Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.
Από των νεανικών μου χρόνων ευρίσκομαι εν θλιβερά αμηχανία εκ της εκτυλισσομένης ενώπιον μου σκηνής. Υπήρξαν όμως ώραι παραδόξου θριάμβου, ότε η άκρα μωρία των πάντων διεβεβαίου εμέ περί της αναποφεύκτου παρουσίας ενός άλλου «πόλου» εν τω είναι του κόσμου – της Σοφίας. Δεν έφθασα Αυτήν, αλλ’ εξέχεεν Αύτη εις την ψυχήν μου την ελπίδα της μεταμορφώσεως όλης της κτίσεως, και η προσευχή περί του κόσμου παντός ανεζωπυρούτο εν τη καρδία μου και το ανέσπερον Φως εθεράπευε την ψυχήν μου.
Κατά την υπερ των ανθρώπων προσευχήν η καρδία αισθάνεται ενίοτε την πνευματικήν ή την ψυχικήν κατάστασιν εκείνων, περί των οποίων απευθύνει εις τον Θεόν την προσευχήν. Χάριν τούτου ο πνευματικός δύναται να βιώση τα «πεπρωμένα» αυτών: την ικανοποίησιν και την ευτυχίαν εν τη αγάπη, την εξάντλησιν εν τοις καμάτοις, τους φόβους εκ των επερχομένων επ’ αυτούς συμφορών, την φρίκην της απογνώσεως και τα όμοια αυτών. Μνημονεύων τους ασθενείς ενώπιον του Κυρίου ο πνευματικός κλίνει επί των κλινών εκατομμυρίων ανθρώπων, οίτινες καθ’ εκάστην στιγμήν αντιμετωπίζουν τον θάνατον και διατελούν εν μαρτυρική αγωνία. Στρέφων την προσοχήν αυτού προς τους αποθνήσκοντας, φυσικώ τω τρόπω, ο ιερεύς μεταφέρεται νοερώς εις εκείνον τον κόσμον και μετέχει ή της ησύχου παραδόσεως της ψυχής εις τον Θεόν ή του τρόμου αυτής ενώπιον του αγνώστου, όπερ πλήττει την φαντασίαν, πριν ή φθάση αυτό τούτο το γεγονός της αποχωρήσεως εκ του κόσμου τούτου. Και εάν η στάσις πλησίον της στρωμνής και μόνον ενός εν αγωνία αποθνήσκοντος δίδη εις ημάς όρασιν, ήτις συγκλονίζει δια της αντιθέσεως αυτής προς την αντίληψιν ημών περί του πρωτοκτίστου ανθρώπου, τότε η σκέψις του πνεύματος ημών περί όλων των πασχόντων επί της γης υπερβαίνει το μέτρον της αντοχής του ψυχισμού και του σώματος εισέτι. Δια τον ιερέα και τον πνευματικόν είναι άκρως σημαντικόν το δίλημμα, τί να ποιήση: Να κλείση εις πάντα τους οφθαλμούς αυτού χάριν του φυσικού εις όλους ημάς ενστίκτου επιβιώσεως, ή να πορευθή περαιτέρω; Άνευ του προκαταρκτικού αγώνος της βαθείας μετανοίας κατά την άνωθεν δωρεάν τούτο το «περαιτέρω» είναι απρόσιτον εις τον άνθρωπον. Κατ’ ουσίαν πρόκειται περί του αν θα ακολουθήση τις τον Χριστόν εις τον κήπον της Γεθσημανή και τον Γολγοθάν, ίνα ζήση μετ’ Αυτού, δια της δυνάμεως Αυτού, την τραγωδίαν του κόσμου ως ιδίαν αυτού τραγωδίαν· ίνα υπεράνω του χρόνου και του χώρου περιπτυχθή εν τω πνεύματι της ελεήμονος αγάπης όλον το γένος ημών, όπερ κατήλθεν εις βυθόν αλύτων συγκρούσεων. Το ότι δεν ενθυμούμεθα, έτι δε και απερρίψαμεν την πρωταρχικήν ημών κλήσιν, συνιστά τον πυρήνα της παγκοσμίου τραγωδίας. Το πανωλέθριον πάθος της υπερηφανίας υπερνικάται μόνον δια της ολοκληρωτικής μετανοίας, δια της οποίας κατέρχεται επί του ανθρώπου η ευλογία της ταπεινώσεως του Χριστού, ήτις απεργάζεται ημάς τέκνα του ουρανίου Πατρός. Ουχί μόνον η ψυχοφυσική σύστασις ημών αρνείται να περιληφθή εις την κοσμοσωτήριον προσευχήν και θυσίαν της αγάπης του Ιησού Χριστού, αλλά και το πνεύμα ημών φοβείται τούτο, και ο νους δεν είναι εις θέσιν να υψωθή «εκεί», εις το όρος, το πνευματικώς υψηλότερον όλων των άλλων ορέων, όπου ο Κύριος παρέδωκε το πνεύμα Αυτού εις τας χείρας του Πατρός. «Παρά ανθρώποις αδύνατον, αλλ’ ου παρά Θεώ· πάντα γαρ δυνατά εστι παρά τω Θεώ» (Μάρκ. 10,27). Η ανάβασις προς τα «εκεί» πραγματοποιείται άνευ προκαταρκτικής ιδέας περί του γεγονότος τούτου. Η ψυχή κατά φυσικόν τρόπον ανυψούται, θα έλεγε τις, δια προσευχής μετανοίας περί των ιδίων αυτής αμαρτιών, περί της ιδίας αυτής πτώσεως, ήτις ενοί δια της καταστάσεως αυτής την ψυχήν μεθ’ όλων των παρελθόντων αιώνων της ιστορίας της ανθρωπότητος. Και τούτο συμβαίνει αίφνης, απροσδοκήτως ακουσίως. Η ψυχή εν τω εντατικώ κλαυθμώ δι’ εαυτήν, κατά την δωρεάν του Πνεύματος του Αγίου, εισάγεται οντολογικώς εις την ουσίαν της αμαρτίας ημών –εν τη μεταφυσική αυτής διαστάσει– ως εκπτώσεως εκ της μακαρίας και ακηράτου ζωής εν τω Φωτί, τω εκπορευομένω εκ του Προσώπου του Πατρός των πάντων. Τούτο δεν είναι φιλοσοφικός στοχασμός, ούτε διανοητική θεολογία. Είναι δεδομένον του είναι ημών: Εν τη πτώσει του Αδάμ η ανθρωπότης απέρριψε τον Θεόν. Όντως είναι φοβερόν πράγμα το ότι εν τη τυφλώσει ημών δεν βλέπομεν την ιδίαν ημών αμαρτίαν. Η φύσις αυτής διανοίγεται εις ημάς δια της πίστεως εις την Θεότητα του Χριστού. «Είπεν … ο Ιησούς· Εγώ υπάγω και ζητήσετε Με, και εν τη αμαρτία υμών αποθανείσθε· όπου Εγώ υπάγω, υμείς ου δύνασθε ελθείν … υμείς εκ των κάτω εστέ, Εγώ εκ των άνω ειμί· υμείς εκ του κόσμου τούτου εστέ, Εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου τούτου. Είπον ουν υμίν ότι αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών· εάν γαρ μη πιστεύσητε ότι Εγώ ειμι (ο Ποιήσας υμάς), αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών. Έλεγον ουν Αυτώ· Συ τίς εί; Και είπεν αυτοίς ο Ιησούς· την αρχήν ό,τι και λαλώ υμίν» (Ιωάν. 8,21-25). Ούτω βλέπομεν ότι η προσωπική ημών αμαρτία είναι αμαρτία όλου του ανθρωπίνου γένους. Και η ιερατική προσευχή περί της αφέσεως των αμαρτιών του κόσμου είναι μετάνοια υπέρ όλης της ανθρωπότητος. Συγχωρήσατε μοι: Δεν δύναμαι να εκφράσω καταλλήλως εκείνο περί του οποίου γίνεται λόγος. Ο αληθώς μετανοών δια τα εγκλήματα αυτού εναντίον της Πατρικής αγάπης μεταφέρεται δια της δυνάμεως του Ιδίου του Θεού εις εκείνην την νυν μυστηριώδη δι’ ημάς σφαίραν. Είμαι μικρός άνθρωπος, αλλ’ ανήκω εις το μέγα σώμα της πανανθρωπότητος, και δεν δύναμαι να αποσπάσω εμαυτόν εξ εκείνου. Κατ’ αρχάς ζω την αμαρτίαν μου ως ιδίαν και μόνον· έπειτα δε αποκαλύπτεται εις εμέ ότι αύτη είναι η αμαρτία εκείνη, ήτις περιγράφεται εν τη Γραφή, εν τω βιβλίω της Γενέσεως (βλ. κεφ. 3). Είμαι μηδαμινός, αλλά το τελούμενον εν εμοί δεν είναι ασήμαντον· δεν είναι άνευ αξίας ούτε προ των οφθαλμών του Δημιουργού μου. Και Αυτός ο Ίδιος δεν «εκένωσεν» Εαυτόν μέχρις άκρας «εξουθενώσεως», ασυλλήπτου δι’ ημάς; Εποίησε τούτο ών κατά την φύσιν Αυτού απείρως μέγας Θεός· και τούτο, ίνα σώση ημάς. Ιδού επί πολλά ήδη έτη προσπαθώ να πείσω τους προσερχομένους εις εμέ, όπως εκλαμβάνουν τας δοκιμασίας τας οποίας συναντούν ουχί μόνον εν τοις ορίοις της ατομικής αυτών υπάρξεως, αλλά και ως αποκάλυψιν περί του πώς ζη και έζη σύμπασα η ανθρωπότης κατά τας παρελθούσας χιλιετίας. Παν βίωμα και χαράς και πόνου, δύναται να αποβή δι’ ημάς νέα γνώσις, απαραίτητος δια την σωτηρίαν ημών. Όταν ζώμεν εντός ημών των ιδίων όλον το γένος των ανθρώπων, όλην την ιστορίαν της ανθρωπότητος, τότε διαρρηγνύομεν το κλειστόν κύκλωμα της «ατομικότητος» ημών και εξερχόμεθα εις τας πλατείας εκτάσεις της «υποστατικής» μορφής του είναι, γινόμενοι νικηταί του θανάτου, μέτοχοι της θείας απειρότητος. Η θαυμαστή αύτη οδός εις ουδένα είναι γνωστή ει μη εις τους χριστιανούς. Κατ’ αρχάς η πείρα της τοιαύτης εξόδου εκ της στενής φυλακής του ατόμου δύναται να φανή παράδοξος. Ημείς οι ίδιοι είμεθα συντετριμμένοι υπό των ημετέρων παθημάτων, και πού θα ανεύρωμεν δύναμιν πνεύματος να περιβάλωμεν μετ’ ευσπλαχνίας τα εκατομμύρια εκείνα των ανθρώπων, άτινα καθ’ εκάστην δεδομένην στιγμήν πάσχουν ομοίως προς ημάς και ενδεχομένως πλείον ημών; Εάν έχωμεν χαράν, τούτο είναι τρόπον τινά ευκολώτερον δι’ ημάς, αλλ’ όταν δεν είμεθα ικανοί να αντεπεξέλθωμεν προς τον πόνον ημών, η ευσπλαγχνία προς το πλήθος των πασχόντων μόνον αυξάνει το ήδη αφόρητον μαρτύριον ημών. Παρά ταύτα επιχειρήσατε τούτο και θα ίδητε ότι εν τω βαθεί θρήνω της προσευχής δι’ όλην την πάσχουσαν ανθρωπότητα θα εμφανισθή ενέργεια άλλου είδους, ουχί εκ του κόσμου τούτου. Η νέα αύτη μορφή συμ-παθείας, κατερχομένη άνωθεν, διαφέρει της πρώτης, ήτις είναι ερμητικώς κεκλεισμένη εις εαυτήν, δια του ότι δεν αποκτείνει πλέον αλλά ζωοποιεί ημάς. Οι ορίζοντες της προσωπικής ημών ζωής πλατύνονται απείρως και πολλά χωρία του Ευαγγελίου και των Επιστολών γίνονται κατανοητά ως να επρόκειτο περί λόγου δι’ ημάς αυτούς … εισέτι δε: περί ημετέρου ήδη λόγου. Επί παραδείγματι: «Πάσα παιδεία προς μεν το παρόν ου δοκεί χαράς είναι, αλλά λύπης, ύστερον δε καρπόν ειρηνικόν τοις δι’ αυτής γεγυμνασμένοις αποδίδωσι δικαιοσύνης» (Εβρ. 12,11). Δια του ανοίγματος ημών εις μείζονα εν πνεύματι παθήματα υπερνικώμεν την ατομικήν ημών δοκιμασίαν. Ιδιαιτέρως θα συμβή ούτως εν τω τέλει: Δια του θανάτου νικάται ο θάνατος και επικρατεί η δύναμις της αναστάσεως. Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς να προσευχώμεθα εκτενώς, ίνα δια της φλογεράς και πολυετούς προσευχής, ιδιαιτέρως της μετανοίας, μεταμορφώσωμεν την πεπτωκυΐαν ημών φύσιν τοσούτον ώστε να καταστή ικανή να αφομοιώση την αποκαλυφθείσαν εις ημάς Άναρχον Αλήθειαν. Και τούτο πριν ή απέλθωμεν του κόσμου τούτου. Ο Χριστός, ο αποκαλύψας εις ημάς εν τη σαρκί ημών την Αλήθειαν ταύτην, ελκύει ημάς προς Εαυτόν και καλεί ημάς να ακολουθήσωμεν οπίσω Αυτού. Η αιώνιος ημών μετ’ Αυτού διαμονή εν τη ασαλεύτω Βασιλεία εξαρτάται εκ της απαντήσεως ημών εις την κλήσιν Αυτού. Το άμετρον μεγαλείον του προ ημών ισταμένου έργου εμπνέει φόβον εις την καρδίαν και τον νουν ημών· φόβον αγάπης, διότι υπάρχει το ενδεχόμενον να αποδειχθώμεν τελείως ανάξιοι του Θεού· φόβον ενώπιον του οδυνηρού αγώνος, διότι «η Βασιλεία … βιάζεται» (Ματθ. 11,12). Η πάλη αύτη είναι απερίγραπτος. Τους ηττημένους υπό της πονηράς υπερηφανίας ή των χαμερπών παθών απειλεί το «σκότος το εξώτερον» (βλ. Ματθ. 8,12· 13,41-43). Εξ άλλου δε: «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ Εμού εν τω θρόνω Μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του Πατρός Μου εν τω θρόνω Αυτού. Ο έχων ούς ακουσάτω τί το Πνεύμα λέγει …» (Αποκ. 3,21-22). Αναμένει ημάς μεγαλειώδης πάλη, αλλά πάλη ιδιαιτέρα, αγία, ανομοία προς τους αδελφοκτόνους πολέμους, οίτινες επλήρωσαν την ιστορίαν του κόσμου ημών από των χρόνων του πρώτου φόνου του Άβελ υπό του αδελφού αυτού Κάϊν. Ο κοινός και μόνος αληθινός εχθρός είναι η θνητότης ημών. Οφείλομεν να παλαίσωμεν μαρτυρικώς εναντίον του ζώντος εν ημίν θανάτου, βάλλοντες αρχήν εξ ημών των ιδίων. Το Ευαγγέλιον του Κυρίου ανήκει εις άλλο επίπεδον ανώτερον υπερκόσμιον: Τα πάντα εν αυτώ δεν είναι «κατά άνθρωπον», «ουδέ παρά ανθρώπου» (Γαλ. 1,11 και 12). Είναι εγκληματικόν να μειώσωμεν τας αιωνίους αυτού (του Ευαγγελίου) διαστάσεις, διότι τότε τούτο παύει να έχει δια τους ανθρώπους δύναμιν ελκτικήν, έτι δε και νόημα. Βεβαίως, αι εντολαί του Χριστού –«αγαπάτε τους εχθρούς υμών … έσεσθε … τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5,44 και 48)– υπερέχουν τον νουν και την δύναμιν ημών. Ο Χριστός όμως εν τη σαρκί ημών εφανέρωσε την τελειότητα ταύτην: «Νενίκηκε τον κόσμον». Τούτο σημαίνει ότι και εις ημάς είναι δυνατόν να δοθή η νίκη εάν είμεθα μετ’ Αυτού. Ομιλών περί του λόγου Αυτού ο Χριστός ωνόμασε τούτον σπόρον: «Ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού» (Λουκ. 8,11). Ας είναι ούτος εν ημίν ως σπόρος ουχί εκ του κόσμου τούτου. Μετά θάνατον, πεσών ούτος εις καταλλήλους δι’ αυτόν συνθήκας, θα δώση άφθαρτον καρπόν. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου