Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Πῶς μετέχουμε στήν Θεία χάρη»ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΕΙΟΡΕΙΤΗΣ



Σκέφθηκα μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ νά ποῦμε κάτι σχετικά μέ τήν γιορτή τῆς Πεντηκοστῆς πού γιορτάζουμε αὐτές τίς μέρες. Ὁ Χριστός μας ὑποσχόμενος στούς μαθητές Του νά ἀποστείλει τό Ἅγιο Πνεῦμα, λίγο πρίν ἀναληφθεῖ, τούς ἔδωσε μία ἐντολή: «ὑμεῖς δέ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. 24,49). Δηλαδή, ἐσεῖς -οἱ μαθητές Του- νά καθίσετε στήν πόλη Ἱερουσαλήμ καί νά περιμένετε, μέχρι νά ἐνδυθεῖτε δύναμη ἐξ ὕψους, μιά δύναμη πού θά ἔρθει ἀπό ψηλά, δηλαδή ἀπό τόν Θεό. Οἱ μαθηταί πράγματι τήρησαν αὐτή τήν ἐντολή καί παρέμειναν μέ μιά ψυχή ὁμοθυμαδόν στό ὑπερῶο. Δηλαδή ὅλοι μαζί, μέ ἡσυχία καί προσευχή περίμεναν τήν ἔκχυχη τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής Λουκᾶς λέει: «ἦσαν διά παντός ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν» (Λουκ. 24,53).
Νά σχολιάσουμε τώρα λίγο αὐτή τήν φράση «ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους». Εἴπαμε ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκαναν ὑπακοή καί ἔμειναν στήν Ἱερουσαλήμ στό ὑπερῶο, ἐκεῖ πού ἔγινε καί ὁ Μυστικός Δεῖπνος, ἡ ψηλάφηση τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, καί ὅλοι μαζί ἡσύχαζαν καί προσηύχοντο.Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Ὅταν ἑτοιμαζόμαστε νά πάρουμε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἡ ἑτοιμασία ἔγκειται στήν ἡσυχία, τήν προσευχή καί τήν νηστεία. Ὁ Χριστός δέν τούς λέει ἁπλῶς ὅτι θά πάρουν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά ὅτι θά τό ἐνδυθοῦν. Αὐτό ἔχει σημασία, δηλαδή θά τό φορέσουν σάν ἕνα ροῦχο.
«Θά τό πάρουν σάν μιά πνευματική πανοπλία, γιά νά πολεμήσουν τόν ἐχθρό», λέει ὁ π. Ἱερόθεος Βλάχος σχολιάζοντας τά γεγονότα πού ἔχουν σχέση μέ τήν Πεντηκοστή. «Δέν πρόκειται γιά μιά φώτιση τῆς διανοίας τους», δηλαδή δέν ἐπρόκειτο νά φωτιστεῖ μόνο ἡ διάνοιά τους, «ἀλλά γιά μεταμόρφωση ὁλοκλήρου τῆς ὑπάρξεώς τους». Γι’ αὐτό καί τούς βλέπουμε μετά τήν Πεντηκοστή νά ἀλλάζουν τελείως. Κι ἐνῶ ἦταν δειλοί, φοβισμένοι, χωρίς σοφία ἀνθρώπινη, μετά τήν Πεντηκοστή γεμίζουν μέ δύναμη, μέ σοφία, μέ θάρρος καί μποροῦν νά μιλοῦν καί ξένες γλῶσσες. Δηλαδή γίνεται μία αὐτόματη μετάφραση, αὐτό εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος, ὅπου ἐνῶ ἦταν λαοί στό ἀκροατήριο ἀπό διάφορα ἔθνη ἄκουγαν τόν Ἀπόστολο Πέτρο -ὁ ὁποῖος φυσικά μιλοῦσε στήν γλῶσσα του- νά μιλάει ὁ καθένας τήν δική του γλῶσσα. Αὐτό γινόταν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως σήμερα σέ ἕνα Συνέδριο, ὑπάρχουν μεταφραστές πού μεταφράζουν σέ διάφορες γλῶσσες τήν ὥρα πού μιλάει ὁ κάθε ὁμιλητής καί ἀκούει κανείς αὐτόματα ἐπιλέγοντας τήν δική του γλῶσσα ἀπό τά μηχανήματα πού ὑπάρχουν. Στό Ἅγιο Πνεῦμα δέν χρειάζεται αὐτό, κάνει αὐτόματη μετάφραση. Αὐτά τά λέει καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος.
Γεμίζουν λοιπόν μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ντύνονται μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Μέ αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶχε ντύσει κι ἐμᾶς ὁ Θεός, ὅταν μᾶς ἔπλασε καί μᾶς ἔβαλε στόν Παράδεισο. Ἡ Ἁγία Γραφή λέει ὅτι τότε οἱ ἄνθρωποι, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, δέν εἶχαν ροῦχα, ἀλλά οὔτε ντρεπόντουσαν, οὔτε ἔνιωθαν γυμνοί, γιατί ἦταν ντυμένοι μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Λέει τό κείμενο: «ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γεν. 2,7). Αὐτό τό ἐμφύσημα δέν εἶναι ἡ ψυχή, ὅπως λένε μερικοί, ἀλλά εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο τούς ἔντυσε. Μετά ὅμως πού ἁμαρτήσαμε, πού κάναμε ἀνταρσία στόν Θεό, τήν παρακοή, χάσαμε τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι’ αὐτό καί νιώσαμε γυμνοί. Τότε ὁ Θεός προσπάθησε νά μᾶς ὁδηγήσει σέ μετάνοια. Δέν μετανοήσαμε. Ὁ ἕνας τά ἔριχνε στόν ἄλλον, ὁ Ἀδάμ στήν Εὔα, ἡ Εὔα στό φίδι, ὁπότε ὁ Θεός ἀπό φιλανθρωπία πάλι μᾶς βγάζει ἀπό τόν Παράδεισο, γιά νά μήν γίνει αἰώνιο τό κακό καί μᾶς δίνει ροῦχα. Μᾶς ντύνει μέ δερμάτινους χιτῶνες. Ξέρετε τί εἶναι ὁ χιτώνας; Εἶναι ἕνα ροῦχο πού καλύπτει ὅλο τό σῶμα μέχρι κάτω. Ἡ ἐντολή εἶναι λοιπόν νά φορᾶμε αὐτό τό ροῦχο, γιατί πλέον ὁ ἄνθρωπος πού ἔχασε τήν σκέπη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σκανδαλίζεται μέ τήν γύμνια καί ἁμαρτάνει. Καί εἶπε ὁ Χριστός μας: «Προσέχετε πῶς βλέπετε, γιατί καί μέ τά μάτια σας μπορεῖ νά κάνετε ἕνα θανάσιμο ἁμάρτημα πού λέγεται μοιχεία. Ὅταν δεῖς κάποιον ἤ κάποια πονηρά, κάνεις ἤδη μοιχεία στήν καρδιά σου» (Ματθ. 5,28).
Ἰδιαίτερα σήμερα πού οἱ ἄνθρωποι δέν προσέχουν καί δέν ντύνονται -παρενθετικά τό λέμε αὐτό- ἁμαρτάνουν στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού εἶπε νά εἴμαστε ντυμένοι. Ξέρει ὁ Θεός ὅτι μετά τήν πτώση χρειαζόμαστε τά ροῦχα γιά νά μήν ἁμαρτάνουμε. Ὅταν ὅμως ὁ ἄλλος προκαλεῖ, ἐπειδή δέν ντύνεται, ἰδίως οἱ γυναῖκες, παίρνουν μεγάλη ἁμαρτία στήν μοιχεία πού διαπράττεται μέ τά μάτια. Ἱκανοποιοῦν μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν κενοδοξία τους, ἀλλά κάνουν μία ἐπιπλέον ἁμαρτία. Ἐκτός πού προκαλοῦν, κενοδοξοῦν κιόλας ὅτι κάνουν ἕνα κατόρθωμα.
Ἀφήνω τό γεγονός ὅτι δέν φοροῦν τά σωστά ροῦχα, καθώς ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά μήν φοροῦν οἱ ἄνδρες γυναικεῖα ροῦχα καί οἱ γυναῖκες ἀνδρικά ροῦχα. Ἀπό τό Δευτερονόμιο ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐντολή «δέν πρέπει τά σκεύη τοῦ ἀνδρός νά τά ἔχει ἡ γυναίκα καί ὁ ἄνδρας νά ντύνεται στολή γυναικεία» (Δευτερ. 22,5). Τά σκεύη τοῦ ἀνδρός εἶναι τά ροῦχα καί τά ὅπλα. Γενικότερα σκεύη θά πεῖ ὁ ὁπλισμός. Ὁ π. Ἀθανάσιος ὁ Μυτιληναῖος ἔλεγε ὅτι αὐτό σημαίνει ὄχι μόνο ὅτι δέν πρέπει ἡ γυναίκα νά φοράει παντελόνια καί γενικά τήν ἀνδρική ἐνδυμασία, ἀλλά καί ὅτι ἀλλοιώνεται ὅλη της ἡ προσωπικότητα καί τείνει νά γίνει ἄνδρας. Νιώθει μέσα της ἄνδρας κι αὐτό δέν εἶναι καθόλου φυσιολογικό. Ἡ γυναίκα πρέπει νά παραμείνει γυναίκα, νά ἔχει τά χαρακτηριστικά χαρίσματα πού τῆς ἔχει δώσει ὁ Θεός καί ὁ ἄνδρας νά παραμένει ἄνδρας. Καί γιά τόν ἄνδρα λέει νά μήν ἔχει στολή γυναικεία. Ἐννοεῖ τά ροῦχα καί τά στολίδια, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται νά χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνδρας.
Ὁ Θεός λοιπόν ντύνει καί τούς Ἀποστόλους μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ξαναδίνει καί σέ μᾶς τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν βαφτιζόμαστε καί ὅταν χριόμαστε. Τότε μπαίνουμε στήν Ἐκκλησία, γινόμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν καθένα ἀπό μας τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα εἶναι ἡ προσωπική μας Πεντηκοστή. Δηλαδή αὐτό πού ἔγινε στούς Ἀποστόλους, γίνεται καί στόν κάθε χριστιανό, ὅταν εἶναι μωρό. Δυστυχῶς βέβαια μετά κάνουμε τό ἴδιο λάθος πού ἔκαναν καί οἱ Πρωτόπλαστοι, ἁμαρτάνουμε πάλι, ἐνῶ εἴμαστε βαπτισμένοι, ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔχουμε ἐνδυθεῖ τόν Χριστό καί κατά κάποιο τρόπο ξαναβγάζουμε αὐτό τό ροῦχο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤ πιό σωστά λερώνουμε, μολύνουμε καί σχίζουμε αὐτόν τόν χιτῶνα τοῦ Βαπτίσματος, τήν χάρη τοῦ Θεοῦ δηλαδή καί τήν ἀπενεργοποιοῦμε. Ἔτσι ὁ βαφτισμένος ἄνθρωπος ἐνῶ εἶναι θεωμένος, ἔχει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ πάνω του, μετά ἀπό λίγο καιρό γεμίζει μέ ὅλα τά πάθη καί μέ δαιμονικές ἐνέργειες. Βλέπει κανείς ἀκόμα καί ἕνα μικρό παιδί καί λέει: «Αὐτό τώρα εἶναι ἄνθρωπος ἤ διάβολος;».
Οἱ Ἕλληνες ἔχουμε πρωτιές στό κακό σέ πανευρωπαϊκό καί σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο καί αὐτό ἐξηγεῖται ὅπως εἶπε ὁ Χριστός διότι: «ἄν φύγει ἀπό τόν ἄνθρωπο ἕνα δαιμόνιο, πάει σέ ἔρημους τόπους καί μετά ξαναγυρνάει κι ἄν βρεῖ τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο ἔφυγε νά μήν προσέχει καί νά μήν φυλάει τήν ψυχή του, ξαναμπαίνει φέρνοντας μαζί του ἄλλα ἑπτά δαιμόνια πονηρότερα ἀπό αὐτό». Αὐτό παθαίνουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι. Ἐνῶ παίρνουμε τόν Χριστό καί διώχνουμε τά δαιμόνια μέ τούς ἐξορκισμούς πού γίνονται πρίν βαπτιστοῦμε, καθαρίζει ἡ ψυχή τοῦ μωροῦ, μετά μέ τήν κακή ἀγωγή τῶν γονέων μπαίνει ἡ κενοδοξία καί ἡ φιλαυτία καί τό παιδάκι, ὅταν μεγαλώνει, συνεχίζει νά τρέφει αὐτά τά πάθη. Ἔτσι χρειάζεται ἕνα δεύτερο βάφτισμα πού λέγεται μετάνοια, ὥστε νά ξαναντυθοῦμε αὐτό τό ἔνδυμα πού λέγεται Ἅγιο Πνεῦμα.
Τό Ἅγιο Βάπτισμα λέγεται εἰσαγωγικό μυστήριο, γιατί μᾶς εἰσάγει μέσα στήν Ἐκκλησία, μᾶς κάνει μέλη τοῦ Χριστοῦ, ἐνδυόμαστε τόν ἴδιο τόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί στήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος ψάλλουμε: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Ταυτόχρονα ὅμως ἐνδυόμαστε καί τό Ἅγιο Πνεῦμα γιατί ἡ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μέ τό Χρίσμα, ὅταν ὁ ἱερέας μᾶς βάζει πάνω μας τό μύρο καί μᾶς σταυρώνει στά κυριότερα μέρη τοῦ σώματος λέει: «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Δηλαδή ἐκείνη τήν ὥρα μᾶς δίνει ὁ Χριστός διά τοῦ ἱερέως τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτή ἡ ἔνδυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν εἶναι ἐξωτερική καί ἐπιφανειακή, ἀλλά ἐσωτερική κατά τό παράδειγμα τῆς ἕνωσης τοῦ σιδήρου μέ τήν φωτιά. Ὅταν πάρεις ἕνα κομμάτι σίδηρο καί τό βάλεις πάνω στή φωτιά πυρακτώνεται ὅλο καί ἀλλάζει καί τό χρῶμα γίνεται κόκκινο, γιατί μπαίνει ἡ φωτιά καί μέσα, δέν καίγεται μόνο ἐξωτερικά. Ἔτσι καί ὅσοι λαμβάνουν τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό αἰσθάνονται νά γεμίζει τήν καρδιά τους, νά φωτίζει τους ὀφθαλμούς τους, νά ἁγιάζει τίς ἀκοές, νά καταστέλλει τούς λογισμούς, νά πηγάζει τά νοήματα, νά χορηγεῖ σοφία καί νά γεμίζει μέ Χάρη τά πρόσωπα.
«Συμβαίνει ὅ,τι καί μέ τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο, ὁ ὁποῖος στό Συνέδριο πρῶτα ἔδειξε τήν εὐλογία πού τοῦ χορήγησε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στήν ψυχή καί στή συνέχεια φανέρωσε καί τήν δόξα τοῦ προσώπου». Ἔλαμψε τό πρόσωπό του καί τόν εἶδαν μέσα στό Συνέδριο αὐτοί οἱ ἄγριοι ἄνθρωποι, οἱ Ἰουδαῖοι, πού μετά τόν λιθοβόλησαν νά ἔχει πρόσωπο ἀγγέλου, νά ἀστράφτει τό πρόσωπό του. Προηγουμένως ὁ Ἅγιος Στέφανος τούς εἶχε πεῖ «Βλέπω τήν Ἁγία Τριάδα» (Πραξ. 7,56) καί αὐτοί λύσσαξαν, ἀντί νά συγκλονιστοῦν μέ αὐτή τήν φωτοφάνεια – τήν θεοφάνεια, γιατί στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου φαινόταν ὁ Θεός, τό φῶς αὐτό ἦταν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἀντί γιά αὐτό, δαιμονίστηκαν ἀκόμα περισσότερο.
«Ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἁγιάζει, φωτίζει καί ἐκλαμπρύνει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου» καί ἐξωτερικά καί ἐσωτερικά. Γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀλλοιωμένα καί τά προσωπικά του χαρακτηριστικά πρός τό καλύτερο. Γίνεται ὡραῖος ἄνθρωπος, χαριτωμένος, γλυκός, ὄμορφος καί ἤρεμος. Ὅλα αὐτά γίνονται διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο ντύνει τόν ἄνθρωπο. Ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει μολύνει τό βάπτισμα καί δυστυχῶς ὅλοι τό μολύναμε- ἄν κάνει μία καθαρή ἐξομολόγηση καί μετανοήσει εἰλικρινά, ἀλλοιώνεται καί τό πρόσωπό του. Τό ἔχω δεῖ πολλές φορές στήν ἐξομολόγηση αὐτό. Ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι κατηφεῖς, καταθλιμμένοι, ἀγέλαστοι, σκοτεινοί καί μέ τό πού ἐξομολογοῦνται καθαρά καί τούς διαβάζεται ἡ συγχωρητική εὐχή, ἀλλάζουν τελείως, χαμογελοῦν καί φωτίζεται τό πρόσωπό τους. Αὐτό δέν γίνεται ξαφνικά καί τυχαῖα. Εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα πού τούς ντύνει τήν στολή τῆς θεότητας.
«Στούς ἀναβαθμούς ψάλλουμε τό ἑξῆς ὡραῖο τροπάριο: «Ἁγίῳ Πνεύματι, προσπηγάζει πᾶσα σοφία», ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα πηγάζει κάθε σοφία, «ἔνθεν χάρις Ἀποστόλοις», ἀπό Αὐτό δίνεται ἡ χάρις στούς Ἀποστόλους, «καί τοῖς ἄθλοις καταστέφονται Μάρτυρες» καί οἱ Μάρτυρες στεφανώνονται μέ ἀθλητικά στεφάνια. Τό νά γίνει κάποιος Μάρτυρας δέν εἶναι ἁπλό, οὔτε εὔκολο, οὔτε ζόρισε κάποιος τήν θέλησή του καί κατάφερε νά μαρτυρήσει. Ὄχι, εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἕνα ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ὅμως -προσέξτε- δίνεται σ’ αὐτούς πού θέλουν, πού εἶναι δεκτικοί καί δημιουργοῦν τίς προϋποθέσεις. Καί ἡ βασική προϋπόθεση εἶναι αὐτό πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει ἐξομολογηθεῖ καθαρά, νά ἔχει μετανοήσει καί νά ἔχει καθαριστεῖ. Νά ἔχει καθαρίσει τήν καρδιά του ἀπό τά πάθη καί ἀπό τούς λογισμούς. Στή συνέχεια τό τροπάριο λέει γιά τήν ἱκανότητα πού εἶχαν οἱ προφῆτες νά βλέπουν τό μέλλον. Ὁ προφήτης Ἡσαΐας 800 χρόνια πρό Χριστοῦ βλέπει διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τά γεγονότα πού ἔγιναν στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς τά λέει. «Καί Προφῆται ὁρῶσι», μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα βλέπουν οἱ Προφῆτες. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα οἱ Μάρτυρες γίνονται Μάρτυρες. Καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκτοῦμε τήν πραγματική σοφία. Σκοτώνονται σήμερα οἱ ἄνθρωποι νά μάθουν τήν ἀνθρώπινη σοφία, ἡ ὁποία σήμερα λέει τό Α καί αὔριο λέει τό –Α, τό ἀντίθετο. Αὐτό κάνει ἡ ἐπιστήμη. Καί εἶναι νόμιμο αὐτό γιά τήν ἐπιστήμη, γιατί παραδέχεται ὅτι δέν ἔχει τήν ἀλήθεια, ἀλλά ψάχνει τήν ἀλήθεια.
Ὁ Θεός ὅμως δέν εἶναι ἔτσι. Ἡ Θεία σοφία δέν ἀλλάζει. Ὁ Θεός λέει πάντα τήν ἀλήθεια καί ὁ καθένας πού μετέχει στόν Θεό παίρνει ὅλη τήν ἀλήθεια στό μέτρο βέβαια πού ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτει. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία ἔχουμε ὅλη τήν ἀλήθεια. Δέν ὑπάρχουν κρυμμένες ἀλήθειες, ὅπως τάχατες ψάχνουν μερικοί τά ἀπόκρυφα εὐαγγέλια, κάποια κρυμμένη γνώση πού δέν μᾶς τήν εἶπε ὁ Χριστός κ.λ.π. Οὔτε ὑπάρχει κάτι πού ἀκόμα δέν τό ἀνακαλύψαμε, ὅπως λένε οἱ Παπικοί. Ὅ,τι ξέρουμε γιά τόν Χριστό, μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ καί εἶναι ἡ πλήρης ἀλήθεια. Δέν περιμένουμε ἄλλη ἀποκάλυψη, γιατί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε πᾶσα τήν ἀλήθεια. Ἐκεῖνο πού περιμένουμε ἀκόμα εἶναι ἡ Δευτέρα Παρουσία, πού θά ἔρθει ὁ Χριστός γιά νά κρίνει ζῶντας καί νεκρούς.
«Ὅλα» λοιπόν «τά χαρίσματα καί οἱ δωρεές πού δίνονται στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ προφητική ὅραση, ἡ ἀποστολική ζωή καί τό μαρτυρικό τέλος εἶναι δωρεές καί χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό πού ἔβλεπαν οἱ Προφῆτες «δέν ἦταν ἕνα φανταστικό κατασκεύασμα», ἕνα κατασκεύασμα τῆς φαντασίας τους ἤ ἡ ζωή πού ἔζησαν οἱ Ἀπόστολοι πού κήρυξαν σ’ ὅλο τόν κόσμο, δέν ἦταν «μιά ἀνθρωποκεντρική ἱεραποστολή», μέ κέντρο δηλαδή τόν ἄνθρωπο καί τίς δυνάμεις τους. Οἱ Ἀπόστολοι ἦταν τελείως ἀδύναμοι ἄνθρωποι κι ὅμως μπόρεσαν μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κήρυξαν σ’ ὅλο τόν κόσμο. Καί «τό μαρτύριο τῶν ἁγίων δέν εἶναι μιά ἐνεργοποίηση τῆς δυνατῆς θελήσεως» καί ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς θελήσεως μπόρεσαν καί μαρτύρησαν, ἀλλά γιατί εἶχαν τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μέσα του ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νά ζήσει σωστά. Τίποτα δέν τόν ἐμποδίζει, οὔτε ἡ κοινωνία, οὔτε ἡ κακή κληρονομικότητα, οὔτε ὁ διάβολος. Κανείς δέν ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο πού θέλει νά ζήσει χριστιανική ζωή νά τήν ζήσει. Μπορεῖ νά τήν ζήσει καί νά γίνει ὁ πιό μεγάλος ἅγιος, γιατί ὁ Χριστός μας δίνει σέ ὅλους τήν χάρη Του ἀπό τήν στιγμή πού βαφτιζόμαστε. Ἀλλά ἐκεῖνο πού πιάνει ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ ἀμέλεια, ἡ ραθυμία, ἡ τεμπελιά καί ἰδίως τώρα τό καλοκαίρι πού πρέπει νά προσέχουμε πιό πολύ. Λέμε: «λίγο νά ξεδώσουμε, καλοκαίρι εἶναι». Ὄχι, ὁ διάβολος δέν σταματάει τόν πόλεμο τό καλοκαίρι, γιά νά ἔχουμε κι ἐμεῖς ἀνάπαυλα. Ἴσα-ἴσα τό καλοκαίρι πρέπει πιό πολύ νά προσέχουμε γιατί, ὅπως εἴπαμε, οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς ἔχουν ξεφύγει πολύ καί στό θέμα τῆς ἐνδυμασίας καί γενικότερα τῆς ζωῆς. Ὑπάρχει μεγάλη ἐκκοσμίκευση στούς χριστιανούς σήμερα καί ἀντί νά βοηθοῦν, ὠθοῦν στό κακό καί τούς ἄλλους μέ τούς ὁποίους συναναστρέφονται. Γι’ αὐτό πρέπει κανείς πολύ νά προσέχει τώρα τό καλοκαίρι καί νά μήν προκαλεῖται, νά μήν μπαίνει σέ πειρασμό, νά μήν πηγαίνει ἐκεῖ πού δέν πρέπει καί φυσικά νά μήν γίνεται πειρασμός γιά τούς ἄλλους.
«Τό Ἅγιον Πνεῦμα «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ». Γι’ αὐτό βλέπετε ἀρχίζουμε τήν κάθε ἀκολουθία μέ προσευχή στό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶπε ὁ Χριστός μας ὅτι «θά φύγω ἐγώ καί θά σᾶς στείλω ἄλλον Παράκλητο, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τόν ἄλλον Παρηγορητή, ὁ Ὁποῖος θά εἶναι μαζί σας γιά πάντα» (Ἰω. 14,16). Ὁ ἄλλος Παράκλητος εἶναι τό Παράκλητο Πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο κυβερνᾶ τήν Ἐκκλησία.
Τώρα τό θέμα γιά μᾶς τούς χριστιανούς εἶναι: Πῶς ἐμεῖς προσωπικά ὁ καθένας μας θά ἔχουμε αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα; Πῶς θά τό ἀποκτήσουμε; Εἴπαμε τό πήραμε στήν προσωπική μας Πεντηκοστή, στό ἅγιο Βάφτισμα καί τό Ἅγιο Χρίσμα (εἰδικότερα στό Ἅγιο Χρίσμα), ἀλλά τό ἔχουμε ἐν πολλοῖς ἀπενεργοποιήσει καί ἔχουμε σχίσει αὐτόν τόν χιτῶνα, τό ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πῶς θά γίνει νά ξαναποκτήσουμε αὐτό τό ἔνδυμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς λέει πῶς μποροῦμε αἰσθητά νά ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν καρδιά μας. Κι ἅμα τό ἔχουμε στήν καρδιά μας, τό ἔχουμε καί σέ ὅλη μας τήν ὕπαρξη. «Χρησιμοποιώντας τό παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ὑπακούοντας στήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ ἐπέστρεψαν στά Ἱεροσόλυμα». Πρῶτο στοιχεῖο ἡ ὑπακοή στόν Χριστό. Δέν μπορεῖς νά ἔχεις τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἄν δέν τηρεῖς τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέν ζεῖς σωστά δηλαδή. Δυστυχῶς βέβαια πολλοί χριστιανοί δέν ξέρουν τίς ἐντολές ἤ ξέρουν κάποια βασικά κι ἄν τούς ρωτήσεις τί εἶπε ὁ Χριστός, θά σοῦ ποῦν: «τίς δέκα ἐντολές». Ἀλλά οἱ δέκα ἐντολές εἶναι πρό Χριστοῦ. Τίς εἶπε ὁ Χριστός στούς πρό Χριστοῦ ἀνθρώπους. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν ἰσχύουν, ἀλλά μᾶς εἶπε κι ἄλλα πράγματα πού συμπληρώνουν τίς δέκα ἐντολές καί τά περισσότερα βρίσκονται στήν Ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία, στό 5ο-6ο-7ο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Ἐκεῖ εἶναι συνοπτικά ὅλη ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶναι πολύ βασικά πράγματα καί πρέπει νά τά γνωρίζει ὁ χριστιανός.
Μία ἐντολή γιά παράδειγμα στήν Παλαιά Διαθήκη ἔλεγε: «οὐ μοιχεύσεις», τό ὁποῖο βέβαια ἰσχύει καί σήμερα. Ἀπαγορεύεται ἡ μοιχεία. Ὁ Χριστός ὅμως εἶπε: «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρός τό ἐπιθυμῆσαι αὐτήν ἤδη ἐμοίχευσεν» (Ματθ. 5,28). Δηλαδή δέν ἀρκεῖ νά μήν μοιχεύεις μέ τό σῶμα, ἀλλά δέν πρέπει οὔτε μέ τά μάτια νά μοιχεύεις, νά βλέπεις πονηρά, οὔτε μέ τήν φαντασία καί μέ τήν σκέψη. Αὐτό εἶναι ἐντολή τῆς Καινῆς Διαθήκης. Γιατί ὁ Χριστός μας ἦρθε νά μᾶς λυτρώσει καί ἀπό τήν αἰτία τῶν ἁμαρτιῶν. Ὄχι μόνο ἀπό τό τελικό ἀποτέλεσμα, ἀλλά ἀπό τήν ρίζα. Ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας εἶναι μέσα στήν καρδιά μας. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός πρέπει νά ἀποκτήσετε καθαρή καρδιά, νά φύγουν ἀπό ἐκεῖ οἱ ρίζες. Ἕνα φυτό πού λέγεται ἀγριάδα, κάνει πολλές ρίζες. Ἄν τό κόψει κανείς ἀπό πάνω, δέν θά ἔχει ἀποτέλεσμα. Θά πρέπει νά σκάψει καί νά βρεῖ τίς ρίζες. Ἔτσι εἶναι καί ἡ ἁμαρτία. Ἄν κόβεις μόνο τήν ἐπιφάνεια καί ἀφήνεις τίς ρίζες, πάλι θά ξαναβλαστάνει. Ἔχει τεράστια σημασία, γιά νά πολεμήσουμε τά πάθη μας, νά κόψουμε τίς ρίζες τῶν παθῶν, τίς αἰτίες, τίς ἀφορμές καί αὐτά πού ὑπάρχουν μέσα μας, τίς ἐπιθυμίες. Γιατί κάθε ἁμαρτία ξεκινάει ἀπό μία κακή, ἁμαρτωλή ἐπιθυμία. Ἡ ἐπιθυμία τρέφεται ἀπό τίς αἰσθήσεις καί ἀπό τήν φαντασία. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός εἶπε προσέξτε τά μάτια σας, γιατί ἀπό τά μάτια προέρχεται ἡ ἐπιθυμία καί ἀπό τήν ἐπιθυμία καταλήγεις νά κάνεις τήν πλήρη ἁμαρτία.
Ἑπομένως, λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, νά δοῦμε τί κάνουν οἱ Ἀπόστολοι. Πρῶτα κάνουν ὑπακοή καί μένουν στά Ἱεροσόλυμα, ὅπως τούς εἶπε ὁ Χριστός. Παραμένουν ἐκεῖ μέ προσευχή, μέ συστολή τῶν αἰσθήσεων, τό ὁποῖο ἔχει ἐπίσης σημασία, γιατί, ὅσο κυκλοφορεῖς στόν κόσμο, δέχεσαι πολλές προκλήσεις γιά ἁμαρτία καί δέν μπορεῖς νά κάνεις καί καλή προσευχή. Ἐνῶ μέσα στό δωμάτιό σου, μέσα στήν ἡσυχία, μέσα στόν ναό, μπορεῖς πολύ πιό εὔκολα νά βρεῖς τόν Θεό. Ἔτσι λοιπόν μένοντας στήν ἡσυχία, μέ προσευχή, «ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα». Ὁπότε μία πρώτη προϋπόθεση εἶναι νά παραμένουμε κι ἐμεῖς στό ὑπερῶο, τό ὁποῖο ἔχει καί συμβολική σημασία, εἶναι ἕνας χῶρος πού εἶναι ὑπερυψωμένος. Εἶναι τό ἀνώγειο, ἄς ποῦμε, ἑνός σπιτιοῦ, δέν εἶναι τό κάτω μέρος πού ἀκουμπάει στό ἔδαφος. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ χριστιανός πρέπει νά σηκωθεῖ ἀπό τήν γῆ, νά εἶναι στό ὑπερῶο, δηλαδή νά ξεκολλήσει ἀπό τά γήινα, νά ξεκολλήσει ἀπό τά ἀνθρώπινα πάθη. Νά εἶναι πάνω ἀπό τήν φιληδονία, τή φιλαργυρία καί τήν φιλοδοξία καί ἀπό κάθε ἄλλο πάθος. Νά βρίσκεται συνεχῶς στό ὑπερῶο, τό ὁποῖο εἶναι ὁ καθαρός νοῦς καί ὁ νοῦς, ὅπως μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, νά εἶναι στήν καρδιά, ἡ ὁποία θά πρέπει «νά εἶναι καθαρή, ἀπαλλαγμένη ἀπό τά πάθη καί ἡ ψυχή εἰρηνική ἀπό βλάσφημους, πονηρούς καί αἰσχρούς λογισμούς. Ὁ Μέγας Βασίλειος θά πεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά γίνουμε χωρητικοί τῆς θείας Χάριτος, ἐάν δέν βγάλουμε ἀπό τήν ψυχή μας ὅλα τά πάθη τῆς κακίας. Δηλαδή πρέπει ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του, νά ἀδειάσει ἀπό ὅλο τό κακό πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά του».
Θά πεῖτε: – Εἶναι κακή ἡ καρδιά μας; Ὑπάρχει κι ἕνα τραγούδι πού λέει: Ἄκου τήν καρδιά σου. Ἄν δέν εἶναι καθαρή ἡ καρδιά σου, τί θά σοῦ πεῖ; Κακές ἐπιθυμίες θά σοῦ ἐμφυσήσει. Καί ποῦ τό ξέρουμε ὅτι εἶναι μολυσμένη; Μᾶς τό εἶπε ὁ Χριστός: «Ἐκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι..» (Ματθ. 15,19), ἀπό τήν καρδιά ἐξέρχονται ὅλα αὐτά καί αὐτά εἶναι πού κοινοῦν τόν ἄνθρωπο, πού μολύνουν τόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι τά ἐξωτερικά, ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρισαῖοι καί σήμερα λέμε: «νά προσέξουμε τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, μήπως μολυνθοῦμε». Δέν εἶναι αὐτό. Πρέπει βέβαια νά νηστεύουμε καί νά τηροῦμε τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι ὅμως γιατί τό κρέας ἤ τό γάλα εἶναι μολυσμένα. Εἶναι εὐλογημένα κι αὐτά ἀπ’ τόν Θεό, ἀλλά γιά νά κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί στόν Χριστό. Ὁπότε λέει ὁ Χριστός μας, δέν εἶναι αὐτό πού μπαίνει ἀπ’ ἔξω πού μᾶς μολύνει, ἀλλά αὐτό πού βγαίνει ἀπό τήν καρδιά. Ἑπομένως ἡ ρίζα τῆς ἀκαθαρσίας μας, τῆς βρωμιᾶς μας, εἶναι μέσα μας, στήν καρδιά μας καί δέν πρέπει κανείς νά κατηγορεῖ οὔτε τούς ἄλλους, οὔτε τήν κοινωνία, οὔτε τούς ἱερεῖς, οὔτε τούς ἀρχιερεῖς, οὔτε τό πολιτικό σύστημα τό διεφθαρμένο, οὔτε τά χρήματα, τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Νά κατηγορήσει τόν ἑαυτό του πού ἔδειξε ἀμέλεια καί βρῆκε εὐκαιρία ὁ διάβολος καί ἔριξε μέσα στήν καρδιά του ὅλη αὐτή τήν βρωμιά. Δηλαδή πρέπει νά γίνει, αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες, κάθαρση. Νά καθαρίσει ἡ καρδιά μας.
Ἡ πνευματική ζωή, ὅπως ἔχουμε πεῖ, ἔχει τρία στάδια, πού οἱ Πατέρες τά λένε: κάθαρση, φωτισμός καί θέωση. Πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ κάθαρση, νά καθαριστεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά πάθη καί ἀπό τούς λογισμούς, γιά νά φωτιστεῖ μετά ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄν δέν γίνει ἡ κάθαρση, δέν μπορεῖ νά γίνει ὁ φωτισμός. Κι ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος φωτιστεῖ καί ἔχει μέσα του ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο καταλαβαίνει καί ὁ ἴδιος, γιατί ἔχει μέσα του συνεχῶς προσευχή, ἀλλά τό καταλαβαίνουν καί οἱ ἄλλοι. Αὐτός εἶναι ὁ φωτισμένος, πού μέσα του συνεχῶς ἐπικαλεῖται τόν Χριστό καί ἡ καρδιά του δουλεύει καί λέει τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Μέχρι νά φτάσουμε ὅμως ἐκεῖ, πρέπει νά κάνουμε τό ξεμπάζωμα, πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος. Νά βγάλουμε τά μπάζα τοῦ διαβόλου, πού ἐμεῖς μέ τήν συγκατάθεσή μας καί τήν θέλησή μας ἐπιτρέψαμε νά μποῦν μέσα μας κι ἔτσι νά δημιουργηθεῖ χῶρος, ὥστε νά ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά μᾶς φωτίσει.
– Τί θά πεῖ κάθαρση;
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα κάθαρση σημαίνει νά θεραπευθοῦν οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί νά λειτουργοῦν κατά φύσιν καί ὑπέρ φύσιν καί ὄχι παρά φύσιν. Δηλαδή ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐννιαῖα, ἀλλά εἶναι καί πολυδύναμη. Εἶναι ἕνα πράγμα ἀλλά ἔχει πολλές δυνάμεις. Οἱ τρεῖς κύριες δυνάμεις εἶναι: τό λογιστικό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό. Τό λογιστικό εἶναι ὁ λογισμός, πού μποροῦμε νά σκεφτόμαστε, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἐπιθυμητικό εἶναι οἱ διάφορες ἐπιθυμίες, πού μποροῦμε νά ἐπιθυμοῦμε. Καί τό θυμικό εἶναι ὁ θυμός, μποροῦμε νά ὁρμᾶμε πρός αὐτό πού θέλουμε, νά κινητοποιοῦμε ὅλον τόν ἑαυτό μας πρός αὐτό πού ἐπιθυμοῦμε.
– Πότε αὐτές οἱ δυνάμεις λειτουργοῦν φυσιολογικά στό κατά φύσιν;
Ὅταν καί οἱ τρεῖς δυνάμεις κατευθύνονται στόν Θεό. Τό λογιστικό σκέφτεται τόν Θεό, λογίζεται τόν Θεό, προσεύχεται. Τό ἐπιθυμητικό ἐπιθυμεῖ τόν Θεό, θέλει τόν Θεό, ζητάει, ἀγαπάει καί ποθεῖ τόν Θεό καί τό θυμικό κινητοποιεῖ ὅλον τόν ἄνθρωπο καί τόν σπρώχνει πρός τόν Θεό.
Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε πάθει τό ἑξῆς: ἔχουμε δώσει σ’ αὐτές τίς τρεῖς δυνάμεις λανθασμένη κατεύθυνση. Τίς ἔχουμε βάλει νά λειτουργοῦν παρά φύσιν, ὄχι φυσιολογικά, ἀντίθετα δηλαδή τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο μᾶς τίς ἔδωσε ὁ Θεός. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε αὐτές τίς δυνάμεις, γιά νά Τόν ἀγαπήσουμε. Ὄχι γιατί ὁ Θεός εἶναι ἐγωιστής καί θέλει αὐτό τό πράγμα γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά μᾶς, γιατί, ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, θά ἀπολαμβάνουμε τήν μακαριότητα μαζί μέ τόν Θεό. Ἐμεῖς λοιπόν τό λογιστικό, ἀντί νά τό στρέψουμε πρός τόν Θεό, τό στρέψαμε πρός τά κτίσματα. Ὁπότε ἔχουμε ἄλλους λογισμούς, δέν σκεφτόμαστε τόν Θεό. Σκεφτόμαστε τά χρήματα, τίς ἡδονές, τήν δόξα, ἄν μᾶς ἀγαποῦν ἤ δέν μᾶς ἀγαποῦν, πράγματα διεστραμμένα καί ὄχι φυσιολογικά. Μετά διαστρέψαμε καί τήν ἐπιθυμία καί ἀντί νά ἐπιθυμοῦμε τόν Θεό, ἐπιθυμοῦμε πάλι αὐτά τά μάταια πράγματα, ἡδονές, δόξα κ.λ.π Καί μέ τόν θυμό κυνηγᾶμε κιόλας αὐτά τά πράγματα. Γιά παράδειγμα, ὅταν τά παιδιά δίνουν Πανελλήνιες ἐξετάσεις τά συμβουλεύουμε νά ἀγχωθοῦν, νά βγοῦν πρῶτοι, νά θυμώσουν μέ τούς ἄλλους καί ἀλλά τέτοια. Ἀντί νά ποῦμε στό παιδί: «παιδί μου κάνε προσευχή, ἀφήσου στόν Θεό καί ἄς γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μήν ἔχεις ἄγχος».
– Γιατί τό ἄγχος τί εἶναι;
Εἶναι δαιμονική ἐνέργεια. Εἶναι διαστροφή τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχή πρέπει πάντοτε νά εἶναι εἰρηνική καί ἤρεμη καί ποτέ ἀγχωμένη καί θυμωμένη. Παίρνουμε τόν θυμό, πού εἶναι μία δύναμη τῆς ψυχῆς καί μᾶς τήν ἔδωσε ὁ Θεός νά πολεμᾶμε τά πάθη μας καί τόν διάβολο καί νά θυμώνουμε μέ τόν κακό ἑαυτό μας καί τόν στρέφουμε ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας, γιατί κάποιος μᾶς ἀδίκησε, γιατί δέν μᾶς δίνει αὐτά πού ἐπιθυμοῦμε κ.λ.π. Ἔχουμε φτιάξει θελήματα καί ἐπιθυμίες καί ἐπειδή ὁ ἄλλος δέν μᾶς τά ἱκανοποιεῖ, θυμώνουμε μαζί του. Ὁ θυμός λοιπόν δέν μᾶς βοηθάει νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί μετά καί τόν πλησίον. Ἄν ἀγαπάει κανείς τόν Θεό, ἀγαπάει κι αὐτά πού ἀγαπάει ὁ Θεός. Ὁ Θεός ἀγαπάει ὅλους τούς ἀνθρώπους, δέν κάνει διακρίσεις, δέν ἔχει ἐχθρούς καί φίλους, ὅλοι εἶναι ἀγαπητοί γιά τόν Θεό καί τό ἴδιο πρέπει νά κάνει καί ὁ χριστιανός. Νά ἀγαπάει ὅ,τι ἀγαπάει καί ὁ Θεός, δηλαδή ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐχθρούς καί φίλους. Ἐμεῖς ὅμως δέν μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε καί νά συγχωρήσουμε, κρατᾶμε θυμό καί κακία. Κάνουμε δηλαδή μία κακή χρήση τοῦ θυμοῦ.
Θά πρέπει λοιπόν τώρα αὐτές οἱ τρεῖς δυνάμεις νά θεραπευτοῦν καί νά ἀρχίσουν νά λειτουργοῦν φυσιολογικά. Ὁ λόγος, τό λογιστικό, νά στραφεῖ πρός τόν Θεό καί νά γνωρίσει τόν Θεό. Ὅσο ὁ λόγος, τό λογιστικό, δέν προσεύχεται, δέν ἀσχολεῖται μέ τόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, δέν ξέρει τί εἶναι ὁ Θεός. Γι’ αὐτό πολλοί ἄνθρωποι σήμερα λένε: «Ποῦ τόν βλέπεις τόν Θεό; Δέν ὑπάρχει Θεός». Ὑπάρχει, ἀλλά δέν Τόν βλέπει, γιατί εἶναι σκοτισμένος ὁ νοῦς του, τό λογιστικό του, ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη. Κάθε ἁμαρτία εἶναι σκοτάδι καί φέρνει σκοτάδι στήν ψυχή. Ἔτσι φτάνει ὁ ἄνθρωπος νά λέει ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. Τότε ἀντί νά ἐπιθυμοῦμε τόν Θεό, ἐπιθυμοῦμε ἄλλα πράγματα, καλλιεργεῖται ἡ φιλαυτία, βάζουμε κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν ἑαυτό μας καί ἐπιθυμοῦμε ὅλα αὐτά τά διεστραμμένα πού εἴπαμε. Καί ὁ θυμός μας ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἀντί νά ἀγωνίζεται νά ἐπιτύχει τήν ἑνότητα μέ τόν Θεό, ὑποδουλώνεται στά πάθη καί ὑφίσταται κι αὐτός τήν τυραννία. Γιατί ἕνας ἄνθρωπος πού θυμώνει, τυραννιέται, βασανίζεται καί ἀφοῦ ἠρεμήσει, τό καταλαβαίνει καί παραδέχεται ὅτι πρέπει νά πάψει νά θυμώνει. Ἀλλά δέν μπορεῖς νά πάψεις νά θυμώνεις, ἄν δέν πᾶς στήν Ἐκκλησία, ἄν δέν ἐξομολογηθεῖς, ἄν δέν ἀποβάλλεις τήν ἁμαρτία. Μέ τήν θέλησή σου μόνο, ὅσο κι ἄν προσπαθήσεις, δέν θά καταφέρεις νά κατευθύνεις αὐτές τίς δυνάμεις σου πρός τόν Θεό.
Ἑπομένως, ἕνα πρῶτο στοιχεῖο τῆς κάθαρσης εἶναι οἱ τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τό λογιστικό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό, νά λειτουργήσουν γιά τόν Θεό. Μέ τό λογιστικό ὁ ἄνθρωπος νά προσεύχεται, νά ἀναζητεῖ καί νά σκέφτεται τόν Θεό, μέ τό ἐπιθυμητικό νά ἀγαπάει τόν Θεό καί μέ τό θυμικό νά κινητοποιεῖται ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος καί μέ ὅλη του τήν δύναμη νά ἀνεβαίνει στόν Θεό.
Δεύτερο στοιχεῖο κάθαρσης εἶναι νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν τυραννία τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἡ ἡδονή εἶναι δίπλα-δίπλα συμπεπλεγμένη μέ τήν ὀδύνη. Ἡ κακή βέβαια ἡδονή, ὄχι ἡ ἡδονή πού μᾶς δίνει ὁ Θεός. Ἡ κακή ἡδονή πού μᾶς δίνουν τά γήινα πράγματα. Ὁ ἄνθρωπος, γιά παράδειγμα, γίνεται δοῦλος στίς σαρκικές ἡδονές. Εἰδικά στήν ἐποχή μας κυριαρχεῖ μιά σαρκολατρεία, μιά φιληδονία. Φοβερό πάθος! Ὁ ἄνθρωπος ὑποδουλώνεται στήν ἡδονή ἀλλά ἀκριβῶς δίπλα πάει ἡ ὀδύνη. Εἶναι ἀξεχώριστα αὐτά τά δύο. Γι’ αὐτό λένε οἱ Πατέρες, μετά τήν ἡδονή, θά ἔχεις λύπη, δέν θά ἔχεις χαρά. Ὁ διάβολος μᾶς ξεγελάει μέ τόν λογισμό ὅτι οἱ σαρκικές ἡδονές θά μᾶς φέρουν χαρά. Τά κάνει ὁ ἄνθρωπος καί τί εἰσπράττει; Ἕνα κενό. Μένει ὁ ἄνθρωπος ἀπελπισμένος, ἀπογοητευμένος, ἀπομονωμένος οὐσιαστικά. Δέν τόν ἀγαπάει καί δέν ἀγαπάει κανέναν, γιατί ὁ διάβολος καί τά πάθη αὐτό κάνουν: ἀπομονώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τούς ἄλλους. Γιατί ἡ φιληδονία καί ἡ φιλαυτία εἶναι ἕνας μεγάλος ἐγωισμός. Ὁ ἄνθρωπος κλείνεται στόν ἑαυτό του καί προσπαθεῖ μόνος του, μέ τίς αἰσθήσεις του, νά βρεῖ τήν εὐτυχία του. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος -καί οἱ ἀρχαῖοι τό ἔλεγαν- εἶναι κοινωνικό ὄν. Εἶναι δηλαδή πλασμένος γιά τόν Θεό καί γιά τόν πλησίον καί τότε γίνεται εὐτυχισμένος, ὅταν κοινωνεῖ. Ὅταν κοινωνεῖ ὅμως πραγματικά, ὄχι φανταστικά μέ τά Facebook καί τά λοιπά πού νομίζουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἐπικοινωνοῦν. Ἡ ἀληθινή ἐπικοινωνία εἶναι νά γίνεις μέ τόν ἄλλον ἕνα πνεῦμα, νά θέλετε τό ἴδιο πράγμα. Πῶς γίνεται ὅμως αὐτό; Μόνο στήν Ἐκκλησία διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τό ἴδιο πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τότε κοινωνοῦν μεταξύ τους ἀληθινά καί πραγματικά. Τότε πετυχαίνει καί ἡ οἰκογένεια, γιατί γίνονται ἕνα πνεῦμα ὁ σύζυγος καί ἡ σύζυγος. Ἀλλιῶς ζοῦν στό ἴδιο σπίτι μία κόλαση, χωρίς νά καταλαβαίνει ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιατί δέν ὑπάρχει ταύτιση ψυχῶν, δέν ὑπάρχει τό ἴδιο πνεῦμα. Ἄν ὅμως καί οἱ δυό μποῦνε κάτω ἀπό τό πετραχήλι, κάνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά ἔχουν καί οἱ δύο τό ἴδιο θέλημα, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁπότε αὐτόματα ἑνώνονται καί μεταξύ τους. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ ποτέ δέν νιώθει μοναξιά, ποτέ δέν νιώθει ὅτι δέν τόν ἀγαποῦν, γιατί μέσα στήν Ἐκκλησία βρίσκει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἀγάπη παγκόσμια καί ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Ἑπομένως ἕνα δεύτερο στοιχεῖο τῆς κάθαρσης εἶναι νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό αὐτή τήν ὑποδούλωση στήν ἡδονή καί στήν ὀδύνη, τά ὁποῖα εἴπαμε πᾶνε μαζί. Ἐπιθυμοῦμε τήν ἡδονή καί ἀποφεύγουμε τίς ὀδύνες. Δέν θέλουμε νά πονέσουμε ἤ νά κουραστοῦμε. Νομίζουμε ὅτι, ἄν ἀποφύγουμε τήν ὀδύνη, θά γίνουμε εὐτυχισμένοι. Ἄλλη πλάνη τοῦ διαβόλου. Δέν γινόμαστε εὐτυχισμένοι, ὅταν ἀποφεύγουμε τίς ὀδύνες -τίς κατά Θεόν ὀδύνες- ἀλλά ὅταν τίς δεχόμαστε, γινόμαστε χωρητικοί τῆς χάρης.
Ἡ νηστεία γιά παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιά ὀδύνη. Ἕνας κοσμικός ἄνθρωπος θά σοῦ πεῖ: «Πᾶς καλά; Νηστεύεις στόν 21ο αἰῶνα;». Κι ὅμως αὐτή ἡ ὀδύνη, αὐτός ὁ μικρός πόνος πού κόβεις τό θέλημά σου νά φᾶς κρέας ἤ γάλα, σέ βοηθάει, ὥστε νά καθαριστεῖς ἀπό τά πάθη σου, ἀπό τήν ὑποδούλωση στήν ἡδονή τοῦ φαγητοῦ. Εἶναι κι αὐτό μιά δουλεία στήν γαστέρα καί στόν λάρυγγα, στά πάθη τῆς γαστριμαργίας καί τῆς λαιμαργίας. Σέ βοηθάει λοιπόν ἡ νηστεία νά ἐλευθερωθεῖς, γιατί λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορ. 3,17). Ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν Χριστό, γινόμαστε οἱ χειρότεροι σκλάβοι. Προσπαθοῦμε νά κόψουμε τά πάθη μας καί δέν μποροῦμε. Εἶναι φυσικό, γιατί πρέπει νά πᾶμε στόν Χριστό, γιά νά τά κόψουμε. Οὔτε τό τσιγάρο μποροῦν νά κόψουν οἱ ἄνθρωποι καί εἶναι ἐξαρτημένοι ἀπό ἕνα φυτό, γιατί δέν ἔχουν ἐνεργό μέσα τους τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε νά μπορέσουν νά τινάξουν αὐτή τήν φιληδονία.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν πού καθαρίζεται, οὔτε γίνεται δοῦλος στήν ἡδονή, οὔτε φοβᾶται τίς ὀδύνες. Δέν φοβᾶται νά πάθει κάτι γιά τόν Χριστό. Ἀκόμα γλιτώνει ἀπό τίς ὀδύνες πού ἔρχονται μέσω τῆς ἁμαρτίας, γιατί ἡ ἁμαρτία μέσα της ἔχει πόνο καί κόπο, ἔχει τόν θάνατο. Τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Ὁ διάβολος μᾶς λέει ὅτι, ἄν κάνουμε τήν ἁμαρτία, θά γίνουμε εὐτυχισμένοι. Τό ἀντίθετο συμβαίνει. Γινόμαστε δυστυχισμένοι, πεθαμένοι. Τό δεύτερο λοιπόν στοιχεῖο εἶναι νά ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν τυραννία πού ἐξασκεῖ ἡ ἡδονή καί ἡ ὀδύνη. Ὁ φόβος τῆς ὀδύνης φαίνεται πάρα πολύ στόν φόβο τοῦ θανάτου. Πόσοι ἀπό μᾶς πού πᾶμε στήν Ἐκκλησία δέν φοβόμαστε τόν θάνατο; Ἐλάχιστοι. Ἄν ὅμως γεμίσεις μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν θά φοβᾶσαι τόν θάνατο, μᾶλλον θά τόν ἐπιθυμεῖς κιόλας, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ ἔχει κάνει συγγενή μέ τόν Χριστό καί θέλεις νά εἶσαι μέ τόν Χριστό ̔ἐκτυπώτερον ̓, ἐμφανέστερα, καλύτερα, ἐντονότερα, τό ὁποῖο θά γίνει μετά θάνατον. Ἀλλά γιατί οἱ Μάρτυρες ἔγιναν Μάρτυρες; Γιατί εἶχαν ξεπεράσει αὐτόν τόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἤθελαν νά πεθάνουν καί θεωροῦσαν τούς δημίους τους εὐεργέτες, γιατί θά πήγαιναν στόν Χριστό. Ἐνῶ ἐμεῖς θά θυμώναμε, θά τούς μισούσαμε καί θά τρέμαμε. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὅμως δέν φοβᾶται, γιατί ἔχει ἤδη κοινωνία μέ τόν Χριστό καί ξέρει ὅτι ὁ θάνατος θά τόν πάει ἀκόμα πιό κοντά στόν Χριστό.
Διαπιστώνουμε μέ αὐτά ὅτι μπορεῖ κἄν νά μήν ἔχουμε ἀρχίσει τήν κάθαρση. Λέμε κάπως ἀφηρημένα «νά καθαριστοῦμε ἀπό τά πάθη μας». Ἄν φοβᾶσαι τόν θάνατο σημαίνει ὅτι δέν ἔχεις καθαριστεῖ ἀκόμα. Ἐπιθυμεῖς τίς ἡδονές, τίς σαρκικές, τίς σωματικές, τά μπράβο-μπράβο τῶν ἀνθρώπων, τά χρήματα, τό θέλημά σου, νά περνᾶς ἐσύ καλά; Ἀκόμα δέν ἔχεις καθαριστεῖ. Ὁ νοῦς σου γυρνάει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί δέν εἶναι στόν Χριστό; Πάλι δέν εἶσαι καθαρός.
Τέλος τό τρίτο στοιχεῖο τῆς κάθαρσης εἶναι νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά ἀπό τούς διάφορους λογισμούς. Τί εἶναι οἱ λογισμοί; Εἶναι αὐτά πού κανονικά θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουν στήν λογική, στή διάνοια καί ὄχι στήν καρδιά. Οἱ διάφορες σκέψεις δηλαδή πρέπει νά ὑπάρχουν στόν ἐγκέφαλο καί ὄχι στήν καρδιά. Ἐπειδή ὅμως δέν προσέχουμε καί ἔχουμε ἀφύλαχτη τήν καρδιά μας, ἀφήνουμε τούς λογισμούς ἀπό τόν ἐγκέφαλο νά κατεβαίνουν στήν καρδιά καί ἐκεῖ μέσα οἱ λογισμοί γίνονται ἐπιθυμίες καί αὐτές οἱ ἐπιθυμίες μολύνουν τήν καρδιά μας. Γι’ αὐτό μᾶς εἶπε ὁ Χριστός μας ὅτι ἀπό τήν καρδιά βγαίνουν οἱ κακές ἐπιθυμίες. Θά πρέπει λοιπόν ἡ καρδιά νά ἀδειάσει ἀπό ὅλους αὐτούς τούς λογισμούς.
– Πῶς ἡ καρδιά ἀδειάζει ἀπό τούς λογισμούς καί καθαρίζει σιγά-σιγά ἀπό τά πάθη;
Αὐτό γίνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», τό ὁποῖο λέγεται μονολόγιστη εὐχή. Γιατί λέγεται μονολόγιστη; Ἔχει μόνο ἕναν λόγο. Ὅταν ἀδειάσει ἡ καρδιά ἀπό ὅλους τούς λογισμούς, τότε μένει στήν καρδιά μόνο ἕνας λόγος, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με». Ἡ ἁπλή μνήμη τῆς καρδιᾶς, ὅταν ἡ καρδιά εἶναι καθαρή, ἔχει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τίποτα ἄλλο. Οὔτε καλούς λογισμούς θά ἔχουμε στήν καρδιά μας. Θά πρέπει ἡ καρδιά νά ἀδειάσει ἀπό ὅλους τούς λογισμούς. Εἶναι πολύ σημαντικό. Στόν ἐγκέφαλο μποροῦμε νά ἔχουμε καλούς λογισμούς. Στήν καρδιά δέν πρέπει νά ἔχουμε κανέναν λογισμό, μόνο τόν Χριστό. Τότε ἡ καρδιά εἶναι καθαρή. Οὔτε καλές ἐπιθυμίες νά ἔχουμε. Ἄν θέλει ὁ Θεός κάτι, ἄς γίνει. Ἄν δέν γίνει ὅμως νά μήν στενοχωρηθοῦμε. Δηλαδή νά μήν ὑποδουλωνόμαστε οὔτε στίς καλές ἐπιθυμίες.
Θέλω λ.χ. ἐγώ νά κάνω θαύματα! Καλό πράγμα δέν εἶναι; Δέν ξέρουμε. Λέμε «Χριστέ μου ἐσύ ἄν θέλεις θά μοῦ τό δώσεις». Μέσα στήν καρδιά μας δέν θά θέλουμε τίποτα, παρά μόνο τόν Χριστό. Ἄν ὁ Χριστός θέλει νά μᾶς κάνει ἕνα δῶρο, νά εἶναι εὐλογημένο. Ἄν ὁ Χριστός δέν θέλει, πάλι νά εἶναι εὐλογημένο. Ὑπάρχουν μεγάλοι ἅγιοι πού δέν ἔκαναν θαύματα. Ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους τούς ἁγίους, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, δέν ἔκανε κανένα θαῦμα. Τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «σημεῖον ἐποίησεν οὐδέν» (Ἰω. 10,41). Κι ὅμως εἶναι ὁ πιό μεγάλος Ἅγιος!
Ἑπομένως, θά πρέπει ἡ καρδιά μας νά ἀδειάσει καί ἀπό τούς καλούς λογισμούς καί αὐτό εἴπαμε γίνεται μέ τήν νοερά προσευχή, τήν συνεχή ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Θά πρέπει ὁ χριστιανός νά μάθει νά τό κάνει αὐτό καί στήν ἀρχή πρέπει νά τό λέει μέ τό στόμα, ψιθυριστά, νά τό ἀκούει τό αὐτί ὥστε νά τό συνηθίσει. Ὅταν τό πεῖ πολύ καιρό μέ τό στόμα, μετά αὐτόματα θά τό πάρει καί ἡ διάνοια. Θά τό λέει μέ τόν ἐγκέφαλο, μέ τήν σκέψη καί σιγά-σιγά αὐτή ἡ εὐχή θά κατεβεῖ καί στήν καρδιά καί θά ἀρχίσει νά προσεύχεται ἡ καρδιά. Γιατί καί ἡ καρδιά ἔχει στόμα, ἔχει λόγο. Εἶναι ὁ ἐνδιάθετος λόγος. Τότε ὁ χριστιανός θά ἀκούει τήν καρδιά του νά ἐπικαλεῖται τόν Χριστό καί μπορεῖ νά κοιμᾶται καί νά ἀκούει τήν καρδιά του νά προσεύχεται. Τό σῶμα ξεκουράζεται καί ἡ καρδιά προσεύχεται. Γι’ αὐτό λέει στήν Παλαιά Διαθήκη: «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἄσμα 5,2). Δηλαδή οἱ Ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχαν καί αὐτοί τήν νοερά, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Γινόταν μέ ἄλλα λόγια καί πρό Χριστοῦ ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται σωστά καί καθαρίζουν τήν καρδιά τους.
Συνοπτικά θά λέγαμε, κάθαρση σημαίνει αὐτά τά τρία πράγματα. Πρῶτον, οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς νά λειτουργοῦν φυσιολογικά καί ὄχι διεστραμμένα. Τό λογιστικό νά προσεύχεται, νά κινεῖται πρός τόν Θεό. Τό ἐπιθυμητικό νά ἐπιθυμεῖ τόν Θεό καί τίποτα ἄλλο. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας στήν Κυριακή προσευχή μᾶς εἶπε νά λέμε: «Γεννηθήτω τό θέλημά Σου». Δέν μᾶς εἶπε νά λέμε γεννηθήτω τό θέλημά μου. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐγώ δέν ἔχω κανένα θέλημα, καμία ἐπιθυμία. Μόνο μία ἐπιθυμία: «Αὐτό πού θέλεις Ἐσύ Χριστέ μου, θέλω κι ἐγώ». Αὐτό εἶναι πολύ ἀπελευθερωτικό. Σήμερα ὅλοι εἴμαστε δυστυχισμένοι γιατί ἔχουμε ἐπιθυμίες. Ἐπιθυμοῦμε διάφορα πράγματα καί ὄχι τόν Θεό. Τό νά παντρευτεῖ κανείς π.χ. εἶναι ἐπιθυμία. Ἄστο στόν Θεό. Γιατί νά ἀγχωθεῖς; Πῆγε κάποιος νέος στόν Γέροντα Παΐσιο καί τοῦ λέει: «Πάτερ εἶμαι 35 χρονῶν καί ἀκόμα δέν παντρεύτηκα». Καί τοῦ ἀπαντάει: «Ἔ, τί στενοχωριέσαι ἐγώ εἶμαι 65 καί δέν παντρεύτηκα»! Λίγο πειραχτικά βέβαια, ἀλλά ἤθελε νά τοῦ πεῖ αὐτό τό πράγμα. Εἶπε ὁ Χριστός νά ἔχουμε τέτοιες ἐπιθυμίες; Δέν εἶπε. Καμία ἐπιθυμία νά μήν ἔχουμε. Ἀλλά συμβαίνει αὐτό, γιατί μᾶς νοιάζει ἡ γνώμη τοῦ κόσμου. Τί θά πεῖ ὁ κόσμος; Κλαίει συνήθως ἡ μάνα, γιατί λέει «τό κορίτσι μου ἔμεινε στό ράφι». Ἀποκατάσταση τοῦ παιδιοῦ σημαίνει νά τό βάλεις στόν Παράδεισο, ὄχι σέ ἕναν γάμο. Νά πεῖς νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τό παιδί μου. Βλέπετε πῶς οἱ ἐπιθυμίες μας μᾶς κάνουν δυστυχισμένους! Γιατί δέν λειτουργεῖ σωστά αὐτή ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς πού λέγεται ἐπιθυμητικό. Καί εὐτυχῶς πού δέν ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά ἐκπληρωθοῦν τά θελήματά μας, γιατί εἶναι τουλάχιστον κατά 99.99% καταστροφικά. Ὁ Χριστός ὅμως θέλει νά ἀφεθοῦμε σ’ Αὐτόν, ὅπως στόν πατέρα μας. Ὁ πατέρας δέν ξέρει τί χρειάζεται τό μωρό του; Πρέπει τό μωρό νά ζητάει καί νά κλαίει; Ξέρει ὁ πατέρας καί τό μωρό τόν ἐμπιστεύεται. Ἐμεῖς ὅμως ἐπειδή ἔχουμε θέλημα, ἔχουμε ἐγωισμό, φιλαυτία, ἐμπιστοσύνη στήν λογική μας καί στίς δυνάμεις μας, ὑπερηφάνεια δηλαδή, γινόμαστε δυστυχισμένοι. Ὁ θυμός τέλος νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά βρεῖ τόν Θεό καί νά θυμώσει μέ τόν διάβολο καί τά πάθη.
Τό δεύτερο στοιχεῖο τῆς κάθαρσης εἴπαμε εἶναι νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπό τήν τυραννία τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης. Νά μήν κυνηγᾶμε τίς ἡδονές καί νά μήν ἀποστρεφόμαστε τίς ὀδύνες πού δίνει ὁ Θεός, τίς κατά Θεόν ὀδύνες, τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τούς κόπους γιά τόν Θεό ἤ καί αὐτά πού ἔρχονται ἀπ’ ἔξω, ὅπως μία ἀρρώστια. Ὅλα αὐτά εἶναι καλά, μᾶς τά δίνει ὁ Θεός γιά νά καθαριστοῦμε ἀπό τήν φιλαυτία μας. Καί τό τρίτο στοιχεῖο τῆς κάθαρσης εἶναι νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά ἀπό τούς λογισμούς. Ἡ καρδιά νά ἔχει μόνο ἕναν λογισμό, τήν προσευχή, τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος λοιπόν καθαριστεῖ, τότε γίνεται δεκτικός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀξίζει κανείς νά μπεῖ σ’ αὐτή τήν προσπάθεια καί θά διαπιστώσει πόσο ὡραία εἶναι ἡ πνευματική ζωή. Δέν μᾶς ἱκανοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία γιατί δέν ζοῦμε αὐτό πού λέει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία. Δυστυχῶς ἔχουμε συνήθως μία ἐπιφανειακή καί ἐξωτερική σχέση μέ τόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία καί τά Μυστήρια ἀκόμα. Ὅλα αὐτά εἶναι λυτρωτικά καί ἀπελευθερωτικά.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς μίλησαν πολύ γιά τήν νοερά προσευχή. Ὁ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, γιά παράδειγμα, λέει: ὅταν ὁ ἄνθρωπος γεννιέται στό κέντρο τῆς καρδιᾶς του, στό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του, εἶναι ὁ διάβολος. Ὅταν βαφτιζόμαστε στό κέντρο τῆς καρδιᾶς μας μπαίνει ὁ Χριστός καί ὁ διάβολος εἶναι ἀπό γύρω. Πάλι μᾶς πολεμάει, ἀλλά δέν εἶναι στό κέντρο καί εἶναι πολύ πιό εὔκολο νά νικήσουμε, γιατί στό κέντρο ὑπάρχει ὁ Χριστός. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἐπικαλεῖται τόν Χριστό, ὁ Χριστός, ἡ νοερά – καρδιακή προσευχή, καίει τόν διάβολο καί τόν διώχνει μακριά. Ἔτσι σιγά-σιγά ὁ ἄνθρωπος τελείως ἐλευθερώνεται ἀπό αὐτή τήν τυραννία τοῦ διαβόλου.
Τά πάθη πού ὑπάρχουν στόν ἄνθρωπο, τά ὁποῖα ἐπιτρέπει καί μπαίνουν μέσα του μετά τό βάπτισμα λόγω τῆς ἀμέλειάς του, λειτουργοῦν ὅπως ἡ στάχτη στό τζάκι. Σβήνει τό τζάκι, μένει ὅμως μιά θράκα καί ἀπό πάνω εἶναι ἡ στάχτη. Ἔτσι εἶναι ὁ σπινθήρας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος -πού πήραμε στό βάπτισμα- στόν ἄνθρωπο πού ἔχει πέσει στήν ἁμαρτία καί εἶναι ἀμετανόητος. Δέν ἔχει σβήσει τελείως ὁ σπινθήρας, ἀλλά εἶναι θαμμένος κάτω ἀπό τά πολλά πάθη. Τί θά κάνει τώρα ὁ ἄνθρωπος; Τί κάνουμε στό τζάκι; Μεριάζουμε τήν στάχτη, προσπαθοῦμε νά βροῦμε τό κάρβουνο καί βάζουμε πάνω μερικά εὔφλεκτα ξυλαράκια. Αὐτά τά ξυλαράκια, λέει ὁ Ἅγιος Διάδοχος, εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ πού τίς ἐργαζόμαστε. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τίς τηρεῖ – ὄχι μόνο τίς ξέρει – εἶναι αὐτά τά ξυλαράκια. Πρέπει νά τηροῦμε ὅλες τίς ἐντολές, δέν ἐπιτρέπονται οἱ διακρίσεις καί οἱ ἐπιλογές. Μετά, γιά νά ἀνάψουν τά ξυλαράκια, πρέπει λίγο νά φυσήξουμε. Αὐτό τό φύσημα, λέει ὁ Ἅγιος Διάδοχος, εἶναι ἡ νοερά προσευχή. Φυσᾶς, φυσᾶς καί ἀρχίζει σιγά-σιγά νά ἀνάβει μιά μικρή φλογίτσα, νά παίρνουν φωτιά τά μικρά ξυλαράκια, νά βγάζει καί λίγο καπνό στήν ἀρχή, δακρύζεις καί λίγο. Θέλει λίγο κόπο ἰδίως στήν ἀρχή ἡ νοερά προσευχή μέχρι νά ἀνάψει ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού θά ἀνάψει καί θά βάλεις κι ἄλλα ξύλα ἀπό πάνω, μετά χαίρεσαι τήν γλυκιά θαλπωρή πού δίνει ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτή εἶναι ἡ διαδικασία. Ἔτσι βοηθάει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του καί γίνεται πραγματικά εὐτυχισμένος καί μακάριος. Μέ αὐτό τόν τρόπο μποροῦμε κι ἐμεῖς νά ἔχουμε μετοχή στό Ἅγιο Πνεῦμα. Στίς γιορτές τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νά ἔχουμε προσωπική βίωση. Γιά νά τίς ζήσουμε ὅμως, χρειάζεται νά προχωρήσουμε στήν διαδικασία τῆς κάθαρσης. Λένε οἱ Πατέρες, ὅσο καθαρίζεται κανείς, τόσο περισσότερο αἰσθάνεται καί τό φῶς. Ὅπως ἕνα μουτζουρωμένο τζάμι, ἀρχίζεις τό καθαρίζεις μέ τό σφουγγάρι, φεύγει σιγά-σιγά ἡ μουτζούρα, μπαίνει λίγο φῶς, συνεχίζεις καί στό τέλος καθαρίζει τελείως. Ἔτσι γίνεται καί στήν ψυχή μας. Ἐργαζόμαστε τίς ἐντολές, δέν ἁμαρτάνουμε, λειτουργοῦν σωστά καί οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἐπιθυμοῦμε τόν Θεό, λυτρωνόμαστε ἀπ’ τήν τυραννία τῆς ἡδονῆς καί τῆς ὀδύνης, καθαρίζεται ἡ καρδιά ἀπό τούς λογισμούς καί ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τόν Παράδεισο ἀπό τώρα. Ὁ Χριστός ἦρθε γιά νά μᾶς δώσει ζωή, χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη, αὐτά ὅλα πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι εἶναι ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἕνα σύστημα κανόνων γιά νά τηρήσουμε. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τά ἔχει αὐτά. Νιώθει εἰρήνη στούς λογισμούς τους, ἔχει πραότητα, ταπείνωση, ἀγάπη, δέν ἔχει ἄγχος, ἀγωνία, θυμό, οὔτε κακία καί μίσος, γιατί ἄν ἔχει αὐτά σημαίνει ὅτι δέν ἔχει καθαριστεῖ καί εἶναι ἀκόμα ὑποχείριο τοῦ κακοῦ πνεύματος καί ὄχι τοῦ καλοῦ Πνεύματος.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Γιά τήν ἡδονή ἐκτός ἀπό τό ψυχικό τάλαντο μπορεῖ νά φταίει καί τό σωματικό;
Ἀπ. : Βέβαια τό βλέπουμε αὐτό. Σέ αὐτούς, γιά παράδειγμα, πού ἔχουν AIDS, κατά κύριο λόγο φταῖνε οἱ σωματικές ἁμαρτίες. Ὁ Θεός δέν θέλει νά τιμωρεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία ἔχει μέσα της τόν θάνατο. Ἀπό αὐτές τίς διεστραμμένες σχέσεις δημιουργοῦνται καρκίνοι. Αὐτό εἶναι ἐκδίκηση τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Εἶναι ἡ συνέπεια τῆς διαστροφῆς. Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι μία διαστροφή, μία διεστραμμένη κίνηση, ἡ ὁποία σέ πάει ἀντίθετα ἀπό ἐκεῖ πού εἶσαι νά πᾶς. Ὡς ἄνθρωποι εἴμαστε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση. Ὁ προορισμός εἶναι νά μοιάσουμε στόν Χριστό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀντίθετη κίνηση, ἀντί νά πᾶμε στόν Χριστό, πᾶμε ἀνάποδα. Ὅπως λένε οἱ μηχανικοί ὅτι ἡ μηχανή πῆρε ἀνάποδες στροφές καί σμπαραλιάζεται, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἁμαρτάνει, παθαίνει ψυχολογικά, κατάθλιψη… εἶναι σάν τή μηχανή πού δουλεύει ἀνάποδα καί καταστρέφεται. Λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ἄν δέν φροντίσεις ν’ ἀγαπήσεις τόν Χριστό, θά ἔχεις κατάθλιψη. Ἄν δέν ἀναζητήσεις τόν Χριστό, ἄν δέν ἀποκτήσεις τόν θεῖο ἔρωτα, θά εἶσαι ψυχικά ἄρρωστος, ἀλλά καί σωματικά. Ὅταν λέμε ἕνας ἅγιος, σημαίνει ὅτι οὐσιαστικά τό λένε ὅλοι οἱ ἅγιοι, γιατί ὅ,τι λέει ὁ ἕνας, τό λέει μέ τήν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Λέει πάλι ὁ Ἅγιος Πορφύριος: ὅταν λειτουργεῖ σωστά ἡ ψυχή καί ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τόν Θεό καί ἔχει τήν εἰρήνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα του, τότε λειτουργεῖ ὡραῖα καί τό σῶμα καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἀρρωσταίνει, οὔτε καρκίνο παθαίνει, οὔτε σάκχαρο… Ἔστω ἄς ξεκινήσουμε νά τό κάνουμε, γιά νά ἀποφύγουμε τίς σωματικές ἀρρώστιες. Ἀλλά θά δοῦμε στή συνέχεια πόσο πιό σπουδαῖο πράγμα εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό, ὅπου ὅλος ὁ ἄνθρωπος μεταμορφώνεται καί ζεῖ τήν χάρη καί τήν χαρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλη χαρά ὅμοια μέ αὐτή δέν ὑπάρχει.
Ὁπότε βεβαίως ὁ ἄνθρωπος βλάπτεται καί σωματικά ἀπό τήν ἡδονή καί ἀπό τήν ἁμαρτία γενικότερα καί γι’ αὐτό παραχωρεῖ ὁ Θεός τίς ὀδύνες. Ἄς πάρουμε πάλι ἕνα παράδειγμα ἀπό τήν φύση. Ὅταν μᾶς τσιμπήσει ἕνα φίδι – ὅ μή γένοιτο – κυκλοφορεῖ μέσα στό αἷμα τό δηλητήριο. Γιά νά ἐξουδετερωθεῖ τό δηλητήριο, πρέπει νά κάνεις ἀντιοφικό ὀρό, ὁ ὁποῖος ἔχει μέσα στοιχεῖα πού ἐξουδετερώνουν τό δηλητήριο, τό ἀπενεργοποιοῦν. Εἶναι τό λεγόμενο ἀντίδοτο. Ἔτσι, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἡ ἡδονή εἶναι σάν τό δηλητήριο τοῦ φιδιοῦ. Ὅταν κυκλοφορήσει μέσα στόν ἄνθρωπο αὐτή ἡ κακή ἡδονή, ἡ σαρκική κλπ, ὁ ἄνθρωπος εἶναι δηλητηριασμένος καί κινδυνεύει νά πεθάνει. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Χριστός μας μέ τήν φιλανθρωπία Του καί μᾶς δίνει -ἄν θέλουμε νά λυτρωθοῦμε- τό ἀντίδοτο. Τό ἀντίδοτο τῆς ἡδονῆς καί τῆς φιληδονίας εἶναι ἡ ὀδύνη. Ἡ κατά Χριστόν ὀδύνη ὅμως, νά πονέσεις λίγο γιά τόν Χριστό. Θά πᾶς στόν Πνευματικό, θά ἐξομολογηθεῖς καί θά σοῦ πεῖ τί νά κάνεις, ἕναν κανόνα. Αὐτός ὁ κανόνας δέν εἶναι τιμωρία. Δέν σέ τιμωρεῖ ὁ Πνευματικός. Εἶναι τό ἀντίδοτο, γιά νά ἐξουδετερώσεις τό δηλητήριο πού κυκλοφορεῖ μέσα σου καί νά μήν ξανακάνεις τίς ἴδιες ἁμαρτίες. Ὁ σκοπός δέν εἶναι νά πάρεις μόνο τήν ἄφεση. Τήν ἄφεση θά τήν πάρεις γιά ὅσα ἔκανες. Ἄν ὅμως τό δηλητήριο, ἡ ρίζα ὑπάρχει ἀκόμα μέσα, μέ τό πού θά βγεῖς ἀπό τό ἐξομολογητήριο, θά κάνεις τίς ἴδιες ἁμαρτίες. Παίρνοντας ὅμως τά φάρμακα, τήν νηστεία πού θά σοῦ πεῖ, τίς μετάνοιες, τήν προσευχή, τί πρέπει νά προσέχεις, ἐξουδετερώνεις τό δηλητήριο καί δέν ξανακάνεις τά ἴδια λάθη. Αὐτή ἡ ὀδύνη λοιπόν εἶναι τό φάρμακο τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό δέν πρέπει νά δυσανασχετοῦμε ἀλλά νά χαιρόμαστε καί νά θέλουμε νά κάνουμε ἀκόμα περισσότερα. Νά ἀγαπήσουμε τόν κόπο γιά τόν Θεό. Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό.
Ὅταν κοπιάζει ὁ ἄνθρωπος γιά τόν Θεό, ἀγαπήσει τόν σωματικό κόπο, γίνεται ταπεινός. Ὁ κόπος ταπεινώνει τό σῶμα καί ὅταν ταπεινωθεῖ τό σῶμα ταπεινώνεται καί ἡ ψυχή καί ὅταν ταπεινωθεῖ ἡ ψυχή, ἔρχεται στόν ἄνθρωπο ὁ Θεός. Νά πῶς λειτουργοῦν π.χ. οἱ μετάνοιες, πῶς λειτουργεῖ ἡ νηστεία, πῶς λειτουργεῖ ἡ ἀγρυπνία. Εἶναι κούραση αὐτά γιά τό σῶμα. Αὐτός ὅμως ὁ πόνος καί ὁ κόπος, ταπεινώνει τό σῶμα καί συν-ταπεινώνει τήν ψυχή καί τότε ἔρχεται ὁ Θεός καί μᾶς θεραπεύει.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου