο του Λένιν πού κρεμόταν στο κτίριο του ανωτάτου Σοβιέτ στην Τυφλίδα, πρωτεύουσα της Γεωργίας.

Συνελήφθη από την Κα-Γκε-Μπε. Στην ερώτηση του ανακριτού γιατί το έκανε απάντησε:

«Το έκανα γιατί δεν είναι δυνατόν να λατρεύουμε ένα άνθρωπο. Εκεί, στην θέση του πορτραίτου του Λένιν, πρέπει να κρεμάσετε την εικόνα της Σταυρώσεως του Χριστού. Γιατί γράφετε "Δόξα στον Λένιν";

Πρέπει να γράψετε:
" Δόξα στον Κύριο Ιησού Χριστό».

Μετά από αυτό τον έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική, όπου "διέγνωσαν" σχιζοφρένεια !!!

 

 


Παραθέτουμε στην συνέχεια μερικές από τις νουθεσίες του Γέροντος προς τα πνευματικά του τέκνα περί των εσχάτων και του Αντιχρίστου.

Δίδασκε ο Γέροντας: στους εσχάτους καιρούς τους ανθρώπους θα τους σώσουν η αγάπη, η ταπείνωση και η καλvσύνη. Η καλωσύνη ανοίγει τις πύλες του Παραδείσου, η ταπείνωση οδηγεί μέσα σ’ αυτόν, αλλά η αγάπη εμφανίζει τον Θεό.

Όλους, όσοι πήγαιναν σ’ αυτόν για ευλογία, τους παρακαλούσε κλαίγοντας: να κάνετε το καλό για να σας σώσει η καλωσύνη σας. Η γή κατά το ήμισυ έγινε Άδης.

Ο Αντίχριστος στέκεται στην πόρτα και δεν τη χτυπά απλώς, αλλά ορμά μέσα...

Εσείς θα τον δείτε τον Αντίχριστο. Θα προσπαθήσει να βασιλεύσει σε όλον τον πλανήτη. Παντού θα γίνονται διωγμοί… μη μένετε χώρια. Κρατηθείτε μαζί, δέκα-δεκαπέντε μαζί. Βοηθείτε ο ένας τον άλλον.

Στους εσχάτους χρόνους να μην κοιτάτε τον ουρανό. Μπορεί να πλανηθείτε από τα ψευδοσημεία που θα παρουσιάζονται εκεί. Θα εξαπατηθείτε και θα απολεσθείτε…

Θα βάλουν το χάραγμα του Αντιχρίστου στο χέρι και στο μέτωπο.

Τα διάφορα προιόντα δεν μπορούν να σας προκαλέσουν βλάβη. Έστω κι’ αν βάζουν σ’ αυτά τον αριθμό του Αντιχρίστου, αυτό δεν είναι ακόμη το χάραγμα.

Πρέπει να λέτε το "Πάτερ ημών", να κάνετε τον Σταυρό σας και η τροφή σας θα αγιάζεται.

Στα χρόνια του Αντιχρίστου οι άνθρωποι θα περιμένουν τη σωτηρία από το Διάστημα. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο τέχνασμα του διαβόλου. Η ανθρωπότητα θα ζητεί βοήθεια από τους εξωγήινους, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτοί στην πραγματικότητα είναι δαίμονες.

Ρώτησαν τον Στάρετς αν μπορεί κανείς να κλέψει τροφή, όταν δε θα μπορεί να την αγοράσει. Απάντησε έτσι:

«Αν κλέψεις, θα παραβείς μία από τις δέκα εντολές. Όποιος ενεργεί έτσι, ακόμη και έτσι δέχεται τον Αντίχριστο. Ο πιστός άνθρωπος πρέπει να ελπίζει στο Θεό. Ο Κύριος στους έσχατους χρόνους θα ενεργεί τέτοια θαύματα, ώστε ένα φυλλαράκι από το δένδρο θα φθάνει για τροφή ενός μηνός. Στ’ αλήθεια. Ο πιστός άνθρωπος θα σταυρώνει τη γή, και εκείνη θα του δίνει ψωμί.

Αν βιάσουν ένα κορίτσι, το διακορεύσουν χωρίς τη θέληση του, αυτό ενώπιον του Θεού θα παραμείνει παρθένος.

Ετσι θα γίνει και με το χάραγμα του Αντιχρίστου. Αν δώσουν το χάραγμα ενάντια στη θέληση του ανθρώπου, αυτό δεν θα ενεργεί επάνω του.

Στο Ευαγγέλιο είναι γραμμένο ότι παντού θα γίνονται διωγμοί αλλά και θλίψη σε όποιον προδίδει το Ευαγγέλιο. Θα έρθει καιρός που θα είναι απαραίτητο να φύγετε στα βουνά, μόνο να μην το κάνετε ένας-ένας.

Ομαδικά να φεύγετε στα βουνά και στα δάση. Για τους πιστούς χριστιανούς η μεγαλύτερη θλίψη θα είναι ότι αυτοί θα φεύγουν στο δάσος, αλλά οι κοντινοί τους άνθρωποι θα δέχονται το χάραγμα του Αντιχρίστου.

Στους εσχάτους καιρούς οι οπαδοί του Αντιχρίστου θα πηγαίνουν στην εκκλησία, θα βαπτίζονται, θα κηρύττουν για τις ευαγγελικές εντολές. Όμως μην τους πιστεύετε. Αυτοί δεν θα έχουν τα καλά έργα.

Μόνο από τα καλά έργα μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει τον αληθινό Χριστιανό».

Πηγή: ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ, Τριμηνιαία Έκδοση Ορθοδόξου Διδαχής – Μάρτιος 2012

Το Θείον Πάθος και η Ανάστασις του Χριστού


ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΣ
Καθηγητής της Καινής Διαθήκης
στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης




Οι πηγές για την ιστορία του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού είναι κατ' αρχήν τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Εκτός από τα Ευαγγέλια η πίστη της πρώτης Εκκλησίας συμπυκνώνεται σε σύντομες ομολογίες πίστεως πού παραθέτουν ό απόστολος Παύλος και οι άλλοι συγγραφείς Επιστολών της Καινής Διαθήκης. Κατόπιν, η συνεχής και επαναλαμβανόμενη λειτουργική βίωση των σωτηριωδών αυτών γεγονότων, όπως αποτυπώθηκε στους ύμνους της Εκκλησίας και στην πλούσια λειτουργική της ζωή, υπογράμμισε ανά τους αιώνες τη σημαντική θέση πού κατέχουν τα γεγονότα αυτά για τη σωτηρία των ανθρώπων. Επίσης, η πατερική ερμηνεία των σχετικών ευαγγελικών διηγήσεων, καθώς και των λοιπών καινοδιαθηκικών αναφορών, συνετέλεσε στην έξαρση της υπαρξιακής σπουδαιότητας του Σταυρού και της Αναστάσεως για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.


Τα γεγονότα αυτά ενέπνευσαν τους βυζαντινούς αγιογράφους, οι οποίοι με θεολογικό βάθος και μεγάλη καλλιτεχνική δύναμη τα αισθητοποίησαν σε πολλούς εικονογραφικούς κύκλους και σε ποικίλα επιμέρους θέματα, ώστε όχι απλώς να κοσμούν τις εκκλησίες, αλλά και να δημιουργούν το κατάλληλο πνευματικό κλίμα για την πνευματική ανάταση των πιστών. Ενέπνευσαν, επίσης, στη διάρκεια των αιώνων, τους καλλιτέχνες σε Ανατολή και Δύση, ώστε από το δράμα του 4ου αιώνα Χριστός Πάσχων, που αποδίδεται στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, μέχρι τις νεότερες ζωγραφικές και μουσικές δημιουργίες, να εμπλουτίσουν τον πολιτισμό με αριστουργήματα που ομορφαίνουν τη ζωή και εκφράζουν το βαθύτερο νόημά της.

Αρχίζοντας με τις ευαγγελικές διηγήσεις περί του θείου Πάθους πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, ενώ οι πληροφορίες των τεσσάρων Ευαγγελίων για τον βίο, τα έργα και τη διδασκαλία του Ιησού είναι αποσπασματικές και δείχνουν ότι από τις πολλές πληροφορίες της πρωτοχριστιανικής παραδόσεως επιλέγονται ορισμένες μόνον, όσες χρειάζονται για την πίστη και τη σωτηρία (βλ. Ίω. κ', 30-31: Πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών αυτού, α ουκ εστί γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω' ταύτα δε γεγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστίν ο Χριστός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού), οι διηγήσεις για το Πάθος είναι λεπτομερέστερες, συμπαγέστερες, και αποτελούν το σημείο όπου συγκλίνουν και συναντώνται οι διηγήσεις και των τεσσάρων ευαγγελιστών. Και αυτό είναι φυσικό, αφού ο Σταυρός του Χριστού μαζί με την Ανάστασή του συνιστούν το κέντρο της πίστεως της πρώτης Εκκλησίας, γύρω από το οποίο στρέφονται οι πρώτες συλλογές διηγήσεων για τον Χριστό, η λειτουργική ζωή, οι πρώτοι ύμνοι, η διδαχή των μελών της Εκκλησίας και το ιεραποστολικό κήρυγμα προς τους εκτός της Εκκλησίας.

Οι ευαγγελιστές διασώζουν, ξεχωριστά ο καθένας, αφ' ενός μεν ορισμένες λεπτομέρειες, μη αναφερόμενες από τους άλλους, και αφ' ετέρου παρουσιάζουν κάποιες ιδιαίτερες θεολογικές τάσεις. Ο ευαγγελιστής Μάρκος είναι ο πρώτος συγγραφέας συνεχούς διηγήσεως του θείου Πάθους και γενικά ο πρώτος χρονικά ευαγγελιστής, κατά την κυρίαρχη στη σύγχρονη επιστημονική έρευνα άποψη. Η διήγησή του χαρακτηρίζεται από συντομία, ζωηρότητα και παραστατικότητα. Μολονότι δε η διήγησή του υπάρχει σχεδόν εξ ολοκλήρου στους άλλους δύο συνοπτικούς ευαγγελιστές (πιστότερα στον Ματθαίο, με κάπως διαφορετική διαδοχή των επιμέρους γεγονότων στον Λουκά), σώζονται, μόνο σε αυτή, ορισμένες λεπτομέρειες, όπως π.χ. η παρουσία του νεανίσκου πού, τυλιγμένος με σινδόνη, παρακολουθεί τη σύλληψη του Ιησού (Μάρκ. ιδ', 51). Η βασική θεολογική γραμμή του ευαγγελιστή, ήδη πριν από τη διήγηση τον Πάθους, είναι το Πάθος του Υιού του ανθρώπου, για το οποίο ήδη από τα πρώτα κεφάλαια του Ευαγγελίου προετοιμάζονται οι μαθητές και ο αναγνώστης. Κάποιος νεότερος ερμηνευτής χαρακτήρισε το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο ως «ιστορία του πάθους του Χριστού με μακρά εισαγωγή».

Η διήγηση του Ματθαίου έχει εντονότερο το χρονολογικό στοιχείο, διαποτίζεται δηλαδή από την πίστη ότι ο οδεύων προς τα Πάθη και τελικά σταυρωθείς Ιησούς είναι ο αναστάς Κύριος της Δόξης, καθώς και από τη σύνδεση των εκτιθεμένων γεγονότων προς τις αντίστοιχες προρρήσεις της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτά δείχνουν ότι η Εκκλησία του Ματθαίου βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τον ιουδαϊκό κόσμο, προς τον οποίο διακηρύσσει ότι οι Γραφές πραγματοποιήθηκαν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού• γεγονότα πού αναφέρει μόνο ο Ματθαίος είναι ο θάνατος του Ιούδα, το όνειρο της γυναίκας του Πιλάτου, η νίψη των χεριών του Πιλάτου, η έγερση κεκοιμημένων την ώρα του θανάτου του Χριστού, η φρούρηση του τάφου του.

Η διήγηση του Λουκά κυριαρχείται από την πίστη ότι ο εσταυρωμένος Ιησούς είναι γενικά ο αδίκως πάσχων δίκαιος, ο μάρτυς, αλλά και ειδικότερα ο πάσχων δούλος του Θεού, για τον οποίο έγραψε ο προφήτης Ησαΐας. Χαρακτηρίζεται επίσης από την τάση ακριβέστερης ιστορικής τοποθετήσεως των γεγονότων. Η θανάτωση του Ιησού παρουσιάζεται ως η κατ' εξοχήν ώρα της σατανικής εξουσίας του σκότους και, παράλληλα, ως η αποκορύφωση της θείας αγάπης και συγχωρητικότητας. Ό Ιησούς επάνω στον Σταυρό δεν είναι ο ηττημένος από τον σατανά αλλά ο νικητής του. Ό Λουκάς, μόνος από όλους τους ευαγγελιστές, παρουσιάζει τον Ιούδα ως κινούμενον από τον σατανά, αφηγείται την ευλογία δύο ποτηριών κατά τον Μυστικό Δείπνο, διασώζει τη συζήτηση του Ιησού με τους μαθητές κατά τον Μυστικό Δείπνο περί διακονίας, αναφέρει το θαύμα της συγκόλλησης του αφτιού του δούλου του αρχιερέως, που απέκοψε ένας μαθητής (ο Πέτρος κατά τον Ιωάννη), την παρουσία αγγέλου ενισχύοντος τον Ιησού στη Γεθσημανή, την πολιτική κατηγορία των Ιουδαίων περί του Ιησού στον Πιλάτο, την αναπομπή του κατηγορουμένου Ιησού από τον Πιλάτο στον Ηρώδη Αντύπα, τον θρήνο των γυναικών, τη συγχώρεση των σταυρωτών από τον Ιησού, τη μετάνοια του ενός ληστή.

Ο Ιωάννης, στα τέλη του 1ου αιώνα, αναφέρει τι εσήμαινε για την Εκκλησία το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, υπογραμμίζοντας παράλληλα τις επανειλημμένες προσπάθειες του ρωμαίου επάρχου της Ιουδαίας Πιλάτου για αθώωση του αναίτια από τους Ιουδαίους κατηγορηθέντος Ιησού. Η Εκκλησία -θέλει να πει προς τις ρωμαϊκές πολιτικές αρχές ο ευαγγελιστής- δεν είναι ένα «ζηλωτικό» επαναστατικό κίνημα κατά των ρωμαϊκών αρχών. Γι' αυτό τον λόγο ο ευαγγελιστής διασώζει κάπως εκτενέστερη συζήτηση του Πιλάτου με τον Ιησού και παρουσιάζει την απόφαση του Πιλάτου ως οφειλόμενη σε φορτική πίεση εκ μέρους των Ιουδαίων. Επίσης διασώζει, μεταξύ άλλων που δεν παραδίδουν οι συνοπτικοί ευαγγελιστές, τη στιχομυθία του Ιησού με τους στρατιώτες πού τον συλλαμβάνουν, κάνει λόγο για σπείρα και χιλίαρχο, για προανάκριση του Ιησού από τον Άννα, για την παρουσία της μητέρας του Ιησού και του Ιωάννη κατά τη Σταύρωση, τον λογχισμό της πλευράς του Ιησού από ρωμαίο στρατιώτη, και εισάγει τον Νικόδημο μαζί με τον Ιωσήφ στη σκηνή της ταφής του Ιησού.

Παρά τα ιδιάζοντα στοιχεία που έχει η διήγηση του κάθε ευαγγελιστή, τα κείμενα και των τεσσάρων παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά γνωρίσματα:
1. Οι εν λόγω διηγήσεις των ευαγγελιστών ονομάζονται διεθνώς «ιστορία του Πάθους», δεν αποτελούν όμως κατά κυριολεξίαν ιστορία του Πάθους αλλά ερμηνεία του και θεολογική αποτίμησή του για την Εκκλησία. Για τους ευαγγελιστές προέχει όχι τόσο η ξηρή ιστοριογραφική ακριβολογία αλλά η θεολογική ερμηνεία, χωρίς αυτό να σημαίνει με κανένα τρόπο αδιαφορία για την ιστορικότητα των γεγονότων. Έτσι εξηγείται ότι ορισμένες φορές η διαδοχή των επιμέρους γεγονότων είναι διαφορετική από τον ένα ευαγγελιστή στον άλλο, διαφορετική η διατύπωση των ίδιων λόγων του Ιησού ή των λόγων άλλων προσώπων προς τον Ιησού. Είναι αξιοπρόσεκτη στο σημείο αυτό η ακόλουθη παρατήρηση του Ευθυμίου Ζιγαβηνού: Χρή δε καθόλου γιγνώσκειν, ότι οι ευαγγελισταί ποτέ μεν κατά τάξιν άπαγγέλλουσι τάς διδασκαλίας και τα θαύματα του Χριστοῦ, νόμῳ ιστορίας∙ ποτέ δε, ου τηροῦσι τάξιν, σπεύδοντες μόνον εις το απαγγέλλειν αυτά.

Οι ευαγγελιστές δεν συγγράφουν κατά κόσμον ιστορικά έργα ούτε εκθέτουν τους ιστορικούς παράγοντες που οδήγησαν στη σύλληψη και τη θανάτωση του Ιησού, αλλά παρουσιάζουν το μυστήριο του Σταυρού, όπως, σύμφωνα με τη θεία βουλή, εκτυλίσσεται μέσα στην ιστορική σκηνή και συντελείται για τη σωτηρία των ανθρώπων. Γι' αυτό και οι διηγήσεις τους είναι λιτές και σύντομες, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις ή δραματικές περιγραφές της ψυχικής καταστάσεως των δρώντων προσώπων, που αποβλέπουν στην πρόκληση συγκινήσεων στον αναγνώστη. Στόχος των διηγήσεων είναι η έξαρση του σωτηριολογικού χαρακτήρα των γεγονότων και η ανάδειξη της σημασίας τους για την Εκκλησία.
2. Οι ευαγγελιστές συνδέουν στενά τα σχετικά με το Πάθος του Χριστού γεγονότα προς τις σχετικές προρρήσεις της Παλαιάς Διαθήκης είτε προσάγοντας αυτούσια τα εκπληρούμενα στα γεγονότα αυτά γραφικά χωρία είτε αφηγούμενοι τα γεγονότα με ορολογία των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Θέλουν έτσι να τονίσουν ότι τα ιστορικά γεγονότα σχετίζονται άμεσα με την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, όπως η οικονομία αυτή διατυπώθηκε προπαρασκευαστικά στην Παλαιά Διαθήκη. Το Πάθος λοιπόν του Ιησού δεν προσδιορίζεται από ενδοκοσμικούς παράγοντες αλλά από τη βουλή του Θεού Πατέρα για τη λύτρωση των ανθρώπων.
3. Στις διηγήσεις του Πάθους παρατηρείται κάποιος απολογητικός τόνος, πού έχει δύο κατευθύνσεις. Αφ' ενός υπογραμμίζεται η εκούσια παράδοση του Ιησού στο Πάθος και η εκ των προτέρων επίγνωσή του γι' αυτό και αφ' ετέρου εξαίρεται η προσπάθεια του ρωμαίου επιτρόπου της Ιουδαίας για την αθώωσή του, ώστε να επιρριφθεί η ευθύνη για τη θανάτωσή του στους Ιουδαίους. Το τελευταίο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί απολογητική απευθυνόμενη προς τους εκτός της Εκκλησίας και μάλιστα προς τις ρωμαϊκές αρχές, ενώ το πρώτο απολογητική προς τα μέλη της Εκκλησίας.
4. Οι διηγήσεις του Πάθους απηχούν, σε ορισμένα τουλάχιστον σημεία, τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας, μέσα στην οποία καταγράφηκαν. Η ανά τρίωρο π.χ. τοποθέτηση των επεισοδίων της Σταυρώσεως στη διήγηση του κατά Μάρκον (ιε', 1• 25• 33• 42) απηχεί πιθανώς τη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας της Ρώμης, αν και όχι κατ' ανάγκην ανεπτυγμένη με τη γνωστή μεταγενέστερη μορφή της.
Ήδη πριν από τη συγγραφή των Ευαγγελίων (του κατά Μάρκον λίγο πριν από το έτος 70, των ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά στη δεκαετία μετά το 70 και του Ιωάννη στην τελευταία δεκαετία του 1ου αιώνα), ό απόστολος Παύλος, τόσο με το ιεραποστολικό του έργο, που διασώζεται στις Πράξεις των Αποστόλων, όσο και με τις επιστολές του, κηρύττει «Χριστόν εσταυρωμένον», που για μεν τους Ιουδαίους είναι «σκάνδαλον» και για τους εθνικούς «μωρία», για τους πιστούς όμως αποτελεί Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν (Α' Κορ. ιε', 14 κ. ε.). Προβάλλει παράλληλα την ανάσταση του Χριστού ως τη βάση της χριστιανικής πίστεως και της υπάρξεως της Εκκλησίας. Χωρίς την ανάσταση η πίστη των χριστιανών είναι «κενή» και «ματαία» (Α' Κορ. ιε', 14 κ. ε.).

Παράλληλα, ο απόστολος Παύλος διασώζει ομολογίες πίστεως, όπου σε σύντομες φράσεις συμπυκνώνεται η πίστη της Εκκλησίας, ή ύμνους πού δοξολογούν τον Θεό για τη σωτηρία πού προσφέρθηκε στην ανθρωπότητα με το έργο του Χριστού. Η σπουδαιότερη ομολογία από πλευράς αρχαιότητας και συμπυκνώσεως της πρωτοχριστιανικής πίστεως στον λυτρωτικό θάνατο και την ανάσταση του Χριστού παρατίθεται από τον Παύλο στην Α'Κορ. ιε', 3-5: Παρέδωκα γαρ υμιν εν πρώτοις ο και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς, και ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα. Ως παραδείγματα ύμνων αναφέρουμε τους παρατιθέμενους στην προς Φιλιππησίους Επιστολή (β', 6-11), προς Κολοσσαείς (α', 15-20), προς Εφεσίους (α', 3-14), προς Τιμόθεον (α', 3,16• βλ. και Α' Πέτρ. γ', 18).

Ο Σταυρός του Χριστού και η λύτρωση πού απέρρεε από αυτόν δεν συνέχουν μόνο την καρδιά των χριστιανών, η οποία εκφράζεται με ύμνους και προσευχές, και διατρανώνει έτσι την αγάπη του Θεού προς τον κόσμο, αλλά αποτελούν και βασικό στοιχείο του ιεραποστολικού κηρύγματός τους προς τους εκτός της Εκκλησίας Ιουδαίους και εθνικούς, πού προσκαλούνται να μετάσχουν των λυτρωτικών αγαθών. Το πρωτοχριστιανικό αυτό κήρυγμα απηχούν οι λόγοι των μαρτύρων του Λόγου στις Πράξεις των Αποστόλων (β', 14-39• γ', 12-26• ε', 29-32• ι', 34-43• ιγ', 16-41• ιζ', 22-31). Στους λόγους των πρώτων χριστιανών ιεροκηρύκων τονίζονται τα έξης κύρια σημεία: α) Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που κατάγεται από το γένος του Δαβίδ, πραγματοποιούνται οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. β) Ο Χριστός σταυρώθηκε υπέρ των αμαρτιών ημών. γ) Ετάφη. δ) Ηγέρθη κατά την τρίτη ήμερα. ε) Υψώθηκε στα δεξιά του Θεού Πατέρα. ς) Θα επανέλθει ως κριτής. ζ) Προτρέπουν για μετάνοια.
Όλα τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης τελειώνουν με την ανάσταση του Χριστού. Για την ακρίβεια αναφέρουν μαρτυρίες γι' αυτή (επίσκεψη των Μυροφόρων και ορισμένων μαθητών στον κενό τάφο και εμφανίσεις του Αναστάντος), χωρίς να περιγράφουν αυτό το ίδιο το γεγονός της Αναστάσεως. Περιγραφή της Αναστάσεως με μυθικά χρώματα και διογκωμένες διαστάσεις δίνει μόνο το απόκρυφο Ευαγγέλιο Πέτρου, στα μέσα του 2ου αιώνα. Δεν είναι δυνατόν να δει κανείς και να περιγράψει την Ανάσταση, γιατί αυτή εγκαινιάζει ένα νέο κόσμο, που δεν υπάγεται στη νομοτέλεια του παρόντος κόσμου της φθοράς. Την Ανάσταση την βλέπει ο πιστός με τα μάτια της πίστεως και τον Αναστημένο Κύριο τον συναντά στα μυστήρια της Εκκλησίας (βλ. Λουκ. κδ', 30, όπου οι δύο μαθητές εις Εμμαούς αναγνωρίζουν τον Αναστημένο Χριστό, όταν ευλόγησε τον άρτον). Γι' αυτό και στη βυζαντινή τέχνη δεν απεικονίζεται αυτό τούτο το γεγονός της Αναστάσεως (ο Ιησούς εξερχόμενος του τάφου), αλλά οι ανθρωπολογικές του συνέπειες (ο Αναστάς εγείρει από τον Άδη τον Αδάμ και την Εύα, και κατ' επέκτασιν όλη την ανθρωπότητα).

Πριν τελειώσουμε τα σύντομα αυτά σχόλια για τις αναστάσιμες διηγήσεις των Ευαγγελίων θεωρούμε απαραίτητο να κάνουμε λόγο για τη συζητούμενη στην ορθόδοξη ερμηνευτική παράδοση παρουσία της Μαρίας, της Παναγίας μητέρας του Ιησού, στις διηγήσεις της επισκέψεως των μυροφόρων στον τάφο. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο διαβάζουμε την έξης πληροφορία, πού κατακλείει τη διήγηση του ενταφιασμού του Ιησού. Ην δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία καθήμεναι απέναντι του τάφου (Ματθ. κζ', 61) και αμέσως παρακάτω: Οψέ δε σαββάτου, τη έπιφωσκούσῃ εις μιαν σαββάτων ήλθεν Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία θεωρήσαι τον τάφον και ιδού σεισμός εγένετο μέγας... και απελθούσαι ταχύ από του μνημείου μετά φόβου και χαράς μεγάλης έδραμον απαγγείλαι τοις μαθηταίς αυτού. Και ιδού Ιησούς υπήντησεν αυταίς λέγων χαίρετε∙ (κη', 1• β', 8-9• βλ. και Μάρκ. ιε', 40- ις', 1• Λουκ. κδ', 10• ιθ', 25).

Ποιά είναι η «άλλη Μαρία» των παραπάνω χωρίων; Ένα μεγάλο ρεύμα της ερμηνευτικής παραδόσεως, που ξεκινάει από τον Εφραίμ τον Σύρο (όπως και ενωρίτερα), καθώς και από τους Ιωάννη Χρυσόστομο, Γρηγόριο Νύσσης, Ευσέβιο Αλεξανδρείας, περνάει από τους Γεώργιο Νικομήδειας, Αναστάσιο Σιναΐτη, Συμεών τον Μεταφραστή και φθάνει μέχρι του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και ακόμη μέχρι του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου και του αγίου Νεκταρίου, στην «άλλη Μαρία» αναγνωρίζει τη μητέρα του Κυρίου. Δειγματοληπτικά από τους εκπροσώπους αυτής της παραδόσεως παραθέτουμε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: ...Το της Κυρίου αναστάσεως ευαγγέλιον πρώτη πάντων ανθρώπων, καθ’ άπερ και προσῆκον υπῆρχε και δίκαιον, η Θεοτόκος παρά τοῦ Κυρίου εδέξατο, και αυτη τοῦτον αναστάντα προ πάντων είδε, και της αυτού θείας ομιλίας απήλαυσε, και ουκ είδεν οφθαλμοίς μόνον αυτόν, και αυτήκοος αυτού γέγονεν, αλλά και χερσίν ήψατο πρώτη και μόνη των αχράντων εκείνον ποδών, καν οι ευαγγελισταί ταύτα πάντα φανερώς ου λέγωσι, μη θέλοντες την μητέρα προσφέρειν εις μαρτυρίαν, ίνα μη τοις απίστοις υποψίας αφορμήν ώσιν... (Ομιλ. ΙΗ', Τη Κυριακή των Μυροφόρων, ΡG 151, 237 κ. ε.).

Η ίδια παράδοση απηχείται ευρύτατα και στην υμνογραφία της Εκκλησίας. Και πρώτα απ' όλα στο αναστάσιμο απολυτίκιο του πλ. β' ήχου: Αγγελικαί δυνάμεις επί το μνήμα σου και οι φυλάσσοντες απενεκρώθησαν. Και ίστατο Μαρία εν τω τάφῳ ζητούσα το άχραντόν σου σώμα. Εσκύλευσας τον Άδην, μη πειρασθείς υπ' αυτού. Υπήντησας τη παρθένῳ δωρούμενος την ζωήν. Ο αναστάς εκ των νεκρών, Κύριε, δόξα σοι. Επίσης, και στην α' ωδή του κανόνος των Μυροφόρων: Αναστάντα κατιδούσα σον Υίόν και Θεόν και χαίροις συν αποστόλοις, θεοχαρίτωτε αγνή..., καθώς και στο γνωστό τροπάριο της θ' ωδής του αναστάσιμου κανόνα: Ο άγγελος εβόα τη κεχαριτωμενῃ, Αγνή Παρθένε Χαίρε...
Αξίζει επίσης να παρατεθεί ο στίχος ιγ' του Ρωμανού του Μελωδού από το κοντάκιο της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής: Ως ήκουσε ταύτα ο πάντα γινώσκων πριν αυτών γενέσεως, Μαριάμ απεκρίθη∙ Θάρσει μήτερ, ότι πρώτη με οράς από των τάφων, έρχομαι γαρ δείξαι πόσου σκότους τον Αδάμ ελυτρωσάμην...

Τέλος, στο Συναξάρι της Κυριακής του Πάσχα, που έγραψε ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, σημειώνεται: Και πρώτον μεν η ανάστασις τη του Θεού Μητρί γνώριμος γίνεται, απ' εναντίας καθημένῃ του τάφου, ως φησιν ο Ματθαίος, συν τη Μαγδαληνή. Άλλωστε, πρέπει ακόμη να προσθέσουμε ότι στην ορθόδοξη εικονογραφία μαζί με τις μυροφόρους γυναίκες εικονίζεται και η Θεοτόκος είτε να ακούει το μήνυμα της Αναστάσεως από τον άγγελο είτε να περιπτύσσεται τον Αναστημένο Χριστό.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται συνήθως ως «Εκκλησία της Αναστάσεως», γιατί και στη λειτουργική πράξη της δίνει προέχουσα θέση στο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού και στη θεολογία της εξαίρει τις ελπιδοφόρες συνέπειες της Αναστάσεως για τους ανθρώπους. Πρέπει όμως να τονισθεί παράλληλα ότι Σταυρός και Ανάσταση αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα. Ο επί του Σταυρού αποθανών Ιησούς είναι ό θανάτῳ θάνατον πατήσας και τοῖς εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.

Μια αισθητική και ερμηνευτική παρουσίαση της εικόνας της Σταύρωσης Του Χριστού

Σπάνια εικόνα της Σταύρωσης (8ος αιώνας). (εικ.εδώ)
Ιερά Μονή Θεοβαδίστου Όρους Σινά, Αγίας Αικατερίνης.

Μια αναλυτική περιγραφή της εικόνας της Σταύρωσης Του Χριστού, αγαπητοί αναγνώστες με δογματικές αναφορές, ώστε να κατανοήσουμε πλήρως τα θεολογικά νοήματα της ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας μας. Ευχαριστούμε ιδιαιτέρως τον αδελφό και φίλο κ.Δημήτρη Χρυσικόπουλο για την αποστολή της μελέτη του στην Αέναη επΑνάσταση. Καλή Ανάσταση!

ΠΡΟΣΚΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Μια αισθητική και ερμηνευτική παρουσίαση της εικόνας 
Γράφει ο Δημήτρης Χρυσικόπουλος θεολόγος-μαθηματικός
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Η Σταύρωση ως θανατική καταδίκη, ήταν πανάρχαιο γεγονός, γνωστό σε όλους τους λαούς. Ήταν η πλέον ατιμωτική ποινή. Στο Ρωμαϊκό κράτος ήταν νομικά καταχωρημένη, για τους μη Ρωμαίους πολίτες και κυρίως για τους σκλάβους.

Ο καταδικασμένος, μετέφερε στους ώμους του την οριζόντια δοκό, έφερε στο στήθος του πινακίδα με την αιτία της καταδίκης του και μετά από μια δύσκολη πορεία, με προπηλακισμούς και χτυπήματα έφτανε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου το κάθετο δοκάρι ήταν μπηγμένο στο έδαφος.

Ακολουθούσε η απογύμνωσή του, το κάρφωμα των καρπών στην οριζόντια δοκό, η ανύψωση και στερέωση του στο κάθετο δοκάρι και τέλος το κάρφωμα των ποδιών του. Ο θάνατος ήταν αργός, από αναπνευστική ανεπάρκεια, με φρικτούς πόνους.

Η Σταύρωση του Χριστού είναι γεγονός κεντρικής σημασίας για την Ορθόδοξη Εκκλησία. 
Από τους πρώτους χρόνους της ζωής της η Εκκλησία περιγράφει την εμπειρία της σωτηρίας, που μας χάρισε ο Σταυρός του Χριστού. Ο θάνατος του Χριστού στο Σταυρό είναι μια νίκη, ένας «ζωοποιός θάνατος» (λειτουργία Μ. Βασιλείου). Είναι η ολοκλήρωση του λυτρωτικού έργου του Κυρίου επί της γης. Για τον λόγο αυτόν, ο Εσταυρωμένος βρίσκεται σε κάθε ορθόδοξο ναό, πίσω από την Αγία Τράπεζα και πάνω από την ωραία πύλη, στην κορυφή του τέμπλου. Η εικόνα της Σταύρωσης, έχει τη θέση της στο δωδεκάορτο, στην πάνω σειρά του τέμπλου. Ως τοιχογραφία ιστορείται, συνήθως, στο βόρειο μέρος του θόλου.

Αρχικά, την περίοδο των Διωγμών, δε ζωγραφιζόταν η Σταύρωση, αλλά συμβολικά ο αμνός του Θεού μπροστά από Σταυρό. Την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου αρχίζει η ελεύθερη χρησιμοποίηση του Σταυρού, χωρίς Χριστό. Κατόπιν, μετά τις Χριστολογικές έριδες και τη διατύπωση του ορθοδόξου δόγματος περί Χριστού στις πρώτες οικουμενικές συνόδους, αρχίζει η εμφάνιση του εσταυρωμένου. Γενικά, τα Θεία Πάθη εμφανίζονται στην τέχνη, στα τέλη του 4ου αιώνα. Από τον 6ο Αιώνα, συναντάμε τη Σταύρωση όπως την ξέρουμε σήμερα.

Αρχικά, η Σταύρωση απεικονιζόταν ως ιστορικό γεγονός με τους δύο ληστές, τους στρατιώτες που βάζουν κλήρο και το Γολγοθά να κυριαρχεί. Αργότερα, σταδιακά περνούν οι αγιογράφοι από την εξιστόρηση στη θεολογία και τους συμβολισμούς.

Ως αναφορά για την περιγραφή και ερμηνεία, θα χρησιμοποιήσουμε την εικόνα του Θεοφάνους του Κρητός, που ιστορήθηκε περί το 1546 μ.Χ. (εικόνα 1) και ένα ευκρινές αντίγραφο της εικόνας του Διονυσίου, που ιστορήθηκε περί το 1600 (εικόνα 2).

Τόπος της Σταύρωσης ο Γολγοθάς, έξω από την Ιερουσαλήμ.

Ο Σταυρός του Χριστού κυριαρχεί στην εικόνα. Αποτελείται από μια κάθετη δοκό και από τρεις οριζόντιες κεραίες, τη μεγάλη, όπου καρφώθηκαν τα χέρια, μια μικρή, ως υποπόδιο και μία μικρή ως πινακίδα που γράφει την αιτία της καταδίκης, πάνω από το κεφάλι.

Η κατακόρυφη δοκός έχει ένα μέρος της μέσα στη γη και το υπόλοιπο, υψώνεται προς τα πάνω. Συμβολίζει την κάθοδο του Χριστού στον κόσμο, το πέρασμα στον Άδη και την άνοδο του στον Πατέρα μετά την Ανάσταση, ως επίσης και την κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων.

Η οριζόντια μεγάλη κεραία, συμβολίζει την κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και τη διάδοση του ευαγγελίου επί της γης. Η οριζόντια μικρή (στήριγμα ποδιών) συμβολίζει τον ζυγό της δικαιοσύνης, την παλινδρόμηση μεταξύ σωτηρίας και απωλείας. Σε πολλές παραστάσεις είναι ελαφρά κεκλιμένη, ώστε το ανυψωμένο μέρος της είναι προς τη μεριά του σωσμένου ληστή και το χαμηλωμένο προς τον ληστή που λοιδορούσε το Χριστό.

Ο Άγιος Αυγουστίνος αναφέρει ότι ο Σταυρός, είναι ομοίωμα του δένδρου της «γνώσης του καλού και του κακού», που υπήρχε στον παράδεισο. Υπήρχε μια παράδοση που λέει ότι ήταν κατασκευασμένος από το ίδιο ξύλο. Το πρώτο δέντρο ήταν μέσον της αμαρτίας και του θανάτου, ενώ το δεύτερο, ο Σταυρός, μέσον της Ζωής. Στην ακολουθία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ακούμε «Δέντρο της Ζωής που βλάστησε πάνω στο Γολγοθά». Πραγματικά, ένα δέντρο που φαίνεται ριζωμένο στην πέτρα και εισχωρεί στο σκοτεινό άνοιγμα που φαίνεται από κάτω, στο άντρο του Άδη, όπου βρίσκεται και το κρανίο του Αδάμ, κατά την παράδοση. (Εξού και η ονομασία κρανίου τόπος).

Ένα μέρος του Σταυρού λοιπόν, βρίσκεται μέσα στη γη και το υπόλοιπο υψώνεται προς τον Ουρανό, για να ενώσει τα καταχθόντα και τα επίγεια με τα ουράνια πράγματα. Κάτω από το Σταυρό, ο παλαιός Αδάμ που μας οδήγησε στον θάνατο, και πάνω στο Σταυρό ο νέος, ο έσχατος Αδάμ, ο Χριστός, που μας οδηγεί στη ζωή. Το αρχαίο δέντρο που με τον καρπό του μας θανάτωσε, έγινε το νέο δέντρο, ο Σταυρός, που με τον καρπό που κρέμεται από αυτό, τον Χριστό, μας ζωοποίησε.

Ο Γολγοθάς παριστάνεται βραχώδης, χωρίς ίχνος ζωής, λόγω του ρόλου του ως τόπος εκτελέσεων και από άγονος τόπος, μετατρέπεται σε γόνιμο, με το δέντρο της ζωής, δηλαδή τον Σταυρό.

Η ορθόδοξη εικονογραφία δεν ιστορεί αυτόνομα τα γεγονότα, αλλά όλα έχουν μια σύνδεση και μια αλληλουχία. Είναι μέρος του έργου της Σωτηρίας. Στην εικόνα της Γέννησης του Χριστού, βλέπουμε ότι ο Χριστός γεννήθηκε μέσα στο σκοτεινό σπήλαιο, στο άντρο του Άδη, και μάλιστα η φάτνη που τοποθετήθηκε είναι ένα κτιστό μνήμα, που φανερώνει ότι ενανθρώπισε με σκοπό να πεθάνει, ώστε να καταργήσει τον Άδη. Έτσι και ο Σταυρός τοποθετείται και ριζώνει ως δέντρο ζωής, στο σπήλαιο του Άδη. Στη συνέχεια, στην εικόνα της Ανάστασης την «εις Άδου κάθοδο», ο Χριστός πατά πάνω στις συντετριμμένες πύλες του σκοτεινού σπηλαίου του Άδη, καταργώντας τον οριστικά.

Το κρανίο του Αδάμ στην εικονογραφία πρωτοεμφανίζεται τον 9ο αιώνα. Έτσι η εικόνα αποκτά έναν ακόμη, δογματικό συμβολισμό. Το κρανίο μας θυμίζει την ματαιότητα και τον εφήμερο χαρακτήρα της ζωής πάνω στη γη. Ο Σταυρός από πάνω, μας παρηγορεί δείχνοντας την αληθινή ζωή. Το αίμα του Χριστού στάζει πάνω στο κρανίο και συμβολίζει το ξέπλυμα των αμαρτιών του Αδάμ αλλά και όλων των ανθρώπων: «εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω σου αίματι». Ξεπλένεται το προπατορικό αμάρτημα με το βάπτισμα της Εκκλησίας μας. Μας θυμίζει και το βάπτισμα του αίματος των μαρτύρων. Τώρα όλοι μπορούν να ζωοποιηθούν, ακόμα και οι νεκροί. Μάρτυρες σε αυτό, οι αναστημένοι νεκροί άγιοι τη στιγμή που ο Χριστός παρέδινε το πνεύμα του πάνω στο Σταυρό. Σε κάποιες τοιχογραφικές, κυρίως, παραστάσεις, ιστορούνται αριστερά του Σταυρού ο Αδάμ, η Εύα και το δέντρο της πτώσης και δεξιά οι εγερμένοι άγιοι, που ξεπροβάλλουν από τα μνημεία.

Στα δεξιά του Χριστού εικονίζονται η Παναγία και τρείς γυναίκες που την συνοδεύουν. Όλοι οι ευαγγελιστές αναφέρονται σε αυτές. Όμως, οι περιγραφές τους δεν μας διευκολύνουν και πολύ στην ταύτιση τους. Οι ερευνητές της Καινής Διαθήκης, συγκλίνουν στο ότι είναι οι γνωστές ως «Τρείς Μαρίες»: Η Μαρία του Κλωπά (Ιωάννης) είναι η ίδια με την Μαρία, μητέρα Ιακώβου και Ιωσήφ (Ματθαίος – Μάρκος). Η Σαλώμη (Μάρκος) ταυτίζεται με την Μαρία «μητέρα των παιδιών του Ζεβεδαίου» (Ματθαίος). Και η τρίτη η Μαρία η Μαγδαληνή, που είναι η μόνη από τις τρείς που διαφοροποιείται και αναγνωρίζεται, από το έντονο κόκκινο χρώμα στο ένδυμα και την πλούσια κόμη. Όλες έχουν καλυμμένο το κεφάλι τους με μαφόριο και η μία, συγκρατεί την Παναγία. Την παρηγορούν και με ελεγχόμενη θλίψη, συμμετέχουν στο Θείο Πάθος.

Η Παναγία, βρίσκεται ανθρωπίνως, σε έσχατη θλίψη, δεν αναλύεται όμως σε δάκρυα. Συμμετέχει στο Πάθος, με αξιοπρεπή στάση. Βρίσκεται σε πλήρη κοινωνία με τον Υιό και Κύριο της, και συγκατατίθεται στην Αγάπη Του, που προσφέρεται θεληματικά στη θυσία. Τείνει να αποσπαστεί από την συντροφιά της και να πλησιάσει στο Χριστό, που και Εκείνος συγκαταβαίνει και κλίνει το κορμί του προς αυτήν. Με το αριστερό χέρι ακουμπά το πρόσωπο της και το δεξί υψώνεται προς τον Σταυρό. Η σταύρωση και ο θάνατος του Χριστού παραμένουν και για τη Θεοτόκο πραγματικό μυστήριο. Όμως αυτή, παρόλο που θρηνεί, δεν αμφιβάλλει και αναφωνεί «ει και σταυρόν υπομένεις, συ υπάρχεις ο Υιος και Θεός μου»

Από την άλλη μεριά, εικονίζονται ο νεαρός Ιωάννης και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος, Λογγίνος. Η παρουσία του Ιωάννη αναφέρεται από τον ίδιο, στο ευαγγέλιο του, όπου σώζει και την τελευταία ανθρώπινη επιθυμία Του, να πάρει την Παναγία ως μητέρα του, στο σπίτι του. Ο Ιωάννης κοιτάζει προς τα κάτω θλιμμένος και συλλογισμένος, με το μυστήριο του Πάθους. Δίπλα στον Ιωάννη, είναι ο Ρωμαίος εκατόνταρχος (Ματθαίος – Λουκάς). Ταυτίζεται με τον στρατιώτη, που με την λόγχη εκέντησε την πλευρά του Χριστού, από όπου εξήλθε αίμα και ύδωρ. Έτσι η παράδοση τον διέσωσε με το όνομα Λογχίνος ή μετέπειτα Λογγίνος. Ο Εκατόνταρχος εδώ, αντιπροσωπεύει τα έθνη που δέχονται τον Χριστό ως Θεό. Πράγματι είναι ο πρώτος μη Ιουδαίος, που αναγνωρίζοντας το μυστήριο του Πάθους, ανεφώνησε: «Αληθώς, Θεού Υιός ην ούτος» (Ματθαίος). Για αυτό, εικονίζεται με φωτοστέφανο και με υψωμένο το δεξί του χέρι, διακηρύττοντας την αλήθεια αυτή. Φορά πλουμιστή στολή και κρατά στρόγγυλη ασπίδα.

Πίσω από το Σταυρό φαίνονται τα τείχη της Ιερουσαλήμ, λίγο χαμηλά, για να μην «ενοχλούν» οπτικά, το κυρίως θέμα, τη Σταύρωση. Στις αρχαιότερες παραστάσεις, τα τείχη απουσιάζουν εντελώς. Εκεί κυριαρχούσε το βουνό, ο Γολγοθάς. Είπαμε όμως ότι αρχικά, εικονίζονταν καθαρά τα ιστορικά γεγονότα.

Αργότερα οι εικονογράφοι, πρόσθεσαν τα τείχη, καθαρά για θεολογικούς λόγους. Ο Χριστός έπαθε έξω από την αγαπημένη πόλη των Ιουδαίων. Μας προσκαλεί, λοιπόν, να τον ακολουθήσουμε: «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (προς Εβραίους). Η πρώτη εμφάνιση των τειχών, παρατηρείται τον 5ο αιώνα στην Αγία Σαββίνα της Ρώμης. Πάνω από τα τείχη κυριαρχεί ο χρυσός φόντος. Κανένα άλλο φυσιοκρατικό στοιχείο. Επιλέχτηκε αυτό από τους εικονογράφους, γιατί ο Μ. Αθανάσιος και ο Άγιος Ι. Χρυσόστομος, τονίζουν ότι η υπερκόσμια δύναμη του Σταυρού, καθαρίζει την έκταση της ατμόσφαιρας από τις δαιμονικές δυνάμεις.

Μέχρις εδώ αναφερθήκαμε στην εικόνα της Σταύρωσης όπως καθιερώθηκε μέχρι σήμερα στη λεγόμενη «Κρητική» ζωγραφική. Λιτή και αυστηρά ρυθμική σύνθεση, απεικονίζει την θεολογική και δογματική έννοια του γεγονότος και διατηρεί το χαρακτήρα της λατρευτικής εικόνας.

Από την Παλαιολόγεια εποχή, εικονίζονται αριστερά και δεξιά, δύο μικρογραφημένες γυναικείες μορφές, που ωθούνται από αγγέλους. Η μία, από δεξιά του Χριστού, νέα και όμορφη. Κρατά δισκοπότηρο, που συλλέγει το αίμα και ύδωρ από την πλευρά του Χριστού, και συμβολίζει την Καινή Διαθήκη και την ιδρυόμενη εκκλησία, που με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, συνεχίζει το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Η άλλη από αριστερά, φαίνεται ηλικιωμένη και διώχνεται από έναν άγγελο και στρέφει αγωνιωδώς το κεφάλι προς τα πίσω, ατενίζοντας τον Χριστό. Συμβολίζει την Παλαιά Διαθήκη και την καταργούμενη συναγωγή των Ιουδαίων. Πράγματι ο Χριστός, μας παρέδωσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κατά το Μ. Δείπνο.

Ο Άγιος Αυγουστίνος, λέει ότι το αίμα και ύδωρ, συμβολίζουν τα μυστήρια της Θ. Ευχαριστίας και του Βαπτίσματος. Όπως η Εύα πλάστηκε από το πλευρό του Αδάμ έτσι και τα μυστήρια αυτά προήλθαν από την πλευρά του «Νέου Αδάμ», του Χριστού. Έτσι λοιπόν, η Εκκλησία γεννήθηκε «δια του Σταυρού». Βέβαια, η Πεντηκοστή είναι η επίσημη δημόσια Εμφάνιση της Εκκλησίας και η τελείωση της, μέσω του Παρακλήτου, αφού το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που: «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας».

Από τον 6ο αιώνα, στις περισσότερες εικόνες της Σταύρωσης, δεξιά και αριστερά, πάνω από τον Σταυρό ζωγραφίζονται οι προσωποποιήσεις του ήλιου και της σελήνης (εικόνα 2). Ο ήλιος κόκκινος και η σελήνη γκρίζα, στρέφουν τις ακτίνες τους προς το Χριστό. Στα Ευαγγέλια, αναφέρεται ότι τη στιγμή της Σταύρωσης, παρόλο που ήταν μεσημέρι, σκοτάδι σκέπασε όλη τη χώρα. Οι προσωποποιήσεις των ουράνιων σωμάτων, φανερώνουν ότι όλη η φύση συμπάσχει. Ο Άγιος Αυγουστίνος μας λέει ότι η σελήνη συμβολίζει την Π. Διαθήκη και ο ήλιος την Κ. Διαθήκη. Συνυπάρχουν, ώστε η Π. Διαθήκη φωτίζεται και γίνεται κατανοητή μέσω της Κ. Διαθήκης. Και εκείνη τη στιγμή της μεγάλης Δόξας, του θανάτου δηλαδή του Χριστού στο Σταυρό, εκπληρώνονται όλες οι προφητείες.

Συχνά, πάνω από το Σταυρό εικονίζονται δύο άγγελοι θλιμμένοι, που είναι αποτέλεσμα της επίδρασης των λειτουργικών κειμένων στην εικονογραφία. Οι ουράνιες δυνάμεις συμπάσχουν.

Θα κλείσουμε την παρουσίαση και ερμηνεία της Εικόνας με το πώς και γιατί ζωγραφίζουμε το Χριστό, πάνω στο Σταυρό
Ο ορθόδοξος αγιογράφος, δεν ζωγραφίζει το Χριστό στη ανθρώπινη φύση του απομονωμένα, αλλά σε πλήρη Δόξα Θεού. Ως άνθρωπος έπασχε και θανατώθηκε, αλλά η θεότητα έμεινε αθάνατη. Παρόλο που σωματικά απέθανε, το σώμα του δεν γνώρισε τη διαφθορά, δηλαδή τη σήψη. Για αυτό, δεν παρουσιάζεται ρεαλιστικά, ως νεκρό σώμα που κρέμεται άθλια, αλλά, ως Κύριος της ζωής, σε πλήρη δόξα. Παρότι είναι νεκρός, στηρίζεται ήσυχα στα πόδια ως ζωντανός. Ως Βασιλιάς στο θρόνο του. Απευθύνεται στο πνεύμα του θεατή και όχι στο συναίσθημα του. Αρχικά ο Χριστός ζωγραφιζόταν με ανοιχτά τα μάτια (εικόνα 3), παρόλο που ήταν νεκρός, για να επισημανθεί θεολογικά, ότι ο θάνατος δεν το άγγιξε. Μετά όμως την εμφάνιση των Βογομίλων και των Παυλικιανών, που διακήρυτταν ότι ο Χριστός, φαινόταν ότι έπασχε, και όχι ότι έπασχε πραγματικά, πάλι θεολογώντας οι αγιογράφοι, άρχισαν να τον εικονίζουν με κλειστά τα μάτια (850 μ.Χ.). 
Στη Δύση, επικράτησε ο Χριστός να φέρει το ακάνθινο στεφάνι, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε κατά την αναγέννηση. Τότε εκεί επικράτησε η φυσικότητα στην παράσταση, γιατί σκοπός της Δυτικής ζωγραφικής, είναι η συγκίνηση του θεατή και όχι η μυστική του ένωση με το τελούμενο, και άρα η σωτηρία του. Για αυτό στην Ανατολή, ο Χριστός, ήρεμα, γέρνει ελαφρά το κεφάλι του στα δεξιά, σα να κοιμάται. Έχει το κορμί του μια μικρή κλίση προς τα δεξιά, σημάδι του θανάτου, όμως στηρίζεται ως ζωντανός στα πόδια του, τα οποία είναι καρφωμένο ξεχωριστά το καθένα και όχι το ένα πάνω στο άλλο, όπως ζωγραφίζεται στη Δύση. 
Από τη δεξιά πλευρά, ρέει αίμα και ύδωρ. Από τις παλάμες και τα πόδια ρέει το ζωοποιό αίμα Του, που διαποτίζει το κρανίο του Αδάμ. Τα χέρια του, εκτείνονται απαλά στο σταυρό και οι παλάμες του, είναι ανοιχτές. Και αυτό γιατί μας προσκαλεί με ανοιχτή την αγκάλη του, να τον ακολουθήσουμε. Επίσης προσκαλεί και τον θάνατο να έρθει γιατί ο Χριστός, θεληματικά έπαθε και απέθανε, και όχι αναγκαστικά. Υπάρχουν και τοιχογραφικές παραστάσεις που αποτυπώνουν το δόγμα αυτό, που δείχνουν το Χριστό, να ανεβαίνει μόνος του πάνω στο Σταυρό, με τη βοήθεια μιας σκάλας.

Μέχρι τον 8ο αιώνα ο Χριστός ζωγραφιζόταν όχι γυμνός, αλλά φορώντας ένα ολόσωμο αμάνικο ένδυμα, το κολόβιο (εικόνα 3). Αυτό είναι ανατολική παράδοση. Από σεβασμό, στην ανατολή, δεν παρουσίαζαν γυμνά σώματα, ούτε ως αγάλματα ούτε ως ζωγραφιές. Μετά την εικονομαχία, επικράτησε η μορφή που γνωρίζουμε. Το σώμα είναι γυμνό, αλλά σεμνότατο. Νεκρό μεν, αλλά ζωγραφισμένο ως ζωντανό. Μόνο ένα λευκό ύφασμα, καλύπτει την περιοχή της οσφύος, που με τις όμορφες πτυχές του, τονίζει τη ρυθμικότητα της όλης σύνθεσης. Ο Χριστός μένει γυμνός και εκφράζει τη δική μας πνευματική γύμνια. Εμείς τον γυμνώνουμε και Αυτός μας ντύνει με τον εαυτό του: «Χριστόν ενεδύσασθε».

Ο εσταυρωμένος στην ορθόδοξη εικονογραφία, είναι η ενσάρκωση του χαροποιού πένθους, της χαρμολύπης. Είναι θεός και άνθρωπος συγχρόνως. Βλέπουμε νεκρό το Χριστό και συνειδητοποιούμε την αθανασία. Η εικονογραφία συμβαδίζει με την υμνολογία. Η ζωή εν τάφω. Η Σταύρωση είναι αναστάσιμη. Όπως και τα εγκώμια της Μ. Παρασκευής, αντί να μας θλίβουν, μας χαροποιούν και ανυπομονούμε για την Ανάσταση. Με τη σειρά της, η Ανάσταση είναι Σταυρώσιμη: «Εσταυρώθης δι εμέ, ίνα εμοί πηγάσεις την άφεσιν, εκεντήθης την πλευράν, ίνα κρουνούς ζωής αναβλύσεις μοι…» μας θυμίζει ο κατανυκτικός ύμνος.

Πάνω στο Σταυρό συνυπάρχει η Ζωή και η Ανάσταση. Για αυτό, η πινακίδα πάνω από το κεφάλι του Χριστού γράφει «Ο Βασιλεύς της Δόξης» και όχι το ιστορικό αλλά και ειρωνικό Ι.Ν.Β.Ι. Το αναστάσιμο τροπάριο λέει «θανάτω, θάνατον πατήσας». Άρα, Η Σταύρωση του Χριστού δεν είναι αποτυχία του έργου Του, αλλά πλήρης επιτυχία. Είναι η νίκη του θανάτου. Είναι η Δόξα του Υιού και Λόγου του Θεού. Μην ξεχνάμε ότι εκείνη τη στιγμή βρίσκεται στον Άδη και λυτρώνει τους κεκοιμημένους. Αυτό μαρτυρεί και η ορθόδοξη εικόνα της Ανάστασης, δηλαδή «εις Άδου κάθοδος».
Καλή Ανάσταση.
Μελέτη: Δημήτρης Χρυσικόπουλος, θεολόγος-μαθηματικός
Επιμέλεια-πηγή Σοφία Ντρέκου/Αέναη επΑνάσταση


Εικόνα 1: Θεοφάνης 1546 μ.Χ.
Εικόνα 2: Διονύσιος 1600 μ.Χ. (αντίγραφο)