Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής - Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας 01 full

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

Γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής-Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος

Περί Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή - Γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας

Οδοιπορικό στα ασκητήρια του γέροντα Ιωσήφ του ησυχαστή

Επιστροφή στον Γέροντα Ιωσήφ



Το παρακάτω απόσπασμα είναι απο την εισήγηση του Μητροπολίτου Λεμεσού κ.κ. Αθανασίου, η οποία έγινε κατά το Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο "Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής - Άγιον Όρος - Φιλοκαλική Εμπειρία" στην Αθήνα στις 22-24 Οκτωβρίου 2004
Ο Γέροντας ήλθε στο Άγιον Όρος περίπου το 1920 και σε λίγο άρχισε όλη η σύγχυση και η απορία των αγιορειτών μοναχών που αφορούσε κυρίως την αλλαγή του ημερολογίου.  Αυτή η σύγχυση βρήκε τον Γέροντα ασκούμενο στη βαθυτέρα έρημο του Αγίου Όρους, στη σκήτη του Αγίου Βασιλείου, όπου το πλείστον των πατέρων με τους οποίους είχε συναναστροφή και ελάμβανε πληροφόρηση περί των γινομένων, είχαν ήδη εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, αποστασιοποιηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο λόγω ακριβώς της αλλαγής του ημερολογίου και είχαν ο καθένας προσχωρήσει σε άλλες ήδη δημιουργηθείσες ομάδες αποσχισθέντων ή στην καλύτερη περίπτωση είχαν απλώς διακόψει το μνημόσυνο του Οικουμενικού Πατριάρχου, χωρίς όμως να προσχωρήσουν στους λεγομένους και μέχρι τις ημέρες μας αποσχισθέντας ζηλωτάς.  Ο Γέροντας Ιωσήφ ως ήτο φυσικόν επόμενο, λόγω της αγιορείτικης και ερημιτικής νοοτροπίας και αυστηρότητός του, λόγω του όλου περιβάλλοντός του αλλά και προπάντων δια την απουσία προετοιμασίας και ενημέρωσης του πληρώματος της Εκκλησίας υπό των διοικούντων, στα πρώτα χρόνια της μοναχικής του ζωής προσεχώρησε στους ζηλωτάς, αφού μόνο με αυτούς καθημερινά συναναστρέφετο και όλοι οι ερημίτες κατά τη μεγάλη τους πλειοψηφία το ίδιο στην αρχή έπραξαν.  Πλην όμως πολύ σύντομα και ενώ ακόμη ήτο στη σκήτη του Αγίου Βασιλείου, όπως από τις ζώσες παραδόσεις και διηγήσεις των γερόντων μας και υποτακτικών του ακούσαμε, αλλά και όπως από τα γραπτά του διαφαίνεται, ο Γέρων Ιωσήφ άρχισε να διαισθάνεται τον τυφλό φανατισμό των ζηλωτών

Αποσπάσματα από επιστολές του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού



Ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής κοιμήθηκε το 1959 με οσιακό τρόπο την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Νέα Σκήτη του Αγίου Όρους, δηλαδή σαν σήμερα. Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από επιστολές του σε νεοελληνική απόδοση. Οι πρωτότυπες επιστολές έχουν εκδοθεί στο βιβλίο, Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, έκδ. Ιερά Μονή Φιλοθέου, Άγιον Όρος 2008 (όγδοοη έκδοση).
Περί νοεράς προσευχής – Προς νέον ερωτήσαντα περί προσευχής(αποσπάσματα από επιστολές 1 και 2)
Η πράξη της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτό σου να λες συνεχώς την ευχή με το στόμα αδιαλείπτως. Στην αρχή γρήγορα να μην προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμό μετεωρισμού. Να προσέχεις μόνο στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέει και γλυκαίνεσαι σαν να έχεις μέλι στο στόμα σου και θέλεις όλο να το λες. Αν το αφήνεις στενοχωριέσαι πολύ.
Όταν το συνηθίσει ο νους και χορτάσει -το μάθει καλά- τότε το στέλνει στη καρδιά. Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και ό,τι καλό ή πονηρό δει ή ακούσει το κατεβάζει στη καρδιά που είναι το κέντρο της σωματικής και πνευματικής δυνάμεως του ανθρώπου, ο θρόνος του νου· όταν ο ευχόμενος κρατά το νου του να μη φαντάζεται τίποτε, αλλά προσέχει μόνο στα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του τον κατεβάζει στη καρδιά και τον κρατά μέσα κλεισμένο και λέει με ρυθμό την ευχή:
– «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Στην αρχή λέει μερικές φορές την ευχή και παίρνει μία αναπνοή. Κατόπιν όταν συνηθίσει να παραμένει ο νους στη καρδιά, λέει σε κάθε αναπνοή μία ευχή με τον εξής τρόπο: Λέει το «Κύριε Ιησού Χριστέ» στην εισπνοή και το «ελέησόν με» στην εκπνοή. Αυτό ανήκει στην πρακτική μορφή της ευχής έως ότου επισκιάσει και αρχίσει να ενεργεί η Θεία Χάρη. Εάν αυτό δεν διακοπεί, με την χάρη του Χριστού, ακολουθεί η θεωρία.
Λοιπόν παντού λέγεται η ευχή· και όταν κάθεσαι και στο κρεβάτι και περπατώντας και όρθιος. «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε», λέει ο Απόστολος. Δεν προσεύχεσαι μόνο όταν πλαγιάζεις. Θέλει αγώνα· όρθιος, καθιστός. Όταν κουράζεσαι, κάθεσαι και μετά πάλι όρθιος. Να μη σε πιάνει ο ύπνος.
Αυτά λέγονται «πράξις». Δείχνεις την προαίρεσή σου στο Θεό, όλα δε εξαρτώνται απ’ αυτόν εάν σου δώσει. Χωρίς τον Θεό τίποτε δεν γίνεται. Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η Χάρις του τα πάντα ενεργεί. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη.

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάσχει από Αντιδυτικισμό, Σκοταδισμό, ή Μισαλοδοξία;




Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάσχει από Αντιδυτικισμό, Σκοταδισμό, ή Μισαλοδοξία;
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 9η Μαΐου 2016.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΣΧΕΙ ΑΠΟ  ΑΝΤΙΔΥΤΙΚΙΣΜΟ, ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟ, Ή  ΜΙΣΑΛΟΔΟΞΙΑ;
Η νεώτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα, γέννημα και θρέμμα του άθεου Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, βασισμένη πάνω στο δόγμα «μέτρον πάντων ο άνθρωπος», εξακολουθεί να κυριαρχεί σήμερα στο νου και στην καρδιά πλείστων όσων διανοουμένων της ελληνικής κοινωνίας. Ο εξευρωπαϊσμός της χώρας και η δουλική απομίμηση των δυτικών προτύπων ζωής έγινε δυστυχώς το ελκυστικό σύνθημα και όραμα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από την εποχή των Βαυαρών του Όθωνος μέχρι σήμερα, εδώ και δύο περίπου αιώνες. Ό, τι έρχεται από την Δύση είναι μεγάλο, υψηλό και ωραίο, που πρέπει να το εγκολπωθούμε πάση θυσία, έστω και αν αυτό λέγεται νομιμοποίηση της ομοφυλοφιλίας ή της κτηνοβασίας, ενώ ό, τι προέρχεται από τον ελληνορθόδοξη παράδοση και πολιτισμό μας θεωρείται αναχρονιστικό, ξεπερασμένο, σκοταδιστικό, άξιο πάσης περιφρονήσεως. Τώρα, αν οι φίλοι μας οι ευρωπαίοι της Δύσεως μας σφίγγουν την θηλιά στο λαιμό και απειλούν την Ελλάδα με οικονομική ασφυξία με αλλεπάλληλα μνημόνια, (για να δείξουν πόσο μας αγαπούν!), αυτό είναι άλλη ιστορία, που δεν πρέπει αν μας απασχολεί. Εκείνο που πρέπει να μας απασχολεί είναι ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση και πρέπει να παραμείνει στη Δύση πάση θυσία! Φυσικά, ανάμεσα στα μεγάλα, υψηλά και ωραία, που πρέπει να εγκολπωθούμε εμείς οι έλληνες είναι και ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός, που δεν πρέπει πια να θεωρούνται ως αιρέσεις, όπως εθεωρούντο επί αιώνες, αλλ’ ως γνήσιες εκκλησίες, με τις οποίες εδώ και πολύ καιρό θα έπρεπε να ενωθούμε!
Μέσα σε μια τέτοια σκοτεινή ιδεολογική ατμόσφαιρα ζώντας και αναπνέοντας ο κατά τα άλλα συμπαθής αρθρογράφος κ. Ξενοφώντας Μπρουντζάκης, όταν πληροφορήθηκε ότι κάποιοι εκκλησιαστικοί κύκλοι τόλμησαν να γράψουν με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψή του Πάπα στην Λέσβο, μερικά ελάχιστα στοιχεία γύρω από την φοβερή αίρεση του Παπισμού, θεώρησε καθήκον του να εκτονωθεί γράφοντας ένα άρθρο στην εφημερίδα «ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ» (21.4.2016),με θέμα: «Οι σκοτεινές ρίζες του αντιδυτικισμού στη χώρα μας». Γράφει: «Οι ανατριχιαστικές αντιδράσεις μισαλλοδοξίας ορισμένων ορθόδοξων ιεραρχών φέρνουν στο φως για ακόμα μία φορά τον αβυσσαλέο σκοταδισμό του εγχώριου εκκλησιαστικού κατεστημένου, το οποίο κρατά ανοιχτούς (ανύπαρκτους) λογαριασμούς με τον καθολικισμό από την εποχή της Συνόδου της Φεράρας - Φλωρεντίας (1438-1439), της οποίας το αποτέλεσμα ήταν να ψηφιστεί η Ένωση των δύο Εκκλησιών, αλλά εξαιτίας των αντιδράσεων στην Κωνσταντινούπολη να μη γίνει πράξη ποτέ…». Ούτε λίγο ούτε πολύ η Εκκλησία, κατά τον αρθρογράφο, πάσχει από «μισαλλοδοξία», από «αβυσσαλέο σκοταδισμό» και «κρατά ανοιχτούς (ανύπαρκτους) λογαριασμούς με τον καθολικισμό», επειδή οι αποφάσεις της ψευδοσυνόδου Φεράρας – Φλωρεντίας, (1438-1439), δεν έγιναν πράξη ποτέ εξ’ αιτίας  των αντιδράσεων του λαού στην Κωνσταντινούπολη. Παρά κάτω προσθέτει: «Στη Φλωρεντία, το δίχως άλλο, χάθηκε μια τεράστιας σημασίας πολιτική δυνατότητα σωτηρίας του ελληνισμού, ώστε να μην πέσει η Ανατολική Αυτοκρατορία στα χέρια των Οθωμανών, πράγμα που θα επιτυγχάνετο μέσα από την Ένωση των Εκκλησιών και τη συνεπακόλουθη βοήθεια των δυτικών στη διάσωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Δεν γνωρίζουμε αν ο κ. Μπρουντζάκης είναι βαπτισμένος Ορθόδοξος ή αν ανήκει σε άλλη χριστιανική ομολογία, ή θρησκεία. Πάντως οι παραπάνω χαρακτηρισμοί συνιστούν βαρύτατη βλασφημία κατά της Εκκλησίας, μαρτυρούν πλήρη αποξένωση από την ζωή της Εκκλησίας και πλήρη άγνοια του έργου και της αποστολής της. Η Εκκλησία ούτε μισαλλόδοξη υπήρξε ποτέ, ούτε σκοταδιστική, διότι ο ιδρυτής της, ο Ιησούς Χριστός, με την ανάστασή του απέδειξε, ότι είναι ο νικητής του θανάτου, ο ενανθρωπίσας Θεός, «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω,14,6), «το φως του κόσμου» (Ιω.8,12). Κατ’ επέκταση και η Εκκλησία του που είναι το σώμα του Χριστού είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄Τιμ,3,15).Ο Χριστός και η Εκκλησία δεν μισεί τον άνθρωπο που βρίσκεται στην πλάνη και την αίρεση αλλά το ψεύδος, που είναι πνευματικό σκοτάδι, το οποίο προέρχεται από τον διάβολο. Ο Χριστός επειδή είναι «το φως του κόσμου» δεν έχει καμία σχέση με το πνευματικό σκότος και με οποιαδήποτε μορφή σκοταδισμού. Το φως και το σκότος είναι τελείως αντίθετα μεταξύ τους και το ένα αναιρεί το άλλο. Η παρουσία του φωτός διώχνει το σκότος, ενώ η παρουσία του σκότους μαρτυρεί την απουσία του φωτός.
Ο ισχυρισμός ότι δήθεν η Εκκλησία «κρατά ανοιχτούς (ανύπαρκτους) λογαριασμούς με τον καθολικισμό» δεν έχει κανένα έρεισμα, είναι πέρα για πέρα εσφαλμένος. Κατ’ αρχήν ο καθολικισμός δεν είναι εκκλησία και επομένως δεν μπορούμε να μιλάμε για «ένωση των Εκκλησιών», διότι η Εκκλησία είναι αδύνατον να ενωθεί με την αίρεση, όπως είναι αδύνατον να ενωθεί η αλήθεια με το ψεύδος, ή το φως με το σκοτάδι. Η αίρεση ως πνευματικό σκότος αποξενώνει τον άνθρωπο από το φως - Χριστό και τον οδηγεί στην απώλεια, στον πνευματικό θάνατο. Γι’ αυτό και η Εκκλησία προκειμένου να προφυλάξει τα μέλη της από τον κίνδυνο της αιρέσεως και του πνευματικού θανάτου, θεωρεί χρέος της να επισημάνει την αίρεση και να την καταπολεμήσει με κάθε τρόπο. Να αποκόψει από το σώμα της τους αμετανόητους αιρετικούς και να τους αναθεματίσει, για να μην μεταδώσουν το δηλητήριο της πλάνης και στα υπόλοιπα μέλη της, όπως ακριβώς ο χειρουργός κόβει το μέλος εκείνο του σώματος, που έχει πάθει γάγγραινα. Αυτή την τακτική κρατούσε πάντοτε η Εκκλησία διά μέσου των αιώνων και την ίδια τακτική οφείλει να κρατήσει και σήμερα  απέναντι στην αίρεση του Παπισμού. Η αποστροφή της λοιπόν προς την αίρεση του Παπισμού δεν σημαίνει ότι έχει «ανοιχτούς λογαριασμούς με τον καθολικισμό».
Ισχυρίζεται ακόμη ότι υπήρξε τραγικό λάθος το γεγονός ότι δεν επετεύχθη η Ένωση των Εκκλησιών μετά την ψευδοσύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας, ότι έτσι χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία να εξασφαλίσει το Βυζάντιο στρατιωτική βοήθεια από τον Πάπα και τους δυτικούς και έτσι να σωθεί ο Ελληνισμός από την λαίλαπα των Οθωμανών. Και για να στηρίξει τον ισχυρισμό του παρουσιάζει ορισμένα ιστορικά στοιχεία της εποχής εκείνης. Κατ’ αρχήν ο συγγραφέας κάνει το βασικό λάθος να κρίνει τα εκκλησιαστικά γεγονότα με πολιτικά κριτήρια. Θέλει την Εκκλησία δούλη πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η σωτηρία της πατρίδος για τον συγγραφέα γίνεται ύψιστος σκοπός και τοποθετείται πάνω από την αλήθεια της πίστεως. Προκειμένου να σωθεί η πατρίδα οφείλει η Εκκλησία να ενωθεί με την αίρεση, η αλήθεια με το ψεύδος. Αν γινόταν όμως αυτό τότε η Εκκλησία θα έπαυε πλέον να είναι Εκκλησία θα έχανε την αλήθεια - Χριστό και δεν θα είχε την δυνατότητα να σώσει τον άνθρωπο. Σε τελική ανάλυση θα έπρεπε η Εκκλησία να θυσιάσει την αιώνια πατρίδα, την Βασιλεία των ουρανών, για να σώσει την επίγεια πατρίδα.
Πέραν αυτών αγνοεί, ή αποσιωπά ουσιώδεις πλευρές των γεγονότων, που συνδέονται με την εν λόγω ψευδοσύνοδο και δεν παραθέτει τα γεγονότα με ιστορική αντικειμενικότητα, με αποτέλεσμα να αδικεί την αλήθεια. Ας εξετάσουμε τα πράγματα από καθαρά ιστορική σκοπιά. Ο παπικός θεσμός την εποχή εκείνη, (15ος αιώνας), βρισκόταν σε πρωτοφανή παρακμή λόγω της προηγηθείσης «βαβυλώνιας αιχμαλωσίας» του στην Αβινιόν, (1309-1378), και των τραγικών συνεπειών του μεγάλου παπικού σχίσματος, (1378-1414). Οι μεταρυθμιστικές Σύνοδοι της Πίζας (1409), της Κωνσταντίας (1414-1418), και της Βασιλείας (1431-1449) αποδυνάμωσαν έτι περαιτέρω την παπική αυθεντία, (ενώ ενίσχυσαν τον Συνοδικό Θεσμό), και σχεδόν εκμηδένισαν την δυνατότητα να επηρεάσει ο τότε Πάπας Ευγένιος ο Δ΄ τους ηγεμόνες της Δύσεως και να τους πείσει να στείλουν στρατιωτική βοήθεια στην Ανατολή. Επί πλέον ολίγο πριν από την υπογραφή της ψευδοενώσεως της Φεράρας – Φλωρεντίας, (Ιούλιος 1439), προηγήθηκε η απόφαση της Συνόδου της Βασιλείας, (Ιούνιος 1439), να καθαιρέσει τον Πάπα Ευγένιο. Έτσι οι υποσχέσεις του Πάπα στον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Η΄ τον Παλαιολόγο για στρατιωτική βοήθεια παρέμειναν κενό γράμμα, δεν έγιναν πράξη ποτέ. Αυτό φάνηκε και από τα γεγονότα που επακολούθησαν. Από την ψευδοένωση Φεράρας – Φλωρεντίας μέχρι την άλωση της Πόλης, (1453), μεσολάβησαν δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ο Πάπας και η Δύση είχαν όλο το χρόνο μέσα σ’ αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια να οργανώσουν μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη και να την αποστείλουν στην Πόλη για να αποτρέψουν την άλωσή της. Ματαίως περίμενε ο αυτοκράτορας βοήθεια, η οποία δεν έφθασε ποτέ. 
Παρά κάτω ομιλεί με πολλή καύχηση για την «ουσιαστική συμβολή των Ελλήνων στη διάδοση των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων στον δυτικό κόσμο», την διάδοση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη από λόγιους της Ανατολής που ήρθαν στη Δύση. Φαίνεται όμως ότι αγνοεί την σημασία και τον ρόλο της κατά πολύ αρχαιότερης φραγκολατινικής παραδόσεως, η οποία ήδη από τον 6ο αιώνα άρχισε να εξαπλώνεται στη Δύση και να εκτοπίζει προοδευτικά την ελληνοχριστιανική παράδοση των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων Ρωμιών της Δύσεως, που ήταν γνήσιοι Ορθόδοξοι. Αγνοεί ότι αυτή η φραγκολατινική παράδοση υπήρξε ο πρόδρομος της μετέπειτα αναπτυχθείσης Σχολαστικής Θεολογίας, (που είναι μια καρικατούρα της Ορθόδοξης Πατερικής Θεολογίας), αλλά και το υπόβαθρο του μετέπειτα αναπτυχθέντος στην Δύση Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Αποσιωπά, ή αγνοεί ότι η φραγκολατινική παραδοση κατέστη έκτοτε ο μεγάλος αντίπαλος της ελληνοχριστιανικής. Ενδεικτικά αναφέρουμε το κλασικό έργο του βασιλέως των Φράγκων Καρλομάγνου με τίτλο «Contra Grecorum», (Εναντίον των Ελλήνων). Στο έργο αυτό μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης το βαθύ μίσος του κατά των Ρωμιών και της Ορθοδοξίας μας. Ένα μίσος, που θα συνεχίζεται έκτοτε απαραμείωτο μέχρι σήμερα και θα εκφράζεται με πολλούς και ποικίλλους τρόπους, κρυφά ή φανερά, απέναντι σε ο, τιδήποτε θυμίζει Ρωμιοσύνη και Ορθοδοξία.
Το μίσος αυτό φάνηκε ξεκάθαρα σ’ όλο του το μεγαλείο στις σταυροφορίες και προ πάντων στην τέταρτη, (1204), κατά την οποία τα φραγκολατινικά στρατεύματα κατέλυσαν, διέλυσαν και κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και όλη την Ορθόδοξη Ανατολή, με τις ευλογίες και με την άφατη χαρά του τότε Πάπα Ιννοκέντιου του Γ΄. Προχώρησαν δε σε τέτοιους βανδαλισμούς και καταστροφές στην Πόλη, που ξεπερνούν ακόμη και τις θηριωδίες των Τούρκων κατά την άλωση της Πόλης. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Βλ. Φειδάς: «Επί τρείς ημέρες [η πόλη] εγκαταλείφθηκε στη βαρβαρική διάθεση των κατακτητών, οι οποίοι όχι μόνο λεηλάτησαν και σύλησαν τα πάντα, αλλά και εξετράπησαν σε κάθε είδους βιαιότητες, ή και βαρβαρότητες εναντίον του τοπικού πληθυσμού». (Εκκλησιαστική Ιστορία, τομ. Β΄, σελ.567). Τόσο πολύ λοιπόν μας αγαπούν οι Φράγκοι!
Παρακάτω γράφει: «Ας απαντήσουν οι… θιγόμενοι ιεράρχες για τον καταδικαστικό ρόλο που έπαιξε η Εκκλησία εναντίον της εθνικής παλιγγενεσίας, εναντίον της απελευθέρωσης της χώρας – και για το πώς κατέχει την τεράστια περιουσία της (βάσει ποιου δικαίου και ποιων συμβολαίων)»! Ανατριχιάζει κανείς διαβάζοντας τέτοιου είδους δηλώσεις, που μαρτυρούν, παχυλή άγνοια της ιστορίας, ή ωμή διαστροφή της ιστορικής αλήθειας. Η Εκκλησία, όχι μόνο δεν έπαιξε καταδικαστικό ρόλο εναντίον της εθνικής παλιγγενεσίας, αλλά αντίθετα ήταν ο μπροστάρης στον αγώνα για την απελευθέρωση του έθνους, Ήταν η ψυχή του αγώνος. Τα δε μοναστήρια ήταν τα κάστρα και τα προπύργια των οπλαρχηγών της επαναστάσεως. Χιλιάδες ήταν οι κληρικοί και οι νεομάρτυρες που έχυσαν το αίμα τους για την ελευθερία της πατρίδος και πότισαν το δένδρο της ελευθερίας, από τον άγιο Γρηγόριο τον Ε΄ μέχρι τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό και μέχρι τον τελευταίο παπά του τελευταίου χωριού της υπόδουλης πατρίδας.  
Τέλος κλείνει το άρθρο του με μια απίστευτη δήλωση κατά της Εκκλησίας: «Οι ευτελείς δηλώσεις των φαρμακερών δεσποτάδων αποτελούν ακόμα ένα πλήγμα εναντίον του ευρωπαϊκού προσώπου της χώρας, εναντίον του δυτικού πολιτισμού και της ανεξιθρησκείας. Ντροπιάζουν για μία ακόμα φορά τον πολιτισμό του τόπου μας»!
Κατ’ αρχήν για ποιο «δυτικό πολιτισμό» μας μιλάει; Γι’ αυτόν που γέννησε δύο παγκοσμίους πολέμους με ανείπωτες καταστροφές και εκατομμύρια θύματα; Για τον πολιτισμό του Χίτλερ που έκανε τους Εβραίους σαπούνι στα στρατόπεδα του Νταχάου, ή για τον πολιτισμό του Στάλιν και του Λένιν, που έστελναν στα στρατόπεδα της Σιβηρίας εκατομμύρια αθώους χριστιανούς. Μήπως εννοεί τον πολιτισμό του Κροάτη Καρδινάλιου Α. Στέπινατς, ο οποίος με τις ευλογίες του Πάπα αφάνισε έναν ολόκληρο λαό, τον Ορθόδοξο Σερβικό λαό; Μήπως εννοεί τον πολιτισμό των ευρωπαίων της Ε.Ε. που θέσπισαν με νόμο την κάθε «ανωμαλία», την κάθε σεξουαλική διαστροφή, ακόμη και την κτηνοβασία; Μήπως εννοεί τον πολιτισμό των ευρωπαίων που μ’ ένα πρωτοφανή κυνισμό και μια παγερή αδιαφορία έκλεισαν τις καρδιές τους και τις πόρτες των συνόρων τους προς τους μετανάστες της Συρίας, μένοντας ανάλγητοι στον πόνο και στο δράμα τους; Και κάτι ακόμη. Τα τελευταία έξι χρόνια, που η πατρίδα μας δεινοπαθεί και ο λαός μας βρίσκεται στην θανατερή μέγγενη της αναλγησίας των ευρωπαίων εταίρων μας, φταίνε οι «οι ευτελείς δηλώσεις των φαρμακερών δεσποτάδων»; Ποιοι «ντροπιάζουν για μία ακόμα φορά τον πολιτισμό του τόπου μας», δίνοντας «γη και ύδωρ» στους άπληστους νεοβάρβαρους τραπεζίτες και κυβερνώντες της δυτικής Ευρώπης; Οι δεσποτάδες, ή οι πολιτικοί μας, οι οποίοι μας υποδούλωσαν ολοκληρωτικά στους «πολιτισμένους» ευρωπαίους; Όπως εύστοχα παρατηρεί σύγχρονος δημοσιογράφος, τo ανίκανο πολιτικό προσωπικό ζει και κινείται σ’ ένα δικό του κόσμο που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα που καλείται να διαχειριστεί. Είναι τέτοια η σαπίλα του πολιτικού συστήματος, που η δυσοσμία του πνίγει τα πάντα γύρω μας.
 Έχει ακούσει κάτι για την περίφημη «διάσωσή» μας, σύμφωνα με την οποία οι «πολιτισμένοι» εταίροι μας, μας «φέσωσαν» 250 δις ευρώ για τη διάσωση των αμαρτωλών τραπεζών τους; Παραδώσαμε τα πάντα στους τοκογλύφους δανειστές μας, (και όταν λέμε δανειστές, για να μην ξεχνιόμαστε, εννοούμε τους ανθρώπους εκείνους που αποτελούν την αφρόκρεμα του σημερινού δυτικού πολιτισμού), παραδώσαμε τα σπίτια μας, τις επιχειρήσεις μας, τον υποθαλάσσιο πλούτο μας, τα σύνορα, τα όσια και ιερά της φυλής μας, τα πάντα. Και αναρωτιόμαστε, τι άλλο θέλουν τελικά για να χορτάσουν οι βάρβαρες ορδές των πολιτισμένων!!! γερμανικών δυνάμεων κατοχής. 
Μιλάει ακόμη και για «ανεξιθρησκία» ως κατάκτηση του δυτικού πολιτισμού. Είναι τόσο ανιστόρητος ώστε δεν έχει ακούσει τίποτε για το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (313), που καθιέρωσε ο μεγάλος άγιος της Εκκλησίας μας ο Μέγας Κωνσταντίνος, και μάλιστα σε μια εποχή που στην δυτική Ευρώπη κατοικούσαν πάνω στα δένδρα, τρέφονταν με βελανίδια και θυσίαζαν τα παιδιά τους στους δαιμονοθεούς των Δρυΐδων;
Περαίνοντας, διαπιστώνουμε ότι ο συγγραφέας αδυνατεί να αντιληφτεί ότι ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός κατάντησε σήμερα η πλέον χυδαία κακοποίηση του δικού μας ελληνορθόδοξου πολιτισμού. Ότι ο πολιτισμός αυτός έχει πλέον χρεοκοπήσει οριστικά και ανεπανόρθωτα. Ένας πολιτισμός, κ. Μπρουντζάκη, που δεν διαπνέεται από στοιχειώδη ανθρωπιά και αγάπη προς τον πλησίον, δεν αξίζει να ονομάζεται πολιτισμός! Και τούτο διότι η ψυχή του πολιτισμού είναι ο πολιτισμός της ψυχής. Για τους σύγχρονους «προοδευτικούς» λόγο έχουν μόνον αυτοί, ενώ οι «καθυστερημένοι» οφείλουν να σιωπούν! Αλλά τι μπορεί να περιμένει κανείς από ανθρώπους που κόβουν στα μέτρα τους την ιστορία για να προβάλλουν τις κάθε λογίς ιδεοληψίες τους; 
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ



 

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
Επιμέλεια κειμένου: Αρχιμ. Αλέξανδρος Μοστράτος, Ιεροκήρυξ

    Κορυφαία έκφραση της αληθινής κατά Χριστόν ζωής του κάθε συνειδητού πιστού και πιο πολύ του πραγματικού και τελείου Ιερέως, αποτελεί η ζωή και το έργο του αγίου Ιερέως Νικολάου του Πλανά, αγίου των ημερών μας.
Η ωραία, η εύανδρος και αγιοτόκος Νάξος, είχε την θεία εύνοια και ευλογία να είναι η Γενέτειρά του. Γεννήθηκε το έτος 1851. Οι γονείς του, Καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και καλοκάγαθοι, όπως όλοι οι νησιώτες, και εύποροι. Είχαν και ένα εμπορικό καΐκι, που πήγαινε από τη Νάξο στην Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μέσα σε κάποιο από τα κτήματα τους είχαν και ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο.
Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς από βρεφικής ηλικίας ήταν αγιασμένος. Τις περισσότερες φορές ως παιδί ήταν στον Ιερό αυτό Ναό και περνούσε πολλές ώρες εκεί ψάλλοντας όσα ήξερε και φορώντας πολλές φορές, αντί ιερατικού φελωνίου, κάποια σεντόνι, μιμούμενος τούς Ιερείς. Μια μέρα έψαλλε τόσο κατανυκτικά, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό των περαστικών.
Η όλη του ζωή από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με την χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, εγνώριζε τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη, και το είπε στους γονείς του.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του - πατέρα της μητέρας του - ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να διαβάζει το Ιερό Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και τον διακονούσε στο Ιερό Βήμα, ενώ παράλληλα δεχόταν τα νάματα της Θείας Λατρείας.
Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες.
Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ.
Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός. Σε ηλικία δέκα επτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα απέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Και στην Ενορία αυτή και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης υπηρέτησε. Στον Άγιο Ελισσαίο λειτουργούσε καθημερινά.
Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο λειτουργός ο άγιας του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλωσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Όλοι εσέβοντο τον άγιο Νικόλαο, επίσημοι και αφανείς.
Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Βοηθούσε νεαρούς Διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά όσους είχαν ανάγκη.
Υπήρξε ο ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες του τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός του, κέντρο της ζωής του η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης.
Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι. Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι την 14η . Επίσης και των Ταξιαρχών ενήστευσε από τη 1η μέχρι και την 8η Νοεμβρίου.
Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνεδίαζε την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα.
Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως άριστα κατείχε την σοφία του Θεού.
Ο Θεός εδόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του. Εθεράπευε ασθενείς, απεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.
Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε προσφορά στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να οδηγηθεί στην αιώνια και αληθινή ζωή.
Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι οικείοι του τον φρόντισαν. Αλλά παρ' όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η υγεία του.
Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές. Είπε:
"Τον δρόμον τετέλευκα!". "Δόξα σοι ο Θεός!". "Η Θείο Χάρη να σας ευλογεί"
...και άλλα, και άφησε τον κόσμο αυτό.
Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου της Οδού Βουλιαγμένης, εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο!
Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού.
Η Αγία μας Εκκλησία ανεκήρυξε και επισήμως ως άγιο τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά κατά την 135 η Συνοδική Περίοδο (1991-1992) του Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, με εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ.κ. Νικοδήμου, και βεβαίως με την φροντίδα του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ.κ. Αμβροσίου.
Αναμφίβολα, είναι πολύ ωφέλιμο το να παρουσιόζονται στις μέρες μας ζωντανά πρότυπα, παραδείγματα που ενσαρκώνουν τον αληθινό τρόπο ζωής, δηλαδή τον τρόπο της κατά Χριστόν Ορθοδόξου ζωής.
Μεταξύ αυτών των σπουδαίων αγίων παραδειγμάτων, είναι και το παράδειγμα της ζωής του μεγάλου Ναξιώτη, του επιλέκτου τέκνου της Νάξου και της Ορθοδοξίας, του αγίου συμπατριώτη μας Ιερέως Νικολάου του Πλανά. Του αγίου, που δεν έζησε στα παλιά χρόνια, αλλά έζησε μόλις πριν εξήντα επτά χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί ηλικιωμένοι που ίσως τον θυμούνται, άρα είναι σύγχρονός τους.
Έτσι, ο υπεράξιος, ο εκλεκτός, ο άγιος αυτός ιερέας του Υψίστου. με την πάμφωτη ζωή του, φωτίζει άπλετα και τον δρόμο της δικής μας ζωής.
Η παρουσία του στην τοπική μας Εκκλησία, η διακονία του στον ευρύτερο χώρο της Εκκλησίας, η μαρτυρία του μέσα στην Ορθοδοξία, είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός, που πρέπει να αποτελέσει για όλους μας και μάλιστα για τους ιερείς μας κανόνα, υπογραμμό και πρότυπο πορείας.
Η ζωή του ας μας εμπνέει και οι άγιες ευχές του ας μας στηρίζουν. Αμήν.
 
Παραθέτουμε ελάχιστα από τα πολλά θαυματουργικά περιστατικά της ζωής του αγ. Νικολάου.

Εμφάνιση των αγ. Ιωάννου και Παντελεήμονος.

Κατά το έτος 1923 ένα πνευματικοπαίδι του εξαιρετικώς αγαπημένο από τον γέροντα, άνθρωπος γεμάτος από υγεία και δράση, έπαθε διάρρηξη σκωληκοειδίτιδος και έζησε οκτώ ημέρες. Μέσα σ' αυτές τις λίγες ημέρες ο άγ. Νικόλαος «κατέβασε» τον ουρανό στη γη, από την αδιάκοπη και εγκάρδια προσευχή για να ζήσει το αγαπημένο του παιδί. Το βράδυ, όταν πήγε στο σπίτι του, λέει καταλυπημένος στους δικούς του: «Ο Ηλίας θα πεθάνει, μου το είπαν ο άγ. Ιωάννης και ο άγ. Παντελεήμων».

Πέρασαν τρεις μήνες, ώσπου να μπορέσει η αδελφή του θανόντος -λόγω του πένθους- να τον ρωτήσει πως ακριβώς είδε την οπτασία. Της λέγει, λοιπόν, ότι «την ώρα που λειτουργούσα, είδα απέναντι, όπισθεν της αγ. Τραπέζης, τον άγ. Ιωάννη και τον άγ. Παντελεήμονα και μου είπανε: "Διαβιβάσαμε την αίτησή σου στον Δεσπότη Χριστό, ο Οποίος μας είπε ότι θα πεθάνει". Ανωτέρα διαταγή, μου είπανε».

Δεν πατάει στη γη.

Δύο μικροί φίλοι, καθώς βάδιζαν στο δρόμο, συνάντησαν τον άγ. Νικόλαο. Ο ένας από τους δύο ήταν τύπος αγαθός· και επειδή ήταν αγαθός οι φίλοι του τον έλεγαν βλάκα, αλλά δεν συνέβαινε αυτό, ήταν απλώς αθώος και πολύ θρησκευόμενος.

Στο δρόμο που συνάντησαν τον άγ. Νικόλαο, λέει ο αγαθός στον φίλο του: «Κοίταξε να δείς, ο παπάς δεν πατάει στη γη»! Και ο μεν αγαθός έβλεπε τον Άγιο 30 πόντους πάνω από το έδαφος, ο δε άλλος δεν μπορούσε να τον δεί.

Επάνω σε σύννεφο. 

Το 1920, την ημέρα των Χριστουγέννων, λειτουργούσε ο άγ. Νικόλαος στον Ι. Ναό του αγ. Ιωάννου Βουλιαγμένης. Κοινώνησε μια δεκαπεντάχρονη ονόματι Ιουλία και μια κυρία κοινώνησε το βρέφος της, και μετά το δίνει στην Ιουλία για να κοινωνήσει και η ίδια. Παίρνοντας το βρέφος η Ιουλία στα χέρια της, γυρίζει το βλέμμα της προς τον ιερέα και παραλίγο να της φύγει το παιδί από τα χέρια. Της λέει τότε η κυρία: «Πρόσεξε, τι έπαθες;». Και η Ιουλία της απαντά: «Βλέπω τον παπά να στέκει πάνω σ' ένα σύννεφο».

Χαίροις ο της Νάξου θείος βλαστός και των Ιερέων ο εν πάσιν υπογραμμός, ελεημοσύναις, νηστείαις, αγρυπνίαις και προσευχαίς σχολάζων, πάτερ Νικόλαε.
 
Ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς εορτάζει κατά την καθιερωμένη Πανήγυρη της 2ας Μαρτίου. Εάν η ημέρα της Εορτής συμπίπτει κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, τότε η Μνήμη του εορτάζεται κατά την επομένη Κυριακή.
Ωσαύτως, εορτάζει την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την καθιερωθείσα προσφάτως Σύναξη των Πέντε Αγίων της Παροναξίας, η οποία τελείται στον νεόδμητο Ι. Ναό των Ναξίων Αγίων Νικοδήμου του Άγιορείτου και Νικολάου του Πλανά ‚στην πόλη της Νάξου.
Ακόμη, την Τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στην Πάρο, όπου επίσης τελείται η Σύναξη των Αγίων.
Οι Ασματικές Ακολουθίες του Αγίου Νικολάου του Πλανά, οι οποίες ευρίσκονται σε λειτουργική χρήση, συντάχθηκαν από τον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο, και από τον Αρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ηγούμενο της Ι. Μονής Λειμώνος Λέσβου.

 
 
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Ι.Μ.Παροναξίας

 ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ    www.egolpion.com
27  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2011

Άγιος Νικόλαος Πλανάς: «Ερημίτης εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως»





ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
 «Ερημίτης εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως»


      Ο πατέρας του πέθανε νέος, τον άφηκε 14 ετών. Τον πήρε η μητέρα του μαζί με μια αδελφή και ήλθανε στας Αθήνας, αι οποίαι Αθήναι, μας έλεγε, άρχιζαν από την Ακρόπολη και έφθαναν ως την Παναγία τη Βλασσαρού.

Τον πάντρεψε η μητέρα του ετών 17. Μετά πέντε έτη εχειροτονήθη ιερεύς εις την εκκλησίαν του Προφήτου Ελισαίου το 1884. Δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν ένας πατριώτης του τον παρεκάλεσε να τον λυπηθή γιατί κινδύνευε η περιουσία του από χρέος. Αμέσως προσεφέρθη ο πονόψυχος να βάλη την περιουσίαν του ενέχυρον, για να σωθή ο πλησίον του, ώσπου τού την επήρανε και ησύχασε. Απαλλαγείς λοιπόν από τις κοσμικές και κτηματικές φροντίδες, επεδόθη ες ολοκλήρου, ψυχή τε και σώματι εις την ζωήν των μεγάλων ασκητών της ερήμου, εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως των Αθηνών.

     Κατ' αρχήν έγινε εφημέριος εις τον Άγιον Παντελεήμονα, εις τον Νέον Κόσμον. Η ενορία του απηρτίζετο από... 13 οικογένειας. Εις το διάστημα της εφημερίας του, τον επεσκέφθη ένας ιερεύς άνευ ενορίας, τον παρεκάλεσε να συλλειτουργήσουν, και αυτός ως καλός και αγαθός τον εδέχθη ολοψύχως. Αυτός όμως ο ιερεύς τα συνεφώνησε με τούς τότε επιτρόπους της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονος, τον έδιωξαν και τον έστειλαν εις την εκκλησίαν τού Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης (τον «Κυνηγόν», ως τον έλεγαν τότε). Η ενορία της εκκλησίας αυτής απηρτίζετο από... οχτώ οικογενείας! Και η πληρωμή τού ιερέως ήτανε ένα κομμάτι κρέας από το μανάρι των Απόκρεω ή των Χριστουγέννων. Αυτό δεν τον πείραζε, είχε κεφάλαιον την νηστείαν.  Αρκεί να είχε εκκλησία να λειτουργή.
     Αυτός ο διωγμός από την εκκλησία τού Αγίου Παντελεήμονος τού έφερε μεγάλο ψυχικό πόνο. Μια βραδιά, φεύγοντας από τον Άγιο Ιωάννη για να πάη στο σπίτι του, έκλαιγε στο δρόμο. Έρημος ο τόπος τότε.
Βλέπει άξαφνα στο δρόμο ένα νεαρό παλληκάρι και τού λέγει: Τι κλαις, πάτερ μου;
- Κλαίω, παιδί μου, γιατί με διώξανε από τον Άγιο Παντελεήμονα.
- Μη λυπείσαι, πάτερ μου, και εγώ είμαι πάντοτε μαζί σου.
Τού λέγει: Ποιος είσαι συ, παιδί μου;
- Εγώ, τού λέγει, είμαι ο Παντελεήμων, πού μένω στον Νέο Κόσμο- και τον έχασε αμέσως από εμπρός του. Αυτήν την οπτασίαν την διηγείτο ο ίδιος επί λέξει εις μίαν κόρη της συνοδείας του.

ΜΑΡΘΑ μοναχή
    Πηγή περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 16 (από το βιβλίο Ο παπα  Νικόλας Πλανάς  Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com

Άγιος Νικόλαος Πλανάς: Γνωρίζω έναν ιερέα εις τας Αθήνας




ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
Γνωρίζω έναν ιερέα εις τας Αθήνας
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

     Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωρία. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον.
      Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων. Διά πάσαν ιεροπραξίαν αν τού δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν τού δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Διά τρεις δραχμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθίαν, Λειτουργίαν, Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν τού δώσης μόνο δύο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ τού το δώσης, το κρατεί διά πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρεις χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία αλλάς δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός τού ιερού, από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.

      Μίαν φοράν έτυχε να χρωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πλήρωση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς. Όλα εις χαλκόν. Επί δύο ώρας εμετρούσεν, εμετρούσεν, εμετρούσεν και δεν ημπορούοε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος εις άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και τού τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσότερας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον, τας περισσότερας εσφαλμένας. Θα ειπείτε, διατί η αντίθεσις αύτη; Αλλά τας ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ' εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν τού Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ ή δις ή, το πολύ, τρις τού έτους, εξαιρέσει ωρισμένων περικοπών συχνά, άλλ' ατάκτως επανερχομένων, ως εις τούς Αγιασμούς, εις τας Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά και όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου τού εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθήσαμεν και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος• Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος τού πρώτου Μακαρισμού τού Σωτήρος.
Τώρα υποθέσατε ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχε εξέλθει από ιεροδιδασκαλείον, παλαιόν ή νέον,θα είχε διαφοράν επί το βέλτιον; Θα ήτο πασαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσοτέραν οίησιν και αξιώσεις; Θα ήτο δια τούτο καλύτερος;
 
Πηγή περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 16
(από το βιβλίο  Ο παπα  Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.c

Η ΑΠΛΟΤΗΤΑ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ





Η ΑΠΛΟΤΗΤΑ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ
Του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
 
     Ο άγιος Παπά-Νικόλας Πλανάς διακρινόταν για την μακαρία απλότητα στις ενέργειές του, τις κινήσεις του, την συμπεριφορά του και την εν γένει εκκλησιαστική του ζωή. Αυτή η απλότητα ήταν και έκφραση τού χαρακτήρος του, αλλά κυρίως και προ παντός ήταν έκφραση της λειτουργικής και ασκητικής του εμπειρίας. Δεν επρόκειτο μόνο για μια εξωτερική απλότητα στους τρόπους, αλλά κυρίως για απλότητα που προερχόταν από την ενότητα και την καθαρότητα τού εσωτερικού του κό­σμου.
Θα τονισθούν μερικά σημεία αυτής της απλότητας τού αγίου Νικολάου Πλανά και στη συνέχεια θα εξηγηθή θεολογικά και λειτουργικά.
 1. Η αγία απλότητα
 Το βιβλίο που εξε­δόθη για τον άγιο παπα-Νικόλα Πλανά που είναι βιογραφία τού Αγίου από μια μαθήτριά του, την μοναχή Μάρθα, κα­τά κόσμο Ουρανία Πα­παδοπούλου, φέρει ως τίτλο ο «απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων». Ήταν ένας απλός ποιμήν που παιδαγωγούσε μερι­κά απλά και απονήρευτα πρόβατα. Αυτό φαίνεται καθαρά σε όλο το βι­βλίο. Τον χαρακτηρισμό αυτόν έδωσε ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου και είναι γραμμένος στη εισαγωγή τού βιβλίου αυτού.
 Πράγμα, ο άγιος Νικόλαος Πλανάς ήταν ένας καλός ποιμήν, αλλά και ένα αγαθό και εκλεκτό πρόβατο τού μεγάλου Ποιμένος Χριστού, και με την απλότητά του, την ακακία του, την ταπείνωσή του δόξασε τον μεγάλο Ποιμέ­να Χριστό, που είναι συγχρόνως και το ως εσφαγμένο αρνίον της Αποκαλύψεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του μας διασώζει τον λόγο τού Χριστού εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός ( Ιωάν. θ',11) και ο ίδιος Απόστολος στο βιβλίο της Αποκάλυψης μας παρουσιάζει Αυτόν τον καλό ποιμένα ως εσφαγμένο αρνίο, που θυσιάζεται για τον κόσμο και τελικά Αυτό το ως εσφαγμένο αρνίο είναι ο κριτής τού κόσμου. Ο Ίδιος ο Χριστός είναι συγχρόνως και ποιμήν και αμνός, και όσοι συνδέονται μαζί Του έχουν και τις δύο αυτές ιδιότητες.
 Ο Φώτης Κόντογλου γράφει στη αρχή τού κειμένου του για τον παπα-Νικόλα: Μακάριος είναι ο ιστορικός του. Αλλά μακάριος είναι και όποιος το διαβάζει και χαίρεται από τη βλογημένη απλότητά του. Απλός στάθηκε ο Ιστορούμενος, απλός ο Ιστορικός του, απλοί πρέπει να είναι κι' εκείνοι που θα το διαβάσουν... Καρδιά πονηρή και άπιστη ας μην απλώση ν' ανοίξη τούτο το βιβλίο. Έτσι ένοιωθε και ο Παπαδιαμάντης τον άγιο παπα-Νικόλα Πλανά, γι' αυτό έγραφε: Γνωρίζω ένα Ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινό­τερος των Ιερέων και ο απλοικώτερος των ανθρώπων. Και ο Φώτης Κόντογλου, ο Ιστορικός των ταπεινών και απλών ανθρώπων, θα γράψη: Γνώρισμα της Ορθοδοξίας είναι η απλότητα της καρδιάς που φέρνει την πίστη. Όλη η βιογρα­φία τού αγίου Νικολάου Πλανά δείχνει αυτόν τον απλό Κληρικό, που ξέ­ρει να ποιμαίνη, να ανέχεται, να αγαπά, να είναι μια καύση καρδίας υπέρ όλης της κτίσεως.
 2. Η απλότητα της καρδίας
 Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους Χριστιανούς να αποκτήσουν την απλότητα που είναι ένα βασικό στοιχείο της κατά Χριστόν ζωής. Στους Κορινθίους εύχεται να πλουτίζουν σε αυτήν την απλότητα στη οποία ευαρεστείται ο Θεός: εν παντί πλουτιζόμενοι εις πασαν απλότητα, ήτις κατεργάζεται δι' ημών ευχαριστία τω θεώ (Β' Κορινθ. ι', 11). Τον απασχολεί να μη εξαπατηθούν οι Χριστιανοί από τον διάβολο και φθαρούν τα νοήματά τους από της απλότητάς της εις τον Χριστόν (Β' Κορ. ια', 3). Αυτή η απλότητα δεν είναι μια εξωτερική αρετή, αλλά συνδέε­ται με την αναγέννηση τού ανθρώπου που γίνεται με την ένωσή του με τον Χριστό, γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος συνιστά στους Χριστιανούς την υπακοή που πρέπει να γίνεται εν απλότητα της καρδίας υμών ως τω Χριστώ (Εφ. στ', 5).
 Αυτός ο σύνδεσμος της απλότητας με την χριστιανική ζωή και την καρδιακή εμπειρία δείχνει ότι η χριστιανική άπλότητα διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη ανθρωπιστική απλότητα. Μπορεί κανείς να είναι απλός στους τρόπους, λόγω καταγωγής ή χαρακτήρος, αλλά αυτό μπορεί να είναι μια φυσική κατάσταση, που δεν σώζει. Στη Εκκλη­σία η απλότητα συνδέεται με την δεύτερη γέννηση και όχι με την πρώτη γέννηση, είναι καρπός τού «ευ είναι» και όχι απλώς τού «βιολογικού είναιι». Έτσι, μπορεί κάποιος να είναι πτωχός και αγράμματος, αλλά να έχη υψηλό φρό­νημα και να είναι πολύπλοκος, σύνθετος, καθώς επίσης να είναι σοφός κατά κόσμο και όμως, επειδή τον έχει διαποτίσει η αγάπη τού Χριστού, να είναι απλός στη καρ­διά και συγκαταβατικός στους αδελφούς του. Πως μπορεί κανείς να είναι εγωιστής και υπερήφανος, όταν, παρά την εσωτερική του κατάσταση, έχει βιώσει την αγάπη και το έλεος τού Θεού;
 Ο μακαριστός π. Παΐσιος μιλούσε για την κατά Χριστόν απλότητα που την συνέδεε με την αγιασμένη ζωή. Κάποτε που αναφερόταν στη απλότητα είπε: Αν είναι παιδάκι, θα έχη απλότητα. Αν είναι Άγιος, θα εχη απλότητα. Άλλοτε είπε: Για να ζήση κανείς τα μυστήρια τού Θεού, πρέπει να απεκδυθή τον παλαιό του άνθρωπο, να επανέλθη κατά κάποιο τρόπο στη κατάσταση προ της πτώσεως. Να έχη αθωότητα και απλότητα, για να είναι η πίστη του ακλόνη­τη και να πιστεύη απόλυτα ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορή να το κάνη ο Θεός».  Και άλλοτε είπε: «Αν έχη κανείς απλότητα, έχη ταπείνωση, υπάρχει θείος φωτισμός, λαμποκοπάει». Έτσι, η απλότητα που προέρχεται από την ενέργεια της θείας Χάριτος και την συνέργεια τού Θεού συνδέεται με την αγιότητα.
 3. Η θεολογία της απλότητας
 Αν θελήσουμε να δώσουμε μια θεολογική ερμηνεία της πνευματικής απλότητας θα λέγαμε ότι ο Θεός είναι απλούς και γι' αυτό ο άνθρωπος που συνδέεται με τον Χριστό αποκτά αυτήν την μακαρία κατάσταση της απλότητας.
Ο Θεός, κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, δεν έχει καμμιά σύνθεση, άλλ' είναι απλούς. Η δυτική σχολαστι­κή θεολογία, για να διαφυλάξη την απλότητα τού Θεού, εισήγαγε το λεγόμενο actus purus (καθαρά ενέργεια), δη­λαδή την αιρετική άποψη ότι στον Θεό ταυτίζεται η άκτιστη ουσία Του με τις άκτιστες ενέργειές Του, και κατά συνέπεια ο Θεός έρχεται σε επαφή με την κτίση, αλλά και τον άν­θρωπο με κτιστές ενέργειες. Η αιρετική άποψη ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες διατυπώθηκε για να διαφυλαχθή η διδασκαλία περί της απλότητές Του, γιατί οι σχολαστικοί θεολόγοι πίστευαν ότι δήθεν η διάκριση μεταξύ άκτιστου ουσίας και κτιστής ενέργειας στον Θεό εισάγει σύνθεση και καταργεί την απλότητά Του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τις απόψεις αυτές που είχε και ο Βαρλαάμ, διδάσκει ότι «κατ' ουσία εν και απλούν το θείον» και ότι η άκτιστη ενέργεια τού Θεού δεν καταργεί την απλότητά Του, αφού η άκτιστη ενέργειά Του δεν εισάγει κάποια σύνθεση στον Θεό, διότι ο Θεός νοείται από μας «όλος αγαθότης και όλος σοφία και όλος δικαιοσύνη και όλος δύναμις». Άλλωστε, οι ενέργειες τού Θεού δεν είναι κάτι άλλο διαφορετικό από την ουσία Του, αλλά είναι η ουσιώδης κίνηση της φύσεως-ουσίας, γι' αυτό και ονομάζονται ουσιώδεις ενέργειες.
Επομένως, ο Θεός είναι απλούς και απλότης. Ο άν­θρωπος είναι σύνθετος γιατί αποτελείται από ψυχή και σώμα. Η ψυχή τού ανθρώπου είναι απλή από την φύση της, ενώ το σώμα είναι σύνθετο, γιατί αποτελείται από διάφορα στοιχεία. Τα πάθη είναι εκείνα που εισάγουν την σύνθεση στη ψυχή. Όταν ο άνθρωπος ελευθερωθή από την ενέργεια των παθών, δηλαδή όταν με την δύναμη τού Θεού και την δική του συνέργεια μεταμορφώνει τις δυ­νάμεις της ψυχής για να πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν και μετέχει της Χάριτος του, τότε, παρά το σύνθε­το της ύπαρξής του (ψυχή και σώμα), αποκτά την κατά Χάριν απλότητα. Οπότε, την σύνθεση δεν την εισάγει η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό, αλλά η ύπαρξη τού πάθους. Ο Θεός δεν έχει πάθη, είναι απλούς, ενώ ο άνθρωπος γίνεται απλούς όταν ενωθή με τον Θεό και μεταμορφωθούν η ψυχή και το σώμα του.
 Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα έργα του αναλύει πως ο άνθρωπος αποκτά την κατά Χριστόν απλότητα, δη­λαδή πως ο σύνθετος λογισμός γίνεται απλός και πως ο νους τού άνθρωπου ξεχωρίζει την συμπλοκή τού αισθητού πράγματος από την αίσθηση και την φυσική δύναμη (θυμός-επιθυμία) που δημιουργεί το πάθος και επαναφέρει το καθένα από αυτά στο φυσικό του λόγο.
Ο αββάς Δωρόθεος χαρακτηρίζει ως ψευδόμενο εκεί­νο που δεν είναι «απλούς άνθρωπος, αλλά διπλούς». Και επεξηγεί ότι διπλούς (και όχι απλούς) άνθρωπος είναι εκείνος που «άλλος έστιν έσωλθε, και άλλος έξωλθε, δι­πλούν έχει και όλο εχλευασμένο τον βίο αυτού».
Έτσι, ο άνθρωπος που ασκείται μέσα στη Εκκλησία, με τα μυστήρια και την τήρηση των εντολών τού Χριστού πορεύεται στον δρόμο της απάθειας, που είναι η ζωή της απλότητας. Μάλιστα, όταν φθάση στον φωτισμό τού νοός και την θέωση, δηλαδή όταν βιώση την Χάρη τού Θεού ως Φως, τότε αποκτά την κατά Θεόν απλότητα, είτε εί­ναι σοφός είτε είναι αγράμματος. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι δυνάμεις της ψυχής πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν, και διαμορφώνουν, μετασκευάζουν και μεταμορ­φώνουν και το σώμα, που το καθιστούν απαθές. Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος έχει τεκμήρια κατά Χάριν θείας απάθειας. Γι' αυτό και οι Πατέρες διδάσκουν ότι η απάθεια δεν είναι μια φυσική αρετή, αλλά καρπός της θεωρίας τού Θεού, αποτέλεσμα μεθέξεως της ακτίστου Χάριτος τού Θεού.
4. Το εκκλησιαστικό και λειτουργικό ήθος της απλότητας
 Από την βιογραφία τού αγίου παπα-Νικόλα Πλανά φαίνεται ότι η απλότητά του, εκτός από την φυσική κατά­σταση τού χαρακτήρος του, είχε και στοιχεία εκκλησιαστι­κής ζωής, δηλαδή ήταν έκφραση της ακενώτου αγάπης στον Θεό και της αστείρευτης αγάπης προς τον πλησίον. Άλλωστε, ο Θεός τα φυσικά γνωρίσματα τού ανθρώπου τα μεταμορφώνει και τα καθιστά πνευματικά χαρίσματα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρεται στη απλότητα των αγίων, η οποία διαφέρει από την φυσική απλότητα. Γράφει ότι είναι καλή και μακαρία η «φύσει τισιν ενυπάρχουσα άπλυτης», η οποία σκεπάζεται και προφυλάσ­σει από ποικίλες μεταβολές και πάθη, αλλά δεν είναι τόσο μακαριστή αυτή όσο η απλότητα που αποκτήθηκε με πόνους και ίδρωτες, που γίνεται πρόξενος τελείας τα­πεινώσεως και πραότητας. Η απλότητα συνδέεται με την πραότητα γι' αυτό «ψυχή πραεΐα, θρόνος απλότητος». Τελικά, η απλότητα ορίζεται ως «έξη ψυχής αποίκιλος, προς κακόνοιαν γινομένη ακίνητος». Αυτήν την απλότητα είχε ο Αδάμ προ της πτώσεως, όπως αυτή η αποίκιλη απλότητα είναι το πρώτο ιδίωμα της «των παίδων ηλικίας».
 Μια τέτοια μακαρία και αποίκιλη, παιδική, κατά Θεόν, απλότητα είχε ο άγιος παπα-Νικόλαος Πλανάς που ήταν καρπός της αγάπης του προς τον Θεό και της κοινωνίας μαζί Του. Έτσι, δικαιολογείται η απονήρευτη συμπεριφο­ρά του, η αγάπη του αδιακρίτως προς όλους. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνεύσουμε ότι οι άλλοι τον έβλε­παν, κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας να βρίσκεται πάνω από το έδαφος, ή όταν έβλεπαν το Φως τού Θεού να τον περιβάλλη, ή όταν τον καθοδηγούσε ο άγγελος Κυρίου η όταν συμπεριφερόταν με μεγάλη ταπείνωση και απλότητα και τόσα άλλα περιστατικά.
Όπως φαίνεται από τα πιο πάνω, αύτη η αγία του απλότητα ήταν αποτέλεσμα της επίσκεψης της θείας Χά­ριτος, όπως συγκεκριμενοποιείται σε μερικά σημεία. Το πρώτον ότι είχε διαποτισθή από το «πνεύμα» της θείας Ευχαριστίας, που είναι το ήθος της άκρας ταπεινώσεως τού Χριστού, τού Πάθους, τού Σταυρού, της Ταφής, της καθόδου στον άδη και της Αναστάσεως Του. Το «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας είναι «πνεύμα» κενώσεως, προσφο­ράς, θυσίας. Η θεία Λειτουργία είναι ένας πυρηνικός αντιδραστήρας μέσα στον οποίο σπάζουν όλα τα συμβατικά θερμόμετρα.
 Το δεύτερο είναι ότι η απλότητά του είχε διαμορφωθή από το ήθος της αγρυπνίας, δηλαδή της προσφοράς στον Θεό και αυτού τού βραδινού ύπνου. Αγαπούσε βα­θύτατα τις αγρυπνίες, γιατί κατά την διάρκεια της νύκτας η ψυχή τού ανθρώπου, ιδίως όταν προσεύχεται, αποκτά έναν άλλο ρυθμό, συντονίζεται με την ζωή τού προπτωτικού Αδάμ και τού εσχατολογικού άνθρωπου, ακούει τους κτύπους της αιωνιότητας, βιώνει τα άρρητα ρήματα.
 Το τρίτον είναι ότι ο παπα-Νικόλας Πλανάς είχε προσαρμοσθή στο ήθος της άκρας απλότητας, ταπεινότητας, πραότητας, ακτημοσύνης και καθαρότητας, που συναντά κανείς στους ερημίτες τού Αγίου Όρους και σε άλλους μοναχούς που εμπνέονται από αυτήν την ατμόσφαιρα της ερήμου τού Άθωνος. Φυσικά, δεν εννοώ αγιορείτες που έχουν εκκοσμικευθή και αποδεσμεύθηκαν από την αγία απλότητα. Ένας αληθινός αγιορείτης δέχεται κάθε άνθρωπο ως άγιο, κατά το πατερικό λόγιο «είδες τον άνθρωπόν σου, είδες τον Θεόν σου».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλώντας για τον κατά σάρκα πατέρα του, τον περιγράφει ως άνθρωπο της κατά Χριστόν απλότητας. Λέγει ότι ο πατέρας του Γρηγόριος ήταν «υψηλότατος μεν τω Βίω, ταπεινότατος δε τω φρονήματι». Και ως προς μεν την αρετή ήταν απρόσιτος, ως προς δε την συναναστροφή ευπρόσιτος. Η καλύτερη δε αρετή που τον χαρακτήριζε και την οποία πολλοί δεν αγαπούν ήταν η απλότης, και το τού ήθους «αδολό τε και αμνησίκακον». Φαίνεται εδώ ότι η απλότητα συνδέε­ται στενά με το άδολο τού ήθους και την αμνησικακία. Η κατά Χριστόν απλότητα είναι το αληθινό και το σταθερό, ενώ «παν ο προσποιητό, ουδέ μόνιμον».
 Ο άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς διαμορφώθηκε από αυτό το βάθος της εκκλησιαστικής ζωής, τον κατήρτισε η Χάρη τού Θεού, γι' αυτό δεν ήταν σύνθετος, αλλά απλός, δεν ήταν προσποιητός, αλλά αληθινός, δεν ήταν εποχιακός, αλλά μόνιμος, διαχρονικός. Έζησε την απλότητα τού Αδάμ προ της πτώσεως και τού ανθρώπου της έσχατης ημέρας.
Πέρασε από την γη μας ένα αστέρι φωτεινό και μας έδειξε μερικές ανταύγειες της απλότητας της αιωνίου ζωής, όπου θα καταργηθούν όλα τα σύνθετα, και θα απλοποιηθή εν Αγίω Πνεύματι η ζωή τελείως, αφού στους αιώνες θα ακούγεται μόνο το Αλληλούια, τα άρρητα ρήματα, τα τεριρέμ των αγγέλων, όχι απλώς της αγρυπνίας, αλλά της κατά Θεόν ζωής μέσα στο Φως της Τρισηλίου Θεότητος.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
 ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com

π.ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ, Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ



 

π.ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ,
Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 Μακαριστού Μητροπολίτη Πατρών κυρού Νικοδήμου

      Εις την πόλιν των Αθηνών, παρά τους παλαιούς στρατώνες και την πλατείαν Μοναστηρακίου υπήρχε ιδιωτικό παρεκκλήσιο, έπ' ονόματι τού Προφήτου Ελισαίου  εις την οδόν Άρεως 14. Αργότερο κατηδαφίσθη.
Eις το εκκλησάκι αυτό ελειτούργει ο απλούς τον τρόπο σεβάσμιος ιερέας Νικόλαος Πλανάς, εκ της νή­σου Νάξου καταγόμενος. Ακαταπόνητος, περίπου επί πεντηκονταετία (18841932) ετελούσε καθημερινά την θ. Λειτουργία, πλην Σαββάτων και Κυριακών και επισήμων εορτών, οπότε ιερούργει εις την ενορία του, τού Αγίου Πα­ντελεήμονος  Ιλισσού αρχικά και ακολούθως εις την τού Αγ. Ιωάννου τού Προδρόμου της οδού Βουλιαγμένης. Την δε Μ. Τεσσαρακοστή ετελούσε καθ' εκάστην Προηγιασμένας λειτουργίας.
 Την εποχή εκείνη που εχειροτονήθη (Διάκονος την 28ην Ιουλίου 1879 και Πρεσβύτε­ρος, μετά πενταετία την 2α Μαρτίου 1884, άγων το 33ο έτος της ηλικίας του) η πόλις των Αθηνών, κατά μαρτυρία τού ιδίου, έφθανεν από την Ακρόπολη ως την Παναγία Βλασαρού (παρά τον Άγιο Φίλιππο  Μοναστηρακίου). Και αι ενορίαι απηρτίζοντο από ελαχίστες οικογενείας (13 οικο­γενείας η τού Αγ. Παντελεήμο­νος και 8 οικογενείας η τού Αγ. Ιωάννου, αμφότερες διαδοχικά της εφημερίας τού π. Νικολάου Πλανού!).
 Απέριττος λειτουργός
 Ο απέριττος λειτουργός τού Θεού ήτο ησκημένος εις την λιτότητα. Ορφανός πατρός από της ηλικίας των 14 ετών, ήλθε εις Αθήνας μετά της μητρός του και της μό­νης αδελφής του, αφού εμοιράσθηκε μετά της αδελφής την πατρική περιουσία, αξιόλογο ίσως, άλλ' εδέησε να ενεχυριάση το μερίδιό του, χάριν εμπεριστάτου συμπατριώτου του, χωρίς ποτέ να την ανακτήση. Και διέμεινε πτωχός.
 Κατ' επιθυμία της μητρός του, δεκαεπταετής ενυμφεύθηκε την Ελένη το γένος Προβελεγγίου, εκ Κυθή­ρων. Και απέκτησε υιόν εξ αυτής, τον Ιωάννην· άλλ' η σύζυγος απέθανε κατά τον τοκετό. Ο ίδιος αφιέρωσε έκτοτε, νεαρώτατος, τον εαυτόν του εις τον Θεόν και την Εκκλησία. Και γενόμενος ιερέας ηρκείτο συνήθως εις τεμάχιο άρτου και ολίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε μόνος του, ενίοτε δε και εις ολίγον γάλα που τού προ­σέφεραν ποιμένες της περιοχής, ερημικής τότε, και σή­μερο πολυανθρωποτάτης και αστικής, εν μέσαις Αθήναις. Και τα ελάχιστα διδόμενα εις αυτόν χρήματα ή άλλο τι διέθετεν εις αγαθοεργίας. Ό,τι τού εδίδετο το έδιδε ευθύς, εις ορφανά, εις σπουδαστές, εις πτωχές οικογε­νείας, δια τον επιούσιο και τας ανάγκας που ανεκάλυπτε και εκάλυπτεν αθορύβως, αφανά και με πάσαν εχεμύθεια.
Πλούτος και θησαυρός του, και κέντρο και άξων της ζωής και της υπάρξεώς του ήτο η λει­τουργική ζωή της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Ο ναός τού Θεού και τα τελούμενα εν αυτώ.
Προφανώς και κατ' αλήθεια εχαρακτηρίσθη ως ο λειτουργικώτερος ιερέας της εποχής μας, άνθρωπος της προσευχής, τού οποίου η ζωή υπήρξε συ­νεχής διακονία τού θυσιαστηρί­ου, αληθής μύστης της χάριτος, την οποία, δια των έργων και τού παραδείγματός του, μετέδιδε εις τους πιστούς (Θ. Η. Εγκυκλοπαίδεια, τ. 10, Ε. Ν. Τζιράκης). Κατά πλήρη εφαρμογή, θα προσθέσουμε, τού αποστολικού παραγγέλματος· τον κόπτωντα γεωργό δει πρώτον των καρπών μεταλαμβάνειν (Β' Τιμ. 2, 6).
 Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός διέτριβεν εις τον Ναόν, κατά το ψαλμικό ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων· επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς τού Κυρίου (Ψαλ. 831).Ήρχιζε την ιερά Ακολουθία το πρωί και ετελίωνε τας μεταμεσημβρινάς και πολλάκις τας απογευματινάς ώρας! Κατά δε την ιερά Προσκομιδήν των Τιμίων Δώρων εμνημόνευεν σωρίαν ονομάτων. Διετήρει όλα τα κοινά λεγόμενα ψυχοχάρτια πού τού έφερο  έστω και με μία δραχμήν ή μία δεκάραν συνοδευόμενα  και τα εμνημόνευε συνεχώς και αδιαλείπτως, επί ώρας καθ' εκάστην. Λέγεται δε ότι, φειδόμενοι τού κόπου της αγάπης του, κάποτε εκ των υπη­ρετούντων αυτόν κατά την Θ. Λειτουργία, αφαιρούσαν μέρος εξ αυτών, δια να τον ανακουφίσουν.
 Ένθεος ζήλος
 Άλλ' όχι απλώς το μήκος και η διάρκεια της ιερουρ­γίας ήτο ενδεικτική τού ένθεου ζήλου του. Έτι μάλλον συνήρπαζε η κατάνυξη, η αίσθηση της αγιότητας τού ιερουργούντος και η μεταδιδομένη γαλή­νη και ο μετεωρισμός τού εκκλησιάσματος προς τα άνω ου ο Χριστός έστιν εν δεξιά τού Θεού καθήμενος (Κολ. 3, 1). Αναφέρο­νται μαρτυρίαι παιδιών ότι τον έβλεπο μετάρσιο, μη πατούντα επί της γης εν ώρα θ. Λειτουργίας!
 Ονομαστές και αλησμόνηται είναι αι αγρυπνίαι, τας οποί­ας ετελούσε εις τον ναόν τού Αγ. Ελισαίου. Ιερατικά συνέπραττε με αυτού ο ιερεύς της ενορίας μου (αγ. Νικολάου Πευκακίων  Αθηνών), π. Αντώνιος Νικηφόρος, εκ Θουρίας Καλαμών (1937). Κατ' επανάληψη δε τον ηκολούθησα, κατά τα μαθητι­κά μου χρόνια και μού εδόθη η ευκαιρία  η ευλογία μάλλον  να ιδώ ιερουργούντα τον μακαριστόν π. Νικόλαο Πλανάν.
Ήτο πολύ μικρός το δέμας. Και κυρτός πλέον σωματικά εκ της ηλικίας. Θα αναφέρω όμως όποιο σεβασμό και ευλάβεια ενέπνεε το πρόσωπόν του και η παρουσία του. Εις μία αγρυπνία μετέβημεν μαζί με την μητέρα μου. Αναγνώστης εγώ τότε  χειροθετημένος υπό τού προκατόχου μου μητροπολίτη Πατρών και έπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Παναγιωτοπούλου (+ 8.1.1962), τότε βοηθού επισκόπου Σταυρουπόλεως ανέγνωσα πολλάκις των ί. αναγνωσμάτων. Ενώ δε, πέρα το μεσονύκτιο, ανεγίνωσκον την ακολουθία της Θείας Μεταλήψης, εσημειώθηκε μικρά κίνηση τού εκκλησιάσματος διανοίγοντος δίοδον και υποκλινομένου ευλαβώς. Η μητέρα μου ενόμισε δτι εισήρχετο Αρχιερέας, ινα ιερουργήση και επί τη εισόδω του ο λαός έκυπτε την κεφαλή, δια να λάβη την ευλογία του. Άντ' αυτού όμως βλέπει μικρόσωμο ιερέα εισερχόμενο υπό την τόσον έκδηλο ευλάβεια των υποδεχομένων αυτόν χριστιανών. Ήτο ο π. Νικόλαος Πλανάς. Το κεντρικό πρό­σωπο της ιερουργίας. Με ταπεινή όψη και φωνή. Και με πανθομολογουμένη αγιότητα, ενώπιο της οποίας υπεκλίνοντο ευλαβώς οι γινώσκοντες αυτόν. Ηξιώθημεν να αγιασθούμε δια της ευλογούσης χειρός του· και να κοινωνήσουμε της χάρι­τος δια της ύπ' αυτού τελεσιουργηθείσης θείας Ευχαριστίας.
 Με τους δύο Αλεξάνδρους
 Παλαιότερο εις τας παννυχίδας αυτάς επλαισιώνετο από τούς γνωστούς διη­γηματογράφους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντην και Αλέξανδρο Μωραϊτίδην (έπειτα μοναχό Ανδρόνικον) άδοντας και ψάλλο­ντας εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω, εις την εκκλησία τού Προφήτου Ελισαίου.[...]
 Όταν έφθασε εις ώριμο γήρας (ογδοηκοντούτης), εκάμφθη υπό το βάρος των κοπώσεων. Και μετά εννεάμηνο παροπλισμό του (από Ιουνίου 1931 μέχρι και Φεβρουαρίου 1932) εκτός ενεργού ιερατείας, λόγω εξαντλήσεως των σωματικών του δυνάμεων, εκοιμήθη εν Κυρίω την 2α Μαρτίου 1932, επέτειο της εις πρεσβύτερο χειροτονίας του.
 Το τέλος αυτού  γράφει ο μακαριστός Μητροπο­λίτης πρ. Παραμυθίας Τίτος Ματθαιάκης, διατελέσας πνευματικό τέκνο τού αοιδίμου γέροντος  υπήρξε τέλος όντως αγίου. Συνωμίλει μετά τού Σωτήρος Χρι­στού, ικετεύων αυτόν όπως λάβη την ψυχή αυτού και αναπαύση το βεβαρημένο σώμα του. Έζησε ως δίκαιος και εκοιμήθη ως άγιος τον ύπνο τού ανθρώπου τού Θεού ηρέμως...
 Η είδηση της κοιμήσεως αυτού διεδόθη αστραπιαί­ος εις την ενορία του και καθ' άπασαν την πόλιν των Αθηνών. Το σεπτό σκήνωμα του, μετακομισθέν εις τον ναόν τού Αγ. Ιωάννου (της οδού Βουλιαγμένης), ετέθη εις προσκύνημα επί τριήμερο, τη επιμόνω αξιώσει των ενοριτών αυτού  συνεχίζει ο πρ. Παραμυθίας Τίτος χωρίς να προηγηθή ουδεμία ταρίχευση αυτού ουδέ να υποστή αλλοίωσίν τινά.
 Χιλιάδες λαού στην κηδεία του
 Χιλιάδες λαού συνέρρευσαν, άνθρωποι πάσης ηλικίας και τάξεως, ίνα προσκυ­νήσουν το σεπτό αυτού σκήνωμα. Εκηδεύθηκε τη 5η Μαρτίου εν μέσω χιλιάδων λαού. Της κηδείας αυτού προέστη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Πα­παδόπουλος (+1938), ο οποίος εκφωνήσας επικήδειον λόγον, ανεφέρθηκε εις τας πολλάς και σπανίας αρετάς τού κοιμηθέντος... εξάρας δεόντως τα πολλά αυτού χαρίσματα και την εξαίρετο ιερατική αυτού δράσιν εν τω αμπελώνι τού Σωτήρος Χριστού. Ως απόδειξη δε της μεγάλης τιμής ηξιώθηκε ούτος εν τη Εκκλησία επεκαλέσθη το πλήθος των πιστών, όπερ παρηκολούθησε την κηδείαν αυτού. Κατόπιν ανεφέρθηκε εις την φήμην την αγαθή, ην απέκτησε ως εξομολόγος και παρωμοίασε αυτόν προς μεγάλον της Εκκλησίας ημών Πατέρα.
 Η κηδεία αυτού ενεθύμιζε ημέραν Μεγάλης Παρα­σκευής. Ως δ' εάν επρόκειτο περί κηδείας Πατριάρχου ή Βασιλέως, ο λαός είχε κατακλύσει την πλατείαν τού Ναού και τας παρόδους, η συγκοινωνία είχε διακοπή, επιμόνω δ' αξιώσει αυτού δεν ετάφη ευθύς αμέσως μετά την ακολουθία της κηδείας. Περαιωθείσης την 12ην μεσημβρινή ώραν, αλλά περί την 4ην απογευματινή, αφού περιεφέρθηκε επί των ώμων των ευσεβών αυτού ενοριτών το σκήνωμα αυτού εις τας κυριωτέρας οδούς της ενορίας ταύτης... Το τι επηκολούθησε κατά τας τέσσαρας ταύτας ώρας μέχρι της ταφής αυτού δεν περιγράφεται. Όλοι ωμίλουν περί γενομένης εις αυτούς εκ μέρους τού κοιμηθέντος καλωσύνης, βοηθείας, παρηγορίας, σωτηρίας. Τούς πάντας είχε ευεργετήσει καθ' όλη την μακρά ιερατική του υπηρεσία. Ετάφη εις ανοιγέντα τάφο παρά τω ιερώ βήματι τού ναού τούτου (Περιοδ. Εκκλησία έ. 1966, σελ. 632).
 Δημοσιεύματα εκκλησιαστικών εντύπων
 Έγραψαν σχετικά περί αυτού τα τότε εκδιδόμενα φύλλα: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ της 12ης Μαρτίου 1932, μεταξύ άλλων: Κατά τα υπερπεντήκοντα έτη της υπηρεσίας του ο αείμνηστος ιερεύς Νικόλαος δια της εξομολογήσεως εγνωρίσθη ευρύτατα, χιλιάδες δε πιστών προσήρχοντο προς αύτόν. Ήσκει έπ' αυτών, δια της ιεροπρεπείας του και των μεγάλων αρετών ύφ' ων περιεκοσμείτο ευεργετικώτατη επίδρασιν.
 Ο ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ της 1ης Απριλίου 1932 έγραφεν:  Ο  παπα-Νικόλαος των αγρυπνιών τού Αγίου Ελισαίου απεδήμησε εις την αιώνιο χαρά... Λέ­γων προσευχές εφαινόταν εμπνευσμένος. Ο πλούτος του ήτο η ευτέλεια της πε­ριβολής του η δόξα του, η καλωσύνη και η προθυ­μία του να εξυπηρετεί τούς ζητούντας την φωτισμένη διάνοιάν του η εξωτερική του εμφάνισις, συγκριτικά προς τας επιδεικτικές εμφανίσεις, ήτο ανυπαρξία αξίας τινός, αλλά δια μέσου αυτής της ανυπαρξίας εφαινόταν το μεγαλείον της εσωτερικής αγιότητος... Ήτο φοβερό φαινόμενο εξουθενητού της επιδεικνυομένης πορφύρας και βύσσου, τού χρυσού και τού αργύρου... Δίκαιο είναι να κληθή ζωντανή εικών μακαρίου πτωχού τω πνεύματι χριστιανού άξιου της βασιλείας των ουρανών, καθώς ο Κύριος ρητώς εδίδαξε και εχαρακτήρισε.
 Οι ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ έγραψαν: ...Ο αείμνηστος ιερεύς ήτο τύπος σεμνού και ευσεβεστάτου κληρικού, κεκοσμημένου όλων των αρετών, διο και απήλαυε τού γενικού σεβασμού και της αγάπης εκ μέρους της κοινωνίας. Η εφημερίς ΕΣΠΕΡΙΝΗ της 7ης Μαρτίου 1932, μεταξύ άλλων, γράφει: ... Είναι άπειροι εκείνοι πού εσώθησαν από την ελεημοσύνη τού ιερέα αυτού... Υπολογίζεται ότι από της προχθές παρήλασαν προ της σορού του και το ησπάσθηκαν περισσότεροι των οκτώ χιλιάδων....
Η αυτή δε εφημερίς της 6ης Μαρτίου 1932 δημοσίευ­σε στην 1ην σελίδα την φωτογραφία τού αγίου ανδρός υπό τους τίτλους «Τα σπάνια ανθρώπινα φαινόμενα της εποχής μας. Ένας άγιος ιερέας που απέθανε πάμπτω­χος. Τον θρηνούν χιλιάδες πιστών. Ο Νικόλαος Πλανάς και το χριστιανικώτατο έργον του. Υπήρξε ο μοναδικός προστάτης χιλιάδων πτωχών. Παν ότι συνέλεγε το εμοίραζε αμέσως. Η αυτοθυσία του θα μείνη αλησμόνητος. Τα οράματα που είδε προ τού θανάτου του. Ήλθε ένας άγγελος και εκάθησε παρά το προσκέφαλό του».
 Θαυμαστοί ιάσεις ασθενών
 Τελευταίο πρέπει να μνημονεύσουμε ότι και θαύμα­τα μαρτυρούνται τελεσθέντα δια των ευχών και της ενώ­πιο τού Κυρίου παρρησίας του. Εις εκδοθέν περί αυτού βιβλίο, υπό τον τίτλο ‘Ο παπα-Νικόλαος Πλανάς:  ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων» (Εκδ. Οίκος Αστήρ Α.Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1965. Πρόλο­γος Φ. Κόντογλου, Επίλογος Άρχιμ. Φιλοθέου Ζερβάκου) η συγγραφέας μοναχή Μάρ­θα, εκ τού αμέσου περιβάλ­λοντος τού μακαριστού Γέ­ροντος και τακτική συνοδός αυτού, διηγείται τινά εκ των θαυμάτων των ύπ' αυτού συντελεσθέντων υπό της Χάρι­τος τού Θεού. Περί ενός δ' εξ αυτών (μνημονευομένου εν σελ. 37-38) ο προδιαληφθείς Μητροπολίτης πρ. Παραμυ­θίας Τίτος βεβαιεί ότι έτυχε να είναι παρών ότε συνέβη τούτο, επαληθεύσαντος τού λόγου τού Σωτήρος Χριστού· καν θανάσιμό τι πίωση, ου μη αυτούς βλάψη (Μαρκ. 16, 18). Πρόκειται δε δια το φάρμακον με το οποίον ετέλεσε τη θεία Λειτουργία, όπερ κατά λά­θος παρέλαβε μεθ' εαυτού, αντί τού νάματος (Περιοδ. Εκκλησία, ένθ. άνωτ., έτ. 1966, σ. 631).
 Εν δε τω περιοδικώ ‘Ενορία’ τού Ανδρέου Κεραμίδα, αρθρογραφών περί αυτού ο ιερέας Ιωάννης Αδαμόπου­λος  εφημέριος τού Ι. Ναού Αγ. Κωνσταντίνου Ομονοί­ας, Αθηνών γνωρίσας προσωπικά τον αείμνηστον τω 1930 και συνδεθείς στενά με αυτού ως διάκονος, γράφει το και ανωτέρω μνημονευθέν, ότι παιδάκια αθώα  κατά τας μαρτυρίας πολλών  τον έβλεπαν ιστάμενο υψηλότερο τού εδάφους όταν ιερουργούσεν. Ιστορεί δε και τέσσερα εκ των γνωσθέντων θαυμάτων αυτού, λία χαρακτηριστικά, δύο θαυμαστές ιάσεις ασθενών, θαυμαστήν κάλυψη στρατιώτου εν πολέμω και ημέρωσιν αποθηριωθέντος αμαξηλάτου μετά θεραπείας τού ημιθανούς ίππου του και ανανήψης και μετανοίας τού βλασφήμου εκείνου, όστις εφεξής αφωσιώθηκε εις τον γέ­ροντα και τον πηγαινοέφερνε από το σπίτι του εις τον Προφήτην Ελισαίον. (Περιοδ. Ενορία έ. 1949, σελ. 296 και 313-14). Ικανά ταύτα, νομίζουμε, και ενδεικτικά της αγιότητας τού ανδρός.
 Εν όψει δε πάντων των ανωτέρω, εκ των οποίων διαπιστούται η γενική έξωλθε μαρτυρία της αγιότητας τού ιερέα Νικολάου Πλανά ουδεμία ουδαμόλθε υπήρξε διαμφισβήτηση αυτής. Νωπαί δε είναι εξ άλλου εις τας ακοάς ημών μαρτυρίαι φθάσασαι μέχρις ημών δια στόματος πολλών επιζώντων μέχρι πρότινος πνευματικών αυτού τέκνων και άλλων εκ τού κύ­κλου τού περιβάλλοντος και της με αυτού ανάστροφης ειδότων την αυτού θεάρεστον βιωτήν και πολιτείαν, ευλαβώς εισηγούμεθα την υπό της καθ' ημάς αγιωτάτης Εκκλησίας ανομολόγησιν της αγιότητας αυτού και την ενέργεια των δεόντων δια την υπό της Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, επίσημο ανακήρυξη ταύτης και καθορισμό της εορτίου μνήμης αυτού τη 2α Μαρτί­ου εκάστου έτους, επετείω της τε χειροτονίας αυτού ως πρεσβυτέρου και της μακαρίας κοιμήσεως αυτού εν Κυρίω.

  Το κείμενο αυτό αποτέλεσε εισήγηση προς τη διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος γύρω από της αναγνωρίσεως της αγιότητας τού οσίου Νικολάου τού Πλανά.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
 
 ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ    www.egolpion.com
27  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ



 

 Ο ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ
Δημήτρη Φερούση

«Ω τού παραδόξου θαύματος. Τα μωρά τού κόσμου ο Θεός επέλεξε, την δ' έπαρσιν τών σοφών τούτοις κατήσχυνεν. Ευφραίνου η ταπεινή Νάξος, γενέθλη Πλανά χρηματίσασα Νικόλαο τον απλούν εν ιερεύσι Χριστού η εκθρέψασα...»
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εποχή μας είναι μία εποχή διχασμού της καρδιάς, σύγχυσης, χάους, φόβου (όχι υπαρξιακού), απληστίας, παραζάλης και ανησυχίας. Δεν υπάρχει καμιά δίψα αλήθειας. Και ούτε αμείλικτα ερωτήματα ζωής αναζητούν κάποια απόκρι­ση από τους ανθρώπους. Ενώ η λαχτάρα για μάθηση και χορτασμό της ψυχής και τού νου σχεδόν έχει νεκρωθεί. Συνάμα η απολυταρχία τού λογικού τείνει να επι­κρατήσει σ' ένα σιδερένιο αιώνα.
Στη εποχή μας, γρά­φει ο Ιω. Θεοδωρακόπου­λος, έγιναν όλα μηχανικά και απρόσωπα, δηλαδή ανώνυμα, εξωτερικά· έχα­σαν δηλαδή την εσωτερι­κότητά τους. Και η ανωνυ­μία αυτή είναι η κύρια πηγή της σύγχρονης διαφθοράς.
Υπάρχει λοιπόν στον κό­σμο η αγωνία τού αδιέξοδου, έτσι όπως τη δίδαξαν ο Νίτσε, ο Σαρτρ, ο Καζαντζάκης και άλλοι πολλοί, οι οποίοι έβγαλαν τούς ανθρώπους από τη σιγουριά της εγκοσμιότητας και τού φόβου τού Θεού;
Ωστόσο ο Εκκλησιαστής λέει: «Τον Θεό φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε, ότι τούτο πας άνθρωπος» (έχει καθήκον κάθε άνθρωπος).
Που θα πει ότι όποιος συνειδητά ζει μέσα στο έδαφος και στο πνεύμα της Εκκλησίας και συνάμα βιώνει σωστά την ορθόδοξη πνευματικότητα, καμιά υπέρμετρη τραγι­κότητα, θλίψη, αδιέξοδο και απειλή δεν πρέπει να φω­λιάζει στη καρδιά του. Κανένα δίλημμα δεν πρέπει να κάμψει το φρόνημα και την εμπιστοσύνη τού χριστιανού στο Θεό. Μη φοβού, αλλά πίστευε μας παραγγέλνειο Κύριος.
Βέβαια, τούτοι οι καιροί, ένεκα της μεγάλης πνευμα­τικής τους καθίζησης απαιτούν μία ξεχωριστή κατάθεση προσωπικής και συλλογικής προσπάθειας, αφού ακό­μα και η αγιότητα αποτελεί ένα λησμονημένο όραμα. Και είναι αρκετοί εκείνοι που νομίζουν ότι μπορούν να έχουν ποιότητα ζωής δίχως τρολέ (την κεραία που από ηλεκτροφόρο σύρμα δίνει κίνηση στο όχημα). Αλλά είναι φανερό πια, ότι τίποτα το δημιουργικό δεν μπορεί να κινηθεί δίχως πίστη και μάλιστα στον αληθινό θεό. Δίχως θεό όλα επιτρέπονται λέει ο Ντοστογιέφσκυ, και βλέπουμε πού πάει ο κόσμος σήμερα!
Επίσης είναι γνωστό ότι τον αγώνα για την κίνηση και δια­τήρηση τού τρολέ με τον ηλε­κτροφόρο ουρανό, δεν μπο­ρεί ο άνθρωπος να τον κάνει πάντα μόνος του! Είναι ανί­σχυρος υποκειμενικά και συγκυριακά. Γι' αυτό χρειάζεται βοήθεια, θέλει διαλεκτική ενίσχυση από φωτισμένες μορφές, τα­πεινούς σηματοδότες, τα­γούς και αγίους. Οι οποίοι με τη βαθιά πίστη και την έμπρακτη, χριστιανική δι­δαχή τους, δίνουν εγγυη­μένες λύσεις στα πνευμα­τικά και υλικά προβλήματα της καθημερινής ζωής. Άλλωστε η πίστη μας χωρίς αυτούς τους αγίους παύ­ει να υφίσταται. Και αν λησμο­νήσουμε αυτή την αγιότητα δεν απομένει από την Εκκλησία παρά ο ταυτισμός της με τον κόσμο, γράφει ο Μητροπ. ΠεργάμουΊω. Ζηζιούλας. Μια τέτοια μορφή, έπίκαιρης αναφοράς για τους καιρούς μας, είναι και ο απλοϊκός, ταπεινός και φτωχός (έως πένης) παπα-Νικόλας Πλανάς. Ο οποίος βίωσε το σκάνδαλο και τη μωρία της πίστης όπως τη χαρακτηρίζει η Γραφή όχι για τις κηρυχτικές, συγγραφικές, πατερικές η θύραλθε γνώσεις του, αλλά για την αδιατίμητη ταπεινότητά του, την αγάπη του προς τον πλησίον, και κυρίως για τη λιτότητα τού βίου του. Ήταν ένας αληθινός φίλος της υπακοής στο θέλημα και μόνο τού Θεού, υπόδειγ­μα χριστιανικού βίου και ποιμένα ο οποίος, στ' αλήθεια, την ψυχή αυτού τίθηση υπέρ των προβάτων.
Ο καλός αυτός λευίτης έζησε και εργάστηκε στη Αθήνα περισσότερα από εξήντα χρόνια και κοιμήθηκε στις 2 Μαρτίου τού έτους 1932. Θεωρούσε όμως πάντοτε τον εαυτό του Νάξιο και περηφανευόταν γι' αυτό.
 Ο Νικόλας Πλανάς γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 από γνωστή και πολύκλαδη οικογένεια της Χώρας. Και μεγά­λωσε πλάι στο σπίτι τού ονομαστού τέκνου της Ναξίας Αγίου Νικοδήμου τού Αγιορεί­τη, μέσα σ' ένα κλίμα μυστικής έξαρσης που καλλιεργούσαν τότε έντονα οι Κολλυβάδες, οι πατέρες τού Άθω και οι Γέροντες τού Ησυχασμού. Άλλωστε και ο παππούς τού Νικόλα Πλανά από την μητέρα του ήταν οφφικιούχος της τοπικής Εκκλησίας, ο οικονόμος Γεώργιος Μελισ­σουργός. (Από το βιβλίο τού Δημήτρη Φερούν «Ο παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανάς», εκδ. Αστέρος, Αθήνα 1992).
 Μετά το θάνατο τού πατέ­ρα του στα 1868, ο Νικόλας Πλανάς μαζί με τη μητέρα του Αυγουστίνα και τη μικρή αδελ­φή του Σουσάνα μετανάστεψε στη Αθήνα. Αφού στο μεταξύ, φέρνοντας μέσα του τα πλούσια βιώματα της γενέθλιας γης και της οικογενειακής παράδοσης, είχε αποφασίσει τη σταδιοδρο­μία του!
Όταν ο Νικόλας Πλανάς έφυ­γε από τον λειμώνα της ναξιακής γαλήνης και ήρθε στη Αθήνα, βρέθηκε ξαφνικά μέσα στη βα­βούρα και το εγκόσμιο σκόρπισμα μιας νέας Βαβυλώνας. Σ' ένα κλίμα πρωτευουσιάνικης ασύνδετης, ταραγμένης και ασυνάρτητης ζωής. Η οποία δίχως συγκεκριμένη ταυτό­τητα, συνεχιζόταν πάνω στα χνάρια της βαυαρικής και οθωνικής άρνησης και αμετροέπειας (μεγαλοστομίας).
 Οι κάτοικοι της Αθήνας, ως ένας άθλιος συρφετός, προσπαθούσαν, μιμούμενοι τα ευρωπαϊκά κακέκτυπα ζωής, συμπεριφοράς και φιλοσοφίας, να συγκροτήσουν μία ατομική και συλλογική συνείδηση. Σ' αυτούς τους ανθρώπους της πρωτεύουσας αναφέρεται ο Κονδυλάκης με τους «Άθλιους των Αθηνών», ο Σουρής, ο Συνοδινός και πολλοί άλλοι συγγραφείς. Ακόμα και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που έγραψε πικραμένος:
«Φεύ. Τις μοι δώσει ύδωρ και δάκρυα; Από τον τόπο της δοκιμασίας και τον τόπο της μικρής αναψυχής, ήλθα εις τον τόπο της καταδίκης, όπου από πολλού σύρω τον σταυρό μου, μη έχων πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών. Έφθασα εις Αθήνας...».
Αλλά και ο Κωστής Μπαστιάς δεν φείδεται παρρησί­ας για να περιγράψει την κατάσταση της πλάνης και της ασυναρτησίας που επικρατούσε στη αλλοπρόσαλλη Αθήνα.
«Ο,τι ιερό φυλάξαμε», γρά­φει, «τετρακόσια χρόνια σκλα­βιάς ποδοπατιέται, ο,τι μας κράτησε όρθιους, σαν ασάλευτο αντιστήλι, γκρεμίζεται. Σε τέτοιο γιουρούν τού σατανά, κάθε υποταγή είναι άρνηση της πίστης και παράδοση στο διάβολο».
 Σ' αυτό τον κόσμο ήρθε ο Νικόλας Πλανάς να ζήσει και να καταθέσει το υστέρημα της καρδιάς του. Να στηρίξει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μέσα από ταπείνωση και αγάπη και να ανατρέψει πολλές κατεστη­μένες συνήθειες μέσα στο κέ­ντρο της αθηναϊκής αδιαφορίας και τού κυνικού αθεϊσμού. Να ξαναδώσει την ιερότητα και τον χαμένο ενθουσιασμό στον κό­σμο της θρησκευτικής, χριστια­νικής λατρείας. Και παρά τους διωγμούς και τις λοιδορίες να εγκαινιάσει μαζί με το φίλο του Παπαδιαμάντη και τους άλλους Συμποτικούς συντρόφους του, ένα νέο πνεύμα εκκλησι­αστικής καθαρότητας στα τέλη τού 19ου και στις αρχές τού 20ου αιώνα.
Γι' αυτό και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σε άρθρο του μοναδικό, με τίτλο: «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων’ που δημοσιεύθηκε στο λεύκωμα ‘Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας τού 1896’, μεταξύ των άλλων έγραψε:
«Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότε­ρος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος τού πρώτου των μακαρισμών τού Σωτήρος».
 Επρόκειτο για τον Νικόλα Πλανά ο οποίος, αφού πρώτα στεφανώθηκε, στις 14 τού Απρίλη τού 1879 και το Ιούλιο χειροτονήθηκε διάκονος στη Μεταμόρφωση τού Σωτήρος Πλάκας, έμεινε για λίγα χρόνια να υπηρετεί με ξεχωριστό ήθος στον ίδιο Ναό. Και στη συνέχεια, στις 2 Μαρτίου τού 1884, χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο στο εκκλησάκι τού Αγίου Ελισαίου ως Νικόλαος Πλανάς Ιερέας εκ Νάξου και τοποθετήθηκε στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης. Ένεκα όμως τού ότι σε όλη την περιοχή είχε μόνο τρεις οικογένειες ποιμένων ως ενορίτες, λειτουργούσε τακτικότερα στον Άγιο Ελισαίο, στο Μονα­στηράκι, με ψάλτες τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Και είχε την ιερή συνήθεια να κάνει σχεδόν καθημερινές λειτουργίες και αγρυπνίες σε όλα τα εκκλησάκια της Αθήνας και έξω άπ' αυτή.
 Ιδιαίτερα στο εκκλησάκι τού Αγίου Ελισαίου όπου το τυπικό ήταν αγιορείτι­κο, πλούσιο σε κατάνυξη, συγκεντρώνονταν πάρα πολλές από τις εκκλησια­στικές μορφές της εποχής, οι οποίες αργότερα έπαιξαν μεγάλο ρόλο στον εκκλη­σιαστικό βίο της Χώρας, όπως ήταν: ο Νεκτάρι­ος Κεφαλάς, ο Φιλόθεος Ζερβάκος, ο Φώτης Κόντο­γλου, πολλοί Επίσκοποι και αγιορείτες Γέροντες. Οι οποίοι στο πρόσωπο τού παπα-Νικόλα Πλανά, τού ολιγογράμματου και τα­πεινού ιερέα, έβρισκαν και βίωναν την πρόγευση των εσχάτων. Την αγιότητα ως εκκλησιαστική εμπειρία. Που σημαίνει ότι μέσα στο μικρό εκκλησάκι υπήρχε εικονισμός της Βασιλείας τού Θεού και μετοχή στη δόξα τού Θεού και στη νοητή θέωση των μυσταγωγικά παρισταμένων.
 Για τον παπα-Νικόλα Πλανά δεν υπήρξε ποτέ θέμα υλικών ωφελημάτων. Ένιωθε πάντοτε πλούσιος και μόνο ότι υπηρετούσε το Θυσιαστήριο ως ιερέας Χριστού και αγίαζε τον κόσμο. Ζούσε σ' ένα ταπεινό δωματιάκι στο σπίτι της νύμφης του από το γιό του Ιωάννη, κάπου στο Κουκάκι (Γαργαρέττα). Φορούσε μόνιμα το ίδιο τριμμένο ρασάκι έως την τελευτή τού βίου του. Η οποία έγινε, δίχως να αρρωστήσει, την Τσικνοπέμπτη τού 1932, ενώ είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί.
Αργότερα για τη μοναδικότητα και αγιότητα τού Παπακαλόγερου Νικόλα Πλανά, διαμορφώθηκε η συνεί­δηση στο λαό ότι θαυματουργούσε. Και ότι αυτό συνέβη επειδή ο Όσιος Νικόλας Πλανάς δεν είχε τίποτ' άλλο στο νου του εκτός από τη δόξα τού Θεού και τη διακονία των συνανθρώπων του μέσα στη Εκκλησία.
Κατά την κηδεία του, που έγινε στον Άγιο Γιάννη Βουλιαγμένης, όπου ο αγαθός Πρεσβύτερος υπηρέτησε επί πενήντα έτη, ακούστηκαν πολλοί επαινετικοί λόγοι και γράφτηκαν στον Τύπο κείμενα που μιλούσαν για την αφιλοκερδεία, την απλότητά του και την απόλυτη καλοσύνη του. Τον επικήδειο εκφώνησε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπου­λος. Και το μεγάλο πλήθος τού λαού απαίτησε να γίνει η περιφορά τού σκηνώματός του σε όλη την Πλάκα της Αθήνας όπου έζησε και διακόνησε.
 Στις μέρες μας, όσο ποτέ άλλοτε, η μνήμη τού Οσίου Νικολάου Πλανά, είναι επίκαιρη και παραδειγμα­τική για τον Κλήρο και το Λαό. Η αυτάρκειά του ήταν πνευματική. Και αυτό τού έδινε τη δυνατότητα να αισθάνεται πλούσιος ενώ ήταν φτωχός. Να έχει μό­νιμα τον τρολέ ενωμένο με τον Ουρανό και δίχως κανένα φόβο να αντιμετωπίζει όλες τις εξωτερικές συγκυρίες, οι οποίες και στα χρόνια του ήταν πολύ σκληρές και πιεστικές, όπως και στις μέρες μας! Γι' αυτό και η Εκκλησία μας, μετά την αγιοκατάταξή του, δίκαια ψάλλει:
 «Πλανάς ο Νικόλαος, ο ταπεινός πρεσβύτερος ώφθη εκλεκτός Χριστού εργάτης, μικρός το δέμας, πεφωτισμένος τον νουν, πίστει σοφών υπερτερών, όρθρω και νυχθημερών τω φωτί αυγαζόμενος».
Συντεθημένο από τον Μητροπολίτη Πατρών κυρό Νικόδημο.

ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
27  ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2011