Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Η Ακαδημαϊκή Θεολογία κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο τού Έσσεξ Διπλωματική Μεταπτυχιακή εργασία π. Matthew Penney

 

 

Εικόνα: π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Δεύτερο Κεφάλαιο: Οι προϋποθέσεις τής χαρισματικής γνώσεως

B. Η άσκηση της Εκκλησίας

Ο ασκητισμός είναι η μεθοδολογία της Εκκλησίας δια της οποίας εκφράζονται τα πρακτικά βήματα, στα οποία βαδίζοντας ο πιστός ακολουθεί τη διαδικασία την οποία ακολούθησαν οι πριν από αυτόν και πέτυχαν την ένωση με τον Θεό. Αυτό εννοούμε όταν λέμε "επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσιν"· οφείλουμε να ακολουθήσου με όχι μόνο τις διδασκαλίες τους, αλλά και να μιμηθούμε τον τρόπο ζωής τους[101]. Από την πρακτική ενάσκηση των αρετών, υπό την καθοδήγηση ενός έμπειρου οδηγού, να καθαρθούμε, να οδηγηθούμε στο φωτισμό και τη θέωση όπως εκείνοι. [102]

Ωστόσο, όπως ο π. Ζαχαρίας (Ζάχαρος) επισημαίνει, «δεν υπάρχουν συνταγές» στην πνευματική ζωή[103]. Οι Πατέρες της Εκκλησίας περιγράφουν τη γενική ασκητική πορεία με την οποία κάποιος επιτυγχάνει τη σωτηρία και την ένωση με τον Θεό. Ο Θεός ωστόσο, ως Υπόστασις-Πρόσωπον και ως εκ τούτου εκφραζόμενος εν απολύτω ελευθερία, δίνει αυτά τα δώρα στο δικό Του χρόνο και σύμφωνα με την κρίση Του. Ο Χριστιανικός ασκητισμός δεν είναι κάποιο είδος επιχειρηματικής συναλλαγής κατά την οποία ο άνθρωπος κάνει θυσίες προς τον Θεό, με σκοπό την αντιμισθία. Αντίθετα, όπως ο άγιος Μάξιμος διδάσκει, ο στόχος του ασκητισμού είναι ο εξαγνισμός της αγάπης μας. [104] Αν αντιληφθούμε τον ασκητισμό σε αυτή την προοπτική, καθίσταται απαραίτητος ως προετοιμασία για την πρόσωπο με Πρόσωπο συνάντηση του κτιστού με το άκτιστο στη βάση της θεωρίας του Θεού. [105]

Στον π. Σωφρόνιο ωστόσο η θυσιαστική πλευρά του ασκητισμού δεν είναι απούσα. Γράφει:

"Συχνάκις κατά την διάρκειαν της ζωής αυτών, ποιηταί και ζωγράφοι, συγγραφείς και μουσικοί, υπομένουν προθύμως πάσαν στέρησιν εξ αγάπης προς την τέχνην. Ούτως, και έτι πλέον, εκείνοι εις τους οποίους εδόθη το προνόμιον να ψαύσουν της ουρανίου φλογός υφίστανται μετά χαράς τα πάντα". [106]

Καθώς ένα πρόσωπο αγωνίζεται για την προσωπική γνώση του Θεού, η θυσία για την αγάπη απαιτείται[107]. Πρόκειται για μια κατανόηση του ασκητισμού για την οποία ο π. Νικόλαος (Σαχάρωφ) σημειώνει «Γι' αυτόν [π. Σωφρόνιο], η θεολογία πηγάζει από τη θεωρία και, ως εκ τούτου, η πρώτη προϋποθέτει ασκητική προετοιμασία»[108].

 

1. Η τήρηση των εντολών

Κατά τις τελευταίες στιγμές με τους μαθητές Του ο Χριστός, λίγο πριν την σταύρωση, τονίζει ποια θα είναι η απόδειξη της αγάπης τους προς Αυτόν: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιωάννης 14,15). Σε όλα τα γραπτά του π. Σωφρόνιου επισημαίνεται ότι η «θυσία της αγάπης» που απαιτείται από τον ασκητισμό είναι κυρίως η τήρηση των εντολών του Χριστού. [109] Ενδιαφέρον είναι το εξής χωρίο: «Δεν υπάρχει άλλη οδός προς τη γνώση αυτή [της βιωθείσας εμπειρίας] παρά η οδός της τηρήσεως όλων εκείνων τα οποία έθεσε ως εντολή ο Χριστός (βλέπε Ματθαίος κη' 20)». Η τήρηση των εντολών δεν είναι μόνο η σφραγίδα της πίστης στο Χριστό, ή η βασική προετοιμασία για την κοινωνία στο Είναι με τον Θεό. Πρωτίστως είναι η αυτοαποκάλυψη του Θεού.[110]  Ως εκ τούτου, οδηγούν τον άνθρωπο «στη μεθόριον» μεταξύ κτιστού και Ακτίστου:

"Αι εντολαί του Χριστού είναι κατά την ουσίαν αυτών αυτοαποκάλυψις Θεού· εκπεφρασμέναι δια γηΐνων λέξεων φαίνονται εις ημάς σχετικαί, αλλά θέτουν εκείνον, όστις τηρεί αυτάς, ως ώφειλεν, εις το μεθόριον μεταξύ του σχετικού και του απολύτου, του πεπερασμένου και του απείρου, του αιτιοκρατουμένου και του αυτεξουσίου".111

Σε αυτό το κατώφλι ο άνθρωπος δύναται να λάβει τη χαρισματική γνώση.112 Αυτό πραγματώνεται όχι εκ της λογικής του ανθρώπου αλλά εξαιτίας της ζωντανής μεταμόρφωσης ως το αποτέλεσμα της τήρησης των εντολών για τον πιστό. «Η πίστη … μάς καλεί στη γνώση των Θείων Μυστηρίων, όχι με τη χρήση της λογικής, αλλά με την παραμονή στις εντολές του Χριστού»113. Η προσωπικότητα του Αγίου Σιλουανού δίδει ένα πρωτότυπο παράδειγμα. Σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο:

"Δι' όλου του είναι αυτού ο Γέρων εμαρτύρει ότι η γνώσις των υψίστων πνευματικών αληθειών έγκειται εις την οδόν της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών και ουχί εις την "θύραθεν παιδείαν". Έζη εν τω Θεώ και άνωθεν[114] ελάμβανε τον φωτισμόν, η δε γνώσις αυτού δεν ήτο η αφηρημένη κατανόησις, αλλ' η υπαρκτική, τουτέστιν αυτή αύτη η ζωή". [115]

Καθίσταται σαφές ότι ο βασικός στόχος της ασκητικής ζωής, προϋπόθεση της χαρισματικής γνώσης, είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού. Ο π. Σωφρόνιος το αντιλαμβάνεται αυτό ως γενική αρχή κάθε ασκητικής και γενικότερα εκκλησιαστικής πρακτικής. Στη συνέχεια θα αναλύσουμε τις ιδιαίτερες πτυχές ασκητικής πράξης που ο π. Σωφρόνιος προσδιορίζει.

 

2. Μνήμη θανάτου και φόβος του Θεού

Την αφόρμηση στην ανάλυσή μας από τη μνήμη θανάτου και τον φόβο του Θεού θα τη λάβουμε από τη σειρά, που ακολουθεί ο π. Σωφρόνιος, στο βιβλίο του Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί. Ορίζει τη μνήμη θανάτου:

"Είναι ιδιαιτέρα τις κατάστασις κατά την οποίαν η αιωνιότης κρούει την θύραν της καρδίας του διαμένοντος εν τω σκότει της αμαρτίας ανθρώπου. Τότε το Πνεύμα του Θεού μη γνωστόν εισέτι, ανεξιχνίαστον και κρυπτόμενον, μεταδίδει εις το πνεύμα του ανθρώπου την δυσερμήνευτον θεώρησιν του περιβάλλοντος κόσμου: Άπαν το κτιστόν είναι, εσφραγισμένον απ' αρχής δια της φθοράς, παρουσιάζεται άνευ νοήματος, βεβυθισμένον εις τον γνόφον του θανάτου". [116]

Σκοπός αυτής της κατάστασης είναι να αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εφήμερο κτιστό κόσμο καθώς και να αφαιρέσει τις ψευδείς και παράλογες φαντασιώσεις του για τη σταθερότητα - μονιμότητα της φυσικής δημιουργίας. Αυτό αναγκάζει τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο την ανυπαρξία, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει απ' αυτήν[117]. Είτε ζει κανείς μια ώρα είτε χίλια έτη ο άνθρωπος που διακατέχεται από τη χάρη της μνήμης του θανάτου αντικρίζει μόνο την ανυπαρξία, που βρίσκεται αναπόφευκτα μπροστά του. Δίπλα στην αιωνιότητα, το εφήμερο ακόμη και χιλιάδων ετών ανθρώπινης ζωής μοιάζει μοναχά σα μια ανάσα. Προκειμένου για τον άνθρωπο που προσκολλάται τόσο μανιωδώς στη αυτοδιαφύλαξή του μετά την πτώση του Αδάμ για να απελευθερωθεί από τα δεσμά του και να ανοίξει τα μάτια του στην αιωνιότητα, ο Θεός δίνει τη χάρη της μνήμης του θανάτου118.

Εάν η μνήμη του θανάτου διδάσκει στον άνθρωπο να βλέπει μέσα στο χρόνο και την αιωνιότητα, να αντιλαμβάνεται τον κτιστό κόσμο και τη θέση του μέσα σε αυτόν ρεαλιστικά, ο φόβος Θεού καθαρίζει από τις αυταπάτες του μεταβλητού και επαναπροσδιορίζει οντολογικώς τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Ο π. Σωφρόνιος λέει ότι το πιο σημαντικό είδος φόβου του Θεού είναι «της "φρίκης" να αποδειχθώμεν ανάξιοι του Θεού»119. Αυτό μπορεί να φαίνεται απλό ή ακόμα και παιδαριώδες, αλλά προξενεί τέτοια αλλαγή στην ψυχή του ανθρώπου που ο ίδιος πλέον δεν ανησυχεί για τις επίγειες έγνοιες ούτε μεριμνά για την απόκτηση δόξας από τον συνάνθρωπό του120. Συνέπεια αυτής της συνειδητοποίησης είναι η είσοδος του ανθρώπου στην οδό προς την σοφία (Ψαλμ 111, 10), όπου βιώνει την κατάσταση της κάθαρσης που του επιτρέπει να αντικρίσει τόσο το θάνατο που επέφερε η αμαρτία του όσο και την πλήρη αγιότητα και τελειότητα του Θεού. Αληθινός φόβος Θεού, όπως και πραγματική μνήμη του θανάτου, είναι η χαρισματική εμπειρία της χάριτος, απαραίτητη για τον άνθρωπο να προσεγγίσει τον Τριαδικό Θεό:

Ο φόβος ούτος κατέρχεται εφ' ημάς Άνωθεν. Είναι πνευματική αίσθησις προ παντός του Θεού, ύστερον δε και ημών των ιδίων. Ζώμεν εν καταστάσει φόβου ένεκα της ζώσης παρουσίας του Ζώντος Θεού, έχοντες εν ταυτώ συνείδησιν της ρυπαρότητος ημών… άνευ της καθαρτικής αυτού ενεργείας [του φόβου Θεού] δεν θα αποκαλυφθή εις ημάς η οδός προς την τελείαν αγάπην του Θεού. 121

Το πρώτο στάδιο της πορείας του ανθρώπου προς τον Θεό είναι η αποκόλληση από τον κόσμο και την φανταστική ενατένιση της υπάρξεώς του, δια μέσου της μνήμης του θανάτου και του φόβου του Θεού.

 

3. Μετάνοια

Η μετάνοια είναι μία από τις πλέον σημαντικές πτυχές του ασκητισμού, αν όχι η σημαντικότερη, και θεμέλιό του. 122 Ο π. Σωφρόνιος γράφει στον Δαβίδ Μπάλφουρ ότι μετάνοια είναι «αληθινά η μόνη ορθή αρχή και βάση της πνευματικής ζωής… »123. Αποτελεί, μαζί με την πίστη, μία από τις κυριότερες προϋποθέσεις για τη Θεογνωσία, καθώς, «δια της χάριτος της μετανοίας…., η Αλήθεια εν τη πρωταρχική αυτής αγιότητι μεταδίδεται εις ημάς ως ζωή του Ιδίου του Θεού»124.

O π. Σωφρόνιος δίνει μια εξαιρετική περιγραφή της μετάνοιας:

"Η μετάνοια είναι το Θείον θαύμα δια την αποκατάστασιν ημών μετά την πτώσιν. Η μετάνοια είναι έκχυσις θείας εμπνεύσεως εφ' ημάς, δυνάμει της οποίας ανυψούμεθα προς τον Θεόν, τον Πατέρα ημών, ίνα ζήσωμεν αιωνίως εν τω φωτί της αγάπης αυτού. Δια της μετανοίας συντελείται η θέωσις ημών. Τούτο είναι γεγονός ασυλλήπτου μεγαλείου". 125

Ωστόσο ο άνθρωπος προτού να είναι σε θέση να ανέβει προς τον Θεό, βιώνει μια κατάσταση που παρομοιάζεται με τη κόλαση126, μετά την πτώση του διαστρεβλωμένου εαυτού του, και κατά τη διάρκεια του αγώνα να αποκατασταθεί. Και πάλι όμως βιώνει την κόλαση της αγάπης του Θεού και του πλησίον του, δηλαδή, νοιώθει ανάξιος της κενωτικής αγάπης του Θεού: «Καταυγασθέντες κατ' αρχάς υπό του Φωτός, καθοδηγηθέντες υπό της χειρός του Θεού εις νέαν, άγνωστον μέχρι τότε, και "υψηλήν" οδόν, συναντώμεν δύο μεγαλειώδεις βαθμίδας: Το όνομα της μιας είναι "Άδης μετανοίας", της άλλης δε "Άδης αγάπης"»127.

Η πορευτική διαδικασία δια της μετάνοιας εξηγείται πιο συγκεκριμένα από τον π. Σωφρόνιο.

"Εν τη αρχή της μετανοίας επικρατεί θλίψις, συντόμως όμως διαπιστούμεν ότι διεισδύει εντός ημών ενέργεια νέας ζωής, επιφέρουσα θαυμαστήν αλλοίωσιν του νου. Αυτή καθ' εαυτήν η κίνησις προς μετάνοιαν εμφανίζεται ως ανεύρεσις του Θεού της αγάπης. Ενώπιον του πνεύματος ημών διαγράφεται ευκρινέστερον η απεριγράπτως μεγαλοπρεπής εικών του Πρωτοπλάστου Ανθρώπου. Ατενίζοντες εις το κάλλος τούτο ανακαλύπτομεν οποίαν φοβεράν διαστροφήν υπέστη εν ημίν η πρωταρχική ιδέα του Δημιουργού περί ημών… Η χάρις της μετανοίας αποκαλύπτει εν ημίν την εικόνα του Υιού του Πατρός. Ω, πόσον οδυνηρά είναι η πορεία αυτή!128

Το σημαντικό αγαθό στην πορεία της μετάνοιας είναι ότι επαναφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να λάβει το άκτιστο Φως129. Αυτό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αποκαλύπτει την ανάγκη ο άνθρωπος να πορευτεί εντός της προσωπικής κοινωνίας στο Είναι και της Θεογνωσίας. Η οπτασία του φωτός πάντα προηγείται, «η άσκησις της μετανοίας, η καθαίρουσα ημας από των παθών»130. Κατόπιν δίδεται ως δώρο στον άνθρωπο η είσοδος στα μυστήρια του Θεού: «Ουχί άλλως, ει μη δια μετανοίας αφομοιούμεν υπαρκτικώς την Αποκάλυψιν, τίνι τρόπω συνελήφθη ο άνθρωπος εν τη προαιωνίω Βουλή του Τριαδικού Θεού προ καταβολής κόσμου»131. Επίσης, όπως σημειώσαμε, με τη μνήμη του θανάτου και το φόβο Θεού, η μετάνοια οδηγεί στο «μεθόριον» μεταξύ [132] Ακτίστου και κτιστού, όπου κάποιος δύναται να βιώσει υπαρξιακά μια «πρόγευσιν της Θείας παγκοσμιότητος»[133]. Η ανάγκη μετάνοιας ως της θεμελιώδους πτυχής του ασκητισμού, για τη είσοδο στη Θεογνωσία, είναι προφανής: «Η οδός προς την αγίαν θεωρίαν διέρχεται δια της μετανοίας»[134]. Καρπός της μετάνοιας είναι τα δάκρυα.

 

4. Δάκρυα

Τα δάκρυα ο π. Σωφρόνιος τα διακρίνει σε δύο κατηγορίες τα ψυχολογικά και τα πνευματικά. Τα πρώτα είναι μία φυσική κατάσταση του ανθρώπου οφειλόμενα στο συναίσθημα ή την περίσταση. Όταν προέρχονται από παροδικά γεγονότα, όπως είναι η κοινωνική ανέλιξη και καταξίωση, ο πλούτος, η υγεία, κ.λπ., χαρακτηρίζονται ως ντροπιαστικά. Αντίθετα, τα πνευματικά δάκρυα είναι ο καρπός εμπειρίας του Ακτίστου Θεού και ένα δώρο της θείας χάρης. [135] Επιπλέον, συντηρούν την ένταση στη μετάνοια. Τα πνευματικά δάκρυα δεν είναι μία παθητική κατάσταση, αλλά καλλιεργούνται ενεργά. Αποτελούν μία δυναμική έκφραση του ασκητισμού. Αυτή η θεώρηση τους δίδει πρωτεύοντα σημασία στη ζωή του Χριστιανού. «Είναι αφελής όστις νομίζει ότι είναι δυνατόν να ακολουθήση τα ίχνη του Χριστού άνευ δακρύων»[136], και «οι ασκητικοί πατέρες… επιμένουν εις το απαραίτητον των πνευματικών δακρύων, άνευ των οποίων δεν απαλύνεται η εκ των παθών πεπωρωμένη καρδία, η ανίκανος να αγαπήση δια της ευαγγελικής αγάπης»[137]. Αυτή η τολμηρή, θα λέγαμε, δήλωση είναι άκρως περιεκτική από πολλές απόψεις για τη γενιά μας για δύο τουλάχιστον λόγους: α') ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί ντροπιαστική την εκδήλωση δια δακρύων για οποιοδήποτε λόγο και β') η απουσία τους αποκαλύπτει τη σκληροκαρδία του σύγχρονου Χριστιανού, η οποία πραγματικά εκπληρώνεται στα λόγια του Χριστού ότι «δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών» (Ματθαίος 24,12).

Ο άνθρωπος, ο οποίος βιώνει τη χάρη των δακρύων μαζί με τη μνήμη του θανάτου και τη μετάνοια, είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το βάρος της αμαρτίας ξεκινώντας τον αγιαστικό αγώνα της κάθαρσης από τα πάθη. Κατά την παράδοση της Εκκλησίας αυτό διατυπώνεται συχνά ως το «δεύτερο βάπτισμα». Στα γραπτά του π. Σωφρόνιου σχετίζεται κυρίως με την κάθαρση που προηγείται της υπαρξιακής κοινωνίας και του φωτισμού από τον Θεό: «Η ψυχή εν τω εντατικώ κλαυθμώ δι' εαυτήν, κατά την δωρεάν του Πνεύματος του Αγίου, εισάγεται οντολογικώς εις την ουσίαν της αμαρτίας η μών… Τούτο δεν είναι φιλοσοφικός στοχασμός, ούτε διανοητική θεολογία. Είναι δεδομένον του είναι ημών…»[138]. Βιώνεται ως αυτό που ο π. Σωφρόνιος αποκαλεί "κατάσταση" στο Είναι, η οποία έρχεται σε αντιπαράθεση με το φιλοσοφική στοχασμό. «Τι συμβαίνει όμως εις τον άνθρωπον, όστις προσφέρει την μετάνοιαν αυτού μετά κλαυθμού; Ζη την Αλήθειαν ουχί ως καρπόν των διαλογισμών αυτού, αλλ' ως κατάστασιν του πνεύματος αυτού, δοθείσαν εις αυτόν υπό του Πνεύματος του Θεού»[139]. Το αποτέλεσμα είναι ο άνθρωπος να οδηγείται μέσω των δακρύων της μετάνοιας στα δάκρυα της αγάπης, να φτάσει στο κατώφλι της υπαρξιακής γνώσης των μυστηρίων του Θεού: «Ο κλαυθμός εξ αγάπης… Διαρρηγνύει τον στενόν κλοιόν της γηΐνης υπάρξεως, εισάγον εις ουρανίους σφαίρας…»[140]. Το αποτέλεσμα των πνευματικών δακρύων και του πένθους είναι ίδια με αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω: προδιαθέτουν και προετοιμάζουν τον άνθρωπο για τη χαρισματική γνώση.

 

5. Ταπείνωση 

Το απόσπασμα που θα παραθέσουμε θα καταδείξει τη θέση που κατέχει η ταπείνωση στην ασκητική διδασκαλία κατά τον π. Σωφρόνιο: «… Οι Χριστιανοί ασκητές συγκεντρώνουν όλες τις δυνάμεις τους, στην προσπάθεια να αποκτήσουν την ταπείνωση εκείνη που ελκύει τη χάρη του Θεού»[141]. Αλλού, για τον Άγιο Σιλουανό, ο π. Σωφρόνιος γράφει, «από του νυν εγνώρισεν εν αληθείς ότι όλος ο αγών οφείλει να κατευθύνηται προς απόκτησιν της ταπεινώσεως»[142]. Είναι σαφές ότι ο π. Σωφρόνιος θεωρεί την ταπείνωση ως ένα ακόμη βασικό θεμέλιο της ασκητικής ζωής και της ζωής της Ορθοδόξου πίστεως γενικότερα.

Εξηγώντας τη μεταμορφωτική δύναμη της ταπείνωσης στη ζωή του ανθρώπου και του κόσμου, ο γέροντας χρησιμοποιεί το παράδειγμα της πυραμίδας. Στην βάση της τοποθετεί το πλήθος των ανθρώπων και της κοινωνίας που καταπιέζονται υπό την κοινωνική ανισότητα, που συντηρείται από την εξουσία και τον πλούτο των κοσμικών ηγεμόνων οι οποίοι καταλαμβάνουν την κορυφή της πυραμίδας. Με την ενσάρκωση του Θεού Λόγου και την πλήρη ταπείνωσή και αυταπάρνησή Του, ερχόμενος ως υπηρέτης όλων έτοιμος να πεθάνει για όλους, η πυραμίδα αντιστρέφεται, «ανεστραμμένης»[143] όπως ο π. Σωφρόνιος την περιγράφει. Αυτή η «ανεστραμμένη πυραμίδα» γίνεται το νέο μοντέλο ύπαρξης. Αυτός που είναι πρώτος, καλείται να γίνει ο έσχατος. Αυτός που θέλει να είναι σπουδαίος πρέπει να γίνει υπηρέτης όλων (Ματθ 20, 16, Μάρκος 8, 35). Η πρακτική της ταπείνωσης αποκτά μέγιστη σημασία καθώς αποτελεί ευαγγελική πρόσταγή. «Η θέωσις ημών τελείται εν άκρα θεοειδή ταπεινώσει»[144].

Ωστόσο, όπως και με τις άλλες πτυχές της ασκητισμού, η ταπείνωση αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση για την βίωση της χαρισματικής γνώσης. Ο π. Ζαχαρίας στα γραπτά του για την θεολογία του π. Σωφρόνιου σημειώνει τα εξής: «όταν η ταπεινή αγάπη του Χριστού εισδύσει στην καρδιά, φωτίζει το νου και εμπνέει διπλή θεωρία», και «θα λέγαμε ότι η πληρωματική αυτή γνώση της αρπαγής διέρχεται διαμέσου του Άδη της Θεοεγκαταλείψεως, οπότε ο άνθρωπος ταπεινώνεται μέχρι τέλους»145. Πρόκειται για τη θεοειδή γνώση που αυξάνει διαρκώς για τον άνθρωπο, ο οποίος μένει εντός των πλαισίων της ταπείνωσης. 146

 

6. Προσευχή

Άλλη σημαντική πτυχή της ασκητικής ζωής του Χριστιανού είναι η προσευχή. Χωρίς την προσευχή ο άνθρωπος δε μπορεί να επιτύχει την τελειότητα. Είναι η βασικότερη προϋπόθεση για την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Απόστολος Παύλος τονίζει «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Θεσσ. Α΄ 5, 17). Ομοίως αποτελεί τη βάση της χαρισματικής γνώσης. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα στα γραπτά του π. Σωφρόνιου που μαρτυρούν το μεγαλείο της προσευχής και την αναγκαιότητα της για τη Θεογνωσία. Γράφει, λόγου χάρη:

"Απ' όλα τα πλησιάσματα προς τον Θεό το καλύτερο είναι η προσευχή, που σε τελευταία ανάλυση είναι το μόνο μέσον. Στην πράξη της προσευχής η ανθρώπινη διάνοια βρίσκει την ευγενέστερη έκφρασή της. Η πνευματική κατάσταση του επιστήμονα που ερευνά, του καλλιτέχνη που δημιουργεί έργα τέχνης, του διανοητή που φιλοσοφεί, ακόμα και του επαγγελματία θεολόγου που προβάλλει τις θεωρίες του, ολ' αυτά δεν μπορούν να συγκριθούν με τα πνευματικά βιώματα ενός ανθρώπου της προσευχής που έρχεται πρόσωπο με Πρόσωπο με τον ζωντανό Θεό". 147

Οι άνθρωποι, που δεν προσεύχονται, δεν μπορούν να καταλάβουν την πνευματική σφαίρα που αποκαλύπτεται στο πνεύμα του ανθρώπου μέσω της [148] προσευχής[149]. «Η προσευχή (ενν. Του Χριστιανού) αυτού γίνεται ως αστραπή διασχίζουσα ακαριαίως την οικουμένην απ' άκρου εις άκρον… Η εμπειρία του είδους αυτού [που γεννιέται από αυτήν την προσευχή] αποκαλύπτει εν βραχυτάτη χρονική στιγμή τοιαύτας σφαίρας του Είναι… »[150]. Επιπλέον, είναι «φυσικόν εις την προσευχήν να διαπερνά τους αχανείς χώρους του κοσμικού είναι»[151], διότι, όπως διευκρινίζει ο π. Σωφρόνιος, όταν το Άγιο Πνεύμα αυξάνει την κατανόησή μας, η προσευχή παίρνει κοσμικές διαστάσεις[152]. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι «[ε]ν παρομοίω προσευχή ο νους ημών περικλείεται εν τω Νοί του Θεού και δέχεται την κατανόησιν πραγμάτων δια τρόπου όστις είναι αδύνατον να εκφρασθή καταλλήλως δια της καθ' ημέραν ημών γλώσσης»[153]. Με την προσευχή εισαγόμαστε στην όντως ύπαρξη και όχι με τη φιλοσοφία ή την φαντασία. [154] Με τον τρόπο αυτό ο πιστός είναι σε θέση «να αφομοιώση την αποκαλυφθεlσαν εις ημάς άναρχον Αλήθειαν»[155].

Η προσευχή αυτού του είδους συνοδεύεται πολλές φορές από οπτασία του Ακτίστου Φωτός[156], η οποία χαρίζει την κατανόηση[157]. Θα μπορούσε να συγκριθεί με τη γνώση ενός τυφλού αν ξαφνικά ήταν σε θέση να αντικρίσει τον κόσμο για την πρώτη φορά. Δεν θα μπορούσε να επεξεργασθεί όλες τις λεπτομέρειες αυτής της καινούριας γνώσης, του χρώματος, του σχήματος, του μεγέθους, της αρμονίας, που ενοποιεί για να παρέχει το νέο όραμα ενώπιόν του. Απλώς θα βίωνε το νέο θέαμα ως άμεση γνώση, κάτι που του ήταν εντελώς αδύνατο προηγουμένως. Κατά τον ίδιο τρόπο η κατάσταση της ζωής του Χριστού μεταδίδεται στον άνθρωπο δια της προσευχής ώστε να κάνει τα πρώτα του βήματα για να γίνει μια πραγματική υπόσταση, ένας πραγματικός άνθρωπος:

"Κατά την υπερτάτην εφικτήν εις την φύσιν ημών έντασιν προσευχής, όταν ο ίδιος ο Θεός προσεύχηται εν ημίν, δίδεται εις τον άνθρωπον θεοπτία υπερκειμένη πάσης εικόνος. Τότε η ανθρωπίνη υπόστασις προσεύχεται προς τον Άναρχον όντως πρόσωπον προς Πρόσωπον. Εν τη συναντήσει ταύτη μετά του Υποστατικού Θεού ενεργοποιείται εν ημίν εκείνο, όπερ εν αρχή υπήρχε μόνον δυνάμει, η υπόστασις". [158]

Με την προσευχή επιτυγχάνεται η αιώνια πραγματικότητα. Είναι εμφανές ότι η προσευχή συνδέεται με τις προαναφερθείσες πτυχές της ασκητισμού.

Πάνω απ' όλα τα είδη προσευχής ο π. Σωφρόνιος έχει κατά νου κυρίως μια μορφή· την ησυχαστική ή καθαρή προσευχή. Σημειώνει: «Η θεωρία είναι υπόθεση όχι λεκτικών τύπων αλλά ζωντανής πείρας· στην καθαρή προσευχή ο Πατέρας, ο Υιός και το Πνεύμα φαίνονται στην συνυποστατική τους ενότητα»159. Εάν η καθαρή προσευχή προσφέρει εμπειρικά την οπτασία περί της Αγίας Τριάδος, πώς μπορεί να εκτιμηθεί η σημασία της ησυχαστικής προσευχής ως θεμελιώδους προϋπόθεσης της χαρισματικής γνώσης; Η ίδια η φύση της προσευχής μέσα από την βίωση της μετάνοιας διεισδύει στη σφαίρα πέρα από την ανθρώπινη σοφία160.

Ο π. Σωφρόνιος περιγράφει τη διαδικασία αυτή με τα εξής λόγια:

"Ο νους παύει να διασκορπίζεται: Γίνεται όλος προσοχή. Η καρδία δε έρχεται εις κατάστασιν, την οποίαν δυσκόλως δυνάμεθα να περιγράψωμεν. Είναι αυτή πλήρης φόβου, αλλά ευλαβούς φόβου, ζωοποιού. Τότε ο άνθρωπος αναπνέει μετά συστολής: Ο Θεός οράται και εντός και εκτός· πληροί τα πάντα". 161 162

Ο καρπός της εμπειρίας αυτής, της καθαρή προσευχής, δίνει στον ασκητή την αυθεντική θεωρία[163]. Ελευθερώνει τον άνθρωπο από το «της γοητείας των "φασμάτων της αληθείας"» η οποία με πολύ ευκολία μολύνει τον διασκορπισμένο ανθρώπινο νου[164]. Από την χωρίς εικόνες προσευχή φτάνει κανείς στην αυθεντική θεολογία. Αυτό επιβεβαιώνεται στην περιγραφή της φράσης του Αγίου Σιλουανού (και άλλων Αγίων Πατέρων) από τον π. Σωφρόνιο: «Εάν είσαι θεολόγος, προσεύχεσαι καθαρώς. Εάν προσεύχεσαι καθαρώς, τότε είσαι θεολόγος»[165]. Η αναγκαιότητα της προσευχής, και ιδιαίτερα της καθαρής προσευχής, ως ασκητική προϋπόθεση της χαρισματικής γνώσης δεν θα μπορούσε να καταστεί σαφέστερη[166].

 

7. Αγάπη

Το τελευταίο γνώρισμα της ασκητικής ζωής είναι η αγάπη. Για τον π. Σωφρόνιο, «το ύστατον τέλος της Χριστιανικής ασκήσεως είναι η απόκτησις της αγάπης ταύτης»[167]. Ο Ν. Κόϊος σχολιάζοντας αυτήν την πτυχή της θεολογίας του γέροντα γράφει: «Η μετοχή στην θεία αγάπη ταυτίζεται με την Γνώση του Θεού. Το σύνολο των ασκητικών αγώνων έχει ως στόχο την μετοχή σε αυτήν την αγάπη»[168]. Η κοινωνία με τον Θεό εν τη αγάπη συνιστά την όντως Θεογνωσία και βιώνεται ως Θεογνωσία. Περαιτέρω ο γέροντας διευκρινίζει το "πώς;” της αποκτήσης αυτής της προσωπικής, υπαρξιακής κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό στο Είναι. Είναι στην φύση της αγάπης να ενώνει, να ενώνει το αντικείμενο της αγάπης με αυτόν που το αγαπά. Η αγάπη, ευρισκόμενη στο επίκεντρο των εντολών του ευαγγελίου[169] (Α΄ Ιωάν. δ΄ 8), παρέχει τις οντολογικές προϋποθέσεις της θείας επιγνώσεως:

Όταν όμως γίνεται λόγος για την αυθεντική γνώση του Θείου κόσμου, τότε είναι απαραίτητο να συγκαταβεί ο Θεός ως την υπαρκτική ένωση μαζί μας. Η εντολή "αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ισχύος σου" (Μάρκος 12,30) είναι η οδός προς τη γνώση αυτή, γιατί είναι χαρακτηριστικό στην αγάπη να ενώνεται στην ίδια την πράξη της ζωής. [170]

Αυτός ο "δρόμος προς τη γνώση" εξελίσσεται από θεία αγάπη σε γνώση του Θεού και στη συνέχεια στην αυτογνωσία. [171] Το περιεχόμενο αυτής της αγάπης γίνεται επίγνωση της θεωρίας του Θεού, θείο φως, θεία αγάπη. «Η κατάστασις της θέας είναι το φως της αγάπης του Θεού, και τη επενεργεία της αγάπης αυτής γεννώνται εν τη ψυχή νέα αισθήματα και νέαι σκέψεις περί Θεού και κόσμου»[172]. Από αυτήν οδηγείται κανείς «εις αβύσσους και ύψη απρόσιτα εις οιονδήποτε άλλον άνθρωπον… Ρίπτει αυτόν πολλάκις εις απερίγραπτον απειρότητα».

«Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α΄ Ιωάν. δ'4: 19). Σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο το μοντέλο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου απεικονίζει τη διαδικασία μέσω της οποίας ο άνθρωπος γίνεται κοινωνός της αγάπης και της γνώσης του Θεού: «Όταν το Πνεύμα το Άγιον μεταδίδη εις η μας την αγάπην του Χριστού "αγαπάτε τους εχθρούς υμών", τότε ο νους - πνεύμα ηδύνεται υπό της Αληθείας της αγάπης ταύτης… [Γ]νωρίζομεν δι' όλης της υπάρξεως ημών ότι αυτή είναι η αιώνιος Αλήθεια»[173]. Από εκεί και πέρα στην καρδιά του πιστού γεννάται η αγάπη, και εκεί «θεωρεί το Είναι εν τω Φωτί της Θείας Αγάπης»174.

Είναι επίσης αξιομνημόνευτο ότι για τον π. Σωφρόνιο τα τελικά κριτήρια του βαθμού και της ακρίβειας στη Θεογνωσία είναι η αγάπη και κυρίως αυτή που εκφράζεται προς τον εχθρό. Παραθέτει ο γέροντας τα λόγια του Αγίου Σιλουανού: «Ο μακάριος Γέρων Σιλουανός έλεγεν: "Όστις δεν αγαπά τους εχθρούς, ούτος δεν εγνώρισεν εισέτι τον Θεόν ως οφείλει να γνωρίζη Αυτόν"»175.

Ο π. Ζαχαρίας συνοψίζει: «Κατ' αυτόν τον τρόπο η αγάπη προς τους εχθρούς αποβαίνει το απλανές κριτήριο της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος και της αληθινής θεοκοινωνίας σε δύο επίπεδα: α) στο προσωπικό επίπεδο και β) στο εκκλησιολογικό η δογματικό επίπεδο»176.

Κλείνοντας θα καταθέσουμε την αιτιολόγηση γιατί τόσο συχνά ο π. Σωφρόνιος αναφέρεται στην αγάπη:

"Επαναλαμβάνομεν συνεχώς την λέξιν "Αγάπη", αλλ' εν αυτή περικλείεται οντολογικώς και η υπερκόσμιος σοφία, και το άπειρον εν τη ιδιαζούση αυτώ άκρα ταπεινώσει μεγαλείον, το τα πάντα υπερέχον κάλλος, και η βαθεία ειρήνη. Επισκεπτόμενος ο Θεός τον άνθρωπον, δι' αυτού τούτου του γεγονότος, καθιστά αυτόν κοινωνόν του απεριγράπτου δι' ανθρωπίνων λόγων Είναι αυτού. 177

Καθίσταται σαφής η αναγκαιότητα της πίστης στο Χριστό και της ζωντανής έκφρασής της, δηλαδή της ασκητικής ζωής της Εκκλησίας, ως προϋπόθεση για χαρισματική γνώση. Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξετάσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια το περιεχόμενο της πίστης ως της υπέρτατης έκφρασης της αρθρωτής χαρισματικής γνώσης· τα δόγματα της Εκκλησίας. Αυτό είναι απαραίτητο για να κατανοήσουμε την διάκριση της γνώσης σε χαρισματική και φιλοσοφική, καθώς και τις επιπτώσεις της, σύμφωνα με την άποψη του π. Σωφρονίου, περί της ακαδημαϊκής θεολογίας. 178

 

Σημειώσεις:


101. Βλέπε Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 71.

102. Ο π. Σωφρόνιος απέφυγε τη χρήση όρων όπως κάθαρσις, φωτισμός και θέωσις. Ανταυτού προτιμά να κάνει λόγο για τις περιόδους της επίσκεψης και της εγκατάλειψης της χάριτος. Αναλυτικότερα βλέπε, Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), The Enlargement of the Heart: "Be ye also enlarged" (2 Corinthians 6:13) in the Theology of Saint Silouan the Athonite and Elder Sophrony of Essex, South Caanan, Pa, 2006, σελ. 53-54. Παράβαλλε Το βιβλίο του ιδίου, Remember Thy First Love (Revelation 2:4-5): The Three Stages of the Spiritual Life in the Theology of Elder Sophrony, South Caanan, Pa, 2010.

103. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), The Enlargement of the Heart, σελ. 135, 189, του ιδίου, The Hidden Man of the Heart (1 Peter 3:4): The Cultivation of the Heart in Orthodox Christian Anthropology, South Caanan, Pa, 2008, σελ. 36, 60, 63, και του ιδίου, Remember Thy First Love, σελ. 402, 414.

104. π. Andrew Louth, Maximos the Confessor, London, 1996, σελ. 38-41. Παράβαλλε Χρυσοστόμου Σταμούλη, «Επίψαυσις αιωνιότητος. Η γοητεία της ζωγραφικής και η ατελεύτητος δημιουργία της προσευχής», σελ. 390, «άσκηση της αγάπης».

105. Ο π. Σωφρόνιος αποδεικνύει ότι η αγάπη ως ένα θετικό χαρακτηριστικό του Ορθόδοξου ασκητισμού διαφοροποιείται από αυτήν του δυτικού Χριστιανισμού ή της μη Χριστιανικής Ανατολής: «Όπου δεν υπάρχει αγάπη, εκεί δεν υπάρχουν δάκρυα, έστω και εάν ο ασκητικός αγών λαμβάνει ακραίαν μορφήν: εντατικόν διαλογισμόν, παρατεταμένην νηστείαν, αυστηράς συνθήκας ζωής εν απομονώσει εκ του λοιπού κόσμου. Πολλά τοιαύτα παραδείγματα συναντώμεν και εις … Χριστιανικήν Δύσιν και εις την μη Χριστιανικήν Ανατολήν», Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 82(53). Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου ασκητισμού και του μη Χριστιανικού ασκητισμού της Ανατολής, βλ: Περί προσευχής, σελ. 189(169).

106. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 141(90), και σελ. 273(177).

107. Βλέπε Ιερομον. Νικολάου Σαχάρωφ, Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 36-37(26).

108. Ιερομον. Νικολάου Σαχάρωφ, Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 78(57), και σελ. 84(62): «Έτσι, θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ασκητική πρακτική ως τη ζώσα προετοιμασία για την αναδοχή της θεογνωσίας, η επίτευξη της οποίας αποτελεί προϋπόθεση της αληθούς θεολογίας. »

109. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 206(84), «Ο Κύριος Ιησούς είναι η απόλυτος οντολογική Αλήθεια. Δεν είναι δυνατόν να γνωρίση τις την Αλήθειαν ταύτην άλλως, ει μη ακολουθών την μέθοδον την οποίαν Αυτός ο ίδιος συνέστησεν: "Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν…" (Ιωάννης 8,31)». Παράβαλλε άσκηση και θεωρία, σελ. 117.

110. Άσκηση και θεωρία, σελ. 124-25. Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 339(215), Άσκηση και θεωρία, σελ. 17, Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 96(71), Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η μετοχή στην ενέργεια του Θεού ως όρος πραγματώσεως της υποστατικής αρχής στον άνθρωπο», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2008, σελ. 250.

111. Βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η Σημασία του δόγματος στους διαλόγους, σελ. 13, «Για να γίνει όμως ο άνθρωπος μέτοχος της άκτιστης δόξας "εν αισθήσει", οφείλει να τηρεί όλες τις εντολές του Θεού, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό πρακτικώς την αγάπη του προς τον Θεό. Τήρηση των εντολών σημαίνει απόλυτη συμφωνία μεταξύ μας, αφού τότε έχουμε ένα και το αυτό φρόνημα, που είναι το φρόνημα του Θεού, όπως εκφράζεται στο θέλημά του. Με τον πρακτικό αυτό τρόπο γινόμαστε ένα Πνεύμα με τον Θεό, "το έν φρονούντες"».

112. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 112(72), 233(149), 403-4 (228-29). Παράβαλλε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 233, «Ο ίδιος ο Χριστός έθεσε ως προϋπόθεση της θεοφάνειας και θεοπτίας, αλλά και της ενοίκησης του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο, την αγαπητική πράξη της τηρήσεως των εντολών του Θεού».

113. Βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 233, «Η πράξη, που συνδέεται άρρηκτα με την σωματική άσκηση και την κάθαρση των παθών, είναι το θεμέλιο της θεωρίας θεοπτίας, και με τον τρόπο αυτό γίνεται ο θεοδίδακτος τρόπος του απλανώς θεολογείν».

114. Άσκηση και θεωρία, σελ. 118. Παράβαλλε Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 32. Στη σελ. 34 σημειώνει: «Όταν ο πιστός πορεύεται την οδό των εντολών του Χριστού, τότε ό,τιδήποτε ακατανόητο για την λογική μας, γίνεται με την Χάρη του Θεού κατανοητό, διότι δεν υπάρχει πια μέρος για το σκοτάδι, αφού το Φως το αληθινό φωτίζει την διάνοια και την άγνοιά μας… ».

115. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 139(110).

116. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 156(99). Παράβαλλε Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 66-67 και Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 112(87).

117. Για ένα ενδιαφέρον άρθρο για την σχέση της μνήμης θανάτου και της σημασίας του κτίστου κόσμου, βλέπε Χρυσοστόμου Σταμούλη, «Επίψαυσις αιωνιότητος. Η γοητεία της ζωγραφικής και η ατελεύτητος δημιουργία της προσευχής», σελ. 369-390.

118. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 24(16).

119. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 114(75).

120. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 29(19).

121. Βλέπε Περί Πνεύματος και Ζωής, σελ. 81(59).

122. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 33, 34(21,22). Παράβαλλε Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 121, 98 και Περί προσευχής, σελ. 80(54-55).

123. Βλέπε Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 33-34(25).

124. Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 70.

125. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 404(229). Βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), «Το άκτιστο φως στη ζωή και τη διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός. Σελ. 297: «Η δεύτερη απαραίτητη προϋπόθεση είναι η μετάνοια. ». Παράβαλλε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 232. «Η χαρισματική θεολογία μπορεί να παρέχεται αυθεντικά μόνον από όσους πέρασαν στη θεοπτία ή το λιγότερο από όσους ανήκουν στη βαθμίδα της καθάρσεως από τα πάθη».

126. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 46(30). Παράβαλλε Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η μετοχή στην ενέργεια του Θεού ως όρος πραγματώσεως της υποστατικής αρχής στον άνθρωπο», σελ. 249.

127. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 54(35). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 241-42(179).

128. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 54-55(35-36).

129. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 71(46), 60(39). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 64(49).

130. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 94(60), «Δια του θρήνου της μετανοίας αποκαθίσταται η εκ της αμαρτίας αποκτανθείσα ικανότης ημών να προσλάβωμεν το εκ του Θεού… Εκπορευόμενον Άκτιστον Φως». Παράβαλλε Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 36(26), Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 265-66(195) και Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 37.

131. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 259(168).

132. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 66-67(43). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 84(62).

133. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 138(88).

134. Περί προσευχής, σελ. 161(148). Βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 79(59) και Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 84(61-62).

135. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 75(49), 77(50), 85(55).

136. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 76(49).

137. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 85(55). Βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 116, 117(84), «Τα δάκρυα που γεννά το βαθύ αυτό κλάμα της μετάνοιας… Είναι και η πιο κατάλληλη προετοιμασία και προδιάθεση του πνεύματος του ανθρώπου, για να καταξιωθεί του Ακτίστου Φωτός». Παράβαλλε όπου πριν, σελ. 118-19(87).

138. Περί προσευχής, σελ. 247(114, 115).

139. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 404(229) και σελ. 404(229), «Η "κατάστασις" αυτή είναι γεγονός του Είναι, εκ του οποίου και αυτή αύτη η σκέψις ημών συλλαμβάνει δια του ιδιάζοντος εις αυτήν τρόπου την έννοιαν της Αληθείας».

140. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 83(54). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 113(84).

141. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 225.

142. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 52(43).

143. Βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 72-74 (54­55) και Γεωργίου Γαλίτη, «Ο παλαιός και ο καινός Αδάμ στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2008.

144. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 103(67).

145. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 77(58).

146. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 168(123)

147. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 121(79).

148. Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 75.

149. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 121(78-79).

150. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 157(100).

151. Περί προσευχής, σελ. 109(71).

152. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 182(113).

153. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 401-2(227). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 325(242).

154. Περί προσευχής, σελ. 72(49).

155. Περί προσευχής, σελ. 250(117).

156. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 140(134) & 151 -52(143), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 270(175): «Αι εμφανίσεις του Ακτίστου Φωτός δεν είναι τοσούτον σπάνιαι, ως τινες νομίζουν».

157. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 267(173).

158. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 301(195). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 66(50).

159. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 93(59).

160. Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 36.

161. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 156(146), Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 85(62), Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 29, και Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 34-35(25-26).

162. Περί προσευχής, σελ 169(154). Βλέπε Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 65(48), 81(59).

163. Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 184(143).

164. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 49(32), Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου),Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 227(168).

165. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 178(138). Βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 326(242).

166. Ο π. Σωφρόνιος προειδοποιεί όσους επιδιώκουν τη γνώση του Θεού μέσα στον κόσμο της ακαδημαϊκής θεολογίας: «Η καθαρή προσευχή δε δίνεται σε όσους μελετούν πολύ. Υπό την έννοια αυτή, η οδός της θεολογικής επιστήμης δεν είναι καθόλου αποτελεσματική, και σπάνια οδηγεί στην καθαρά προσευχή,», Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 55(40). Αντίθετα είναι καλύτερα κάποιος να επικεντρώνει την ακαδημαϊκή του καριέρα στην αύξηση της πίστης και της γνώσης που προέρχεται απ' αυτήν και να επιμελείται δια αυτής της πίστης την εντονότερη βίωση της ασκητικής ζωής.

167. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 79(52).

168. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 61. Βλέπε Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 59: «Προικισμένος με αγάπη, ο άνθρωπος αισθάνεται συνδεδεμένος με τον αγαπημένο του Θεό. Με αυτό το σύνδεσμο γνωρίζει τον Θεό, και έτσι αγάπη και γνώση γίνονται μια ενέργεια». Παράβαλλε άσκηση και θεωρία, σελ. 131, Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 34 και Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 170(124).

169. Βλέπε άσκηση και θεωρία, σελ. 117, «Ο Θεός είναι Αγάπη, και δεν είναι δυνατόν να γνωρισθεί και να θεωρηθεί παρά μόνο με την αγάπη και μέσα στην αγάπη». Παράβαλλε Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 71 και Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 347(258).

170. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 202. Βλέπε όπου πριν, σελ. 205, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 91(58), 321(206), Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 59, και Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 63(45).

171. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 66(43).

172. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 192(149).

173. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 81(53). Παράβαλλε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), «Ο μοναχικός βίος κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο Θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, σελ. 95.

174. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 411-412(234). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 75(56): «Η αγάπη δεν είναι φυσικό ιδίωμα του "ψυχικού" ανθρώπου, αλλά το οντολογικό περιεχόμενο της μακαρίας Ζωής των θείων υποστάσεων».

175. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 273(177). Βλέπε όπου πριν, σελ. 306(198).

176. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 411(233).

177. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 348(259).

178. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 80(52).

Αγαπήστε και την προσευχή. Ένας έκαμε προσευχή όλην την νύχτα. Τα λόγια της προσευχής του έρχονταν το ένα μετά το άλλο χωρίς δυσκολία.

 


.

Είτε έχεις ζήλο είτε όχι, την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Δια πολλούς λόγους την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Προσπάθησε επίσης, ένα κόμπο δάκρυ κάθε βράδυ να έχεις.

Ημερα να μη πέραση χωρίς προσευχήν, αλλά καί προσευχή να μη γίνη χωρίς δάκρυ. Η προσευχή πώς πηγαίνει; Εγώ, πολλές ήμερες κρεβάτι δεν βλέπω. Και όταν αρχίζω, γλυκαίνομαι καί δεν θέλω να τελειώσω.

Όταν κάμνετε προσευχήν, να λέτε: Πιστεύω…. εις ένα Θεόν… Πατέρα… Παντοκράτορα… Ποιητήν Ουρανού καί γης…. δηλ. να μη τα λέγετε, γρήγορα καί σας παίρνει ό πονηρός τον λογισμόν, άλλα αργά, για να τα νοιώθετε τα λόγια.

Επιμένετε καί αυξάνετε την προσευχήν. Θα κάμετε την προσευχήν την οποίαν ορίζει η Εκκλησία μας, δηλαδή Εξάψαλμο, Απόδειπνο, Παράκλησιν κλπ. θα τα διαβάζετε αυτά από τα βιβλία, άλλα ενίοτε αφήνετε τα καί δι’ ολίγον.

Δηλαδή χωρίς το βιβλίον, εκτός τα λόγια, αυτά της προσευχής, μιλήσατε καί μόνοι σας στο τον Χριστό μας. Άπλα καί από την καρδιά σας, πείτε Του σαν να τον βλέπατε μπροστά σας:

«Πατέρα μου, έσφαλλα, δεν πέρασα την ήμερα μου πνευματικά, άλλα με κοσμικά πράγματα. Κατέκρινα, μίλησα πολύ, γέλασα, έφαγα πολύ, προσευχή δεν έκαμα, είχα τόσες αδυναμίες και πτώσεις. Συγχώρεσέ με Κύριε κλπ.»

Έτσι να λέγετε και θα σας λυπηθεί τότε ό Χριστός μας και θα σας στείλει δάκρυα. Και πρέπει να έλθουν δάκρυα, διότι αυτά τα δάκρυα της προσευχής θα σας δώσουν δύναμιν και χαράν. Αυτά θα σας πάρουν τις θλίψεις.

Όπως αν δεν εργασθείς μισθό δεν παίρνεις, Έτσι και χωρίς κόπο, προσπάθειες, επιμέλεια, προσευχήν κλπ. χαρίσματα ούτε έρχονται, ούτε πνευματικές αγίες γεύσεις.

Αν στο μαγκάλι δεν προσθέσουμε κάρβουνα, η φωτιά θα σβήσει. Προσοχή να μη σβήσει η φωτιά. Και δεν θα σβήσει αν δεν κόψης την προσευχή.

Μετά τα λόγια της Ακολουθίας, Απόδειπνο κλπ. να παρακαλάς τον Θεόν και με απλά λόγια, με λόγια δικά σου για τα προβλήματα σου για τον πόνο σου, ως να είναι μπροστά σου και τον βλέπεις. Αυτά τα πονεμένα και κατανυκτικά λόγια, είναι σαν τα προσανάμματα δια να πιάσει η φωτιά, δηλ. ό πόθος δια τον Θεόν.

Και τότε έρχονται και τα δάκρυα. Αγάπησε την κατάνυξιν, φέρνε στο νου σου τις αίτιες πού θα σου φέρνουν δάκρυα.

Μια ψυχή, δεκατέσσερις ώρες, συνεχώς, έκλαιγε από κατάνυξιν. Έλεγε: Τα μάτια μου είναι μικρά, τα δάκρυα πολλά, δεν χωρούν.

Από το βιβλίο «Ιερώνυμος, ο Γέρων της Αιγίνης»,
Ι Ησ. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αίγινας

Η ευλαβική άσκηση της προσευχής αυτής οδηγεί τον άνθρωπο σε συνάντηση με πολλές αντίθετες ενέργειες κρυμμένες στην ατμόσφαιρα.

 



Προσφερόμενη στην κατάσταση βαθειάς μετάνοιας διεισδύει στο χώρο, που βρίσκεται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών» (Α’ Κορ. 1,19). Στις πλέον εντατικές εκδηλώσεις της, χρειάζεται ή μεγάλη πείρα ή καθοδηγητής.

Είναι απαραίτητη σε όλους ανεξαιρέτως που την ασκούν, η νηπτική περίσκεψη, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή σε κάθε επερχόμενο σ’ αυτούς.

Τότε αυτή γίνεται δύναμη, η οποία ενώνει το πνεύμα μας με το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθηση της ζώσας παρουσίας της αιωνιότητας μέσα μας, έχοντάς μας ήδη οδηγήσει δια μέσου αβύσσων σκότους κρυμμένων μέσα μας.

Η προσευχή αυτή είναι μεγάλο δώρο του ουρανού προς τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα.

Πόσο σημαντική είναι η διαμονή (για να μην πω η άσκηση) στη προσευχή, μαρτυρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επιτρεπτό να παραβάλω αυτήν προς την φυσική ζωή του κόσμου μας και να φέρω παραδείγματα από γνωστών σε μας γεγονότων της σύγχρονης επικαιρότητας.

Οι αθλητές, προετοιμαζόμενοι για τους αγώνες, επαναλαμβάνουν για πολύ καιρό τις ίδιες ασκήσεις, ώστε να εκτελέσουν κατά τη στιγμή της διεξαγωγής τους, με ταχύτητα και με βεβαιότητα, και τρόπον τινά μηχανικά, όλες τις κινήσεις, τις οποίες ήδη αφομοίωσαν. Από τον αριθμό των ασκήσεων εξαρτάται και η ποιότητα της αποδόσεως.

Θα διηγηθώ ακόμα ένα γεγονός, που συνέβη σε κύκλο, γνωστών σε μένα προσώπων. Βεβαίως επαναλαμβάνω εκείνα, που άκουσα από ένα πλησιέστερο άνθρωπο προς τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται.

Σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη δύο αδελφοί νυμφεύθηκαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέες. Η μία ήταν γιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρα. Η άλλη ήταν ωραιότερη, δραστήρια, ευγενής αλλ’ όχι ιδιαίτερα ευφυής.

Όταν πλησίαζε ο καιρός του τοκετού και για τις δύο, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρία ακολουθώντας την νεοεμφανισθείσα μέθοδο του «ανώδυνου τοκετού».

Η πρώτη, η γιατρός, αμέσως κατανόησε όλο τον μηχανισμό της μεθόδου αυτής και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθορισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τις ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατανόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφάρμοζε τις γνώσεις της.

Η άλλη δεν γνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε ήθελε να ασχοληθεί με τη θεωρητική πλευρά της μεθόδου αυτής, αλλά παραδόθηκε απλά με ζήλο στην επανάληψη των καθορισμένων κινήσεων του σώματος.

Αφού δε τις αφομοίωσε, όταν έφθασε η στιγμή, πήγε για τον τοκετό. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμή του τοκετού από τις πρώτες ήδη ώδινες δεν θυμήθηκε τη θεωρία και γέννησε με μεγάλη δυσκολία, «εν λύπαις» (Γεν. 3,16)· η δε άλλη γέννησε χωρίς πόνους και σχεδόν χωρίς δυσκολία.

Έτσι θα συμβεί και σε μας. Ο σύγχρονος και μορφωμένος άνθρωπος είναι σε θέση να κατανοήσει το «μηχανισμό» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθεί δύο ή τρεις εβδομάδες με κάποιο ζήλο, να διαβάσει λίγα βιβλία, και να, ο ίδιος μπορεί στα ήδη γραμμένα βιβλία να προσθέσει και το δικό του.

Κατά την ώρα όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασή μας υποβάλλεται σε βιαία διάσπαση, όταν ο νους θολώνεται και η καρδία αισθάνεται ισχυρούς πόνους ή εξασθένηση, τότε όλες οι θεωρητικές μας γνώσεις εξαφανίζονται και η προσευχή μπορεί να χαθεί.

Είναι αναγκαίο να προσευχόμαστε για χρόνια. Να διαβάζουμε λίγο, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορά στη προσευχή και συνεργεί, κατά το περιεχόμενό του, στην ενίσχυση της έλξεως προς προσευχή μετανοίας με την εσωτερική διαφύλαξη του νου.

Από τη μακροχρόνια επανάληψη η προσευχή γίνεται φύση της υπάρξεώς μας, φυσική αντίδραση σε κάθε φαινόμενο στην πνευματική σφαίρα, είτε αυτό είναι φως, είτε σκοτάδι, είτε εμφάνιση αγίων αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – με ένα λόγο, σε κάθε καιρό και περίσταση.

Με τέτοιο είδος προσευχής η γέννησή μας για την ουράνια ζωή μπορεί πραγματικά να γίνει ανώδυνη.

Η βίβλος της Καινής Διαθήκης, που αποκαλύπτει σε μας τα έσχατα βάθη του άναρχου Όντος, είναι σύντομη, αλλά και η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί ανάπτυξη σε πλάτος. Η τελειότητα που φανερώθηκε δια του Χριστού είναι ανέφικτη στα όρια της γης· το πλήθος των πειρασμών, τους οποίους περνά αυτός που ασκεί την προσευχή αυτή, είναι απερίγραπτη.

Η άσκηση της προσευχής αυτής οδηγεί κατά παράδοξο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου σε συνάντηση με δυνάμεις κρυμμένες εν τω «Κόσμω».

Η προσευχή με το όνομα του Ιησού προκαλεί εναντίον της επίθεση από τις κοσμικές δυνάμεις, ή καλλίτερα, την πάλη με τους κοσμοκράτορες «του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (πρβλ. Εφεσ. 6,12).

Αυτή, ανυψώνοντας τον άνθρωπο σε σφαίρες πέραν των ορίων της γήινης σοφίας, στις ύψιστες μορφές αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».

Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσία της είναι πάνω από κάθε εξωτερικό σχήμα, στη πράξη όμως οι πιστοί λόγω της ανικανότητας τους να σταθούν σε αυτή με καθαρό νου για πολύ καιρό, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνι για λόγους πειθαρχίας.

Στο Άγιο Όρος του Άθω το πλέον διαδεδομένο κομβοσχοίνι έχει εκατό κόμβους διαιρεμένους σε τέσσερα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών την ημέρα και τη νύκτα, ορίζεται ανάλογα με τη δύναμη του καθενός και των πραγματικών συνθηκών της ζωής του.

Αρχιμ. Σωφρονίου, «Περί προσευχής»

Άθεοι χριστιανοί και χριστιανοί άθεοι Dogma 25 Ιουλίου 2022

χριστιανοί

«Άθεοι χριστιανοί και χριστιανοί άθεοι», γράφει ο π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

Είναι κάποιοι που διατείνονται ότι δεν πιστεύουν στο Θεό και, βέβαια, δεν προσεύχονται, δεν εκκλησιάζονται, δε νηστεύουν.  Όχι για να το «παίξουν άθεοι», προβάλλοντας στους άλλους την αθεΐα τους. Με σοβαρότητα χωρίς ειρωνεία για τους πιστούς, κατάληξαν σε αυτή την τοποθέτηση για κάποιους προσωπικούς τους λόγους.

Κι όμως, στη ζωή τους έχουν μια τέτοια συμμετοχή στον πόνο του συνανθρώπου τους, που παραπέμπει στη χριστιανική αλληλεγγύη.  Στην καθημερινότητά τους είναι τόσο κοινωνικοί, όχι με τις επιφανειακές κοινωνικές εκδηλώσεις αλλά με την ενότητα και τη συμμετοχή στη δυσκολία αλλά και στην ευημερία του διπλανού τους, που θυμίζει την εν Χριστώ κοινωνία των προσώπων.

Δεν ξέρουν την υποκρισία, δεν αγαπούν το ψέμα, δεν κρύβονται για να δείξουν άλλον εαυτόν.  Γίνονται θυσία για τους εμπερίστατους, αγκαλιάζουν τους μοναξιασμένους και απορριμένους της κοινωνίας.  Κατανοούν πλήρως το λόγο του Χριστού, κι ας μη γνωρίζουν ποιος το είπε, ότι «οι τελώνες και οι πόρνες θα είναι πιο μπροστά από τους θρήσκους».  Συνεννοούνται με τα «καθάρματα του κόσμου», γιατί, φαίνεται, έχουν την απλότητα και την ειλικρίνεια που ενώνει καρδιακά τους ανθρώπους ό,τι και να ’ναι.

Κι είναι κάποιοι χριστιανοί που λένε ότι πιστεύουν στο Θεό, προσεύχονται, εκκλησιάζονται, νηστεύουν. Ό,τι κάνουν το κάνουν «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις».  Είναι επιθετικοί στους μη πιστούς, λες και επιδιώκουν να γίνουν σωτήρες τους ή σωτήρες της εκκλησίας.

Στη ζωή τους έχουν τέτοια σκληρότητα στον ανθρώπινο πόνο, λες και δεν ένιωσαν ποτέ την αγάπη του Θεού που «κάνει το έλεός Του να γινόμαστε ελεήμονες» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).  Στην καθημερινότητά τους έχουν τέτοια φιλαυτία που τους κάνει αντικοινωνικούς, ά-φιλους και εγωκεντρικούς ώστε να απωθούν τους γύρω τους.

Φαίνονται ατσαλάκωτοι, χωρίς πτώσεις και αμαρτίες, όλα καλά και τέλεια.  Διαχωρίζουν τους εαυτούς τους από τους άλλους, που δεν έχουν την ίδια με αυτούς εξωτερική εικόνα.  Δεν κλαίνε και δεν αποκαλύπτουν την αποτυχία τους.  Κοντά τους νιώθεις στεναχώρια, κάτι να σε απωθεί, καθόλου οικεία.

Από τη μια η θεωρητική αθεΐα αντιμάχεται την πρακτική πίστη.  Είναι χριστιανοί «κι ας έχουν θεωρηθεί άθεοι», κατά την αρχαία αντίληψη του σπερματικού λόγου.  Από την άλλη η θεωρητική πίστη αντιμάχεται την πρακτική αθεΐα.

Ο Χριστός αγκάλιασε τους πρώτους και μίλησε αυστηρά για τους δεύτερους.  Τότε και τώρα σημασία δεν έχει τι λέμε αλλά τι ζούμε.  «Στη βασιλεία του Θεού δε θα μπει όποιος μου λέει «Κύριε, Κύριε», αλλά όποιος κάνει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου» (Ματθ. 7,21).

Ωστόσο,  την αλλαγή την ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο που μιλά κατευθείαν στην καρδιά που ταπεινώνεται, ποθεί κι αναζητά, ακόμα κι αν τα λόγια λένε διαφορετικά.

Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

Η επιτυχία της προσευχής και η ολοκληρωτική προσκόλληση στον Θεό


527. Η απόδειξις του ελέους του Κυρίου ή της Υπεραγίας Μητρός του σε μας, κατόπιν ή κατά τη διάρκεια της προσευχής, είναι η ειρήνη της καρδιάς, ιδίως μετά την ενέργεια κάποιου πάθους, που έχει ως αποτέλεσμα την απουσία της πνευματικής ειρήνης. Μ’ αυτή την ειρήνη της καρδιάς και την κατάνυξι, μπορούμε επίσης να καταλάβουμε ότι η προσευχή μας εισακούσθηκε και η χάρις που ζητήσαμε μας δόθηκε. Η επιτυχία της προσευχής, εξ άλλου, αναγνωρίζεται και με την πνευματική δύναμι που αποκτάμε εσωτερικά για την εκπλήρωσι την χριστιανικών μας καθηκόντων, καθώς και με το εσωτερικό φως που κατακλύζει την ψυχή μας.

528. Ολόκληρος ο κόσμος δεν είναι ισοστάσιος με την πιστή ψυχή του ανθρώπου. Τι είναι ο υλικός κόσμος; Ένα σύνολο από αβεβαιότητες και φθορά. Δεν μπορούμε να τον εμπιστευθούμε σε τίποτε. Όλα είναι εύθραυστα και παροδικά. Η καρδιά μας λοιπόν δεν έχει πουθενά να στηριχθή εκτός από τον ένα Θεό, που δημιούργησε εκ του μηδενός τον κόσμο, τον συνέχει και του δίνει ζωή. Όπου αλλού και αν στηριχθής, εκτός του Θεού, θα νοιώσης τον θάνατο μέσα στην καρδιά σου. Ενώ η ολοκληρωτική προσκόλλησις στον Θεό είναι ζωή.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 219-220)

Βιώνοντας την αγωνία τής ανθρωπότητας μέσω τής υπέρ τού κόσμου προσευχής Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)

 

 

Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.

 

Από των νεανικών μου χρόνων ευρίσκομαι εν θλιβερά αμηχανία εκ της εκτυλισσομένης ενώπιον μου σκηνής. Υπήρξαν όμως ώραι παραδόξου θριάμβου, ότε η άκρα μωρία των πάντων διεβεβαίου εμέ περί της αναποφεύκτου παρουσίας ενός άλλου «πόλου» εν τω είναι του κόσμου – της Σοφίας. Δεν έφθασα Αυτήν, αλλ’ εξέχεεν Αύτη εις την ψυχήν μου την ελπίδα της μεταμορφώσεως όλης της κτίσεως, και η προσευχή περί του κόσμου παντός ανεζωπυρούτο εν τη καρδία μου και το ανέσπερον Φως εθεράπευε την ψυχήν μου.

 

Κατά την υπερ των ανθρώπων προσευχήν η καρδία αισθάνεται ενίοτε την πνευματικήν ή την ψυχικήν κατάστασιν εκείνων, περί των οποίων απευθύνει εις τον Θεόν την προσευχήν. Χάριν τούτου ο πνευματικός δύναται να βιώση τα «πεπρωμένα» αυτών: την ικανοποίησιν και την ευτυχίαν εν τη αγάπη, την εξάντλησιν εν τοις καμάτοις, τους φόβους εκ των επερχομένων επ’ αυτούς συμφορών, την φρίκην της απογνώσεως και τα όμοια αυτών. Μνημονεύων τους ασθενείς ενώπιον του Κυρίου ο πνευματικός κλίνει επί των κλινών εκατομμυρίων ανθρώπων, οίτινες καθ’ εκάστην στιγμήν αντιμετωπίζουν τον θάνατον και διατελούν εν μαρτυρική αγωνία. Στρέφων την προσοχήν αυτού προς τους αποθνήσκοντας, φυσικώ τω τρόπω, ο ιερεύς μεταφέρεται νοερώς εις εκείνον τον κόσμον και μετέχει ή της ησύχου παραδόσεως της ψυχής εις τον Θεόν ή του τρόμου αυτής ενώπιον του αγνώστου, όπερ πλήττει την φαντασίαν, πριν ή φθάση αυτό τούτο το γεγονός της αποχωρήσεως εκ του κόσμου τούτου. Και εάν η στάσις πλησίον της στρωμνής και μόνον ενός εν αγωνία αποθνήσκοντος δίδη εις ημάς όρασιν, ήτις συγκλονίζει δια της αντιθέσεως αυτής προς την αντίληψιν ημών περί του πρωτοκτίστου ανθρώπου, τότε η σκέψις του πνεύματος ημών περί όλων των πασχόντων επί της γης υπερβαίνει το μέτρον της αντοχής του ψυχισμού και του σώματος εισέτι.

Δια τον ιερέα και τον πνευματικόν είναι άκρως σημαντικόν το δίλημμα, τί να ποιήση: Να κλείση εις πάντα τους οφθαλμούς αυτού χάριν του φυσικού εις όλους ημάς ενστίκτου επιβιώσεως, ή να πορευθή περαιτέρω; Άνευ του προκαταρκτικού αγώνος της βαθείας μετανοίας κατά την άνωθεν δωρεάν τούτο το «περαιτέρω» είναι απρόσιτον εις τον άνθρωπον. Κατ’ ουσίαν πρόκειται περί του αν θα ακολουθήση τις τον Χριστόν εις τον κήπον της Γεθσημανή και τον Γολγοθάν, ίνα ζήση μετ’ Αυτού, δια της δυνάμεως Αυτού, την τραγωδίαν του κόσμου ως ιδίαν αυτού τραγωδίαν· ίνα υπεράνω του χρόνου και του χώρου περιπτυχθή εν τω πνεύματι της ελεήμονος αγάπης όλον το γένος ημών, όπερ κατήλθεν εις βυθόν αλύτων συγκρούσεων. Το ότι δεν ενθυμούμεθα, έτι δε και απερρίψαμεν την πρωταρχικήν ημών κλήσιν, συνιστά τον πυρήνα της παγκοσμίου τραγωδίας. Το πανωλέθριον πάθος της υπερηφανίας υπερνικάται μόνον δια της ολοκληρωτικής μετανοίας, δια της οποίας κατέρχεται επί του ανθρώπου η ευλογία της ταπεινώσεως του Χριστού, ήτις απεργάζεται ημάς τέκνα του ουρανίου Πατρός.

Ουχί μόνον η ψυχοφυσική σύστασις ημών αρνείται να περιληφθή εις την κοσμοσωτήριον προσευχήν και θυσίαν της αγάπης του Ιησού Χριστού, αλλά και το πνεύμα ημών φοβείται τούτο, και ο νους δεν είναι εις θέσιν να υψωθή «εκεί», εις το όρος, το πνευματικώς υψηλότερον όλων των άλλων ορέων, όπου ο Κύριος παρέδωκε το πνεύμα Αυτού εις τας χείρας του Πατρός. «Παρά ανθρώποις αδύνατον, αλλ’ ου παρά Θεώ· πάντα γαρ δυνατά εστι παρά τω Θεώ» (Μάρκ. 10,27). Η ανάβασις προς τα «εκεί» πραγματοποιείται άνευ προκαταρκτικής ιδέας περί του γεγονότος τούτου. Η ψυχή κατά φυσικόν τρόπον ανυψούται, θα έλεγε τις, δια προσευχής μετανοίας περί των ιδίων αυτής αμαρτιών, περί της ιδίας αυτής πτώσεως, ήτις ενοί δια της καταστάσεως αυτής την ψυχήν μεθ’ όλων των παρελθόντων αιώνων της ιστορίας της ανθρωπότητος. Και τούτο συμβαίνει αίφνης, απροσδοκήτως ακουσίως. Η ψυχή εν τω εντατικώ κλαυθμώ δι’ εαυτήν, κατά την δωρεάν του Πνεύματος του Αγίου, εισάγεται οντολογικώς εις την ουσίαν της αμαρτίας ημών –εν τη μεταφυσική αυτής διαστάσει– ως εκπτώσεως εκ της μακαρίας και ακηράτου ζωής εν τω Φωτί, τω εκπορευομένω εκ του Προσώπου του Πατρός των πάντων. Τούτο δεν είναι φιλοσοφικός στοχασμός, ούτε διανοητική θεολογία. Είναι δεδομένον του είναι ημών: Εν τη πτώσει του Αδάμ η ανθρωπότης απέρριψε τον Θεόν. Όντως είναι φοβερόν πράγμα το ότι εν τη τυφλώσει ημών δεν βλέπομεν την ιδίαν ημών αμαρτίαν. Η φύσις αυτής διανοίγεται εις ημάς δια της πίστεως εις την Θεότητα του Χριστού.

«Είπεν … ο Ιησούς· Εγώ υπάγω και ζητήσετε Με, και εν τη αμαρτία υμών αποθανείσθε· όπου Εγώ υπάγω, υμείς ου δύνασθε ελθείν … υμείς εκ των κάτω εστέ, Εγώ εκ των άνω ειμί· υμείς εκ του κόσμου τούτου εστέ, Εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου τούτου. Είπον ουν υμίν ότι αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών· εάν γαρ μη πιστεύσητε ότι Εγώ ειμι (ο Ποιήσας υμάς), αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών. Έλεγον ουν Αυτώ· Συ τίς εί; Και είπεν αυτοίς ο Ιησούς· την αρχήν ό,τι και λαλώ υμίν» (Ιωάν. 8,21-25).

Ούτω βλέπομεν ότι η προσωπική ημών αμαρτία είναι αμαρτία όλου του ανθρωπίνου γένους. Και η ιερατική προσευχή περί της αφέσεως των αμαρτιών του κόσμου είναι μετάνοια υπέρ όλης της ανθρωπότητος. Συγχωρήσατε μοι: Δεν δύναμαι να εκφράσω καταλλήλως εκείνο περί του οποίου γίνεται λόγος. Ο αληθώς μετανοών δια τα εγκλήματα αυτού εναντίον της Πατρικής αγάπης μεταφέρεται δια της δυνάμεως του Ιδίου του Θεού εις εκείνην την νυν μυστηριώδη δι’ ημάς σφαίραν. Είμαι μικρός άνθρωπος, αλλ’ ανήκω εις το μέγα σώμα της πανανθρωπότητος, και δεν δύναμαι να αποσπάσω εμαυτόν εξ εκείνου. Κατ’ αρχάς ζω την αμαρτίαν μου ως ιδίαν και μόνον· έπειτα δε αποκαλύπτεται εις εμέ ότι αύτη είναι η αμαρτία εκείνη, ήτις περιγράφεται εν τη Γραφή, εν τω βιβλίω της Γενέσεως (βλ. κεφ. 3). Είμαι μηδαμινός, αλλά το τελούμενον εν εμοί δεν είναι ασήμαντον· δεν είναι άνευ αξίας ούτε προ των οφθαλμών του Δημιουργού μου. Και Αυτός ο Ίδιος δεν «εκένωσεν» Εαυτόν μέχρις άκρας «εξουθενώσεως», ασυλλήπτου δι’ ημάς; Εποίησε τούτο ών κατά την φύσιν Αυτού απείρως μέγας Θεός· και τούτο, ίνα σώση ημάς.

Ιδού επί πολλά ήδη έτη προσπαθώ να πείσω τους προσερχομένους εις εμέ, όπως εκλαμβάνουν τας δοκιμασίας τας οποίας συναντούν ουχί μόνον εν τοις ορίοις της ατομικής αυτών υπάρξεως, αλλά και ως αποκάλυψιν περί του πώς ζη και έζη σύμπασα η ανθρωπότης κατά τας παρελθούσας χιλιετίας. Παν βίωμα και χαράς και πόνου, δύναται να αποβή δι’ ημάς νέα γνώσις, απαραίτητος δια την σωτηρίαν ημών. Όταν ζώμεν εντός ημών των ιδίων όλον το γένος των ανθρώπων, όλην την ιστορίαν της ανθρωπότητος, τότε διαρρηγνύομεν το κλειστόν κύκλωμα της «ατομικότητος» ημών και εξερχόμεθα εις τας πλατείας εκτάσεις της «υποστατικής» μορφής του είναι, γινόμενοι νικηταί του θανάτου, μέτοχοι της θείας απειρότητος.

Η θαυμαστή αύτη οδός εις ουδένα είναι γνωστή ει μη εις τους χριστιανούς. Κατ’ αρχάς η πείρα της τοιαύτης εξόδου εκ της στενής φυλακής του ατόμου δύναται να φανή παράδοξος. Ημείς οι ίδιοι είμεθα συντετριμμένοι υπό των ημετέρων παθημάτων, και πού θα ανεύρωμεν δύναμιν πνεύματος να περιβάλωμεν μετ’ ευσπλαχνίας τα εκατομμύρια εκείνα των ανθρώπων, άτινα καθ’ εκάστην δεδομένην στιγμήν πάσχουν ομοίως προς ημάς και ενδεχομένως πλείον ημών; Εάν έχωμεν χαράν, τούτο είναι τρόπον τινά ευκολώτερον δι’ ημάς, αλλ’ όταν δεν είμεθα ικανοί να αντεπεξέλθωμεν προς τον πόνον ημών, η ευσπλαγχνία προς το πλήθος των πασχόντων μόνον αυξάνει το ήδη αφόρητον μαρτύριον ημών. Παρά ταύτα επιχειρήσατε τούτο και θα ίδητε ότι εν τω βαθεί θρήνω της προσευχής δι’ όλην την πάσχουσαν ανθρωπότητα θα εμφανισθή ενέργεια άλλου είδους, ουχί εκ του κόσμου τούτου. Η νέα αύτη μορφή συμ-παθείας, κατερχομένη άνωθεν, διαφέρει της πρώτης, ήτις είναι ερμητικώς κεκλεισμένη εις εαυτήν, δια του ότι δεν αποκτείνει πλέον αλλά ζωοποιεί ημάς. Οι ορίζοντες της προσωπικής ημών ζωής πλατύνονται απείρως και πολλά χωρία του Ευαγγελίου και των Επιστολών γίνονται κατανοητά ως να επρόκειτο περί λόγου δι’ ημάς αυτούς … εισέτι δε: περί ημετέρου ήδη λόγου. Επί παραδείγματι: «Πάσα παιδεία προς μεν το παρόν ου δοκεί χαράς είναι, αλλά λύπης, ύστερον δε καρπόν ειρηνικόν τοις δι’ αυτής γεγυμνασμένοις αποδίδωσι δικαιοσύνης» (Εβρ. 12,11). Δια του ανοίγματος ημών εις μείζονα εν πνεύματι παθήματα υπερνικώμεν την ατομικήν ημών δοκιμασίαν. Ιδιαιτέρως θα συμβή ούτως εν τω τέλει: Δια του θανάτου νικάται ο θάνατος και επικρατεί η δύναμις της αναστάσεως.

Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς να προσευχώμεθα εκτενώς, ίνα δια της φλογεράς και πολυετούς προσευχής, ιδιαιτέρως της μετανοίας, μεταμορφώσωμεν την πεπτωκυΐαν ημών φύσιν τοσούτον ώστε να καταστή ικανή να αφομοιώση την αποκαλυφθείσαν εις ημάς Άναρχον Αλήθειαν. Και τούτο πριν ή απέλθωμεν του κόσμου τούτου. Ο Χριστός, ο αποκαλύψας εις ημάς εν τη σαρκί ημών την Αλήθειαν ταύτην, ελκύει ημάς προς Εαυτόν και καλεί ημάς να ακολουθήσωμεν οπίσω Αυτού. Η αιώνιος ημών μετ’ Αυτού διαμονή εν τη ασαλεύτω Βασιλεία εξαρτάται εκ της απαντήσεως ημών εις την κλήσιν Αυτού. Το άμετρον μεγαλείον του προ ημών ισταμένου έργου εμπνέει φόβον εις την καρδίαν και τον νουν ημών· φόβον αγάπης, διότι υπάρχει το ενδεχόμενον να αποδειχθώμεν τελείως ανάξιοι του Θεού· φόβον ενώπιον του οδυνηρού αγώνος, διότι «η Βασιλεία … βιάζεται» (Ματθ. 11,12). Η πάλη αύτη είναι απερίγραπτος. Τους ηττημένους υπό της πονηράς υπερηφανίας ή των χαμερπών παθών απειλεί το «σκότος το εξώτερον» (βλ. Ματθ. 8,12· 13,41-43). Εξ άλλου δε: «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ Εμού εν τω θρόνω Μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του Πατρός Μου εν τω θρόνω Αυτού. Ο έχων ούς ακουσάτω τί το Πνεύμα λέγει …» (Αποκ. 3,21-22).

Αναμένει ημάς μεγαλειώδης πάλη, αλλά πάλη ιδιαιτέρα, αγία, ανομοία προς τους αδελφοκτόνους πολέμους, οίτινες επλήρωσαν την ιστορίαν του κόσμου ημών από των χρόνων του πρώτου φόνου του Άβελ υπό του αδελφού αυτού Κάϊν. Ο κοινός και μόνος αληθινός εχθρός είναι η θνητότης ημών. Οφείλομεν να παλαίσωμεν μαρτυρικώς εναντίον του ζώντος εν ημίν θανάτου, βάλλοντες αρχήν εξ ημών των ιδίων. Το Ευαγγέλιον του Κυρίου ανήκει εις άλλο επίπεδον ανώτερον υπερκόσμιον: Τα πάντα εν αυτώ δεν είναι «κατά άνθρωπον», «ουδέ παρά ανθρώπου» (Γαλ. 1,11 και 12). Είναι εγκληματικόν να μειώσωμεν τας αιωνίους αυτού (του Ευαγγελίου) διαστάσεις, διότι τότε τούτο παύει να έχει δια τους ανθρώπους δύναμιν ελκτικήν, έτι δε και νόημα. Βεβαίως, αι εντολαί του Χριστού –«αγαπάτε τους εχθρούς υμών … έσεσθε … τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5,44 και 48)– υπερέχουν τον νουν και την δύναμιν ημών. Ο Χριστός όμως εν τη σαρκί ημών εφανέρωσε την τελειότητα ταύτην: «Νενίκηκε τον κόσμον». Τούτο σημαίνει ότι και εις ημάς είναι δυνατόν να δοθή η νίκη εάν είμεθα μετ’ Αυτού. Ομιλών περί του λόγου Αυτού ο Χριστός ωνόμασε τούτον σπόρον: «Ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού» (Λουκ. 8,11). Ας είναι ούτος εν ημίν ως σπόρος ουχί εκ του κόσμου τούτου. Μετά θάνατον, πεσών ούτος εις καταλλήλους δι’ αυτόν συνθήκας, θα δώση άφθαρτον καρπόν.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Σύ Κύριε, ο Βασιλεύς µου και ο Θεός µου (Γ΄ Μέρος) Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

 



«Πρῶτος τρόπος προσκυνήσεως εἶναι ἐκεῖνος πού γίνεται κατά τή λατρεία» (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός)

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Γ΄ Μέρος

«διαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς» (Α΄ Θεσ. 5, 17-18).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, γράφει γιά τήν προσκύνηση πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὅτι:

«Ἡ προσκύνηση λοιπόν εἶναι σημεῖο ὑποταγῆς, δηλαδή ὑποβιβασμοῦ καί ταπεινώσεως. (1)

Πόσοι, τρόποι προσκυνήσεως ὑπάρχουν;

Ὑπάρχουν πολλοί τρόποι προσκυνήσεως.

Πρῶτος τρόπος προσκυνήσεως εἶναι ἐκεῖνος πού γίνεται κατά τή λατρεία.

Τήν προσκύνηση αὐτή τήν προσφέρουμε μόνο στόν ἀπό τή φύση Του προσκυνητό Θεό, καί γίνεται μέ διάφορους τρόπους.

Πρῶτα κατά τόν τρόπο τῆς δουλείας γιατί τόν προσκυνοῦν ὅλα τά κτίσματα, ὅπως δοῦλοι τόν Δεσπότη, γιατί «διότι τά σύμπαντα εἶναι ὑποταγμένα σέ Σένα».

Καί Τόν προσκυνοῦν ἄλλοι ἑκούσια, καί ἄλλοι ἀκούσια.

Ἄλλοι δηλαδή Τόν προσκυνοῦν ἑκούσια μέ ἐπίγνωση, ὅπως οἱ εὐσεβεῖς, ἐνῶ ὅσοι ἔχουν ἐπίγνωση αὐτοῦ καί χωρίς νά θέλουν Τόν προσκυνοῦν ἀκούσια ὅπως οἱ δαίμονες.

Ἄλλοι πάλι χωρίς νά γνωρίζουν τόν κατά φύση Θεό, προσκυνοῦν ἀκούσια Αὐτόν πού ἀγνοοῦν.

Σύ Κύριε, ὁ Βασιλεύς µου καί ὁ Θεός µου!!!

Δεύτερος τρόπος προσκυνήσεως εἶναι ἐκεῖνος πού γίνεται ἀπό θαυμασμό καί πόθο.

Καί κατά τόν τρόπο αὐτόν προσκυνοῦμε τό Θεό γιά τή φυσική του δόξα γιατί εἶναι ὁ μόνος δοξασμένος, χωρίς νά ἔχει τή δόξα ἀπό κανέναν ἄλλο.

Καί εἶναι ὁ Ἴδιος αἴτιος κάθε δόξας καί κάθε ἀγαθοῦ, φῶς ἀκατάληπτο, γλυκασμός ἀσύλληπτος, κάλλος ἀπροσμέτρητο, ἄβυσσος ἀγαθότητας, σοφία ἀνεξιχνίαστη, καί δύναμη ἀπειροδύναμη.

Μόνος ἄξιος νά θαυμάζεται γιά τόν ἑαυτό Του καί νά προσκυνεῖται καί νά δοξάζεται καί νά ποθεῖται.

Σύ Κύριε, ὁ Βασιλεύς µου καί ὁ Θεός µου!!!

Τρίτος τρόπος εἶναι ἐκεῖνος πού γίνεται ἀπό εὐχαριστία, γιά τά ἀγαθά πού συμβαίνουν γιά χάρη μας.

Γιατί ὅλα τά ὄντα ὀφείλουν νά εὐχαριστοῦν τό Θεό καί νά Τοῦ προσφέρουν διαρκῆ προσκύνηση, ἀφοῦ ὅλα ἀπ’ Αὐτόν ἔχουν τήν ὕπαρξή τους καί σ’ Αὐτόν συγκροτοῦνται καί σέ ὅλα μεταδίδει ἄφθονα τίς δωρεές Του καί χωρίς τό ζητοῦν.

Καί θέλει ὅλοι νά σωθοῦν.

Καί νά μετέχουν στήν ἀγαθότητά Του.

Καί μακροθυμεῖ γιά μᾶς ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀνατέλλει τόν ἥλιο σέ δικαίους καί ἀδίκους καί βρέχει σέ πονηρούς καί ἀγαθούς.

Καί ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς ἔγινε ὅτι εἴμαστε καί μᾶς ἔκανε κοινωνούς Θείας φύσεως, γιατί «θά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν», ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν Καθολική Ἐπιστολή του”.

Σύ Κύριε, ὁ Βασιλεύς µου καί ὁ Θεός µου!!!

«Ἀδελφοί, προσεύχεσθε περί ἡμῶν» (Α΄ Θεσ. 5, 25).

Ἀδελφοί μου, ὁ καθένας μας μπορεῖ μέ τήν ἀπόκτηση τῆς ἀδιάλειπτης εὐχῆς καί νοερᾶς προσευχῆς, νά ἐπιτελέσει τό ἔργο τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό.

Μέ τήν ὅσο τό δυνατόν συχνότερη ἐπίκληση τοῦ γλυκύτατου ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄς γεμίζει ἡ ψυχή μας μέ ἀγαλλίαση: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»!

Ἀμήν, γένοιτο!

Συνεχίζεται…

  • 1. Τί εἶναι προσκύνηση; (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ΕΠΕ, Τρίτος Τόμος, Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ ἔργα). i-n-agioy-nikolaoy-toy-neoy.webnode.gr/