Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση ~ π. Ι. Ρωμανίδης


Η θεόπνευστη θεολογία των Πατέρων

Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση
π. Ι. Ρωμανίδης ~ Εμπειρική Δογματική

Τα συγγράμματα των Πατέρων είναι θεόπνευστα, επειδή γράφηκαν από θεοπνεύστους άνδρες. Η θεοπνευστία στην περίπτωση αυτή δεν είναι κατά γράμμα, αλλά οι Άγιοι είχαν φθάσει στον φωτισμό και την θέωση και, όταν ομιλούσαν για δογματικά ζητήματα, ομιλούσαν εκ πείρας και αυτό λέγεται θεοπνευστία. Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση.

Θεωρούνται και τα συγγράμματα των Πατέρων ως θεόπνευστα, όχι μόνον τα συγγράμματα της Αγίας Γραφής. Λέγοντας όμως θεοπνευστία, εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε πρώτα - πρώτα σε ποια θέματα μπορεί να είναι κανείς θεόπνευστος, μέχρι πού φθάνει η θεοπνευστία.

Πρώτα-πρώτα, όπως θα ξεύρετε και από τα άλλα μαθήματα, ουδέποτε η Ορθόδοξη παράδοση δέχθηκε κατά γράμμα θεοπνευστία. Δεν υπάρχει στους Πατέρες κατά γράμμα θεοπνευστία, ούτε και στους Ορθοδόξους θεολόγους οποιασδήποτε παραδόσεως. Ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υποστηρίχθηκε η κατά γράμμα θεοπνευστία, όπως έγινε στην δυτική παράδοση. Αυτή η διδασκαλία περί κατά γράμμα θεοπνευστίας δεν υπάρχει στους Πατέρες ούτε στους μοντέρνους Ορθοδόξους θεολόγους. 

Υπάρχει όμως στην Δύση, κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Λοιπόν, εδώ πρέπει να γίνει σαφής διάκριση του θέματος...

Τώρα, στην Ορθόδοξη παράδοση κατ' αρχήν, τα πρώτα στάδια της θεοπνευστίας είναι το στάδιο του φωτισμού και το τελικό είναι η θέωση. Οπότε, διερωτάται κανείς, ο συγγραφέας, που γράφει ένα κομμάτι της Αγίας Γραφής, γιατί θεωρείται θεόπνευστος;

Επειδή ζούσε αυτός σε κατάσταση φωτισμού και από καιρό σε καιρό έφθανε στην θέωση και έγραφε από περίσσεια ως έγραφε και, επομένως, με ακρίβεια για τον Θεό; Ή όταν έγραφε εκείνη την στιγμή, όταν σήκωνε το στυλό του ερχόταν το Πνεύμα το Άγιον σαν ένας πετεινός, περιστερά, ένα πουλάκι και καθόταν εδώ και του υπαγόρευε τι να γράφει;

Για τους Πατέρες της Εκκλησίας θεόπνευστος είναι εκείνος ο οποίος ευρισκόμενος σε κατάσταση φωτισμού ή Θεώσεως, αφού έχει την εμπειρία αυτή, γράφει και γράφει θεοπνεύστως. 

Αλλά δεν γράφει στα θέματα που δεν έχουν σχέση με την θεοπνευστία. Με ποια θέματα έχει σχέση η θεοπνευστία; Με όλα τα θέματα περί Θεού, με τις αποκαλύψεις του Θεού στον άνθρωπο, το θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο, την ενσάρκωση, την φανέρωση της Ακτίστου δόξης του Θεού μέσω της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, την ίδρυση της Εκκλησίας κατά την Πεντηκοστή, την πεντηκοστιανή εμπειρία της Θεώσεως και την συνεχιζόμενη αυτή εμπειρία της Θεώσεως και του φωτισμού μέσα στην ζωή της Εκκλησίας. Επάνω σε αυτά τα θέματα υπάρχει θεοπνευστία και το απλανές.

Σε αυτήν την κατάσταση η θεοπνευστία είναι μια συνεχής κατάσταση, ως νοερή προσευχή και ως θέα του Θεού.

Στην πατερική παράδοση θεοπνευστία είναι η μόνη απλανής αίσθηση που μπορεί να υπάρχει στον άνθρωπο και, κατ' αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, εξυψώνει την αγάπη του ανθρώπου και τελειοποιεί την κάθαρση και την μεταβάλλει βαθμηδόν και σε θέωση. Μόνο αυτό, κατά τους Πατέρες, λέγεται θεοπνευστία. 

Αυτή η θεοπνευστία είναι συνεχής κατάσταση.


Οπότε, είναι βλακεία να νομίζει κανείς ότι κάποιος είναι θεόπνευστος επειδή έκατσε να γράψει μία επιστολή στη ρώμη δηλαδή, όπως έκανε ο Απόστολος Παύλος. 

Και εκεί που έγραφε ήρθε κατά τρόπο θαυμαστό το Πνεύμα το Άγιο και καθοδηγούσε την πέννα του εκείνη την στιγμή, για να γράψει μία επιστολή, δηλαδή. Όχι, δεν είναι έτσι.

Θεοπνευστία σημαίνει ότι ο άνθρωπος ο οποίος γράφει είναι στην κατάσταση της αδιάλειπτου προσευχής και μπαινοβγαίνει στην κατάσταση της Θεώσεως. Αυτός είναι ο θεόπνευστος και αυτή είναι η θεοπνευστία.

Η αγάπη ως «τέχνη» του σχετίζεσθαι


Η εμπειρία της σχέσης με τον Θεό γέννησε τον πλούτο της θεολογικής σκέψης, όχι σαν θεωρία και στοχασμό, αλλά ως πηγή ζωής, χαράς και ευτυχίας.


«Δεν υπάρχει χρόνος για διαπληκτισμούς, απολογίες, πικρίες και ευθύνες. Τόσο μικρή είναι η ζωή. Υπάρχει μόνο χρόνος για αγάπη και αυτός ακόμα είναι λίγος». Μάρκ Τουέιν.
Η διαχρονικότητα της αλήθειας που η Εκκλησία μας ευαγγελίζεται επαληθεύεται από την επιστήμη και την αντικειμενική επιστημονική έρευνα, όταν αυτές δεν είναι στρατευμένες σε ιδεολογίες και σκοπιμότητες. Πρόσφατα μια μεγάλη επιστημονική ομάδα, ψάχνοντας για το στοιχείο που μπορεί να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους, κατέληξε σε κάτι αποκαλυπτικό. Διεξήγαγε μια έρευνα, η οποία ξεκίνησε πριν 75 χρόνια και διενεργήθηκε σε όλη την επικράτεια της Αμερικής, παρακολουθώντας 724 ανθρώπους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, σε όλες τις εκφάνσεις της.
Τι απέδειξε η επιστημονική αυτή έρευνα; Κάτι εντελώς ανατρεπτικό και απρόσμενο για την αντίληψη ενός σύγχρονου δυτικού ανθρώπου. Απάντησε ότι δεν είναι η δόξα ούτε ο πλούτος ούτε ο ευδαιμονιστικός τρόπος ζωής αυτό που χαρίζει τη ευτυχία και την υγεία στον άνθρωπο. Ο τελευταίος επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, καθηγητής Ρόμπερτ Γουάλντιγκερ, ανακοίνωσε ότι: «οι καλές σχέσεις  είναι αυτές που κρατάνε ευτυχισμένους και υγιείς τους ανθρώπους».
Αυτή η επιστημονική ομολογία, για την ορθόδοξη εκκλησιαστική διδασκαλία όχι μόνο δεν αποτελεί έκπληξη, αλλά έρχεται να επιβεβαιώσει με  πανηγυρικό τρόπο τη μοναδικότητα και διαχρονικότητα του Λόγου του Θεού. Ο τρόπος, με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους ανθρώπους του οικογενειακού μας  περιβάλλοντος, τους ανθρώπους του εργασιακού μας χώρου, τη φύση και όλη τη δημιουργία αποτελεί βασική πηγή χαράς και ευτυχίας. Είναι δε αυτή η κατάσταση «εισαγωγική», όπως θα έλεγε και ο Άγιος Πορφύριος, για να φτάσουμε να προσεγγίσουμε τη μεγάλη χαρά και ευτυχία να αγαπήσουμε  τον Θεό.
Βέβαια, μιλούμε πάντα με βασική προϋπόθεση την ποιότητα των σχέσεων. Αυτό που δεν ανέφερε η παραπάνω επιστημονική έρευνα, αλλά είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί, είναι ότι η επίτευξη των υγιών σχέσεων δεν είναι εύκολο πράγμα. Αντίθετα, είναι κάτι μεγαλειώδες, κάτι που αποτελεί άθλημα ζωής. Η τέχνη του σχετίζεσθαι είναι ο αγώνας να αποδεχθείς και να αγαπήσεις τον άλλο. Αυτή όμως είναι και η βασική διδασκαλία της Εκκλησίας μας: Μόνο μέσα σε μια αληθινή σχέση κτίζεται ο «χώρος», όπου μπορεί να καρποφορήσει η μεγάλη αρετή της αγάπης.
Είναι δε αυτή η κατάσταση «εισαγωγική», όπως θα έλεγε και ο Άγιος Πορφύριος, για να φτάσουμε να προσεγγίσουμε τη μεγάλη χαρά και ευτυχία να αγαπήσουμε  τον Θεό.
Είναι δε αυτή η κατάσταση «εισαγωγική», όπως θα έλεγε και ο Άγιος Πορφύριος, για να φτάσουμε να προσεγγίσουμε τη μεγάλη χαρά και ευτυχία να αγαπήσουμε  τον Θεό.

Δεν υπάρχει αγάπη χωρίς υγιή σχέση ούτε υγιής σχέση που να μην στηρίζεται στην αγάπη.

Στην εποχή μας, όμως, που πολλές έννοιες – ακόμα και αξίες – χάνουν την πραγματική τους σημασία και αξία, κινδυνεύει ακόμη και η αγάπη να χάσει τη μοναδικότητά της. Διότι η αγάπη, όταν βιώνεται μέσα από έναν άκρατο εγωισμό και ατομισμό και, επομένως, μέσα σε λάθος σχέσεις, ξεφτίζει και ξεπέφτει στην περιορισμένη χρήση των αναγκών αλλά και της σκοπιμότητας. «Αγαπάμε» τον άλλον, επειδή «τον έχουμε ανάγκη». Επειδή θέλουμε εμείς να κερδίσουμε κάτι, να βγάλουμε κάτι μέσα από την σχέση μας. Όχι για ό,τι εκείνος είναι και ό,τι μοναδικό μπορεί να μας αποκαλύψει, συμβάλλοντας στη δική μας ολοκλήρωση ως ανθρώπων. Όταν όμως η αγάπη δεν συνδέεται με μια γνήσια σχέση, τότε καταλήγει από εμπειρία ζωής να γίνεται χρηστική, χάνοντας το νόημά της. Τότε αντί να πλουτίζουμε, γινόμαστε περισσότερο φτωχοί. Αντί να σχετιζόμαστε με τους άλλους, γινόμαστε περισσότερο μόνοι, κλεισμένοι μέσα στον εαυτό μας και τις – αλίμονο, πάντα «δικαιολογημένες» – ανάγκες και τα θέλω του…

Το σώμα ως δημιούργημα του Θεού



Οι επιλογές μας μειώνουν το σώμα μας. Η προοπτική που του δίνουμε το υπονομεύει. Η εκκλησιαστική μας παράδοση τιμά το σώμα, το αναδεικνύει.

Ας ξεκινήσουμε από μια κομβική παραδοχή. Ο Θεός είναι ο δημιουργός μας.

Αυτός μας έπλασε, Αυτός μας έκτισε, η ζωή είναι ένα δώρο που μας δίνεται από Αυτόν. Μόνοι μας δεν φέρουμε ζωή, δεν κουβαλάμε ζωή, δεν είμαστε αυθύπαρκτοι, δεν φέρουμε την ύπαρξη μόνοι μας. Από Αυτόν πηγάζουμε, από Αυτόν νοηματοδοτούμαστε. Η ζωή μας είναι κτιστή, έχει πλαστεί, είναι υλική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι εκ των πραγμάτων κακή, εκ των πραγμάτων αμαρτωλή.
Ο άνθρωπος έχει κληθεί από τον Θεό σε μια σχέση μαζί Του και αυτή η σχέση δίνει ζωή. Αυτή η σχέση γεμίζει φως. Είναι ο Παράδεισος. Όταν ο άνθρωπος αποφασίσει να απομακρυνθεί από αυτή την σχέση, από αυτή την κατάσταση της κοινωνίας, μένει έκθετος στις δικές του δυνάμεις, μένει έκθετος στις δικές του ιδιότητες. Αυτές οι ιδιότητες, όμως, οι δυνατότητες, είναι κτιστές, έχουν όρια, έχουν θάνατο μέσα τους. Η απουσία του Θεού γεμίζει τον άνθρωπο με ψέμα, με θάνατο, με αμαρτία. Με μια παραίτηση στα περιορισμένα όρια. Αυτός είναι ο ρεαλισμός της ύπαρξής μας, αυτός είναι ο ρεαλισμός της κατάστασής μας.

Η εμπειρική γνώση του Θεού


«Θεολόγος ἐστίν ὁ τόν Θεόν ἐκ Θεοῦ, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί εἰς δόξαν Θεοῦ λέγων»

Η γνώση του Θεού: Η ησυχαστική θεολογία ως εμπειρική γνώση του Τριαδικού Θεού

Η γνώση των ανθρώπων σε θέματα της κτιστής πραγματικότητας είναι αποκλειστικά υπόθεση νοησιαρχικής διαδικασίας. Όμως κάνοντας λόγο συγκεκριμένα για την κατεξοχήν θεολογία ως χαρισματική λειτουργία, δηλαδή ως Αληθειο-λογία και όχι ως ακαδημαϊκή σπουδή, η οποία πολλάκις εκτροχιάζεται και περιπλανάται σε ειδυλλιακές ουτοπίες, τα πράγματα δεν ακολουθούν αυτή τη φόρμουλα. Καθετί δηλαδή που αναφέρεται στη θεία πραγματικότητα αν δεν ταυτίζεται με την αποκάλυψη του Χριστού δεν αποτελεί θεολογία. Η Αλήθεια ως ενυπόστατη στον Λόγο, δεν αποτελεί μετρήσιμο μέγεθος και επομένως δεν αποτελεί αντικείμενο γνώσης κατά τη μέθοδο της θύραθεν γνωσιολογίας, η οποία ισχύει για όλα τα επιστητά και νοητά πράγματα. Ο απ. Παύλος με την φράση, «νν δ γνντες Θεν, μλλον δ γνωσθντες π Θεο», αυτό ακριβώς θέλει να τονίσει. Πως ο Θεός, ακόμη και στην διαδικασία που ο άνθρωπος τον αναζητεί να τον ψηλαφήσει ώστε να τον γνωρίσει, δεν παύει να είναι το δρών και το κατεξοχήν Υποκείμενο. Κατά την βιβλική άποψη, πρώτα ο άνθρωπος γινώσκεται υπό του Θεού, αποκαλυπτομένου εν Χριστώ, και ακολούθως ο πιστός διά της καταφάσεώς του γνωρίζει το Θεό. Άλλωστε ο απ. Παύλος κινούμενος στο ίδιο πλαίσιο και θέλοντας να εκφράσει την άμεση εξάρτηση της γνώσης ως εμπειρίας, με την αγάπη προς τον Θεό γράφει «ε δ τις γαπ τν Θεν, οτος γνωσται π᾿ ατο».
Η εμπειρική γνώση του Θεού - Επί ασπαλάθων
Μεταπτωτικά αυτή η θέα του Θεού δεν είναι δεδομένη και ούτε φυσικά απροϋπόθετη…

Υπάρχει μια απέραντη απόσταση μεταξύ Θεού και δημιουργίας, κι αυτή είναι απόσταση φύσεων.

«Πάντα πέχει Θεο, ο τόπ λλ φύσει»  κατά τον μέγα δογματολόγο Ιωάννη Δαμασκηνό. Κι όμως, παρά τη χαώδη αυτή οντολογική ετερότητα του ανθρώπου εν σχέσει με το άκτιστο, είναι εφικτή η γνώση του Θεού (θεολογική γνωσιολογία), η οποία όμως νοείται πάντοτε στο πλαίσιο της κατ΄ενέργειαν σχέσης του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό. Επομένως, μεταπτωτικά αυτή η «θέα του Θεού» δεν είναι δεδομένη και ούτε φυσικά απροϋπόθετη, όπως κατά κανόνα ισχύει γύρω μας στην κτιστή πραγματικότητα, αλλά τουναντίον, στη φράση «μακριοι ο καθαρο τ καρδίᾳ, τι ατο τν Θεν ψονται», τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση από τον ίδιο τον Χριστό η καθαρότητα της καρδιάς, νοουμένης πάντοτε ως του όλου ανθρώπου.

Ο μεταπτωτικός άνθρωπος όμως, έρμαιο των αισθήσεων και του φαινόμενου κόσμου, έχει ανάγκη οντολογικής απελευθέρωσης, ως αποδέσμευσης από τα πάθη.

Η ελευθερία αυτή δεν είναι άπιαστο και απατηλό όνειρο αλλά αντίθετα δύναται να γίνει βιούμενη πραγματικότητα. «Γνσεσθε τν λθειαν, κα λθεια λευθερσει μς»  διδάσκει ο Χριστός. Η τήρηση των εντολών του Θεού αυτό ακριβώς δηλώνει.  Ακολουθώντας ο άνθρωπος τη βούληση του Θεού, δηλαδή αλλάζοντας και ζώντας εν Χριστώ με την εν γένει μυστηριακή ζωή, μέσω της αυτοπαράδοσής του στον ίδιο το Χριστό, ελευθερώνεται πραγματικά και οντολογικά από τον υλώδη και κοσμικό τρόπο ζωής και αντιλήψεως. Βέβαια ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ θα μας πει, ότι «ο κτιστός άνθρωπος, δεν μπορεί μόνο με τις φυσικές του δυνάμεις να ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Η επιδίωξή του αυτή θα παρέμενε απραγματοποίητη αν δεν συνεργούσε η θεία Χάρη, η οποία άλλωστε είναι και το ζητούμενο». Η ορθόδοξη θεώρηση της συνεργίας για τη σωτηρία, έγκειται ακριβώς στην αυτογνωσία του ανθρώπου ότι αδυνατεί να την πετύχει μόνος του, ως ταπεινή ομολογία των πεπερασμένων δυνατοτήτων της. Με τη συνεργία ο άνθρωπος όχι μόνο δεν αυτονομείται, αλλά πρακτικώς βιώνει το «ἐν Χριστῷ» είναι του και δεν επαναλαμβάνει πλέον στη ζωή του το προπατορικό αμάρτημα.
Για να συνδέσουμε όλα τα ανωτέρω, θα πρέπει να τονίσουμε πως η γνώση του Θεού είναι γνώση υπαρξιακή και περιλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν αποτελεί καθαρό γνωσιολογικό πρόβλημα, αλλά είναι οντολογική αλλοίωση, μετοχή στην αγαθή και ζωοποιό θεία ενέργεια. Αυτή η ενέργεια όμως, δεν παύει να είναι ο ίδιος ο Θεός, αφού παρότι σαφώς διαφέρει και διακρίνεται από τη θεία ουσία, εν τούτοις δεν διασπάται από αυτήν.

Ανωνύμου μοναχού: Περί της νοεράς, καρδιακής και νηπτικής προσευχής



Όταν αγαπητέ, θέλεις να προσευχηθείς νοερώς από το βάθος του εαυτού σου, μιμήσου στην καρδιακή ευχή την φωνή του τζίτζικα. Ο τζίτζικας όταν λαλεί, φωνάζει κατά δύο τρόπους. Διότι πρώτα φωνάζει πέντε -δέκα φορές με σιγανή και διακεκομμένη  φωνή και ύστερα, στο τέλος της φωνής, τελειώνει με δυνατότερο τόνο και με τραβηχτή και μουσικότερη φωνή. 

Το λοιπόν και εσύ, αγαπητέ, όταν προσεύχεσαι νοερώς μέσα στην καρδιά σου, έτσι να προσεύχεσαι· πρώτα να λέγεις το "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με" καμμιά δεκαριά φορές δυνατά από την καρδιά σουκαι καθαρά με τον νου σου και από το βάθος του εαυτού σου, σε κάθε αναπνοή μία ευχή, και σε κάθε ευχή να κρατάς την αναπνοή σου· και αφού πεις καμμιά δεκαριά φορές ή και περισσότερες με αυτόν τον τρόπο την ευχή μέχρι που να ζεσταθεί μέσα σου εκεί που μελετήθηκε η ευχή, τότε λέγε αυτήν την ευχή με δυνατότερο τόνο του εαυτού σου και περισσότερη βία της καρδιάς σου, όπως τελειώνει και ο τζίτζικας την μελωδία του με δυνατότερο τόνο της φωνής του και με μουσικότερη φωνή. 

Αυτή η ευχή, που λέγεται κυρίως Νοερά προσευχή, λέγεται ακόμη και Καρδιακή προσευχή και Νηπτική προσευχή. Και όταν την λέγεις νοερώς και την μελετάς μυστικώς μέσα σου με εσωτερική φωνή και με ησυχία, τότε λέγεται αυτή η ευχή "Νοερά Προσευχή". 

Όταν λέγεις αυτήν την ευχή από την καρδιά σου, από το βάθος της καρδιάς σου, με δυνατό τόνο της καρδιάς σου, με εσωτερική βία του εαυτού σου, τοτε λέγεται αυτή η ευχή "Καρδιακή ευχή". "Νηπτική" λέγεται, όταν με την προσευχή σου αυτήν ή και από την άπειρη αγαθότητα του Θεού κατοικεί η Χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ψυχή σου και αγγίζει την καρδιά σου ή και σου δείχνει κάποια θεωρία, στην οποία νήφει και προσέχει ο οφθαλμός της διανοίας σου. 

Έτσι όταν καλλιεργείς αυτήν την νοερά προσευχή και την μελετάς με ευλάβεια και όπως ταιριάζει  σ' αυτήν, τότε φαίνεται το όνομα του Χριστού τόσο παρηγορητικό κια γλυκύ στην διάνοιά σου και στην ψυχή σου, ώστε δεν το χορταίνεις ποτέ μνημονεύοντάς το. 

Όταν καλλιεργείς την καρδιακή ευχή, δηλαδή όταν την επιτύχει η καρδιά και αγγίξει η Χάρη του Θεού την καρδιά σου, από την οποία Χάρη του Θεού συλλαμβάνει η καρδιά σου την κατάνυξη, όπως συνέλαβε η Κυρία Θεοτόκος τον Λόγο του Θεού από το Άγιο Πνεύμα, τότε φαίνεται στην καρδιά σου το όνομα του Ιησού και Θεού και όλη η Αγία Γραφή μία άρρητη γλυκύτητα, και κάθε πνευματικό νόημα της γίνεται ένας γλυκόρροος ποταμός της θεϊκής κατανύξεως, που την γλυκαίνει και την θερμαίνει θαυμασίως με τον έρωτα και την αγάπη του δημιουργού της Θεού. 

Nηπτική λύσις στο πρόβλημα της κατανοήσεως και της μεταφράσεως των Λειτουργικών Κειμένων


[el]image1 (35)

Ερμηνευτική προσέγγιση της παραβολής του σπορέως σε κυριακάτικο κήρυγμα
Η παραβολή του σπορέως που ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο, η τόσο γνωστή, αλλά και τόσο άγνωστη, είναι, σε ένα πρώτο κοίταγμα πολύ εύληπτη και πολύ κατανοητή. Τόσο κατανοητή και γνωστή στο πλήρωμα του λαού της Εκκλησίας μας, που θα ερωτούσε κανείς «τι άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις θα μπορούσε να κάνει κάποιος ,παρά να μιλήσει για τα γνωστά»;
Κι όμως με το ίδιο αυτό κείμενο με αυτά τα λόγια του Χριστού μας ανοίγεται ένα πολύ μεγάλο θέμα, το οποίο αφορά τον κάθε Χριστιανό και είναι το πώς κατανοούνται μέσα στην Εκκλησία τα λειτουργικά κείμενα. Πως μπορούμε να ζήσουμε τα κείμενα; Πολλοί λένε ότι «δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται στα τελούμενα μέσα στην εκκλησία».
Το κείμενο αυτό του σημερινού Ευαγγελίου με απλό και θεολογικό τρόπο δίνει απάντηση στο πως θα μπορούμε να κατανοούμε τα κείμενα αυτά. Η απάντησις που δίνει εδώ ο Χριστός όταν του λένε οι μαθητές του «τι σημαίνει αυτή η παραβολή;» είναι στο πρώτο άκουσμά της προβληματική. Τους λέει «Σε σας έχει δοθεί να ακούτε τα μυστήρια του Θεού. Οι άλλοι θα τα ακούνε σε παραβολές». Δηλαδή, το μυστήριο είναι τόσο εύκολο να κατανοηθεί; Ενώ η παραβολή που είναι μια απλή διήγησις είναι δύσκολη; Μάλιστα, όπως φαίνεται μέσα στο κείμενο ο Χριστός προβάλλει και μια πρόσθετη δυσκολία όταν λέγει ότι «σε αυτούς μιλώ με παραβολές για να φαίνεται ότι βλέπουν και για να φαίνεται ότι ακούν, ενώ δεν ακούν». Αλλά, γιατί να υπάρχει αυτή η δυσκολία;
Πέρα απ’ όλη αυτή την δυσκολία όμως αυτή η παραβολή του σπορέως με τα ίδια τα λόγια του Χριστού ανοίγει ένα πολύ μεγάλο θέμα. Το θέμα της κατανοήσεως των λόγων της Εκκλησίας. Δίνει όμως και το κλειδί του ξεκλειδώματος αυτού του «γρίφου» θα έλεγα που αφορά πολλές φορές τον λαό μας και που έχει ταλαιπωρήσει την Εκκλησία με τις προσπάθειες μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων των ακολουθιών, κ.λ.π. ,οι οποίες έχουν δημιουργήσει πολυποίκιλες μορφές διαταράξεως της ισορροπίας της Εκκλησίας.

Ποιοί είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας; Από Dogma

αν είσαι και παπάς

Ποιούς ονομάζουμε Πατέρες της Εκκλησίας; Είναι αλάθητοι οι πατέρες της Εκκλησίας; Ποιό είναι το πατερικό έργο; Και ποιοί είναι οι ερημίτες Πατέρες;

Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας ή, εν συντομία, απλώς Πατέρες της Εκκλησίας, ονομάζουμε τους χριστιανούς ιερείς όλων των βαθμίδων.
Πατέρες της Εκκλησίας βέβαια, ονομάζουμε και μερικούς που δεν ήταν ιερείς, οι οποίοι αναγνωρίστηκαν ως πνευματικοί διδάσκαλοι και αναδείχθηκαν ως συγγραφείς διατυπώνοντας, οριοθετώντας και υπερασπιζόμενοι το χριστιανικό δόγμα2.
Κατά το δυτικό σχολαστικισμό, δηλαδή τη φιλοσοφική θεολογία που αναπτύχθηκε στη δυτική Ευρώπη μετά το Σχίσμα του 1054 και έφτασε στην ακμή της κατά το μεσαίωνα, η πατερική εποχή σταματά στον 6ο αιώνα μ.Χ. για τη δυτική Εκκλησία (τελευταίος δυτικός Πατέρας ο άγιος Ισίδωρος Σεβίλλης) και στον 8ο αιώνα για την ανατολική (τελευταίος ανατολικός Πατέρας ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός). Η νεώτερη ιστορική και φιλολογική έρευνα, που αναπτύχθηκε στη δύση και υιοθέτησε τα κριτήρια του σχολαστικισμού, υιοθέτησε και αυτή την ιδέα και διαχωρίζει την «πατερική γραμματεία» (τα έργα των Πατέρων μέχρι τον 8ο αιώνα) από τη «βυζαντινή γραμματεία», δηλαδή τα έργα των Βυζαντινών συγγραφέων μετά τον 8ο αιώνα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία όμως θεωρεί ότι η θεολογία της είναι πάντα πατερική και μόνο στο βαθμό που συνεχίζει να είναι πατερική μπορεί να είναι επίσης έγκυρη και αληθής. Έτσι, διακρίνει φορείς του πατερικού της πνεύματος σε όλους τους χριστιανικούς αιώνες, από το 2ο (πρώτη μετά τους αποστόλους γενιά, άγιοι Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρπος Σμύρνης, Ιγνάτιος Αντιοχείας ο Θεοφόρος κ.ά.) μέχρι τους υστεροβυζαντινούς χρόνους (π.χ. άγιοι Γρηγόριος Παλαμάς, 14ος αι., Μάρκος Ευγενικός, 15ος αι.) αλλά και μετά το Βυζάντιο (άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, 18ος-19ος αι., οι Ρώσοι άγιοι του 19ου αι. Ιγνάτιος Μπραντσιανίνωφ και Θεοφάνης ο Έγκλειστος, Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ κ.ά.), ενώ και σήμερα διαφαίνονται έντονα αρκετοί αυθεντικοί φορείς του πατερικού πνεύματος της εκκλησιαστικής θεολογίας, κάποιοι από τους οποίους έχουν αναγνωριστεί επίσημα ως άγιοι [π.χ. οι άγιοι Νεκτάριος Πενταπόλεως, Λουκάς ο Ιατρός, Ιωάννης της Σαγκάης (Μαξίμοβιτς), Νικόλαος Αχρίδος (Βελιμίροβιτς) κ.ά.], ενώ άλλοι, αν και δεν έχουν αναγνωριστεί «επίσημα», με εκκλησιαστική «απόφαση» οποιουδήποτε είδους, αναγνωρίζονται στην πράξη ως τέτοιοι, όπως π.χ. οι άγιοι διδάσκαλοι Ιουστίνος Πόποβιτς, Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Φιλόθεος Ζερβάκος κ.ά.
Για την Εκκλησία, βέβαια, η διαφορά αυτή έγκειται όχι στην επίκληση «αγιοπνευματικού φωτισμού», δηλαδή «θρησκευτικής αυθεντίας», αλλά στην πραγματική ύπαρξη του υπερβατικού αυτού στοιχείου, αλλιώς (αν έχουμε και στις δυο περιπτώσεις οντολογικά και σωτηριολογικά συστήματα κατασκευασμένα με ανθρώπινες διανοητικές διεργασίες, που απλώς επικαλούνται, για λόγους κύρους, κάποια επαφή με το θεϊκό Επέκεινα) αντικειμενική διαφορά μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας ουσιαστικά δεν υπάρχει3.
Πατέρες και φιλοσοφία
Το πατερικό έργο δεν εξαντλείται στην οριοθέτηση του χριστιανικού δόγματος, αλλά και αναπτύσσεται σε πλήθος ζητημάτων, που αφορούν στη διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης, ιδίως της ψυχής, και τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, το συνάνθρωπο, τον κόσμο και το Θεό, δηλαδή στη θεραπεία των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος για κάθε άνθρωπο, για την ανθρωπότητα και για όλη την κτίση. Επίσης το πατερικό έργο βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τη φιλοσοφία και την επιστήμη της εποχής του (κάθε φορά). Κατά τούτο έχει νόημα η εξέταση των πατερικών συγγραμμάτων και από φιλοσοφικής απόψεως, καθώς αποτελούν ένα από τα πιο γόνιμα κεφάλαια της παγκόσμιας διανόησης. Δυστυχώς η επιστήμη της ιστορίας της φιλοσοφίας αγνοεί τη συμβολή τους, αν και σήμερα, μετά τις προσπάθειες Ελλήνων ερευνητών (όπως ο Κ. Δ. Γεωργούλης, ο Βασίλειος Τατάκης, ο επίσκοπος Περγάμου π. Ιωάννης Ζηζιούλας, ο Χρήστος Γιανναράς, ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος κ.ά.), η συμβολή τους αρχίζει να βγαίνει στο φως.
«Ένας ορθόδοξος νους στέκεται στο σημείο όπου συναντιούνται όλοι οι δρόμοι. Κοιτά προσεκτικά κάθε δρόμο και, από τη μοναδική του πλεονεκτική θέση, παρατηρεί τις συνθήκες, τους κινδύνους, τις χρήσεις και τον τελικό προορισμό κάθε δρόμου. Εξετάζει κάθε δρόμο από την πατερική σκοπιά, καθώς οι προσωπικές του πεποιθήσεις έρχονται σε πραγματική, όχι υποθετική, επαφή με την περιβάλλουσα κουλτούρα» (Ιβάν Κιρεγιέφσκι, ορθόδοξος Ρώσος συγγραφέας, παράθεμα από το βιβλίο «Η ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος» του π. Σεραφείμ Ρόουζ).
Οι Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας έχουν στο οπλοστάσιό τους ολόκληρη την ελληνική φιλοσοφία, άλλωστε είναι οι ίδιοι και φιλόσοφοι. Μόνο που εκείνοι δεν ενδιαφέρεται να «ερμηνεύσουν τον κόσμο» ή να περιγράψουν τους φυσικούς νόμους και τη λειτουργία τους –φευ για τη σύγχρονη υλιστική μας επιστήμη– αλλά για τη θέωση, που τη θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη γνώση του κόσμου, δηλαδή σχέση με τον κόσμο.
Σημειωτέον ότι η Εξαήμερος του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου π.χ. και το Περί κατασκευής του ανθρώπουτου αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που συνεχίζει την Εξαήμερον, συνοψίζουν επίσης την επιστημονική γνώση της εποχής. Ιδίως ο άγ. Γρηγόριος επιστρατεύει φυσιολογία, ιατρική, ψυχολογία, κάνει λόγο περί ονείρων κ.τ.λ. Και ερμηνεύουν ορθολογικότατα, απορρίπτοντας την αστρολογία και τις λοιπές ανορθόλογες μορφές θρησκευτικότητας.
Οι Πατέρες είναι αλάθητοι;
Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, αν και άγιοι, δεν θεωρούνται αλάθητοι. Όμως εφαρμόζεται σ’ αυτούς ο λόγος του Κυρίου «ευλογημένοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό» (Ματθ. 5, 8), γίνονται «διδακτοί Θεού» (Ιω. 6, 45), γι’ αυτό η γνώμη τους είναι πιο έγκυρη από ενός οποιουδήποτε «επιστήμονα» θεολόγου (τη δική μου π.χ.), που δεν είναι καθαρός στην καρδιά. Τέτοιος έγκυρος ερμηνευτής –άγιος– μπορεί να είναι κι ένας ταπεινός και αγράμματος άνθρωπος (άντρας ή γυναίκα, ή και παιδί), αν η καρδιά του είναι αρκετά καθαρή. Το «μέγα μυστήριο της ευσεβείας» (Α΄ Τιμ. 3, 16) κατανοείται με την κάθαρση της καρδιάς, όχι με τη λογική (καρδιά δεν είναι ο χώρος των συναισθημάτων, αλλά ο τόπος όπου εγκαθίσταται το Άγιο Πνεύμα, αν είναι καθαρή, ή το κακό πνεύμα –μη γένοιτο– αν είναι γεμάτη πάθη, βλ. προς Γαλάτας 4, 6, Λουκ. 22, 3).
Μερικοί Πατέρες, μέσα στο σύνολο των σπουδαίων συγγραμμάτων τους, υποστήριξαν και κάποιες διδασκαλίες που, κατά την ορθόδοξη θεολογία, είναι λάθος. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο άγιος Αυγουστίνος, όμως υπάρχουν και άλλα παραδείγματα, όπως οι Σύριοι άγιοι Πατέρες Αφραάτης και Ισαάκ, που υποστήριξαν ότι η κόλαση θα είναι προσωρινή (επειδή την εξέλαβαν ως τιμωρία από το Θεό και γνώριζαν ότι ο Θεός της αγάπης δε μπορεί να τιμωρεί κάποιους αιώνια) κ.ά. Έτσι οι άγιοι Πατέρες καλό είναι να διαβάζονται στα πλαίσια της συνολικής διδασκαλίας της Εκκλησίας και να μην απολυτοποιούνται οι απόψεις ενός ή δύο απ’ αυτούς. Κάτι το δεχόμαστε ως σωστό, όταν υποστηρίζεται από το σύνολο των αγίων της Εκκλησίας, έστω κι αν ένας δυο Πατέρες συμβεί να έχουν άλλη άποψη [ανάλυση του προβλήματος αυτού βλ. και στο βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ (ενός, ας τολμήσω να πω, Αμερικανού σύγχρονου Πατέρα της Εκκλησίας) Η ψυχή μετά το θάνατο – Οι μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως της Ορθόδοξης διδασκαλίας, εκδ. Μυριόβιβλος].
Μερικοί Πατέρες
Μπορούμε να αναφέρουμε πρόχειρα και από μνήμης μερικούς από τους εκατοντάδες Πατέρες της Εκκλησίας:
Αποστολικοί Πατέρες 1ου αι. (Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Πολύκαρπος Σμύρνης),
Απολογητές (2ος αι.): άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς, Αθηναγόρας ο Αθηναίος φιλόσοφος, Κοδράτος επίσκοπος Αθηνών, Θεόφιλος Αντιοχείας κ.ά.
Επόμενοι Πατέρες: 2ος αι. Ειρηναίος της Λυών, 3ος αι. Διονύσιος Ρώμης, Διονύσιος Αλεξανδρείας, Κυπριανός Καρχηδόνας κ.ά., 4ος αι. Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Αμβρόσιος Μιλάνου, Μαρτίνος της Τουρ, 4ος-5ος αι. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κ.π.ά., 5ος αι. Ιερός Αυγουστίνος, Κύριλλος Αλεξανδρείας, 6ος αι. «Διονύσιος Αρεοπαγίτης», Λεόντιος ο Βυζάντιος, 7ος αι. Μάξιμος Ομολογητής, Ισαάκ ο Σύρος (συριακά), 8ος αι. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Βονιφάτιος της Γερμανίας, 9ος αι. Θεόδωρος ο Στουδίτης, Μ. Φώτιος … 15ος αι. Γρηγόριος Παλαμάς, 16ος αι. Μάρκος Ευγενικός κ.ά.
Ιδιαίτερες ομάδες Πατέρων
Μια ιδιαίτερη ομάδα Πατέρων της Εκκλησίας είναι εκείνοι που δεν άφησαν συγγράμματα, αλλά συνέβαλαν στη διατύπωση της ορθόδοξης θεολογίας με τη συμμετοχή τους σε τοπικές και, κυρίως, οικουμενικές συνόδους, όπως οι μεγάλοι άγιοι της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου Σπυρίδων και Νικόλαος. Γενικά οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων τιμώνται συλλήβδην ως άγιοι, αφού όχι με βάση πολιτικά συμφέροντα και αυτοκρατορικές οδηγίες, αλλά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (που δέχτηκαν στην καθαρή καρδιά τους) διατύπωσαν τους όρους και τις διδασκαλίες των Συνόδων.
Υπάρχουν επίσης οι Νηπτικοί Πατέρες (δηλαδή δάσκαλοι της νήψης, της ορθόδοξης «ασκητικής επιστήμης» –αν και όλοι οι Πατέρες είναι και νηπτικοί): Μακάριος ο Αιγύπτιος (4ος αι.), Κασσιανός ο Ρωμαίος, Βενέδικτος της Νουρσίας, Διάδοχος της Φωτικής, Ιωάννης ο Σιναΐτης (Κλίμαξ, 6ος αι.), Συμεών Νέος Θεολόγος (10ος-11ος αι.), Γρηγόριος ο Σιναΐτης, Νικήτας Στηθάτος (11ος αι.), Νικόλαος Καβάσιλας, Νικηφόρος ο Μονάζων κ.λ.π. (βλ. τη μνημειώδη συλλογή Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, που συνέταξαν κατά την Τουρκοκρατία οι άγιοι Πατέρες Μακάριος Νοταράς και Νικόδημος ο Αγιορείτης και μετέφρασε στα ρώσικα ο Ρώσος Πατέρας άγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ).
Μια άλλη ιδιαίτερη ομάδα Πατέρων της Εκκλησίας είναι οι Υμνογράφοι Πατέρες: π.χ. οι άγιοι Ρωμανός ο Μελωδός (Χαιρετισμοί της Παναγίας κ.ά., κυρίως κοντάκια), Εφραίμ ο Σύρος (στα συριακά), Ανδρέας Κρήτης («Μέγας Κανών» κ.ά.), Ιω. Δαμασκηνός (κανόνας της νύχτας του Πάσχα κ.ά.), Κοσμάς ο Μελωδός (κανόνας των Χριστουγέννων κ.ά.), Ιωσήφ Υμνογράφος (αμέτρητοι κανόνες), Θεοφάνης και Θεόδωρος οι Γραπτοί (λέγονται έτσι γιατί τους σημάδεψαν το μέτωπο με πυρωμένο σίδερο κατά την Εικονομαχία), Θεόδωρος Στουδίτης, Κασσιανή η Υμνογράφος («Τροπάριο της Κασιανής» [δηλ. δοξαστικό Μ. Τρίτης], μέρος κανόνα Μ. Παρασκευής κ.ά.) κ.π.ά. Σύγχρονος υμνογράφος Πατέρας ήταν ο Αγιορείτης όσιος γέροντας Γεράσιμος από τη Μικρά Αγία Άννα (=Μικραγιαννανίτης).
Υπάρχουν επίσης οι Πατέρες της Ερήμου, που είναι ερημίτες και μοναχοί. Κάποιους τους έχουμε ήδη αναφέρει. Ας δούμε και μερικούς ακόμη. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι ήταν απλοί μοναχοί, χωρίς κανένα εκκλησιαστικό «αξίωμα», ούτε καν ιερείς. Επίσης πολλοί δεν άφησαν γραπτά κείμενα, αλλά η προφορική διδασκαλία τους –καθώς και ο βίος τους, που ήταν ίσως πιο σημαντικός κι από τα λόγια τους– καταγράφτηκε από άλλους Πατέρες σε συλλογικά έργα όπως το Λαυσαϊκόν του αγίου Παλλαδίου Ελενουπόλεως, το Λειμωνάριον του αγίου Ιωάννου Μόσχου, τα Αποφθέγματα Πατέρων κ.λ.π.
Αρχαίοι: Αντώνιος ο μέγας («καθηγητής της ερήμου»), Παχώμιος ο μέγας, Σισώης ο μέγας, Ποιμήν ο μέγας, Αρσένιος ο μέγας, Παμφούτιος, Νείλος, Δανιήλ της Σκήτης, Πιτηρούμ, Ζωσιμάς, Ιωάννης ο Πέρσης, Αμμώνιος, Ιωάννης ο Κολοβός, Θεόδωρος της Φέρμης, Αβραάμ ο Ίβηρας, Μωυσής ο Αιθίοπας «ο από ληστών» (πρώην ληστής), Σαρματάς, Παμβώ, Βιαρέ, Ονούφριος ο Αιγύπτιος, Πίωρ, Απφύ, Μάρκος ο Αθηναίος, Θεοδόσιος Κοινοβιάρχης κ.π.ά.
Νεότεροι: Ρώσοι: Σέργιος του Ραντονέζ, Σεραφείμ του Σάρωφ («βρες την ειρήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα ειρηνεύσουν μαζί σου»), Αγαπητός ο Ιαματικός, Αλέξανδρος του Σβιρ, Κύριλλος της Λευκής Λίμνης, Νικόδημος της Λίμνης Κόζα, Ιωάννης ο Πολύαθλος, Ιώβ του Ποτσάεφ, Νείλος Σόρσκυ, οι Γέροντες της Όπτινα (Ανατόλιος, Ιωσήφ, Αμβρόσιος, Μωυσής, Βαρσανούφιος, Νεκτάριος κ.ά.), Σεραφείμ της Βίριτσα κ.π.ά. (βλ. γι’ αυτούς έργα όπως το Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου, η Θηβαΐδα του Βορρά κ.ά.), Άγιο Όρος: Σιλουανός και παπά Τύχων (Ρώσοι), Παΐσιος, Άνθιμος Αγιαννίτης, Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Ιωσήφ Ησυχαστής ή Σπηλαιώτης, Εφραίμ Κατουνακιώτης κ.ά., Δράμα: Γεώργιος Καρσλίδης, Κρήτη: Ευμένιος και Παρθένιος Κουδουμά (Ηράκλειο), Ιωακειμάκι Κουδουμά (από Ρούπες Μυλοποτάμου), Γεννάδιος Ρεθύμνης, Ευμένιος Ρουστίκων κ.π.ά., Ρουμανία: Κλεόπας Ελίε, Αρσένιος Μπόκας, Παΐσιος Ολάρου, Ιωάννης του Χοζεβά, Ενώχ ο Απλός (Άγιο Όρος) κ.λ.π.