Ο Σεβασμιώτατος Κάλλιστος Γουέαρ, ο
πρώτος Βρετανός ορθόδοξος επίσκοπος μετά το σχίσμα των εκκλησιών και
κορυφαίος θεολόγος της ορθοδοξίας μας μιλά για την σχέση του με την
Ελλάδα αλλά και για το πως αντιλαμβάνεται την ελληνική ταυτότητα.
Θα ήθελα να μου πείτε ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με την Ελλάδα και πως αυτή διαμόρφωσε την μετέπειτα ζωή σας.
Ήμουν φοιτητής κλασικών σπουδών και λατινικών στην Οξφόρδη και το 1954 ήρθα στην Ελλάδα με ορισμένους φίλους μου για να δω τα αρχαία μνημεία. Κάποια στιγμή οι φίλοι αυτοί μου πρότειναν να πάμε στη Σπάρτη και αρχικά αντέδρασα λέγοντας τους «Τί να κάνουμε εκεί; Δεν έχουν κανένα σοβαρό μνημείο, οι αρχαίοι Σπαρτιάτες ασχολούνταν μόνο με τη γυμναστική». Όμως, αυτοί ήθελαν να με πάνε στο Μυστρά. Τελικά, επισκεφθήκαμε το Μυστρά και το μέρος μου έκανε φοβερή εντύπωση. Επρόκειτο για μια ολόκληρη βυζαντινή πόλη, εγκαταλελειμμένη μεν, αλλά με τόσες εκκλησίες και αγιογραφίες! Όλα αυτά με ενθουσίασαν και μου διεύρυναν την αντίληψη που είχα για την Ελλάδα. Τότε κατάλαβα πως δεν υπήρχε μόνο η κλασική Ελλάδα, αλλά και το Βυζάντιο. Εκείνα ήταν από τα καθοριστικά βήματα που διαμόρφωσαν τη ζωή μου.
Βέβαια, όσον αφορά την Ορθοδοξία, είχε προηγηθεί η επαφή μου με τη ρώσικη ορθόδοξη εκκλησία στο Λονδίνο. Όμως, η επίσκεψή μου στον Μυστρά με έφερε σε επαφή με τη συνέχεια της ελληνικής παράδοσης και της χριστιανικής Ελλάδας. Από εκεί και έπειτα το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε στη συνέχιση του Βυζαντίου, στο Βυζάντιο, μετά το Βυζάντιο, δηλαδή τη συνέχισή του κατά την οθωμανική περίοδο και φυσικά άρχισα να μελετώ τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Για να συνοψίσω, ξεκίνησα με κλασικές σπουδές και προχώρησα στο Βυζάντιο. Έκτοτε αυτό που πάντα με εκπλήσσει είναι η συνέχεια της ελληνικής ταυτότητας.
Πώς την αντιλαμβάνεστε αυτή την ελληνική ταυτότητα δεδομένου ότι οι επιρροές από τη Δύση είναι πολλές;
Ναι, το γνωρίζω ότι η σύγχρονη Ελλάδα είναι μια μίξη πραγμάτων και φυσικά γνωρίζω πως η Δύση επηρέασε σημαντικά, όμως εξακολουθώ να πιστεύω ότι η ολοκλήρωση της κλασικής Ελλάδας έγινε με το Βυζάντιο. Ελπίζω πως η σύγχρονη Ελλάδα θα είναι πάντα πιστή στο Βυζάντιο και δεν θα το αποποιηθεί. Είναι σημαντικό κομμάτι της ιστορίας σας, γιατί δεν είστε μόνο Έλληνες αλλά και Ρωμαίοι (Ρωμηοί).
Πώς γίνατε ορθόδοξος, και μάλιστα ιερέας;
Τρία χρόνια πριν από το Μυστρά είχα επισκεφθεί τη ρωσική εκκλησία στο Λονδίνο. Όπως σας είπα, η έλξη που ένιωσα ήταν άμεση και δεν προϋπήρχε διαλεκτική αναζήτηση, δεν είχα διαβάσει βιβλία, δεν είχα συναντήσει ορθόδοξους για να μιλήσω μαζί τους. Η επαφή μου και η σύνδεση μου έγινε μέσω της λειτουργίας (worship), που είναι και ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσει κάνεις την ορθόδοξη εκκλησία.
Ποιο ήταν το θρήσκευμά σας αρχικά;
Αρχικά ήμουν Αγγλικανός και πρέπει να σας πω ότι κατά την επαφή μου με την ορθοδοξία δεν ένιωθα ότι άλλαζα θρήσκευμα, Τα δύο δόγματα θα έλεγα ότι είναι αρκετά κοντά το ένα με το άλλο, καθώς και η Αγγλικανική εκκλησία τιμά τους πατέρες και τις οικουμενικές συνόδους. Έτσι με την ορθοδοξία ένιωσα ότι βρήκα πιο στέρεη βάση για την πίστη μου, δεν ήταν κάτι που επέλεξα αλλά κάτι στο οποίο εισήλθα, στο οποίο εισχώρησα .
Όμως η επαφή σας έγινε μέσω της ρώσικης ορθόδοξης εκκλησίας.
Η ρωσική διασπορά ανακάλυψε και πάλι το βάθος της ορθοδοξίας. Καμιά φορά για να ανακαλύψεις κάτι, για να καταλάβεις ποιος είσαι, πρέπει να πάρεις μια απόσταση. Όσον αφορά εμένα, όσο πιο βαθιά έμπαινα τόσο κατανοούσα αυτά που πάντα πίστευα. Ο τρόπος που αυτά εκφράζονταν μέσω της ορθόδοξης εκκλησίας ήταν μοναδικός και ξεκάθαρος.
Άλλωστε, όπως σας είπα, ένιωθα κοντά στην Ορθοδοξία, δεδομένου ότι η Αγγλικανική μεταρρύθμιση τον 15ο αιώνα απείχε από τον ρωμαιοκαθολικισμό και από τους προτεστάντες, αν και είχε κάποια επιρροή από αυτούς. Ωστόσο κοίταζαν προς την ορθοδοξία. Αλλά στο ιστορικό πλαίσιο του 16ου αιώνα δεν ήταν εφικτή μια ζωντανή επαφή με την ορθόδοξη εκκλησία, καθώς η Ρωσία ήταν απομονωμένη και οι Έλληνες βρίσκονταν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό.
Είναι αλήθεια ότι στο παρελθόν το ενδιαφέρον της Δύσης όσον αφορά στην Ελλάδα επικεντρωνόταν στην αρχαιότητα και όχι στο Βυζάντιο. Το θεωρούσαν οπισθοδρομικό, ως μεσαίωνα, παρουσίαζαν μια εικόνα παρακμής, σαν αυτή που περιέγραφε ο Έντουαρντ Γκίμπον και ήταν γενικά αποδεκτή από τους μορφωμένους της εποχής. Αυτή η ιδέα διήρκεσε για αιώνες και εγώ όταν ήρθα στην Ελλάδα, όπως σας είπα, το 1954 ήξερα λίγα πράγματα για την ορθοδοξία, η μόρφωσή μου βασιζόταν στην κλασική Ελλάδα. Μια ημέρα καθώς προχωρούσα, ήμουν κοντά στη μονή Πετράκη, άκουσα τις καμπάνες να βαρούν και κανένας από τους τότε συμφοιτητές μου στο βρετανικό σχολείο, ορισμένοι εκ των οποίων ήταν για χρόνια στην Ελλάδα, δεν είχε μπει ποτέ του στην ελληνική εκκλησία, ούτε από περιέργεια και αυτό μου φάνηκε παράξενο. «Πώς γίνεται να σπουδάζουμε την αρχαιότητα και να μην μας ενδιαφέρει τι συνέβη μετά;», διερωτήθηκα. Ένιωσα ανικανοποίητος από το περιορισμένο στην κλασική Ελλάδα εύρος των γνώσεών μας.
Η πρώτη σας εντύπωση από την Ελλάδα του 1954;
Πρέπει να ομολογήσω ότι αρχικά απογοητεύθηκα γιατί προσπάθησα να δω τι την έκανε διαφορετική από την υπόλοιπη Ευρώπη και προκειμένου να βρω τις βυζαντινές της ρίζες κατάλαβα ότι είναι καλύτερα να μην ξεκινήσω από την Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη στον αντίποδα μπορεί να είχε μοντέρνα κτίρια αλλά εν πολλοίς κράτησε την ατμόσφαιρα της βυζαντινής πόλης, το κάστρο της. Αλλά και ο τρόπος που επεκτείνεται η πόλη, ενώ στη Αθήνα χάνεσαι.
Υπάρχει το επιχείρημα ότι η Αθήνα είναι άσχημη ακριβώς εξαιτίας του Βυζαντίου. Επειδή το Βυζάντιο έμεινε πίσω και δεν μπόρεσε να διαμορφώσει κράτος, την ώρα που στην Ευρώπη συντελούνταν συνταρακτικές αλλαγές που διαμόρφωσαν όχι μόνο κράτος αλλά κατ΄έπέκταση και δημόσιο χώρο, κάτι που τελικά δε συνέβη στο Βυζάντιο με αποτέλεσμα αυτό να μας ακολουθεί ακόμη και σήμερα. Βέβαια, υπάρχει και ένας άλλος αντίλογος ότι με τη γέννηση του νέου ελληνικού κράτους η πόλη διαμορφώθηκε κυρίως από τους άρχοντες οι οποίοι εστάλησαν από τη Δύση και οι οποίοι δεν έλαβαν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητες των Ελλήνων, τη σύνδεση με την κοινότητα που είχαν. Επίσης, ο Όθωνας γκρέμισε ουκ ολίγες εκκλησίες στην Ελλάδα και μόνο με παρέμβαση του πατέρα του σώθηκε η εκκλησία της Παναγίας στην Καπνικαρέα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι πιστεύω ότι τόσο η πολεοδομία όσο και η αισθητική της πόλης συνδέεται άμεσα με την ταυτότητα μας.
Πράγματι, αυτό που έκανε ο Όθωνας ήταν καταστροφικό, τραγικό. Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως η Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα πρέπει να ήταν μια ελκυστική πόλη με τα νεοκλασικά της σπίτια, κάποια από τα οποία παραμένουν. Πιστεύω πως ορισμένα από τα ωραιότερα κτίρια που υπάρχουν στην πόλη είναι από αυτή την περίοδο. Όμως, κατά τη γνώμη μου, η καταστροφή συνέβη στον 20ο αιώνα. Και αυτό συμβαίνει, και να με συγχωρέσετε για την κριτική μου, όταν δεν έχεις όραμα για να διαμορφώσεις τον κατάλληλο αστικό σχεδιασμό και καταλήγεις να διευρύνεις την πόλη άναρχα. Θυμάμαι όταν ανέβηκα στην Ακρόπολη για πρώτη φορά το 1954 ότι το πράσινο ήταν περισσότερο και πιο προσβάσιμο κάτι που δεν ισχύει σήμερα.
Όσον αφορά στο θέμα της ταυτότητας, που σαφώς περικλείει τα πάντα, διαπιστώνω ότι στη σύγχρονη Ελλάδα υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ εκείνων που δίνουν έμφαση στην κλασική Ελλάδα και εκείνων που δίνουν έμφαση στο Βυζάντιο. Κατά τη γνώμη μου το Βυζάντιο δεν τελείωσε το 1453, αλλά συνέχισε να υπάρχει μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Η δυτική επιρροή ήταν βαριά και στα τέλη του 18ου αιώνα υπήρξε η σύγκρουση μεταξύ αυτών που επέμεναν στην κλασική Ελλάδα, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, και σε εκείνους που έδιναν έμφαση στη συνέχεια με το Βυζάντιο, όπως οι κολλυβάδες ή ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Όμως, οι άνθρωποι εξακολουθούν να κοιτούν πίσω στο χριστιανικό βυζαντινό παρελθόν τους.
Εγώ αντιλαμβάνομαι τη σύγχρονη Ελλάδα ως έναν συνδυασμό κλασικής Ελλάδας με τη ρωμιοσύνη. Θυμάμαι ένα άρθρο του Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο οποίος περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο τη σύνδεση αυτών, τη συνέχεια δηλαδή αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης Ελλάδας. Ο Έλληνας έλεγε θαυμάζει την Ακρόπολη, ο Ρωμιός την Αγία Σοφία, ο ένας τους αρχαίους φιλοσόφους, ο άλλος τους Καπαδόκες πατέρες και τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο για παράδειγμα και στη συνέχεια εκθέτει τα κοινά σημεία των δύο και καταλήγει στη χαρά που ένιωθαν να μοιράζονται τα νέα, να διαβάζουν την εφημερίδα και να σχολιάζουν. Ωστόσο αυτή η σύγκρουση εξακολουθεί να διαπερνά την ψυχή του Έλληνα.
Έχετε δίκιο και κάθε τόσο, ανάλογα την κομματική προέλευση του κάθε υπουργού Παιδείας επανέρχεται αυτό το ζήτημα της συνέχειας και προσπαθούν να διαμορφώσουν ανάλογα την κομματική ιδεολογία την απάντηση στο ερώτημα που αφορά στο αίσθημα του ανήκειν. Ενίοτε, είναι σα να νιώθουν μια ντροπή να μιλήσουν για το παρελθόν και ορίζουν τον Νεοέλληνα από την ίδρυση του μοντέρνου κράτους μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό. Εσείς προέρχεστε από μια αστική οικογένεια, με υψηλή παιδεία και λαμπρές σπουδές, γνωρίζετε τα ελληνικά, διδάξατε στην Οξφόρδη γίνατε ο πρώτος μετά το σχίσμα των δύο εκκλησιών (1054 μ.Χ) Βρετανός ορθόδοξος επίσκοπος. Πώς τα αντιλαμβάνεστε εσείς όλα αυτά;
Οι κλασικές σπουδές μου είχαν και έχουν μεγάλη αξία και κάθε φορά που μιλάω ελληνικά η επιρροή των συγκεκριμένων σπουδών είναι μεγάλη και εμφανής, λατρεύω τον Πλάτωνα και τον μελετώ. Όμως η Ελλάδα που πραγματικά αγαπώ είναι η χριστιανική Ελλάδα. Ωστόσο ξεκαθαρίζω ότι αυτό δεν αναιρεί, δεν διαγράφει την παλιά παράδοση, αντίθετα τη συμπληρώνει.
Θυμάμαι και πάλι, όταν ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά, οι Έλληνες ήταν φτωχοί. Προσπαθούσαν να συνέλθουν από τον πόλεμο και οι μνήμες εκείνης της περιόδου ήταν πολύ έντονες. Ένα από αυτά που με εντυπωσίασε τότε ήταν ότι η εκκλησία εξακολουθούσε να βρίσκεται στο επίκεντρο της καθημερινής ζωής αυτών των ανθρώπων. Μάλιστα, πρέπει να το σημειώσω αυτό, πως η εκκλησία πέρασε από την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο χωρίς να σπιλώσει τη φήμη της. Να σας θυμίσω μόνο τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό στην Αθήνα, που κράτησε το ηθικό των Ελλήνων ψηλά κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια και η Ελλάδα γνώρισε ευημερία, φοβάμαι όμως πως η εκκλησία δεν καταλαμβάνει τον ίδιο χώρο στη ζωή των ανθρώπων.
Επίσης οι αξίες των ανθρώπων εδώ δεν έρχονται πλέον ούτε από την κλασική Ελλάδα, αλλά ούτε και από το Βυζάντιο, έρχονται από τη σύγχρονη Δύση, και πρόκειται για μια τελείως διαφορετική ιστορία. Γι΄αυτό και θαυμάζω ανθρώπους σαν τον Φώτη Κόντογλου, γιατί επέμειναν στη χριστιανική ταυτότητα της Ελλάδας. Και να σας πως και κάτι άλλο; Εδώ και χρόνια έχω επαφές με την Πάτμο και το μοναστήρι αρχικά ως διάκος, όταν ήμουν νεαρός και μελετούσα τα χειρόγραφα της μονής και μετέπειτα ως μέλος της αδελφότητας. Όταν λοιπόν πήγα εκεί, το νησί ήταν πολύ φτωχό, ο τουρισμός δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί, οι άνθρωποι ήταν επίσης φτωχοί αλλά είχαν υψηλό το αίσθημα της αξιοπρέπειας. Για τα δεδομένα της εποχής και τα στάνταρντ που είχαν στα μάτια τους, πρέπει να φάνταζα πολύ πλούσιος και όμως ποτέ δεν μου ζήτησαν τίποτα. Είχαν αξιοπρέπεια και ακεραιότητα και όταν πήγαινες στο φτωχικό τους σπίτι, μπορεί να μην είχαν πολυτέλειες αλλά ήταν πεντακάθαρα και προσπαθούσαν να σου προσφέρουν με την καρδιά τους ό,τι είχαν. Από τότε άλλαξαν πολλά, υπήρξε ευημερία και αυτό δεν είναι καθόλου κακό, όμως στην πορεία κάτι χάθηκε. Και γι’ αυτό λέω πως η ελληνική ταυτότητα δεν είναι απαραίτητα κάτι που κληρονομείται, αντίθετα είναι μια πρόκληση. Είναι μια πάλη, προκειμένου να διατηρήσεις την ταυτότητα που προέρχεται από την κλασική Ελλάδα, το χριστιανικό Βυζάντιο και τη σύγχρονη Ελλάδα. Φοβάμαι, μιας και αναφέρθηκα σε αυτό, πως ο τουρισμός, αν και ξέρω πως είναι σημαντικός για την οικονομία του τόπου, δεν βγάζει τον καλύτερο εαυτό των Ελλήνων. Και επιμένω ότι είναι αναγκαίο να αντλήσουμε διδάγματα, να μάθουμε την αρχαιότητα, τον Πλάτωνα, τον οποίο λατρεύω, και παράλληλα να μην ξεχάσουμε τις βυζαντινές μας ρίζες.
Όσον αφορά στην εκκλησία και αυτή βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση συγκριτικά με αυτή που ήταν πριν από κάποιες δεκαετίες. Όμως, ίσως να πλούτισε και αυτή πολύ και πρέπει να θυμηθεί και να επανέλθει στηναπλότητα.
Η ζωή έχει γίνει πολύπλοκη και νέα ζητήματα προκύπτουν. Εχει η ορθόδοξη εκκλησία τη σωστή φωνή και λόγο για να τα αντιμετωπίσει; Πώς μπορεί ο νέος να ταυτισθεί με μια παράδοση που του φαίνεται ηθικιστική και άκαμπτη;
Δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις, δεν τις έχουμε και αυτές που υπάρχουν δεν είναι βέβαιο ότι αρχικά θα ικανοποιήσουν τους νέους ανθρώπους. Στη δεκαετία του 50, να κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή, δημιουργήθηκαν οι πανίσχυρες μετέπειτα και για αρκετά χρόνια χριστιανικές οργανώσεις «ΖΩΗ» και του «ΣΩΤΗΡ» και μπορεί να είχαν καλές προθέσεις και να έκαναν σοβαρή δουλειά τότε, αλλά το στιλ τους ήταν καθαρά πιετιστικό. Δεν άντλησαν παραδείγματα από το Βυζάντιο και δεν εξερεύνησαν τους Ρώσους της διασποράς, που ανακάλυψαν εκ νέου τους πατέρες. Ακόμη και η εικονογραφία τους δεν ήταν βυζαντινή, είχαν την εικόνα του δυτικού τύπου με τον Χριστό που προσεύχεται με τα χέρια ενωμένα. Δεν είμαι πολέμιος αυτών των οργανώσεων, όπως για παράδειγμα είναι ο φίλος μου ο Χρήστος Γιανναράς, αλλά ποτέ δεν ήμουν και δεν ένιωσα ιδιαίτερα κοντά τους, εκτός από ορισμένους φίλους, που ήταν ενταγμένοι στους κόλπους τους και αργότερα εγκατέλειψαν. Όπως και να έχει ο πιετισμός και ο ηθικισμός δεν είναι χριστιανισμός, δεν έχει απηχήσει στη νεολαία, η ορθοδοξία δεν είναι ηθικιστική. Το σημαντικότερο όμως για την εκκλησία είναι να μάθει να ακούει από το να δίνει απαντήσεις. Κάποιος κάποτε μου είπε: «Το πρόβλημα με εσάς τους χριστιανούς είναι ότι προσπαθείτε να δώσετε όλες τις σωστές απαντήσεις, πριν ακόμη ακούσετε ποιες είναι οι ερωτήσεις».
Βέβαια, από τις δεκαετίες του 50 και του 60 έχει περάσει πολύς καιρός και πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν σοβαρά βιβλία και ο κόσμος διαβάζει Λόσκυ, Φλώροφσκι, Σμέμαν, Ευδοκίμωφ και πολλούς άλλους. Έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος, κάποτε όταν ερχόμουν στην Ελλάδα δεν υπήρχε τίποτα να διαβάσεις. Σήμερα στα βιβλιοπωλεία υπάρχουν πολλές και σοβαρές εκδόσεις.
Τί απήχηση έχει η ορθοδοξία στο εξωτερικό;
Μελετούν την ορθοδοξία, αλλά είναι διστακτικοί. Βλέπουν την παράδοση σε σχέση με την χριστιανοσύνη, αλλά νιώθουν ορισμένες φορές ότι πρόκειται για μια κλειστή λέσχη ή ότι η εκκλησία είναι συντηρητική.
Υπάρχουν μεταστροφές στη πίστη;
Πάντα υπάρχουν, υπάρχουν και ορθόδοξοι που μεταστρέφονται και γίνονται Αγγλικανοί. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα, αλλά υπάρχουν και Αγγλικανοί που γίνονται ορθόδοξοι. Η διαφορά τους είναι ότι οι πρώτοι δεν γράφουν βιβλία, ενώ οι δεύτεροι το κάνουν, έχουν μεγαλύτερη ευφράδεια (γέλια).
Επίσης υπάρχει μια ακόμη διαφορά, η ορθόδοξη εκκλησία δεν προσηλυτίζει. Όταν έρχεται ένας δυτικός με το αίτημα να γίνει ορθόδοξος είναι πολύ προσεκτική, θέλει να νιώσει ο άλλος σίγουρος γι’αυτό που πάει να αποφασίσει, υπάρχει μια κατήχηση για να καταλάβει ο άλλος περί τίνος πρόκειται. Αντίθετα, για παράδειγμα, στην Αγγλικανική εκκλησία, εάν πάει ένας ορθόδοξος, θα τον περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες, θα του πουν: «έλα, καλώς ήρθες». Καμία κατήχηση, απλά θα τον απορροφήσουν.
Υπάρχει μια τάση επιστροφής στο πνευματικό, δεδομένου ότι το άγχος της μοντέρνας ζωής καταντάει αφόρητο. Υπάρχει τρόπος διεξόδου από τις πιέσεις μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας;
Δεν ξέρω εάν μπορούμε να ξεφύγουμε από τη δυτικοποίηση, αλλά πρέπει να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας πως μπορούμε να μην ζήσουμε με αυτόν τον τρόπο και εάν πρέπει να ζήσουμε με αυτή την παγκόσμια κουλτούρα τότε πρέπει να δούμε πως θα πάρουμε ότι είναι καλό και παράλληλα να διαφυλάξουμε την ταυτότητά μας. Από τη θέση που μιλώ, αναφέρομαι στην ορθόδοξη ταυτότητά μας γιατί είναι μια είναι μια διαδικασία, ένα έργο, που δεν τελειώνει ποτέ.
Τί εννοείτε όταν λέτε ορθόδοξη ταυτότητα;
Αυτό που έχει σημασία στην θρησκευτική και εκκλησιαστική ζωή είναι η λειτουργία και η κοινωνία. Κατ΄επέκταση, να ζήσουμε το νόημα της ευχαριστηριακής λειτουργίας, του ευχαριστηριακού αισθήματος όχι μόνο μέσα στην κοινότητα της εκκλησίας, αλλά και στην καθημερινή μας ζωή, να μεταφέρουμε αυτό το αίσθημα στην κοινωνία που ζούμε.
Θα ήθελα να μου πείτε ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με την Ελλάδα και πως αυτή διαμόρφωσε την μετέπειτα ζωή σας.
Ήμουν φοιτητής κλασικών σπουδών και λατινικών στην Οξφόρδη και το 1954 ήρθα στην Ελλάδα με ορισμένους φίλους μου για να δω τα αρχαία μνημεία. Κάποια στιγμή οι φίλοι αυτοί μου πρότειναν να πάμε στη Σπάρτη και αρχικά αντέδρασα λέγοντας τους «Τί να κάνουμε εκεί; Δεν έχουν κανένα σοβαρό μνημείο, οι αρχαίοι Σπαρτιάτες ασχολούνταν μόνο με τη γυμναστική». Όμως, αυτοί ήθελαν να με πάνε στο Μυστρά. Τελικά, επισκεφθήκαμε το Μυστρά και το μέρος μου έκανε φοβερή εντύπωση. Επρόκειτο για μια ολόκληρη βυζαντινή πόλη, εγκαταλελειμμένη μεν, αλλά με τόσες εκκλησίες και αγιογραφίες! Όλα αυτά με ενθουσίασαν και μου διεύρυναν την αντίληψη που είχα για την Ελλάδα. Τότε κατάλαβα πως δεν υπήρχε μόνο η κλασική Ελλάδα, αλλά και το Βυζάντιο. Εκείνα ήταν από τα καθοριστικά βήματα που διαμόρφωσαν τη ζωή μου.
Βέβαια, όσον αφορά την Ορθοδοξία, είχε προηγηθεί η επαφή μου με τη ρώσικη ορθόδοξη εκκλησία στο Λονδίνο. Όμως, η επίσκεψή μου στον Μυστρά με έφερε σε επαφή με τη συνέχεια της ελληνικής παράδοσης και της χριστιανικής Ελλάδας. Από εκεί και έπειτα το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε στη συνέχιση του Βυζαντίου, στο Βυζάντιο, μετά το Βυζάντιο, δηλαδή τη συνέχισή του κατά την οθωμανική περίοδο και φυσικά άρχισα να μελετώ τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Για να συνοψίσω, ξεκίνησα με κλασικές σπουδές και προχώρησα στο Βυζάντιο. Έκτοτε αυτό που πάντα με εκπλήσσει είναι η συνέχεια της ελληνικής ταυτότητας.
Πώς την αντιλαμβάνεστε αυτή την ελληνική ταυτότητα δεδομένου ότι οι επιρροές από τη Δύση είναι πολλές;
Ναι, το γνωρίζω ότι η σύγχρονη Ελλάδα είναι μια μίξη πραγμάτων και φυσικά γνωρίζω πως η Δύση επηρέασε σημαντικά, όμως εξακολουθώ να πιστεύω ότι η ολοκλήρωση της κλασικής Ελλάδας έγινε με το Βυζάντιο. Ελπίζω πως η σύγχρονη Ελλάδα θα είναι πάντα πιστή στο Βυζάντιο και δεν θα το αποποιηθεί. Είναι σημαντικό κομμάτι της ιστορίας σας, γιατί δεν είστε μόνο Έλληνες αλλά και Ρωμαίοι (Ρωμηοί).
Πώς γίνατε ορθόδοξος, και μάλιστα ιερέας;
Τρία χρόνια πριν από το Μυστρά είχα επισκεφθεί τη ρωσική εκκλησία στο Λονδίνο. Όπως σας είπα, η έλξη που ένιωσα ήταν άμεση και δεν προϋπήρχε διαλεκτική αναζήτηση, δεν είχα διαβάσει βιβλία, δεν είχα συναντήσει ορθόδοξους για να μιλήσω μαζί τους. Η επαφή μου και η σύνδεση μου έγινε μέσω της λειτουργίας (worship), που είναι και ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσει κάνεις την ορθόδοξη εκκλησία.
Ποιο ήταν το θρήσκευμά σας αρχικά;
Αρχικά ήμουν Αγγλικανός και πρέπει να σας πω ότι κατά την επαφή μου με την ορθοδοξία δεν ένιωθα ότι άλλαζα θρήσκευμα, Τα δύο δόγματα θα έλεγα ότι είναι αρκετά κοντά το ένα με το άλλο, καθώς και η Αγγλικανική εκκλησία τιμά τους πατέρες και τις οικουμενικές συνόδους. Έτσι με την ορθοδοξία ένιωσα ότι βρήκα πιο στέρεη βάση για την πίστη μου, δεν ήταν κάτι που επέλεξα αλλά κάτι στο οποίο εισήλθα, στο οποίο εισχώρησα .
Όμως η επαφή σας έγινε μέσω της ρώσικης ορθόδοξης εκκλησίας.
Η ρωσική διασπορά ανακάλυψε και πάλι το βάθος της ορθοδοξίας. Καμιά φορά για να ανακαλύψεις κάτι, για να καταλάβεις ποιος είσαι, πρέπει να πάρεις μια απόσταση. Όσον αφορά εμένα, όσο πιο βαθιά έμπαινα τόσο κατανοούσα αυτά που πάντα πίστευα. Ο τρόπος που αυτά εκφράζονταν μέσω της ορθόδοξης εκκλησίας ήταν μοναδικός και ξεκάθαρος.
Άλλωστε, όπως σας είπα, ένιωθα κοντά στην Ορθοδοξία, δεδομένου ότι η Αγγλικανική μεταρρύθμιση τον 15ο αιώνα απείχε από τον ρωμαιοκαθολικισμό και από τους προτεστάντες, αν και είχε κάποια επιρροή από αυτούς. Ωστόσο κοίταζαν προς την ορθοδοξία. Αλλά στο ιστορικό πλαίσιο του 16ου αιώνα δεν ήταν εφικτή μια ζωντανή επαφή με την ορθόδοξη εκκλησία, καθώς η Ρωσία ήταν απομονωμένη και οι Έλληνες βρίσκονταν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό.
Είναι αλήθεια ότι στο παρελθόν το ενδιαφέρον της Δύσης όσον αφορά στην Ελλάδα επικεντρωνόταν στην αρχαιότητα και όχι στο Βυζάντιο. Το θεωρούσαν οπισθοδρομικό, ως μεσαίωνα, παρουσίαζαν μια εικόνα παρακμής, σαν αυτή που περιέγραφε ο Έντουαρντ Γκίμπον και ήταν γενικά αποδεκτή από τους μορφωμένους της εποχής. Αυτή η ιδέα διήρκεσε για αιώνες και εγώ όταν ήρθα στην Ελλάδα, όπως σας είπα, το 1954 ήξερα λίγα πράγματα για την ορθοδοξία, η μόρφωσή μου βασιζόταν στην κλασική Ελλάδα. Μια ημέρα καθώς προχωρούσα, ήμουν κοντά στη μονή Πετράκη, άκουσα τις καμπάνες να βαρούν και κανένας από τους τότε συμφοιτητές μου στο βρετανικό σχολείο, ορισμένοι εκ των οποίων ήταν για χρόνια στην Ελλάδα, δεν είχε μπει ποτέ του στην ελληνική εκκλησία, ούτε από περιέργεια και αυτό μου φάνηκε παράξενο. «Πώς γίνεται να σπουδάζουμε την αρχαιότητα και να μην μας ενδιαφέρει τι συνέβη μετά;», διερωτήθηκα. Ένιωσα ανικανοποίητος από το περιορισμένο στην κλασική Ελλάδα εύρος των γνώσεών μας.
Η πρώτη σας εντύπωση από την Ελλάδα του 1954;
Πρέπει να ομολογήσω ότι αρχικά απογοητεύθηκα γιατί προσπάθησα να δω τι την έκανε διαφορετική από την υπόλοιπη Ευρώπη και προκειμένου να βρω τις βυζαντινές της ρίζες κατάλαβα ότι είναι καλύτερα να μην ξεκινήσω από την Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη στον αντίποδα μπορεί να είχε μοντέρνα κτίρια αλλά εν πολλοίς κράτησε την ατμόσφαιρα της βυζαντινής πόλης, το κάστρο της. Αλλά και ο τρόπος που επεκτείνεται η πόλη, ενώ στη Αθήνα χάνεσαι.
Υπάρχει το επιχείρημα ότι η Αθήνα είναι άσχημη ακριβώς εξαιτίας του Βυζαντίου. Επειδή το Βυζάντιο έμεινε πίσω και δεν μπόρεσε να διαμορφώσει κράτος, την ώρα που στην Ευρώπη συντελούνταν συνταρακτικές αλλαγές που διαμόρφωσαν όχι μόνο κράτος αλλά κατ΄έπέκταση και δημόσιο χώρο, κάτι που τελικά δε συνέβη στο Βυζάντιο με αποτέλεσμα αυτό να μας ακολουθεί ακόμη και σήμερα. Βέβαια, υπάρχει και ένας άλλος αντίλογος ότι με τη γέννηση του νέου ελληνικού κράτους η πόλη διαμορφώθηκε κυρίως από τους άρχοντες οι οποίοι εστάλησαν από τη Δύση και οι οποίοι δεν έλαβαν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητες των Ελλήνων, τη σύνδεση με την κοινότητα που είχαν. Επίσης, ο Όθωνας γκρέμισε ουκ ολίγες εκκλησίες στην Ελλάδα και μόνο με παρέμβαση του πατέρα του σώθηκε η εκκλησία της Παναγίας στην Καπνικαρέα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι πιστεύω ότι τόσο η πολεοδομία όσο και η αισθητική της πόλης συνδέεται άμεσα με την ταυτότητα μας.
Πράγματι, αυτό που έκανε ο Όθωνας ήταν καταστροφικό, τραγικό. Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως η Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα πρέπει να ήταν μια ελκυστική πόλη με τα νεοκλασικά της σπίτια, κάποια από τα οποία παραμένουν. Πιστεύω πως ορισμένα από τα ωραιότερα κτίρια που υπάρχουν στην πόλη είναι από αυτή την περίοδο. Όμως, κατά τη γνώμη μου, η καταστροφή συνέβη στον 20ο αιώνα. Και αυτό συμβαίνει, και να με συγχωρέσετε για την κριτική μου, όταν δεν έχεις όραμα για να διαμορφώσεις τον κατάλληλο αστικό σχεδιασμό και καταλήγεις να διευρύνεις την πόλη άναρχα. Θυμάμαι όταν ανέβηκα στην Ακρόπολη για πρώτη φορά το 1954 ότι το πράσινο ήταν περισσότερο και πιο προσβάσιμο κάτι που δεν ισχύει σήμερα.
Όσον αφορά στο θέμα της ταυτότητας, που σαφώς περικλείει τα πάντα, διαπιστώνω ότι στη σύγχρονη Ελλάδα υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ εκείνων που δίνουν έμφαση στην κλασική Ελλάδα και εκείνων που δίνουν έμφαση στο Βυζάντιο. Κατά τη γνώμη μου το Βυζάντιο δεν τελείωσε το 1453, αλλά συνέχισε να υπάρχει μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Η δυτική επιρροή ήταν βαριά και στα τέλη του 18ου αιώνα υπήρξε η σύγκρουση μεταξύ αυτών που επέμεναν στην κλασική Ελλάδα, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, και σε εκείνους που έδιναν έμφαση στη συνέχεια με το Βυζάντιο, όπως οι κολλυβάδες ή ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Όμως, οι άνθρωποι εξακολουθούν να κοιτούν πίσω στο χριστιανικό βυζαντινό παρελθόν τους.
Εγώ αντιλαμβάνομαι τη σύγχρονη Ελλάδα ως έναν συνδυασμό κλασικής Ελλάδας με τη ρωμιοσύνη. Θυμάμαι ένα άρθρο του Πάτρικ Λη Φέρμορ, ο οποίος περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο τη σύνδεση αυτών, τη συνέχεια δηλαδή αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης Ελλάδας. Ο Έλληνας έλεγε θαυμάζει την Ακρόπολη, ο Ρωμιός την Αγία Σοφία, ο ένας τους αρχαίους φιλοσόφους, ο άλλος τους Καπαδόκες πατέρες και τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο για παράδειγμα και στη συνέχεια εκθέτει τα κοινά σημεία των δύο και καταλήγει στη χαρά που ένιωθαν να μοιράζονται τα νέα, να διαβάζουν την εφημερίδα και να σχολιάζουν. Ωστόσο αυτή η σύγκρουση εξακολουθεί να διαπερνά την ψυχή του Έλληνα.
Έχετε δίκιο και κάθε τόσο, ανάλογα την κομματική προέλευση του κάθε υπουργού Παιδείας επανέρχεται αυτό το ζήτημα της συνέχειας και προσπαθούν να διαμορφώσουν ανάλογα την κομματική ιδεολογία την απάντηση στο ερώτημα που αφορά στο αίσθημα του ανήκειν. Ενίοτε, είναι σα να νιώθουν μια ντροπή να μιλήσουν για το παρελθόν και ορίζουν τον Νεοέλληνα από την ίδρυση του μοντέρνου κράτους μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό. Εσείς προέρχεστε από μια αστική οικογένεια, με υψηλή παιδεία και λαμπρές σπουδές, γνωρίζετε τα ελληνικά, διδάξατε στην Οξφόρδη γίνατε ο πρώτος μετά το σχίσμα των δύο εκκλησιών (1054 μ.Χ) Βρετανός ορθόδοξος επίσκοπος. Πώς τα αντιλαμβάνεστε εσείς όλα αυτά;
Οι κλασικές σπουδές μου είχαν και έχουν μεγάλη αξία και κάθε φορά που μιλάω ελληνικά η επιρροή των συγκεκριμένων σπουδών είναι μεγάλη και εμφανής, λατρεύω τον Πλάτωνα και τον μελετώ. Όμως η Ελλάδα που πραγματικά αγαπώ είναι η χριστιανική Ελλάδα. Ωστόσο ξεκαθαρίζω ότι αυτό δεν αναιρεί, δεν διαγράφει την παλιά παράδοση, αντίθετα τη συμπληρώνει.
Θυμάμαι και πάλι, όταν ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά, οι Έλληνες ήταν φτωχοί. Προσπαθούσαν να συνέλθουν από τον πόλεμο και οι μνήμες εκείνης της περιόδου ήταν πολύ έντονες. Ένα από αυτά που με εντυπωσίασε τότε ήταν ότι η εκκλησία εξακολουθούσε να βρίσκεται στο επίκεντρο της καθημερινής ζωής αυτών των ανθρώπων. Μάλιστα, πρέπει να το σημειώσω αυτό, πως η εκκλησία πέρασε από την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο χωρίς να σπιλώσει τη φήμη της. Να σας θυμίσω μόνο τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό στην Αθήνα, που κράτησε το ηθικό των Ελλήνων ψηλά κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια και η Ελλάδα γνώρισε ευημερία, φοβάμαι όμως πως η εκκλησία δεν καταλαμβάνει τον ίδιο χώρο στη ζωή των ανθρώπων.
Επίσης οι αξίες των ανθρώπων εδώ δεν έρχονται πλέον ούτε από την κλασική Ελλάδα, αλλά ούτε και από το Βυζάντιο, έρχονται από τη σύγχρονη Δύση, και πρόκειται για μια τελείως διαφορετική ιστορία. Γι΄αυτό και θαυμάζω ανθρώπους σαν τον Φώτη Κόντογλου, γιατί επέμειναν στη χριστιανική ταυτότητα της Ελλάδας. Και να σας πως και κάτι άλλο; Εδώ και χρόνια έχω επαφές με την Πάτμο και το μοναστήρι αρχικά ως διάκος, όταν ήμουν νεαρός και μελετούσα τα χειρόγραφα της μονής και μετέπειτα ως μέλος της αδελφότητας. Όταν λοιπόν πήγα εκεί, το νησί ήταν πολύ φτωχό, ο τουρισμός δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί, οι άνθρωποι ήταν επίσης φτωχοί αλλά είχαν υψηλό το αίσθημα της αξιοπρέπειας. Για τα δεδομένα της εποχής και τα στάνταρντ που είχαν στα μάτια τους, πρέπει να φάνταζα πολύ πλούσιος και όμως ποτέ δεν μου ζήτησαν τίποτα. Είχαν αξιοπρέπεια και ακεραιότητα και όταν πήγαινες στο φτωχικό τους σπίτι, μπορεί να μην είχαν πολυτέλειες αλλά ήταν πεντακάθαρα και προσπαθούσαν να σου προσφέρουν με την καρδιά τους ό,τι είχαν. Από τότε άλλαξαν πολλά, υπήρξε ευημερία και αυτό δεν είναι καθόλου κακό, όμως στην πορεία κάτι χάθηκε. Και γι’ αυτό λέω πως η ελληνική ταυτότητα δεν είναι απαραίτητα κάτι που κληρονομείται, αντίθετα είναι μια πρόκληση. Είναι μια πάλη, προκειμένου να διατηρήσεις την ταυτότητα που προέρχεται από την κλασική Ελλάδα, το χριστιανικό Βυζάντιο και τη σύγχρονη Ελλάδα. Φοβάμαι, μιας και αναφέρθηκα σε αυτό, πως ο τουρισμός, αν και ξέρω πως είναι σημαντικός για την οικονομία του τόπου, δεν βγάζει τον καλύτερο εαυτό των Ελλήνων. Και επιμένω ότι είναι αναγκαίο να αντλήσουμε διδάγματα, να μάθουμε την αρχαιότητα, τον Πλάτωνα, τον οποίο λατρεύω, και παράλληλα να μην ξεχάσουμε τις βυζαντινές μας ρίζες.
Όσον αφορά στην εκκλησία και αυτή βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση συγκριτικά με αυτή που ήταν πριν από κάποιες δεκαετίες. Όμως, ίσως να πλούτισε και αυτή πολύ και πρέπει να θυμηθεί και να επανέλθει στηναπλότητα.
Η ζωή έχει γίνει πολύπλοκη και νέα ζητήματα προκύπτουν. Εχει η ορθόδοξη εκκλησία τη σωστή φωνή και λόγο για να τα αντιμετωπίσει; Πώς μπορεί ο νέος να ταυτισθεί με μια παράδοση που του φαίνεται ηθικιστική και άκαμπτη;
Δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις, δεν τις έχουμε και αυτές που υπάρχουν δεν είναι βέβαιο ότι αρχικά θα ικανοποιήσουν τους νέους ανθρώπους. Στη δεκαετία του 50, να κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή, δημιουργήθηκαν οι πανίσχυρες μετέπειτα και για αρκετά χρόνια χριστιανικές οργανώσεις «ΖΩΗ» και του «ΣΩΤΗΡ» και μπορεί να είχαν καλές προθέσεις και να έκαναν σοβαρή δουλειά τότε, αλλά το στιλ τους ήταν καθαρά πιετιστικό. Δεν άντλησαν παραδείγματα από το Βυζάντιο και δεν εξερεύνησαν τους Ρώσους της διασποράς, που ανακάλυψαν εκ νέου τους πατέρες. Ακόμη και η εικονογραφία τους δεν ήταν βυζαντινή, είχαν την εικόνα του δυτικού τύπου με τον Χριστό που προσεύχεται με τα χέρια ενωμένα. Δεν είμαι πολέμιος αυτών των οργανώσεων, όπως για παράδειγμα είναι ο φίλος μου ο Χρήστος Γιανναράς, αλλά ποτέ δεν ήμουν και δεν ένιωσα ιδιαίτερα κοντά τους, εκτός από ορισμένους φίλους, που ήταν ενταγμένοι στους κόλπους τους και αργότερα εγκατέλειψαν. Όπως και να έχει ο πιετισμός και ο ηθικισμός δεν είναι χριστιανισμός, δεν έχει απηχήσει στη νεολαία, η ορθοδοξία δεν είναι ηθικιστική. Το σημαντικότερο όμως για την εκκλησία είναι να μάθει να ακούει από το να δίνει απαντήσεις. Κάποιος κάποτε μου είπε: «Το πρόβλημα με εσάς τους χριστιανούς είναι ότι προσπαθείτε να δώσετε όλες τις σωστές απαντήσεις, πριν ακόμη ακούσετε ποιες είναι οι ερωτήσεις».
Βέβαια, από τις δεκαετίες του 50 και του 60 έχει περάσει πολύς καιρός και πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν σοβαρά βιβλία και ο κόσμος διαβάζει Λόσκυ, Φλώροφσκι, Σμέμαν, Ευδοκίμωφ και πολλούς άλλους. Έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος, κάποτε όταν ερχόμουν στην Ελλάδα δεν υπήρχε τίποτα να διαβάσεις. Σήμερα στα βιβλιοπωλεία υπάρχουν πολλές και σοβαρές εκδόσεις.
Τί απήχηση έχει η ορθοδοξία στο εξωτερικό;
Μελετούν την ορθοδοξία, αλλά είναι διστακτικοί. Βλέπουν την παράδοση σε σχέση με την χριστιανοσύνη, αλλά νιώθουν ορισμένες φορές ότι πρόκειται για μια κλειστή λέσχη ή ότι η εκκλησία είναι συντηρητική.
Υπάρχουν μεταστροφές στη πίστη;
Πάντα υπάρχουν, υπάρχουν και ορθόδοξοι που μεταστρέφονται και γίνονται Αγγλικανοί. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα, αλλά υπάρχουν και Αγγλικανοί που γίνονται ορθόδοξοι. Η διαφορά τους είναι ότι οι πρώτοι δεν γράφουν βιβλία, ενώ οι δεύτεροι το κάνουν, έχουν μεγαλύτερη ευφράδεια (γέλια).
Επίσης υπάρχει μια ακόμη διαφορά, η ορθόδοξη εκκλησία δεν προσηλυτίζει. Όταν έρχεται ένας δυτικός με το αίτημα να γίνει ορθόδοξος είναι πολύ προσεκτική, θέλει να νιώσει ο άλλος σίγουρος γι’αυτό που πάει να αποφασίσει, υπάρχει μια κατήχηση για να καταλάβει ο άλλος περί τίνος πρόκειται. Αντίθετα, για παράδειγμα, στην Αγγλικανική εκκλησία, εάν πάει ένας ορθόδοξος, θα τον περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες, θα του πουν: «έλα, καλώς ήρθες». Καμία κατήχηση, απλά θα τον απορροφήσουν.
Υπάρχει μια τάση επιστροφής στο πνευματικό, δεδομένου ότι το άγχος της μοντέρνας ζωής καταντάει αφόρητο. Υπάρχει τρόπος διεξόδου από τις πιέσεις μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας;
Δεν ξέρω εάν μπορούμε να ξεφύγουμε από τη δυτικοποίηση, αλλά πρέπει να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας πως μπορούμε να μην ζήσουμε με αυτόν τον τρόπο και εάν πρέπει να ζήσουμε με αυτή την παγκόσμια κουλτούρα τότε πρέπει να δούμε πως θα πάρουμε ότι είναι καλό και παράλληλα να διαφυλάξουμε την ταυτότητά μας. Από τη θέση που μιλώ, αναφέρομαι στην ορθόδοξη ταυτότητά μας γιατί είναι μια είναι μια διαδικασία, ένα έργο, που δεν τελειώνει ποτέ.
Τί εννοείτε όταν λέτε ορθόδοξη ταυτότητα;
Αυτό που έχει σημασία στην θρησκευτική και εκκλησιαστική ζωή είναι η λειτουργία και η κοινωνία. Κατ΄επέκταση, να ζήσουμε το νόημα της ευχαριστηριακής λειτουργίας, του ευχαριστηριακού αισθήματος όχι μόνο μέσα στην κοινότητα της εκκλησίας, αλλά και στην καθημερινή μας ζωή, να μεταφέρουμε αυτό το αίσθημα στην κοινωνία που ζούμε.
Ο Κάλλιστος Γουέαρ (Timothy
Richard Ware, 11 Σεπτεμβρίου 1934-) είναι Ορθόδοξος Επίσκοπος Διοκλείας -
Μεγάλης Βρετανίας. Γεννήθηκε στο Μπαθ, Σόμερσετ, της Αγγλίας. Σε ηλικία
24 ετών, βαπτίσθηκε Ορθόδοξος Χριστιανός και έγινε δεκτός στην
Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μ. Βρετανίας. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες
σπουδές του στο Westminster School του Λονδίνου, σπουδάζει φιλολογία και
θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου λαμβάνει πτυχίο και
μεταπτυχιακό με τη διάκριση First Class Honours και τελικά το 1965 το
διδακτορικό με θέμα τα Ασκητικά έργα του Μάρκου του Ερημίτη. Το 1959 -
1960 διδάσκει ως Jane Eliza Procter Visiting Fellow στο Πανεπιστήμιο
Πρίνστον και το 1966 εκλέγεται και διορίζεται Spalding Lecturer in
Eastern Orthodox Studies στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μέχρι το 2001,
διδάσκοντας κλασική και βυζαντινή φιλοσοφία και Ορθόδοξη θεολογία. Το
1970 εκλέγεται Fellow του Pembroke College της Οξφόρδης, και το 1971
ονομάζεται Senior Denyer and Johnson Scholar του Πανεπιστημίου της
Οξφόρδης. Ως επισκέπτης καθηγητής έχει διδάξει στο Γρηγοριανό
Πανεπιστήμιο της Ρώμης το 2006.
Πηγή: http://www.huffingtonpost.gr
Πηγή: http://www.huffingtonpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου