Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Εὐθυμίου Ἱερομονάχου (Σταυρουδά)
Βίος, πολιτεία καὶ ἀγῶνες διὰ δόξαν
τῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας τελεσθέντες παρὰ τοῦ ὁσιολογιωτάτου καὶ μακαρίτου καὶ
ἀοιδίμου Νικοδήμου Μοναχοῦ, συγγραφέντες δὲ παρὰ τοῦ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ
του Εὐθυμίου ἱερομονάχου. Ἐπιμέλεια Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Νικοδήμου
(Μπιλάλη), ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ Συλλόγου «Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης».
Γιά τήν ἀντιγραφή δ. Παΐσιος Παρασκευᾶς.
Λόγοι παρακινητικοὶ συγγραφῆς τοῦ Βίου.
Εὐθυμίου Ἱερομονάχου: Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου 1. Οὔτε δίκαιον εἶναι οὔτε συμφέρον κρίνεται ὁ φωτοειδὴς βίος τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν νὰ κρύπτεται καὶ νὰ μένῃ διὰ πάντα κεκρυμμένος ὑπὸ κάτω εἰς τὸν μόδιον τῆς σιωπῆς. Δίκαιον δὲν εἶναι, διατὶ ὁ κυρίως καὶ καθ’ αὑτὸ μισθὸς καὶ πληρωμή τῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι μάταια χρήματα, ἀλλ’ εὐφημία καὶ ἒπαινος· «μισθὸς ἀρετῆς ἔπαινος»• ἔτζι ἀξιωματικῶς τὸ εἶπεν ἕνας παλαιὸς σοφός. Ὅθεν καὶ συμβαίνει νὰ ἀδικῶνται ἐκ τῆς σιωπῆς οἱ ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμψαντες μὲ τὸ νὰ ἀποστερῶνται ἀπὸ τὸν μισθὸν τους, ὁποὺ εἶναι οι ἔπαινοι· καὶ ἐν ταὐτῷ ἐκ τῆς αὐτῆς σιωπῆς τῶν ἐπαίνων τὸ κοινὸν τῆς Εκκλησίας ζημιοῦται τὰ μέγιστα· ὅτι φυσικὰ τὰ καλὰ ἔργα κηρυττόμενα, φημιζόμενα, ἐκθειαζόμενα τὰς ψυχὰς τῶν ἀκουόντων θερμαίνουσι καὶ εἰς μίμησιν ἐδικήν τους αὐτοὺς διεγείρουσι, ὡς ἐπαινετὰ καὶ μιμήσεως ἄξια παραδείγματα, ἡ ὁποία μίμησις ἐκ τῆς σιωπῆς ὁμολογουμένως δὲν γίνεται. Ταῦτα καλῶς ἑπιστάμενοι, τό τε δίκαιον, λέγω, καὶ τὸ συμφέρον, οἱ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὂρει ὁσιώτατοι πατέρες, οἱ κατὰ Χριστὸν ἀδελφοὶ καί φίλτατοι καὶ οἰκειότατοι τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ὁσιολογιωτάτου Νικοδήμου, τοῦ κοινοῦ διδασκάλου καὶ φωστῆρος γενομένου τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἑκκλησίας ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς γενεᾷ, ἐπαρακάλεσαν τὸν διδάσκαλον κὺρ Ἀθανάσιον Πάριον εἰς τὴν Χίον ὄντα καὶ ἔγραψεν βίον ἐγκωμιαστικὸν εἰς τὸν ὁσιολογιώτατον Νικόδημον. Ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ μὴν εἶχεν συναναστροφὴν μὲ αὐτὸν δὲν ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ των. Ἐπαρακάλεσαν ἐδῶ τὸν διδάσκαλον κὺρ Χριστοφόρον, διὰ νὰ γράψῃ, ἀλλὰ τὰ γηρατεῖα τὸν ἐμπόδισαν. Καὶ βλέποντας ὅτι ἐπέρασαν τέσσαροι χρόνοι καὶ κανένας δὲν ἠθέλησεν νὰ συγγράψῃ, ἐπαρακινήθηκα ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ· γλυκυτάτου μου ἀδελφοῦ νὰ ἀλησμονήσω τὴν ἀμάθειάν μου, ὁμοίως καὶ τὴν ἀσύντακτόν μου σύνταξιν, μὲ ἐλπίδαν ὅτι μετὰ ταῦτα νὰ τὰ βάλῃ κανένας προκομμένος εἰς καλὴν τάξιν.
Ἐπωφελής, ἀλλὰ καὶ ὀφειλομένη.
2. Τὸ λοιπόν, ἐλᾶτε, ἀδελφοὶ φιλάδελφοι καὶ φιλάρετοι, ὅσοι εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ πάθη φθόνου ἢ μίσους, νὰ ἀκούσετε μὲ χαρὰν καὶ ἡδονὴν τὸν βίον καὶ πολιτείαν καὶ τοὺς κόπους ὁποὺ ἔκαμεν εἰς τὴν ζωήν του γράφοντας καὶ συνθέτοντας ἐκκλησιαστικά συγγράμματα πρὸς ὠφέλειαν ψυχῆς καὶ ἁπλῶς εἰς ὠφέλειαν Χριστιανῶν ὁ μακαρίτης Νικόδημος. Τὰ ὁποῖα βλέποντας ἐγώ, ὄντας παραδελφός του, καὶ μανθάνοντας ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἲδιον καὶ ἀπὸ ἄλλους φίλους, ὁποὺ ἐστάθηκαν γνώριμοί του ἀπὸ νεαρᾶς του ἡλικίας, κατέστρωσα καὶ ἐσημείωσα ἐνταῦθα. Διατί, ἂν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ἦτον δοσμένοι εἰς τὰ γήινα καὶ φθαρτά, ὅταν ἤθελαν ἀκούσει κανένα ὑποκείμενον ὁποὺ ἔκαμε τίποτε ἀνδραγάθημα, κατασκευάζοντας κανένα ἀξιόλογον πρᾶγμα ἢ νικῶντας εἰς κανέναν πόλεμον, τὸν ἔσταινον οἱ συμπατριῶται του μετὰ τὸν θάνατόν του στήλας καὶ ἀγάλματα καὶ τὸν ἔκαναν ἐπαίνους καὶ ἐγκώμια μὲ φωνὰς στεντορείους· τόσον, ὁπού, ἂν ἦτον τρόπος, καὶ μὲ μολύβι νά ἐσχημάτιζον τὰ γράμματα τῶν ἐπαίνων του, διὰ νὰ μένουν ἀνεξάλειπτοι καὶ παντοτινοὶ αὐτοὶ οἱ ἔπαινοί του καὶ τὰ ἐγκώμια. Ἡμεῖς αὐτόν, ὁπού ἐστόλισε τὴν Ἐκκλησίαν μας μὲ τόσα βιβλία, ὁποὺ αἰῶνες ὁλάκαιροι ἀπέρασαν καὶ δὲν ἐστάθη ἄλλος νὰ συνθέσῃ καὶ νὰ φέρῃ εἰς τὸ μέσον τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅσα αὐτὸς ὁ μακαρίτης ἢ ἀπ’ ἀρχῆς ἐσύνθεσε ἤ συντεθειμένα ἀπὸ ἄλλους ἑδιώρθωσε, νὰ μὴ συγγράψωμεν τὰ συγγράμματά του καὶ νὰ μὴν ἀναφέρωμεν τοὺς κόπους του, ποῖος φρόνιμος ὢν καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ πάθος φθόνου καὶ μίσους δὲν ἤθελε μᾶς κατηγορήσει; Καὶ νὰ εἰποῦμεν τὴν ἀλήθειαν, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος Θεὸς δὲν ἤθελε μᾶς μωμήσηται; Διατί βλέπομεν καὶ ἀκούομεν ὅτι οὐ μόνον φίλοι, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί, οὐ μόνον ὀλίγον γραμματισμένοι, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ πεπαιδευμένοι ἒχουν εἰς τὰ χέρια των τὰ βιβλία του καὶ τὰ μεταχειρίζονται, ὅχι μόνον εἰς στολισμόν τους, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄφελος τῆς ψυχῆς των.
Βιογράφησις-διήγησις «φιλαλήθης καὶ ἀπροσπαθής».
3. Ταῦτα στοχαζόμενος καὶ ἐγὼ ἒγραψα τὰ ἐκείνου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον γράψιμον ἐκεῖνος δὲν ἔχει κανένα ὄφελος κοντά εἰς τὸν Θεόν, παρὰ τήν ὠφέλειαν ὁποὺ γίνεται ἐξ ἐκείνων του τῶν συγγραμμάτων, ὁ ὁποῖος Θεὸς ἐξεύρει τί καρπὸς γίνεται εἰς ἐκείνους ὁποὺ ἀπαθῶς τὰ ἀναγινώσκουσι καὶ μὲ καλὴν γνώμην καί διάθεσιν τὰ ὁλογυρίζουσιν εἰς τὰ χέρια των. Καθὼς καὶ ἐγὼ καρπωθεῑς ἀπ’ αὐτά του τὰ συγγράμματα ἦλθα εἰς ταύτην τὴν γραφὴν καὶ διηγοῦμαι τὰ κατ’ αὐτὸν καταλεπτῶς ἐλεύθερος ὄντας, χάριτι θείᾳ, ἀπὸ κάθε πάθος τὸ πρὸς αὐτόν. Καὶ παρακαλῶ σας, ἅγιοι πατέρες μου καὶ ἀδελφοί, ἐφοδιάσατέ με μὲ τὴν εὐχήν σας, διὰ νὰ βιογραφήσω τὴν ζωὴν τοῦ ἐραστοῦ μου Νικοδήμου φιλαλήθως καὶ ἀπροσπαθῶς.
Καταγωγὴ καὶ ἀγωγὴ-παιδεία.
4. Νάξος εἶναι μία νῆσος ἀπὸ τὰς καλουμένας Κυκλάδας, ὀνομαστή καὶ λαμπρὰ εἰς τοὺς παλαιοὺς καιροὺς τῶν Ἑλλήνων, καὶ μάλιστα ταύτην ἐκόσμησεν Ἰωσὴφ ὁ Θαυμάσιος, ὁ Βρυέννιος, μὲ τὴν καλλίστην καὶ ὡραιοτάτην ἔκφρασιν καὶ περιγραφὴν τοῦ ἐν αὐτῷ παρατρέχοντος ποταμοῦ, ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, εἰκοστῆς ἀριθμουμένης, πρός τινα φίλον του, ὑπὸ ἕνα Μητροπολίτην τελοῦσα ὁμοῦ μὲ τὴν παρακειμένην αὐτῇ Πάρον καὶ τὴν Ἀντί[πα]ρον. Εἰς αὐτὴν δὴ ταύτην ἐγεννήθη οὗτος ὁ ἀειθαλὴς βλαστὸς τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας κατὰ τὸ ᾳψμθ΄ (=1749) ἒτος τὸ κοσμοσωτήριον ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῑς καὶ φιλοθέους, Ἀντώνιον καὶ Ἀναστασίαν, καὶ διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος Ἀγάθην μετονομασθεῖσαν. Ὠνομάζετο δὲ καὶ αὐτὸς Νικόλαος ἀπὸ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Μικρὸς δὲ ὄντας ἔμαθεν εἰς τὴν πατρίδα του, ἡ ὁποία καλεῖται Χώρα, ἀπὸ ἕναν ἱερέα τῆς γειτονίας αὐτοῦ τὰ κοινὰ γράμματα, ὅστις καὶ τὸν ἐσυλλειτουργοῡσε μὲν τὰς καθημερινάς. Μετὰ ταῦτα ἅρχισε τὰ γραμματικὰ εἰς τὸν παπαν-Χρύσανθον, τὸν ἀδελφὸν τοῦ νεωστὶ μαρτυρήσαντος ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ, ὄντα καὶ αὐτὸν εἰς τὴν Ναξίαν. Καὶ ὅταν ἔφθασεν ὁ Νικόλαος τὸν 16(ον) χρόνον τῆς ἡλικίας αὐτοῦ, ἐφέρθη ἀπὸ τὸν πατέρα του εἰς τὴν Σμύρνην, καὶ τὸν ἐπῆγεν εἰς τὸν Διδάσκαλον τῆς Σμύρνης, τὸν κὺρ Ἱερόθεον, ὁ ὁποῖος τὸν ἒβαλεν εἰς τὸ κοινόβιον τοῦ σχολείου. Τίνα σπουδὴν καὶ ὁποίαν ἐπιμέλειαν ἔβαλεν ὁ εὐλογημένος Νικόλαος εἰς τὰ μαθήματα, νὰ τὸ παραστήσω ἐγὼ δέν εἶναι χρεία. Ἀλλὰ κάθε γνωστικὸς ἀκούοντας ὅτι τέσσαρας χρόνους μόνον ἐστάθη εἰς τὸ σχολεῖον καὶ βλέποντας καθένας τὰ βιβλία του καταλαμβάνει καὶ τὴν προθυμίαν του καὶ τὴν ἀγχίνοιαν τοῦ νοός του, μὲ τὴν ὁποίαν τὸν ἐπλούτισεν ὁ Θεός. Τόσον, ὁποὺ ὅ,τι βιβλίον ἀνέγνωθε κάθε ἐπιστήμης ἢ λόγον ἤκουεν ἄξιον μαθήσεως, τὸν ἐσφράγιζεν εἰς τὸν κρανίον του· τὸ ὁποῖον ἀληθινὰ ἦτον ὡσὰν ἕνα θησαυροφυλάκιον, καὶ εἰς καιρὸν τὸν ἁρμόζοντα τὸν ἐβλέπαμεν ὁποὺ τὰ ἐξεκένωνε. Καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐπλήρωνε τὸ δαβιτικὸν ἐκεῖνο λόγιον, ὅτι «τὸν καρπὸν αὐτοῦ ἔδιδεν ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται». Καὶ ἕτρεχαν ἀπὸ τὴν γλῶσσαν του, καθὼς βλέπεις ἕνα μελισσοκόφινον γεμᾶτον εἰς καιρὸν ὁπού εὑρίσκει τὴν νομήν του, ὁποὺ τρέχει ἀδιάκοπα. ’Έτζι καὶ αὐτὸς ὁ μακαρίτης, ὅταν ὡμιλοῦσε, ἤφερνε ταῖς μαρτυρίαις μὲ τοιοῦτον τρόπον, ὁποὺ σχεδὸν δὲν ἐπρόφθανεν ἡ γλῶσσα νά εἰπῇ ὅσα ὁ νοῦς ἐκατέβαζεν, τὰ ρητά τῆς θείας Γραφῆς, τῶν Ἁγίων τὰς ἐξηγήσεις τε καὶ νοήματα, τοὺς θείους Κανόνας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, Συνόδων τε καὶ Πατέρων, μὲ τὰς ἐκδόσεις τῆς τυπογραφίας καὶ μὲ τὰς σελίδας, τὰ δὲ χειρόγραφα τὸ καθένα ποῦ τὸ ἀπάντησε. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀφέντες κατὰ τὸ παρὸν ἐπὶ τὸ προκείμενον ἐπανέλθωμεν.
«Ἦτον ἀπὸ ὅλους ἠγαπημὲνος».
5. Ὂντας δὲ εἰς τὸ σχολεῖον ὁ μακαρίτης, δὲν ἦτον καθὼς μερικοὶ βάρος τοῦ· σχολείου, ἀλλὰ ἦτον ἀπὸ ὅλους ἠγαπημένος, ἀπὸ διδασκάλους, ἀπὸ ἐπιτρόπους τοῦ σχολείου καὶ ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του. Καὶ μαρτυροῦσι μου τὸν λόγον τὰ γράμματα ὁποὺ τοῦ ἔστελναν οἱ μακαρῖται διδάσκαλοι, ὁ Ἱερόθεος καὶ μετ’ αὐτὸν ὁ Χρύσανθος, καὶ μάλιστα ὁ Ἰερόθεος τοῦ ἔγραφεν: «Ἒλα, υἱέ μου, κἄν τώρα εἰς τὸ γῆρας μου, νὰ σὲ ἀφήσω μετὰ θάνατον εἰς τὸ σχολεῖον διδάσκαλον, ὅτι δὲν ἔχω ἄλλον ὡσὰν ἐσένα ὅμοιον εἰς τὴν προκοπήν». Οἱ δὲ μαθηταί, ἐκεῖ ὁποὺ ὡς ἄνθρωποι καὶ αὐτοί, ἐμπαθεῖς καὶ φιλόδοξοι, ἀκόλουθον ἦτον νὰ τὸν ζηλεύωσι καὶ τρόπον τινὰ νὰ τὸν φθονοῦσι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὸν ἀγαποῦσαν ὡς ἀδελφὸν καὶ τὸν ἐτιμοῦσαν ὡς προκομμενέστερον ἀπὸ λόγου τους. Ἀκόλουθον, λέγω, ἦτον νὰ τὸν φθονήσουν, διατὶ τὸν ἔβλεπον, ἀφοῦ ἔπαιρνε τὸ μάθημα, ἐστέκετο εἰς ἕνα μέρος τοῦ σχολείου καὶ τὸ ἐθεωροῦσε κατὰ μόνας, καὶ μετὰ τοῦτο εὐθὺς ἔλεγε καὶ τὴν ἐξήγησιν, καί, καθὼς μᾶς ἔλεγεν ἀτός του, ὑπεράνω τῆς ὥρας δὲν ἐγίνετο ὁ κόπος του. Καὶ ἔλεγεν ὅτι εἶχε πεντέξι ὀσπίτια ἀρχοντικὰ καὶ εἰς αὐτὰ ἐμοίραζε τήν ἐξήγησιν τοῦ μαθήματός του, εἰς τὸ τάδε ὀσπίτιον τὸ καὶ τὸ καὶ εἰς τὸ τάδε τὸ καὶ τό. Καὶ ἔπειτα ἐκοιμᾶτον ὅλην τὴν νύκτα καὶ τὸ ταχύ, ὅταν ἐξυπνοῡσε, ἐσυλλογίζουνταν καὶ τὰ ηὕρισκεν καὶ ἐπήγαινεν καὶ ἄλλαζε τὸ μάθημά του. Δὲν ἐφθονεῖτον, λέγω, διατί ἦτον εἰς ὅλους καλοϋπήκοος΄ ὁ ἕνας, «Νικόλαε, γράψε μου ἐτοῦτο», ὁ δὲ εὐθὺς μετὰ χαρᾶς τὸ ἔγραφεν· ὁ ἄλλος, «ἐξήγησόν μοι τοῦτο», καὶ μὲ προθυμίαν ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἄλλα, ὁποὺ δὲν τὰ εἶχεν ὁ ἀδελφὸς εἰς τὸν νοῦν του, τὸν ἐσυμβούλευεν. Εἰς τὸν οἰκίσκον ὁπού ἦτον αὐτὸς ἦτον καὶ ἄλλοι δύο ἀδελφοὶ μαθηταί, καί ὁ ἕνας ἦλθεν ἐδῶ καὶ μᾶς ἔλεγεν: «ἐμεῖς ἐκαθήμεθα ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἐμελετούσαμεν μὲ τὸν λύχνον, καὶ αὐτὸς, κάποτε ἐξυπνοῡσε καὶ μᾶς ἕλεγενε: «κοιμηΘῆτε, βρέ, νά ἀναπαυθῇ ὁ νοῦς σας, διὰ νὰ εὕρῃ τὸ μάθημα εὔκολα”». Συνήθειαν εἴχασιν εἰς τὸ σχολεῖον καί ἐμαγείρευον οἱ μαθηταὶ ἀραδικῶς ὁ καθείς, καὶ ὅταν ἤρχετο ἡ ἀράδα τοῦ Νικολάου διὰ νὰ μαγειρεύσῃ, τοῦτο μόνον ἔκαμνε, ἔβανε τὴν ποδίαν εἰς τὴν μέσην του, τὰς δὲ ὑπηρεσίας τοῦ μαγειρίου τὰς ἐτελείωναν οι συμμαθηταί του, διὰ νὰ τὸν ἒχουν εὐπειθῆ εἰς τὰ ζητήματά τους.
Γνωριμία μετὰ Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
6. Κατὰ δὲ τὸ 1770 ἔτος ἦλθεν ἡ ἀρμάδα τῶν Ρώσων εἰς τὰ Δουκάνησα καὶ ἔκαψε τὴν ἀρμάδα τῶν Τούρκων εἰς τὸν Τζεσιμὲν καὶ διὰ τοῦτο ἐκάκισαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἔκοψαν πολλοὺς Χριστιανοὺς εἰς τὴν Σμύρνην καὶ εἰς ἄλλας πολιτείας. Τότες ὁ Νικόλαος ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Σμύρνην καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν πατρίδα του, καὶ ἐκεῖ τὸν ἐπῆρεν ὁ Παροναξίας συνοδίαν του. Καὶ ἐκεῖ ὄντας ἀνταμὼθη μὲ πατέρας Ἁγιορείτας, μὲ τοὺς ἱερομονάχους, λέγω, Γρηγόριον καὶ Νήφωνα καὶ μὲ τὸν Γερο-Ἀρσένιον, ἄνδρας τῇ ἀληθείᾳ τοὺς πολλοὺς ὑπερέχοντας τῇ ἀρετῇ καὶ σεμνότητι,ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἱλκύσθη εἰς τὴν μοναδικήν πολιτείαν καὶ ἐδιδάχθη ἀπ’ αὐτοὺς τὴν νοερὰν προσευχήν. Ἀπ’ αὐτοῦ, δὲν ἠξεύρω πότε, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ὕδραν. Ἐκεῖ ηὗρε τὸν ἅγιον Κορίνθου κύριον Μακάριον, μὲ κάθε ἀρετὴν καὶ ἁγιωσύνην λάμποντα. Ηὗρε καὶ τὸν Γερο-Σίλβεστρον, τὸν ὑψίνουν καὶ πλατύνουν, τὸν Καισαρέα, τῷ μέλι τῆς ἡσυχίας καὶ θεωρίας τρεφόμενον, ἔξω ἀπὸ τὴν Ὕδραν, εἰς ἕναν στενότατον οἰκίσκον κεκλεισμένον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μάλιστα ἐκαρπώθη ὅλας τὰς ἀρετὰς τοῦ μονήρους δίου.
Ἁγιορείτης κοινοβιάτης Μοναχός.
7. Εἰς δὲ τοὺς 1775 ἠθέλησε νὰ ἔλθῃ καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὂρος. Καταβαίνοντας δὲ εἰς τὸν αἰγιαλὸν ηὗρεν ἕνα καΐκι, ὁποὺ ἑτοιμάζετο νὰ κινήσῃ. Ἐρωτᾷ: «ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός;» Οἱ δὲ εἶπον: «διὰ τὸ Ἅγιον Ὂρος». Ὁ δὲ ἀκούσας τὸν λόγον τοῦτον, δοξάσας νοερῶς τὸν Θεόν, ὁποὺ ἐπλήρωσε τὸν πόθον του, μετὰ χαρᾶς τοὺς λέγει: «παρακαλῶ σας, πᾶρτε καὶ ἐμένα». Οἱ δὲ εἷπον: «ἄς εἶναι· σὲ παίρνομεν». Ὅμως, δὲν ἠξεύρω, ἢ ἀστόχησαν ἢ ἐστοχάσθηκαν ὅτι δὲν ἒχει τὸν ναῦλον του, ὅταν ἐκίνησαν, δὲν τὸν εἶπαν, καὶ αὐτός, καθὼς εἶδεν τὸ καΐκι ὁποὺ ἒφυγεν εὐθύς, βάνει φωναῖς καὶ κλαύματα καὶ ἐμβαίνει μέσα εἰς τὴν θάλασσαν περιπατῶντας διὰ νὰ τοὺς φθάσῃ. Οἱ δὲ ναῦται βλέποντας ὁποὺ δὲν ἐγύριζεν ὀπίσω, φοβηθέντες τὸν Θεὸν ἐγύρισαν καὶ τὸν ἐπῆραν. Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἐκατευωδόθη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Αὐτοῦ ηὗρε τὸν Γερο-Χατζῆ-Μακάριον μὲ τὸν πατέρα του καὶ Χατζῆ-Ἀβράμιον καὶ ἄλλους ἀδελφοὺς ἀξίους εὐλαβείας, καὶ προσκολληθεὶς μὲ αὐτοὺς ἔμεινεν εἰς αὐτὴν τὴν Μονήν. Ἦτον ὅμως προϊδεασμένος ἀπὸ τὸν Γερο-Σίλβεστρον διὰ τοὺς ἄνωθεν ἄνδρας. Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς ἦλθεν καὶ ἕως ἐδῶ καὶ ἐγνωρισθήκαμεν. Οἱ δὲ Διονυσιᾶται βλέποντάς τον προκομμένον τὸν ἠγάπησαν καί τὸν ἐπαρακίνησαν νά γένῃ καλόγερος. Καὶ πεισθεὶς τῇ συμβουλῇ αὐτῶν τὸν ἔκαμε καλόγηρον, ρασοευχήν, ἕνας παπα-Ἰωσὴφ λεγόμενος. Καὶ οὕτω τὸν ἔβαλαν διαβαστὴν εἰς τὸ Καθολικὸν καὶ γραμματικὸν τοῦ Μοναστηρίου.
Ἀπαρχὴ συγγραφῆς: «Φιλοκαλία» (1777).
Εὐθυμίου Ἱερομονάχου: Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου 8. Εἰς δὲ τοὺς 1777 ἦλθεν ὁ ἅγιος Κορίνθου Μακάριος καὶ μετὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἱερῶν Μοναστηρίων ἦλθεν εἰς ταῖς Καραῖς καὶ ἐφιλοξενήθη εἰς τὸν «Ἃγιον Ἀντώνιον» ἀπὸ ἕναν συντοπίτην του Γερο-Δαβίδ. Καὶ ὄντας αὐτοῦ ἔκραξε καὶ τὸν Νικόδημον καί τὸν ἐπαρακάλεσεν νά θεωρήσῃ τὴν «Φιλοκαλίαν». Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἄρχισεν ὁ εὐλογημένος -μὰ τί ἅρχισεν; ἀπορῶ, δὲν ἠξεύρω τί νά εἰπῶ· νά εἰπῶ πνευματικοὺς ἀγῶνας ἢ ὑπερβολικοὺς κόπους τοῦ νοὸς καὶ τῆς σαρκός του; ὄχι μόνον αὐτὰ εἶναι, ὁποὺ εἶπα, ἀλλὰ καὶ ἄλλα, ὁποὺ δὲν φθάνει ὁ νοῦς μου νὰ τὰ στοχασθῇ ἄρχισε, λέγω, ἀπὸ τὴν «Φιλοκαλίαν». Καὶ αὐτοῦ βλέπομεν τὸ ὡραιότατον Προοίμιον, τοὺς ἐν συνόψει μελισταγεῖς Βίους τῶν θεσπεσίων Πατέρων. Ὁμοίως ἐδιώρθωσε, καὶ τὸν «Εὐεργετινὸν» καὶ μὲ κάλλιστον Προοίμιον ἐκαλλώπισε. Ἐδιώρθωσε καὶ ἐπλάτυνε τὸ πάγχρυσον πονημάτιον, τὸ «Περὶ τῆς θείας καὶ ἱερᾶς συνεχοῦς Μεταλήψεως», τὰ ὁποῖα τὰ ἐπῆρεν ὁ ἅγιος Κορίνθου καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Σμύρνην, διὰ νὰ φροντίσῃ τὰ ἔξοδα τῆς τυπογραφίας. Καὶ ὁ Νικόδημος ἔμεινεν εἰς τὸ ὀσπίτιόν μας σχεδὸν ἔναν χρόνον καὶ ἀντέγραψε τὸ διὰ στίχων βιβλίον τοῦ Ἁγίου Μελετίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, καὶ πάλιν ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Διονυσίου.
Ταξίδιον διὰ Ρουμανίαν... ματαιωθέν.
9. Καὶ ἐκεῖ ὄντας ἤκουσε τὴν καλὴν φήμην τοῦ κοινοβιάρχου Παϊσίου Ρώσου, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Μπογδανίαν καὶ εἶχεν ὑπὲρ τοὺς χιλίους ἀδελφοὺς εἰς τὴν ἐπίσκεψίν του, καὶ ὅτι τοὺς ἐδίδασκεν τὴν νοερὰν προσευχήν. Καὶ ἀγαπῶντας καί αὐτὸς αὐτὴν τὴν θείαν ἐργασίαν ἐμβῆκεν εἰς καράβιον, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἀναζήτησιν τῆς φιλουμένης του θείας προσευχῆς. Καὶ ἀρμενίζοντας ἔξω ἀπὸ τὸν Ἄθωνα τοὺς ηὗρε φουρτούνα καὶ ἐκινδύνευσαν ἕως νὰ φθάσουν τὸν λιμένα τῆς Παναγίας εἰς τὴν Θάσον. Καὶ ἐκεῖ εὐγαίνοντας ἄλλαξε τοὺς σκοπούς του ἀπὸ τὴν φουρτούναν κατὰ τὸ φαινόμενον, τῇ δὲ ἀληθείᾳ νεῦσις Θεοῦ τὸν ἐγύρισε, διὰ νὰ ἐπιχειρισθῇ τὸ μέγα τοῦτο καλὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.
Ἐρημίτης-ἡσυχαστὴς ὡς «καυγιώτης».
10. Καί ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν Θάσον πλέον δὲν ὑπῆγε εἰς τὴν τοῦ Διονυσίου, ἀλλ’ ἔμεινεν μερικὸν καιρὸν μετεμᾱς. Ἔπειτα ἐνοικίασε καύγια εἰς τὸν «Ἅγιον Ἀθανάσιον», ἐδῶ εἰς τὴν γειτονίαν μας, καὶ παίρνοντας τὸ ψωμίον ἀποτεμᾶς ἡσύχαζεν ἐκεῖ καὶ ἐργαζόμενος τὴν καλλιγραφίαν εὔγανε τὰ ἔξοδά του. Αὐτοῦ ἐμελούργησε τὰ γλυκύτατα καὶ ἁρμόζοντα εἰς τοιούτους Πατέρας Ἰδιόμελα καὶ Προσόμοια, Ἀθανάσιον, λέγω, καί Κύριλλον. Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ Γερο-Ἀρσὲνιος ὁ Μωραΐτης καὶ ἐκατοίκησεν εἰς τὸ Κυριακὸν τῆς Σκήτεως τοῦ Παντοκράτορος, Τοῦτον ἰδὼν καὶ ἠξεύροντάς τον ἀπὸ τὴν Ναξίαν ἄνδρα εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετον καὶ εἴδησιν ἒχοντα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἐπροσκολλήθη μεταυτὸν καὶ ἕγινεν ὑποτακτικός του. Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἔστησεν ὁ ἀοίδιμος τὴν παλαίστραν τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων εἰς τήν Σκήτην τοῦ Παντοκράτορος, πλὴν συχνὰ ἤρχετο καὶ πρὸς ἡμᾶς. Καὶ αὐτοῦ ἀληθινὰ εὑρίσκοντας τὴν ἐκ πολλοῦ ποθουμένην του ἡσυχίαν ἐδόθη ὅλως διόλου καὶ ἡμέρας και νύκτας εἰς τὴν μελέτην τῶν θείων Γραφῶν καὶ εἰς τοὺς λόγους τῶν Αγίων Πατέρων, ὁποὺ εἶναι οἱ θεόσοφοι ἐξηγηταὶ αὐτῶν τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν. Καὶ κατὰ ἀλήθειαν ἔλεγε καί αὐτὸς μὲ τὸν Δαβίδ: «ἀγαλλιάσομαι καὶ ἐγὼ ἐπὶ τὰ λόγιά Σου ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά»΄ ὅτι ὃν τρόπον, λέγει, ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης ὁποὺ εὕρῃ κούρση καὶ λάφυρα πολλὰ σκιρτᾷ καὶ ἀγάλλεται δι’ αὐτά, τοιούτης λογῆς καὶ πολὺ περισσότερον ἀκόμα ἐγώ, Κύριε, ἀγάλλομαι καὶ εὐφραίνομαι ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν καὶ κατατρύφησιν τῶν θείων Σου λογίων, διατί μοῦ φωτίζουν τὸν νοῦν καὶ διατί μοῦ πλουτίζουν τὴν ψυχὴν μὲ τὸν θησαυρὸν τῶν θεϊκῶν γνώσεων. Καί πρεπόντως, ὁ Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἀφῆκε τὴν Αἴγυπτον καὶ περνῶντας εἰς τὴν γῆν Μαδιάμ, ἐκεῖ, εἰς τὸ ὄρος τὸ Χωρήβ, ἠξιώθη τῆς ἐν βάτῳ θεοφανείας καὶ συνομιλίας μετὰ τοῦ ἀοράτου Θεοῦ. Ὁ Νικόδημος τὴν κοσμικὴν Αἴγυπτον, ἤτοι τὴν σκοτεινὴν καὶ ἐμπαθῆ ζωήν, φυγών καὶ εἰς τὸ ὄρος ἀναβὰς τὸ αἰσθητόν τε και νοητὸν τῆς θεωρίας, ἠξιώθη νὰ ἰδῇ τὸν Θεόν, ὡς δυνατὸν ἰδεῖν,προκαθαρθείς διὰ τῆς θείας καὶ θεοποιοῦ ἡσυχίας και διὰ τῶν σκληροτάτων νηστειῶν καὶ τῶν ἀρρεμβάστων προσευχῶν. Καί φωτισθείς τὸν νοῦν ἐκ τῆς φωτολαμποῦς θεωρίας τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν καὶ οὗτος ἐγένετο μέγας, τοῦτ’ ἔστι μέγας διδάσκαλος τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος, μέγας φωστὴρ ἐν τῷ νοητῷ στερεώματι τῆς Ἐκκλησίας και μέγας ἀντίπαλος ὅλων τῶν κακοδόξων. Καὶ βεβαιώνουσι ταῦτα πάντα τὰ συγγράμματα, τὰ ὁποῖα μὲ μυρίους κόπους καὶ ἱδρῶτας καὶ ἀγρυπνίας συνέγραψεν καὶ κατεπλούτισε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.
«Εἰς τὴν Σκυροπούλαν... ἕνα χρόνον» (1777-78).
11. Ὁ δὲ Ἀρσένιος μετὰ τὸ κτίσιμον τῆς καλύβης ἄνωθεν τοῦ Κυριακοῦ ἐμετοίκησεν εἰς τὴν Σκυροπούλαν, καὶ ὡς ὑποτάκτικὸς τὸν ἠκολούθησεν καὶ ὁ Νικόδημος καὶ ἐκάθησεν ἕνα χρόνον. Αὐτοῦ ἐσύνθεσεν τὸ Συμβουλευτικὸν εἰς τὸν ἐξάδελφόν του κύριον Ἱερόθεον, ὄντα τότε Εὐρίπου.
Εἰς τὴν ἔρημον τῆς Καψάλας (1778).
12. Εἰς τοὺς 1778 ἦλθε πάλιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καί ἐρχόμενος ἐδῶ τὸν ἔκαμεν ὁ Γέροντάς μας μεγαλόσχημον. Καί περνῶντας ὀλίγος καιρὸς ἀγόρασε τὴν καλύβην ὁποὺ εῖναι ἄνωθεν τοῦ Κυριακοῦ, εἰς τὸ ραχώνι, ὁποὺ ὀνομάζεται τοῦ Θεωνᾶ. Καὶ ἀπερνῶντας κανένας χρόνος ἦλθεν ἕνας ἀγαπητός του συμπατριώτης, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, καὶ διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος ὠνομάσθη Ἱερόθεος, καὶ ἒγινεν ὑποτακτικός του, ὁ ὁποῖος τὸν ὑπηρέτησε ἕξι ἢ ἑπτὰ χρόνους. Αὐτοῦ δὲ ὄντας ἀπὸ τὰ μελισταγῆ λόγια τοῦ στόματός του ἐσυνάχθησαν πολλοὶ ἀδελφοὶ καὶ ἐκατοίκησαν εἰς τὰς καλύβας ὁπού εὑρίσκονται ἐκεῖ τριγύρω, διὰ νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ φωτίζωνται ἀπὸ τὰς πνευματικάς του νουθεσίας.
Τὰ πρῶτα γνωστὰ Συγγράμματα.
13. Εἰς τοὺς 1784 ἦλθε τὸ ὕστερον ὁ ἅγιος Κορίνθου καὶ πάλιν ἐδιώρθωσε καὶ ἐκαλλώπισε τὸ βιβλίον τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου· ἑσύνθεσε καὶ τὸ πρῶτον «Ἐξομολογητάριον»· ἐσύναξε καὶ ἐκαλλώπισε καὶ κατὰ μέρος ἐμελούργησεν τὸ ἱερὸν «Θεοτοκάριον». Ὁμοίως ἐκαλλώπισεν τὸ βιβλίον τοῦ «Ἀοράτου Πολέμου», ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἐσύνθεσε καὶ ἐκεφαλοπόνησεν. Ὁμοίως ἐκαλλώπισε καὶ τὸ τῶν Νέων Μαρτύρων καὶ τὰ «Πνευματικὰ Γυμνάσματα».
(Συνεχίζεται)
Αναδημοσίευση από:
http://www.parembasis.gr/
Λόγοι παρακινητικοὶ συγγραφῆς τοῦ Βίου.
Εὐθυμίου Ἱερομονάχου: Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου 1. Οὔτε δίκαιον εἶναι οὔτε συμφέρον κρίνεται ὁ φωτοειδὴς βίος τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν νὰ κρύπτεται καὶ νὰ μένῃ διὰ πάντα κεκρυμμένος ὑπὸ κάτω εἰς τὸν μόδιον τῆς σιωπῆς. Δίκαιον δὲν εἶναι, διατὶ ὁ κυρίως καὶ καθ’ αὑτὸ μισθὸς καὶ πληρωμή τῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι μάταια χρήματα, ἀλλ’ εὐφημία καὶ ἒπαινος· «μισθὸς ἀρετῆς ἔπαινος»• ἔτζι ἀξιωματικῶς τὸ εἶπεν ἕνας παλαιὸς σοφός. Ὅθεν καὶ συμβαίνει νὰ ἀδικῶνται ἐκ τῆς σιωπῆς οἱ ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμψαντες μὲ τὸ νὰ ἀποστερῶνται ἀπὸ τὸν μισθὸν τους, ὁποὺ εἶναι οι ἔπαινοι· καὶ ἐν ταὐτῷ ἐκ τῆς αὐτῆς σιωπῆς τῶν ἐπαίνων τὸ κοινὸν τῆς Εκκλησίας ζημιοῦται τὰ μέγιστα· ὅτι φυσικὰ τὰ καλὰ ἔργα κηρυττόμενα, φημιζόμενα, ἐκθειαζόμενα τὰς ψυχὰς τῶν ἀκουόντων θερμαίνουσι καὶ εἰς μίμησιν ἐδικήν τους αὐτοὺς διεγείρουσι, ὡς ἐπαινετὰ καὶ μιμήσεως ἄξια παραδείγματα, ἡ ὁποία μίμησις ἐκ τῆς σιωπῆς ὁμολογουμένως δὲν γίνεται. Ταῦτα καλῶς ἑπιστάμενοι, τό τε δίκαιον, λέγω, καὶ τὸ συμφέρον, οἱ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὂρει ὁσιώτατοι πατέρες, οἱ κατὰ Χριστὸν ἀδελφοὶ καί φίλτατοι καὶ οἰκειότατοι τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου ὁσιολογιωτάτου Νικοδήμου, τοῦ κοινοῦ διδασκάλου καὶ φωστῆρος γενομένου τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἑκκλησίας ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς γενεᾷ, ἐπαρακάλεσαν τὸν διδάσκαλον κὺρ Ἀθανάσιον Πάριον εἰς τὴν Χίον ὄντα καὶ ἔγραψεν βίον ἐγκωμιαστικὸν εἰς τὸν ὁσιολογιώτατον Νικόδημον. Ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ μὴν εἶχεν συναναστροφὴν μὲ αὐτὸν δὲν ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ των. Ἐπαρακάλεσαν ἐδῶ τὸν διδάσκαλον κὺρ Χριστοφόρον, διὰ νὰ γράψῃ, ἀλλὰ τὰ γηρατεῖα τὸν ἐμπόδισαν. Καὶ βλέποντας ὅτι ἐπέρασαν τέσσαροι χρόνοι καὶ κανένας δὲν ἠθέλησεν νὰ συγγράψῃ, ἐπαρακινήθηκα ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ· γλυκυτάτου μου ἀδελφοῦ νὰ ἀλησμονήσω τὴν ἀμάθειάν μου, ὁμοίως καὶ τὴν ἀσύντακτόν μου σύνταξιν, μὲ ἐλπίδαν ὅτι μετὰ ταῦτα νὰ τὰ βάλῃ κανένας προκομμένος εἰς καλὴν τάξιν.
Ἐπωφελής, ἀλλὰ καὶ ὀφειλομένη.
2. Τὸ λοιπόν, ἐλᾶτε, ἀδελφοὶ φιλάδελφοι καὶ φιλάρετοι, ὅσοι εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ πάθη φθόνου ἢ μίσους, νὰ ἀκούσετε μὲ χαρὰν καὶ ἡδονὴν τὸν βίον καὶ πολιτείαν καὶ τοὺς κόπους ὁποὺ ἔκαμεν εἰς τὴν ζωήν του γράφοντας καὶ συνθέτοντας ἐκκλησιαστικά συγγράμματα πρὸς ὠφέλειαν ψυχῆς καὶ ἁπλῶς εἰς ὠφέλειαν Χριστιανῶν ὁ μακαρίτης Νικόδημος. Τὰ ὁποῖα βλέποντας ἐγώ, ὄντας παραδελφός του, καὶ μανθάνοντας ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἲδιον καὶ ἀπὸ ἄλλους φίλους, ὁποὺ ἐστάθηκαν γνώριμοί του ἀπὸ νεαρᾶς του ἡλικίας, κατέστρωσα καὶ ἐσημείωσα ἐνταῦθα. Διατί, ἂν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ἦτον δοσμένοι εἰς τὰ γήινα καὶ φθαρτά, ὅταν ἤθελαν ἀκούσει κανένα ὑποκείμενον ὁποὺ ἔκαμε τίποτε ἀνδραγάθημα, κατασκευάζοντας κανένα ἀξιόλογον πρᾶγμα ἢ νικῶντας εἰς κανέναν πόλεμον, τὸν ἔσταινον οἱ συμπατριῶται του μετὰ τὸν θάνατόν του στήλας καὶ ἀγάλματα καὶ τὸν ἔκαναν ἐπαίνους καὶ ἐγκώμια μὲ φωνὰς στεντορείους· τόσον, ὁπού, ἂν ἦτον τρόπος, καὶ μὲ μολύβι νά ἐσχημάτιζον τὰ γράμματα τῶν ἐπαίνων του, διὰ νὰ μένουν ἀνεξάλειπτοι καὶ παντοτινοὶ αὐτοὶ οἱ ἔπαινοί του καὶ τὰ ἐγκώμια. Ἡμεῖς αὐτόν, ὁπού ἐστόλισε τὴν Ἐκκλησίαν μας μὲ τόσα βιβλία, ὁποὺ αἰῶνες ὁλάκαιροι ἀπέρασαν καὶ δὲν ἐστάθη ἄλλος νὰ συνθέσῃ καὶ νὰ φέρῃ εἰς τὸ μέσον τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅσα αὐτὸς ὁ μακαρίτης ἢ ἀπ’ ἀρχῆς ἐσύνθεσε ἤ συντεθειμένα ἀπὸ ἄλλους ἑδιώρθωσε, νὰ μὴ συγγράψωμεν τὰ συγγράμματά του καὶ νὰ μὴν ἀναφέρωμεν τοὺς κόπους του, ποῖος φρόνιμος ὢν καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ πάθος φθόνου καὶ μίσους δὲν ἤθελε μᾶς κατηγορήσει; Καὶ νὰ εἰποῦμεν τὴν ἀλήθειαν, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος Θεὸς δὲν ἤθελε μᾶς μωμήσηται; Διατί βλέπομεν καὶ ἀκούομεν ὅτι οὐ μόνον φίλοι, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί, οὐ μόνον ὀλίγον γραμματισμένοι, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ πεπαιδευμένοι ἒχουν εἰς τὰ χέρια των τὰ βιβλία του καὶ τὰ μεταχειρίζονται, ὅχι μόνον εἰς στολισμόν τους, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄφελος τῆς ψυχῆς των.
Βιογράφησις-διήγησις «φιλαλήθης καὶ ἀπροσπαθής».
3. Ταῦτα στοχαζόμενος καὶ ἐγὼ ἒγραψα τὰ ἐκείνου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον γράψιμον ἐκεῖνος δὲν ἔχει κανένα ὄφελος κοντά εἰς τὸν Θεόν, παρὰ τήν ὠφέλειαν ὁποὺ γίνεται ἐξ ἐκείνων του τῶν συγγραμμάτων, ὁ ὁποῖος Θεὸς ἐξεύρει τί καρπὸς γίνεται εἰς ἐκείνους ὁποὺ ἀπαθῶς τὰ ἀναγινώσκουσι καὶ μὲ καλὴν γνώμην καί διάθεσιν τὰ ὁλογυρίζουσιν εἰς τὰ χέρια των. Καθὼς καὶ ἐγὼ καρπωθεῑς ἀπ’ αὐτά του τὰ συγγράμματα ἦλθα εἰς ταύτην τὴν γραφὴν καὶ διηγοῦμαι τὰ κατ’ αὐτὸν καταλεπτῶς ἐλεύθερος ὄντας, χάριτι θείᾳ, ἀπὸ κάθε πάθος τὸ πρὸς αὐτόν. Καὶ παρακαλῶ σας, ἅγιοι πατέρες μου καὶ ἀδελφοί, ἐφοδιάσατέ με μὲ τὴν εὐχήν σας, διὰ νὰ βιογραφήσω τὴν ζωὴν τοῦ ἐραστοῦ μου Νικοδήμου φιλαλήθως καὶ ἀπροσπαθῶς.
Καταγωγὴ καὶ ἀγωγὴ-παιδεία.
4. Νάξος εἶναι μία νῆσος ἀπὸ τὰς καλουμένας Κυκλάδας, ὀνομαστή καὶ λαμπρὰ εἰς τοὺς παλαιοὺς καιροὺς τῶν Ἑλλήνων, καὶ μάλιστα ταύτην ἐκόσμησεν Ἰωσὴφ ὁ Θαυμάσιος, ὁ Βρυέννιος, μὲ τὴν καλλίστην καὶ ὡραιοτάτην ἔκφρασιν καὶ περιγραφὴν τοῦ ἐν αὐτῷ παρατρέχοντος ποταμοῦ, ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, εἰκοστῆς ἀριθμουμένης, πρός τινα φίλον του, ὑπὸ ἕνα Μητροπολίτην τελοῦσα ὁμοῦ μὲ τὴν παρακειμένην αὐτῇ Πάρον καὶ τὴν Ἀντί[πα]ρον. Εἰς αὐτὴν δὴ ταύτην ἐγεννήθη οὗτος ὁ ἀειθαλὴς βλαστὸς τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας κατὰ τὸ ᾳψμθ΄ (=1749) ἒτος τὸ κοσμοσωτήριον ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῑς καὶ φιλοθέους, Ἀντώνιον καὶ Ἀναστασίαν, καὶ διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος Ἀγάθην μετονομασθεῖσαν. Ὠνομάζετο δὲ καὶ αὐτὸς Νικόλαος ἀπὸ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Μικρὸς δὲ ὄντας ἔμαθεν εἰς τὴν πατρίδα του, ἡ ὁποία καλεῖται Χώρα, ἀπὸ ἕναν ἱερέα τῆς γειτονίας αὐτοῦ τὰ κοινὰ γράμματα, ὅστις καὶ τὸν ἐσυλλειτουργοῡσε μὲν τὰς καθημερινάς. Μετὰ ταῦτα ἅρχισε τὰ γραμματικὰ εἰς τὸν παπαν-Χρύσανθον, τὸν ἀδελφὸν τοῦ νεωστὶ μαρτυρήσαντος ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ, ὄντα καὶ αὐτὸν εἰς τὴν Ναξίαν. Καὶ ὅταν ἔφθασεν ὁ Νικόλαος τὸν 16(ον) χρόνον τῆς ἡλικίας αὐτοῦ, ἐφέρθη ἀπὸ τὸν πατέρα του εἰς τὴν Σμύρνην, καὶ τὸν ἐπῆγεν εἰς τὸν Διδάσκαλον τῆς Σμύρνης, τὸν κὺρ Ἱερόθεον, ὁ ὁποῖος τὸν ἒβαλεν εἰς τὸ κοινόβιον τοῦ σχολείου. Τίνα σπουδὴν καὶ ὁποίαν ἐπιμέλειαν ἔβαλεν ὁ εὐλογημένος Νικόλαος εἰς τὰ μαθήματα, νὰ τὸ παραστήσω ἐγὼ δέν εἶναι χρεία. Ἀλλὰ κάθε γνωστικὸς ἀκούοντας ὅτι τέσσαρας χρόνους μόνον ἐστάθη εἰς τὸ σχολεῖον καὶ βλέποντας καθένας τὰ βιβλία του καταλαμβάνει καὶ τὴν προθυμίαν του καὶ τὴν ἀγχίνοιαν τοῦ νοός του, μὲ τὴν ὁποίαν τὸν ἐπλούτισεν ὁ Θεός. Τόσον, ὁποὺ ὅ,τι βιβλίον ἀνέγνωθε κάθε ἐπιστήμης ἢ λόγον ἤκουεν ἄξιον μαθήσεως, τὸν ἐσφράγιζεν εἰς τὸν κρανίον του· τὸ ὁποῖον ἀληθινὰ ἦτον ὡσὰν ἕνα θησαυροφυλάκιον, καὶ εἰς καιρὸν τὸν ἁρμόζοντα τὸν ἐβλέπαμεν ὁποὺ τὰ ἐξεκένωνε. Καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐπλήρωνε τὸ δαβιτικὸν ἐκεῖνο λόγιον, ὅτι «τὸν καρπὸν αὐτοῦ ἔδιδεν ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ τὸ φύλλον αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται». Καὶ ἕτρεχαν ἀπὸ τὴν γλῶσσαν του, καθὼς βλέπεις ἕνα μελισσοκόφινον γεμᾶτον εἰς καιρὸν ὁπού εὑρίσκει τὴν νομήν του, ὁποὺ τρέχει ἀδιάκοπα. ’Έτζι καὶ αὐτὸς ὁ μακαρίτης, ὅταν ὡμιλοῦσε, ἤφερνε ταῖς μαρτυρίαις μὲ τοιοῦτον τρόπον, ὁποὺ σχεδὸν δὲν ἐπρόφθανεν ἡ γλῶσσα νά εἰπῇ ὅσα ὁ νοῦς ἐκατέβαζεν, τὰ ρητά τῆς θείας Γραφῆς, τῶν Ἁγίων τὰς ἐξηγήσεις τε καὶ νοήματα, τοὺς θείους Κανόνας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, Συνόδων τε καὶ Πατέρων, μὲ τὰς ἐκδόσεις τῆς τυπογραφίας καὶ μὲ τὰς σελίδας, τὰ δὲ χειρόγραφα τὸ καθένα ποῦ τὸ ἀπάντησε. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀφέντες κατὰ τὸ παρὸν ἐπὶ τὸ προκείμενον ἐπανέλθωμεν.
«Ἦτον ἀπὸ ὅλους ἠγαπημὲνος».
5. Ὂντας δὲ εἰς τὸ σχολεῖον ὁ μακαρίτης, δὲν ἦτον καθὼς μερικοὶ βάρος τοῦ· σχολείου, ἀλλὰ ἦτον ἀπὸ ὅλους ἠγαπημένος, ἀπὸ διδασκάλους, ἀπὸ ἐπιτρόπους τοῦ σχολείου καὶ ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του. Καὶ μαρτυροῦσι μου τὸν λόγον τὰ γράμματα ὁποὺ τοῦ ἔστελναν οἱ μακαρῖται διδάσκαλοι, ὁ Ἱερόθεος καὶ μετ’ αὐτὸν ὁ Χρύσανθος, καὶ μάλιστα ὁ Ἰερόθεος τοῦ ἔγραφεν: «Ἒλα, υἱέ μου, κἄν τώρα εἰς τὸ γῆρας μου, νὰ σὲ ἀφήσω μετὰ θάνατον εἰς τὸ σχολεῖον διδάσκαλον, ὅτι δὲν ἔχω ἄλλον ὡσὰν ἐσένα ὅμοιον εἰς τὴν προκοπήν». Οἱ δὲ μαθηταί, ἐκεῖ ὁποὺ ὡς ἄνθρωποι καὶ αὐτοί, ἐμπαθεῖς καὶ φιλόδοξοι, ἀκόλουθον ἦτον νὰ τὸν ζηλεύωσι καὶ τρόπον τινὰ νὰ τὸν φθονοῦσι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὸν ἀγαποῦσαν ὡς ἀδελφὸν καὶ τὸν ἐτιμοῦσαν ὡς προκομμενέστερον ἀπὸ λόγου τους. Ἀκόλουθον, λέγω, ἦτον νὰ τὸν φθονήσουν, διατὶ τὸν ἔβλεπον, ἀφοῦ ἔπαιρνε τὸ μάθημα, ἐστέκετο εἰς ἕνα μέρος τοῦ σχολείου καὶ τὸ ἐθεωροῦσε κατὰ μόνας, καὶ μετὰ τοῦτο εὐθὺς ἔλεγε καὶ τὴν ἐξήγησιν, καί, καθὼς μᾶς ἔλεγεν ἀτός του, ὑπεράνω τῆς ὥρας δὲν ἐγίνετο ὁ κόπος του. Καὶ ἔλεγεν ὅτι εἶχε πεντέξι ὀσπίτια ἀρχοντικὰ καὶ εἰς αὐτὰ ἐμοίραζε τήν ἐξήγησιν τοῦ μαθήματός του, εἰς τὸ τάδε ὀσπίτιον τὸ καὶ τὸ καὶ εἰς τὸ τάδε τὸ καὶ τό. Καὶ ἔπειτα ἐκοιμᾶτον ὅλην τὴν νύκτα καὶ τὸ ταχύ, ὅταν ἐξυπνοῡσε, ἐσυλλογίζουνταν καὶ τὰ ηὕρισκεν καὶ ἐπήγαινεν καὶ ἄλλαζε τὸ μάθημά του. Δὲν ἐφθονεῖτον, λέγω, διατί ἦτον εἰς ὅλους καλοϋπήκοος΄ ὁ ἕνας, «Νικόλαε, γράψε μου ἐτοῦτο», ὁ δὲ εὐθὺς μετὰ χαρᾶς τὸ ἔγραφεν· ὁ ἄλλος, «ἐξήγησόν μοι τοῦτο», καὶ μὲ προθυμίαν ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἄλλα, ὁποὺ δὲν τὰ εἶχεν ὁ ἀδελφὸς εἰς τὸν νοῦν του, τὸν ἐσυμβούλευεν. Εἰς τὸν οἰκίσκον ὁπού ἦτον αὐτὸς ἦτον καὶ ἄλλοι δύο ἀδελφοὶ μαθηταί, καί ὁ ἕνας ἦλθεν ἐδῶ καὶ μᾶς ἔλεγεν: «ἐμεῖς ἐκαθήμεθα ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἐμελετούσαμεν μὲ τὸν λύχνον, καὶ αὐτὸς, κάποτε ἐξυπνοῡσε καὶ μᾶς ἕλεγενε: «κοιμηΘῆτε, βρέ, νά ἀναπαυθῇ ὁ νοῦς σας, διὰ νὰ εὕρῃ τὸ μάθημα εὔκολα”». Συνήθειαν εἴχασιν εἰς τὸ σχολεῖον καί ἐμαγείρευον οἱ μαθηταὶ ἀραδικῶς ὁ καθείς, καὶ ὅταν ἤρχετο ἡ ἀράδα τοῦ Νικολάου διὰ νὰ μαγειρεύσῃ, τοῦτο μόνον ἔκαμνε, ἔβανε τὴν ποδίαν εἰς τὴν μέσην του, τὰς δὲ ὑπηρεσίας τοῦ μαγειρίου τὰς ἐτελείωναν οι συμμαθηταί του, διὰ νὰ τὸν ἒχουν εὐπειθῆ εἰς τὰ ζητήματά τους.
Γνωριμία μετὰ Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
6. Κατὰ δὲ τὸ 1770 ἔτος ἦλθεν ἡ ἀρμάδα τῶν Ρώσων εἰς τὰ Δουκάνησα καὶ ἔκαψε τὴν ἀρμάδα τῶν Τούρκων εἰς τὸν Τζεσιμὲν καὶ διὰ τοῦτο ἐκάκισαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἔκοψαν πολλοὺς Χριστιανοὺς εἰς τὴν Σμύρνην καὶ εἰς ἄλλας πολιτείας. Τότες ὁ Νικόλαος ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Σμύρνην καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν πατρίδα του, καὶ ἐκεῖ τὸν ἐπῆρεν ὁ Παροναξίας συνοδίαν του. Καὶ ἐκεῖ ὄντας ἀνταμὼθη μὲ πατέρας Ἁγιορείτας, μὲ τοὺς ἱερομονάχους, λέγω, Γρηγόριον καὶ Νήφωνα καὶ μὲ τὸν Γερο-Ἀρσένιον, ἄνδρας τῇ ἀληθείᾳ τοὺς πολλοὺς ὑπερέχοντας τῇ ἀρετῇ καὶ σεμνότητι,ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἱλκύσθη εἰς τὴν μοναδικήν πολιτείαν καὶ ἐδιδάχθη ἀπ’ αὐτοὺς τὴν νοερὰν προσευχήν. Ἀπ’ αὐτοῦ, δὲν ἠξεύρω πότε, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ὕδραν. Ἐκεῖ ηὗρε τὸν ἅγιον Κορίνθου κύριον Μακάριον, μὲ κάθε ἀρετὴν καὶ ἁγιωσύνην λάμποντα. Ηὗρε καὶ τὸν Γερο-Σίλβεστρον, τὸν ὑψίνουν καὶ πλατύνουν, τὸν Καισαρέα, τῷ μέλι τῆς ἡσυχίας καὶ θεωρίας τρεφόμενον, ἔξω ἀπὸ τὴν Ὕδραν, εἰς ἕναν στενότατον οἰκίσκον κεκλεισμένον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μάλιστα ἐκαρπώθη ὅλας τὰς ἀρετὰς τοῦ μονήρους δίου.
Ἁγιορείτης κοινοβιάτης Μοναχός.
7. Εἰς δὲ τοὺς 1775 ἠθέλησε νὰ ἔλθῃ καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὂρος. Καταβαίνοντας δὲ εἰς τὸν αἰγιαλὸν ηὗρεν ἕνα καΐκι, ὁποὺ ἑτοιμάζετο νὰ κινήσῃ. Ἐρωτᾷ: «ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός;» Οἱ δὲ εἶπον: «διὰ τὸ Ἅγιον Ὂρος». Ὁ δὲ ἀκούσας τὸν λόγον τοῦτον, δοξάσας νοερῶς τὸν Θεόν, ὁποὺ ἐπλήρωσε τὸν πόθον του, μετὰ χαρᾶς τοὺς λέγει: «παρακαλῶ σας, πᾶρτε καὶ ἐμένα». Οἱ δὲ εἷπον: «ἄς εἶναι· σὲ παίρνομεν». Ὅμως, δὲν ἠξεύρω, ἢ ἀστόχησαν ἢ ἐστοχάσθηκαν ὅτι δὲν ἒχει τὸν ναῦλον του, ὅταν ἐκίνησαν, δὲν τὸν εἶπαν, καὶ αὐτός, καθὼς εἶδεν τὸ καΐκι ὁποὺ ἒφυγεν εὐθύς, βάνει φωναῖς καὶ κλαύματα καὶ ἐμβαίνει μέσα εἰς τὴν θάλασσαν περιπατῶντας διὰ νὰ τοὺς φθάσῃ. Οἱ δὲ ναῦται βλέποντας ὁποὺ δὲν ἐγύριζεν ὀπίσω, φοβηθέντες τὸν Θεὸν ἐγύρισαν καὶ τὸν ἐπῆραν. Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἐκατευωδόθη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Αὐτοῦ ηὗρε τὸν Γερο-Χατζῆ-Μακάριον μὲ τὸν πατέρα του καὶ Χατζῆ-Ἀβράμιον καὶ ἄλλους ἀδελφοὺς ἀξίους εὐλαβείας, καὶ προσκολληθεὶς μὲ αὐτοὺς ἔμεινεν εἰς αὐτὴν τὴν Μονήν. Ἦτον ὅμως προϊδεασμένος ἀπὸ τὸν Γερο-Σίλβεστρον διὰ τοὺς ἄνωθεν ἄνδρας. Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς ἦλθεν καὶ ἕως ἐδῶ καὶ ἐγνωρισθήκαμεν. Οἱ δὲ Διονυσιᾶται βλέποντάς τον προκομμένον τὸν ἠγάπησαν καί τὸν ἐπαρακίνησαν νά γένῃ καλόγερος. Καὶ πεισθεὶς τῇ συμβουλῇ αὐτῶν τὸν ἔκαμε καλόγηρον, ρασοευχήν, ἕνας παπα-Ἰωσὴφ λεγόμενος. Καὶ οὕτω τὸν ἔβαλαν διαβαστὴν εἰς τὸ Καθολικὸν καὶ γραμματικὸν τοῦ Μοναστηρίου.
Ἀπαρχὴ συγγραφῆς: «Φιλοκαλία» (1777).
Εὐθυμίου Ἱερομονάχου: Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου 8. Εἰς δὲ τοὺς 1777 ἦλθεν ὁ ἅγιος Κορίνθου Μακάριος καὶ μετὰ τὴν προσκύνησιν τῶν ἱερῶν Μοναστηρίων ἦλθεν εἰς ταῖς Καραῖς καὶ ἐφιλοξενήθη εἰς τὸν «Ἃγιον Ἀντώνιον» ἀπὸ ἕναν συντοπίτην του Γερο-Δαβίδ. Καὶ ὄντας αὐτοῦ ἔκραξε καὶ τὸν Νικόδημον καί τὸν ἐπαρακάλεσεν νά θεωρήσῃ τὴν «Φιλοκαλίαν». Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἄρχισεν ὁ εὐλογημένος -μὰ τί ἅρχισεν; ἀπορῶ, δὲν ἠξεύρω τί νά εἰπῶ· νά εἰπῶ πνευματικοὺς ἀγῶνας ἢ ὑπερβολικοὺς κόπους τοῦ νοὸς καὶ τῆς σαρκός του; ὄχι μόνον αὐτὰ εἶναι, ὁποὺ εἶπα, ἀλλὰ καὶ ἄλλα, ὁποὺ δὲν φθάνει ὁ νοῦς μου νὰ τὰ στοχασθῇ ἄρχισε, λέγω, ἀπὸ τὴν «Φιλοκαλίαν». Καὶ αὐτοῦ βλέπομεν τὸ ὡραιότατον Προοίμιον, τοὺς ἐν συνόψει μελισταγεῖς Βίους τῶν θεσπεσίων Πατέρων. Ὁμοίως ἐδιώρθωσε, καὶ τὸν «Εὐεργετινὸν» καὶ μὲ κάλλιστον Προοίμιον ἐκαλλώπισε. Ἐδιώρθωσε καὶ ἐπλάτυνε τὸ πάγχρυσον πονημάτιον, τὸ «Περὶ τῆς θείας καὶ ἱερᾶς συνεχοῦς Μεταλήψεως», τὰ ὁποῖα τὰ ἐπῆρεν ὁ ἅγιος Κορίνθου καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Σμύρνην, διὰ νὰ φροντίσῃ τὰ ἔξοδα τῆς τυπογραφίας. Καὶ ὁ Νικόδημος ἔμεινεν εἰς τὸ ὀσπίτιόν μας σχεδὸν ἔναν χρόνον καὶ ἀντέγραψε τὸ διὰ στίχων βιβλίον τοῦ Ἁγίου Μελετίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, καὶ πάλιν ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Διονυσίου.
Ταξίδιον διὰ Ρουμανίαν... ματαιωθέν.
9. Καὶ ἐκεῖ ὄντας ἤκουσε τὴν καλὴν φήμην τοῦ κοινοβιάρχου Παϊσίου Ρώσου, ὁποὺ ἦτον εἰς τὴν Μπογδανίαν καὶ εἶχεν ὑπὲρ τοὺς χιλίους ἀδελφοὺς εἰς τὴν ἐπίσκεψίν του, καὶ ὅτι τοὺς ἐδίδασκεν τὴν νοερὰν προσευχήν. Καὶ ἀγαπῶντας καί αὐτὸς αὐτὴν τὴν θείαν ἐργασίαν ἐμβῆκεν εἰς καράβιον, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἀναζήτησιν τῆς φιλουμένης του θείας προσευχῆς. Καὶ ἀρμενίζοντας ἔξω ἀπὸ τὸν Ἄθωνα τοὺς ηὗρε φουρτούνα καὶ ἐκινδύνευσαν ἕως νὰ φθάσουν τὸν λιμένα τῆς Παναγίας εἰς τὴν Θάσον. Καὶ ἐκεῖ εὐγαίνοντας ἄλλαξε τοὺς σκοπούς του ἀπὸ τὴν φουρτούναν κατὰ τὸ φαινόμενον, τῇ δὲ ἀληθείᾳ νεῦσις Θεοῦ τὸν ἐγύρισε, διὰ νὰ ἐπιχειρισθῇ τὸ μέγα τοῦτο καλὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.
Ἐρημίτης-ἡσυχαστὴς ὡς «καυγιώτης».
10. Καί ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν Θάσον πλέον δὲν ὑπῆγε εἰς τὴν τοῦ Διονυσίου, ἀλλ’ ἔμεινεν μερικὸν καιρὸν μετεμᾱς. Ἔπειτα ἐνοικίασε καύγια εἰς τὸν «Ἅγιον Ἀθανάσιον», ἐδῶ εἰς τὴν γειτονίαν μας, καὶ παίρνοντας τὸ ψωμίον ἀποτεμᾶς ἡσύχαζεν ἐκεῖ καὶ ἐργαζόμενος τὴν καλλιγραφίαν εὔγανε τὰ ἔξοδά του. Αὐτοῦ ἐμελούργησε τὰ γλυκύτατα καὶ ἁρμόζοντα εἰς τοιούτους Πατέρας Ἰδιόμελα καὶ Προσόμοια, Ἀθανάσιον, λέγω, καί Κύριλλον. Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ Γερο-Ἀρσὲνιος ὁ Μωραΐτης καὶ ἐκατοίκησεν εἰς τὸ Κυριακὸν τῆς Σκήτεως τοῦ Παντοκράτορος, Τοῦτον ἰδὼν καὶ ἠξεύροντάς τον ἀπὸ τὴν Ναξίαν ἄνδρα εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετον καὶ εἴδησιν ἒχοντα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἐπροσκολλήθη μεταυτὸν καὶ ἕγινεν ὑποτακτικός του. Καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἔστησεν ὁ ἀοίδιμος τὴν παλαίστραν τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων εἰς τήν Σκήτην τοῦ Παντοκράτορος, πλὴν συχνὰ ἤρχετο καὶ πρὸς ἡμᾶς. Καὶ αὐτοῦ ἀληθινὰ εὑρίσκοντας τὴν ἐκ πολλοῦ ποθουμένην του ἡσυχίαν ἐδόθη ὅλως διόλου καὶ ἡμέρας και νύκτας εἰς τὴν μελέτην τῶν θείων Γραφῶν καὶ εἰς τοὺς λόγους τῶν Αγίων Πατέρων, ὁποὺ εἶναι οἱ θεόσοφοι ἐξηγηταὶ αὐτῶν τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν. Καὶ κατὰ ἀλήθειαν ἔλεγε καί αὐτὸς μὲ τὸν Δαβίδ: «ἀγαλλιάσομαι καὶ ἐγὼ ἐπὶ τὰ λόγιά Σου ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά»΄ ὅτι ὃν τρόπον, λέγει, ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης ὁποὺ εὕρῃ κούρση καὶ λάφυρα πολλὰ σκιρτᾷ καὶ ἀγάλλεται δι’ αὐτά, τοιούτης λογῆς καὶ πολὺ περισσότερον ἀκόμα ἐγώ, Κύριε, ἀγάλλομαι καὶ εὐφραίνομαι ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν καὶ κατατρύφησιν τῶν θείων Σου λογίων, διατί μοῦ φωτίζουν τὸν νοῦν καὶ διατί μοῦ πλουτίζουν τὴν ψυχὴν μὲ τὸν θησαυρὸν τῶν θεϊκῶν γνώσεων. Καί πρεπόντως, ὁ Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἀφῆκε τὴν Αἴγυπτον καὶ περνῶντας εἰς τὴν γῆν Μαδιάμ, ἐκεῖ, εἰς τὸ ὄρος τὸ Χωρήβ, ἠξιώθη τῆς ἐν βάτῳ θεοφανείας καὶ συνομιλίας μετὰ τοῦ ἀοράτου Θεοῦ. Ὁ Νικόδημος τὴν κοσμικὴν Αἴγυπτον, ἤτοι τὴν σκοτεινὴν καὶ ἐμπαθῆ ζωήν, φυγών καὶ εἰς τὸ ὄρος ἀναβὰς τὸ αἰσθητόν τε και νοητὸν τῆς θεωρίας, ἠξιώθη νὰ ἰδῇ τὸν Θεόν, ὡς δυνατὸν ἰδεῖν,προκαθαρθείς διὰ τῆς θείας καὶ θεοποιοῦ ἡσυχίας και διὰ τῶν σκληροτάτων νηστειῶν καὶ τῶν ἀρρεμβάστων προσευχῶν. Καί φωτισθείς τὸν νοῦν ἐκ τῆς φωτολαμποῦς θεωρίας τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν καὶ οὗτος ἐγένετο μέγας, τοῦτ’ ἔστι μέγας διδάσκαλος τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος, μέγας φωστὴρ ἐν τῷ νοητῷ στερεώματι τῆς Ἐκκλησίας και μέγας ἀντίπαλος ὅλων τῶν κακοδόξων. Καὶ βεβαιώνουσι ταῦτα πάντα τὰ συγγράμματα, τὰ ὁποῖα μὲ μυρίους κόπους καὶ ἱδρῶτας καὶ ἀγρυπνίας συνέγραψεν καὶ κατεπλούτισε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.
«Εἰς τὴν Σκυροπούλαν... ἕνα χρόνον» (1777-78).
11. Ὁ δὲ Ἀρσένιος μετὰ τὸ κτίσιμον τῆς καλύβης ἄνωθεν τοῦ Κυριακοῦ ἐμετοίκησεν εἰς τὴν Σκυροπούλαν, καὶ ὡς ὑποτάκτικὸς τὸν ἠκολούθησεν καὶ ὁ Νικόδημος καὶ ἐκάθησεν ἕνα χρόνον. Αὐτοῦ ἐσύνθεσεν τὸ Συμβουλευτικὸν εἰς τὸν ἐξάδελφόν του κύριον Ἱερόθεον, ὄντα τότε Εὐρίπου.
Εἰς τὴν ἔρημον τῆς Καψάλας (1778).
12. Εἰς τοὺς 1778 ἦλθε πάλιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καί ἐρχόμενος ἐδῶ τὸν ἔκαμεν ὁ Γέροντάς μας μεγαλόσχημον. Καί περνῶντας ὀλίγος καιρὸς ἀγόρασε τὴν καλύβην ὁποὺ εῖναι ἄνωθεν τοῦ Κυριακοῦ, εἰς τὸ ραχώνι, ὁποὺ ὀνομάζεται τοῦ Θεωνᾶ. Καὶ ἀπερνῶντας κανένας χρόνος ἦλθεν ἕνας ἀγαπητός του συμπατριώτης, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, καὶ διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος ὠνομάσθη Ἱερόθεος, καὶ ἒγινεν ὑποτακτικός του, ὁ ὁποῖος τὸν ὑπηρέτησε ἕξι ἢ ἑπτὰ χρόνους. Αὐτοῦ δὲ ὄντας ἀπὸ τὰ μελισταγῆ λόγια τοῦ στόματός του ἐσυνάχθησαν πολλοὶ ἀδελφοὶ καὶ ἐκατοίκησαν εἰς τὰς καλύβας ὁπού εὑρίσκονται ἐκεῖ τριγύρω, διὰ νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ φωτίζωνται ἀπὸ τὰς πνευματικάς του νουθεσίας.
Τὰ πρῶτα γνωστὰ Συγγράμματα.
13. Εἰς τοὺς 1784 ἦλθε τὸ ὕστερον ὁ ἅγιος Κορίνθου καὶ πάλιν ἐδιώρθωσε καὶ ἐκαλλώπισε τὸ βιβλίον τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου· ἑσύνθεσε καὶ τὸ πρῶτον «Ἐξομολογητάριον»· ἐσύναξε καὶ ἐκαλλώπισε καὶ κατὰ μέρος ἐμελούργησεν τὸ ἱερὸν «Θεοτοκάριον». Ὁμοίως ἐκαλλώπισεν τὸ βιβλίον τοῦ «Ἀοράτου Πολέμου», ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἐσύνθεσε καὶ ἐκεφαλοπόνησεν. Ὁμοίως ἐκαλλώπισε καὶ τὸ τῶν Νέων Μαρτύρων καὶ τὰ «Πνευματικὰ Γυμνάσματα».
(Συνεχίζεται)
Αναδημοσίευση από:
http://www.parembasis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου