Οι πρώτες μαρτυρίες που συνήθως επικαλούμαστε, σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της μονολογίστου ευχής, αφορούν στους μοναχούς της Αιγύπτου: ο άγιος Αυγουστίνος βεβαιώνει ότι κάνουν συχνές αλλά σύντομες προσευχές, παρόμοιες με βολές, “ modammodo iaculatas”. Ο αββάς Ισαάκ, διδάσκει στον Κασσιανό και στον σύντροφό του την αδιάκοπη επανάληψη του πρώτου στίχου του ξθ’ ψαλμού, «ο Θεός εις βοήθειάν μου πρόσχες• Κύριε, εις το βοηθήσαί μοι σπεύσον» παρουσιάζοντάς την ως μυστικό που είχε μεταδοθεί από την πρώτη γενεά των μοναχών της Σκήτεως. Η «προσευχή του Ιησού» είναι μία μονολόγιστος ευχή, που έχει όμως την ιδιαιτερότητα να περιέχει ως κύριο στοιχείο το όνομα του Ιησού, συνήθως συνδεδεμένο με την προσευχή του τελώνη: «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ιη, 13). Το πρώτο κείμενο που μπορεί να μνημονευθεί σχετικά είναι ένα απόφθεγμα του Αμμωνά, μαθητού του αγίου Αντωνίου: «Να κάθεσαι ατό κελλί σου», συμβούλευε ένα μοναχό που δίσταζε ανάμεσα σε διαφορετικούς πρακτικούς τρόπους άσκησης, «να τρώγεις λίγο κάθε μέρα. να έχεις διαρκώς τα λόγια του τελώνη στην καρδιά σου, και θα μπορέσεις να σωθείς». Όμως δεν υπάρχει στο κείμενο αναφορά του ονόματος του Ιησού που είναι αχώριστο από την νοερά προσευχή. Ο Η. Bacht πίστεψε ότι βρήκε ένα πρώτο διαπιστευτήριο αυτής της προσευχής στον Ευάγριο: «Σε κάθε αναπνοή σου να ενώνεις την εγρήγορση της ψυχής με το όνομα τον Ιησού». Δυστυχώς, το κείμενο αυτό δεν είναι του Ευάγριου, άλλα του Ησυχίου του Σιναΐτου, ενός από τους κύριους θεωρητικούς της νοεράς προσευχής και δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια, αλλά είναι βεβαίως μεταγενέστερο του ζ’ αιώνος.
Για να βρούμε, στην αιγυπτιακή μοναστική λογοτεχνία, αυθεντικές και εντελώς συγκεκριμένες μαρτυρίες για την πρακτική εφαρμογή της νοεράς προσευχής, πρέπει να απευθυνθούμε σε μεταγενέστερα έργα, που έχουν διατηρηθεί στην κοπτική γλώσσα, από τα όποια το σπουδαιότερο φέρει τον τίτλο «Αρεταί του δικαίου Πατρός ημών, του μεγάλου αββά Μακαρίου». Θέλουμε εδώ να αναλύσουμε αυτά τα κείμενα, που δεν έχουν ακόμη προσελκύσει αρκετό την προσοχή των ιστορικών της νοεράς προσευχής, νια να τιμήσουμε τη μνήμη του αιδ, Derwas J. Chitty, του σοφού ιστορικού των μοναχών της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης, με τον οποίο μας ένωσε μια φιλία 25 περίπου χρόνων.
Σ’ ένα μοναχό που ήλθε να του εξομολογηθεί το αμάρτημά του, ο Μακάριος απηύθυνε την παραίνεση που ακολουθεί: «Έχε θάρρος, τέκνον μου! Να επικαλείσαι εκείνον που δεν έχει ούτε αρχή ούτε χρόνο, που παραμένει αιώνιος και δεν έχει τέλος, που είναι η βοήθεια όσων δεν ελπίζουν παρά μόνον σ’ αυτόν, που το όνομά του είναι γλυκύ σε κάθε στόμα, που είναι η μόνη γλυκύτητα, η τέλεια ζωή, αυτόν που έχει άφθονα πλούτη ελέους, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. τον όντως Θεόν ημών: ας είναι εκείνος η δύναμη σον, η βοήθειά σου, αυτός που σε συγχωρεί!». Η συνεχής επίκληση του ονόματος του Ιησού είναι το πιο σίγουρο μέσο σωτηρίας: αυτά τα λόγια ανταποκρίνονται σ’ εκείνα του Αμμωνά που συμβούλευε στον μοναχό που ήθελε να σωθεί, την αδιάλειπτη επανάληψη της προσευχής του τελώνη. Η επίκληση του ελέους και η δέηση για βοήθεια δεν διατυπώνονται εδώ ρητά, όμως το όνομα του Ιησού θεωρείται το μόνο που παρέχει βοήθεια και έλεος.
Μια μέρα, όπως διηγείται το ίδιο βιβλίο, ο Ευάγριος επισκέφθηκε τον Μακάριο, βασανισμένος από τους λογισμούς του και τα σωματικό πάθη: «Πάτερ μου, τον είπε. πες μου ένα λόγο, για να ζήσω χάρη σ’ αυτόν!» Ο Μακάριος απάντησε με τρόπο παραβολικό: «Δέσε τα σχοινιά στο κατάρτι για να κρατηθεί το πανί, και, με τη χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το καράβι θα περάσει τα διαβολικά κύματα, τις τρικυμίες αυτής της πλανεύτρας θάλασσας και την ζοφερή σκοτεινιά αυτού του μάταιου κόσμου». Ο Ευάγριος ερωτά: «Τί σημαίνει το πλοίο; Τί σημαίνουν τα σχοινιά; Τί σημαίνει το κατάρτι;» Ο αββάς Μακάριος εξηγεί: «Το καράβι είναι η καρδιά σου: φύλαγέ την! Τα σχοινιά είναι το πνεύμα σου: πρόσδεσέ το στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό· αυτός είναι το κατάρτι που δαμάζει τις τρικυμίες και τα διαβολικά κύματα, που παλεύουν με τους αγίους. Αλήθεια, δεν είναι εύκολο να λες σε κάθε αναπνοή: Κύριε Ιησού Χριστέ, ιλάσθητί μοι; Ευλογώ σε Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησόν μοι!» Και, χρησιμοποιώντας μία άλλη παραβολή των νερών, συνεχίζει: «Ενώ το ψάρι γλύφει ακόμη το κύμα, θα πιαστεί χωρίς καν να το αντιλη¬φθεί» {με το κύμα παρομοιάζονται οι κακές ηδονές αυτού του κόσμου και με το ψάρι εκείνος που του αρέσουν). «Όμως, αν είμαστε προσηλωμένοι σ’ αυτό το σωτήριο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αυτός θα πιάσει τον διάβολο από τα ρουθούνια (πρβλ. Ιώβ μ’, 25-26), για το κακό που μας έχει κάνει, κι εμείς οι αδύνατοι θα γνωρίζουμε πως η βοήθεια έρχεται από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό». Εδώ η επίκληση του ονόματος του Ιησού, που θεωρείται πάντοτε «σωτήριον» και πλήρες βοηθείας, συνοδεύεται από μία ρητή έκκληση για στήριξη και έλεος: «ιλάσθητί μοι!… Βοήθησόν μοι!» Μια ακόμη λεπτομέρεια είναι αξιοπρόσεκτη: η επίκληση αυτή γίνεται σε κάθε αναπνοή, πράγμα που σημαίνει, όχι μόνον ότι είναι συνεχής, αλλά και ότι είναι προσαρμοσμένη στον ίδιο τον ρυθμό της αναπνοής, όπως αυτό συμβαίνει συχνά στους ησυχαστές συγγραφείς.
Η επίκληση του «σωτηρίου» ονόματος του Ιησού σημαίνει τη σιγουριά της ίδιας της παρουσίας του Σωτήρα, που λυτρώνει από τους πόνους του σώματος και από εκείνους της ψυχής. Μια μέρα, ο Μακάριος επισκέφθηκε ένα γέρο μοναχό που ήταν στο κρεβάτι άρρωστος. Ο γέροντας είχε προτίμηση στο «σωτήριον και ευλογητόν» όνομα του Ιησού. Ο Μακάριος τον ρώτησε για την υγεία του (ή για τη σωτηρία του: η αντίστοιχη κοπτική λέξη έχει και τις δύο σημασίες)• ο γέροντας του απάντησε τότε χαρούμενος: «Επειδή επιμένω να λαμβάνω αυτή τη γλυκεία τροφή ζωής, το άγιο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, είχα την ευτυχία, μέσα στη γλύκα του ύπνου, να δω σε όραμα τον βασιλέα Χριστό, όμοιο με Ναζωραίο. Μου είπε τρεις φορές: Κοίτα! Εγώ είμαι και όχι κανένας άλλος! Μετά ξύπνησα καταχαρούμενος και ξέχασα τον πόνο μου».
Σε όλα αυτά τα κείμενα τονίζεται η «γλυκύτητα» που γνωρίζει όποιος αφοσιώνεται στην επίκληση του ονόματος του Ιησού. «Πάτερ μου, ρώτησε, μια μέρα, τον Μακάριο ένας νέος μοναχός, δείξε μου τί είναι γλυκύ και τί είναι πικρό». Ο Μακάριος απαντά με μία χαριτωμένη παραβολή: «Λέγεται ότι όταν η μητέρα αφήνει το παιδάκι της να πατήσει κάτω, του δίνει κάτι γλυκό στο χέρι του, για να το γλύψει, αντί να φάγει από κάτω καμιά βρωμιά, και να πεθάνει. Σύγκρινε λοιπόν τη βρωμιά με την αμαρτία και με την ηδονή. Όσο για το τί είναι γλυκύ, αυτά είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, το αληθινό μαργαριτάρι». Σε άλλο σημείο πάλι, εμπνεόμενος πάντοτε από το χωρίο του Ιακώβου, ο Μακάριος λέγει: «Είθε η πηγή, που αναβλύζει από τα βάθη της καρδιάς μας, να μη βγάζει ό,τι είναι πικρό (δηλαδή τους κακούς λογισμούς), αλλά να δίνει αδιάκοπα αυτό που είναι γλυκύ, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό».
Ο τύπος προσευχής, ο πιο διαδεδομένος στους μοναχούς της Αιγύπτου, ήταν αυτός που ονόμαζαν μελέτη: ο όρος αυτός σήμαινε αδιάκοπο μονολόγισμα, χαμηλόφωνα και από μνήμης, της Αγίας Γραφής. Αυτή η άσκηση είχε το πλεονέκτημα ότι τους επέτρεπε να εκπληρώνουν δύο εντολές, εξίσου υποχρεωτικές, σωματική εργασία και αδιάλειπτη προσευχή. Η νοερά προσευχή ταίριαζε τέλεια σ’ αυτό τον τύπο. Μια μέρα ένας αδελφός ζήτησε από τον Μακάριο να του εξηγήσει τον στίχο: «και έσονται… και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιον σου διαπαντός» (Ψαλμ. ιη’.15). Ο Μακάριος απαντά: «Δεν υπάρχει πιο έξοχη μελέτη από αυτή του σωτηρίου και ευλογητού ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όταν το κρατάς μέσα σου σταθερά, σύμφωνα με τη γραφή: ως χελιδών, ούτω φωνήσω, και ως περιστερά, ούτω μελετήσω’ ( Ία. λη ‘. 14).
Έτσι πράττει ο δούλος του Θεού που έχει συλλάβει το σωτήριον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
Μερικά κείμενα της ίδιας ανώνυμης συλλογής περιγράφουν, με αρκετή ακρίβεια, την τεχνική αυτής της νοεράς προσευχής. Γνωρίζουμε ήδη ότι η επίκληση του ονόματος του Ιησού συνδέεται με την αναπνοή και ακολουθεί το ρυθμό της· έχει, όπως και η αναπνοή, μία διπλή κίνηση: αναβλύζει και επανέρχεται πίσω· αυτή η διπλή κίνηση συνοδεύεται από μια στιγμή ανάπαυλας. Αυτό σημειώνεται ωραία στα παρακάτω λόγια, που αποδίδονται κι αυτά στον Μακάριο: «Να έχεις στραμμένη την προσοχή σου στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού¬ με καρδιά συντετριμμένη, κάμε το να αναβλύσει από τα χείλη σου, και τράβηξέ το πάλι πίσω σε σένα· μην το αποτυπώνεις στο πνεύμα σου με καμιά παράσταση, αλλά πρόσεχε όταν το επικαλείσαι: Κύριε Ιησού Χριστέ, ιλάσθητί μοι! Τότε καθώς θα σε αναπαύει, θα νοιώσεις την ανάπαυση της θεότητάς του μέσα σου, θα διώξει το σκοτάδι των παθών σου και θα φέρει στον μέσα άνθρωπο την αγνότητα του Αδάμ στον παράδεισο, αυτό το ευλογημένο όνομα που ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ονόμασε φως του κόσμου (Ιωάν. η’, 12), αυτή η γλυκύτητα από την οποία κανείς δεν χορταίνει, αυτή η αληθινή τροφή της ζωής». Η φράση: «μην το αποτυπώνεις στο πνεύμα σου με καμιά παράσταση» (πρόσωπο), δεν είναι αρκετά σαφής. Φαίνεται ότι έδώ υπάρχει μία ανάμνηση της «κα¬θαράς προσευχής» του Ευαγρίου: ο προσευχόμενος δεν πρέπει να έχει στο πνεύμα του καμία παράσταση, καμία μορφή ή δραστηριότητά του περιορίζεται αποκλειστικό στην προσοχή και μόνο σ’ αυτήν τότε δοκιμάζει μέσα του την ειρήνη, την ανάπαυση του Θεού. Το φως τον περιλούει, και, σ’ αυτή τη στάση καθαράς προσευχής, ξαναβρίσκει κάτι από την πρωταρχική αγνότητα.
Λίγο πολύ σε όλα αυτά τα κείμενα, και ιδιαίτερα στο τέλος του τελευταίου από τα παραπάνω μνημονευόμενα, υπάρχει μία σημαντική έκφραση που δεν έχουμε ακόμη επισημάνει: το όνομα του Ιησού είναι μία τροφή, μία τροφή πολύ γλυκεία. Αναπτύσσοντας αυτή την ιδέα, το κείμενο που ακολουθεί ανατρέχει σε μία παραβολή που περιγράφει ωραιότατα το «μάσημα», που συνιστά αυτή η αδιάκοπη επίκληση του ονόματος του Ιησού. Ένας αδελφός ερωτά τον Μακάριο: «Ποιά είναι η καλύτερη απασχόληση για τον μοναχό που αφοσιώνεται στην άσκηση;» Απάντηση του Μακαρίου: «Ευτυχής είναι εκείνος που θα βρεθεί να επαναλαμβάνει αδιάκοπα και με καρδιά συντετριμμένη το ευλογημένο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, γιατί, αληθινά, δεν υπάρχει απασχόληση, μέσα σ’ όλο το εύρος της άσκησης, που να είναι ανώτερη από αυτή την μακάρια τροφή: αν την μασάς αδιάκοπα, όπως κάνει το πρόβατο όταν επαναφέρει την τροφή στο στόμα του κι απολαμβάνει την γλυκύτητα από αυτό το μάσημα, μέχρις ότου η τροφή φθάσει στα φυλλοκάρδια του και σκορπίσει εκεί μια ευχαρίστηση και μια ευεξία, ευεργετική για τα σπλάγχνα του και για όλο το εσωτερικό του σώματός του. Δεν βλέπεις πόσο ομορφαίνουν τότε τα μάγουλά του, γεμάτα από τη νοστιμάδα της τροφής που μασάει στο στόμα του; Είθε ο Κύριος ημών να μας αξιώσει γι’ αυτή τη χάρη, με το γλυκύ και ευεργετικό του όνομα».
Σ’ ένα άλλο χωρίο, πολύ γραφικό, ο Μακάριος κάνει χρήση μιας άλλης παραβολής, ίσως ακόμη πιο παραστατικής: «Θυμάμαι, στα παιδικά μου χρόνια, όταν ήμουν στο σπίτι του πατέρα μου, παρατηρούσα ότι οι γερόντισσες και οι κοπέλες είχαν στο στόμα τους και μασούσαν μαστίχα, για να γλυκάνει το λαιμό τους και το σάλιο τους, διώχνοντας την άσχημη μυρωδιά από το στόμα τους, να λιπάνει και να δροσίσει το συκώτι και τα σπλάγχνα τους. Αν αυτό το υλικό πράγμα δίνει μια τέτοια γλυκύτητα σ’ αυτούς που το μασούν και το αναμασούν, πόσο περισσότερο αυτό ισχύει για την τροφή της ζωής, την πηγή της σωτηρίας, την πηγή τον γάργαρου νερού, την πιό γλυκιά από κάθε άλλη γλυκύτητα, τον Κύριον ημών Ιησού Χριστό, αυτόν που το τίμιο και ευλογημένο του όνομα κάνει τους δαίμονες να διαλύονται σαν καπνός, όταν το ακούνε από το στόμα μας; Αυτό το ευλογημένο όνομα, αν το μασάμε και το ξαναμασάμε διαρκώς, παρέχει αποκαλύψεις στο νου μας. τον ηνίοχο της ψυχής και του σώματός μας, διώχνει όλους τους κακούς λογισμούς έξω από την αθάνατη ψυχή μας και μάς αποκαλύπτει τα επουράνια, και κυρίως εκείνον που είναι στους ουρανούς, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Βασιλέα των βασιλέων, τον Κύριο των κυρίων, την ουράνια ανταμοιβή όσων τον αναζητούν με όλη τους την καρδιά».
Αυτά τα κείμενα, από τα οποία διαπιστώνεται μία εμπεριστατωμένη διδασκαλία και μία καλά εδραιωμένη πρακτική για την νοερά προσευχή, αποτελούν άραγε αυθεντικά λόγια του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, του φημισμένου προδρόμου της μοναχικής ζωής στην έρημο της Σκήτεως; Αν ήταν έτσι, αυτά τα κείμενα θα συνιστούσαν την απόδειξη ότι από τον δ’ αιώνα οι μοναχοί της Αιγύπτου ήταν εξοικειωμένοι με τη νοερά προσευχή.
Η συλλογή των Αρετών του Αγίου Μακαρίου, στην οποία διατηρούνται αυτά τα κείμενα, αποτελείται από χωρία διαφορετικής προέλευσης. Εκεί υπάρχουν λόγια του Μακαρίου, που ανευρίσκονται ήδη στις αρχαιότερες συλλογές Αποφθεγμάτων και υπάρχει, κατά συνέπεια, η πιθανότητα να είναι αυθεντικά. Μερικά χωρία είναι αποσπάσματα των περίφημων Πνευματικών Ομιλιών, που μας μεταδόθηκαν με το όνομα του Μακαρίου, αλλά για τα οποία έχει διαπιστωθεί η συριακή καταγωγή. Τα κείμενα που αφορούν στη νοερά προσευχή ανήκουν σ’ εκείνα για τα οποία δεν υπάρχουν ίχνη πουθενά άλλου, και είναι πιθανόν να αποτελούν τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της συλλογής.
Σε ποιά εποχή απαρτίστηκε αυτή η συλλογή; Η ίδια δεν περιέχει καμία ένδειξη για το ζήτημα αυτό, αλλά είναι δυνατόν να χρονολογηθεί, χάρη σε άλλα έργα που έχουν συνταχθεί, προφανώς, την ίδια εποχή. Το χειρόγραφο σε μποχαϊρική διάλεκτο, όπου έχει διατηρηθεί η συλλογή, το Vat. Cort 64, περιέχει επίσης ένα Βίον του Αγίου Μακαρίου, με τον οποίο η συλλογή των Αρετών έχει στενή συγγένεια. Αυτός λοιπόν ο Βίος περικλείει αναφορές που επιτρέπουν να τον κατατάξουμε χρονολογικά στην αρχή της αραβικής εποχής, στο δεύτερο μισό του ζ΄ αιώνα ή στο πρώτο μισό του η΄. Επομένως το βιβλίο των Αρετών του Άγίου Μακαρίου συντάχθηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα της αραβικής κυριαρχίας. Στην ίδια εποχή ανήκουν, όπως φαίνεται, κι άλλα έργα που περιλαμβάνουν κι αυτά αναφορές στην πρακτική της νοεράς προσευχής. Ένα από αυτά, που διατηρήθηκε στο ίδιο χειρόγραφο, είναι μία συλλογή αποφθεγμάτων του αγίου Αντωνίου• σ’ αύτη ο Άγιος φαίνεται να δίνει σ’ ένα νέο μοναχό την παρακάτω συμβουλή: «Να τρέφεις την ψυχή σου με τον Λόγο του Θεού, με αγρυπνίες, με προσευχές και κυρίως με την αδιάκοπη ανάμνηση του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και, έτσι, θα μάθεις την τέχνη να κατανικάς τους κακούς λογισμούς». Ένα άλλο γραπτό κείμενο είναι ο βίος των αγίων Μαξίμου και Δομιτίου, που, όπως αναφέρει, αφηγείται τη ζωή δύο νεαρών ξένων που ήλθαν να μονάσουν κοντά στον άγιο Μακάριο, και τους οποίους παρουσιάζει ως γιους του αυτοκράτορα Βαλεντινιανού. Εκεί διαβάζουμε πως οι δύο άγιοι έκαμαν μια μέρα παρατήρηση στον αββά Ψόη, τον μελλοντικό βιογράφο τους, γιατί ξεστόμισε κάτι πολύ κοσμικό. «Στο είπαμε ήδη αρκετές φορές, αδελφέ Ψόη: είτε κάθεσαι μαζί μας είτε μένεις σπίτι σου, να προφέρεις το σωτήριον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επαναλαμβάνοντάς το αδιάκοπα, γιατί αληθινά, αν αυτό το άγιον όνομα ήταν στην καρδιά σον, δεν θα είχες πει αυτό που μόλις είπες. Λοιπόν, από εδώ και πέρα, να προσέχεις τον εαυτό σου και να μην αμελείς το σωτήριον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αλλά να το επαναλαμβάνεις συνεχώς με όλη σου την καρδιά».
Αυτές οι γραπτές μαρτυρίες για τη γνώση και την πρακτική της νοερός προσευχής από τους μοναχούς της Αιγύπτου στους ζ’ και η’ αιώνες επιβεβαιώθηκαν, εδώ και λίγα χρόνια, από μια σπουδαία επιγραφική μαρτυρία. Τον Απρίλιο του 1965, στη διάρκεια της πρώτης μας ανασκαφικής εξόρμησης στην τοποθεσία Κελλιά, στην ομώνυμη αρχαία έρημο, που βρίσκεται ανάμενα στις έρημους της Νιτρίας και της Σκήτεως και είναι, όπως κι αυτές, πολύ γνωστή από τα Apophthegmata Patrum, είχαμε την καλή τύχη ν’ ανακαλύψουμε μια μεγάλη επιγραφή για τη νοερά προσευχή. Αυτή η επιγραφή με 29 αράδες δεν
είναι χρονολογημένη, αλλά ο αρχαιολογικός περίγυρος και η παρουσία χρονολογημένων επιγραφών στις γειτονικές αίθουσες μας επέτρεψαν να τοποθετήσουμε τη σύνταξη της επιγραφής ανάμεσα στα μέσα τού ζ’ και του η’ αιώνα. Η επιγραφή αναφέρεται και σε μία ένσταση που υπέβαλαν οι δαίμονες εναντίον της νοεράς προσευχής: «Αν φωνάζεις συνεχώς Κύριε Ιησού, δεν προσεύχεσαι στον Πατέρα ούτε στο Πνεύμα το Άγιο!». Η απάντηση που δίδεται σ’ αυτή την αντίρρηση, από την επιγραφή, είναι ότι ο Υιός είναι αχώριστος από τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα και ότι οποιοσδήποτε τον επικαλείται προσεύχεται ταυτόχρονα στην Αγία και Αδιαίρετο Τριάδα.
Η επιγραφή αυτή βρέθηκε ζωγραφισμένη στον τοίχο μιας αίθουσας που ήταν το ευκτήριο ενός κελλιού. Στην ίδια αίθουσα υπάρχουν άλλες επιγραφές που βεβαιώνουν ότι ο μοναχός που ζούσε σ’ αυτό το κελλί ήταν θερμός οπαδός της νοεράς προσευχής: «Ιησούς Χριστός το σωτήριον όνομα!», «Κύριε Ιησού βοήθησον ημίν!» Ο μοναχός αυτός δεν ήταν βέβαια ο μόνος στα Κελλιά που καλλιεργούσε στην πράξη την νοερά προσευχή. Όμως η αντιλογία που αναφέρεται παραπάνω δείχνει ότι η πρακτική αυτή είχε επίσης αντιπάλους στα Κελλιά, που την αμφισβητούσαν σαν να ήταν κάποιος καινοφανής τρόπος ευλάβειας του συρμού. Ίσως από αυτή την αμφισβήτηση να εξηγείται η επιμονή με την οποία οι γραπτές πηγές, που αναλύσαμε παραπάνω, συνιστούν την νοερά προσευχή, τυλίγοντάς την στην αυθεντία των αρχαίων που ήταν περισσότερο αναγνωρισμένοι, όπως του αγίου Μακαρίου, των «Ρωμαίων» μαθητών του Μακαρίου και ακόμη του ίδιου του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου.
(Από το βιβλίο, «Aux origines du monachisme Chretien», μεταφρ. από τα γαλλικά:Απ. Αποστολίδης)
Πηγή: περιοδ. Σύναξη, τευχ. 35
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου