Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Η ενωτική στάση του αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς(+2 Ιουλίου 1966)Απόσπασμα άρθρου του Θ.Ι.Ρηγινιώτη


Απόσπασμα άρθρου του Θ.Ι.Ρηγινιώτη
. Η «Ρωσική Εκκλησία της Διασποράς»
Ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Μαξίμοβιτς (1896-1966) ήταν ιεράρχης της «Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς» (στο εξής θα την αναφέρουμε: Ρ.Ε.Δ.) ή «Υπερορίου Ρωσικής Εκκλησίας», η οποία απαρτιζόταν κατά κύριο λόγο από Ρώσους «πνευματικούς πρόσφυγες», που είχαν διαφύγει από την Ε.Σ.Σ.Δ. μη μπορώντας να ζήσουν κάτω από το αθεϊστικό καθεστώς. Η Ρ.Ε.Δ. δεν είχε κοινωνία με το πατριαρχείο της Μόσχας, διότι το τελευταίο, μετά την κοίμηση του αγίου πατριάρχη Τύχωνα και μέσα από φοβερές και αιματηρές περιπέτειες, είχε περιέλθει υπό την κηδεμονία του καθεστώτος.
«Η Εκκλησία αυτή, η οποία ιδρύθηκε το 1920 με επείγον διάταγμα του πατριάρχη Τύχωνος της Μόσχας, την ίδια χρονιά είχε αποφασίσει να παραμείνει διοικητικά αποκομμένη από την Εκκλησία της Ρωσίας μέχρις ότου η δεύτερη απελευθερωνόταν από τα δεσμά του άθεου σοβιετικού καθεστώτος. Παράλληλα, όπως βεβαίωναν οι ιδρυτές-ιεράρχες της, η Εκκλησία Εξωτερικού [σ.σ. η Ρ.Ε.Δ.] αυτοχαρακτηριζόταν εξαρχής ως “αδιάσπαστο, πνευματικά ενιαίο παρακλάδι” της Μητέρας Εκκλησίας στη Ρωσία» [ιερομόναχος Δαμασκηνός, π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ζωή και τα έργα του, μφτρ.-επιμ. Χαρά Λιαναντωνάκη, δ΄ έκδ. Μυριόβιβλος 2006, τ. Α΄, σελ. 379-380. Υποσημ. στην ίδια σελ.: «Το ψήφισμα του Συμβουλίου των Επισκόπων της ρωσικής Εκκλησίας Εξωτερικού, που εκδόθηκε το Σεπτέμβριο του 1927, είχε ως εξής: “Το τμήμα της Παρρωσικής Εκκλησίας που βρίσκεται στο εξωτερικό, πρέπει να διακόψει τις οποιεσδήποτε διοικητικές σχέσεις με την εκκλησιαστική διοίκηση στη Μόσχα μέχρι να αποκατασταθούν οι ομαλές σχέσεις με τη Ρωσία και μέχρι την απελευθέρωση της Εκκλησίας μας από τις διώξεις που υφίσταται από τις άθεες σοβιετικές αρχές… Το τμήμα της ρωσικής Εκκλησίας που βρίσκεται στο εξωτερικό θεωρεί ότι είναι αδιάσπαστο πνευματικά ενιαίο παρακλάδι της Μεγάλης Ρωσικής Εκκλησίας. Δε διαχωρίζει τον εαυτό του από τη Μητέρα Εκκλησία και δεν αυτοπροσδιορίζεται ως αυτοκέφαλο”» (η υπογράμμιση δική μας)].
Τα παραπάνω τα γράψαμε για να γίνει κατανοητό ότι η Ρ.Ε.Δ., παρότι είχε στους κόλπους της και φανατικούς (πράγμα ανθρώπινο), ήταν μια έντιμη προσπάθεια, χαρακτηριζόμενη από ταπείνωση και αγάπη, όχι από υπεροψία και φανατισμό. «Όσο μπορούσαμε να γνωρίζουμε, η ρωσική Εκκλησία Εξωτερικού είχε την ευλογία να περιλαμβάνει στους κόλπους της τους πιο επιφανείς εκπροσώπους της αγίας Ρωσίας που ζούσαν τότε στη Διασπορά· θαυματουργοί γέροντες, προφήτες, γνήσιοι θεολόγοι και φιλόσοφοι» (ιερομ. Δαμασκηνός, ό.π., σελ. 379). Γι’ αυτό και, μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος, αποκατέστησε την εκκλησιαστική κοινωνία της με το πατριαρχείο Μόσχας, προς απογοήτευσιν σχισματικών «ζηλωτών» στην Ελλάδα και αλλού!
Σημειωτέον ότι η Ρ.Ε.Δ. «ήταν μια απ’ τις ελάχιστες Ορθόδοξες Εκκλησίες στη Δύση, που δεν είχε αποδεχθεί τις μεταρρυθμίσεις του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, τη δεκαετία του ’20, και είχε διατηρήσει το Ιουλιανό (“Παλαιό”) Ημερολόγιο» (ό.π., σελ. 379). Το παλαιό ημερολόγιο, ως γνωστόν, διατηρούν ακόμη και σήμερα στο εορτολόγιό τους τα πατριαρχεία Ρωσίας και Σερβίας, ενώ σε πολιτικό επίπεδο οι χώρες τους ακολουθούν το νέο ημερολόγιο. Το ίδιο ισχύει και στο Άγιο Όρος (εορτάζουν με το παλαιό). Η διαφορά του ημερολογίουδεν προκαλεί πρόβλημα στην εκκλησιαστική κοινωνία των Εκκλησιών αυτών με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες του πλανήτη, ενώ αντίθετα οι «ζηλωτές» παλαιοημερολογίτες στην Ελλάδα και αλλού έχουν διακόψει αυτή την κοινωνία, με το πρόσχημα ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες που δέχτηκαν την αλλαγή, αλλά και όσες κοινωνούν με αυτές, έχουν προδώσει την Ορθοδοξία στον πάπα. Εκκλησιαστική κοινωνία πρακτικά σημαίνει να αναγνωρίζουμε ως έγκυρα και να λαμβάνουμε τα εκκλησιαστικά μυστήρια ο ένας από τον άλλο, δηλαδή (το γράφω απλοϊκά) να μεταλαβαίνουμε από τους ιερείς τους και εκείνοι από τους δικούς μας ιερείς. Αυτά είναι γενικώς γνωστά, αλλά τα αναφέρουμε για τυχόν μη ενημερωμένους αναγνώστες.
. Ο άγιος Ιωάννης
Ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Μαξίμοβιτς  έδρασε στη Σερβία, την Κίνα, τη Γαλλία και τις Η.Π.Α., όπου και κοιμήθηκε το 1966. Το ποιμαντικό, ιεραποστολικό και κοινωνικό του έργο είναι τεράστιο, ενώ ήταν εξαιρετικά θαυματουργός ενώ ακόμη ζούσε. Το σώμα του είναι άφθορο και φυλάσσεται στο Σαν Φρανσίσκο. Η αφθαρσία του φάνηκε και κατά την πολυήμερη έκθεση του σώματός του σε λαϊκό προσκύνημα, πριν κηδευτεί, χωρίς ταριχευτικές επεμβάσεις. Αναγνωρίστηκε ως άγιος από τη Ρ.Ε.Δ. το 1992 και φέρει το προσωνύμιο «Θαυματουργός».
Ο άγιος Ιωάννης, αν και γεμάτος ταπείνωση και αγάπη, ήταν αυστηρός στη διαφύλαξη της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς. Δεν ήταν «νεωτεριστής» ούτε «εκσυγχρονιστής». Παρόλα αυτά, αυτός ο γίγαντας της χάριτος, κινήθηκε ενωτικά προς όλους τους ορθοδόξους, πράγμα που προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες των «ζηλωτών» της Εκκλησίας του.
«[Ο αρχιεπίσκοπος] ήταν απολύτως υπεράνω “κομμάτων” κι έτσι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τάσσεται με τους “απομονωτιστές”, που πολλοί τους ήθελαν επικυρίαρχους στην Εκκλησία του Εξωτερικού. Κάποιοι, λόγου χάριν, είπαν πως είχε συνεορτάσει με κληρικούς του πατριαρχείου της Μόσχας, με την Εκκλησία “Ευλογείτε” [σ.σ. ρωσική Εκκλησία της Δ. Ευρώπης υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο] και με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες του Νέου Ημερολογίου – μια πράξη που πολλοί τη θεωρούσαν ταμπού. Όταν το 1945 διακονούσε ως επίσκοπος Σαγκάης, είναι γνωστό ότι μνημόνευε στις ιερές ακολουθίες το νεοεκλεγμένο πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Α΄ μαζί με το μητροπολίτη Αναστάσιο. Εξαιτίας αυτού, κατηγορήθηκε από μερικούς ότι είχε μικτές συμπάθειες και μία επικίνδυνη διασύνδεση με το πατριαρχείο της Μόσχας.
»Η αλήθεια είναι ότι, αν και ο ίδιος δε συμβιβάστηκε ποτέ με το σοβιετικό καθεστώς, συνέπασχε με όσους από την Εκκλησία της Ρωσίας δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν ή να αντισταθούν στις κομμουνιστικές αρχές. Προσηλωμένος στη βαθιά πνευματική ενότητα που υπάρχει στο σύνολο της Εκκλησίας [σ.σ. ενν. της Ορθόδοξης] έβλεπε πέρα από προσωρινούς διοικητικούς διχασμούς, απότοκους ατυχών εξωτερικών συγκυριών. Στον Ευγένιο [σ.σ. μετέπειτα π. Σ. Ρόουζ] είπε ότι οι διχασμοί στη ρωσική Εκκλησία ήταν πρόσκαιροι και θα έπαιρναν τέλος μόλις η Ρωσία ελευθερωνόταν. Οι απόψεις του ήταν καθ’ όλα εναρμονισμένες με τις ιδρυτικές αρχές της ρωσικής Εκκλησίας του Εξωτερικού» (π. Δαμασκηνός, ό.π., σελ. 381-382, οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Άραγε πόσοι από τους εν Ελλάδι «Γνήσιους Ορθόδοξους Χριστιανούς» σκέφτονται ότι η απόσχισή τους από τη Μητέρα Εκκλησία – έστω και για τους λόγους που επικαλούνται – είναι προσωρινή; Φοβούμαι ότι οι περισσότεροι, μέσα στην καρδιά τους, θεωρούν υπεροπτικά ότι οι ίδιοι είναι η Μητέρα Εκκλησία.
Το 1962-63 ο άγιος Ιωάννης συκοφαντήθηκε ότι ενεπλάκη σε παράνομες εκκλησιαστικές εκλογές και σε κατάχρηση χρημάτων της Εκκλησίας! Η συκοφαντία υποκινήθηκε από ανθρώπους που φοβούνταν την ανάδειξή του σε πνευματικό και διοικητικό ηγέτη της Ρ.Ε.Δ., θέση που επιθυμούσαν για τον εαυτό τους. Ο άγιος δικάστηκε και αθωώθηκε. Κατά το διωγμό του διατήρησε ταπεινή σιωπή. Μετά την κοίμησή του, κάποιοι από τους πολέμιούς του ήρθαν κλαίγοντας και ζήτησαν συγνώμη μπροστά στη σορό του.
Όμως «οι κατηγορίες τράβηξαν την προσοχή της εφημερίδας Σαν Φρανσίσκο Κρόνικλ. Εκεί γράφτηκε ότι “[…] αναγνώρισε τη σοβιετική Εκκλησία όσο βρισκόταν στη Σαγκάη”. Άλλα άρθρα εφημερίδων σημείωναν ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης κατηγορείται για “κόκκινες τάσεις”, “συμπάθειες προς τον κομμουνισμό” και για το ότι “ευνοεί τους δεσμούς με τη ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στη Σοβιετική Ένωση”. Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν τότε στο απόγειό του, τέτοιες δηλώσεις είχαν αρνητικό αντίκτυπο στον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη. Όπως είπε στους δημοσιογράφους ο πνευματικός του υιός Μπόρις Μάσενκοφ (ένα από τα [σ.σ. χιλιάδες] ορφανά που είχε φροντίσει κάποτε ο αρχιεπίσκοπος), το μόνο που έκανε ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ήταν να μνημονεύσει τον πατριάρχη της Μόσχας κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών» (π. Δαμασκηνός, ό.π., σελ. 384, η υπογράμμιση δική μας).
Κατά τη διάρκεια της δίωξής του, οι οπαδοί των αντιπάλων του είχαν φανατιστεί εναντίον του και πολλές φορές τον προπηλάκιζαν μετά τη λήξη των ιερών ακολουθιών!… Τότε ο άγιος Ιωάννης έκανε μία ακόμη ενωτική πράξη: «Η διαμάχη ήταν τόσο έντονη, ώστε ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης έδωσε την ευλογία του σε πολλά μέλη του ποιμνίου του να πηγαίνουν στην εκκλησία του πατριαρχείου της Μόσχας στο Σαν Φρανσίσκο αντί για τη δική του εκκλησία. Σε τούτο έδειξε για μια ακόμη φορά έλλειψη πολιτικού κομματισμού, μένοντας προσηλωμένος σ’ ένα πνευματικό όραμα ενότητας της Εκκλησίας, το οποίο υπερέβαινε τους διχασμούς γύρω από δικαιοδοσίες και εξουσίες. Ο Μπόρις Μάσενκοφ και άλλα από τα (ορφανά) πνευματικά παιδιά του, ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης έστειλε στην “αντίπαλη” ρωσική εκκλησία» (π. Δαμασκηνός, ό.π., σελ. 393, η υπογράμμιση δική μας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου