Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Ο Όσιος Αρσένιος o εν Πάρω



Ο Όσιος Αρσένιος o εν Πάρω
 
Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιανουαρίου
 Ο όσιος Αρσένιος Σεργίου Σεργιάδης, κατά κόσµον Αθανάσιος, γεννήθηκε στα Ιωάννινα το έτος 1800 από ευσεβείς και εναρέτους γονείς.
 Πολύ νωρίς έµεινε ορφανός και από πατέρα και από µητέρα. Σε ηλικία εννέα ετών ήρθε στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου µε τη φροντίδα του Σχολάρχη Αρχιµανδρίτη Γρηγορίου, ανδρός εναρέτου και λογίου, ενεγράφη στην εκεί Σχολή.
 Στην Σχολή αυτή φοίτησε για πέντε χρόνια. Κατά τα τελευταία χρόνια των σπουδών του γνώρισε τον περίφηµο γέροντα Δανιήλ. Αυτόν ακολούθησε στο αγιο Όρος, όπου και εκάρη µοναχός µε το όνοµα Αρσένιος. Κατά την εξαετή παραµονή του στον Άθωνα έδωσε τον εαυτό του ως πρότύπο µοναχού. Ακολουθώντας τον γέροντα του Δανιήλ ήρθε στην Ιερά Μονή Πεντέλης και στην συνέχεια στην Πάρο και µάλιστα στις ιερές Μονές Λογγοβάρδας και Αγίου Αντωνίου Μαρπήσσης. Κατόπιν τον βλέπουµε στα νησιά Σίκινο και Φολέγανδρο. Εδώ χειροτονείται Διάκονος και διορίζεται ελληνοδιδάσκαλος, ωφελώντας πολλαπλά και τα µέγιστα στην πνευµατική, ηθική, κοινωνική και εθνική εξύψωση του επιπέδου του λαού. Στη Φολέγανδρο παρέµεινε αρκετά χρόνια, εργαζόµενος άοκνα ιεραποστολικώς.
 Μετά την κοίµηση του γέροντός του Δανιήλ και παρά τις αvτιδράσεις των Φαλεγανδρίων, ανεχώρησε µε το σκεπτικό να επανέλθει στο Άγιο Όρος. Όµως, διερχόµενος από την Πάρο και στην Μονή Αγίου Γεωργίου, συνάντησε τον εξ Ηπείρου επισης καταγόµενο αρχιµανδρίτη Ηλία Γεωργιάδη, Ιεροκήρυκα Κυκλάδων, ανθρωπον σοφίας και αρετής. Ο γέροντας αυτός, µε φώτιση Θεού, προέτρεψε τον Αρσένlο τότε να µη µεταβεί στον Άθωνα, αλλά να παραµείνει στην Πάρο, πράγµα και που έπραξε. Και στην Μονή Αγίου Γεωργίου Πάρου, ωσαύτως διέπρεψε στους πνευµατικούς αγώνες. Η ζωή του ήταν ζωή άκρας ασκήσεως. Προσευχόταν αδιάλειπτα, µελετούσε νυχθηµερόν τον θείο λόγο. Ελάχιστα έτρωγε και κοιµόταν τόσο µόνο, όσα να ζει. Ζούσε ως επιγειος αγγελος. Οι πατέρες, βλέποντας την υποµονή, την ταπείνωση, την πραότητα, την ευσέβεια και αγιότητά του, του πρότειναν να χειροτονηθεί Πρεσβύτερος. Μα αυτός ο µακάριος, από πολλή ταπείνωση και από επίγνωση του ύψους της Ιερωσύνης, δεν δεχόταν. Παρά ταύτα, κατόπιν πολλών πιέσεων και τη προτροπή του τότε Μητροπολίτη Κυκλάδων Δανιήλ, εδέχθη, αφήνοντας διαχρονικό υπόδειγµα υπακοής και Ιερωσύνης. Διακρίθηκε σε όλες τις αρετές και ανεδείχθη ισάξιος των παλαιών κορυφαίων του Μοναχισµού. Όσο ελάχιστοι, τίµησε την ιδιότητα του Ιερέως και την ιδιότητα τοιι Μοναχού. Ένεκα τούτου, πλήθη πιστών από τα πέρατα της πατρίδος αθρόως προσήρχοντο προς αυτόν, για να του εναποθέσουν το βάρος των αµαρτιών και των προβληµάτων τους, για να δεχθούν την διδαχή και την ευλογία του, για να πνευµατοποιηθούν.
 Η φήµη του ως Αγίου είχε ήδη περάσει στον λαό του Θεού, ενώ ακόµα βρισκόταν στη ζωή αυτή. Μετά από την τελευτή του γέροντος Ηλίο, εξελέγη Ηγούµενος της Μονής Αγίου Γεωργίου. Επειδή όµως καθηµερινά πλήθη πιστών τον ζητούσαν, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από τις διοικητικές µέριµνες και να στραφεί τελείως στο πνευµατικό έργο. Παράλληλα εκάλυπτε και τις λειτουργικές και πνευµατικές ανάγκες των µοναζουσών της Μονής Χριστού Δάσους Πάρου.
 Η συνεχής καταπόνηση, η σκληρή ασκηση και η σωµατική και πνευµατική κόπωση, υπέσκαψαν την υγεία του. Οι δυνάµεις του άρχισαν να εξασθενούν. Προαισθάνθηκε το τέλος του. Συγκέντρωσε τις µοναχές και τους έδωσε τις τελευταίες του νουθεσίες. Την 30ή Ιανουαρίου του 1877, µετά τη Θεία Λειτουργία τους είπε: "Αυτή, παιδιά µου, είναι η τελευταία Λειτουργία που ετέλεσα". Και την επόµενη, 31η Ιανουαρίου, επειτα από µια ζωή που υπήρξε θυσία ζώσα προς τον Τριαδικό Θεό και ενας ανέσπερος πνευµατικός φόρος, παρέδωσε το πνεύµα στον Ύψιστο, τον αποίο από βρέφος αγάπησε, υπηρέτησε, εδόξασε και στον οπαία ανεπέθεσε τη ζωή του. Τα τελευταία του λόγια ήταν τα εξής "Κύριε, εις χειράς σου παρατίθηµι τούτο το ποίµνιο που µου ενεπιστώθης. Σος είµι εγώ, Κύριε, ότι τα δικαιώµατά Σου εξεζήτησα".
 Την κοίµησή του όλος ο λαός της Πάρου οµοθυµαδόν θρήνησε και έσπευσε να αποχαιρετήσει τον αγιο, τον Προστάτη του, τον πνευµατικό του οδηγό. Το ιερό του λείψανο τέθηκε επί τρεις µέρες σε λαϊκό προσκύνηµα. Οι εκδηλώσεις ευλαβείας του λαού ήταν απερίγραπτες. Ο λαός της Πάρου και όταν ζούσε ο όσιος Αρσένιος τον θεωρούσε Άγιο, αλλά και αµέσως µετά την κοίµησή του. Και η Εκκλησία µας, τον Ιούνιο του 1967 και επισηµα τον ανακήρυξε αγιο.
 Ο αγιος Αρσένιος ένεκα της αγιότητάς του έλαβε από τον Θεό και όταν ακόµα βρισκόταν στη ζωή, το χάρισµα των θαυµάτων. Eίvαι πάρα πολλά τα θαύµατά του, που ο λαός της Πάρου, αλλά και εκτός Πάρου, γνωρίζει και διηγείται. Έτσι, σε καιρό ανοµβρίας, ως άλλος Προφήτης Ηλίας, άνοιξε τους κρουνούς του ουρανού και έφερε βροχή ευεργετική. Αλλά και λάδι µετέφερε µέσα σε καλάθια. Εθεράπευε και βέβαια θεραπεύει ασθενείς, διασώζει από κινδύνους, αποµακρύνει δαιµόνια, επιλύει προβλήµατα της ζωής και µε κάθε τρόπο δείχνει την παρουσία του εντός και εκτός της Μονής Χριστού.

Ένδεκα χιλιάδες νεομάρτυρες Κληρικοί και Μοναχοί



11.000 νεομάρτυρες Κληρικοί και Μοναχοί πυροβολήθηκαν το 1918 στη Μονή Οράνκι της Ρωσίας από τους κομουνιστάς.
Λίγα λόγια για την Ιερά Μονή Οράνκι.
Η Ιερά Μονή Οράνκι της Ρωσίας ιδρύθηκε τον 18ο αιώνα κοντά στο ποτάμι Βόλγα για τους Ρώσους αριστοκράτες. Λειτούργησε μέχρι την επανάσταση του 1918, οπότε και κλείστηκε από τους αθέους και μετατράπηκε σε φυλακή.

Τους τοίχους του Ναού τους έβαψαν με ασβέστη για να σκεπαστούν οι τοιχογραφίες. Την μετέβαλαν σε φυλακή γυναικών. Το 1942 έγινε στρατόπεδο συγκεντρώσεως για τους αιχμαλώτους πολέμου. Τώρα είναι πάλι γυναικεία φυλακή.
-Πείτε μας, πάτερ Δημήτριε, κάτι για το στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Μονή Οράνκι, και για τους μοναχούς που μαρτύρησαν εκεί;
-Οράνκι ήταν το Μοναστήρι των Ρώσων αριστοκρατών και βρισκόταν στο κέντρο της Ρωσίας, κοντά στον ποταμό Βόλγα. Το 1918 οι κομουνιστές το κατάργησαν και έκαναν εκεί το στρατόπεδο συγκεντρώσεως για τους μοναχούς, μαζεύοντας εκεί πάνω από 11.000 μοναχούς από όλα τα μοναστήρια της Ρωσίας. Ήταν και ιερομόναχοι αλλά και παντρεμένοι ιερείς, με επικεφαλής έναν Επίσκοπον.
Το 1918 ήρθε από την Μόσχα μια στρατιωτική κομουνιστική επιτροπεία και τους είπε:
«Έρχεστε μαζί μας, ή όχι; Έχετε 24 ώρες να σκεφθείτε!».

Ο Επίσκοπος όμως τους είπε: «Είναι πάρα πολύ μέχρι αύριο. Θα σας δώσουμε την απάντηση σε 10 λεπτά». Τότε ο Επίσκοπος στράφηκε προς τους μοναχούς και τους είπε΄ «Αδελφοί, τώρα έχετε την ευκαιρία να γίνετε Μάρτυρες για τον Χριστό. Θέλετε να ενωθείτε με τους κομουνιστές, ή θέλετε να παραδώσετε την ζωή σας για τον Χριστό και να συγκραταριθμηθήτε στην χορία των αγίων μαρτύρων; Μη φοβάστε. Ο Χριστός είναι μαζί μας. Ο Χριστός μας καλεί σ' Αυτόν!». Τότε φώναξαν όλοι ομόφωνα : «Θέλουμε να πεθάνουμε για τον Χριστόν», και στην συνέχεια τους σκότωσαν όλους. Τους πυροβολούσαν στο κεφάλι. Σε ένα μήνα, από 300-500 άτομα την ημέρα, τους εξετέλεσαν όλους και τους έθαψαν σε μια μεγάλη χαράδρα στην αυλή του Μοναστηριού. Μερικοί έσκαβαν μια τάφρο, μετά τους σκότωσαν, άλλοι τους σκέπαζαν με χώμα και έσκαβαν στη συνέχεια την τάφρο μετά και αυτούς, με την σειρά τους, τους σκότωναν, μέχρι που τους έθαψαν όλους. Τον Επίσκοπο τον σκότωσαν στο τέλος και τον έθαψαν καθισμένο σε μια μικρή καρέκλα.

Ήταν μια μαζική σφαγή των Ρώσων μοναχών από τους κομουνιστές, μοναδική στην ιστορία της σύγχρονης Εκκλησίας, για την οποία κανείς δεν λέγει τίποτε, ούτε γράφτηκε κάτι μέχρι τώρα. Εγώ είμαι ο μοναδικός ορθόδοξος ιερέας που ζω ακόμη, αυτόπτης μάρτυς στην αποκάλυψη των λειψάνων των αγίων μαρτύρων από το Οράνκι, όπου έμεινα στο στρατόπεδο ως στρατιωτικός ιερεύς μεταξύ των ετών 1942-1948. έγραψα και ένα βιβλίο, σχετικά με αυτό το γεγονός, που ονομάζεται «Οράνκι».

Στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Οράνκι ήμασταν περίπου 14.00 αιχμάλωτοι πολέμου από το Στάλινγραντ, Ρουμάνοι, Γερμανοί και άλλες ευρωπαϊκές εθνότητες, και ήταν ανάγκη για αποχωρητήρια. Τότε ο διοικητής, του στρατοπέδου έβαλε μερικούς στρατιώτες να σκάψουν ένα μεγάλο λάκκο πίσω από την Εκκλησία. Σκάβοντας εκεί βρήκαν τα λείψανα αυτών των μοναχών.
Τότε μερικοί Ρουμάνοι στρατιώτες ήρθαν σ' εμένα και μου είπαν:

Πάτερ Μπεζάν, βρήκαμε μια τάφρο γεμάτη με σώματα μοναχών, πυροβολημένων στο κεφάλι, ντυμένοι σε μαύρα μοναχικά ρούχα, τι να κάνουμε;

-Συνεχίσετε να σκάβετε με προσοχή και να δούμε τι θα βρούμε ακόμη! Σε λίγο ξαναήρθαν σ' εμένα.

-Πάτερ Μπεζάν, βρήκαμε ένα ηλικιωμένον ιερέα που δεν αλλοιώθηκε, καθισμένος σε μια καρέκλα. Φαίνεται καλά που τον πυροβόλησαν στο κεφάλι΄ φοράει μια αλυσίδα με σταυρό και μια μεταλλική εικόνα της Θεοτόκου.

Αδελφοί, τους είπα, πηγαίνετε στον διοικητή του στρατοπέδου και αναφέρετε αυτά που βλέπετε, ότι εδώ συμβαίνει ένα μεγάλο θαύμα. Όλοι αυτοί οι μοναχοί, με επικεφαλής τον αναλλοίωτον Επίσκοπον είναι άγιοι, είναι μάρτυρες που σκοτώθηκαν από τους κομουνιστάς μεταξύ των ετών 1918-1920.

Πάνω σε μια μικρή καρέκλα καθόταν ένας αρχιερέας. Φορούσε ένα εγκόλπιο και ένα σταυρό. Τον σταυρό τον έκλεψαν αυτοί που έσκαβαν. Το τεμάχισαν και το μοιράσθηκαν. Το εγκόλπιο το πήρα εγώ, αλλά μου το πήρε ο διοικητής. Κάλεσε τον διοικητή εκεί, και είπε: «Αυτός γιατί ταλαιπωρείται στην καρέκλα; Βγάλτε τον από εδώ και θάψτε τον κάπου, σαν άνθρωπο!» Και με διέταξε εμένα να το κάνω αυτό.

Μίλησα στο συνεργείο του στρατοπέδου και του κάναμε μια καρέκλα από βαλανιδιά. Τον βάλαμε στην καρέκλα και τον δέσαμε. Τον ράντισα με αγιασμό, επίσης ράντισα και όλα τα άλλα λείψανα. Μετά τον κηδέψαμε αρχιερατικά, κοντά σε μια κρήνη στο προαύλιο της Μονής.

Στις 6 Αυγούστου έρχονται σ' αυτή την κρήνη οι ιερείς που πέρασαν από τις φυλακές, μερικοί ανάπηροι, που σώθηκαν ζωντανοί από τις φυλακές της Σιβηρίας και τελούν την Θεία Λειτουργία.
Με την διαταγή του διοικητή του κάναμε και ένα σκελετό από βαλανίδια, για να μην βουλιάζει. Είδα όμως ένα θαύμα. Όταν βγάλαμε έξω το αναλλοίωτο σώμα του, απλώθηκε σαν να είχε πεθάνει τότε.

Αυτό το διηγήθηκα σε δυο Ρώσους διανοουμένους, ο ένας Ρουμανικής καταγωγής, γεγονός που τους εντυπωσίασε. Κατόπιν αυτοί επήγαν στο Οράνκι να διαπιστώσουν αν οι 11.000 μάρτυρες βρίσκονται εκεί. Όμως δεν μπόρεσαν, επειδή στο Οράνκι, που ήμασταν εμείς αιχμάλωτοι, έγινε μια γυναικεία φυλακή και δεν τους επέτρεψαν να πλησιάσουν. Μετά όμως έσκαψαν λίγο και διαπίστωσαν ακριβώς αυτό που τους είπα. Βρήκαν τα λείψανα, δεν βρήκαν όμως τον αρχιερέα, επειδή δεν έσκαψαν ακριβώς πάνω στο σημείο, σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα που τους έδωσα. Ήρθαν κατόπιν σ' εμένα και επιβεβαίωσαν αυτά που είπα.
-Πότε βρήκατε τα λείψανα;

-Τα ανακάλυψα το φθινόπωρο του 1942.

-Σημαίνει ότι αυτά τα υπολείμματα είναι λείψανα αγίων ανθρώπων!

-Βέβαια. Είναι αληθινοί μάρτυρες, όπως και στον καιρό των Ρωμαϊκών διωγμών. Πολλοί είναι οι μάρτυρες της πίστεως, που σκοτώθηκαν από τους κομουνιστάς.

-Επέτρεψαν οι αρχές στους δυο νέους να πάρουν από τα λείψανα των μαρτύρων από το Οράνκι;

Όχι, τίποτα. Μόνο αυτό, να διαπιστώσουν ότι υπάρχουν. Οι αρχές έκαναν σαν να μη γνωρίζουν τίποτε. Τι τους ενδιέφερε;

Εγώ τους έστειλα σ' έναν αυτόπτη μάρτυρα, δεν ξέρω αν ζει ακόμη, ο οποίος το 1918 κατάφερε να γλυτώσει. Έγινε μυλωνάς στο δάσος στη Ταίγκα. Ονομαζόταν Θεόδοτος. Ήταν ρασοφόρος. Τον γνώρισα το 1944-1945, και όλα τα στοιχεία για αυτό το ομαδικό σκότωμα αυτός μου τα έδωσε.
-Πώς τον συναντήσατε;

-Σ' ένα βαρύ χειμώνα μας έβγαλαν να κόψουμε ξύλα σ' ένα δάσος βόρεια του στρατοπέδου. Μας φύλαγαν Ρώσοι, μη στρατιωτικοί, πολιτικοί που οπλοφορούσαν. Όπως περπατούσα μέσα στο δάσος, βρήκα ένα μικρό σπίτι στην κοιλάδα ενός ρυακιού. Χτύπησα την πόρτα βγήκε ένας ηλικιωμένος Ρώσος με γένια και με ρώτησε ποιος είμαι και τι θέλω.

Του είπα ότι είμαι στο Οράνκι και ότι είμαι Ρουμάνος ορθόδοξος ιερέας. Είχε τριάντα χρόνια να δη έναν ορθόδοξο ιερέα. Ήταν μέσα στο δάσος. Εκεί στον μύλο έζησε πολύ καλά τον Χριστιανισμό. Ήμουν ένας ξένος γι' αυτόν, όμως με εμπιστεύτηκε. Ήταν απλός μοναχός και δεν μπορούσε να τελεί τα της ιεροσύνης. Είχε ένα βιβλίο από όπου διάβαζε τον κανόνα του. Ήταν πολύ πιστός. Με ερώτησε:

-Είσαι ορθόδοξος ιερέας; Και άρχισε να κλαίει.
-Ναι, του απάντησα.

-Τότε θα σου πω ένα μυστικό είμαι μοναχός από την Μονή Οράνκι. Ονομάζομαι Θεόδωρος. Το 1918, όταν ήμουν νέος, έφυγα την νύχτα, για να μην με σκοτώσουν. Έκτισα ένα σπίτι και το μύλο σ' αυτό το δάσος. Δεν συνάντησα ένα ορθόδοξο ιερέα από τότε που έφυγα από το Οράνκι! Και μου διηγήθηκε πώς σκότωσαν οι κομουνιστές τους 11.000 μάρτυρες.
Αναμνήσεις από την περίοδο της παραμονής μου
στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
Στα ρωσικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως πέθαναν πάρα πολλοί. Εμείς τους κουβαλούσαμε με ξύλινη φορτάμαξα. Σκάβαμε μια μεγάλη τάφρο, τους βάζαμε εκεί και τους σκεπάζαμε με λίγο χώμα. Μετά ερχόταν άλλοι με την σειρά, κάθε ημέρα. Μόνο μια φορά μου επέτρεψαν να τελέσω μια γενική ακολουθία για όλους τους κεκοιμημένους. Ήταν χιλιάδες. Ετέλεσα ένα μνημόσυνο με όσα τροπάρια της νεκρωσίμου ακολουθίας μπορούσα να θυμηθώ.

Τότε ήμουν στο στρατόπεδο Μοναστήρκα. Στην Μονή Οράνκι ήταν δυο στρατόπεδα. Το ένα με Ρώσους κρατουμένους και στο άλλο με αιχμαλώτους πολέμου. Οι Ρώσοι εκτόπισαν εκατομμύρια ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες σε όλη την Σιβηρία. Στην Ρωσική κόλαση (γούλαγκ). Έπρεπε να είσαι έτοιμος για τον θάνατο. Όλοι ήταν έτοιμοι για τον θάνατο...
-Εσάς σας έσωσε ο Θεός από τον θάνατο!

-Ναι, σώθηκα με το έλεος του Θεού και είμαι ζωντανός. Πέρασα από πολλούς κινδύνους, πέρασα πολλά, αλλά γλύτωσα, και πολύ παράξενο πώς το μυαλό μου δουλεύει ακόμη καλά. Δόξα τω Θεώ για όλα.

Είναι μεγάλο πράγμα η χάρις του Θεού, μας σκεπάζει όλους, που πιστεύουμε σ' Αυτόν.

Αν ήξερες, πάτερ, πόσα κόκαλα ζώων έφαγα μόνον να μην αισθάνομαι πείνα. Την πείνα την αισθάνεσαι μέχρι την Τετάρτη ημέρα, μετά νιώθεις κάτι πολύ γλυκό στο σώμα, σαν να τρως ζάχαρη και λιποθυμάς΄ συνέχεια λιποθυμάς και γελάς μέχρι να πεθάνεις.

Σε δυο περιπτώσεις ο θάνατος δεν ήταν βαρύς, όταν σε πυροβολούσαν και όταν πέθαινες από πείνα ή παγωνιά.

Παραδείγματος χάρη, όταν μας πήγαιναν από το σταθμό μέχρι κάποιο στρατόπεδο, πηγαίναμε περίπου εκατό χιλιόμετρα από μεγάλα χιόνια μέχρι το λαιμό. Οι περισσότεροι έμειναν πίσω, γονάτισαν, προσκύνησαν καλά και φώναξαν δυνατά: «Αδελφοί, συγχωρήστε με!». Και ο Ρώσος που ήταν πίσω τον πυροβολούσε στο κεφάλι, και έμενε εκεί.

Εμείς δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε. Ο Θεός δίνει στον καθένα το δικό του μερίδιο. Δεν του δίνει περισσότερο απ' όσο μπορεί να αντέξει. Πιστεύετε αυτό;

Επιτρέπει και περισσότερο, αλλά του δίνει και δύναμη. Μερικές φορές αισθανόμουν τιμωρημένος, αλλά δεν γόγγυζα. Έπαιρνα πάνω μου τις αμαρτίες των άλλων.

Είμαι ευτυχής που είχα αυτή την εμπειρία. Ναι, πάτερ, ήμουν και είμαι ευτυχισμένος. Πέθαινα από την πείνα και το κρύο, αλλά ήμουν ευτυχισμένος΄ χαμογελούσα και έκλεινα τα μάτια αυτών που πέθαιναν. Ήταν γεμάτοι ψείρα και πέθαιναν από τον τύφον, ενώ εγώ δεν είχα τίποτα.
-Σας φύλαγε η χάρις του Θεού!

-Ναι, αυτό το ένιωθα. Σας το είπα. Και στον πόλεμο το ένιωσα δυο φορές, όταν μας βομβάρδισαν οι Ρώσοι. Όταν πηγαίναμε στην Βεσσαραβία, μείναμε στο μεγάλο χωριό Ισάκοβα. Ήταν Σάββατο. Κάναμε εσπερινό. Έβαλα στην εκκλησία ένα τάγμα στρατιωτών, τους εξομολόγησα και τους κοινώνησα. Άρχισαν να βομβαρδίζουν. Εγώ έμεινα στο Ιερό για να μαζεύω το αντιμήνσιο και το Άγιο Ποτήριο. Κτύπησαν και την Εκκλησία, χωρίς όμως να την νικήσουν.

-Όταν σε διώκουν είναι καλά να υπερασπίζεσαι και να δικαιολογείσαι; Ή είναι καλύτερα να υποφέρεις όλα για την αγάπη του Χριστού;

-Να υποφέρεις όλα για τον Χριστό.

-Είναι καλά να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου μπροστά στις εκκλησιαστικές αρχές;

-Δεν έχεις τι να κάνεις με την δικαιοσύνη. Ποτέ να μην κάνεις έκκληση στην δικαιοσύνη του Θεού, αλλά στην αγαθότητα του Θεού, στην αγάπη και το έλεός Του.

Πρέπει να σκεπτώμεθα την καλοσύνη του Θεού προς εμάς και με την σειρά μας να είμαστε και εμείς καλοί με τους άλλους.

Κατ' εξοχήν αυτή είναι η βασική αρετή του Χριστιανισμού, η αγάπη, η πραότητα, η συγχωρητικότητα. Όλα θα περάσουν η αγάπη όμως θα μείνει για πάντα. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.

-Τι διαθήκη θέλετε να αφήσετε, μετά τον θάνατό σας, σ' αυτούς που σας αγαπούν;

-Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στα γεράματά του μόνον αυτά έλεγε στους μαθητές του: «Αγαπάτε αλλήλους», επειδή η αγάπη μπορεί να κατορθώσει τα πάντα, Αμήν
-Είχατε αναγκαστικό τόπο διαμονής;

-Ναι, μέχρι στις 22 Δεκεμβρίου του 1989.

-Σας έκαμναν έλεγχο στο σπίτι που μένατε;

-Είχα ένα ταγματάρχη της ασφάλειας που ήταν καθημερινά εδώ. Τους πιστούς που ερχόταν σ' εμένα τους ρωτούσε διάφορα, καμιά φορά τους έδιωχνε.

-Τα γράμματά σας τα διάβαζαν;

-Ναι, μου τα έλεγχαν όλα. Αυτοί από το Ιάσιο με έβριζαν και με κτυπούσαν. Δεν ήταν χριστιανοί. Αυτός από το Χιρλάου ήταν καλός. Έκαμνε τακτικά τις αναφορές του. Μια νύκτα μετά την επανάσταση μου έδειξε τους φακέλους. Περιείχαν τις δηλώσεις των γνωστών και των εντοπίων. Τους συγχώρησα όλους. Προσεύχομαι γι' αυτούς, να μην τους υπολογίσει ο Θεός αυτή την αμαρτία. Τους είπα, όταν τους συνάντησα: «Αδελφοί, εγώ σας συγχώρησα όλους, και ο Θεός να σας συγχωρήσει».

-Μας είπατε ότι την νύκτα στις 21-22 Δεκεμβρίου του 1989 κρύφτηκαν εδώ σ' εσάς οι άνθρωποι της ασφάλειας.

-Ναι, ήρθαν το πρωί. Ήταν ο συνταγματάρχης από το Ιάσιο μαζί με δυο ταγματάρχες, που ήταν Εβραίοι. Αυτοί με κατεδίωξαν πιο πολύ. Μίλησαν μαζί μου και ζήτησαν συγνώμη. Ειλικρινά τους συγχώρησα.

Ευχαριστώ τον Θεό που βρέθηκα σ' αυτές τις δοκιμασίες και βγήκα με την συνείδηση καθαρή. Δεν έχω τίποτα στην συνείδησή μου παρά μόνο τις προσωπικές μου αμαρτίες.

-Ποιο είναι το μυστικό για να βγεις ωφελημένος από αυτούς τους διωγμούς;


-Περνάς πολύ εύκολα, όταν πιστεύεις στον Θεό. Ποτέ δεν μπορούσα να αμφιβάλω στην ύπαρξη του Θεού.

Στις φυλακές με χτυπούσαν. Ήμουν συνηθισμένος με την δουλειά από τα ρωσικά στρατόπεδα. Πρέπει να δέχεσαι την ταλαιπωρία. Αν δεν την δέχεσαι και μουρμουρίζεις, εναντιώνεσαι στον Χριστό και η ταλαιπωρία είναι μάταια. Με την χάρη του Θεού δεν νιώθεις τίποτα, δεν σε πονάει τίποτα. Είναι κάποιος που στέκεται δίπλα σου. Δούλεψα και σε ορυχείο και σε διώρυγα και δεν έπαθα τίποτα. Πάντα έδιδα μια ελπίδα και στους άλλους.
Από το βιβλίο "Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑΣ" του μαρτυρικού ιερέως Δημητρίου Μπεζάν

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Η Ρωσίδα Νεομάρτυς Λυδία



Η ΡΩΣΙΔΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΛΥΔΙΑ
και οι στρατιώτες Κύριλλος και Αλέξιος
 
«ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν
ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής»
(Ρωμ. η' 36)
Η Λυδία, κόρη ενός ιερέως της πόλεως Ούφα1, γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1901. Από παιδί ήταν ευαίσθητη, στοργική και αγαπητή από όλους. Φοβόταν την αμαρτία και κάθε τι που δεν το επέτρεπε ο νόμος του Θεού. Μόλις τελείωσε το παρθεναγωγείο στα δεκαεννιά της χρόνια, παντρεύτηκε και αμέσως έχασε τον άνδρα της στον εμφύλιο πόλεμο με την αναχώρησι του Λευκού (τσαρικού) Στρατού.
Ο πατέρας της, από τις πρώτες αρχές του σχίσματος των «Ανακαινιστών»2 που οργανώθηκε από τους Μπολσεβίκους το 1922, προσχώρησε σ' αυτό. Η θυγατέρα του τότε γονάτισε μπροστά στα πόδια του πατέρα της και είπε: «Δώσε μου την ευχή σου, πατέρα, να σ' αφήσω, για να μη σε δεσμεύω στη σωτηρία της ψυχής σου». Ο γέρων ιερέας ήξερε καλά την κόρη του, όπως ήξερε καλά και το εσφαλμένο της κινήσεώς του. Δάκρυσε και, δίδοντας την ευλογία του στη Λυδία να ζήση μόνη της, της είπε προφητικά: «Κοίταξε, κόρη μου, όταν κερδίσης το στεφάνι σου, να πης στον Κύριο ότι παρόλο που φάνηκα πολύ αδύνατος για αγώνα, ωστόσο δεν σε εμπόδισα, αλλά σου έδωσα την ευχή μου». «Θα το πω, πατέρα», του είπε εκείνη φιλώντας του το χέρι και προβλέποντας έτσι κι αυτή προφητικά το μέλλον.
Η Λυδία πέτυχε να διοριστή στην δασονομική υπηρεσία και το 1926 μετατέθηκε στην κολλεκτίβα υλοτομίας της περιοχής, όπου δούλευε κοντά στους πιο χαμηλόμισθους εργάτες. Εδώ ήρθε αμέσως σ' επαφή με απλούς ανθρώπους του ρωσικού λαού, τους οποίους αγαπούσε πολύ και οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με τον ίδιο τρόπο. Οι ξυλοκόποι και οι οδηγοί, που είχαν σκληρυνθή από τη δουλειά μέσα σε δύσκολες συνθήκες, αφηγούνταν με κατάπληξι ότι στο γραφείο του Τμήματος Υλοτομίας, όπου ερχόταν σε επαφή μαζί τους η Λυδία, τους διαπερνούσε ένα γνώριμο αλλά τώρα μισοξεχασμένο αίσθημα, παρόμοιο μ' εκείνο που είχαν νιώσει κάποτε, όταν πριν την επανάστασι είχαν πάει να υποδεχθούν την περίφημη εικόνα της Παναγίας από το χωριό Μπογκορόντσκογιε της περιφερείας της Ούφα. Στο γραφείο δεν ακούγονταν πια άσχημες κουβέντες, βρισιές και καυγάδες. Τα πάθη είχαν εκλείψει και οι άνθρωποι έγιναν ευγενικώτεροι μεταξύ τους.
Αυτό ήταν καταπληκτικό και έγινε αντιληπτό απ' όλους, των κομματικών οργάνων μη εξαιρουμένων. Παρακολούθησαν τη Λυδία, αλλά δεν ανακάλυψαν τίποτε ύποπτο. Δεν πήγαινε καθόλου στις εκκλησίες που είχαν νομιμοποιηθή από τους Μπολσεβίκους και συμμετείχε αραιά και προσεκτικά σε ακολουθίες της μυστικής εκκλησίας «των κατακομβών».
Η Γκε-Πε-Ου3 ήξερε ότι υπήρχαν μέλη της μυστικής εκκλησίας στην περιφέρεια, δεν έβρισκε όμως τον τρόπο να τα ανακα­λύψη και να τα συλλάβη. Με σκοπό να ανακαλύψη όσους δεν είχαν ακόμη συλληφθή η Γκε-Πε-Ου ξαφνικά επανέφερε από την εξορία τον επίσκοπο Ανδρέα που ήταν πολύ σεβαστός στον λαό, αλλά και σ' όλους τους παράγοντες της μυστικής εκκλησίας. Σύμφωνα όμως με οδηγίες που είχε στείλει πρωτύτερα, ο επίσκοπος έγινε φανερά δεκτός μόνο από μία εκκλησία της Ούφα, παρόλο που μυστικά ήρθε να τον δη ολόκληρη η περιφέρεια. Η Γκε-Πε-Ου πεπεισμένη για την αποτυχία του σχεδίου της συνέλαβε πάλι τον επίσκοπο Ανδρέα και τον εξώρισε.
Η Λυδία συνελήφθη στις 9 Ιουλίου 1928. Οι μυστικές υπηρεσίες για αρκετό καιρό αναζητούσαν μία δακτυλογράφο που εφοδίαζε τους εργάτες της δασονομικής υπηρεσίας με δακτυλογραφημένα φυλλάδια, που περιείχαν βίους αγίων, προσευχές, ακολουθίες και συμβουλές αρχαίων και συγχρόνων ιεραρχών της Εκκλησίας. Παρατήρησαν ότι στην γραφομηχανή αυτής της δακτυλογράφου το κάτω μέρος του «κ» ήταν σπασμένο. Έτσι αποκαλύφθηκε η Λυδία.
Η Γκε-Πε-Ου κατάλαβε ότι είχε πέσει στα χέρια της το κλειδί, για να ανακαλύψη ολόκληρη την μυστική εκκλησία. Δέκα μέρες αδιάκοπης ανακρίσεως δεν κατάφεραν να κλονίσουν την μάρτυρα. Πολύ απλά αρνήθηκε να πη οτιδήποτε. Στις 20 Ιουλίου ο ανακριτής, έχοντας χάσει την υπομονή του, παρέδωσε τη Λυδία στο «ειδικό τμήμα» για ανάκρισι.
Αυτό το «ειδικό τμήμα» εργαζόταν σ' ένα γωνιακό δωμάτιο στο υπόγειο της Γκε-Πε-Ου. Ένας φρουρός στεκόταν μόνιμα στον διάδρομο του υπογείου. Εκείνη την ημέρα φρουρός ήταν ο Κύριλλος Ατάεβ, ένας εικοσιτριάχρονος φαντάρος. Είδε την Λυδία καθώς την έφερναν στο υπόγειο. Η προηγούμενη δεκαήμερη ανάκρισι είχε εξαντλήσει την μάρτυρα και δεν μπορούσε να κατέβη τα σκαλιά. Ο στρατιώτης Ατάεβ, σε πρόσταγμα των προϊσταμένων του, την κράτησε και την ωδήγησε κάτω στον ανακριτικό θάλαμο. «Ο Χριστός να σε σώση» είπε η Λυδία ευχαριστώντας τον φρουρό, καθώς αντιλήφθηκε μια σπίθα συμπαθείας γι' αυτήν στη λεπτή ευγένεια των δυνατών χεριών του φρουρού του Ερυθρού Στρατού.
Και ο Χριστός έσωσε τον Ατάεβ! Τα λόγια της μάρτυρος και τα γεμάτα πόνο και αμηχανία μάτια της μίλησαν στην καρδιά του. Δεν μπορούσε πια ν' ακούη με αδιαφορία τις αδιάκοπες κραυγές και τα κλάματά της, όπως είχε προηγουμένως ακούσει όμοιες κραυγές από άλλους ανακρινομένους και βασανιζομένους.
Η Λυδία βασανίστηκε πολύ ώρα. Οι βασανιστές της Γκε-Πε-Ου δρούσαν συνήθως με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αφήνουν κανένα ιδιαίτερα ευδιάκριτο σημάδι στο σώμα του βασανιζομένου. Όμως στην ανάκρι­σι της Λυδίας καμμία προσοχή δεν δόθηκε σ' αυτό. Οι κραυγές και τα κλάματα της Λυδίας συνεχίστηκαν σχεδόν χωρίς διακοπή για πάνω από μιάμιση ώρα.
«Μα δεν πονάς; Τσιρίζεις και κλαις. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε πονάει;» ρώτησαν εξαντλημένοι οι βασανιστές σε ένα από τα διαλείμματα.
«Πονάει! Ω Κύριε, πόσο πονάει!» απάντησε η Λυδία μ' ένα σπασμένο βογγητό.
«Τότε γιατί δεν μιλάς; Θα σε πονέση περισσότερο!» είπαν με φανερή αμηχανία οι βασανιστές.
«Δεν μπορώ να μιλήσω... Δεν μπορώ... Δεν θα το επιτρέψη αυτό...», βόγγηξε η Λυδία.
«Ποιος δεν θα το επιτρέψη;»
«Ο Θεός δεν θα το επιτρέψη!».
Τότε οι βασανιστές επινόησαν κάτι καινούργιο για τη μάρτυρα: την ηθική κακοποίησι. Ήταν τέσσερεις. Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Χρειαζόταν ένας άλλος. Φώναξαν τον φρουρό να τους βοηθήση.
Μόλις ο Ατάεβ μπήκε στο δωμάτιο, είδε τη Λυδία, κατάλαβε τον τρόπο του παραπέρα βασανισμού της και τον δικό του ρόλο σ' αυτόν και μέσα του έγινε ένα θαύμα παρόμοιο με την απροσδόκητη μεταστροφή των αρχαίων βασανιστών. Η ψυχή του Ατάεβ είχε σιχαθή την σατανική αποτροπαιότητα και ένας ιερός ενθουσιασμός τον κατέλαβε. Χωρίς καθόλου να συνειδητοποίηση το τι έκανε, ο φρουρός του Ερυθρού Στρατού σκότωσε επί τόπου με το πιστόλι του τους δύο βασανιστές που στέκονταν μπροστά του. Πριν κιόλας αντηχήση ο δεύτερος πυροβολισμός, ο άνδρας της Γκε-Πε-Ου που στεκόταν από πίσω, χτύπησε τον Κύριλλο στο κεφάλι με την λαβή του πιστολιού του. Ο Ατάεβ είχε ακόμη αρκετή δύναμι, ώστε να γυρίση και να αρπάξη τον αντίπαλό του από τον λαιμό, αλλά ένας πυροβολισμός από τον τέταρτο τον έρριξε στο πάτωμα.
Ο Κύριλλος έπεσε με το κεφάλι προς το μέρος της Λυδίας, που ήταν δεμένη και τεντωμένη με λουριά. Ο Κύριος του έδωσε την ευκαιρία ν' ακούση για μία ακόμη φορά λόγια ελπίδας από το στόμα της μάρτυρος. Κοιτώντας την Λυδία κατ' ευθείαν στα μάτια και με το αίμα να τρέχη από το σώμα του, ο Κύριλλος πρόφερε ασθμαίνοντας τις λέξεις που δήλωναν την ένωσι του με τον Θεό.
«Αγία, πάρε με μαζί σου!» «Θα σε πάρω», χαμογέλασε ολόλαμπη η Λυδία.
Με το άκουσμα και την σημασία αυτής της συνομιλίας ήταν σαν να ανοίχτηκε ξαφνικά μια πόρτα για το υπερπέραν μπροστά στα μάτια των δύο ανδρών της Γκε-Πε-Ου που επέζησαν. Ο τρόμος τους συσκότισε την συνείδησι. Με υστερικές κραυγές άρχισαν να πυροβολούν τα δύο ανυπεράσπιστα θύματα, που είχαν απειλήσει την ασφάλεια της κοσμοθεωρίας τους, μέχρι που άδειασαν και τα δύο πιστόλια τους. Αυτοί που ήρθαν τρέχοντας στο άκουσμα των πυροβολισμών, τους απομάκρυναν, ενώ εκείνοι ούρλιαζαν υστερικά. Αλλά και οι ίδιοι το έβαλαν γρήγορα στα πόδια κυριευμένοι από έναν ακατανόητο τρόμο.
Ο ένας από αυτούς τους δύο άνδρες της Γκε-Πε-Ου περιήλθε σε κατάστασι τελείας παραφροσύνης. Ο άλλος σύντομα πέθανε από νευρικό κλονισμό. Πριν από τον θάνατό του αυτός ο δεύτερος τα διηγήθηκε όλα στον φίλο του λοχία Αλεξέι Ικόνικοφ, ο οποίος επέστρεψε στον Χριστό και γνωστοποίησε το γεγονός στην Εκκλησία. Λόγω δε του ότι διέδιδε παντού με ζήλο αυτό το γεγονός, βρήκε μαρτυρικό θάνατο και ο ίδιος.
Και οι τρεις, Λυδία, Κύριλλος και Αλέξιος, έχουν καθιερωθή ως άγιοι στη συ­νείδησι της ρωσικής μυστικής εκκλησίας «των κατακομβών». Με τις πρεσβείες τους είθε ο Κύριος να ελεήση τον χριστιανικό λαό της Ρωσίας!
 
1. Πόλις της δυτικής Σιβηρίας στην βιομηχανική περιοχή των Ουραλίων και στις όχθες ομωνύμου ποταμού
2. Εκκλησιαστικό νεωτεριστικό κίνημα, που για ένα διάστημα πέτυχε να αναγνωρισθή σαν η επίσημη ρωσική εκκλησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και άλλες αυτοκέφαλες εκκλησίες
3. G.P.U., αρχικά της σοβιετικές μυστικής αστυνομίας την περίοδο 1922-34
ΠΗΓΗ:   "ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ"
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ 1989

Οι Πέντε Οσιομάρτυρες στη Νήσο Λειψώ



ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ
ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΛΕΙΨΩ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

 Το νησί με ιστορική ονομασία «η Λειψώ» και νεότερη «οι Λειψοί» βρίσκεται στο βορειότερο σημείο της Δωδεκανήσου στα ανατολικά του Αιγαίου και υπάγεται εκκλησιαστικώς στη νήσο Πάτμο, αφού μαζί με αυτή δωρήθηκε το 1088 μ.Χ. στον όσιο Χριστόδουλο τον Λατρηνό από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο τον Κομνηνό.
 Μάλιστα από το έγκυρο βιβλίο «Βραβείον» της ιεράς Μονής του οσίου στην Πάτμο πληροφορούμαστε ότι το 1550 μ.Χ. περίπου έφτασαν στη Λειψώ οι πρώτοι ασκητές. Μα το εντυπω­σιακό του ερχομού των μοναχών αυτών, ως προ­μήνυμα της οσιότητάς τους, το διαφυλάσσει η τοπική λαϊκή παράδοση, που μεταδίδει, ότι οι πρώτοι εκείνοι αναχωρητές, ξεκινώντας από την Πάτμο, άπλωσαν τα ράσα τους στη θάλασσα, ανέβηκαν επάνω και εκείνα με την ευλογία του Κυρίου τους έφεραν στη Λειψώ, στον ορμίσκο με τη σημερινή ονομασία Κοίμηση (της Θεοτόκου).
 Από τον ορμίσκο αυτόν ξεκινά μια κατάξερη πλαγιά, «η Σκάφη». Αυτή διάλεξαν οι πρώτοι εκείνοι ασκητές, για να χτίσουν το ησυχαστήριό τους, γιατί σ' αυτή τους την επιλογή συνηγορούσε η αυστηρή όψη του τοπίου, που ταίριαζε με το αυστηρό ασκητικό ύφος τους.
  * * *

 Αλλ' όμως μύριες δυσκολίες τους παρουσίασε η αφιλόξενη πλαγιά Σκάφη, εμποδίζον­τάς τους να ριζώσουν στο χώμα της.
 Και τί με αυτό; Οι ισάγγελοι εκείνοι ερημί­τες αντέταξαν στις δυσκολίες την ουρανοθέμελη πίστη τους και πύργωσαν πρώτα απ' όλα την εκκλησία του Θεού, τοποθετώντας Κυρά της την ιερή εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, από την οποία ονομάστηκε το κάθισμά τους και όλη η γύρω περιοχή.
 Η εκκλησία και όχι τα κελιά τους υπήρξε το πρώτο μέλημά τους. Πάλεψαν με τα άγρια βράχια και τα μέριασαν για να δημιουργήσουν το οικόπεδο της εκκλησίας. Πάλεψαν με την λειψυδρία, στην οποία αντέταξαν τον ιδρώτα τους και τα δάκρυα της μετάνοιάς τους.
 Και ο δωρεοδότης Θεός αντάμειψε τον αγώνα και την αγωνία τους και τους δώρισε μια πηγή ορμητική, που γι' αυτό την ονόμασαν «Άγριο Νερό», που μέχρι σήμερα τρέχει απ' τα σπλάχνα της γης.
* * *
 Και αφού έχτισαν την κατοικία της ιερής εικόνας της Θεοτόκου, βρήκαν έτοιμες ατομικές τους κατοικίες τις γύρω από την εκκλησία μικρές σπηλιές, που ξεκούρα­ζαν για λίγο τα κατάκοπα κορμιά τους από τον ολοήμερο μόχθο και την ολονύχτια προσευχή.
 Και η ασκητική ολιγάρκειά τους θεωρούσε τη στενότητα των μικρών σπηλιών απεραντοσύ­νη των ωκεανών. Μέσα σ' αυτές οι όσιοι εκείνοι ασκητές είχαν γόνατα, για να τα λυγίζουν μέχρι τη γη προσευχόμενοι, έστω και αν ήταν τρεμογόνατοι οι γεροντότεροι. Είχαν χέρια, για να τα υψώνουν προς το ουράνιο κατοικητήριο του προτύπου τους Ιησού, έστω και αν ήταν ροζιασμένα των νεοτέρων και τρεμάμενα των ηλικιω­μένων.
* * *
 Ως δεύτερο επιτακτικό μέλημά τους υπήρξε ο Άρτος και ο Οίνος για τη Θεία Κοινωνία. Γι' αυτό μετέφεραν στους ώμους τους χώμα από μακρινή γόνιμη γη και δημιούρ­γησαν μια μικρή έκταση, για να καλλιεργήσουν σιτάρι και αμπέλι και να εξασφαλίσουν έτσι τις υλικές προϋποθέσεις της Θείας Μεταλήψεως.
  * * *
 Και καθώς κυλούσαν τα χρόνια, η αίγλη του ησυχαστηρίου της Κοιμήσεως προσείλκυε και άλλους ασκητές και μάλιστα, όπως διέσωσε η παράδοση, μερικούς «κολλυβάδες» από το Άγιο Όρος. Έτσι ιδρύθηκε δεύτερο ησυχαστήριο στην παράλια με την ονομασία «Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», που απέχει μόλις 800 μέτρα από το πρώτο. Οι εδώ ασκητές καλλιέργησαν και την ελιά, για να εξοικονομή­σουν με τον καρπό της άσβεστη τη φλόγα των καντηλιών μπροστά στις εικόνες, πλάι στη δική τους φλόγα την ακοίμητη της πίστεως και του αγώνα τους, καθώς ο ιδρώτας και τα δάκρυα της μετάνοιάς τους λες και πότιζαν τα μικρά ελαιό­δεντρα και θέριευαν, ως μαρτυρούν τα μέχρι σή­μερα απομεινάρια τους.
  * * *
 Διάβαιναν οι αιώνες, ενώ παρακολουθούσαν τους ένθεους εκείνους ασκητές στα δύο ησυχαστήρια πώς εγκατέλειπαν εγκόσμια αγαθά και ζούσαν τις στερήσεις της ερημιάς στο βουνό Σκάφη, αλλά και πώς ανέπνεαν το άρωμα της παρουσίας του Θεού και έσμιγαν τις ψαλμωδίες τους με εκείνους που ανέπεμπαν οι φτερωτοί ψάλτες, τα πουλιά, προς τον ουράνιο Πατέρα, ενώ η ιερότητα του χώρου όλο και πε­ρισσότερο μύρωνε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
 Μέσα σ' αυτή εγκαταβίωναν δεκάδες ασκη­τές, που το τέλος της επίγειας ζωής τους κατέγραφε το «Βραβείον» της ιεράς Μονής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Ανάμεσά τους αποθησαύρισε και το μαρτυρικό τέλος πέ­ντε μοναχών, που προκάλεσαν Τούρκοι δυνά­στες του τόπου μας. Παραβίασαν δυστυχώς την ιερότητα του χώρου. Τον πότισαν με το καθα­γιασμένο αίμα πέντε οσιομαρτύρων ασκητών της Κοιμήσεως.
Και να πώς:
  • Αναλογίσου, αγαπητέ αναγνώστη, να πε­θαίνει αιμόφυρτος ένας άκακος άνθρωπος από τον άγριο ξυλοδαρμό, που δίνει στο κορμί του ένας άλλος συνάνθρωπός του αιμοχαρής, ενώ το «Βραβείον» θα γράψει:
    «[1]635 (τω αυτώ) μηνί απ[ριλλ]ίω επίασε [ν ο μ] πεκήρ-πασιάς τον εν μονα[χοίς] ιωνάν τον γαρμπ[ήν], τον [εκ νη]σύρου [κ]αι [έδ]ειρεν αυτόν, όπου απέθανεν.
  • Συλλογίσου, ομόθρησκε αναγνώστη, το φρικτό θάνατο ενός αθώου να νιώθει την αιματοβαμμένη σάρκα του να κόβεται κομμάτι κομ­μάτι με ένα τσεκούρι, που ανεβοκατεβαίνει στα χέρια ενός μανιασμένου αλλόθρησκου, ουρλιά­ζοντας με σαρκασμό. Και το «Βραβείον» θα ιστο­ρήσει:
    «Τω αυτώ έτει επίασαν οι λεβέντες εις τον λειψόν τον εν μοναχοίς νεόφυτον τον φαζόν, και εφόνευσαν αυτόν διά σκεπάρνου και αρχήσαμεν το μνημόσυνον και την έξοδον αυτού δεκεμβρίου 8».
  • Κοίταξε, φιλόθεε αναγνώστη, ένα τετράλογχο σιδερένιο φονικό όργανο, το αλιευτικό «καμάκι» πώς το μπήγει ο αλλόφυλος δυνάστης στο λαιμό του γέροντα ασκητή, πώς ξεσχίζει τις σάρκες του, ενώ το «Βραβείον» θα γράφει:
    «Το αυτό έτος (1696) εκυμήθει ο αγιώτατος εν μοναχοίς παρθένιος, απ' την Φυλιπόπολιν, αναχωρητής εις το άγριον το νερόν, ο θάνατος αυτού με καμάκιον ετρυπίθη εις τον λεμόν κ(αι) ο αφέντης ο Θεός να τον αναπαύσει».
  • Ρώτησε, φιλόθεε αναγνώστη, αυτούς τους φονιάδες με τα ματωμένα χέρια, για ποια αιτία κατακρεουργούν δύο άλλους μοναχούς;
Άκουσε την απάντησή τους:
-  Διαφεντεύουμε αυτόν το σκλάβο τόπο και σαν αφέντες του δεν χρειαζόμαστε αιτία, για να σκοτώσουμε ούτε δίνουμε λόγο σε κανένα.
Και το «Βραβείον» θα μαρτυρεί:
-  «.αφνη' (1558) απριλ(ί)ω στ' (6) εφονεύθη υπό των αγαρηνών εις τον Λειψόν νεόφυτος μο­ναχός, ο αμοργινός.
-  «.αφξα' (1561) Φεβρουαρίου κη' (28) εφο­νεύθη εις τον Λειψόν ο δούλος του Θ(εο)ύ ιωνάς μοναχός ο λέριος».
* * *
Αυτό ήταν το μαρτυρικό τέλος των μακαρι­στών ασκητών.
- Μείνετε λοιπόν ξαπλωμένοι στη γη που ποτίσατε με δάκρυα, ιδρώτα και αίμα, αδικοσκοτωμένοι γέροντες. Θα σας κηδέψουν με βουβό θρήνο οι συνασκητές σας, ενώ εμείς θα σας διατηρούμε στη μνήμη μας με σεβασμό.
Και ο μέχρι τώρα σιωπηλός Θεός, που δεν παρεμβαίνει, για να παίρνει ο καθένας μας ακέραιη την ευθύνη των κακών του πράξεων ή τον έπαινο των καλών, σας έχει καταξιώσει στη συ­νείδηση των κατοίκων του νησιού.

Γι' αυτό σας θεωρούμε και σας τιμούμε ως καταξιωμένους οσιομάρτυρες.
Ο Επιστάτης του Ιερού Προσκυνήματος
Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου
Νικηφόρος Κουμουνδούρος

 

Απολυτίκιον"
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
  Την εν χρόνοις ποικίλοις πεντάδα ένθεον οσιοάθλων πατέρων εν τη Λειψώ, ιεροίς αγωνίσμασιν αθλήσασαν τιμήσωμεν, συν Νεοφύτω, Ιωνά, άλλω θείω Ιωνά, Παρθένιον και φωσφόρον ευχής, Νεόφυτον, φάρον, αυτών λιτάς απεκδεχόμενοι.

Κοντάκιον
Ήχος πλ.  δ'. Τη Υπερμάχω.
 
Λειψώ την νήσον, θεοφόροι, ηγιάσατε ιδρώτων όμβροις και αιμάτων ταις εκχύσεσι ταις υμών, οσιομάρτυρες τροπαιούχοι, Ιωνά συν Νεοφύτων ζεύγοι έμφρονι και συν άλλω Ιωνά, κλεινέ Παρθένιε, ανακράζοντες. Χαίροις, γέρας πεντάριθμον.

  Μεγαλυνάριον
Χαίροις, των αγίων Λειψώ πεντάς, οσιομαρτύρων, ω Νεόφυτε, Ιωνά, συν τω Νεοφύτω και Ιωνά τω άλλω, Παρθένιε παμμάκαρ, πίστεως μάργαρα.

Η Αγία Αργυρή



Η ΑΓΙΑ ΑΡΓΥΡΗ - ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
 Η αγία Αργυρή γεννήθηκε στην Προύσσα της Μ. Ασίας το έτος 1688 από ευσεβείς γονείς το Γεώργιο και τη Σωσάνη.
Ήταν σεμνή και προικισμένη με εξαιρετικές Χάρες, όπως την Πίστη, τη Φρόνηση, την Υπομονή και την Ταπεινοφροσύνη.
Κάποιος πλούσιος τούρκος που ζούσε κοντά στο σπίτι της θαμπώθηκε από την ομορφιά της και της ζη­τούσε να αρνηθεί την πίστη της και να γίνει γυναίκα του. Η Αργυρή απέρριψε την πρότασή του με ψυχρότη­τα και περιφρόνηση. Αυτός όμως επέμενε και ενοχλούσε τους γονείς της και τους απειλούσε ότι θα χάσουν τη ζωή της κόρης τους αν δεν του τη δώσουν.
Τότε οι ευλογημένοι Γονείς αναγκάζονται να την παντρέψουν 17 χρονών, με ένα παλληκάρι, Ορθόδοξο Χριστιανό και την ώρα που τελούνταν το Μυστήριο του Γάμου, μέσα στην Εκκλησία, ώρμησαν σα λυσσασμένοι είκοσι αλλόθρησκοι νέοι και άρπαξαν την Αργυρή μπροστά στα μάτια όλων και του γαμπρού.
Την οδήγησαν με τα νυφικά της όπως ήταν στολι­σμένη κατ' ευθείαν στο δικαστή. Έξι άτομα την κατηγο­ρούσαν, ότι παρέβηκε την υπόσχεση που έδωσε δήθεν στον πλούσιο νέο για να τον παντρευτεί.
Ο δικαστής, που ήταν ο πατέρας του νέου, της έθεσε το δίλημμα: «Ή  τουρκεύεις  και παντρεύεσαι το γιο μου, ή πεθαίνεις στη φυλακή».
Η Αργυρή σταθερή και ατρόμητη απορρίπτει την πρόταση και κλείνεται στη φυλακή.
Οι γονείς της τρελλοί από την στεναχώρια, ζητούν την παρέμβαση του Πατριάρχη και της Επίσημης τουρ­κικής κυβέρνησης.
Τα διαβήματά τους παρέμειναν άκαρπα. Η Αργυρή οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κλείστηκε στις φυλακές περιμένοντας νέα δίκη.
Περίμενε με αγωνία 2 ολόκληρα χρόνια και η από­φαση που βγήκε επικύρωνε την παλιά: Ή τουρκεύεις, ή μαραίνεσαι στις υγρές φυλακές μαζί με τις ανήθικες γυ­ναίκες που την προτρέπουν συνεχώς να αρνηθεί την πί­στη της για να γλυτώσει τη ζωή της. Έτσι αλυσοδεμένη την φέρνουν στο άθλιο και αποπνικτικό κελί της. Ά­γριοι ξυλοδαρμοί επακολουθούν, βρισιές και εξευτελι­σμοί για να γονατίσουν την αγνή ψυχή της, αλλά αντί­θετα δυναμώνει πιο πολύ η πίστη της στον Εσταυρωμέ­νο. Αντιλαμβάνεται ότι το τέλος της πλησιάζει και θέ­λει οπωσδήποτε να Κοινωνήσει. Πώς όμως;
Εκεί μέσα στη φυλακή ήταν και ένας σεβαστός Γέ­ροντας που όμως μπορούσε να μπαινοβγαίνει γιατί του είχαν εμπιστοσύνη.
Εκμυστηρεύθηκε το μυστικό της η Αγία Αργυρή και κείνος σαν πραγματικός πατέρας έτρεξε στην Εκ­κλησία. Ο ιερέας συγκλονίσθηκε και έχυσε πικρά δά­κρυα, πώς θα μπορούσε να βοηθήσει τη νέα.
Να που φώτισε ο Καλός Θεός. Έκλεισε σε μία στα­φίδα όσο μπορούσε από τα Άχραντα Μυστήρια και τόδωσε στο Γέροντα.
Εκείνος με πολύ φόβο και ευλάβεια πέρασε το Λυ­τρωτικό Δώρο μπροστά απ' τους φύλακες και έφθασε στον προορισμό του.
Η Αγία Αργυρή συγκινημένη και καταβεβλημένη δέχθηκε με ιερή χαρά το τελευταίο Εφόδιο της Ζωής της και παρακάλεσε ταπεινά τον Κύριο να τη δεχθεί στην Ουράνια Βασιλεία του.
Την άλλη μέρα παρέδωσε το πνεύμα της στα χέρια του Κυρίου και προστέθηκε στο χορό των Μαρτύρων. Ήταν 5 Απριλίου του έτους 1721 μ.Χ. Κηδεύτηκε στον περίβολο της Εκκλησίας της Οσιομάρτυρος Παρασκευ­ής στο Χάσκιοϊ.
Ο σεβαστός Γέροντας της απονέμει τις τελευταίες τιμές, θέτοντας πάνω στον τάφο της έναν πέτρινο Σταυ­ρό, το έπαθλο της νίκης της, ο Οποίος σωζότανε μέχρι την εποχή του Πατριάρχου Κωνσταντίνου.
Οι Χριστιανοί της περιοχής θέλησαν να κάνουν ανακομιδή λειψάνων της Αγίας στις 30 Απριλίου του έ­τους 1725. Κάλεσαν τον Πατριάρχη Παΐσιο μαζί με την Ιερά Σύνοδο να παρευρεθεί στην ιερή τελετή. Όταν ά­νοιξαν τον τάφο, έμειναν όλοι έκθαμβοι γιατί το σώμα της παρέμεινε ακέραιο και σκόρπιζε γύρω μια ευχάρι­στη ευωδία. Ο Πατριάρχης ώρισε να τεθεί το Λείψανο σε πολυτελή λάρνακα μέσα στον Ιερό Ναό του Αγ. Γε­ωργίου στην Κωνσταντινούπολη και να γιορτάζεται επί­σημα από όλο τον Ορθόδοξο Χριστιανικό κόσμο σαν Αγία, στις 30 Απριλίου.

 Απολυτίκιον (ως προς το ταχύ προκατάλαβε)
Τυράννους κατήσχυνας εν τοις βασάνοις σεμνή, δειχθείσα πολύαθλε, ώσπερ αδάμας στερρός, Χριστού μάρτυς ένδοξε, έδειξας εναθλούσα προς Χριστόν τον Σωτήρα, έρωτά τε και ζήλον και ακόρεστον πόθον, δι' ο σε Αργυρή, αυτός αξίως εδόξασε.
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
 

Ένας Αφρικανός Νεομάρτυς



(Μαρτυρίες Ιεραποστόλων)
Το μαρτυρολόγιο αυτό μας το διηγήθηκε το 1985 ο Αφρικανός Νικόλαος -διάκονος τότε-της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουγκάντα.
Στην Ουγκάντα, πρώτη φορά εκήρυξε το Ευαγγέλιο ο Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Σαρίκας. Μεταξύ εκείνων που άκουσαν το κήρυγμα ήταν και ένα νεαρό αφρικανόπουλο.
Το βράδυ, όταν καθισε να φάει με την  οικογένειά του, ο μικρός έκανε τον σταυρό του.
-Τί, άλλαξες την πίστη σου; τον ρωτά ο πατέρας του, φανατικός μουσουλμάνος. Εμπρός, σήκω!
Βγαίνει έξω από την καλύβα, φτιάχνει ένα μεγάλο σωρό από ξύλα, τον ανάβει και λέει στο παιδί του:
-Λέγε, γυρίζεις στην πίστη μας;
-Όχι είμαι Χριστιανός! απαντάει ο μικρός.
-Άλλη μια φορά. Γυρίζεις στην πίστη μας;λέει ο πατέρας.
-Όχι απαντάει ο πιστός στρατιώτης του Χριστού.
-Τελευταία φορά σου λέω. Επανέρχεσαι στην πίστη των πατέρων σου;
-Δεν φοβάμαι. Είμαι Χριστιανός!
Τότε ο πατέρας αρπάζει το παιδί του και το ρίχνει στη φωτιά. Και ο μικρός μάρτυς του Χριστού έγινε παρανάλωμα του πυρός...
Ω άγνωστε νεαρέ μάρτυς του Κυρίου, εσύ που στέκεσαι εμπρός εις τον πύρινο θρόνο του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών.

Πηγή: Εξωτερική Ιεραποστολή
Τεύχος 207

Άγιος νεομάρτυς Μακάριος



Κατά το έτος 1527, στις 14 Σεπτεμβρίου,
Μαρτύρησε ο Όσιος Μακάριος
(Από το νέο μαρτυρολόγιο του Αγ. Νικοδήμου)

Μακάριος συ και μακάρων εις τόπον,
θανών απήλθες δια του μαρτυρίου.

Αυτός ο αοίδιμος ποια είχε πατρίδα και ποιους γονείς, δε μας το φανέρωσε η ιστορία του. Το ότι όμως υπήρξε μαθητής του Αγιοτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίου Νήφωνος, ωραίος στο σώμα και ωραιότερος στην ψυχή, και ότι έδωσε μαρτυρικό τέλος, το βρίσκουμε γραμμένο στον βίο του ίδιου Αγιοτάτου Νήφωνος. Αυτός λοιπόν, ο πραγματικά μακάριος, υπήρξε ένας από τους μεγάλους αγωνιστές της κατά Χριστόν άσκησης και φύλακας της ακρίβειας του μοναχικού βίου και εξολοκλήρου ζηλωτής των αρετών του δασκάλου του, Αγίου Νήφωνος. Κι αφού έφτασε στο άκρο και το τέλειο της θείας αγάπης, φλεγόταν κάθε μέρα η καρδιά του και ποθούσε να αξιωθεί να τελειώσει τη ζωή του με μαρτυρικό θάνατο. Κι έτσι, φανέρωσε αυτόν τον πόθο και τον ένθεο σκοπό του στον Άγιο, που βρισκόταν τότε στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, κατά τη δεύτερη φορά που πήγε στο Άγιο Όρος. Κι εκείνος, αφού άκουσε τον σκοπό του και κατάλαβε ότι προέρχεται από θέλημα Θεού, του είπε: «πήγαινε, παιδί μου, στην οδό του μαρτυρίου, γιατί με την προθυμία σου πρόκειται να αξιωθείς να λάβεις τον στέφανο της άθλησης και να αγάλλεσαι αιώνια μαζί με τους Μάρτυρες και τους Οσίους. Κι αφού έκανε ευχή και τον σφράγισε με το σημείο του σταυρού, τον καταφίλησε και τον άφησε να φύγει εν ειρήνη.
Κι ο ευλογημένος Μακάριος, αφού οπλίστηκε με τις ευχές του Αγίου, βγήκε χαρούμενος από το Όρος και έτρεχε για να φτάσει στον ποθητό αγώνα. Πηγαίνοντας λοιπόν στη Θεσσαλονίκη, σκέφτηκε και στάθηκε εκεί όπου ήταν συγκεντρωμένο μεγάλο πλήθος Οθωμανών και δίδασκε με θάρρος ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού και κατέβηκε από τους κόλπους του Πατρός και έγινε για χάρη μας άνθρωπος και στη συνέχεια διηγούνταν τα πάντα για την ενσάρκωση του Χριστού. Εκείνοι όμως, αφού τα άκουσαν αυτά, όρμησαν κατά πάνω του με μαχαίρια και ξύλα και χτυπώντας τον, τον καταπλήγωσαν σε όλο του το σώμα τόσο, ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τις πληγές. Έπειτα τον έριξαν στη φυλακή. Το πρωί συγκεντρώθηκαν και έφεραν τον Μάρτυρα στο δικαστήριό τους και άρχισαν να τον κολακεύουν με σκοπό να τον κάνουν με δώρα να αλλάξει την πίστη του Χριστού με τη θρησκεία τους. Αλλά ο Μάρτυρας του Χριστού απαντούσε με θάρρος λόγου: «μακάρι κι εσείς κάποτε να γνωρίσετε την αληθινή πίστη τη δικιά μας, των Χριστιανών, που δε μπορείς να την κατηγορήσεις και να βαπτίζεστε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, την Αγία Τριάδα, και να ελευθερώνεστε από την πλανεμένη θρησκεία σας». Αυτά αφού τα άκουσαν εκείνοι, τον άρπαξαν αμέσως και χτυπώντας τον και με μαχαίρια κεντώντας το σώμα του και καταπληγώνοντάς το, στο τέλος του έκοψαν την τίμια κεφαλή του και έτσι έλαβε ο Όσιος τον στέφανο του μαρτυρίου. Και στον Άγιο Νήφωνα που βρισκόταν στο Βατοπέδι αποκαλύφθηκαν αυτά από το Άγιο Πνεύμα και λέει στον άλλον τον μαθητή του, τον Ιωάσαφ: «να ξέρεις παιδί μου, ότι ο συνάδελφός σου Μακάριος τελείωσε σήμερα με Μαρτύριο και πηγαίνει να χαίρεται στους Ουρανούς, με τις συνοδείες των Οσίων και των Μαρτύρων».
Ων ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Ουρανίου μακαριότητος. Αμήν.
Πηγή: Συναξαριστής Νεομαρτύρων
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη
Θεσσαλονίκη
Απόδοση στα νέα Ελληνικά
Γεώργιος Τέζας - Φιλόλογος

Άγιος Μακάριος ο Νοταράς (+1805)



Άγιος Μακάριος ο Νοταράς (+1805)
Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1731. Καταγόταν από το επι­φανές γένος των Νοταράδων. Νωρίς αγαπήθηκε από τους συμ­πατριώτες του και με κοινή φωνή κλήρος και λαός ζήτησαν και τοποθετήθηκε μητροπολίτης τους το 1765.
Η ποικίλη δράση του ως ποιμενάρχου του αποστολικού θρόνου της Κορίνθου υπήρξε υποδειγματική, φωτισμένη και ανακαινιστι­κή. Από τα σπουδαιότερα έργα του είναι η διοργάνωση και ανα­μόρφωση του κλήρου και της παιδείας στην επαρχία του. Καθήρεσε τους ιερείς που ασχολούνταν με εξωεκκλησιαστικά πράγματα και απεμάκρυνε τους αγράμματους και πολύ ηλικιωμέ­νους ιερείς. Δεν χειροτονούσε όσους δεν είχαν την κανονική ηλικία, τη μόρφωση και τη γνώση της εκκλησιαστικής τάξεως και ευσέβειας. Διοργάνωσε επίσης πολ­λά σχολεία.
Αναγκάσθηκε κατά τον Ρωσο-τουρκικό πόλεμο (1768) να εγκα­ταλείψει το ποίμνιο του και ν' ανα­χωρήσει για τη Ζάκυνθο. Από εκεί επισκέφθηκε και παρέμεινε στην Κεφαλλονιά, Ύδρα, Χίο και τέλος στον ποθητό του Άθωνα, στην πε­ριοχή των Καρυών. Άδικα δεν του επέτρεψαν να επανέλθει ποτέ στον θρόνο του.

Οι έριδες που συνάντησε στο Άγιον Όρος, λόγω του κολλυβαδικού ζητήματος, τον απομάκρυ­ναν από αυτό και τον έφεραν στη Χίο και κατόπιν στην Πάτμο, Ύδρα, Κόρινθο και Σμύρνη. Τέλος, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Χίο, στις πλαγιές του όρους Αίπος, πλησίον του Βροντάδου, στο Κά­θισμα του Αγίου Πέτρου.
Αγωνίσθηκε πολυχρόνια με μακρές νηστείες, άμετρες γονυκλισίες, πυκνές αγρυπνίες και αρέμβαστες προσευχές. Αγάπησε τους συνανθρώπους του και πά­σχισε για τη σωτηρία τους γράφοντας επιστολές, εκδίδοντας βι­βλία, κηρίττοντας, εξομολογώντας κι ελεώντας. Με το χάρισμα της θαυματουργίας, που του δόθηκε από τον Θεό, η φιλεύσπλαχνη καρδιά του βοήθησε πολλούς ασθενείς ψυχικά και σωματικά.
Συνδέθηκε με φιλία με τους οσίους Νικόδημο τον Αγιορείτη και Αθανάσιο τον Πάριο και συνεργάσθηκε μαζί τους για την έκδοση πολλών ψυχωφελών έργων. Αναδείχθηκε και αυτός ηγετική μορφή του αναγεννητικού κινήματος των Κολλυβάδων. Ο όσιος Μακάριος υπήρξε και ένας από τούς διαπρεπείς αλείπτες νεομαρτύρων7(!0.
Εκοιμήθη ειρηνικά ο σεπτός αυτός ασκητής επίσκοπος στις 17.4.1805, υστέρα από οκτάμηνη βαρειά ασθένεια. Ετάφη στον περίβολο του ναού του Αγίου Πέ­τρου και από τότε ο λαός αφιέρωσε τον ναό στον άγιο Μακάριο. Μέρος των λειψάνων του υπάρ­χει στη Χίο και στην Ικαρία. Η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του έγινε το 1808. Τον ένθεο βίο του έγραψε ο πνευματικός του υιός όσιος Αθανάσιος ο Πάριος και την ακολουθία του ο συνέκδημός του και μαθητής του όσιος Νικηφόρος ο Χίος. Πολλοί αξιό­λογοι μαθητές του εργάσθηκαν για την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του λαού. Πολλοί ασχολήθηκαν με τον βίο και το πλούσιο έργο του.
Η μνήμη του τιμάται στις 17 Απριλίου.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΜΩΥΣΕΩΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΓΔΟΝΙΑ

Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (+1682)



Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο Τριχωνίδος το 1597. Νέος προσήλθε στο μοναστήρι της Παναγίας Βλοχού στο Αγρίνιο. Κατόπιν κατέφηγε στη μονή Τροβάτου Αγράφων, όπου συνδέθηκε μ’ ενάρετους Γέροντες και αύξησε τις γραμματικές του γνώσεις. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών εκάρη μοναχός και μετά δύο έτη χειροτονήθηκε διάκονος στη μονή Τατάρνης1.
Μέ τον Γέροντα του Αρσένιο επισκέπτεται το Άγιον Όρος. Ο Ευγένιος συνδέεται με τον σχολάζοντα επίσκοπο Χαραλάμπη, «εις άκρον αρετής εληλακότα», στη μονή Ξηροποτάμου. Ο Γέροντας του αναχωρεί για τα Ιεροσόλυμα και, όταν μαθαίνει ο Ευγένιος, μετά από πολύ καιρό, τον θάνατο του, επιστρέφει στη μονή Τροβάτου. Το Άγιον Όρος έμεινε νοσταλγικά στη μνήμη του. Κατόπιν επισκέπτεται την Αλεξάνδρεια, όπου τον χειροτονεί Ιερέα ο πα¬τριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις, το Σινά και τα Ιεροσόλυμα2.
Επιστρέφει στην πατρίδα του και παραμένει στις μονές Βραγγιανών, Βαρνάκοβας και Τατάρνης. Ωσ φιλομαθής παρακολουθεί μαθήματα στην Κεφαλλονιά, Ζάκυνθο και Κωνσταντινούπολη από ονομαστούς δασκάλους. Ιδρύει σχολές και διδάσκει στην Άρτα, Μεσολόγγι, Αιτωλικό, Αγρίνιο, Καρπενήσι, μονή Αγίας Παρασκευής Βραγγιανών. Αποκτά πολλούς και καλούς μαθητές, οι οποίοι με τη σειρά τους διαπρέπουν και ιδρύουν σχολές. Κτίζει ναούς, κηρύττει συνεχώς, γράφει πλήθος επιστολών, περί τις πεντακόσιες, ασχολείται με τη συγγραφή και την ύμνογραφία3.
Εκοιμήθη προσευχόμενος, αφού είχε προαισθανθεί το τέλος του, ώρα 12 της 5ης Αυγούστου 1682 στη μονή Βραγγιανών, περιστοιχισμένος από αγαπητούς του μαθητές. Βιογράφος του υπήρξε ο πιστός του μαθητής ιερομόναχος Αναστάσιος ο Γόρδιος (1703)4.
Η αναγνώριση του Ευγενίου ως αγίου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την 1.7.1982. Πλήρη ασματική ακολουθία συνέταξε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης4.
Από το όλο έργο του οσίου Ευγενίου φανερώνεται ή μεγάλη του αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Ο ίδιος υπήρξε ακούραστος πνευματικός εργάτης σε δύσκολες ώρες του Γένους, φωτισμένος οδηγός και ενάρετος διδάσκαλος. Τη ρητορεία, τη μόρφωση, την απέραντη μνήμη, το θάρρος, τη θέληση και την εξαιρετική του βούληση τα έθεσε όλα για την ανόρθωση των υποδούλων αδελφών του. Στό Καρπενήσι υπάρχουν δύο παρεκκλήσια του.
Η μνήμη του τιμάται στις 5 Αυγούστου5.

1)Πάνου Ι. Βασιλείου, «Τατάρνας Μονή», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 688-693.
2)Ιεράς Μητροπόλεως Καρπενησίου, Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός, Αθήναι 1983, σσ. 24-25.
3)Κ. Παρανίκα, Αι Σχολαί των Αγράφων κατά την ΙΖ'-ΙΗ' εκατονταετηρίδα και οι διδάσκαλοι αυτών Ευγένιος Ιωαννούλιος, Αναστάσιος Γόρδιος και Θεοφάνης ο εκ Φουρνά, Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός και Φιλολογικός Σύλλογος, Κωνσταντινούπολις 1896, σσ. 3-7. Ι. Θ. Κολιτσάρα, Ευγένιος ο Αιτωλός, Αθήναι 1960. Ι. Π. Βασιλείου), Ευγένιος Γιαννούλας ο Αιτωλός και οι σπουδαιότεροι μαθητές των Αγράφων, Αθήνα 1957. Του αυτού, Η εκκλησία Αγ. Τριάδα του Καρπενησίου, Αθήνα 1962. Ι. Γ. Παπαδοπούλου), Όσιος Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός, 1597-1682, Αθήναι 1976. Π. Βλάχου, Ευγένιος ο Αιτωλός και το φερώνυμον ελληνομουσείον, Αθήναι 1976. Ειρηναίου αρχιμ., Αιτωλοακαρνάνες Άγιοι, Ναύπακτος 1988, σσ. 59-65. Οι Άγιοι μας, σσ. 83-99. Τα Νεόδρεπτα Κρίνα, σσ. 91-94. Ευρυτανικόν Λειμωνάριον, σ. 256. Κ. Δ. Βαστάκη πρωτοπρ., Ευρυτανικόν Αγιολόγιον, Αθήνα 2006, σσ. 56-60. Ιεράς Μητροπόλεως Καρπενησίου, Σύναξις. Ευγέ¬νιος ο Αιτωλός και η εποχή του (Πρακτικά 12-14.10.1984), Αθήναι 1986.Κ. 74 Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων: «Βίος του εν μακαρία τη λήξει γε¬νομένου σοφωτάτου τε και ιερολογιωτάτου εν ιερομονάχοις κυρ Ευγενίου Ιωαννουλίου του εξ Αιτωλίας...».
4)Βλ. όπου στη σημ. 598, σσ. 119-168.
5)Νέοι Άγιοι, σσ. 25-27. Αγιολόγιο Ορθοδοξίας, σα. 691-692. Μητρώον Αγιωνυμίας, σ. 125. Πανάγιον, σ. 167

Οι Άγιοι του Αγίου Όρους
Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου
Εκδόσεις Μυγδονία

Ο Νεοφανής Άγιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης (ο Ρουμάνος)



ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΓΙΟΣ:Ο 'Αγιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης(+5 Αυγούστου 1960) με τα άφθαρτα λείψανα
Γεννήθηκε το 1913 στο νομό Βοτοσανίου της Ρουμανίας. Από μικρός έμεινε ορφανός. Στα 20 του χρόνια, το 1933 μπήκε ως δόκιμος στη μονή Νεαμτς όπου έμεινε τρία χρόνια.

Στις 8 Απριλίου 1936 έγινε η μοναχική κούρα και από Ηλιάς ονομάστηκε Ιωάννης.

Το φθινόπωρο του 1936 επισκέφτηκε τους Αγ. Τόπους και αφού προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο εισήλθε στην αδελφότητα του Αγ. Σάββα όπου ασκήτεψε δέκα χρόνια και απέκτησε το χάρισμα των δακρύων και της αδιάλειπτης προσευχής.

Το 1947 χειροτονήθηκε διάκονος και Ιερέας και έγινε ηγούμενος της Ρουμανικής Σκήτης του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου στον Ιορδάνη. Μετά από πέντε χρόνια σκληρής άσκησης αναχώρησε μαζί με τον υποτακτικό του Ιωαννίκιο στο σπήλαιο της Αγ. Άννης στη Χοζέβα, κοντά στη μονή του Αγ. Γεωργίου του Χοζεβίτου. Εκεί ασκήτεψε επτά χρόνια και παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό στις 5 Αυγούστου 1960. Μετά από 20 χρόνια, ανοίγοντας τον τάφο του, βρέθηκαν άφθαρτα και ακέραια τα λείψανα του μαζί με τα ρούχα του αναδίδοντας μια εξαίσια ευωδία. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη μονή του Αγ. Γεωργίου του Χοζεβίτου, στο παρεκκλήσι του Αγ. Στεφάνου όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΟΖΕΒΙΤΟΥ
1) Το 1980 ένας έλληνας αρχιμανδρίτης από την Αμερική ο οποίος είχε ασκητέψει με τον Αγ. Ιωάννη στα νιάτα του και δεν ήξερε ότι είχε πεθάνει, είδε τον Άγιο στον ύπνο του, λέγοντάς του: «Αν θέλεις να με δεις, έλα στο σπήλαιο της Αγ. Άννης στην κοιλάδα του Ιορδάνη»! Μετά από ένα μήνα πήγε στην Μονή του Αγ. Γεωργίου του Χολεβίτου. Με την επιμονή του αρχιμανδρίτου, ο ηγούμενος τελικά δέχτηκε ν΄ ανοίξει τον τάφο του Αγίου κι έτσι βρέθηκαν τα λείψανα του άφθαρτα.

2) Ένας ιερέας ο οποίος βοήθησε στην ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιωάννου από το σπήλαιο στο μοναστήρι, διηγούταν πως κάποιος που πήρε τρεις τρίχες από τον Άγιο, τον είδε στο όνειρό του και τον διέταξε να τις επιστρέψει. Μάλλον αυτό το πρόσωπο ήταν ο ίδιος ο Ιερέας που διηγήθηκε την ιστορία.


3) Το 1986 μία γυναίκα από την Κρήτη έστειλε στον ηγούμενο της μονής ένα χρυσό κουταλάκι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για ένα θαύμα του Αγ. Ιωάννου. Αυτή η γυναίκα ήταν άρρωστη δε μπορούσε να κουνηθεί και να μιλήσει και όλοι περίμεναν να πεθάνει. Τότε εμφανίστηκε ο Αγ. Ιωάννης ντυμένος με άμφια και κρατώντας το Αγ. Ποτήριο στο χέρι λέγοντας της: «Εγώ είμαι ο Αγ. Ιωάννης ο Χοζεβίτης». Έπειτα ακούμπησε τη λαβίδα στη γλώσσα της και εξαφανίστηκε. Από εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έγινε καλά.

επιμέλεια-www.proskynitis.blogspot.com

Ο Όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης



Σύντομο συναξάριον του οσίου πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου
Αυτός ο άγιος ζούσε στα χρόνια του Λέοντος του μεγάλου το 450, και έζησε και ως τα χρόνια του Αναστασίου του Δικόρου, που βασίλευσε το 491. καταγόταν από ένα χωριό της Καππαδοκίας που ονομαζόταν Μωγαρισού. Ήταν υιός γονέων ευσεβών και πιστών, τον πατέρα του τον έλεγαν Προαιρέσιο και τη μητέρα του Ευλογία. Αυτός λοιπόν αφού έγινε μοναχός, πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί ήρθε στην Αντιόχεια, και αντάμωσε τον άγιο Συμεών τον στυλίτη από τον οποίο έμαθε και την πρόοδο που επρόκειτο να έχει στην αρετή, και ότι θα γίνει και ποιμένας πολλών λογικών προβάτων. Έπειτα ησύχασε κοντά σε έναν ησυχαστή , που λεγόταν Λογγίνος, και παρουσιάστηκε τόσο υπερβολικά εγκρατής, που όλη την εβδομάδα έτρωγε μόνο μία φορά, ο αοίδιμος,  και στο διάστημα τριάντα ολόκληρων χρόνων δεν έφαγε καθόλου ψωμί.
 Άσκησε λοιπόν κάθε είδος αρετής και έφθασε σε τέτοιο ύψος αναβάσεως ο τρισόλβιος, ώστε αξιώθηκε να εκτελεί παράδοξα θαύματα, γιατί μόνο αυτός έβλεπε μαζί με έναν άλλο αδελφό τον μαθητή του Βασίλειο, ο οποίος αφού πέθανε και ενταφιάστηκε στον τάφο, τον οποίο ο άγιος έκτισε για αυτόν προς ενθύμηση του θανάτου, στεκόταν μετά το θάνατο στην Εκκλησία μαζί με τους άλλους αδελφούς και έψαλλε μαζί τους. Και ήταν αόρατος για όλους τους άλλους. Αυτός άναψε και τα σβησμένα κάρβουνα χωρίς φωτιά στον τόπο εκείνο, όπου επρόκειτο να θεμελιωθεί το μοναστήρι. Αυτός ελευθέρωσε από την αιμορραγία μια γυναίκα, η οποία προσήλθε με πίστη.. αυτός από ένα σπυρί σιτάρι, το οποίο ευλόγησε, έκανε να υπερχειλίσουν οι σιταποθήκες.
 Αυτός, που εμφανίστηκε χωρίς να τον βλέπουν, έβγαλε από το βυθό του πηγαδιού το παιδί που έπεσε εκεί μέσα. Αυτός έπαυσε και το θάνατο των παιδιών μιας γυναίκας, τα οποία πριν ακόμα γεννηθούν στην ζωή, αρπάζονταν από το θάνατο. Έτσι και τη μητέρα τους, η οποία δεν είχε καλύτερη τύχη και από μια εντελώς στείρα, εξαιτίας των θανάτων των παιδιών, ο άγιος με την προσευχή του την έκανε πολύτεκνη. Αλλά και το νέφος ακρίδων έδιωξε ο άγιος με μια μόνον παρατήρηση. Αυτός και τον Κόμη της Ανατολής Κήρυκο φύλαξε άτρωτο στον πόλεμο, διότι εκείνος φορούσε για προστατευτικό θώρακα το τρίχινο ιμάτιο του αγίου. Αλλά και τη γη που αδικούνταν από την ξηρασία και δεν έδινε καρπό την ελευθέρωσε από την ανυδρία, προκαλώντας βροχή με την προσευχή του.            

Προείπε ακόμα ο όσιος και την κατεδάφιση που επρόκειτο να πάθει η πόλη Αντιόχεια από τον σεισμό. Και πολλούς ανθρώπους γλύτωσε από την τρικυμία της θάλασσας με την εμφάνισή του όταν κινδύνευαν. Και στάθηκε και δάσκαλος της αρετής σε πολλούς μαθητές, και περισσότερους παρακίνησε προς τον ίδιο ζήλο και μίμηση της δικής του αρετής με τα λόγια και τα έργα του και στη συνέχεια τους έφερε κοντά στον Κύριο. Έτσι λοιπόν αφού έζησε και δοξάστηκε στη γη, αναπαύθηκε εν ειρήνη, παραδίδοντας το πνεύμα του στα χέρια του Θεού και τελείτια η σύναξή του στον Αποστολικό ναό του κορυφαίου Πέτρου.
Απόσπασμα από τον κατά πλάτος Βίο του Αγίου
Και ήταν σε όλα όσα γίνονταν πραότατος, ταπεινός και ήμερος, όταν όμως  κινδύνευε η ευσέβεια, τότε φαινόταν φιλόνικος και ισχυρογνώμων ο Άγιος Θεοδόσιος. Και ήταν, σύμφωνα με τη Γραφή, «πυρ φλέγον» και «μάχαιρα κόπτουσα», που αφανίζει τα κακά ζιζάνια. Έτσι φιλονίκησε με τον παράνομο βασιλιά Αναστάσιο, τον μεγάλο και άσπονδο εχθρό της Δ' οικουμενικής αγίας Συνόδου, ο οποίος ακολουθούσε την αίρεση του δυσσεβούς Ευτυχούς και Διοσκόρου και Σεβήρου, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Χριστός έχει μία φύση, οι άχρηστοι, ο οποίος βασιλιάς άλλους πατέρες κολάκευε και συμμορφώνονταν με την αίρεση και άλλους τους τυραννούσε ο άμυαλος. Κι έτσι δοκίμασε να παρασύρει και τον σοφό Θεοδόσιο με αργύρια, ο φιλάργυρος. Του έστειλε λοιπόν δωρεά τριάντα λίτρες χρυσού και για να μην το καταλάβει ότι το έστειλε με πονηριά και το γυρίσει πίσω, κάλυψε με πονηριά το δόλωμα και του μήνυσε να το δεχτεί για να το ξοδέψει για τους αρρώστους και τους φτωχούς. Και ο Άγιος δέχτηκε το χρυσό για να μη δώσει αφορμή για σκάνδαλο, τη μιαρή όμως γνώμη του τη μίσησε και την απέκρουσε, ανατρέποντάς την με αληθινές αποδείξεις και παραδείγματα, και νικήθηκε ο βασιλιάς, σαν να πολεμούσε το ελάφι με το λιοντάρι, όπως θα φανεί παρακάτω.
 Αφού πέρασε λίγος καιρός, αφότου φιλοδώρησε τον Άγιο με τον χρυσό ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους στον Όσιο να υπογράψει την προαναφερθείσα αίρεση. Τότε συγκεντρώνει όλους τους Πατέρες της ερήμου και με τη σύμφωνη γνώμη και τη θέληση όλων γράφει στον βασιλιά την εξής απάντηση: «επειδή μας έστειλες μήνυμα να κάνουμε ένα από τα δύο, δηλαδή ή να συμφωνήσουμε με την άποψη των Ακέφαλων ή να θανατωθούμε βίαια αν μείνουμε πιστοί στα ορθά Δόγματα των Πατέρων, μάθε ότι προτιμούμε τον θάνατο και όχι μόνο εμείς δεν παρεκκλίνουμε καθόλου από την αλήθεια, αλλά και όσους άλλους παρασύρετε και δεχτούν τα φρονήματά σας, εμείς τους αναθεματίζουμε, και αν χειροτονήσετε κάποιον από τους Άκέφαλους, εμείς δεν τον δεχόμαστε. Μακάρι, Χριστέ Βασιλιά, να μη συμβεί να παραιτηθούμε ούτε λίγο από την Ορθοδοξία, αλλά ακόμα και αν δούμε τους Άγιους αυτούς Τόπους να έχουν παραδοθεί στη φωτιά, ακόμα και αν πάθουμε οτιδήποτε άλλο, δεν αλλάζουμε γνώμη, ακόμα και αν ελεεινά τεμαχίσουν τα σώματά μας σε μικρά τεμάχια, αλλά πιστεύουμε στις τέσσερις Άγιες Συνόδους, από τις οποίες η πρώτη των 318 Πατέρων έγινε κατά του Άρειου στη Νίκαια, τον οποίο και αναθεμάτισαν, επειδή το δόγμα του δυσσεβούς θεωρούσε τον Υιό του Θεού ξένο από την ουσία του Πατρός. Η δεύτερη κατά του Μακεδόνιου, ο οποίος βλασφημούσε προς το Άγιο Πνεύμα. Η Τρίτη πραγματοποιήθηκε στην Έφεσο κατά του Νεστορίου, ο οποίος φλυαρούσε με  μιαρό και παράλογο τρόπο κατά της οικονομίας του Χριστού, και η τέταρτη των 630 θεοφόρων Πατέρων στη Χαλκηδόνα, οι οποίοι έχοντας ίδιο φρόνημα με τους άλλους, αφόρισαν τον Ευτυχή και τον Νεστόριο, και τους έδιωξαν μακριά από την Εκκλησία και δυνάμωσαν την Ανατολική Πίστη, χαρακτηρίζοντας αυτούς που έχουν διαφορετικό φρόνημα ξένους από την Εκκλησία του Χριστού. Από αυτή λοιπόν την Ορθόδοξη Πίστη δεν παρεκκλίνουμε ούτε προδίδουμε (μακριά από εμάς!) την ευσέβεια, έστω και αν πρόκειται να μας δώσετε χιλιάδες θανάτους. Η ειρήνη του Θεού που καθοδηγεί κάθε νου, μακάρι να είναι φύλακας και οδηγός του κράτους σου».
 Μόλις δέχτηκε αυτή την επιστολή ο βασιλιάς, ευλαβήθηκε τον Άγιο και του έστειλε απάντηση προφασιζόμενος ότι δεν έφταιγε ο ίδιος σε αυτό το θέμα, αλλά οι κακοί Αρχιερείς και κληρικοί, οι οποίοι θέλοντας να φανούν σοφοί, προκαλούσαν τα σκάνδαλα. Αυτά και άλλα αφού έγραψε ο βασιλιάς στον Άγιο, σταμάτησε και δεν εκβίαζε κανένα να ακολουθήσει την αίρεση. Αλλά μετά από καιρό άλλαξε γνώμη και έστειλε πάλι γράμματα κατά της ευσέβειας, ο απερίσκεπτος. Ο γενναίος όμως και ζηλωτής της ορθής πίστης Άγιος Θεοδόσιος, δεν αποδέχτηκε τα γράμματα, αλλά σαν λιοντάρι όρμησε κατά των απεσταλμένων και αφού συγκέντρωσε το πλήθος, ανέβηκε στον άμβωνα και είπε μεγαλόφωνα: «όποιος εναντιωθεί στις τέσσερις Άγιες Οικουμενικές Συνόδους και δεν τις τιμά όπως τα τέσσερα Ευαγγέλια, να έχει το ανάθεμα.». αυτά είπε και έτρεξε σαν Άγγελος στις κοντινές χώρες και πόλεις σαν στρατηγός, με πολλούς Μοναχούς να τον ακολουθούν, και στήριζε τους πιστούς, ξεσήκωνε τους νωθρούς και όσους είχαν αμφιβολία για την Ορθόδοξη πίστη τους βεβαίωνε και τους έκανε πρόθυμους να μη φοβηθούν τις απειλές του τυράννου, αλλά να πεθάνουν, αν χρειαστεί, για την ευσέβεια.
 Και τους δίδασκε ο Όσιος να γνωρίζουν ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος σε μια υπόσταση, δηλαδή πρόσωπο, έχοντας από τη φύση του τη θεότητα και την ανθρωπότητα. Έφερε και για απόδειξη την Αγία εκείνη και Οικουμενική Τετάρτη Σύνοδο, η οποία σαφέστατα ανατρέπει αυτές τις δύο αιρέσεις, του δυσσεβούς Νεστόριου, ο οποίος χώριζε τον ένα Χριστό σε δύο υιούς και δύο υποστάσεις ο ανόητος, και του Ευτυχούς και Διοσκόρου και Σεβήρου, οι οποίοι συγχέουν σε μία φύση του ενός Χριστού τη θεότητα και την ανθρωπότητα. Γιατί ο Νεστόριος πίστευε δύο φύσεις και υποστάσεις στο Χριστό και δύο υιούς, έναν Θεό που γεννήθηκε από τον Πατέρα, και άλλον από την Αγία Παρθένο. Ο Ευτυχής πάλι και ο Διόσκορος και ο Σεβήρος, που πίστευε τα ίδια με αυτούς, θέλοντας δήθεν να πολεμήσουν αυτή τη σφαλερή διαίρεση του Νεστόριου, έπεσαν πάλι και οι ίδιοι τόσο ανόητα σε άλλη αίρεση, δίνοντας στο Χριστό μία φύση θεότητος και ανθρωπότητος, και πιστεύοντας οι άμυαλοι ότι η θεότητα μπορεί να πάσχει. Γιατί , αν έχει ο Χριστός μία φύση, όπως φλυάρησαν αυτοί, άρα και η θεότητα γνώρισε το θάνατο.
Αλλά ας σφραγισθούν τα μιαρά τους στόματα, γιατί η Αγία Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος απόφάσισε να τιμούμε δύο φύσεις θεότητος και ανθρωπότητος σε μία υπόσταση χωρίς να τις συγχέουμε, χωρίς να τις μεταβάλλουμε και δίχως να τις χωρίζουμε, έναν Υιό εκ του Πατρός προαιώνιο σύμφωνα με τη θεότητα, μεταγενέστερο και πάλι γεννηθέντα από την Αγία Παρθένο με νεότερο νόμο σύμφωνα με  την ανθρωπότητα, ομοούσιο με τον Πατέρα, αμήτορα και απάτορα. Με αυτά και άλλα παρόμοια δίδασκε με θάρρος το ποίμνιό του ο σοφός Θεοδόσιος. Και για αυτό ο βασιλιάς θύμωνε μαζί του και τον εξόρισε άδικα. Ο δίκαιος κριτής όμως Θεός, αφαίρεσε τη ζωή εκείνου του παράφρονα και όταν επέστρεψε πάλι ο Όσιος έπαυσε ο διωγμός της Εκκλησίας και σταμάτησαν τα σκάνδαλα. Και οι αιρετικοί αρχιερείς διώχτηκαν από τους θρόνους τους, και οι ευσεβείς πήραν πίσω τους δικούς τους θρόνους ,όπως και πριν, και πολλοί από αυτούς επαίνεσαν τον μέγα Θεοδόσιο για το θάρρος που έδειξε και δεν δέχτηκε τα βασιλικά προστάγματα. Ιδιαίτερα οι Αρχιεπίσκοποι, της Ρώμης Αγάπιος και ο Εφραίμ της Αλεξάνδρειας του έγραψαν εγκωμιαστικά γράμματα και πολύ τον εγκωμίασαν.

Πηγή: Η αίρεσις των μονοφυσιτών αντιχαλκιδωνίων
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη
Απόδοση στα νέα Ελληνικά
Γεώργιος Τέζας - Φιλόλογος 

Ο Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν Σαλός


Από το τεύχος αυτό και τη ευγενεί αδεία της ρωσικής ίεράς Μονής Αγίας Τριάδος του Τζόρντανβιλ Νέας Υόρκης αρχίζει η δημοσίευσις σε συνέχειες της βιογραφίας του μακαρίου Ρώσου ιερομονάχου Θεοφίλου του δια Χριστόν Σαλού. Η μετάφρασις έχει γίνει από την αγγλική έκδοσι, η οποία με την σειρά της αποτελεί ελαφρά σύντμησι της πρωτοτύπου ρωσικής. Η βιογραφία συντάχθηκε περί τα τέλη του περασμένου αιώνος από τον Βλαδίμηρο Ζνόσκο με βάσι τις αναμνήσεις ευσεβών κατοίκων του Κιέβου και την προφορική παράδοσι των πατέρων της Λαύρας των Σπηλαίων.
Πέρα από την καθαρώς πνευματική ωφέλεια που θα αποκομίση ο αναγνώστης από τα περιστατικά του βίου αυτού του ιδιότυπα χαρισματικού και άγνωστου στο ελληνικό κοινό Γέροντος, θα συνάντηση στο κείμενο και μερικά σπάνια και χαριτωμένα στιγμιότυπα από την ζωή του εναρέτου Μητροπολίτου Κιέβου Φιλαρέτου και του ισχυρού προστάτου των υποδούλων της Βαλκανικής, Τσάρου Νικολάου Παύλοβιτς. Η ιδιότυπη ευσέβεια και η αριστοκρατική νοοτροπία της παλιάς αυτοκρατορικής Ρωσίας, που ξεπροβάλλουν στις σελίδες του, δεν θα ξενίσουν τον καλόγνωμο αναγνώστη, αλλά θα του δώσουν μια σπάνια ευκαιρία να γνωρισθή με ένα ιστορικό περιβάλλον όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία έπαιξε πρωτεύοντα και αποφασιστικό ρόλο στην ιδιωτική και δημόσια ζωή των ανθρώπων.
Η μετάφρασις του κειμένου είναι καρπός συλλογικής εργασίας και από την θέσι αυτή ευχαριστούμε όλους τους συνεργήσαντας.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 6
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1989 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1990