Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Η Ορθόδοξη νηπτική θεολογία της Εκκλησίας ως μέθοδος θεραπείας Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ναυπάκτου & Αγίου Βλασσίου Ιερόθεου Βλάχου




Αναδημοσίευση από: www.parembasis.gr

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τμήμα της εισηγήσεως του Σεβ. Μητροπολίτου μας στο Διεθνές Συνέδριο της Αλιάρτου με θέμα “Ορθόδοξη Θεολογία και Ψυχοθεραπεία – συγκλίσεις και αποκλίσεις”, στο οποίο είχε γίνει αναφορά σχετικά στο τεύχος 92 της εφημερίδας  Εκκλησιαστική Παρέμβαση.

1. Ορθόδοξη νήψη και ησυχία

2. Τα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας

3. Μερικά ενδεικτικά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας

4. Ενας σύγχρονος θεραπευμένος άνθρωπος

5. Η ορθόδοξη θεολογία σε σχέση με την υπαρξιακή ψυχολογία του Frankl και την σύγχρονη νευρολογία και ψυχιατρική





Το κεντρικό θέμα του παρόντος Διεθνούς Συνεδρίου “Ορθόδοξη θεολογία και ψυχοθεραπεία· συγκλίσεις και αποκλίσεις” είναι τεράστιο και οπωσδήποτε δεν μπορεί να καλυφθή από την δική μου ολιγόλεπτη εισήγηση. Εκείνο που πρέπει να επισημάνω εισαγωγικά είναι ότι, η σύγκλιση μπορεί να θεωρηθή κυρίως ως προς την μέθοδο, δηλαδή ως προς την υπέρβαση της μηχανιστικής ιατρικής, που δημιούργησε πολλά προβλήματα στον δυτικό κόσμο, ενώ οι αποκλίσεις ευρίσκονται στην ανθρωπολογία, την σωτηριολογία, καθώς επίσης και στην πνευματική εντελέχεια, για να χρησιμοποιήσω μια αριστοτελική ορολογία, ή καλύτερα την λεγομένη υποστατική αρχή, όπως θα έλεγε ο αείμνηστος Γεροντας Σωφρόνιος, καθώς επίσης και στην ενέργεια της θείας Χάριτος, όπως και στην παρέμβαση των σατανικών δυνάμεων.



Επεξηγώντας την εισαγωγική αυτή παρατήρηση, θα ήθελα να σημειώσω ότι πριν από δύο σχεδόν δεκαετίες εξέδωσα ένα βιβλίο με τίτλο “Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία” και υπότιτλο “πατερική θεραπευτική αγωγή”, το οποίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα σε οκτώ εκδόσεις και μεταφράστηκε στην αγγλική και σε άλλες γλώσσες. Με το ίδιο περιεχόμενο εξεδόθησαν και άλλα τρία βιβλία. Στα βιβλία αυτά εκτίθεται η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την θεραπεία του ανθρώπου.



Ο όρος “ορθόδοξη ψυχοθεραπεία” δεν παραπέμπει σε σύγχρονες ψυχοθεραπευτικές σχολές –άλλωστε δεν γίνεται μνεία των σχολών αυτών– αλλά περιγράφει την νηπτική - ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας για την θεραπεία του ανθρώπου, πέρα από μεταφυσικές και στοχαστικές αναλύσεις. Η χρησιμοποίηση ενός συγχρόνου όρου, όταν “φορτίζεται” με ορθόδοξο - πατερικό περιεχόμενο, θεωρώ ότι δεν δημιουργεί συγχύσεις. Άλλωστε, αυτό το έργο έκαναν και οι Πατέρες της Εκκλησίας σε σχέση με τους όρους που παρέλαβαν από την φιλοσοφία της εποχής τους και τους οποίους όρους “απεφόρτισαν” από το φιλοσοφικό - μεταφυσικό τους περιεχόμενο, και “φόρτισαν” με θεολογικό περιεχόμενο. Αυτό φαίνεται καθαρά, όπως θα δούμε και πιο κάτω, στην διαίρεση της ψυχής κατά τον Πλάτωνα. Οι Πατέρες δέχθηκαν την πλατωνική διαίρεση της ψυχής σε λογιστικό, επιθυμητικό και θυμικό, χωρίς όμως να δεχθούν την μεταφυσική του Πλάτωνος. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήση τους Πατέρες της Εκκλησίας γι' αυτό το ουσιαστικό και σημαντικό έργο τους.



Όμως στον περιορισμένο χρόνο που έχω στην διάθεσή μου, θα ήθελα να αναπτύξω μια πτυχή του θέματος που έχει ανακοινωθή στο πρόγραμμα και είναι “Η ορθόδοξη νηπτική θεολογία ως μέθοδος θεραπείας”. Κυρίως, θα επικεντρώσω την προσοχή μου σε πέντε επί μέρους σημεία που είναι καθοριστικά του όλου θέματος, ήτοι: πρώτον, ορθόδοξη νήψη και ησυχία, δεύτερον τα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας, τρίτον μερικά ενδεικτικά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, τέταρτον ένας σύγχρονος θεραπευμένος άνθρωπος και πέμπτον η ορθόδοξη θεολογία σε σχέση με την υπαρξιακή ψυχολογία του Frankl και την σύγχρονη νευρολογία και ψυχιατρική.




1. Ορθόδοξη νήψη και ησυχία



Όταν κάνουμε λόγο για νηπτική θεολογία δεν εννοούμε ότι είναι κάτι διαφορετικό από την θεολογία της Εκκλησίας, ωσάν να υφίσταται διάκριση μεταξύ κοινωνικής και νηπτικής θεολογίας. Κυρίως εννοούμε την μέθοδο την οποία έχει η Εκκλησία προκειμένου κάποιος να αποκτήση την αποκάλυψη του Θεού, που είναι η πραγματική θεολογία.



Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, αληθινή θεολογία είναι η θεοπτία, η όραση του Θεού, γι' αυτό και κατά τον άγιο, η θεολογία είναι υπόθεση των “εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον”. Και στην συνέχεια γράφει ότι βιώνουμε την θεωρία και γινόμαστε θεολόγοι “ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις”. Αυτό σημαίνει ότι της πραγματικής θεολογίας, που είναι όραση της θέας της ακτίστου δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, δηλαδή η μεταμόρφωση όλων των ψυχικών δυνάμεων, ώστε να πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Η απαραίτητη προϋπόθεση για την γνώση του Θεού είναι η νήψη και η νοερά ησυχία.



Μιλώντας για την ορθόδοξη νήψη εννοούμε την εγρήγορση και την ετοιμότητα του ανθρώπου να κρατά τον νου του καθαρό από διαφόρους λογισμούς και εικόνες που νεκρώνουν την εσωτερική του ελευθερία και καθαρότητα και τον αποσπούν από την κοινωνία με τον Θεό που συνιστά την γνώση του Θεού. Η νήψη αυτή χαρακτηρίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας και ιερά ησυχία. Επειδή υπάρχει ολόκληρο κίνημα ησυχαστικό, γι' αυτό και θα χρησιμοποιήσω περισσότερο την λέξη ησυχία.



Έτσι, λοιπόν, ησυχία εννοούμε κυρίως την μέθοδο εκείνη που χρησιμοποίησαν όλοι οι θεούμενοι για να ενωθούν με τον Θεό και να υπερβούν τον θάνατο, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα υπαρξιακά, αλλά και βιολογικά προβλήματα του ανθρώπου. Θα αναφέρω μερικά χωρία Πατέρων της Εκκλησίας, από τον τεράστιο πλούτο της πατερικής μας παραδόσεως.



Ο Αββάς Βαρσανούφιος, δίνοντας τον ορισμό της ησυχίας λέγει: “Η ησυχία τι εστιν; αλλ' το συστείλαί τινα την καρδίαν αυτού από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας και των λοιπών ενεργειών...”. Πρόκειται για μια προσπάθεια, να μη περιπλέκεται ο άνθρωπος στα εκτός αυτού και, κυρίως, στο λεπτό πάθος της ανθρωπαρέσκειας που είναι η υποδούλωσή του στην γνώμη του κόσμου. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη “ησυχία εστιν απόθεσις νοημάτων των ουκ εκ του πνεύματος θειοτέρων, έως καιρού, ίνα μη προσέχων τούτοις ως καλοίς, το μείζον απολέσης”. Εδώ δεν πρόκειται για απόθεση όλων των νοημάτων, αλλά για απόθεση των νοημάτων που δεν προέρχονται από το Πανάγιο Πνεύμα, και μάλιστα αυτό πρέπει να γίνεται για ένα χρονικό σημείο. Κατά τον όσιο Θαλάσσιο, ησυχία είναι η ασφάλιση των αισθήσεων. Γράφει: “Ασφάλισαι τας αισθήσεις τω τρόπω της ησυχίας και δίκασον τους λογισμούς εφεστώτας τη καρδία”.



Επομένως, η ησυχία είναι μια ολόκληρη επιστήμη των λογισμών, της καρδίας, των αισθήσεων που βοηθά τον άνθρωπο να μη παραμένη αχαλίνωτος και υποδουλωμένος στον κόσμο των αισθήσεων και των νοητών προκειμένου να επιτύχη τον στόχο του.



Αυτή η μέθοδος θεραπείας του ανθρώπου, η οποία στην πραγματικότητα είναι η μεταμόρφωση όλων των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων και η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, γίνεται με την υπακοή, που είναι μια πράξη αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του, δεν έχει απλώς τον χαρακτήρα της “παθητικής υποκλίσεως”, όπως γίνεται στην αρχή, αλλά είναι μία “ενεργητική κίνησις του ανθρωπίνου πνεύματος αγομένου υπό της εντολής του Χριστού” είναι μια υποστατική κοινωνία, γιατί προϋποθέτει την έξοδο από την φιλαυτία και την προσπάθεια να εισέλθη μέσα στην υπόσταση του άλλου, καθώς επίσης να εισαγάγη την υπόσταση του άλλου μέσα στην δική του υπόσταση. Επίσης, αυτό γίνεται και με την προσευχή, που είναι έκφραση της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό και τους ανθρώπους.



Το καταπληκτικό βιβλίο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, που τιτλοφορείται “Κλίμαξ”, παρουσιάζει όλη αυτήν την μέθοδο θεραπείας του ανθρώπου, η οποία αρχίζει με την αποταγή ακόμη και του “πλούτου” της διανοίας, συνεχίζεται με την υπακοή σε πνευματικό πατέρα –γνώστη των μυστηρίων του πνεύματος– προχωρεί στην ολοκληρωτική μετάνοια, στον αγώνα εναντίον των παθών και του διαβόλου, στην απόκτηση της διακρίσεως μεταξύ ακτίστων και κτιστών ενεργειών και τέλος φθάνει στην βίωση της θεολογικής αρετής της αγάπης.



Επίσης ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συνέλεξε και εξέδωσε την τελική μορφή της “Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών” στην οποία υπάρχουν πολλά κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας στα οποία, όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος στον υπότιτλο του έργου αυτού, φαίνεται πως “δια της κατά πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται”. Οπότε, φαίνεται ότι θεραπεία του ανθρώπου είναι πώς θα θεραπευθή ο νους του ανθρώπου –που είναι διάφορος από την λογική– δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της τελειώσεως, που επιτυγχάνεται με την πράξη, που είναι η μετάνοια, και την θεωρία που είναι η θέα της δόξης του Θεού.



Ο ίδιος δε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης περιέγραψε τα βασικά αυτά σημεία της ησυχαστικής - νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας στο περίφημο βιβλίο του “Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής των πέντε αισθήσεων”. Μπορεί να σημειωθή ότι η απομάκρυνση και παραθεώρηση όλης αυτής της διδασκαλίας που περιλαμβάνεται στο βιβλίο αυτό, και που είναι η πεμπτουσία της νηπτικής ησυχαστικής παραδόσεως, συνιστά μια εκκοσμικευμένη “θεολογία”.



Την διδασκαλία περί της ησυχαστικής - νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας κατέγραψα, με όση δύναμη διέθετα, σε τέσσερα βιβλία τα οποία έχουν κυκλοφορήσει σε επανειλημμένες εκδόσεις. Χρησιμοποίησα τον όρο ψυχοθεραπεία με την αρχαία και εκκλησιαστική έννοια του όρου, ως θεραπεία της ψυχής. Άλλωστε για να μη γίνη καμιά σύγχυση με την ουμανιστική ψυχοθεραπεία προσέθεσα το επίθετο ορθόδοξη, δηλαδή “Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία”, και υπότιτλο “πατερική θεραπευτική αγωγή”, το δε περιεχόμενο των βιβλίων αυτών δείχνει την όλη διαφορά της ορθοδόξου μεθόδου θεραπείας από κάθε άλλη θεραπεία, δυτικού και ανατολικού τύπου.



Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας εργασίας είναι μεγάλα, διότι δημιουργεί καρδιακή ειρήνη, ελευθερία υπαρξιακή, διάκριση, γνώση μυστηρίων του Θεού κλπ. Η ησυχία νεκρώνει τις εξωτερικές αισθήσεις, αναπτύσσει τις εσωτερικές καρδιακές αισθήσεις και καθαρίζει όλη την εσωτερική καρδιακή ευαισθησία. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος θα γράψη: “η ησυχία τας αισθήσεις τας έξω νεκροί, και τας έσω κινήσεις εγείρει. Η δε έξω αναστροφή τα εναντία τούτων πράττει, ήγουν τας έξω αισθήσεις εγείρει και τας έσω κινήσεις νεκροί”. Ο άγιος Νικήτας ο Στηθάτος παρουσιάζει όλα τα αποτελέσματα μιας τέτοιας νοεράς ησυχίας. Γράφει: “Ησυχία εστι νοός κατάστασις ανενόχλητος, γαλήνη ελευθερίας και αγαλλιωμένης ψυχής, καρδίας εν Θεώ βάσις ατάραχος και ακύμαντος, θεωρία φωτός, γνώσις Θεού μυστηρίων, λόγος σοφίας εκ καθαράς διανοίας, άβυσσος νοημάτων Θεού, αρπαγή νοός, ομιλία Θεού, ακοίμητος οφθαλμός, προσευχή νοερά, άπονος εν πόνοις μεγάλοις ανάπαυσις· και τέλος, ένωσις μετά Θεού και συνάφεια”. Με την ησυχία ο άνθρωπος καθαρίζεται από τα πάθη, γνωρίζει την πνευματική του ασθένεια και ακόμη γνωρίζει τα πανουργεύματα των δαιμόνων. Γράφει ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός: “η ησυχία μείζων πάντων εστιν και χωρίς ταύτης ου δυνάμεθα καθαρθήναι και γινώσκειν την ασθένειαν ημών και τα των δαιμόνων πανουργεύματα.”



Η ησυχία, όπως με σύντομο τρόπο την περιγράψαμε, δείχνει ότι πρόκειται για μια μέθοδο θεραπείας και γνώσεως του Θεού. Είναι μια μέθοδος που έζησαν και ακολούθησαν όλοι οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, οι Απόστολοι, οι μάρτυρες και ομολογητές, οι όσιοι ασκητές. Είναι η πεμπτουσία του Ευαγγελίου και της εκκλησιαστικής ζωής. Αυτήν έζησαν και εκθείασαν όλοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, Γρηγόριος Θεολόγος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Μάξιμος Ομολογητής, Γρηγόριος Παλαμάς κλπ. Όλοι οι Χριστιανοί καλούνται να ζήσουν αυτήν την ζωή, είτε ολοκληρωτικά είτε κατά μέρος. Άλλωστε, αυτή είναι η βάση όλων των ευαγγελικών και αποστολικών προσταγμάτων. Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός θα πη: “Παντες οι άνθρωποι χρήζομεν της τοιαύτης σχολής, είτε εκ μέρους, είτε ολοκλήρως, και εκτός ταύτης αδύνατον εις γνώσιν πνευματικήν και ταπεινοφροσύνην ελθείν τινα...”



Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο οποίος συνόψισε όλη την διδασκαλία περί του ησυχασμού σε ομιλία του στα Εισόδια της Παναγίας, παρουσιάζει την Παναγία ως τύπο αληθινού ησυχαστού. Στην ομιλία αυτή δίδει και τον ορισμό περί ησυχίας, την οποία χαρακτηρίζει ως “ησυχίαν, την νου και κόσμου στάσιν, την λήθην των κάτω, την μύστιν των άνω, την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν”. Και στην συνέχεια, γράφει ότι η ιερά αυτή ησυχία είναι “μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής”. Αυτό είναι σημαντικό γιατί εκφράζει όλο το πνεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, σύμφωνα με το οποίο η ιερά ησυχία, όπως την καθορίζουν οι άγιοι Πατέρες είναι απόδειξη μιας υγιούς ψυχής.



Ζώντας δε σε μια κοινωνία στην οποία υπάρχει μια πολυδιάσπαση της προσωπικότητος του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος άλλα σκέπτεται, άλλα επιθυμεί, άλλα πράττει, στην οποία κοινωνία πράγματι επικρατεί μια ηχορύπανση και εικονορύπανση που υποδουλώνει τον όλο άνθρωπο στην λογική, τις αισθήσεις, τις προκλήσεις των έξω και χάνει την ελευθερία του, καταλαβαίνουμε πολύ καλά την αξία της θεραπευτικής μεθόδου που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία και η οποία λέγεται νοερά ησυχία.




2. Τα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας



Βέβαια, όταν κάνουμε λόγο για ορθόδοξη ησυχία, εννοείται ότι αυτή διαφέρει σαφώς από μια ουμανιστική ησυχία, μια ησυχία που κινείται μέσα σε ινδουϊστικά και βουδιστικά πρότυπα. Πρόκειται για μια ησυχία που κινείται μέσα στα βασικά πλαίσια του εκκλησιαστικού πνεύματος. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, είναι ανάγκη να καθορισθούν τα βασικά πλαίσια της ορθοδόξου ησυχαστικής και νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας που την διακρίνει από κάθε άλλη παράδοση, δυτικού ή ανατολικού τύπου.



Το πρώτο είναι ότι ο άνθρωπος είναι θετικό δημιούργημα του Θεού, αποτελείται από ψυχή και σώμα και είναι περίληψη όλης της δημιουργίας. Αποτελείται από νοερό και αισθητό και μέσα του υπάρχει η εντελέχεια, δηλαδή μια αρχή που οδηγείται προς το τέλος. Αυτό λέγεται και υποστατική αρχή (Γέροντας Σωφρόνιος). Είναι το κατ' εικόνα και το καθ' ομοίωση. Το παρουσιάζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον ορισμό περί του ανθρώπου· ο άνθρωπος είναι: “ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον, και πέρας του μυστηρίου, τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον”.



Το δεύτερο είναι ότι, ο άνθρωπος είναι πρόσωπο-υπόσταση, και αυτό δεν αναφέρεται μόνον στην ψυχή, αλλά στην όλη ύπαρξη του ανθρώπου, αφού υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος. Και πέρα από τα δύο αυτά στοιχεία, συγχρόνως στον προπτωτικό άνθρωπο υπήρχε και το Πνεύμα, η Χάρη του Τριαδικού Θεού. Στην ορθόδοξη διδασκαλία δεν παραδεχόμαστε την θεωρία της μεταφυσικής του Πλάτωνος, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος.



Στον προπτωτικό άνθρωπο, ο νους ελάμβανε την θεία Χάρη και αυτή διαπορθμευόταν στο σώμα του και από εκεί ακτινοβολούσε σε όλη την κτίση. Όμως με την πτώση του άλλαξαν τα πράγματα. Η ψυχή απομυζά το σώμα και δημιουργούνται η φιλαυτία και τα ψυχικά πάθη. Το σώμα απομυζά την κτίση και δημιουργούνται τα σωματικά πάθη και ακολουθεί το οικολογικό πρόβλημα. Η έκφραση αυτή των παθών δημιουργεί και τα κοινωνικά προβλήματα.



Επομένως, χρειάζεται να γίνη θεραπεία. Να αλλάξουν τα δεδομένα, να αλλάξη η σειρά, ήτοι το σώμα να υποταχθή στην ψυχή και η ψυχή να εμπνέεται από την Χάρη του Θεού.



Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: “όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοί εισιν υιοί Θεού. ου γαρ ελάβετε Πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν· αββά ο πατήρ. αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού” (Ρωμ. η΄ 14-16). Το χωρίο αυτό του αποστόλου Παύλου είναι πάρα πολύ σημαντικό για την Ορθόδοξη Παράδοση. Εδώ σαφώς λέγεται ότι εκείνος που λαμβάνει το Άγιον Πνεύμα στην καρδιά του άγεται υπό του πνεύματος του Θεού, αποβάλλει το πνεύμα της δουλείας στον φόβο, λαμβάνει το χάρισμα της υιοθεσίας –δηλαδή γίνεται υιός, κατά Χάριν, του Θεού. Έκφραση δε αυτής της υιοθεσίας είναι το ότι ενεργείται η προσευχή μέσα στην καρδιά και το ότι το Άγιον Πνεύμα δίδει την επιβεβαίωση ότι είναι τέκνον Θεού. Οπότε η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά επιβεβαιώνεται εμπειρικά, υπάρχουν αποδείξεις γι' αυτό το γεγονός.



Το τρίτο είναι το μεγάλο πρόβλημα του θανάτου. Μετά την αμαρτία, που είναι η παρά φύση κίνηση των δυνάμεων της ψυχής και η διακοπή των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, εισήλθε ο θάνατος μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, πρώτα ο πνευματικός, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος “πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού” (Ρωμ. γ', 23) και ύστερα ο σωματικός. Και επειδή ο θάνατος είναι και σωματικός, σημαίνει ότι, όπως ανακάλυψε και η σύγχρονη επιστήμη, στο D.N.A. υπάρχουν τα γονίδια των ασθενειών και της γήρανσης. Ο θάνατος επομένως είναι μια ασθένεια και μάλιστα βιολογική.



Αυτό δημιουργεί πόνο, φόβο, ανασφάλεια, φιλαυτία, αυτοσυντήρηση. Ως αποτέλεσμα είναι το ότι ο άνθρωπος ζητά κατοχύρωση στα χρήματα, τα κτήματα, την εξουσία, την φιληδονία. Ο έρωτας εκλαμβάνεται όχι μόνον ως σωματική ικανοποίηση και ως βίωση της ηδονής, αλλά ως επιβίωση της ύπαρξης. Αυτό έχει σχέση με τα πάθη που αναπτύσσονται στον μεταπτωτικό άνθρωπο. Το δε βασικό πάθος είναι η φιλαυτία, η οποία κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή χαρακτηρίζεται ως η άλογος του σώματος φιλία. Από την φιλαυτία προέρχονται άλλα τρία πάθη ήτοι η φιληδονία, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία.



Η θεραπεία αυτών των τριών βασικών παθών επιτυγχάνεται με την υπακοή, την παρθενία και την ακτημοσύνη. Τηρουμένων των αναλογιών μπορούν και οι έγγαμοι να ζήσουν τις τρεις αυτές ευαγγελικές αρετές.



Το τέταρτο σημείο είναι ότι, κάνοντας λόγο για την θεραπεία των παθών, πρέπει να δούμε και την τριμερή διαίρεση της ψυχής, κατά την Ορθόδοξη Παράδοση. Ο Πλάτων δίδασκε την τριμερή διαίρεση της ψυχής σε λογιστικό, επιθυμητικό και θυμικό. Οι Πατέρες προσέλαβαν αυτόν τον χωρισμό, χωρίς όμως να τον εντάξουν μέσα στην φιλοσοφική - μεταφυσική προοπτική του Πλάτωνος. Σύμφωνα με τους αγίους Πατέρας, οι τρεις αυτές ενέργειες είναι φυσικές δυνάμεις της ψυχής και πρέπει να πορεύωνται κατά φύση και υπέρ φύση. Όμως με την αμαρτία απέκτησαν την παρά φύση κίνησή τους. Επομένως πρέπει να επανέλθουν πάλι στην κατά φύση κίνηση.



Στην Αγία Γραφή διατυπώνεται η προτροπή: “αγαπήσης Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου” (Μάρκ. ιβ', 30). Αυτή η εντολή αναφέρεται στο τριμερές της ψυχής και την πορεία τους προς τον Θεό.



Στον μεταπτωτικό άνθρωπο υπάρχει μια διάσπαση, αφού άλλο σκέπτεται, άλλο επιθυμεί και άλλο πράττει. Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να γίνη ενοποίηση της ύπαρξής του, και βέβαια, ενοποίηση της ψυχής με το σώμα, όπως λειτουργούσαν προ της πτώσεως. Αυτό δεν μπορεί να γίνη παρά μόνον με τον Χριστό. Έτσι θα νικηθή και ο θάνατος. Γι' αυτό ο Χριστός προσέλαβε το θνητό και παθητό, νίκησε τον θάνατο και ανέστησε το σώμα και έγινε το φάρμακο της αθανασίας.



Η θεραπεία του ανθρώπου είναι η πορεία του από την ιδιοτελή στην ανιδιοτελή αγάπη. Οι τρεις δυνάμεις της ψυχής πρέπει να αποκτήσουν την κατά φύση και υπέρ φύση κίνηση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κάνει λόγο για το τρισσόν και το ενιαίο της ψυχής και πώς η ψυχή καθαρίζεται και προσφέρεται στον Θεό. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, κάνει λόγο για την φιλαυτία και ποια είναι τα πάθη κάθε δύναμης της ψυχής και ποιες είναι οι αντίστοιχες αρετές κάθε δύναμης της ψυχής. Το ίδιο διδάσκουν και άλλοι άγιοι Πατέρες, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.



Το πέμπτο σημείο είναι ότι, για την θεραπεία του ανθρώπου, κατά την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και την όλη θεραπευτική πράξη της Εκκλησίας, απαιτείται συνδυασμός μεταξύ μυστηρίων και ασκήσεως. Η άσκηση ως εφαρμογή των εντολών του Χριστού προηγείται των μυστηρίων και ακολουθεί τα μυστήρια. Συγκεκριμένα, το Βάπτισμα, είναι κάθαρση του κατ' εικόνα και ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία· είναι γέννηση. Το Χρίσμα, είναι η κίνηση-φωτισμός του νου, που εκδηλώνεται με την προσευχή και γι' αυτό στην λατινική γλώσσα χαρακτηρίζεται confirmatio-επιβεβαίωση, δηλαδή επιβεβαίωση ότι ο βαπτισθείς είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Η θεία Ευχαριστία είναι ζωή, γιατί ο βαπτισθείς κοινωνεί του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.



Η εν Χριστώ άσκηση, συνίσταται στην διέλευση του ανθρώπου από τους βαθμούς της πνευματικής ζωής, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Κάθαρση, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, είναι η υπέρβαση της ηδονής και της οδύνης, φωτισμός είναι η υπέρβαση της λήθης και της άγνοιας και θέωση είναι η απαλλαγή και από την φαντασία. Τον συντονισμό μεταξύ μυστηρίων και ασκήσεως τον κάνει ο θεούμενος Πνευματικός Πατέρας.



Στην αρχαία Εκκλησία όπως υπήρχε ιδιαίτερη τάξη κατηχουμένων, έτσι υπήρχε και ιδιαίτερη τάξη μετανοούντων, οι οποίοι χωρίζονταν στους προσκλαίοντες, τους προσπίπτοντες, τους συνιστάμενους και τους κοινωνούντες. Το βλέπουμε στους κανόνες του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και άλλων Πατέρων.



Απ' όλα τα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά ότι η θεραπεία του ανθρώπου επιτυγχάνεται στην Εκκλησία, η οποία είναι μια ιδιαίτερη εκκλησιαστική κοινότητα - οικογένεια. Δεν πρόκειται για έναν ιδεολογοποιημένο χώρο, αλλά μια πνευματική οικογένεια, στην οποία υπάρχουν πατέρες, αδελφοί, κοινωνία αγγέλων και ανθρώπων, επικρατεί κοινοτική ζωή με τα μυστήρια και την κοινή λατρεία. Η προσωπική ζωή συνδέεται με την κοινοτική ζωή, οπότε δεν μπορούν να καλλιεργηθούν ατομοκεντρικές απόψεις θεραπείας και σωτηρίας.



Το έκτο σημείο είναι ότι, κάθε αμαρτία δεν είναι ένα εξωτερικό γεγονός, αλλά έχει θεολογική υποδομή και συνδέεται με την πτώση του ανθρώπου. Μια αμαρτία, π.χ. ο φόνος, ή η κατάκριση, έχει μεγάλο βάθος. Φανερώνει όλη αυτήν την ασθένεια που υπάρχει στο τριμερές της ψυχής, και την αποδιοργάνωση μεταξύ ψυχής, σώματος και Πνεύματος Αγίου. Για παράδειγμα, ο φόνος δείχνει ότι ο νους είναι σκοτεινός, η επιθυμία είναι ασθενής και το θυμικό είναι άρρωστο. Δεν υπάρχει προσευχή, εγκράτεια και αγάπη. Οπότε, η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται με αυτήν την αίσθηση της μετανοίας που είναι πράγματι ώρα έλευσης της Χάριτος του Θεού.



Το έβδομο σημείο είναι ότι, η μετάνοια δεν αποβλέπει απλώς στην επαναφορά του ανθρώπου στην κατάσταση που βρισκόταν ο Αδάμ. Γιατί ο Αδάμ μετά την δημιουργία βρισκόταν σε νηπιακή κατάσταση και έπρεπε να ολοκληρωθή. Γι' αυτό κάνουμε λόγο για φωτισμό, που είχε ο Αδάμ, αλλά και θέωση ψυχής και σώματος, την οποία έφερε στον κόσμο ο Χριστός. Η μετάνοια έχει εσχατολογική προοπτική.



Ο άγιος Μάξιμος χρησιμοποιεί το παράδειγμα του αρχιτέκτονος, ο οποίος σχεδιάζει το σπίτι όπως το φαντάζεται ότι θα είναι στο μέλλον. Αυτό κάνει και ο Χριστιανός. Το μέλλον καθορίζει το παρόν και αυτό καθορίζει την ζωή του. “Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει” (Φιλιπ. γ', 20). “Τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός εστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος, τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γής” (Κολ. γ', 1-2). Τα όσα θα κάνη ο Θεός κατά την Δευτέρα Του Παρουσία θα είναι μεγαλύτερα και λαμπρότερα από εκείνα που έκανε στο παρελθόν.



Άλλωστε αυτό το έσχατο πραγματοποιήθηκε στην ιστορία. Το έσχατο είναι αυτός ο Ίδιος ο Χριστός, το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου που σαρκώθηκε και ως μαγνήτης τραβάει όσα έχουν ελκτικότητα.



Γενικά, πρέπει να πούμε ότι, στην ορθόδοξη ψυχοθεραπεία συνδέονται στενά η ανθρωπολογία, η χριστολογία, η εκκλησιολογία, η εσχατολογία. Αυτά είναι τα πραγματικά πλαίσια θεραπείας και σωτηρίας. Η θεραπεία ταυτίζεται με την σωτηρία, την εν-Χρίστωση, την θέωση.




3. Μερικά ενδεικτικά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας



Οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν λάβει την αποκαλυπτική παράδοση, ήταν συνεχιστές των Αποστόλων με την αναστάσιμη εμπειρία και την αποστολή τους από τον Ίδιο τον Χριστό και επομένως κινούνται μέσα στην ίδια προοπτική των Προφητών και των Αποστόλων. Κυρίως, εκείνο που πρέπει να σημειωθή στο σημείο αυτό είναι ότι, οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο γνώσεως και κοινωνίας με τον Θεό.



Επειδή δεν είναι δυνατόν να εκθέσουμε πολλά κείμενα των αγίων Πατέρων, αναγκαστικά θα περιορισθούμε σε μερικά από αυτά, που είναι όντως χαρακτηριστικά και εκφραστικά της όλης πατερικής σκέψεως και ζωής στο θέμα που μας απασχολεί. Κυρίως, θα αναφερθούμε στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.



Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, με το καταπληκτικό και καθοριστικό για την ορθόδοξη θεολογία και πνευματικότητα βιβλίο του “Εις τον βίον του Μωϋσέως”, εκθέτει την πορεία του ισραηλιτικού λαού αλλά και κάθε Χριστιανού από την γη της δουλείας στην γη της ελευθερίας, κυρίως όμως παρουσιάζει με τρόπο θεολογικό και αυθεντικό, εντεταγμένος μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας, τον Μωϋσή ως πρότυπο ακριβούς θεολόγου και αυθεντικού ποιμένος της Εκκλησίας, αλλά και του κάθε πιστού. Στην πραγματικότητα, στο βιβλίο αυτό εκτίθεται όλη η μέθοδος της Εκκλησίας που λέγεται νηπτική - ησυχαστική και συνίσταται στην κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νου και την θέωση του ανθρώπου.



Επανειλημμένως, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, κάνει λόγο για τον αιγυπτιώδη βίο που πρέπει να απαρνηθούμε και να νεκρώσουμε. Η απελευθέρωση αυτή γίνεται με επανειλημμένες καθάρσεις, που επιτυγχάνονται με τους πειρασμούς και τις θαυματουργικές επεμβάσεις του Θεού. Βεβαίως, αναγκαία στην πορεία αυτή είναι η παρουσία του θεόπτου οδηγού, θεολόγου, που θα διακρίνη μεταξύ πλάνης και αληθείας και θα υποδεικνύη τον αληθινό δρόμο προς την γη της ελευθερίας, που είναι η κοινωνία και η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.



Αναλύοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης το μυστήριο της θεοφανείας που γνώρισε ο Μωϋσής στην βάτο, αλλά και την είσοδο του Μωϋσέως στον γνόφο, κάνει λόγο για την κάθαρση του ανθρώπου από όλα εκείνα που φέρνουν οι αισθήσεις και η λογική, για την απαλλαγή του ανθρώπου από τους δερμάτινους χιτώνες, που είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ζώων, και την είσοδο στον γνόφο της αγνωσίας που είναι ο φωτισμός του νου και η θέα του Θεού. Μόνον όταν ο Μωϋσής καθάρισε την ακοή της ψυχής του άκουσε τον ήχο, δηλαδή την γνώση της θείας ενεργείας, που προέρχεται από την θεωρία των όντων και στην συνέχεια εισήλθε στον γνόφο, όπου βρίσκεται ο Θεός.



Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο μεγάλος αυτός ησυχαστής Πατέρας, που ανέδειξε με ενάργεια την βαθύτερη θεολογία του ησυχασμού, τον οποίο εξασκούσαν μερικοί μοναχοί στην εποχή του, με εκπληκτικό τρόπο στα κείμενά του, παρουσίασε τον τρόπο με τον οποίο θεραπεύεται ο άνθρωπος και αποκτά την γνώση του Θεού. Εντεταγμένος οργανικά μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση σε όλα τα έργα του, ανάλογα με το τι ήθελε κάθε φορά να υπογραμμίση, τόνισε την σημασία που έχει για την σωτηρία του ανθρώπου ο συνδυασμός μεταξύ των μυστηρίων της Εκκλησίας και της ορθοδόξου ασκήσεως. Επειδή στις ημέρες του αμφισβητείτο η ασκητική ησυχαστική μέθοδος, γι' αυτό έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο θέμα αυτό, και φανέρωσε με ενάργεια ότι, η γνώση και η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, που επιτυγχάνεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας, προϋποθέτουν απαραίτητα την μέθοδο της ησυχαστικής - νηπτικής παραδόσεως.



Είναι χαρακτηριστική μια ομιλία που έκανε στα Εισόδια της Θεοτόκου, στην οποία ομιλία παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο θεραπεύθηκε η Παναγία στα άγια των αγίων, απέκτησε κοινωνία με τον Θεό δια της “καθ' ησυχίαν αγωγής” και έφθασε στο σημείο να γίνη η μητέρα του Λόγου του Θεού.



Στην αρχή της ομιλίας του κάνει λόγο για το τι είναι η ορθόδοξη ησυχία. Ορίζοντας την ησυχία λέγει ότι, αυτή είναι η εγκατάλειψη “παν ό,τι των αισθητών μετά της αισθήσεως”, η υπέρβαση των “λογισμών και συλλογισμών και γνώσεως πάσης και της διανοίας αυτής”, η εν συνεχεία απόκτηση της κατ' αίσθηση νοεράς ενέργειας και κατόπιν η βίωση της άγνοιας, που είναι υπερτέρα της ανθρωπίνης γνώσεως. Αυτή, βέβαια, η άγνοια είναι η θετική γνώση του Θεού, αλλά λέγεται άγνοια, γιατί διαφέρει σαφώς από την ανθρώπινη γνώση.



Έχοντας ο ίδιος αυτήν την υπαρξιακή γνώση, αναλύει διεξοδικώς ότι, στον άνθρωπο που είναι περίληψη όλου του κόσμου ενώθηκε ο νους και η αίσθηση. Μεταξύ δε του νοός και της αισθήσεως υπάρχει η φαντασία, η δόξα και η διάνοια. Όμως η φαντασία, η δόξα και η διάνοια, συνδέονται στενώτατα με την αίσθηση, η οποία δεν μπορεί να φθάση στην γνώση του Θεού. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο πρέπει, ό,τι συνδέεται με την αίσθηση, δηλαδή η φαντασία, η δόξα και η διάνοια, να νεκρωθούν προς καιρόν, προκειμένου να ενεργοποιηθή ο νους, που είναι ο μόνος κατάλληλος για την απόκτηση της θεοκοινωνίας. Όταν ο νους ελευθερωθή από την φορά του προς τα κάτω, τότε “γίνεται και της κρείττονος και υψηλοτέρας ενεργείας”.



Αυτήν την μέθοδο θεραπείας για την γνώση του Θεού, όχι μόνον την έζησε η Παναγία, αλλά και όλοι οι άγιοι, και αυτός ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Μάλιστα, από τον τρόπο που την περιγράφει, δείχνει καθαρά ότι είχε προσωπική γνώση και εμπειρία αυτής της μεθόδου θεραπείας.



Αλλά και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα κείμενά του αναφέρεται διεξοδικά στην μέθοδο αυτή, που συνίσταται, όπως την χαρακτηρίζει, στην πρακτική φιλοσοφία “υπέρβαση ηδονής και οδύνης”, την φυσική θεωρία “υπέρβαση της λήθης και της άγνοιας” και την μυστική θεολογία “αποβολή και αυτής της φαντασίας των αισθητών πραγμάτων”.



Είναι χαρακτηριστικά τα κεφάλαια περί της αγάπης του αγίου Μαξίμου, που δείχνουν αυτήν την κατεύθυνση. Στα κεφάλαια αυτά κάνει λόγο για την αγάπη, που πρέπει να έχη ο άνθρωπος προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, αλλά ταυτόχρονα κάνει περισσότερο λόγο για το, πώς ο άνθρωπος θεραπεύεται εσωτερικά για να φθάση από την ιδιοτελή στην ανιδιοτελή αγάπη, από την φιλαυτία στην πραγματική φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Διότι όπου υπάρχει ιδιοτέλεια και φιλαυτία, δεν μπορεί να επικρατήση η πραγματική και ανιδιοτελής αγάπη.



Για παράδειγμα, σ ένα κείμενό του κάνει λόγο για την γνήσια αγάπη προς τον Θεό, που την συνδέει με την απερίσπαστη προσευχή. “Ο γνησίως τον Θεόν αγαπών, ούτος και απερισπάστως προσεύχεται”, πράγμα που σημαίνει ότι εκείνος που δεν προσεύχεται απερίσπαστα, δεν αγαπά γνησίως τον Θεό. Αλλά όμως δεν μπορεί να προσευχηθή κανείς απερίσπαστα, όταν έχη τον νου του προσηλωμένο σε κάτι επίγειο. Φυσικά εδώ δεν κάνει λόγο για την λογική, που είναι αναγκασμένη να σκέπτεται με τα στοιχεία του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά για τον νου που είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Στην συνέχεια αναφέρει ότι, όταν ο νους εγχρονίζη σε κάποιο αισθητό, τότε αναπτύσσεται το πάθος με αυτό, ήτοι η επιθυμία, η λύπη, η οργή, η μνησικακία. Τα πάθη υποδουλώνουν τον νου και τον κρατούν δέσμιο στα υλικά πράγματα. Στην απελευθέρωση από αυτά έχει μεγάλη σημασία όχι μόνον η πρακτική μέθοδος, αλλά και η θεωρητική εργασία, που είναι η προσευχή και η καθαρότητα του νοός. Δι' αυτής της μεθόδου ο νους ελευθερώνεται από την υποδούλωση στα αισθητά δια των παθών και αγαπά γνησίως τον Θεό και τους ανθρώπους.



Και τα τρία αυτά κείμενα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, ήτοι του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, υποδεικνύουν την μέθοδο θεραπείας όπως διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία, δια της οποίας ο άνθρωπος δεν ζη σ' ένα ιδεαλιστικό τόπο και τρόπο, αλλά απαλλάσσεται από την υποδούλωση στα αισθητά, ελευθερώνεται ψυχικά και σωματικά από την επίδραση του περιβάλλοντος, ελευθερώνεται από την δυναστεία των αισθήσεων και των αισθητών, οπότε βλέπει τους λόγους των όντων σε όλη την κτίση, χαίρεται την δημιουργία του Θεού, αγαπά γνήσια τον Θεό, τον άνθρωπο και την κτίση, οπότε είναι ο πιο φυσικός άνθρωπος, όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό και όπως αναδημιουργήθηκε από τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού, και κατ' αυτόν τον τρόπο ζη μια εσχατολογική ζωή.




4. Ενας σύγχρονος θεραπευμένος άνθρωπος



Η πατερική παράδοση δεν περατώθηκε σε μια χρονική περίοδο και επομένως έπαυσε να υπάρχη, αλλά εξακολουθή να είναι ζωντανή μέχρι τις ημέρες μας. Και αυτό είναι φυσικό, αφού υπάρχει η Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι το Σώμα του αναστάντος Χριστού, αφού λειτουργούν τα μυστήρια, εξαιρέτως δε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας που είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής και, βεβαίως, εξακολουθεί να υπάρχη ολόκληρη η νηπτική - ησυχαστική μέθοδος δια της οποίας ο άνθρωπος μετέχει των αγίων Μυστηρίων.



Ακριβώς, για τον λόγο αυτόν στην συνέχεια θα εντοπιστούν μερικά σημεία από τους λόγους και την ζωή ενός συγχρόνου θεραπευμένου ανθρώπου, που είναι όντως εκφραστής της Ορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως και ο οποίος έζησε την ησυχαστική μέθοδο της Εκκλησίας, όπως φαίνεται στην διδασκαλία του που τελευταία είδε το φως της δημοσιότητος. Πρόκειται για τον αείμνηστο π. Πορφύριο που πολλοί από μας τον είδαμε και τον ακούσαμε να μας απευθύνη “ρήματα ζωής αιωνίου”.



Κρίνεται απαραίτητο το κεφάλαιο αυτό, διότι έτσι θα παρουσιασθή η αλήθεια ότι η ορθόδοξη νηπτική παράδοση της Εκκλησίας μας έχει πράγματι θεραπευτικά αποτελέσματα και στην εποχή μας. Και είναι γνωστόν ότι από τα αποτελέσματα κρίνεται κάθε θεωρία. Ο Γέροντας Πορφύριος κινήθηκε μέσα σε μια διαχρονική εκκλησιαστική παράδοση, η οποία ανέδειξε Προφήτας, Αποστόλους, Μάρτυρας, Οσίους, Ασκητάς και γενικά Αγίους, οι οποίοι αποκατέστησαν τις σχέσεις τους με τον Θεό, τον εαυτό τους, τους συνανθρώπους τους και το περιβάλλον. Όλοι αυτοί οι άγιοι, ενωθέντες με τον Θεάνθρωπο Χριστό, βίωσαν στην ζωή τους την κατάσταση του Αδάμ προ της πτώσεως και την εσχατολογική ζωή των αναγεννημένων ανθρώπων, δηλαδή υπερέβησαν τον θάνατο στα όρια της προσωπικής τους ζωής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.



Στο βιβλίο “Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι” παρουσιάζονται απομαγνητοφωνημένα λόγια του αγίου Γέροντος, φαίνεται η εσωτερική του ελευθερία αλλά και η καθαρότατη αγάπη του που ήταν αποτέλεσμα καθάρσεως της καρδιάς του από τα πάθη, και του φωτισμού του νοός, αλλά ακόμη και της θεώσεώς του. Ακριβώς για το ότι απέκτησε αυτήν την εσωτερική ελευθερία, αλλά και την καθαρότατη αγάπη, προσήγγιζε τον Θεό, τον κόσμο και την κτίση με ένα αυθεντικό φυσικό τρόπο, που μας θυμίζει την ζωή του Αδάμ προ της παρακοής, αλλά και την ζωή των δικαίων στην εσχατολογική κατάσταση. Όλα αυτά, βέβαια, ξεκίνησαν από την μεταμόρφωση της υπάρξεώς του, από την προσευχή και την θέα του ακτίστου Φωτός, όπως το λέγει καθαρά σε πολλά σημεία των λόγων του. Θα δούμε μερικά στοιχεία από τον τρόπο με τον οποίο ομιλεί για τον Θεό, τους ανθρώπους και την κτίση.



Ο Γέροντας Πορφύριος έτρεφε μια καθαρή αγάπη προς τον Θεό, τον οποίο δεν έβλεπε μέσα σε συμφεροντολογικές εμπαθείς καταστάσεις, αλλά στην ανιδιοτελή αγάπη. Η στάση του προς τον Θεό ήταν θετική. Έλεγε: “η σχέση με τον Χριστό είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι λαχτάρα του θείου”. Ζούσε μέσα στο κέντρο της Αθήνας, στην Ομόνοια, με αυτήν την αγάπη του Θεού. “Άμα αγαπάεις, ζεις στην Ομόνοια και δεν ξέρεις ότι βρίσκεσαι στην Ομόνοια. Ούτε αυτοκίνητα βλέπεις, ούτε κόσμο βλέπεις, ούτε τίποτε. Είσαι μέσα σου με το πρόσωπο που αγαπάεις... Σκεφθείτε αυτό το πρόσωπο που αγαπάτε να είναι ο Χριστός”. “Όταν μπει ο Χριστός στην καρδιά, τα πάθη εξαφανίζονται. Δεν μπορείς ούτε να βρίσεις, ούτε να μισήσεις, ούτε να εκδικηθείς, ούτε, ούτε, ούτε, ούτε... Πού να βρεθούν τα μίση, οι αντιπάθειες, οι κατακρίσεις, οι εγωϊσμοί, τα άγχη, οι καταθλίψεις. Κυριαρχεί ο Χριστός”. Όλη την πνευματική ζωή του ανθρώπου την στηρίζει στο θετικό σημείο, στην αγάπη προς τον Χριστό και όχι απλώς στο αρνητικό. Λέγει: “Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να ασχολείσθε με τ' αγκάθια. Μην καταπιάνεστε με την εκδίωξη του κακού... Δεν γίνεστε άγιοι κυνηγώντας το κακό. Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σας σώσει”. “Όλη η δύναμή σας να στρέφεται στην αγάπη του Θεού, στη λατρεία Του, στην προσκόλληση σ' Αυτόν. Έτσι η απαλλαγή απ' το κακό και τις αδυναμίες θα γίνεται μυστικά, χωρίς να παίρνετε είδηση, χωρίς κόπο. Αυτήν την προσπάθεια κάνω κι εγώ. Βρήκα ότι είναι ο καλύτερος τρόπος αγιασμού, “αναίμακτος”. Καλύτερα, δηλαδή, να ρίχνομαι στην αγάπη, μελετώντας τους κανόνες, τα τροπάρια, τους ψαλμούς. Αυτή η μελέτη κι εντρύφηση, χωρίς να το καταλάβω, πηγαίνει το νου μου προς τον Χριστό και γλυκαίνει την καρδιά μου. Συγχρόνως εύχομαι, ανοίγοντας τα χέρια με λαχτάρα, με αγάπη, με χαρά και ο Κύριος με ανεβάζει στην αγάπη Του. Αυτός είναι ο σκοπός μας, να φτάσουμε εκεί. Τι λέτε, αυτός ο δρόμος δεν είναι “αναίμακτος”;.



Εδώ φαίνεται καθαρά πώς ο π. Πορφύριος με την αγάπη προς τον Θεό θεράπευε την ψυχή του, προσανατολίζοντάς την προς τον Θεό. Έτσι η αγάπη στον Θεό, η οποία μεταμορφώνει όλες τις ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου, είναι μια θεραπεία “αναίμακτος”.



Ακόμη ο Γέροντας πλησίαζε τους ανθρώπους με πνεύμα ελευθερίας, αλλά και αγάπης, αφού σε κάθε άνθρωπο έβλεπε την εικόνα του Θεού. Δεν τον ενδιέφερε η διαφορά του φύλου, αλλά το πρόσωπο του ανθρώπου ως κτισθέντος κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Θεού. Εκείνος που αγαπά τον Χριστό έχει μια ανοικτή καρδιά και αγαπά ό,τι αγαπά ο αγαπημένος, ο Χριστός. Και αυτή η αγάπη ήταν ανιδιοτελής, καθαρή αγάπη. Γράφει ο ίδιος για την περίπτωση αυτή: “Όλους τους αγαπούσα, για όλους πονούσα, όλα με συγκινούσαν. Αυτό μου το είχε δώσει η θεία χάρις. Έβλεπα τις νοσοκόμες με τις λευκές τους στολές, σα λευκοφορεμένους αγγέλους να κατεβαίνουν στην Εκκλησία και δάκρυζα που τις έβλεπα. Πολύ τις αγαπούσα τις αδελφές νοσοκόμες. Και σκεφτόμουν, όταν έβλεπα αδελφή με στολή, ότι είναι αδελφή του ελέους, είναι αδελφή της αγάπης, που πάει να λειτουργήσει στο ναό της αγάπης του Θεού, δηλαδή στο νοσοκομείο, να υπηρετήσει τους ασθενείς, τους αδελφούς. Ο άγγελος, ο λευκός άγγελος. Πόσα πράγματα αφήνουμε απαρατήρητα! Όταν πάλι έβλεπα μια μάνα να βυζαίνει το μωρό της, συγκινιόμουν. Όταν έβλεπα μια γυναίκα έγκυο, δάκρυζα. Έβλεπα τις δασκάλες που πήγαιναν τα παιδιά στην Εκκλησία και δάκρυζα για το έργο της αγάπης”.



Αισθανόταν τρυφερότητα και στους γυμνιστές. Γι' αυτό έλεγε: “Η αγάπη προς τον Χριστό δεν έχει όρια, το ίδιο και η αγάπη προς τον πλησίον. Να εκτείνεται παντού, στα πέρατα της γης. Παντού, σ όλους τους ανθρώπους. Εγώ ήθελα να πάω να ζήσω μαζί με τους χίπηδες στα Μάταλα χωρίς, βέβαια, αμαρτίες, για να τους δείξω την αγάπη του Χριστού, πόσο είναι μεγάλη και πώς μπορεί να τους αλλάξει, να τους μεταμορφώσει. Η αγάπη είναι πάνω απ' όλα”.



Με αυτήν την τρυφερότητα και την αγάπη εξομολογούσε τους ανθρώπους. Ο ίδιος διηγείται: “Άφηνα τον εξομολογούμενο να πη ό,τι ήθελε επί πολλή ώρα και στο τέλος έλεγα κι εγώ κάτι. Την ώρα που εκείνος έλεγε πολλά κι όχι μόνο προσωπικά του, εγώ "έβλεπα" τι ψυχή είναι αυτή. Απ' όλη του τη στάση καταλάβαινα την κατάστασή του και στο τέλος του έλεγα κάτι, για να τον ωφελήσω. Κι εκείνα ακόμη που δεν ήταν προσωπικά του, είχανε κι αυτά κάποια σχέση μ' εκείνον, με την ψυχική του υπόσταση. Κι όλοι μ' αγαπούσαν, επειδή δεν τους μιλούσα και λέγανε ελεύθερα ό,τι θέλανε. Κι αν ερχόταν και κανείς που δεν είχε σχέση με τη θρησκεία ή μου έλεγε κανένα παράπτωμα λίγο πιο σοβαρό, δεν του τόνιζα πολύ αυτό το πράγμα. Όταν κάνεις τον άνθρωπο να το αισθανθεί πολύ το παράπτωμα, του έρχεται μια αντίδραση, για να μην μπορεί να το κόψει μετά. Κι έλεγα στο τέλος της εξομολογήσεως κάτι σχετικό με το σοβαρό παράπτωμά του, για το οποίο κι αυτός είχε πείσει τον εαυτό του να το πει. Έτσι κι εγώ δεν αδιαφορούσα τελείως, αλλ' ούτε και το τόνιζα. Ανάλογα. Μπορεί και ν' αδιαφορούσα”.



Επί πλέον και την κτίση έβλεπε ως δημιούργημα του Θεού, αφού με την καθαρότητα που είχε και τον φωτισμό του νοός του έβλεπε μέσα στην κτίση, ακόμη και στα άγρια ζώα, τους λόγους των όντων. Υπάρχουν πολλοί λόγοι του Γέροντος Πορφυρίου, στους οποίους φαίνεται αυτή η αγάπη του προς την κτίση, το αηδονάκι από το οποίο διδασκόταν την ησυχία και την ταπείνωση, τα δενδράκια τα οποία πότιζε, τον αετό που προσπάθησε να εξημερώση με την προσευχή κλπ. Έλεγε ότι “προσευχή είναι να πλησιάζεις το κάθε πλάσμα του Θεού με αγάπη και να ζεις με όλα, και με τ' άγρια ακόμη, εν αρμονία. Αυτό επιθυμώ και προσπαθώ να το εφαρμόζω”.



Ήταν βασική σκέψη του Γέροντα, την οποία συναντούμε σε πολλούς λόγους του, ότι “για να γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει να γίνει ποιητής. "Χοντρές" ψυχές κοντά Του ο Χριστός δεν θέλει. Ο χριστιανός, έστω και μόνο όταν αγαπάει, είναι ποιητής, είναι μες στην ποίηση”. Στην συνέχεια λέγει: “Να εκμεταλλεύεσθε τις ωραίες στιγμές. Οι ωραίες στιγμές προδιαθέτουν την ψυχή σε προσευχή, την καθιστούν λεπτή, ευγενική, ποιητική. Ξυπνήστε το πρωί να δείτε το βασιλιά ήλιο να βγαίνει ολοπόρφυρος απ' το πέλαγος. Όταν σας ενθουσιάζει ένα ωραίο τοπίο, ένα εκκλησάκι, κάτι ωραίο, να μη μένετε εκεί, να πηγαίνετε πέραν αυτού, να προχωρείτε σε δοξολογία για όλα τα ωραία, για να ζείτε τον μόνον Ωραίον. Όλα είναι άγια, και η θάλασσα και το μπάνιο και το φαγητό. Όλα να τα χαίρεστε· όλα μας πλουτίζουν, όλα μας οδηγούν στην μεγάλη Αγάπη, όλα μας οδηγούν στον Χριστό”.



Η φύση είναι το μυστικό ευαγγέλιο γι' αυτόν που έχει την θεία Χάρη μέσα του: “Να ζείτε μέσα σε όλα, στη φύση, στα πάντα. Η φύση είναι το μυστικό Ευαγγέλιο. Όταν, όμως, δεν έχει κανείς εσωτερική χάρη, δεν τον ωφελεί η φύση. Η φύση μας ξυπνάει, αλλά δεν μπορεί να μας πάει στον Παράδεισο”. Με πόση τρυφερότητα μιλάει για το αηδονάκι που κελαδάει. “ Α, τι να σας πω! Αυτό το έζησα, όταν με επισκέφθηκε η θεία χάρις στο Άγιον Όρος. Θυμάμαι τ' αηδόνι να ξελαρυγγίζεται μες στα δέντρα με τα φτερά του κατά πίσω, για να έχει δύναμη. Πω, πω, πω! Να είχα ένα ποτηράκι με νερό, να του έδινα να πίνει κάθε τόσο, να ξεδιψάει... Γιατί να ξελαρυγγίζεται τ' αηδόνι, γιατί; Όμως κι αυτό το χαίρεται το κελάηδημά του, το αισθάνεται, γι' αυτό ξελαρυγγίζεται”.



Είναι καταπληκτικές οι συμβουλές του για τον πνευματικό αγώνα που κάνουν οι Χριστιανοί. Ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται “απλά, απαλά, χωρίς βία", να μην ασχολείται τόσο πολύ με τον διάβολο και τα πάθη, αλλά με την αγάπη του Χριστού, να μάθη να εξασκή την πνευματική εργασία “στα βάθη της ψυχής", η οποία πρέπει “να γίνεται μυστικά, να μη γίνεται αντιληπτή όχι μόνο απ' τους άλλους, αλλά ούτε κι από σας τους ίδιους”.



Εδινε μεγάλη σημασία στην ελευθερία του ανθρώπου, γιατί χωρίς αυτήν δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Λέγει: “ Ό,τι κάνεις αγγαρία και κλωτσάει η ψυχή σου μέσα σου, βλάπτεσαι. Το έχω πει πολλές φορές αυτό. Έχω δει και μοναχούς κι ανθρώπους κάθε ηλικίας να φεύγουν εντελώς απ' την Εκκλησία κι απ' τον Θεό, μην αντέχοντας την εσωτερική πίεση αλλά και την πίεση από άλλα πρόσωπα. Απ' την πίεση, όχι μόνον αντιδρά κανείς εναντίον της Εκκλησίας, αλλά δεν τη θέλει καν. Δεν τον επηρεάζει θετικά. Δεν καρπούται. Το κάνει, πιεστικά βέβαια, γιατί το είπε ο γέροντας, το είπε ο πνευματικός. Και λέει: "Τώρα πρέπει να πάω, παραδείγματος χάριν, στ' απόδειπνο". Ναι, όλα γίνονται, αλλ' όταν γίνονται τυπικά, βλάπτουν, δεν ωφελούν”.



Ακόμη και όταν ο άνθρωπος προσεύχεται, πρέπει να το κάνη ελεύθερα, και σε σχέση με τον Θεό. “Να μην εκβιάζουμε με τις προσευχές μας τον Θεό. Να μη ζητούμε απ' τον Θεό να μας απαλλάξει από κάτι, ασθένεια κλπ., ή να μας λύσει τα προβλήματά μας, αλλά να ζητούμε δύναμη και ενίσχυση από Εκείνον, για να τα υπομένουμε. Όπως Εκείνος κρούει με ευγένεια την πόρτα της ψυχής μας, έτσι κι εμείς να ζητούμε ευγενικά αυτό που επιθυμούμε κι αν ο Κύριος δεν απαντάει, να σταματάμε να το ζητούμε”.



Η προσευχή πρέπει να λέγεται με τρυφερότητα. “Αξία έχει να λες την ευχή με τρυφερότητα ψυχής, με αγάπη, με λαχτάρα, και τότε δεν θα σού φαίνεται κουραστική· όπως όταν λες, "μητέρα μου... πατέρα μου", και νιώθεις πλήρη ανάπαυση”.



Ήξερε καλά ο Γέροντας ότι η θρησκεία μπορεί να βλάψη τον άνθρωπο, όταν ο άνθρωπος δεν την αντιμετωπίζη καλά. Έλεγε: “Η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου. Είναι μέσα μας όλ' αυτά. Είναι απαίτηση της ψυχής μας η απόκτησή τους. Για πολλούς, όμως, η θρησκεία είναι ένας αγώνας, μια αγωνία κι ένα άγχος. Γι' αυτό πολλούς απ' τους "θρήσκους" τους θεωρούνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σε τι χάλια βρίσκονται. Κι έτσι είναι πράγματι. Γιατί αν δεν καταλάβει κανείς το βάθος της θρησκείας και δεν τη ζήσει, η θρησκεία καταντάει αρρώστια και μάλιστα φοβερή”.



Γενικά, ο Γέροντας Πορφύριος, θεραπευμένος από την Χάρη του Θεού διακατεχόταν από μια καρδιακή ευαισθησία ευρισκόμενος ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες ζωής και στις πιο ακραίες καταστάσεις του θνητού και παθητού ανθρωπίνου σώματος, των δερματίνων χιτώνων της φθοράς και της θνητότητος.



Πολλές φορές κάνει λόγο για την αξία του πόνου που είναι μια ψυχική δύναμη την οποία έβαλε ο Θεός, κάνει λόγο για την αγάπη, την χαρά, την προσευχή, την οποία όμως ψυχική δύναμη ο διάβολος την οδηγεί προς την κατάθλιψη και βασανίζει τον άνθρωπο. Διδάσκει δε ότι θα πρέπη αυτόν τον πόνο να τον μετατρέπη σε αγάπη, προς το καλό. Υπέροχες είναι οι παρατηρήσεις του, για το πώς θεραπεύεται η κατάθλιψη με το ενδιαφέρον για την κτίση, τα φυτά, τα λουλούδια, με την μουσική, που όλα αυτά επιδρούν ως φάρμακα, προπαντός όμως με την στροφή του ανθρώπου στην αγάπη του Χριστού.



Ακόμη έδινε σημασία στην αμαρτία που είναι μια ψυχική αρρώστια και η οποία μπερδεύει τον άνθρωπο. “Η αμαρτία κάνει τον άνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά. Το μπέρδεμα δεν φεύγει με τίποτε. Μόνο με το φως του Χριστού γίνεται το ξεμπέρδεμα”.



Ο Γέροντας Πορφύριος δεν ήταν ένας άνθρωπος απόκοσμος. Ζούσε μέσα στον κόσμο, στον οποίο και συνεχώς είχε επικοινωνία με τους ανθρώπους. Ήταν άνθρωπος φιλάσθενος και κατά καιρούς είχε πολλές ασθένειες που τον οδηγούσαν προς τον θάνατο. Όμως και σε αυτές τις καταστάσεις δεν τον εγκατέλειπε η αγάπη προς τον Χριστό. Λέγει κάπου: “Όταν ήμουν άρρωστος βαριά και θα έφευγα για τους ουρανούς, δεν ήθελα να σκέφτομαι τις αμαρτίες μου. Ήθελα να σκέφτομαι την αγάπη του Κυρίου μου, του Χριστού μου, και την αιώνια ζωή. Δεν ήθελα να έχω φόβο. Ήθελα να πάω στον Κύριο και να σκέφτομαι την αγαθότητά Του, την αγάπη Του. Και τώρα, που πλησιάζει το τέλος της ζωής μου, δεν έχω άγχος, αγωνία, αλλά σκέφτομαι ότι, όταν παρουσιαστώ στην Δευτέρα Παρουσία και μου πει ο Χριστός: "Εταίρε, πώς εισήλθες ώδε, μη έχων ένδυμα γάμου;", θα σκύψω το κεφάλι και θα πω: "Ό,τι θέλεις, Κύριέ μου, ό,τι θέλει η αγάπη Σου. Το ξέρω, δεν είμαι άξιος. Στείλε με όπου θέλει η αγάπη Σου. Για την κόλαση είμαι άξιος. Και στην κόλαση να με βάλεις, αρκεί να είμαι μαζί Σου. Ένα θέλω, ένα επιθυμώ, ένα ζητώ, να είμαι μαζί Σου, όπου και όπως θέλεις Εσύ"”.



Στο βιβλίο αυτό υπάρχει ένας καταπληκτικός λόγος που αναφέρεται στις αρρώστιες του, αλλά ταυτόχρονα και στην αγάπη του Θεού που αισθανόταν: “Ευχαριστώ τον Θεό, που μου έδωσε πολλές αρρώστιες. Πολλές φορές του λέω: "Χριστέ μου, η αγάπη Σου δεν έχει όρια". Το πώς ζω είναι ένα θαύμα. Μέσα στις άλλες μου αρρώστιες έχω και καρκίνο στην υπόφυση. Δημιουργήθηκε εκεί όγκος που μεγαλώνει και πιέζει το οπτικό νεύρο. Γι' αυτό τώρα πια δεν βλέπω. Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι, όμως, σηκώνοντας τον Σταυρό του Χριστού με υπομονή. Είδατε τη γλώσσα μου πώς είναι; Έχει μεγαλώσει, δεν είναι όπως ήταν. Είναι και αυτό από τον καρκίνο που έχω στο κεφάλι. Κι όσο πάω, θα γίνομαι χειρότερα. Θα μεγαλώσει κι άλλο, θα δυσκολεύομαι να μιλήσω. Πονάω πολύ, υποφέρω, αλλά είναι πολύ ωραία η αρρώστια μου. Την αισθάνομαι ως αγάπη του Χριστού. Κατανύγομαι κι ευχαριστώ τον Θεό. Είναι για τις αμαρτίες μου. Είμαι αμαρτωλός και προσπαθεί ο Θεός να με εξαγνίσει”.



Και τελειώνοντας την αναφορά μου στον Γέροντα Πορφύριο, που είναι ένας θεραπευμένος άνθρωπος, θα ήθελα να παραθέσω ένα λόγο του, που είναι η πεμπτουσία πολλών άλλων λόγων και δείχνει το πώς πρέπει να διάγη και να είναι ο Χριστιανός, το πώς είναι ο άνθρωπος που θεραπεύεται από την Χάρη του Θεού.



"Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ άπειρο, μες στ' άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή. Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι. Πρέπει να πονάεις. Ν' αγαπάεις και να πονάεις. Να πονάεις γι' αυτόν που αγαπάεις. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο. Όλη νύχτα τρέχει, αγρυπνεί, ματώνει τα πόδια, για να συναντηθεί με τον αγαπημένο. Κάνει θυσίες, δεν λογαριάζει τίποτε, ούτε απειλές, ούτε δυσκολίες, εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς τον Χριστό είναι άλλο πράγμα, απείρως ανώτερο”.



Ο Γέροντας Πορφύριος είναι καρπός της ησυχαστικής παραδόσεως, θεραπεύθηκε χρησιμοποιώντας την μέθοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως και περιγράψαμε στην αρχή της εισηγήσεως, και στην συνέχεια έζησε μέσα στον κόσμο με ειρήνη και αγάπη.




5. Η ορθόδοξη θεολογία σε σχέση με την υπαρξιακή ψυχολογία του Frankl και την σύγχρονη νευρολογία και ψυχιατρική



Αυτή η προοπτική που έχει η Εκκλησία μας, δεν είναι εντελώς αντίθετη και άσχετη με την σύγχρονη επιστήμη της ψυχοθεραπείας.



Όπως γνωρίζουμε από άλλες αναλύσεις, στον δυτικό Χριστιανισμό χάθηκε αυτή η νηπτική παράδοση της Εκκλησίας, και αναπτύχθηκαν άλλα είδη Χριστιανικής ζωής. Στους Παπικούς αναπτύχθηκε, με τον σχολαστικισμό, η υπερτροφική λογική που ετέθη στην βάση της Χριστιανικής αλλά και της εν γένει ζωής, και στους Προτεστάντες αναπτύχθηκε η ηθικιστική ζωή, που αφήνει ανεξέλεγκτο όλο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, ευρισκόμενος ο δυτικός άνθρωπος μέσα στα στενά και απάνθρωπα πλαίσια του σχολαστικισμού και του πουριτανισμού, έφθασε στο σημείο να ανακαλύψη έναν άλλο τρόπο για να λύση τα ποικίλα προβλήματα και αυτός είναι η ψυχολογία, η ψυχανάλυση και η ψυχοθεραπεία. Επομένως, αυτή η ανακάλυψη είναι στην πραγματικότητα αναζήτηση της νηπτικής θεολογίας που έχει η Εκκλησία. Γι' αυτό και η προσφορά της Εκκλησίας μας στην αναζήτηση του δυτικού ανθρώπου είναι η προσφορά του θησαυρού που έχει και αυτός είναι η νηπτική - ησυχαστική παράδοση.



Μεταξύ των μεθόδων που ανακαλύφθηκαν στην Δύση για την θεραπεία των εσωτερικών καταστάσεων είναι και η λεγόμενη υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, η οποία ονομάσθηκε από τον Frankl λογοθεραπεία, που αναφέρεται στην εύρεση νοήματος για την ζωή.



Ο Frankl στα κείμενά του κάνει λόγο, για το ότι η λογοθεραπεία είναι η εύρεση και αναζήτηση λόγου-νοήματος για την ζωή, για την διαφορά μεταξύ λογοθεραπείας και ψυχανάλυσης, για τις τρεις βασικές προϋποθέσεις της λογοθεραπείας “ελευθερία θέλησης, θέληση για νόημα, νόημα ζωής", για την τραγική τριάδα “πόνος, θάνατος και ενοχή", για τις νοογενείς και ψυχογενείς νευρώσεις, για το φαινόμενο της παράδοξης πρόθεσης, για την υπαρξιακή συνάντηση με τον λογοθεραπευτή κλπ. Αυτά είναι πολύ σημαντικά, γιατί προσεγγίζουν πολύ στην μέθοδο που έχει η Εκκλησία μας, χωρίς, βέβαια, να αγνοούμε τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις μεταξύ των δύο.



Επίσης, πρέπει να λεχθή ότι, σήμερα στην Αμερική γίνεται αντιληπτό ότι τα προβλήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο είναι σύνθετα και γι' αυτό πρέπει όλες οι επιστήμες να συνεργάζωνται μεταξύ τους, ακόμη και η επιστήμη πρέπει να χρησιμοποιήση και την γνώση που προέρχεται από τον θρησκευτικό χώρο, γιατί όλα τα προβλήματα του ανθρώπου είναι συνάρτηση των γονιδίων του και του περιβάλλοντος, καθώς επίσης και των ιδανικών που έχει θέσει στην ζωή του ο άνθρωπος.



Πριν λίγο καιρό διάβαζα στο Neurology, που είναι το επίσημο περιοδικό της Amerikan Society of Neurology, ένα άρθρο με τίτλο “Νευρολογία και ψυχιατρική, κλείνοντας τον μεγάλο διχασμό”, το οποίο συνέγραψαν τρεις αμερικανοί επιστήμονες, οι Price, Adams και Coyle.



Ένα από τα ενδιαφέροντα σημεία του είναι το ότι, ενώ πριν λίγο καιρό υπήρχε διάσταση απόψεων και μη συνεργασία μεταξύ ψυχιατρικής και νευρολογίας, ακόμη και στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αφού “το να καταφέρεις να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, τους νευρολόγους και ψυχιάτρους της εποχής, χωρίς την βοήθεια της αστυνομίας ήταν από μόνο του μεγάλο επίτευγμα” (σελ. 3-4), εν τούτοις σήμερα παρατηρείται ότι είναι ανάγκη να συνεργάζωνται μεταξύ τους, αφού σήμερα “τα θεμέλια της διάκρισης μεταξύ νευρολογίας και ψυχιατρικής σταδιακά εξαλείφονται. Ένας δεύτερος λόγος που συνηγορεί υπέρ της ενοποίησης νευρολογίας και ψυχιατρικής είναι η αναγνώριση ότι ψυχιατρικά συμπτώματα είναι συχνά και συνεισφέρουν σημαντικά στην νοσηρότητα των νευρολογικών ασθενειών καθώς και ότι πολλά χαρακτηριστικά των ψυχιατρικών παθήσεων μπορεί στην πραγματικότητα να έχουν νευρολογικό αίτιο” (σελ. 5).



Επίσης υπογραμμίζεται ότι, μέρα με την ημέρα με έρευνες και πειράματα αποδεικνύεται περίτρανα ότι “οι μοντέρνοι επιστήμονες έχουν επιβεβαιώσει ότι οι οργανισμοί είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ έκφρασης των γονιδίων και περιβάλλοντος”, ότι “η επιβίωση και πολλαπλασιασμός των νέων νευρώνων μπορεί να επηρεασθεί από την εμπειρία”, ότι “ο εγκέφαλος και το περιβάλλον έχουν ενεργό, σοβαρή επικοινωνία και επηρεάζουν το ένα το άλλο με αμφίδρομο τρόπο”, ότι “η σχιζοφρένεια, οι διαταραχές της διάθεσης, οι μανιοκαταθλιπτικές παθήσεις, παθήσεις πανικού, ο εθισμός και ο αυτισμός, τώρα αναγνωρίζονται ως ψυχιατρικές παθήσεις με υποκειμενικές βιολογικές αλλοιώσεις”, “ότι η έκφραση ενός γονιδίου είναι στενά συνδεδεμένη και μπορεί να αλλάξει με την επίδραση περιβαλλοντολογικών παραγόντων” κλπ. Μάλιστα οι αρθρογράφοι επιστήμονες αναφέρονται σε έρευνα, σύμφωνα με την οποία ο εγκέφαλος μιας ομάδας ανθρώπων, που έμαθαν να γράφουν και να διαβάζουν, έχει καλύτερη αντίδραση σε διάφορα γεγονότα. Όπως γράφουν “η μάθηση ανάγνωσης και γραφής κατά την παιδική ηλικία αλλάζει την λειτουργική νευροανατομία του εγκεφάλου, και ότι η απόκτηση μάθησης και άλλων επίκτητων ικανοτήτων μεταβάλλει την λειτουργία του εγκεφάλου και σε άλλες παρόμοιες εργασίες”. Οι επιστήμονες αυτοί αναφέρονται σ' ένα λόγο του Φρόϋντ, σύμφωνα με τον οποίο η φυσιολογία και η χημεία του μέλλοντος, θα δώσουν απαντήσεις σε τεθέντα ερωτήματα και, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, “μπορεί να είναι τέτοιας μορφής που θα αχρηστεύσουν τις τεχνητά φτιαγμένες υποθέσεις μας”. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, οι επιστήμονες αυτοί υποστηρίζουν ότι, είναι ανάγκη να συνεργάζωνται στενά η ψυχιατρική με την νευρολογία, καθώς επίσης “πρέπει να ενσωματώσουμε προοπτικές και από άλλους χώρους όπως κοινωνιολόγους, φιλοσόφους, ειδικούς θεμάτων δεοντολογίας και ηθικής, αντιπροσώπους θρησκειών, συμβουλευτικές ομάδες ασθενών, και ακόμη νομικούς”.



Επίσης παρατηρείται ότι, “εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ νευρολογίας, ψυχιατρικής, νευροχειρουργικής, νευροφυσιολογίας, και άλλων επιστημών μπορεί να επικεντρωθεί 1) στο πώς βιολογικές λειτουργίες του εγκεφάλου δίνουν γένεση σε “ψυχικές” (mental) εκδηλώσεις, 2) στο πώς περιβαλλοντικοί παράγοντες τροποποιούν την βιολογική δομή του εγκεφάλου 3) στο πώς αυτές οι γνώσεις θα βοηθήσουν την “ψυχική" (mental) υγεία και στην ανάνηψη από βλάβες του εγκεφάλου” (σελ. 10). Έτσι “η ψυχιατρική θα συνεχίση τον μοναδικό κλινικό της ρόλο που περιλαμβάνει την διάγνωση και ταξινόμηση των “ψυχικών” (mental) παθήσεων, την μελέτη των σημαντικών σχέσεων μεταξύ του εγκεφάλου και των εμπειριών της ψυχοπαθολογίας και την εκτίμηση ειδικών φαρμακολογικών και ψυχολογικών παρεμβάσεων σε αυτές. Θα παραμείνη ο εκπρόσωπος της ιατρικής στην κοινωνία .... Η νευρολογία θα αυξήση την εμπλοκή της στην βασική και κλινική έρευνα σε διαταραχές συμπεριφοράς στις νευροψυχιατρικές παθήσεις...”



Επομένως, είναι φανερό ότι χρειάζεται συνεργασία μεταξύ της νευρολογίας και ψυχιατρικής, αφού η νευρολογία θα εξετάζη τις επιπτώσεις του περιβάλλοντος και του ψυχισμού στον βιολογικό οργανισμό του ανθρώπου, και η ψυχιατρική θα εξετάζη τις επιπτώσεις της νευροβιολογίας στην ψυχολογική και κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου. Αλλά και οι δύο αυτές επιστήμες πρέπει να δεχθούν τα πορίσματα των άλλων επιστημών, ακόμη και της θρησκείας, γιατί έχει υποστηριχθή ότι τα ιδανικά, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και η επίδραση της σατανικής δυνάμεως, καθώς επίσης και της θείας ενεργείας, έχουν επιπτώσεις, θετικές ή αρνητικές, στην ψυχολογική, αλλά και βιολογική κατάσταση του ανθρώπου. Είναι γνωστόν από διάφορες μελέτες και έρευνες ότι, η πίστη του ανθρώπου στον Θεό έχει συνέπεια στον οργανισμό του, αλλά και έχει, ακόμη, διαπιστωθή ότι ο σατανάς ενεργεί δια του αρρωστημένου εγκεφάλου, όταν, βέβαια, συντρέχουν και άλλες πνευματικές προϋποθέσεις.



Αυτό πρέπει κυρίως να λεχθή για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία δεν είναι μια θρησκεία που ικανοποιεί τα συναισθήματα του ανθρώπου και του δίδει μια υπαρξιακή μεταφυσική “παρηγοριά”, σαν ένα είδος “ναρκωτικού”, αλλά τον φέρει σε συνάντηση “πρόσωπον προς πρόσωπον” με τον αληθινό Θεό, πράγμα το οποίο έχει σημαντικές ανθρωπολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η υπέρβαση του θανάτου, όπως φαίνεται στην ζωή των αγίων, αλλά και στην αφθαρσία των λειψάνων τους, δείχνει την αληθινότητα της θεραπείας και την μεγάλη προσφορά της Ορθοδόξου θεολογίας.



Βεβαίως δεν αρνείται κανείς την προσφορά της επιστήμης γενικά, αλλά και της νευρολογίας και ψυχιατρικής ειδικότερα στην ψυχολογική και σωματική υγεία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που βρίσκεται στην κατάσταση της πτώσεώς του μπορεί να βρη πολλούς τρόπους για να παρηγορήται, όπως εκείνος που είναι φυλακισμένος μπορεί να ξεπερνά την οδύνη της φυλακής του, χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους από την καθημερινή ζωή. Ένας Γέροντας έλεγε ότι οι άθεοι και όσοι ζουν εκτός της Εκκλησίας μπορούν να χρησιμοποιούν μερικούς ανθρώπινους και καθημερινούς τρόπους, προκειμένου να ξεκουρασθούν από την οδύνη που αισθάνονται. Και σε αυτό βοηθά η ψυχιατρική, η ψυχανάλυση, η ψυχολογία. Όμως το πρόβλημα δεν είναι μια ψυχολογική ανάπαυση και μια ανθρώπινη παρηγοριά, αλλά η υπέρβαση του θανάτου, η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την ορθόδοξη θεολογία και την ορθόδοξη νηπτική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όλα τα ανθρώπινα μέσα και οι ψυχολογικοί τρόποι θεραπείας του ανθρώπου, καίτοι δημιουργούν μια αναψυχή, εν τούτοις κινούνται μέσα στην κτιστότητα, την φθαρτότητα και την θνητότητα, δηλαδή ευρίσκονται μέσα στην πεπτωκυία κατάσταση και δεν μπορούν να εξαγάγουν τον άνθρωπο από την περιοχή του θανάτου. Μόνον η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος είναι εκείνη που δίνει άλλο νόημα και προοπτική στην θνητότητα και κτιστότητα του ανθρώπου, γιατί μόνον το άκτιστον μπορεί να βοηθήση τον κτιστό άνθρωπο να εξέλθη από τα όρια της κτιστότητός του.



Το συμπέρασμα αυτής της μικρής εισηγήσεως είναι ότι, εμείς οι Ορθόδοξοι έχουμε ένα μεγάλο θησαυρό και πλούτο, τον οποίο, δυστυχώς, εν πολλοίς αγνοούμε. Σήμερα με τις μελέτες που γίνονται, έρχεται στην επιφάνεια αυτός ο πλούτος. Όμως, παλαιότερα πολλοί θρησκευόμενοι κύκλοι στην Ελλάδα, αγνοούσαν αυτήν την ησυχαστική - νηπτική μέθοδο της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να ενθουσιάζονται από τις δυτικές ανακαλύψεις που όπως είδαμε, ήταν αποτέλεσμα της άγνοιας της ορθοδόξου μεθόδου θεραπείας.



Είναι καιρός λοιπόν να μη αισθανόμαστε φτωχοί συγγενείς εν σχέσει με αυτά που γίνονται στον δυτικό χώρο, αλλά να εισδύσουμε στο βάθος του δικού μας πολιτισμού και της δικής μας παραδόσεως και να δούμε τα στοιχεία της. Άλλωστε αυτό είναι επιστημονικό γιατί ανταποκρίνεται στην λεγομένη διαπολιτιστική μέθοδο θεραπείας. Σε μας δεν ισχύει το λεγόμενο αγγλοσαξονικό πρότυπο, αλλά ένα άλλο πρότυπο που αναπτύσσεται από την όλη παράδοσή μας. Μπορούμε να προσλάβουμε μερικά στοιχεία από την δυτική παράδοση, αλλά αυτα τα στοιχεία πρέπει να αφομοιωθούν ουσιαστικά μέσα στον δικό μας οργανισμό.



Γενικά, πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στην θεολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Γέροντος Πορφυρίου και πολλών άλλων, διότι “παράγουν” αποδεδειγμένως θεραπευτικά αποτελέσματα.

Φιλοκαλικοί Πατέρες και Ορθόδοξη Λατρεία


filokalikoi pateres_agios makariosΑρχιμ. Νικόδημου Σκρέττα
επίκ. καθηγητή του Α.Π.Θ.


Οι φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος στο Άγιον Όρος υπήρξαν μυσταγωγοί του Γένους και της λογικής λατρείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Oι θεολογικές και λειτουργικές τους θέσεις, για τα ζητήματα της Θείας Ευχαριστίας και των ιερών μνημοσυνών, ήταν απόρροια της λιπαρής και βαθειάς σπουδής στην πατερική παράδοση. Τις εξέφραζαν δε πάντοτε έχοντας γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα και ανεπιφύλακτο σεβασμό στα λειτουργικά θέσμια της Ορθοδοξίας.
Κατά συνέπεια δεν πρέπει επ’ ουδενί η προμαχία τους υπέρ της παραδόσεως να θεωρηθεί ως ιδιόγνωμη, εριστική και στασιαστική ενέργεια κατά της εκάστοτε υπευθύνου εκκλησιαστικής αρχής ή ως ανυπακοή προς τους ποιμένες και προς την Εκκλησία. Υπήρξαν μεν αυστηροί, και ενίοτε οξείς, στην υπεράσπιση της παραδόσεως, ποτέ όμως μισάδελφοι και ασεβείς προς τους συμμοναστές η τους ποιμένες και διδασκάλους της εποχής τους.
Η ευχαριστιακή διδασκαλία της χορείας των Κολλυβάδων Πατέρων στοιχεί απαρασαλεύτως στον κανόνα της πατερικής διδαχής και του ευχαριστιακού λειτουργικού βιώματος και ήθους της Εκκλησίας του Χριστού.
Η υπέρ της άξιας, ενσυνειδήτου, εμπροϋπόθετης, συχνής και συνεχούς μεταλήψεως ένστασή τους, σε καιρούςτ υποποιήσεων, αδιαφορίας, αγνωσίας και παραχαράξεων, αναδεικνύει την αλήθεια ότι η υπέρ της λειτουργικής τάξεως αγωνιστική τους πρωτοστασία δεν είχε κίνητρα ταπεινά φανατισμού ή εγωισμού, ούτε υπαγορεύθηκε από ιδιορρυθμίες διχαστικές της εκκλησιαστικής ενότητας. Σκοπός τους ήταν η ανάδειξη της αληθείας. Προσέχουν, γνωρίζουν, ακούν και συζητούν τις θέσεις και τα επιχειρήματα της εναντίας μερίδος. Όμολογούν με βεβαιότητα και διαλέγονται με επιστημοσύνη και οξυδέρκεια, αυστηρά μέν, κριτικά και φιλάδελφα, ποτέ όμως αδιάκριτα, μνησίκακα και εριστικά. Προβάλλουν την αξία της παραδόσεως, υπενθυμίζουν την ορθή και ακριβή πράξη, μάχονται υπέρ της τηρήσεως των κανόνων και των λειτουργικών θεσμών, στηλιτεύουν τις παραχαράξεις του ευχαριστιακού ήθους ή τις ανατροπές της αναστάσιμης τιμής της δεσποτικής Κυριακής οποθενδήποτε προέρχονται, ποτέ όμως δεν επιτρέπουν το πνευματικό και λειτουργικό τους κίνημα να εκπέσει σε φιλέριδες προστριβές και μάχες νομικές, ούτε, ακόμη περισσότερο σε σχισματικές ιδιογνωμοσύνες αντατρεπτικές της εκκλησιατικής ενότητας. Την πολύτιμη αυτή ενότητα οι φιλοκαλικοί πατέρες την θεωρούν τελειούμενη μέσα στο πλαίσιο της ευχαριστιακής συνάξεως και μέσα στον αγιασμό και την αληθή κοινωνία της ευχαριστίας.
filokalikoi pateres_agioi kollivadesΗ Θεία Ευχαριστία, κατά τη θεολογική διδασκαλία των Κολλυβάδων, που στηρίζεται απολύτως στην ευχαριστιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι το μείζον πάντων θεοποιό μυστήριο και το τελειωτικό δώρημα της χριστιανικής μυήσεως. Όταν επιτελείται ορθοδόξως, είναι η μυστική και ζωοδοτική τραπεζοφορία του δείπνου της Βασιλείας, η θεωτική κοινωνία των αγιασμάτων, που καθιστά τους πιστούς «σύσσωμους» και «ομαίμονες» με τον Χριστό κατά αλήθειαν και όχι κατά δόκησιν.
Στηριζόμενοι oι Κολλυβάδες στη διδασκαλία των Πατέρων, επισημαίνουν την ορθόδοξη δογματική θέση ότι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι ανάμνηση όλης μέν της σωτηριώδους Θείας Οικονομίας, ιδιαίτερα όμως ανάμνηση της επί του Σταυρού θυσίας, του Θανάτου και της Αναστάσεως του Χριστού, ο οποίος δια της μεταλήψεως εσθίεται πλέον μετά την ένδοξη ανάστασή Του διηνεκώς από τους πιστούς, ως πράγματική, άφθαρτη και αιωνίζουσα τροφή.
Η γνώμη των αντιπάλων τους ότι το ζήτημα της Θείας Ευχαριστίας και η ανάγκη της συνεχούς προσελεύσεως σε αυτή δεν είναι τόσο σοβαρό ζήτημα, ώστε να θεωρείται και δόγμα πίστεως, ευρίσκει τους Πατέρες του φιλοκαλικού κίνηματος αντιθέτους. Δόγμα και ήθος στην Ορθοδοξία συμπορεύονται. Θεωρία και πράξη συνυπάρχουν.
Στην τήρηση δε των δεσποτικών εντολών στηρίζεται η καθαρότητα του βίου και της πολιτείας των Χριστιανών, αλλά και η ορθότητα και το απλανές της πίστεώς τους. Άρα η ευχαριστία δέον να αποτελεί το κέντρο της ζωής των πιστών, της λατρείας και της εκκλησιαστικής ζωής. Ως προς τις προϋποθέσεις μετοχής στην Ευχαριστία πρέπει να πούμε ότι αυτές χωρίζονται σε γενικές και ειδικές. Ο κοινωνών, κατά τις γενικές προϋποθέσεις, πρέπει να είναι πιστό και βαπτισμένο μέλος της Εκκλησίας, να έχει βέβαιη και ακράδαντη πίστη ότι η Κοινωνία είναι αυτό το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, να είναι ζών και αυτοσυνείδητος και οπωσδήποτε όχι αιρετικός, σχισματικός ή επιτιμημένος με ακοινωνησία. Επίσης η άκρα προσοχή και ευλάβεια, η πλήρης συναίσθηση του ύψους του μυστηρίου, η καταλλαγή και η συγχώρηση, ο φόβος του Θεού και η αγάπη, η αμνησικακία και η ειρήνη, η ψυχοσωματική καθαρότητα, η εξομολογητική προκάθαρση και η απόρριψη της αυτοδικαιώσεως, η περιφυλακή από τους εμπαθείς λογισμούς, η αυτοεξέταση και αυτομεμψία, η δοκιμή της συνειδήσεως, η αγαπητική επιπόθηση της ευχαριστιακής υποδοχής του μεταλαμβανόμενου Κυρίου, η συντριβή, η ταπεινοφροσύνη και η κατάνυξη, η σωματική καθαρότητα ανδρών και γυναικών, καθώς και η εγκράτεια των συζύγων αποτελούν σχεδόν το σύνολο της προευχαριστιακής ετοιμασίας, η οποία δεν είναι ευκαιριακή, στιγμιαία, τυπική και περιορισμένη σε περατά χρονικά όρια, αλλά δια βίου ετοιμότητα και προσδόκηση μετοχής. Ειδικότερη προϋπόθεση θεωρείται η απολύτως αναγκαία ευχαριστιακή νηστεία, η οποία συνίσταται στην απόλυτη αποχή τροφής και πόσεως από του μεσονυκτίου μέχρι την ώρα της κοινωνίας. Καμμία άλλη ευχαριστιακή νηστεία, μονοήμερη, τριήμερη ή εβδομαδιαία, δεν απαιτούν οι ιεροί κανόνες. Όμως η νηστεία, ως αγιοποιός και παθοκτόνος άρετη, δεν παύει να αποτελεί για τον καθένα προσερχόμενο πιστό προσωπικό άθλημα ελευθερίας και πρακτικό μέσο ψυχοσωματικής προετοιμασίας, η έκταση και η αυστηρότητα της οποίας δεν ορίζονται, αλλά διακριτικά μερίζονται κατά την πνευματική κατάσταση του κάθε ενός ανθρώπου χωριστά από τον πνευματικό του πατέρα.
Στα κείμενα της ορθοδόξου παραδόσεως είναι περισσότερο από προφανές ότι οι Χριστιανοί οφείλουν να κοινωνούν συνεχώς και συχνά. Σκοπός της επιτελέσεως της Θείας Λειτουργίας είναι η προσέλευση και η μετοχή των πιστών στα άγια μυστήρια του Χριστού, γι’ αυτό άλλωστε ονομάζεται ευχαριστιακή σύναξη. Οι Κολλυβάδες γνωρίζουν επαρκώς τα κείμενα, γι’ αυτό δεν καινοτομούν υπεραμυνόμενοι της συνεχούς μεταλήψεως, αλλά αναθερμαίνουν ως σοφοί παραδοσιακοί ανανεωτές το ευχαριστιακό ήθος του πληρώματος της Εκκλησίας, όπως το εβίωσαν οι αιώνες. Συχνή μετάληψη δεν σημαίνει αναγκαστικά καθημερινή. Από την άκρα και αυστηρή τοποθέτηση του Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου για την καθημερινή κοινωνία, μέχρι την απαράδεκτη τυποποίηση της δίς ή τρις του έτους προσελεύσεως, ο μετριοπαθής άγιος Νικόδημος Αγιορείτης ευρίσκει τη βασιλική οδό και τη διακριτική μεσότητα στη δυνατότητα των ευλαβών και αγωνιζομένων Χριστιανών να κοινωνούν τουλάχιστον κάθε Κυριακή στην ευχαριστιακή σύναξη και σε κάθε μεγάλη και εξέχουσα εορτή της Εκκλησίας. Η διαστολή αυτή των τοποθετήσεων περί του «συνεχώς» και «συχνώς» αποδεικνύει και την ελευθερία του πνεύματος των Φιλοκαλικών, οι οποίοι δεν δρούσαν ως μία ομάδα κυβερνώμενη από προδιαγεγραμμένα υποχρεωτικά ιδεολογήματα, αλλά ήταν ένας θεόλεκτος σύλλογος και μία άγια χορεία θεοφωτίστων και διακριτικών διδασκάλων.
Η υπέρ της παραδόσεως ένσταση των Κολλυβάδων Πατέρων εκτείνεται, πέραν του ζητήματος της συνεχούς μεταλήψεως, και στην προβολή και διατήρηση αλώβητου του δεσποτικού, υπέρτιμου και αναστάσιμου χαρακτήρα της ημέρας του Κυρίου. Είναι ημέρα πρώτη και ογδόη, που θα υπερβεί τον εβδοματικό χρόνο, τον νομικό Σαββατισμό και τις προφητικές εσχατολογικές απαρχές, για να αναχθεί στην αιώνια καινή ημέρα του αναστάντος Κυρίου. Το πνεύμα της Κυριακής, ως αναστάσιμη εβδοματική ανακύκληση του πασχαλίου εορτασμού, διαχέεται στο σύνολο της ορθοδόξου λατρείας και διαποτίζει τη λειτουργική ζωή των πιστών αποτελώντας το εβδομαδιαίο Πάσχα της Εκκλησίας, κατά το οποίο καταπαύουν οι Χριστιανοί και λατρεύουν τον Κύριο.
Η αγιαννανίτικη λειτουργική εκτροπή της εντελώς αντιπαραδοσιακής μεταφοράς των μνημοσυνών από το καταπαύσιμο Σάββατο στην αναστάσιμη Κυριακή ήταν απλώς η αφορμή, ώστε οι Φιλοκαλικοί Πατέρες και λειτουργικοί αναμορφωτές να εκδιπλώσουν τη θαυμάσια ορθοδοξοπατερική διδασκαλία τους περί των αναστασίμων προνομίων της ημέρας που είναι αφιερωμένη αποκλειστικώς στον αναστάντα Κύριο. Η Κυριακή ονομάζεται και είναι μείζων των δεσποτικών εορτών, ως εβδομαδιαία πασχάλια μνήμη που εγκαινίζεται χαρμόσυνα στις ψυχές των πιστών και ανακυκλώνει, στο πλαίσιο του χαρισματικά βιούμενου λειτουργικού χρόνου, την πασχαλινή ημέρα της παγκοσμίου χαράς. Ο αναστάσιμος, δοξολογικός, χαρμόσυνος, νικητικός και δεσποτικός-εορταστικός αυτός χαρακτήρας της Κυριακής απαιτεί λειτουργικά να είναι μη νηστευομένη, μη γονυκλιτουμένη, αλλά και άπενθος και αμνημόσυνος. Εξαιτίας λοιπόν της αναστασίμου και δεσποτικής της υπεροχής, έχει το προνόμιο να αποκλείει από τα χρονικά και λειτουργικά της όρια τη νηστεία, ως πρόξενο πένθους και κατηφείας, τη γονυκλισία, ως σύμβολο δουλικότητας, κατανύξεως και μετανοίας, και προ πάντων τα νεκρικά και πενθικά μνημόσυνα. Την ασχημοσύνη αυτή, ως προς τα πανάρχαια λειτουργικά θέσμια, της κυριακάτικης νεκρολογίας δι’ όλων των προσφορών πνευματικών μέσων και δι’ όλων των δυνάμεών τους, μέχρι μαρτυρίων και διωγμών, υπερίσπησαν οι Κολλυβάδες προμαχούντες του ακαινοτομήτου της σεβάσμιας ορθοδόξου παραδόσεως. Η σύνθεση Ευχαριστίας και Κυριακής τεκμαίρεται ασφαλώς από την άμεση σχέση τους. Η αναστάσιμη Κυριακή είναι κατ’ εξοχήν ημέρα κοινωνίας. Αλλά και κάθε κυριακάτικη ή σε άλλη ημέρα επιτέλεση τελείας Θείας Λειτουργίας είναι πασχάλια ανάμνηση. Ο καιρός της ζωής των Χριστιανών είναι εόρτιος και πασχάλιος. Ο χαρμόσυνος λοιπόν χαρακτήρας της κυριακάτικης ιδιαίτερα ευχαριστιακής σύναξης, αλλά και κάθε άλλης τελείας Θείας Λειτουργίας σε οποιαδήποτε ημέρα του βίου των Χριστιανών, υπαγορεύει αβίαστα, και την ορθία στάση προσευχής που εικονίζει τη χαρά της Αναστάσεως, και την παύση της νηστείας που υποδηλώνει την, διά της παύσεως του πένθους της μετανοίας, ελευθερία από τη δουλεία της αμαρτίας των τέκνων του Θεού, αλλά και τη συμμετοχή πάντων, ει δυνατόν, των μη κωλυομένων στη ζωοποίηση της ψυχοτρόφου ευχαριστιακής Τραπέζης του Κυρίου.
Πηγή: Περιοδικό «Ερώ», Κέντρο Ενότητος και Μελέτης-Προβολής των Αξιών μας, τεύχος 9ο, Ιανουάριος-Μάρτιος 2012, Θεσσαλονίκη

Άγιος Λουκάς ο Ιατρός : Για ποιο λόγο ο Κύριος στέλνει σοβαρές δοκιμασίες


Άγιος Λουκάς ο Ιατρός : Οι θλίψεις μας αποστέλλονται κατά το θέλημα του Θεού

Συχνά ρωτούν οι άνθρωποι γιατί, για ποιο λόγο, Κύριος ο Θεός τους στέλνει θλίψεις και πολλές φορές και πολύ σοβαρές δοκιμασίες;

Είναι πολύ σημαντικό για τον κάθε χριστιανό να καταλάβει ότι οι θλίψεις μάς αποστέλλονται κατά το θέλημα του Θεού, το πάντοτε αγαθό και σωτήριο.

Τις περισσότερες φορές μάλιστα στέλνονται όχι σαν τιμωρίες, για τις αμαρτίες μας, αλλά για να επαναπροσδιορίσουμε τους δρόμους μας και τις καρδιές μας ή σαν απάντηση στα αιτήματα που απευθύνουμε στο Θεό.

Οι άνθρωποι πολλές φορές περιμένουν από το Θεό να πραγματοποιήσει αυτά που ζητούν στις προσευχές τους με ένα τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι ο καλύτερος. Ο Θεός, όμως, συχνά άπαντα στις δεήσεις τους με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και όχι μ’ αυτόν που θα ήθελαν ή θα φαντάζονταν.

Αν ζητάνε, για παράδειγμα, να τους χαρίσει ο Θεός ταπείνωση, φαντάζονται ότι σιγά-σιγά μέρα με τη μέρα η ταπείνωση υπό την ευεργετική επίδραση του Θεού θα μεγαλώνει στις καρδιές τους.

Ο Κύριος όμως συχνά το κάνει με έναν διαφορετικό τρόπο• τους στέλνει ένα απροσδόκητο σκληρό χτύπημα το οποίο πληγώνει την υπερηφάνεια και τον εγωισμό τους και τους ταπεινώνει.

Συχνά ο Θεός μάς στέλνει κάποια ασθένεια και εμείς παραπονιόμαστε και καθόλου δεν σκεφτόμαστε ότι τις περισσότερες φορές αυτή είναι μια μεγάλη ευεργεσία του Θεού, είναι ίσως η απάντηση του Θεού στις προσευχές μας, με τις οποίες τον παρακαλούμε να δυναμώσει την πίστη μας.

ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ “ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ” ΤΟΜΟΣ Α’, ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ”, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Αριστείδης Π. Δασκαλάκης: Η αντίστροφη κλίμακα του Ιωάννου του Σιναΐτου (1)


του Αριστείδη Δασκαλάκη 
αρθρογραφεί για katanixi.gr
Η Κλίμαξ του Ιωάννη του Σιναϊτη, ίσως είναι το σημαντικότερο ιερό βιβλίο μετά την Αγία Γραφή.
Παλαιά οι Πατέρες και οι Όσιοι της Εκκλησίας την τηρούσαν μέχρι κεραίας.
Πλέον οι Πατριοί και οι Ανόσιοι, την προσβάλλουν και τη λοιδορούν με τα πεπραγμένα και τα λεγόμενά τους.
Δηλαδή το εκκοσμικευμένο κομμάτι της εκκλησίας, οι κληρικοί και λαϊκοί ακαδημαϊκοί και πολιτευτές, Οικουμενιστές, φιλο-μασόνοι και οι «ησυχαστές», αυτοί που προτρέπουν να κάνουμε «ησυχία» και να μη μιλάμε ενάντια στον Οικουμενισμό και την αίρεση κάνοντας «υπακοή». Αλλά και οι δήθεν αγωνιστές της πίστεως που την ομολογία την βλέπουν ως όχημα αυτοπροβολής και πολλές φορές προσχωρούν σε σχισματικούς.
Ιεράρχες που ραντίζουν αντί να βαπτίζουν, που συνεύχονται ή χειροφιλούν καρδιναλίους, που συμμετέχουν σε ισλαμικές προσευχές, που συλλειτουργούν με αυτοχειροτονημένους σχισματικούς δίνοντας αυτο-άφεση αμαρτιών, με τη δικαιολογία της ιδιωτικής επίσκεψης (σάμπως το ιερατικό αξίωμα εκλείπει όταν ιδιωτεύεις κι επιτρέπεται κάθε ανίερη ενέργεια ακόμα και το συλλείτουργο με σχισματικούς), που σχετίζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με μασονικές στοές, που μνημονεύουν Αγίους χωρίς να τους μιμούνται, που κηρύττουν την μη άμωμο σύλληψη του Κυρίου, που ακυρώνουν τη Θεοπνευστία του Ευαγγελίου.
Ας δούμε εν συντομία (και με «λίγα σύντομα κείμενα») κάθε σκαλί που σε κατεβάζει απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, απ’ τη δυνατότητα θέωσης στην πιθανότητα απώλειας. Πως πλήττονται σημεία καίρια της Κλίμακος, απ’ τους πολέμιους της Ορθοδοξίας.
ΛΟΓΟΣ 30ος Περί ἀγάπης, ἐλπίδος καὶ πίστεως
Ο Απόστολος Παύλος τονίζει ότι «Νυνὶ δὲ μένει τὰ τρία ταῦτα·πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. ιγ´13).
Γι’ αυτό και ο αββάς Ιωάννης τη βάζει στο τελευταίο σκαλί της Κλίμακος (απ’ το οποίο ξεκινά και η κάθοδος των πολεμίων του Θεού).*
«Η μία, η πίστις, δύναται να επιτελέση τα πάντα. Η άλλη, η ελπίς, περικυκλώνει με το έλεος του Θεού και δεν καταισχύνει τον ελπίζοντα. Και η Τρίτη, η αγάπη, δεν πέφτει ποτέ από το ύψος της …».**
Οι πολέμιοι της Ορθοδοξίας και οι «ορθόδοξοι» υποτακτικοί τους, δεν διακατέχονται από πίστη στον Ένα και μοναδικό Θεό, αλλά υποταγμένοι στην ιδιοτέλειά τους πιστεύουν στον εαυτό τους που έχει καταντήσει ένας μικρός Πάπας. Χάνουν την ελπίδα τους (στην πρόνοια του Θεού) και δεν θα περικυκλωθούν με το έλεος του Θεού αλλά με την οργή και την αγανάκτησή Του, «εἰ δὲ θέλων ὁ Θεὸς ἐνδείξασθαι τὴν ὀργὴν καὶ γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ ἤνεγκεν ἐν πολλῇ μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν,» (Ρωμ. 9,22)
Και όντως εκδηλώνουν αγάπη. Μια άλλη αγάπη που βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση προς τα έγκατα του Άδη και της Κολάσεως.
«Η αγάπη, ως προς την ποιότητά της είναι ομοίωση με τον Θεό, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους… Ως προς δε τις ιδιότητές της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.»
Αγάπη στην αίρεση και στην εξουσία της (Πάπας, επίσκοπος του Καντέρμπουρι, Επιφάνιος Ουκρανίας κ.λ.π) και όχι στον αιρετικό. Γιατί η όντως αγάπη στον άνθρωπο, συμπεριλαμβάνει τον αιρετικό και «αγωνιά» να τον σώσει.
Ποια είναι η αγάπη αυτών, που σε κάθε έλεγχο αποστρέφονται τον ελεγκτή, τον υβρίζουν και τον λοιδορούν, τον φυλακίζουν ενίοτε ή του κόβουν το μισθό;
Απώλεια ταπεινώσεως τους χαρακτηρίζει, καθώς πλέουν σε πελάγη μίσους κι εκδικητικότητας, προσπαθώντας να εξουθενώσουν τους δίκαιους ελεγκτές τους.
«Η αύξηση του φόβου είναι αρχή της αγάπης. Εκείνος που ένωσε τελείως τις αισθήσεις του με τον Θεόν, μυσταγωγείται στην θεολογία από τον ίδιο τον Θεόν. Εάν όμως οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθεί με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογεί κανείς.»
Οι φιλοαιρετικοί ιεράρχες –που αναγνωρίζουν μυστήρια στους αιρετικούς και στους αυτοχειροτονημένους σχισματικούς – έχουν απωλέσει το φόβο Θεού άρα και απέχουν απ’ την αρχή της αγάπης. Και όχι μόνο αυτό, αλλά νομίζουν ότι θεολογούν, ενώ αμπελοφιλσοφούν δαιμονικά, χαρακτηρίζοντας τους αντιδρώντες ως «θολολόγους» παραφράζοντας αυτό, που κακώς νομἰζουν ότι ενεργούν. Δηλαδή τη Θεολογία.
Η Παλαιά Διαθήκη ομιλεί για τον Θείο έρωτα «Ἐγὼ καθεύδω» ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς φύσεως, «ἡ δὲ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος ( Ἆσμα ε´ 2).
Μιλάει για τον σωματικό ύπνο αλλά και την νήψη της καρδίας. Εδώ στον οικουμενιστικό όχλο, διαπιστώνουμε τον πνευματικό λήθαργο και το «πλήθος του έρωτος» των επίγειων απολαύσεων και αγαθών.
Μας λέει ο ψαλμός για την δίψα προς τον Θεόν. «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα´ 3).
Εδώ υπάρχει όμως δίψα προς τα σύγχρονα είδωλα, τις περιουσίες, τα οφίτσια, τη δόξα, την εξουσία.
«Εκείνος που αγαπά τον Κύριον, έχει προηγουμένως αγαπήσει τον αδελφό του. Το δεύτερο οπωσδήποτε είναι απόδειξις του πρώτου. Εκείνος που αγαπά τον πλησίον του, ποτέ δεν θα ανεχθή ανθρώπους που καταλαλούν. Θα φύγη δε μακρυά από αυτούς σαν από φωτιά. Εκείνος που λέγει ότι αγαπά τον Κύριον και συγχρόνως οργίζεται κατά του αδελφού του, ομοιάζει με εκείνον που τρέχει στον ύπνο του».
Μάλλον πολλοί τρέχουν στον ύπνο τους, καθώς ψευδόμενοι λέν ότι αγαπούν το Χριστό αλλά οργίζονται εναντίον ιερέων αποτειχισμένων ή έστω αντιδρώντων, που λαλούν το λόγο της Αληθείας, εναντίον ανυπότακτων στον Πάπα λαϊκών ή μοναχών.
«Η δύναμις της αγάπης είναι η ελπίς, διότι με αυτήν περιμένομε τον μισθό της αγάπης…Η ελπίς είναι ασφαλής απόκτησις θησαυρού πριν από την απόκτησί του. Αυτή είναι ανάπαυσις και ανακούφισις από τους κόπους. Αυτή είναι η θύρα της αγάπης. Αυτή φονεύει την απόγνωσι… Έλλειψις της ελπίδος σημαίνει αφανισμός της αγάπης. Σ᾿αυτήν είναι δεμένοι οι πόνοι, σ᾿ αυτήν είναι κρεμασμένοι οι κόποι, αυτήν περικυκλώνει το έλεος του Θεού.»
Δύναμη του μίσους είναι η απελπισία. Είναι ο μισθός του. Είναι το ασφαλές χάσιμο θησαυρού κάθε άλλου κόπου. Οδηγεί στην απόγνωση και στην εξάλειψη της ελπίδος. Και τελικά στον αφανισμό της αγάπης. Αγάπης για τον πλησίον, αγάπης για τον Θεό. Και η οργή του Θεού έπεται.
Κατεβαίνοντας αυτό το σκαλί καταλαβαίνουμε ότι, το μίσος στον άνθρωπο και το ασυνείδητο μίσος στον εαυτό μας, η προσωπική απελπισία και η έλλειψη πίστης στον Θεό και την πρόνοιά Του είναι πλέον γεγονός.
Βιβλιογραφία – Κλίμαξ Αγίου Ιωάννου του Σιναϊτου
* Απαραίτητη διευκρίνηση: Οι πολέμιοι του Θεού βέβαια, έχουν κατέβει όλη την Κλίμακα. Εδώ έχουμε σχήμα λόγου, καθ’ ότι ο πολέμιος του Θεού δεν μπορεί να βρίσκεται στο προτελευταίο σκαλί της Κλίμακος, έχοντας απωλέσει μόνο το τελευταίο.
**Το κείμενο σ πλάγια γραφή χωρίς αναφορά (σε παρένθεση) σε συγγραφέα ή βιβλίο («xxxxx») αποτελεί κείμενο της Κλίμακος.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Άγιος Μακάριος αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ο Νοταράς (1731 – 17 Απριλίου 1805)


8889Ο Άγιος Μακάριος καταγόταν από τη σπουδαία οικογένεια των Νοταράδων. Πρόγονοί του υπήρξαν ο Νικόλαος (+1454) µέγας διερµηνέας του αυτοκράτορος Μανουήλ Β΄ του Παλαιολόγου (1391-1425), ο Λουκάς (+1453) µέγας δούκας του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (+1453) και συµµάρτυράς του, ο όσιος Γεράσιµος ο εν Κεφαλληνία (+1579), ο µοναχός Ѳεοφάνης Ιβηρίτης κατά κόσµον Ѳωµάς Ελεαβούλκος Νοταράς (16ος αι.), ο Δοσίθεος (+1707) Πατριάρχης Ιεροσολύµων, ο Χρύσανθος (+1731) Πατριάρχης Ιεροσολύµων, ο Γρηγόριος Μητροπολίτης Κορίνθου (+1792), ο Σπυρίδων προεστώς Κορινθίας (+1778) και τα τέκνα του Ιωάννης (+1826) ιατροφιλόσοφος και Φιλικός, Σωτήριος (+1844) δηµογέροντας Κορινθίας και Πανούτσος (+1849) λόγιος και νουνεχής πολιτικός της Πελοποννήσου. Ο πατέρας του Αγίου Γεωργαντάς Ν. Νοταράς (+1771), διακεκριµένος πρόκριτος της Κορινθίας, απέκτησε από τον γάµο του µέ τη νέα, µορφωµένη και ενάρετη Αναστασία πέντε υιούς και τέσσερεις θυγατέρες. Ο αδελφός του αγίου Νικόλαος τελείωσε τον βίο του µαρτυρικά (+1775) και η αδελφή του Ευφροσύνη εκάρη µοναχή. Ο κατά κόσµον Μιχαήλ Γ. Νοταράς γεννήθηκε το 1731 στα Τρίκαλα της Κορινθίας.
Διδάχθηκε τα πρώτα γράµµατα στο µοναστήρι της Παναγίας της ιδιαίτερης πατρίδος του από τον Κεφαλλήνα διδάσκαλο Ευστάθιο. Ως επιστάτης των κτηµάτων του πατέρα του απέτυχε, αφού µοίραζε και τα δικά του χρήµατα και δεν µπορούσε να συγκεντρώνει τις οφειλές των χρεωστών. Αλλά και η φυγή του προς τον µοναχισµό, στην ιστορική µονή του Μεγάλου Σπηλαίου, δεν επέτυχε, διότι ο πατέρας του δεν την επέτρεπε. Έτσι ο ενάρετος Μιχαήλ επέστρεπε στο σπίτι του και καταγινόταν µέ τη µελέτη των θείων γραφών. Μετά τον θάνατο του διδασκάλου του Ευσταθίου ανέλαβε ο ίδιος τη διδασκαλία των µαθητών της Κορίνθου επί εξαετία δωρεάν. Όταν το 1764 χήρευσε ο µητροπολιτικός θρόνος της Κορινθίας, όλος ο κλήρος και ο λαός της περιοχής ζήτησε τη δική του εκλογή και άνοδο. Έτσι και έγινε. Ѳεωρώντας την καθολική ψήφο ως κλήση Ѳεού, «έκλινεν εις τάς κοινάς δεήσεις και έστερξε να αναδειχθή το της Ιεραρχίας αξίωµα». Έλαβε και τους τρεις βαθµούς της ιερωσύνης και ονοµάσθηκε Μακάριος. Δεν εξέλαβε την αρχιερωσύνη ως εξουσία, άνεση και πλούτο, αλλά ως υψηλή διακονία, θυσία και προσφορά. Το αναµορφωτικό του έργο ήταν µεγάλο, µέ συχνά κηρύγµατα για µετάνοια στον διψασµένο και ακαλλιέργητο λαό, ίδρυση σχολείων, επιµόρφωση και αντικατάσταση του κλήρου. Ήθελε τους κληρικούς κατηρτισµένους, φωτισµένους, ευλογηµένους, ταπεινούς και αφιλοχρήµατους, όπως ήταν ο ίδιος. Πρόσεχε πολύ τις χειροτονίες του. Ήταν αυστηρός τηρητής των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Την πλούσια και καρποφόρα δράση του ανέκοψε ο Ρωσοτουρκικός πόλεµος του 1770, κατά τον οποίο η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά. Στη Ζάκυνθο παρέµεινε ο άγιος επί τριετία διδάσκοντας τον λαό. Στη µονή του Γενεσίου της Ѳεοτόκου Ζούρβας Ύδρας έµεινε µελετώντας και ασκητεύοντας στις γύρω σπηλιές. Δεν µπόρεσε να επιστρέφει στην επαρχία του και να συνεχίσει το θεάρεστο και φιλάνθρωπο έργο. Τώρα πλέον θα υπογράφει· «ο από Κορίνθου Μακάριος». Στην Ύδρα ο Άγιος Μακάριος είχε µία σηµαντική συνάντηση µέ ένα νέο από τη Νάξο, τον Νικόλαο Καλλιβούρτζη. Πρόκειται για τον µετέπειτα φιλάδελφο συνεργάτη του άγιο Νικόδηµο τον Αγιορείτη. Ο Γέρων Ѳεόκλητος Διονυσιάτης γράφει σχετικά: «Η συνάντηση αυτή υπήρξεν αποφασιστική διά την µετέπειτα ζωήν του Νικολάου. Οι δύο άνδρες έδωκαν τον εν Χριστώ ασπασµόν και εχωρίσθησαν απ’ αλλήλων µέ την νοσταλγίαν της µελλούσης συνεργασίας». Επίσης στην Ύδρα συναντήθηκε µέ µία άλλη ασκητική προσωπικότητα. Ήταν «ο εξακουστός Σίλβεστρος ο ερηµίτης, ο και Καππαδόκης, µετά της συνοδίας του, µία µορφή κορυφαίας πνευµατικής ακτινοβολίας, παρά τους πόδας του οποίου εδιδάχθη τα της αγγελικής πολιτείας και αυτός ο Αγιορείτης Νικόδηµος». Από την Ύδρα µετέβη στη Χίο, και από εκεί στο Άγιον Όρος.
Το 1777 ο άγιος Μακάριος ήλθε στο Άγιον Όρος. Ο βιογράφος του αγίου Νικοδήµου ιεροµόναχος Ευθύµιος γράφει: «Εις δε τους 1777 ήλθεν ο άγιος Κορίνθου Μακάριος και µετά την προσκύνησιν των ιερών Μοναστηρίων ήλθεν εις Καρυαίς και εφιλοξενήθη εις τον «Άγιον Αντώνιον» από έναν συντοπίτην του Γερο-Δαβίδ». Το Κελλί του Αγίου Αντωνίου, κοντά στις Καρυές, ανήκε στη µονή Βατοπαιδίου. Το είχε ανεγείρει, όπως είδαµε, ο άγιος Αθανάσιος ο Γ΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (+1654), εκεί όπου σήµερα είναι η σκήτη του Αγίου Ανδρέου. Στο ιερό αυτό Βατοπαιδινό Κελλί πραγµατοποιήθηκε µία δεύτερη πολύ σηµαντική συνάντηση δύο αγίων· του αγίου Μακαρίου και του από διετίας καρέντος µοναχού στην ιερά µονή Διονυσίου αγίου Νικοδήµου. Ο βιογράφος του δευτέρου Ευθύµιος σηµειώνει: «Και όντας αυτού έκραξε και τον Νικόδηµον και τον επαρακάλεσεν να θεωρήση την «Φιλοκαλίαν». Και µέ τούτον τον τρόπον άρχισεν ο ευλογηµένος». Η συνάντηση αυτή είναι πράγµατι ιστορική. Γράφει ο Γέρων Ѳεόκλητος Διονυσιάτης: «Η ηµέρα αυτή αποτελεί την απαρχήν, καθ’ ήν κατεβάλλετο το θεµέλιον της τεράστιας συγγραφικής οικοδοµής. Ησπάσαντο αλλήλους εν αγάπη οι Πνευµατοφόροι ούτοι άνδρες, ευφρανθέντες τώ πνεύµατι εκ της δευτέρας αυτών επικοινωνίας. Ο Άγιος Μακάριος ήτο τότε 47 ετών, ο δε Άγιος Νικόδηµος 28. Η µεγάλη αυτών φιλία, παρά την διαφοράν της ηλικίας, διά τον προσεκτικόν ιστορικόν του βίου του Αγίου Νικοδήμου ενέχει µεγάλη σηµασίαν, όταν µάλιστα ληφθή υπ’ όψιν, ότι ο Άγιος Μακάριος, εστραµµένος ακορέστως προς τα θεία, ουδέποτε θα εξέλεγε κοινωνόν των εαυτού πόθων και της αγάπης µή όµοιον αυτώ. Εκτός τούτου ο Άγιος Μακάριος ήτο και µέγας ασκητής, ών εις θέσιν να εκτιµά τους αξίους ασκητάς, ανθρώπους μεθ’ ών θα ηδύνατο να συνεννοήται και συνεργάζηται. Εις το Κελλίον τούτο παρέµειναν µακρόν διάστηµα συνοµιλούντες επί των προβληµάτων, άτινα απησχόλουν αυτούς και περί της απαιτουµένης φροντίδος, όπως προβούν το ταχύτερον εις εκδόσεις βιβλίων χάριν του πληρώµατος της Εκκλησίας και του Έθνους. Ο Άγιος Μακάριος µετ’ ολίγας ηµέρας, παρέδωκε τώ Αγίω Νικοδήµω την «Φιλοκαλίαν» χειρόγραφον, όπως την αποκαθάρη εκ των σφαλµάτων, ετοιµάση πρόλογον και τους συνοπτικούς βίους των εν αυτή αγίων συγγραφέων. Ωσαύτως ανέθηκε την επιδιόρθωσιν του «Ευεργετινού», όντος χειρογράφου, και το «Περί συνεχούς Ѳείας Μεταλήψεως»πονηµάτιον». Τα χειρόγραφα της περίφηµης Φιλοκαλίας που είχε συνθέσει ο άγιος Μακάριος, τα είχε αντιγράψει από τις πλούσιες αγιορειτικές βιβλιοθήκες, και ιδιαίτερα της ιεράς µονής Βατοπαιδίου, όπως αναφέρει σε µιά αξιόλογη επιστολή του ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (+1794) προς τον Βούλγαρο µοναχό Ѳεοδόσιο: Ο Μακάριος «ελθών εις το Άγιον Όρος του Αθω και µετ’ ανεκτιµήτου ζήλου και επιµελείας ερευνήσας απάσας τάς βιβλιοθήκας των µεγάλων ιερών µοναστηρίων, εύρε τοιαύτα πατερικά βιβλία, οία µέχρι τότε δεν είχεν αποκτήσει. Προ πάντων όµως εις την βιβλιοθήκην της ενδόξου και µεγάλης µονής του Βατοπεδίου ανεκάλυψε θησαυρόν, ήτοι βιβλίον περί ενώσεως του νοός µετά του Ѳεού, συλλεχθέν εις αρχαίους χρόνους υπό µεγάλων ζηλωτών εκ πάντων των αγίων, και έτερα περί προσευχής, τα οποία ηµείς µέχρι σήµερον αγνοούµεν. Ταύτα διά πολλών εξόδων αντέγραψεν εντός ολίγων ετών, τα ανέγνωσε δε επιµελώς ο ίδιος εκ του πρωτοτύπου και εγκύρως τα διώρθωσε, θέσας δε εν αρχή του βιβλίου εκάστου αγίου συγγραφέως και τον βίον αυτού εξήλθεν εξ Αγίου Όρους µετ’ αφάτου χαράς, ωσάν να απέκτησεν ουράνιον θησαυρόν επί της γής. Ελθών δε εις Σµύρνην, διά πολλών δε εξόδων συλλεχθέντων εκ της ελεηµοσύνης των χριστιανών απέστειλεν εις την Βενετίαν, ίνα εκδοθούν διά του τύπου τριάκοντα εξ πατερικά βιβλία». Έτσι φαίνεται πως ο άγιος Μακάριος σύνθεσε τον κύριο κορµό του σπουδαίου έργου της Φιλοκαλίας από κώδικες της ιεράς µονής Βατοπαιδίου του 12ου, 13ου και 14ου αιώνος. Ο καθηγητής κ. Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος δίκαια εκτιµά πως ο Βατοπαιδινός Κώδικας 605 του 13ου αιώνος «αποτελεί τον πυρήνα της Φιλοκαλίας του Μακαρίου», που περιλαµβάνει νηπτικοασκητικά κείµενα, από τα οποία επέλεξε τα κατά τη γνώµη του καλλίτερα. Η έκδοση της Φιλοκαλίας το 1782 αποτέλεσε σταθµό στην ορθόδοξη πνευµατική ζωή και χαρακτήρισε εύστοχα µία εποχή Γενάρχης, πατέρας και οδηγός του φιλοκαλισµού υπήρξε ο ταπεινός και αφανής επίσκοπος Μακάριος, ο υποµονετικός µελετητής, και αντιγραφέας χειρογράφων, ο προσευχόµενος ασκητής και φωτισµένος διδάσκαλος του δούλου Γένους.
Η σχέση του αγίου Μακαρίου µέ τη µονή Βατοπαιδίου καλλιεργήθηκε και µέσω της σχολής της, της παρακείµενης Αθωνιάδος Ακαδηµίας, της οποίας ο άγιος υπήρξε πνευµατικός πατέρας και οδηγός. «Η συµβολή του αγίου Μακαρίου µέ τη λάµπουσα αγιότητά του και οι πνευµατικές προσπάθειές του υπέρ της Σχολής είναι καταφανής. Οι µαθητές ανέρχονται πνευµατικές ανόδους, η τακτική εξοµολόγησις, η των Αχράντων Μυστηρίων Θεία Κοινωνία, η µελέτη των πατερικών κειµένων και γενικώς τα ασκητικά γυµνάσµατα αναδεικνύνουν από τότε την Αθωνιάδα πραγµατικό στάδιο πνευµατικών αρετών». Ο άγιος Μακάριος συνδεόταν στενά µέ τον Σχολάρχη της Αθωνιάδος άγιο Αθανάσιο Πάριο, τον άριστο µελλοντικό βιογράφο του και ακόλουθό του στη Χίο. Ο άγιος Αθανάσιος ως Σχολάρχης «είχε σύµβουλο τον εν Αθω εφησυχάζοντα πρώην Κορίνθου άγιο Μακάριο, του οποίου η πνευµατική πατρότης επεκταθείσα και εις τους µαθητάς της Αθωνιάδος υπήρξε ανεκτίµητη»
Η συνεργασία των οσίων Αθανασίου και Μακαρίου απέδωσε καρπούς. «Η Αθωνιάς γνωρίζει τότε λαµπράς ηµέρας, οι µαθηταί προέκοπτον εις µόρφωσιν και αρετήν. Την πνευµατικήν καθοδήγησιν της Σχολής ανέλαβεν εν πολλοίς ο εφησυχάζων, λόγω των περιστάσεων, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου άγιος Μακάριος Νοταράς, ο µετ’ έπειτα συνασκητεύσας µε τα του Αθανασίου Παρίου εις Ρεστά Χίου»
Για ένα διάστηµα ο άγιος Μακάριος παρέµεινε στην Καλύβη του Αγίου Παντελεήµονος της ιεράς σκήτης του Τιµίου Προδρόµου της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, στην οποία υπήρχε ράβδος «εφ’ ής στηριζόµενος προσηύχετο». Εξάλλου στο Βατοπαιδινό Κελλί των Καρυών του Αγίου Χαραλάπους υπήρχε αντιµήνσιο του. Στο Λαυριώτικο Κελλί των Καρυών του Αγίου Γεωργίου των Σκουρταίων ο Άγιος Μακάριος εκάρη µεγαλόσχηµος µοναχός από τον ενάρετο Γέροντα Παρθένιο
Ο άγιος Μακάριος υπήρξε «κύριος φορέας» ηγετική μορφή», «εµψυχωτής του κινήµατος», «πρωταγωνιστής του κινήµατος», των ιεροπρεπών Κολλυβάδων. Πρόκειται για ένα τελικά γνήσια αναγεννητικό και αναµορφωτικό αγιορειτικό κίνηµα, που ενώ ξεκίνησε µέ αφορµή τη µή τέλεση των πένθιµων µνηµοσύνων µετά κολλύβων την αναστάσιµη ηµέρα του Κυρίου Κυριακή, κατέληξε σε σηµαντικό αντίκρουσµα του ευρωπαϊκού διαφωτισµού, µέ αξιόλογες εκδόσεις και επιστροφή στη ζωηφόρο Ορθόδοξη Παράδοση, µέ αγιογραφική και αγιοπατερική µελέτη, αγιοπαράδοτη νήψη, καθαρή προσευχή, εγνωσµένη µυστηριακή ζωή και θεία λατρεία του αρχαιοθεσµοθετημένου και ακραιφνούς µοναχισµού
Η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου είχε σταθερά ταχθεί υπέρ του υγιούς φρονήµατος των ιερών Κολλυβάδων, µέ τους οποίους συνδεόταν διά διαφόρων τρόπων και κυρίως των τριών οσίων προµάχων του φιλοκαλικού κινήµατος Μακαρίου, Νικοδήµου και Αθανασίου.
Από το Άγιον Όρος ο Άγιος Μακάριος µετέβη στη Χίο, και από εκεί σύντοµα στην Πάτµο, όπου έγινε κτίτορας του Καθίσµατος Αγίων Πάντων Κουµάνας. Κατά τη δεκαετή περίπου εκεί παραµονή του συναντήθηκε µέ τους όσιους Κολλυβάδες ιεροµονάχους Νήφωνα τον Χίο (+1809) και Γρηγόριο τον Νισύριο (+1812). Με τον Νήφωνα µετέβη για ένα διάστηµα στους Λειψούς και αργότερα στην Ικαρία. Επίσης µετέβη στην Ύδρα και Κόρινθο για κληρονοµικές του υποθέσεις, τις οποίες απεποιήθη, πάλι στο Άγιον Όρος, το 1784, προς συνάντηση οµοψύχων φίλων και αδελφών, στη Σµύρνη, για την έκδοση ψυχωφελών βιβλίων και τέλος στη Χίο. Στη Χίο ο άγιος παρέµεινε την τελευταία δωδεκαετία της ζωής του, µέ άσκηση, µελέτη, συγγραφή, προσευχή και διδασκαλία. Διέµεινε στις κατάφυτες υπώρειες του όρους Άπους, στον ναΐσκο των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, κοντά στο Βροντάδος. Το ταπεινό κελλί του έγινε φροντιστήριο, θεραπευτήριο, διδακτήριο και εξοµολογητήριο πολλών ευλαβών Χιωτών, αλλά και θύρα ελέους. Ο βιογράφος του Άγιος Αθανάσιος Πάριος γράφει: «Εις τους χρείαν έχοντας έδιδε αυτός από εκείνα οπού του ευρίσκοντο· εις τον άλλον έδιδε διά να αγοράση ζώον, εις άλλον διά να κτίση το σπίτι του, εις άλλον προς κατασκευήν καϊκίου, εις άλλον διά να ξεπληρώση τον χρεοφειλέτην του, εις άλλον προς υπανδρείαν της κόρης του. Ευρέθησαν πολλοί άνδρες και γυναίκες, οπού µετά τον θάνατόν του οδυρόµενοι την ζωήν τους εκήρυττον, ότι τους είχε µηνιαίαν δόσιν διωρισµένην εις χρόνους πολλούς και τους εκυβέρνα καθένα κατά την ανάγκην του».
Το κήρυγµά του ωφελούσε, γιατί ήταν απλό και βιωµατικό, όπως απλή και καθαρή ήταν η ζωή του αγίου: «Πώς ήτον βολετόν να µήν ωφελούνται οι Χριστιανοί εκείνοι, οι οποίοι πρώτον µέν έβλεπον έναν Αρχιερέα Κορίνθου να τους διδάσκη µέ ένα σχήµα ταπεινότατον, µέ ενδύµατα πενιχρότατα, µέ ένα φαινόµενον ευτελέστατον· κατ’ αλήθειαν, λέγω, το καλυµµαύχι της κεφαλής του άλλος κανένας δεν ήθελε να καταδεχθή να το φορέση· δεύτερον δέ, το οποίον µάλιστα έχει και την πρώτην δύναµιν, πώς ήτον βολετόν να µήν ωφελούνται οι Χριστιανοί, οπού και αόκνως τους εδίδασκε και χωρίς να ζητή από αυτούς ούτε ολίγον διά πληρωµήν»
Η επίδρασή του ήταν µεγάλη στον ευσεβή χιακό λαό: «Ποίος τον έβλεπε και να µήν τον ευλαβυθή. Να βλέπης ένα Δεσπότην και ποίον, του Νοταρά του Γεωργαντά τον υϊόν, τον πρόεδρον της Κορίνθου, να περπατή με ένα ζευγάρι ευτελή παπούτσια, µέ ευτελέστατον ράσο και να τρέχουν οι οφθαλµοί του αενάως δάκρυα, να κηρύττη τον λόγο του Ѳεού εις τάς εκκλησίας του Βροντάδου και εις οιανδήποτε άλλο µέρος ευρίσκετο. Από την γλυκύτητα των λόγων του, το ταπεινόν και πράον ύφος του τον ευλαβούντο όχι µόνο οι Χριστιανοί, αλλά και οι Φράγκοι και οι Αγαρηνοί».
Ένα ακόμη σπουδαίο έργο του Αγίου είναι ότι υπήρξε αλείπτης νεοµαρτύρων, εµπνευστής, χειραγωγός, εξοµολόγος αγίων µαρτύρων, όπως, Πολύδωρου του Κύπριου (+1794), Ѳεόδωρου Βυζάντιου του Μυτιληναίου (+1795), Δηµήτριου του Πελοποννήσιου (+1803), Μάρκου του Νέου (+1801) και Αγγελή του Αργείου (+1813). Επίσης συνδεόταν ιδιαίτερα µέ τους οσίους Αθανάσιο Πάριο (+1813), Νικηφόρο Χίο (+1821) και Νήφωνα τον Κοινοβιάρχη (+1809) και τις ιερές µορφές: Νείλο Καλόγνωµο, Ιωσήφ από Φουρνά, Ιωάσαφ Ρόδιο, Μελέτιο Νικοµηδείας, Δωρόθεο Πρώϊο (+1821) και άλλους. Ως το τέλος της ζωής του ο άγιος υπήρξε ακµαίος αγωνιστής του πνεύµατος. Το κηρυκτικό, εξοµολογητικό, λειτουργικό , ασκητικονηπτικό , συγγραφικό , επιστολογραφικό του έργο ήταν πλούσιο. Έργα του προσωπικά, εκδεδοµένα και ανέκδοτα, κυρίως αγιολογικά, ή συνταχθέντα και µέ άλλους, όπως τους αγίους Νικόδηµο Αγιορείτη και Αθανάσιο Πάριο, έχουν εκδοθεί αρκετές φορές και έχουν αγαπηθεί. Ασθενήσας από ηµιπληγία προ του τέλους του συνέχισε να προσεύχεται µετά θερµών δακρύων, να κοινωνεί των αχράντων µυστηρίων καθηµερινώς, συµβουλεύοντας και τον λαό, που ερχόταν να λάβει την ευχή και ευλογία του. Εκοιµήθη και ανεπαύθη από τους πολλούς και µακρούς αγώνες του στις 17 Απριλίου 1805.
Ετάφη στη νότια πλευρά του προαυλίου του ναού των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, όπου σήµερα ο τάφος του αγίου είναι συνδεδεµένος µέ τον ναό. Η ανακοµιδή των τιµίων λειψάνων του έγινε το 1808. Τεµάχια των λειψάνων του και εικόνες του υπάρχουν σε µονές, ναούς και οικίες πιστών στη Χίο και αλλού. Αναφέρονται θαύµατα που επιτελούνται στους πιστούς που τα ασπάζονται
Επίσηµη αναγνώριση της αγιότητός του δεν έχουμε. Πολλοί έγραψαν πολλά περί αυτού. Τον ένθεο βίο του και τη θεάρεστη πολιτεία του έγραψε µέ αγάπη ο πιστός ακόλουθος, φιλάδελφος, οµόφρονας και οµόψυχος Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος. Από αυτόν αντλούν τα στοιχεία της βιογραφίας του όλοι οι ασχοληθέντες κατόπιν µέ τον βίο του. Η βιογραφία του Αγίου Αθανασίου σώζεται σε πέντε κώδικες µαζί µέ την ακολουθία που συνέθεσε ο άγιος Αθανάσιος και άλλη που συνέθεσε ο άγιος Νικηφόρος ο Χίος γνώρισε πολλές εκδόσεις. Η µνήµη του τιµάται στις 17 Απριλίου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007

Η «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών»Ιωάννης Κορναράκης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών (+)


Η «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών» είναι συλλογή πατερικών κειμένων, τα οποία έχουν ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο. Το περιεχόμενο αυτό αναφέρεται στη μυστική, δηλ. εσωτερική ψυχική εργασία της καθάρσεως του νου και της καρδίας. Γι’ αυτό τα πατερικά κείμενα της «Φιλοκαλίας» παρουσιάζουν διαστάσεις και όψεις της μυστικής θεολογίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επειδή δε η βίωση της μυστικής αυτής πνευματικής εργασίας πραγματοποιείται υπό τον όρο της αδιαλείπτου εγρηγόρσεως της ψυχής, της νήψεως, τα πατερικά αυτά κείμενα χαρακτηρίζονται και «νηπτικά».
Η λέξη «νήψις» ετυμολογείται από το ρήμα «νήφω», που σημαίνει- δεν πίνω οίνο, είμαι νηφάλιος, διάγω βίο εγκρατή, είμαι σώφρων, ήρεμος, κόσμιος. Επομένως τα νηπτικά πατερικά συγγράμματα είναι τα κείμενα εκείνα που, όπως θα λέγαμε σήμερα, παρουσιάζουν την «υπαρξιακήν» όψη της ηθικής και πνευματικής εργασίας της καθάρσεως του νου και της καρδιάς, με την οποία ο πιστός προσεγγίζει στην περιοχή της θείας παρουσίας και ενεργείας. Τα νηπτικά πατερικά κείμενα δεν είναι κείμενα αφηρημένων θρησκευτικών στοχασμών ή θεωρητικής ηθικής διδασκαλίας. Είναι «το μεγαλόπνοον απαύγασμα ηγιασμένου ασκητικού βιώματος θειοτάτων πατερικών μορφών, επί των οποίων επέλαμψε το πανάγιον και φωτιστικόν πνεύμα». Για τούτο πολύ εύστοχα η «Φιλοκαλία», συγκρινόμενη προς τα λοιπά πατερικά κείμενα, χαρακτηρίζεται από τους εκδότες της εκδόσεως που κυκλοφορεί, ως το «Αγιον των Αγίων».

Η «υπαρξιακή» σημασία των νηπτικών πατερικών κειμένων καταφαίνεται στις ημέρες μας από την εκτίμηση που εκδηλώνουν προς αυτά όλο και περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι, θεολόγοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι. Μάλιστα σε ορισμένες εποχές ηθικής και πνευματικής κρίσεως ένα μεγάλο μέρος των πιστών της ορθοδόξου Εκκλησίας βρήκε στα νηπτικά πατερικά κείμενα την «πηγήν του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4,14).
Στον πρόλογο της εκδόσεως της «Φιλοκαλίας», που κυκλοφορεί σήμερα, υπενθυμίζεται ότι η πρώτη έκδοσή της προκάλεσε «ενθουσιαστικόν συναγερμόν εις το ορθόδοξον πλήρωμα… Ολόκληρη η έκδοσις της Βενετίας του 1782 εγένετο ανάρπαστος από μονάζοντας και μη, εις τας περιοχάς των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Εκκλησιών, αλλά και πέραν αυτών». Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μια εργασία του γνωστού ρωμαιοκαθολικού θρησκειοψυχολόγου Καθηγητού Γεωργίου Wunderle με θέμα, «Ψυχολογία της ησυχαστικής προσευχής», που κυκλοφόρησε το έτος 1947, έγινε κυριολεκτικώς ανάρπαστη και εκδόθηκε για δεύτερη φορά. Ο Wunderle υπογραμμίζει ζωηρά πως υπάρχουν στην Ευρώπη πολλοί απλοί άνθρωποι αλλά και διανοούμενοι που δεν ενδιαφέρονται απλώς για την «Φιλοκαλία» αλλά που ασκούνται και υποτάσσονται στους κανόνες της νηπτικής ζωής της «Φιλοκαλίας».
Έτσι τα νηπτικά πατερικά κείμενα δεν προορίζονται μόνο για τους μοναχούς και τους ασκητές. Απευθύνονται πάντοτε προς όλους αυτούς τους πιστούς, που, συνεπείς στην προτροπή του Κυρίου· «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε» (Ματθ. 26, 41), προσπαθούν να αγωνίζονται «νομίμως» (Β’ Τιμ. 2,5) τον καλό αγώνα της πίστεως. Με το πνεύμα δε αυτό προλογίζοντας την πρώτη έκδοση της «Φιλοκαλίας» ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης προσκαλεί τους λαϊκούς και τους μοναχούς να αξιοποιήσουν υπαρξιακά τους θησαυρούς των πατερικών νηπτικών κειμένων.
«Έλθετε πάντες όσοι κλήσεως ορθοδόξου τυγχά¬νετε μέτοχοι, συνάμα Λαϊκοί τε και Μοναχοί, οι την εντός υμών ούσαν του Θεού Βασιλείαν και τον εν τω αγρώ της καρδίας κεκρυμμένον ευρηκέναι σπουδάζοντες θησαυρόν, ος έστιν ο γλυκύς Ιησούς Χριστός· ίν’ όπως, της περί τα κάτω αιχμαλωσίας, και της περιφοράς του νοός υμών ελευθερωθέντος, και της καρδίας των παθών καθαρθείσης, διά της αδιάλειπτου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φοβεράς επικλήσεως, και των λοιπών συνεργών αρετών, των εν τη παρούση Βίβλω διδασκομένων, ενωθείητε μεν προς εαυτούς, δι’ εαυτών δε και προς Θεόν, κατά την προς τον Πατέρα του Κυρίου παράκλησιν, ίνα ώσι, λέγοντος, εν, ως ημείς εν έσμεν.. .». Πράγματι, η μεγάλη υπηρεσία που και σήμερα ημπορεί να προσφέρει η έμπρακτη μελέτη των πατερικών νηπτικών κειμένων είναι η ψυχική ανασυγκρότηση και εσωτερική ενοποίηση της προσωπικότητας του χριστιανού που θα ήθελε να βιώνει αυθεντικά την πιστή του στο Χριστό. Είναι φανερό πλέον ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής διεγείρει ενδιαφέροντα που ανήκουν στην περιοχή της ανέσεως, του υλικού κέρδους, της ηθικής χαλαρώσεως και γενικά της εγωιστικής και ατομικιστικής επιδιώξεως. Μέσα στο πνεύμα καθενός ανθρώπου παγιώνεται αδιάσειστα η βασική σκέψη πως πρέπει να κυνηγά καθετί που εξασφαλίζει άνεση, ευχαρίστηση και υλική ασφάλεια. Αλλά μια τέτοια υπαρξιακή προοπτική γεννά τυραννικό άγχος μέσα στο βάθος της ανθρώπινης προσωπικότητας και διασπά την εσωτερική της ενότητα. Κάνει τον άνθρωπο δίψυχο και επομένως «ακατάστατον εν πάσαις ταις οδοίς αυτού» (Ιακώβ. 1,8).
Η αγχωτική αυτή ψυχολογική πραγματικότητα, που είναι προϊόν της ηθικής κα! πνευματικής αναπηρίας του συγχρόνου χριστιανού, υπογραμμίζει επίσης την ανεκτίμητη σημασία των πατερικών νηπτικών κειμένων. Όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος, το ουσιαστικό αποτέλεσμα της υπαρξιακής αξιοποιήσεως των κειμένων αυτών είναι η εσωτερική ενότητα της προσωπικότητας του πιστού και συνεπώς η ενότητα αυτού με τον Θεό.
Αξίζει λοιπόν να εντρυφήσει κανείς στις δροσιστικές, αλλά πολλές φορές και καυστικές, σελίδες της «Φιλοκαλίας» για να αποκτήσει την πνευματική εκείνη διαύγεια που θα τον κάνει ικανό να πραγματώνει την απροκατάληπτη αυτοθεώρησή του. Η μελέτη των νηπτικών πατερικών κειμένων μπορεί πάντοτε και κατ’ εξοχήν σήμερα να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε το είδος και την ποιότητα του πνευματικού μας περιεχομένου. Μια τέτοια αυτοθεώρηση είναι η μοναδική αφετηρία για μια δυναμική πνευματική προσπάθεια προς ενοποίηση και εξαγιασμό της ψυχής μας.
(Ιωάννου Κορναράκη, «Φιλοκαλικά θέματα», εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη – Θεσ/νίκη, σ. 5-10)