Μοναξιά εἶναι ἡ ἀδυναμία ἐπαφῆς καί ἐπικοινωνίας. Ἡ ἀνικανότητα νά δημιουργηθεῖ καί νά ὑπάρξει δεσμός, σχέση μέ τούς ἄλλους. Ὁ σύγχρονος πολιτισμός καί οἱ δομές τῆς σημερινῆς κοινωνίας, τά τηλεκατευθυνόμενα ἀπό τήν προπαγάνδα μέσα ἐπικοινωνίας, ἀκόμη καί τά παιχνίδια τῶν παιδιῶν, ὁδηγοῦν στήν κοινωνική ἀλλοτρίωση στήν πολιτική ἀποξένωση στήν ἀτομική ἀπομόνωση, καθώς ἀναφέρει σύγχρονος μελετητής (Δασκαλάκης Γ.Δ.). Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι, ἀπό νωρίς ἀρχίζει νά διακατέχεται ἀπό αἴσθημα βαρειᾶς ἀδυναμίας καί ὀκνηρίας, νά χάνει τό νόημα τῆς ζωῆς καί τόν σκοπό της, νά ζεῖ δίχως ἰδανικά καί κανόνες, συνεχῶς νά ὑποπτεύεται καί ν’ ἀμφιβάλλει.
Μόνος καί ἀνασφαλής, ἀνήσυχος καί ἀκατάστατος, ἰδιαίτερα ὁ σημερινός νέος, προσπαθεῖ ν’ ἁπλώσει γέφυρες, νά ὑψώσει σημεῖα, νά φωνάξει. Δίχως ὁδηγό ἤ μέ κακούς ὁδηγούς ἀπογοητεύεται σύντομα καί γίνεται σκληρός κι ἐπιθετικός, πιόνι ἐκμεταλλευτῶν πολιτικῶν ἤ ἀρχομανῶν ἀναρχικῶν. Κι ὁ πόθος γιά ἐλευθερία γίνεται ὁ πικρός θάνατος τῆς ἐλευθερίας του. Συμβιβαζόμενοι οἱ νέοι, αὐτοί πού ἔλεγαν πώς ποτέ καί μέ κανένα δέν θά συμβιβαστοῦν, καταφεύγουν σ’ ἐξεγέρσεις καί καταλήψεις, γίνονται ἐπαναστάτες στήν προσπάθειά τους ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό βάρος τῆς μοναξιᾶς τους, δίχως νά ἐννοοῦν πώς ὑποδουλώνονται τώρα βαρύτερα. Δυστυχῶς ὅλα τοῦτα συμβαίνουν κι ἐκεῖ πού ποτέ δέν θά τό περίμενες σέ νέους μέ καλή μόρφωση, σπάνια εὐφυΐα, δύναμη καί ταλέντο. Ἀνικανοποίητος ὁ νέος αὐτός ἀπό τήν ὑλική εὐδαιμονία καί τή συχνή ὑποκρισία τῶν μεγαλυτέρων του, ἀγωνίζεται γιά μιά ἁπλότητα στή ζωή, γιά μιά ποιότητα γιά ἕνα ἀνώτερο ὕφος, μά δέν βάζει τό νερό στό αὐλάκι πού πρέπει.
Ἡ τέχνη συνήθως κάνει τήν ἐμφάνισή της μ’ ἔνδυμα λίαν ἀπομονωτικό κι ἀντί νά φωτίζει καί ν’ ἀνοίγει παράθυρα πρός τούς ἄλλους καί τόν οὐρανό σέ κλείνει καί σέ σκοτίζει περισσότερο. Ὁ ἀπομονωμένος ἄνθρωπος δέν θ’ ἀργήσει νά παραμιλᾶ, νά μιλᾶ μέ τ’ ἄλογα ζῶα, τίς σκιές, τούς νεκρούς. Εἶναι πιά βαρειά κι ἀνίατα ἀσθενής. Ἡ μελαγχολία, ἡ κοσμοφοβία, ἡ καχυποψία ἔφεραν τήν ψυχοπάθεια. Ἕνας ἀπό τούς ἐπιτυχέστερους χαρακτηρισμούς τοῦ αἰώνα μας εἶναι, ὡς ὁ αἰώνας τῶν ψυχιάτρων. Σύμφωνα μέ περσινή στατιστική τοῦ Παγκοσμίου Ὀργανισμοῦ Ὑγείας περισσότερα ἀπό 400 ἑκατομμύρια ἄτομα στόν κόσμο πάσχουν ἀπό κατάθλιψη. Ἀπό αὐτά περίπου 400.000 κάθε χρόνο αὐτοκτονοῦν. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ στατιστική ἀφορᾶ τίς λεγόμενες προηγμένες χῶρες! Ὁ ἄνθρωπος μόνος κι ἔρημος μαστίζεται ἀδυσώπητα ἀπό τόν ἐγωϊσμό καί τήν ὑπερηφάνεια, πού εἶναι οἱ φυσικοί γονεῖς τῆς μοναξιᾶς του.
Ἄν αὐτοί εἶναι οἱ γονεῖς τῆς μοναξιᾶς τότε ἡ ἀληθινή ταπείνωση, παρά τήν ὅποια κακομεταχείριση καί φθορά τῆς λέξεως ἀπό τούς ταπεινόλογους, εἶναι τό κλίμα πού δέν τήν ἀφήνει νά εὐδοκιμήσει. Ἰδού πώς λαλεῖ ἡ καλή μητέρα, ἡ ἄριστη φιλόσοφος καί θεολόγος ἔρημος περί τῆς φονεύτριας τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἁγίας ταπεινώσεως καί τῶν κεκοσμημένων γνησίων τέκνων της.
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, κατά τόν ἀββᾶ Ποιμένα, εἶναι ἀναπαυμένος σ’ ὅποιον τόπο κι ἄν καθίσει. Αὐτός πού μικραίνει τόν ἑαυτό του σέ ὅλα, θά ὑψωθεῖ πάνω ἀπ’ ὅλους, λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. Καί συνεχίζει ἡ γλυκεία καί διακριτική γλώσσα του. Μίσησε τήν τιμή, γιά νά τιμηθεῖς. Ἐκεῖνος πού τρέχει πίσω ἀπό τήν τιμή, φεύγει ἡ τιμή ἀπό μπροστά του. Ἄν καταφρονεῖς ὑποκριτικά τόν ἑαυτό σου γιά νά ταπεινωθεῖς, θά σέ φανερώσει ὁ Θεός.
Στό Γεροντικό ἀναφέρεται πώς ταπεινόφρων δέν εἶναι αὐτός πού αὐτοεξευτελίζεται καί ταπεινολογεῖ, ἀλλά ἐκεῖνος πού ὑπομένει μέ χαρά τίς ἀτιμίες πού προέρχονται ἀπό τόν πλησίον.
Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται πώς ἐκεῖνον πού τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἀξίζει ζημιώνεται, ἐκεῖνος ὅμως, πού δέν τόν τιμοῦν καθόλου οἱ ἄνθρωποι, θά δοξαστεῖ στούς οὐρανούς ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν συμβουλεύει: Ἡ ὁποιαδήποτε στενοχώρια, πού θά σοῦ συμβεῖ, θά νικηθεῖ μέ τή σιωπή. Μαζί του συμφωνεῖ κι ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Μέχρις ὅτου ἠρεμήσει ἡ καρδιά σου μέ τήν προσευχή, μήν κάνεις καμιά ἐξήγηση μέ τόν ἀδελφό σου. Μελετώντας τίς γραφές τῶν ἁγίων πατέρων τῆς ἐρήμου παρατηρεῖ εὔκολα κανείς μιά σύμπνοια, μιά εὐγένεια, μιά ἀνθρωπιά, μιά κατανόηση, μιά σοφία. Στάλες ἁγιοπνευματικές ὅπου ἄνθισαν στήν ἀπρόσιτη ἄνυδρη ἔρημο, ὕστερα ἀπό ἀγῶνες μακρούς κι ἔδωσαν ἄνθη πού εὐωδίασαν κοινωνίες ἀνθρώπων ἀπόλυτα δοσμένων στόν Θεό κι εὐωδιάζουν ἀκόμη τίς ψυχές πού πράγματι διψοῦν.
Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας, ὁ μέγας νοῦς, σημειώνει μέ ἰδιαίτερη χάρη καί λεπτότητα: Αὐτός πού ταπεινώνεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθίσταται ἱκανός νά ὑπομένει κάθε προσβολή. Ὁ ταπεινός δέν ἐνδιαφέρεται τί λένε οἱ ἄλλοι γι’ αὐτόν. Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ὑποφέρει γιά τόν Θεό, αὐτός εἶναι ἄξιος ν’ ἀποκτήσει τήν εἰρήνη.
Ὁ ἀββᾶς Μᾶρκος, στό μεγάλο κι ἐνδιαφέρον αὐτό κεφάλαιο τῶν σχέσεών μας μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τούς ἄλλους, πού καθημερινῶς σκουντουφλᾶμε, προχωρεῖ καί σημειώνει χαρακτηριστικά: Ὅταν ἀντιληφθεῖς μέσα σου τή σκέψη νά σοῦ ὑπαγορεύει ἀνθρώπινη δόξα, νά γνωρίζεις καλά πώς ἡ σκέψη αὐτή σοῦ ἑτοιμάζει ντροπή. Κι ἄν δεῖς κάποιον νά σ’ ἐπαινεῖ ὑποκριτικά, νά περιμένεις τήν ἴδια στιγμή καί τήν κατηγορία ἀπό μέρους του. Καί συνεχίζει μέ τόλμη χειρούργου ὁ ψυχοανατόμος ἀββᾶς: Ὅταν δεῖς κάποιον νά κλαίει γιά τίς πολλές προσβολές πού τοῦ ἔγιναν, νά γνωρίζεις πώς ἐπειδή κυριεύθηκε ἀπό λογισμό κενοδοξίας, θερίζει χωρίς νά τό αἰσθάνεται τούς καρπούς τῶν κακῶν τῆς καρδιᾶς του. Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἡδονή, λυπᾶται γιά τίς κατηγορίες καί τήν κακομεταχείριση, ἀντίθετα ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό λυπᾶται γιά τούς ἐπαίνους καί τίς λοιπές πλεονεξίες. Ἡ ταπείνωσή μας κρίνεται ἀπό τή συκοφαντία. Μή νομίσεις πώς ἔχεις ταπείνωση, τονίζει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὅταν δέν ἀνέχεσαι τήν παραμικρή κατηγορία. Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προχωρεῖ πιό ψηλά: Αὐτόν πού σ’ ἐνέπαιξε ἤ σέ στενοχώρησε ἤ σέ ζημίωσε ἤ ὁτιδήποτε κακό σοῦ ἔκανε, νά τόν θυμηθεῖς ὡς ἰατρό σου. Ὁ Χριστός τόν ἔστειλε γιά νά σέ θεραπεύσει, μή λοιπόν τόν θυμᾶσαι μέ θυμό. Κι ὁ Εὐάγριος εὐεργέτες του θεωροῦσε τούς κακολόγους του.
Ἔχουν μεγάλη σημασία τά παραπάνω ἀναφερόμενα ἀπό τούς θεόσοφους αὐτούς ἰατρούς τῆς ἐρήμου στό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ. Τό νά πεῖ κανείς πώς αὐτά ἀναφέρονται ἀπό μοναχούς καί μόνο γιά μοναχούς, τό λιγότερο εἶναι ἀρκετά ἐπιπόλαιος. Γιατί, ὅπως πολύ καλά ἀντιλαμβάνεσθε καί παρατηρεῖτε, ἀποτέλεσμα ἀταπείνωτου φρονήματος, ἀποτυχημένων ἤ λαθεμένων διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀνικανοποίητων ἐγωϊσμῶν, ἀνενέργητων φιλοδοξιῶν, κενοδοξίας, καυχησιολογίας, ἐπαινοθηρίας, φιλαυτίας κι ἐπιθυμίας δικαιώσεως καί διαφημίσεως εἶναι ἡ ἐπιδημία τῆς μοναξιᾶς.
Βεβαίως ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη μοναξιά. Μά αὐτή δέν εἶναι καθόλου ἀρρωστημένη. Εἶναι ὁ φυσικός χωρισμός τῶν μοναχῶν ἀπό τόν κόσμο. Δίχως νά ἔχουν διόλου μίσος γιά τούς ἀνθρώπους, νά ἔχουν ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους. Ἡ μοναξιά τους εἶναι δημιουργική. Ὄχι πώς δέν τούς ἐνδιαφέρουν οἱ ἄλλοι πώς εἶναι ἀνώτεροί τους αὐτοί, δέν ἔχουν κανένα κοινό σημεῖο. Μά θά ἐπανέλθουμε στό σημεῖο αὐτό.
Εἶναι δυνατή ἡ μοναξιά ν’ ἀρρωστήσει καί νά ἐξουθενώσει τόν ἄνθρωπο. Μά ἡ ἀγάπη εἶναι πιό κραταιή, νά γιάνει καί ν’ ἀναστήσει τόν κόσμο ὅλο. Ἡ ἀκατανίκητη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιά ἐπικοινωνία πρέπει νά διοχετευθεῖ σωστά. Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νά πιάσουμε κάποτε κουβέντα μέ αὐτόν τόν ἄγνωστο ἑαυτό μας. Κουβέντα εἰλικρινῆ, τίμια, θαρρετή. Νά βροῦμε στά βάθη μας τήν κριμένη ἀθωότητα τῶν παιδικῶν μας χρόνων. Κουβέντα πρόσωπο πρός πρόσωπο, δίχως προσωπεῖο, μέ τόν ἕνα, μόνο, ἀληθινό, ζωντανό φίλο, Πατέρα Θεό. Κουβέντα μέ τούς ἄλλους, τούς ὅποιους, τούς χειρότερους, τούς καλύτερους, τούς πλησίον, τούς μακράν, τούς ἀδελφούς μας ἐν Κυρίῳ. Ἔτσι διαλύονται οἱ ἱστοί τῆς μοναξιᾶς, φωτίζονται τ’ ἄδυτα κι ἀνήλια ὑπόγεια τῶν καρδιῶν, σπάει τό καβούκι τοῦ ἐγώ, χαίρεται ὁ ἄνθρωπος, ἐλευθερώνεται, ζωογονεῖται, ἀναπνέει, ζεῖ, ἀρνεῖται τή μοναξιά τοῦ ἄθλιου ἐγωϊσμοῦ. Ἀλήθεια μέ πόσα λίγα κι ἁπλά μέσα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζεσταθεῖ, νά ξαναενωθεῖ μέ ὅλο τόν κόσμο. Δέν χρειάζεται νά ψάξει κανείς πολύ γιά νά ξαναβρεῖ τήν ἐλπίδα, τήν ἀνάταση, τ’ ἀνείπωτα πανηγύρια τῆς καρδιᾶς, τίς ἑορτές τῶν ἑορτῶν καί τίς πανηγύρεις τῶν πανηγύρεων.
Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη μοναξιά, ζωηφόρα καί χαριτόδοτη. Μιά μοναξιά πού ἀξίζει πολύ νά τῆς ἀφιερώσει κανείς ἀρκετό χρόνο. Ἕνα ἀποσυρμό ἀπό τή βουή τοῦ πλήθους μέ τήν τόση διάχυση, περίσπαση κι ἐξωστρέφεια ἀνωφελῆ. Μιά μοναξιά ὑγιῆ, ὡραία, καλή. Μακριά ἀπό τή μορφή ἐπικοινωνίας ἐκείνη τή συνεχῆ μέ τούς πολλούς, γιά νά μή μείνουμε ποτέ μέ τόν ἕνα, τόν ἑαυτό μας, καί νά μήν ἀναχθοῦμε, ἀπό φόβο, δειλία ἤ ἀγνωσία, στόν Ἄλλο, τόν πάντα Ἀναμένοντα, τόν Ἕνα, τόν Ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο. Νά βροῦμε τόν τρόπο, τόν τόπο, τήν ὥρα, τόν χρόνο γι’ αὐτή τήν ἱερή στιγμή, γι’ αὐτή τήν ἄλλη ἐπικοινωνία. Μέ γνώση, μέ τάξη, μέ πρόγραμμα. Δέν μιλᾶμε γιά μιά διαφυγή μερικῶν, ἀρκετῶν, ἀπό τίς πολλές τους ἀσχολίες γι’ ἀνάπαυλα, θέα τοῦ ἡλιοβασιλέματος καί τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ. Τούς ρομαντικούς αὐτούς βιαστικά τούς ἀντιπαρερχόμαστε. Τούς χαιρετοῦμε ὡς κουρασμένους πού ξεκουράζονται ἀλλ’ ὄχι ὡς πνευματικούς ἀνθρώπους, ὅπως ἴσως θέλουν νά ὀνομάζονται.
Δέν μιλᾶμε γι’ αὐτούς πού καμώνονται πώς αὐτοσυγκεντρώνονται μέ τεχνικές ἀμφίβολης προελεύσεως καί ἀποτελεσματικότητος ἤ ἄλλους πού ἀφιερώνουν λίγο χρόνο σέ φευγαλέες κι ἐπιπόλαιες ὀνειροπολήσεις καί νομίζουν πώς μετανοοῦν, γιά κάποια συντριβή πού εἶχαν, ἐνθυμούμενοι τ’ ἀτοπήματά τους στό ταξίδι πού εἶχαν στό παρελθόν τους. Πρόκειται μᾶλλον γιά ψεῦτες φυγάδες τῆς ζωῆς, ὀνειροπαρμένους καί φαντασιόπληκτους.
Οὔτε, ἐπιτρέψτε μας νά ποῦμε, ἀναφερόμαστε στούς ἀγαθούς, ὅσο τολμηρά ἀφελεῖς ἐκείνους πού νομίζουν πώς ζοῦν τήν πνευματική ζωή καί τήν ἱερά ἡσυχία, σεργιανίζοντας μ’ ἕνα κομποσχοίνι στό χέρι, σέ ἀκρογιαλιές καί πλαγιές ὡραίων βουνῶν, ἀκούοντας καλή μουσική ἔχοντας τά νέα βιβλία, τή γαστέρα πεπληρωμένη καί συντροφιά τούς φίλους πού δέν φέρνουν ἀντιρρήσεις. Κι ἀκόμη αὐτούς πού κάνουν πνευματικό τουρισμό ἐπισκεπτόμενοι καί ἱερούς τόπους καί συνομιλώντας μέ παρρησία μέ ἁγίους ἀνθρώπους, μά πού δέν βγαίνουν διόλου ποτέ ἀπό τό θέλημά τους. Συγχωρέστε μας παρακαλοῦμε, μά φοβόμαστε πώς δέν εἴμαστε καθόλου ὑπερβολικοί.
Ἀναφερόμαστε, ἀγαπητοί μου, στήν ἁγία ἐκείνη ἡσυχία, πού ἀξίζει κάθε κόπος καί μέριμνα γιά νά δώσουμε τή σημαντική αὐτή εὐκαιρία στόν ἑαυτό μας καί μέσα στή θορυβώδη αὐτή πολιτεία καί μέσα στό ἄστατο σπιτικό μας καί μέ αὐτά τά χάλια τῆς ζωῆς μας καί τοῦ χαρακτήρα μας. Ἀνάγκη πᾶσα νά ἐλευθερωθοῦμε στήν ἁγία αὐτή μοναξιά. Χρειάζεται ἄσκηση, ὑπομονή, μόχθος, μέχρι νά σβήσουν τά σκοτάδια πού μᾶς κουράζουν στήν ἐργασία αὐτή. Νά βροῦμε τίς ρίζες καί τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς μας. Νά μάθουμε νά προσευχόμαστε. Νά γίνει ἡ σιωπή, πηγή, βροντή, συντριβάνι, φῶς, καθώς λέει ὁ γλυκύτατος ποιητής ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος.
Χρειάζεται ἀγρύπνια, ἐγρήγορση συνεχής, ἀκινησία, γαλήνη. Ὁ Θεός εἶναι πλάι μας. Αὐτός μέ ὁδηγεῖ. Σ’ αὐτόν ὁδηγοῦμαι. Τί ἔχω νά φοβηθῶ; Ἀπελπισμένος ἀπό τίς φιλίες, τίς γνωριμίες, τίς τέχνες, τίς τεχνικές, τίς ἰδεολογίες, τίς φλυαρίες, τίς κοινοτυπίες, φθάνω στήν προνομιοῦχο ἐσχάτη ἀπελπισία, καί καθώς εἶμαι ἔτσι γυμνός, ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ ντύνει τήν πιό γνήσια ἐλπίδα. Μέ στηρίζουν σέ αὐτό τό θαῦμα ἡ Παναγία καί ὅλοι οἱ ἅγιοι.
Ἐντός αὐτῆς τῆς θείας μοναξιᾶς, ἀπαλλάσσομαι ἀπό τό προσωπεῖο πού ἀναγκάσθηκα νά φορέσω ἤ μοῦ φόρεσαν. Ἤμουν τρομοκρατημένος καί κάθε βράδυ πήγαινα καί σέ ἄλλη συγκέντρωση, ἄλλη ὁμάδα, γιατί, ἔπρεπε κάπου νά ἐνταχθῶ, ἀλλάσσοντας συνεχῶς προσωπεῖο. Ἐνδοσκαφώντας βιώνω, συνειδητοποιῶ, αἰσθάνομαι παιδί τοῦ Θεοῦ, βρίσκω, ἀποκαλύπτω τήν ταυτότητά μου, τό πρόσωπό μου, τό μοναδικό κι ἀνεπανάληπτο. Παρατηρῶ τίς κινήσεις τῶν παθῶν. Βλέπω καί βρίσκω τά ὅριά μου, τά τάλαντά μου, τίς δυνατότητές μου, λυτρώνομαι ἀπό τίς πλάνες, τούς φανατισμούς, τό ὑπέρμετρο, τό ὑποτονικό.
Θέλει δυνατή βούληση ὁ ἄνθρωπος γιά νά ὁδηγήσει τά βήματά του σέ τακτά διαστήματα στό ἅγιο αὐτό βῆμα τῆς αὐτογνωσίας καί θεογνωσίας. Γιατί ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἐντρύφηση γιά τούς δυνατούς καί φόβος γιά τούς ἀδύναμους. Τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ βήματος ἐξέρχεται κανείς μέ λιγότερη ἀτομικότητα, μέ περισσότερη ἀγάπη γιά τούς ἄλλους, μέ δύναμη γιά μεγαλύτερους ἀγῶνες, μέ νωπά τά δάκρυα γιά τόν πόνο τῶν ἀδελφῶν του. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι μόνος, δέν μπορεῖ ποτέ νά πάσχει ἀπό μοναξιά. Ἔχει διάλογο μέ τόν ἑαυτό του, ὅταν εἶναι μόνος καί μέ τόν Θεό του. Μέσα ἀπό τήν σπαρακτική μοναξιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τά τσαλαπατήματα πού τοῦ ἔκαναν ἀπρόσεκτοι στό δρόμο, στό λεωφορεῖο, στήν ἐργασία, στό σχολεῖο, πατήματα πού πέρασαν στήν ψυχή του, ὑψώνεται ἀπό τά βάθη φωνή πού σχίζει νέφη κι ἔρχεται στόν Τριαδικό Θεό, πού πάντα ἀκούει καί πάντα ἀπαντάει.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μόνο νά θερμαίνει τή φωνή του γνωρίζει, νά χαίρεται πού στέκεται δεύτερος, νά εἶναι φίλος καί μέ τόν ξένο, ν’ ἀρκεῖται στό ὀλίγο, νά κουράζεται στό πολύ, νά πλένει μέ δάκρυα τούς ἄπληστους, τούς ἄσωτους, δίχως κανένα παράπονο, καμιά δυσαρέσκεια, ἀκόμη κι ὅταν τόν ἐγκαταλείπουν αὐτοί πού ποτέ δέν θά τό περίμενες: συγγενεῖς, φίλοι, ὁμοϊδεάτες.
Μακριά ἀπό τήν τύρβη, τήν ἀγορά καί τή σύγχυση, στό ταμεῖο σου, πού τό διάλεξες ἀβίαστα κι ἐλεύθερα, φαίνεται νά μή προσφέρεις τίποτε στούς ἄλλους, νά εἶναι μιά πράξη ἐγωϊστική, μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, τή στιγμή μάλιστα πού οἱ ἄλλοι λένε σ’ ἔχουν ἀνάγκη καί πάσχουν ἀπό τήν ὀδυνηρή μοναξιά. Αὐτά, ὅπως θά ἔχετε ἀκούσει, προσάπτουν καί στούς μοναχούς. Ἡ πρώτη αὐτή ἐντύπωση δέν εἶναι ἀκριβής. Ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἔργο ἐπίπονο, θέλει δύναμη, ἡρωϊσμό, ἐπιμονή. Εἶναι ἐργασία μακρά κι ἀτελείωτη, πού κάποτε μπορεῖ νά εἶναι καί προεργασία γιά μιά ἐπιστροφή σέ αὐτούς πού ἀφήσαμε ἔξω ἀπό τό κελλί μας, δίχως αὐτό βεβαίως νά εἶναι ὁ σκοπός τοῦ μονασμοῦ μας.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀκόμη καί οἱ πιό φλογεροί ἱεραπόστολοι, κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στήν ἐπίγεια ζωή του ἔζησαν τό μυστήριο τῆς θείας αὐτῆς μοναξιᾶς. Ἤ οἱ μεγάλες ἐκεῖνες μορφές τῶν Προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης Μωυσῆς, Ἠλίας, Ἠσαΐας καί Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Ἐπανερχόμενοι στόν κόσμο τοῦ αἰώνα μας τόν βρίσκουμε τραγικά μόνο, ἀπελπισμένο, ἀπαισιόδοξο, νά τά ἔχει συγκρούσει, παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του γιά κάτι ἄλλο, μέ ὅλους καί ὅλα, συναδέλφους, γονεῖς, φίλους, παιδιά, βιβλία, μαθήματα, ἐργασίες καί προπαντός μέ τόν ἑαυτό του καί τόν Θεό, πού αὐτοῦ ποτέ δέν τοῦ μίλησε, δέν τοῦ εἶπε τίποτε. Ἡ πιό σκληρή μοναξιά εἶναι νά εἶσαι πλάι στή σύζυγό σου καί νά μή μπορεῖς νά τῆς μεταδώσεις τά αἰσθήματά σου, τήν ἴδια στιγμή πού ἕνα μήνυμα μεταδίδεται ἀπό τή μιά ἤπειρο στήν ἄλλη, νά ὑπάρχουν πολυετῆ μυστικά μεταξύ τῶν συζύγων, νά εἶναι ἄγνωστος κι ἀνύπαρκτος ὁ διάλογος τῶν παιδιῶν μέ τούς γονεῖς, τούς δασκάλους, τούς κληρικούς. Δέν ὑπάρχει πιό ἄγρια μοναξιά ἀπό μιά οἰκογένεια νά κάθεται ὧρες ἀμίλητη μπροστά στήν τηλεόραση. Βρισκόμαστε σέ δύσκολα ἔτη. Ἡ μοναξιά σέ ἔξαρση. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει χαθεῖ. Ὁ Θεός δέν μιλᾶ.
Μέσα σέ αὐτή τήν ἐρημία τῶν πόλεων, τή φαινομενική σιωπή καί ἀπουσία τοῦ Θεοῦ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά συνάξει τούς λογισμούς του, νἄλθει
στά συγκαλά του, ὅπως λέει ὁ λαός, ν’ ἀφήσει τήν τόση κοσμική
δραστηριότητα καί ν’ ἀπέλθει στό προσκυνητάρι του ἄλαλος, γυμνός, νήπιο,
γιά νά μπορέσει ὁ Θεός νά τοῦ μιλήσει, νά τόν ντύσει, νά τόν ἀνδρώσει. Ἡ
μοναξιά του τότε θά γίνει ἀπελευθερωτική καί θά αἰσθάνεται πλήρης. Μόνο
μιά τέτοια ριζική μοναξιά ὁδηγεῖ σέ μιά ριζική σύλληψη τοῦ Θεοῦ, πού
καταργεῖ κάθε δισταγμό, ἀμφιβολία καί ταλαιπωρία....
«Ἡ
κοινωνία τῆς ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν πόλεων» Τὸ πρῶτο κεφάλαιο ἀπὸ τὸ
ὁμώνυμο ΠΡΩΤΟ βιβλίο, τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου,
Ἐκδόσεις «Τῆνος», Ἀθῆναι 1987)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου