Δέν θά μποροῦσα ἀρχίζοντας τή σημερινή ἑσπερινή ὁμιλία μου, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά μήν ἀναφέρω, θυμίζοντας σέ ὅλους σας, ὅτι δέν θά ὑπάρξει ποτέ τίποτα πού νά προκαλεῖ περισσότερο δέος, τίποτα πιό σημαντικό ἀπό αὐτή τή συνάντηση πού τολμᾶμε νά ἔχουμε μέ τόν Θεό, αὐτό τό εἶδος τῆς μυστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Δημιουργό μας, πού μᾶς τό προσφέρει ἡ προσευχή. Πρόκειται γιά μιά βασική πτυχή τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Γιατί: «Ἡ προσευχή εἶναι ἐκ φύσεως ἡ κοινωνία καί ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, ἡ μητέρα καί ἡ κόρη τῶν δακρύων, ἡ γέφυρα γιά νά προσπερνοῦν ἔτσι οἱ πειρασμοί, τό προστατευτικό τεῖχος ἀπό τίς θλίψεις, ἡ συντριβή τῆς διαμάχης, ἡ ἐνεργητικότητα, ἡ χωρίς σύνορα πηγή τῶν ἀρετῶν καί τῶν πνευματικῶν δώρων, ἡ ἀόρατη πρόοδος, ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ὁ φωτισμός τοῦ πνεύματος, ἡ ἐκκοπή τῆς ἀπελπισίας, ἡ ἀπόδειξη ἐλπίδας, ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τή λύπη, ὁ πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου» (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).
Εἶναι οὐσιώδης προϋπόθεση τό νά ἔχουμε ἀποδεχθεῖ ὅτι σ’ αὐτή τή συνάντηση θά πρέπει νά θανατωθεῖ μέσα μας ὁ παλαιός Ἀδάμ. Ὅμως, ἐμεῖς εἴμαστε πολύ προσκολλημένοι στόν «παλαιό ἄνθρωπο» καί μᾶς εἶναι πάρα πολύ δύσκολο, ὄχι μόνο στήν ἀρχή ἀλλά καί μετά ἀπό πολλά χρόνια, νά νοιώσουμε ὅτι εἴμαστε τελειωτικά δοσμένοι, ὄχι στόν παλαιό Ἀδάμ, ἀλλά στόν νέο, τόν Χριστό.
Στήν ἀρχή πρέπει νά πιέζουμε τόν ἑαυτό μας νά προσεύχεται. Σύντομα ἡ προσευχή ἀρχίζει νά δίνει παρηγοριά καί αὐτή ἡ παρηγοριά μᾶς ἐξαναγκάζει καί μᾶς ἐνθαρρύνει στό νά βιάζουμε τόν ἑαυτό μας. Ἀλλά πρέπει νά βιάζουμε τόν ἑαυτό μας νά προσεύχεται ἰσόβια καί ἐλάχιστοι εἶναι πραγματικά οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς παρηγοριᾶς τῆς χάριτος δέν χρειάζεται ποτέ νά βιάσουν τόν ἑαυτό τους.
Ἡ προσευχή θά ἔλεγα ὅτι εἶναι μιά περιπέτεια, ἡ ὁποία δέν προκαλεῖ μόνο συγκινήσεις στήν ψυχή, ἀλλά τήν ἐπιφορτίζει μέ νέες εὐθύνες. Ὅσο ζοῦμε σέ πνευματική ἄγνοια, δέν ζητᾶ κανείς τίποτα ἀπό μᾶς. Ὅταν ὅμως ἀρχίζουμε προοδευτικά νά κατανοοῦμε τά πνευματικά πράγματα, εἴμαστε πλέον ὑπόλογοι γιά τό πῶς ἀξιοποιοῦμε αὐτή τή γνώση. Παρόλο ὅτι ἡ πνευματική γνώση εἶναι θεῖο δῶρο, ἐμεῖς εἴμαστε ὑπεύθυνοι ἀκόμα καί γιά τήν παραμικρή ἀλήθεια πού ἔχουμε κατανοήσει. Ἐφόσον αὐτή ἔγινε κτῆμα μας, δέν μποροῦμε νά τήν ἀφήσουμε ἀργή, ἀλλά πρέπει νά τήν ἐντάξουμε στήν καθημερινή ζωή μας. Αὐτό τό νόημα ἔχει καί ἐκεῖνο πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι θά δώσουμε λόγο γιά κάθε εὐαγγελική ἀλήθεια πού ἔχουμε γνωρίσει. Πρέπει νά ζήσουμε τήν περιπέτεια αὐτή τῆς προσευχῆς μέ αἰσθήματα λατρευτικοῦ δέους, μέ ἀπόλυτο σεβασμό. Καί πρέπει νά ἐκφράσουμε καί ἐξωτερικά τά βιώματα αὐτά, ὅσο μποροῦμε πιό τέλεια καί πιό ὁλοκληρωμένα.
Πολύ συχνά στή ζωή μας, ἡ προσευχή δέν παίρνει τήν πρώτη θέση, γιατί τά πονηρά πνεύματα ξέροντας τή δύναμη τῆς προσευχῆς καί τοῦ εὐεργετικοῦ της ἀποτελέσματος προσπαθοῦν μέ ὅλα τά δυνατά μέσα στό νά μᾶς ἀποτρέψουν ἀπό αὐτήν, παρακινῶντας μας νά χρησιμοποιήσουμε τό χρόνο τόν ὁρισμένο γιά προσευχή γιά ἄλλες ἀσχολίες ἤ διαφορετικά προσπαθοῦν νά τήν ἐξουδετερώσουν καί νά τή βεβηλώσουν μέ ἐγκόσμιους περισπασμούς καί ἁμαρτωλή ἀφηρημάδα καί μέ τό νά παρουσιάζουν τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἕνα ἀναρίθμητο σμῆνος γήινων σκέψεων, ἁμαρτωλῶν ὀνειροπολήσεων καί φαντασιώσεων. Ὅμως, τό καθετί ἄλλο πρέπει νά χάνει μπροστά της τή σημασία του καί νά ὑποχωρεῖ δίνοντας τόπο μόνο σ’ αὐτή.
Ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι γιά μᾶς μιά ἀκόμα δουλειά δίπλα σέ τόσες ἄλλες ὑποχρεώσεις. Θέλουμε νά αἰσθανόμαστε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὄχι τόσο γιατί χωρίς Αὐτόν δέν ὑπάρχει ζωή ἤ γιατί εἶναι ἡ ὕψιστη Ἀξία, ἀλλά γιατί θά ἦταν πολύ ὄμορφο, μαζί μέ ὅλες τίς ἄλλες εὐεργεσίες πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, νά μᾶς χαρίζει καί τήν παρουσία Του. Ἡ προσευχή παραμένει πάντα ὁ πιό ὡραῖος δρόμος στήν πορεία τῆς ἐκπληρώσεως τῆς κλήσεώς μας. Καί αὐτή εἶναι τό νά γίνουμε ἄνθρωποι, μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως, πράγμα πού σημαίνει, νά θεωθοῦμε. Καί τελικά, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, νά γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β’ Πέτρ. 1,4).
Ἡ προσευχή, ἑπομένως, πρός τόν Θεό εἶναι γιά μᾶς πολλαπλῶς ὠφέλιμη ὅταν εἶναι ἀληθής καί γνήσια, ὅταν πηγάζει ἀπό εὐσεβῆ διάθεση καί ἀφοσίωση καί γίνεται μέ πλήρη πεποίθηση ὅτι στήν οὐσία της εἶναι συνομιλία μέ τόν Θεό, εἶναι ἕνας διάλογος μαζί Του, ὁ ὁποῖος μᾶς διατηρεῖ σέ διαρκῆ κοινωνία μέ Αὐτόν. Ἀνοίγει τίς πύλες τῶν καρδιῶν μας καί ἀφήνει ἐλεύθερη τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά εἰσέλθει εἰς αὐτές γιά νά φωτίσει, ἐξαγιάσει καί ἐξευγενίσει ὅλον τόν βίο μας. Ἔτσι, ἡ προσευχή καθαρίζει καί εὐτρεπίζει τίς καρδίες μας καί ἀναθερμαίνει τήν ἀγάπη μας πρός τόν οὐράνιο Πατέρα μας, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἀκούει τήν προσευχή μας, ἀλλά καί εὐχαριστεῖται νά ἀπευθυνόμαστε πρός Αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι πρόθυμος, ὡς Πατήρ φιλόστοργος, νά μᾶς παράσχει πάντα τα πρός σωτηρία μας ἀπαραίτητα αἰτήματα.
Ἡ προσευχή πού γίνεται μέ προθυμία εἶναι φῶς τῆς διανοίας, φῶς
ἄσβεστο καί ἀδιάκοπο. Γι” αὐτό ὁ πονηρός βάζει στή διάνοιά μας
ἀναρίθμητους συρφετούς λογισμῶν, καί ἐκεῖνα πού ποτέ δέν λογισθήκαμε τά
μαζεύει τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί τά ρίχνει στήν ψυχή μας. Ἀκόμη, ἡ
προσευχή εἶναι μεγάλο ὅπλο, μεγάλη ἀσφάλεια. Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος σημειώνει: «νά θυμᾶσαι τόν Θεό περισσότερο ἀπό τό νά
ἀναπνέεις». Καί πάλι: «Νά σκέφτεσαι τόν Θεό συνέχεια παρά νά ἀναπνέεις».
«Ἐάν δέν χτυπήσεις μέσω τῆς προσευχῆς τήν πόρτα τοῦ Θεοῦ μέ θερμή
διάθεση καί δέν παραμείνεις ἐκεῖ ἀγρυπνῶντας συνεχῶς, δέν θά ἀκούσει ὁ
Θεός τήν προσευχή σου», διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος.
Φυσικά καί δέν εὐαρεστεῖται ὁ Θεός ὅταν ξαπλώνουμε νωχελικά σέ μιά
πολυθρόνα καί λέμε: «Τώρα βρίσκομαι ἐνώπιόν του Θεοῦ, αἰσθάνομαι τήν
παρουσία Του καί Τόν λατρεύω». Πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι, ἄν ὁ Χριστός
στεκόταν αὐτή τή στιγμή μπροστά μας, θά συμπεριφερόμασταν διαφορετικά.
Καί πρέπει νά μάθουμε νά συμπεριφερόμαστε ἐνώπιον τοῦ ἀοράτου Κυρίου σάν
νά ἦταν ὁρατός καί νά Τόν βλέπαμε. Ἄν ὁ Χριστός βρισκόταν μπροστά μας
καί τό βλέμμα Του μᾶς διαπερνοῦσε ψυχικά καί σωματικά, θά νιώθαμε
σεβασμό, θεῖο δέος, λατρεία ἤ πιθανόν καί κάποιο φόβο. Ὁπωσδήποτε ἡ
συμπεριφορά μας δέν θά ἦταν τόσο ἀνέμελη, ὅπως εἶναι τώρα. Ἑπομένως,
χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια ἡ ὁποία ἀρχικά συνεπάγεται μιά ὁρισμένη
στάση τοῦ νοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βέβαια στή συνέχεια ἀντανακλᾶται
καί στό σῶμα. Πρέπει νά γίνεται μέ προσοχή καί ἀνάταση πνευματική. Ἡ
προσευχή χρειάζεται τήν ἀδιαχώριστη παρουσία καί συνεργασία τῆς
προσοχῆς. Μέ τήν προσοχή ἡ προσευχή γίνεται ἡ ἀναφαίρετη περιουσία τοῦ
προσευχομένου προσώπου. Μέ τήν προσοχή φέρνει ἄφθονους καρπούς, πού
περιλαμβάνουν φωτισμό τοῦ πνεύματος, συντριβή τῆς καρδιᾶς, ἐγρήγορση τῆς
ψυχῆς μέ τή ζωή τοῦ Πνεύματος.
Ἡ ἀναπόσπαστη προσοχή, πού διατηρεῖ τήν προσευχή ἐντελῶς ἐλεύθερη ἀπό περισπασμούς καί ἀπό ἄσχετες σκέψεις καί εἰκόνες εἶναι ἕνα δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δείχνουμε μιά εἰλικρινῆ ἐπιθυμία νά δεχτοῦμε τό δῶρο αὐτῆς τῆς χάριτος -τό ψυχοσωτήριο δῶρο τῆς προσοχῆς- μέ τό νά βιάζουμε τόν ἑαυτό μας νά προσεύχεται πάντα μέ προσοχή. Ἡ τεχνητή προσοχή -ὅπως θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε τή δική μας ἀβοήθητη προσοχή χωρίς τή βοήθεια τῆς χάριτος – περιλαμβάνει τό κλείσιμο τῆς ψυχῆς στά λόγια τῆς προσευχῆς, σύμφωνα μέ τή συμβουλή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Ἄν τό πνεῦμα, λόγω τῆς ἀπειρίας του στήν προσευχή, ξεφύγει ἀπό τό κλείσιμό της στά λόγια, θά πρέπει νά ξαναοδηγηθεῖ πίσω σ’ αὐτό. Ὁ νοῦς στή μεταπτωτική κατάστασή του εἶναι φυσικά ἀσταθής καί ἔχει τάση νά περιπλανιέται παντοῦ. Ἀλλά ὁ Θεός μπορεῖ νά τοῦ δώσει σταθερότητα καί θά τό κάνει αὐτό, ὅταν ὁ ἴδιος ἀποφασίσει σέ ἀντάλλαγμα γιά τήν ἐπιμονή καί τήν ὑπομονή μας στήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς. Κάθε προσευχή, ἄν εἶναι ἐντελῶς ἐξωτερική καί στερεῖται ἐσωτερικῆς ἀνατάσεως πρός τόν Θεό, δέν εἶναι ἄξια τοῦ ὀνόματός της νά λέγεται προσευχή. Γιατί κάθε προσευχή, ὅταν ὁ νοῦς διαχέεται σέ θέματα ἄσχετα μέ αὐτή, ἀπομακρύνει τόν προσευχόμενο ἀπό τόν Θεό μέ τόν ὁποῖο διαλέγεται κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί ἔτσι παύει ἀμέσως νά εἶναι προσευχή.
Ἀλλά καί ἡ προσευχή ἡ ὁποία γίνεται διά τῶν χειλέων, χωρίς τή συμμετοχή τῆς καρδίας εἰς αὐτή, δέν εἶναι κι αὐτή ἀληθινή προσευχή. Ἰδιαίτερα βοηθητικό στό νά διατηρεῖται ἡ προσοχή στή διάρκεια τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἐξαιρετικά ἀργή προφορά τῶν λέξεων τῆς προσευχῆς. Ἄς προφέρονται τά λόγια χωρίς βία, ἔτσι ὥστε ὁ νοῦς νά μπορεῖ νά μείνει κλεισμένος στά λόγια τῆς προσευχῆς καί νά μήν ξεγλιστρήσει ἀπό τό νόημα καμιά λέξη. Ἄς λέγονται οἱ λέξεις μέ δυνατή φωνή ὅταν ἡ προσευχή γίνεται κατά μόνας. Αὐτό, ἐπίσης, βοηθᾶ στό νά διατηρεῖται ἡ προσοχή.
Εἶναι ἰδιαίτερα εὔκολο νά διατηρεῖται ἡ προσοχή στήν προσευχή, ὅταν γίνεται στό ἰδιαίτερο δωμάτιο κάποιου καί ὁ καθένας μας πρέπει νά ἐξαναγκάσει τόν ἑαυτό του σ” αὐτό τό πράγμα. Ὅταν κάποιος προσεύχεται χωρίς προσοχή καί προσήλωση στήν προσευχή, οὐσιαστικά δέν προσεύχεται, ἀλλά ἁπλά βαττολογεῖ, καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση ἰσχύουν τά λόγια πού εἶπε ὁ Θεός, ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο τοῦ Προφήτου Ἠσαΐα: «ὁ λαός οὗτος τῷ στόματι καί τοῖς χείλεσι μέ τιμᾶ, ἡ δέ καρδία αὐτοῦ πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Ἠσ. κθ’ 13). Γιά νά μήν ἀπέχει ἡ καρδία μας μακριά ἀπό τόν Θεό, πρέπει νά ὑπάρχει ἡ πεποίθηση εἰς τήν ἀγαθότητά Του καί ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα στίς ἐπαγγελίες Του. Ἀρετές, οἱ ὁποῖες συνδέονται στενότατα μέ τη γνήσια προσευχή, κατά τήν ὁποία ὀφείλουμε νά ζητᾶμε τά δίκαια αἰτήματά μας. Συνεπῶς, ὁ προσευχόμενος ὀφείλει νά αἰτεῖται «ἐν πίστει διακρινόμενος». Γιατί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προσεύχεται μέ δυσπιστία προσβάλλει τόν Θεό καί δέν πρέπει νά ἐλπίζει ὅτι θά εἰσακουσθεῖ. Ὅταν, λοιπόν, προσευχόμαστε ὅπως πρέπει «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ» (Ἰωάν. ιστ’ 23), δηλαδή ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στή λυτρωτική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε ζωντανή καί θερμή πίστη ὅτι ὁ Θεός θά μᾶς δώσει ὅ,τι χρειάζεται γιά τήν ὑπηρεσία μας καί γιά τή δική μας ὠφέλεια. Αὐτή ἡ ἁγία πίστη καί ἐλπίδα εἶναι τό σκεῦος, τό ὁποῖο ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ γεμίζει ἀπό τούς θησαυρούς τῶν χαρίτων του. Καί ὅσο αὐτό εἶναι μεγαλύτερο καί ἔχει μεγαλύτερη χωρητικότητα, τόσο πλουσιότερα ἡ προσευχή θά μεταστραφεῖ στήν καρδιά μας. Ἀλλά πρέπει νά πηγαίνουμε στήν προσευχή στολισμένοι μέ ἀνάλογα ἔργα γιά τά ζητήματά μας• καί μετά τήν προσευχή νά κοπιάζουμε περισσότερο γιά νά γίνουμε δεκτικοί τῆς χάριτος καί τῆς ἀρετῆς πού ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό. Γιατί διαφορετικά τό νά ζητᾶ κάποιος μία ἀρετή ἀπό τόν Θεό, ἔπειτα νά μή χρησιμοποιεῖ τρόπους καί ἔργα γιά νά γίνει δεκτικός τῆς χάριτος καί τῆς ἀρετῆς πού ζητάει ἀπό Αὐτόν (διότι ἡ ἐξάσκηση τῆς προσευχῆς πρέπει νά συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τόν ἀγῶνα νά νικᾶμε τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά ἀλληλοβοηθοῦνται τό ἕνα ἀκολουθῶντας τό ἄλλο), ἀλλά νά δείχνει ἀδιαφορία, αὐτό σημαίνει ὅτι ἐκπειράζει τόν Θεό καί ὅτι δέν τόν παρακαλεῖ. Γι” αὐτό καί ὁ θεῖος Ἰάκωβος εἶπε: «Πολύ ἰσχύει ἡ δέησις δικαίου ἐνεργουμένη», δηλαδή «Ἡ παράκλησις τοῦ δικαίου ἔχει μεγάλη δύναμη καί ἀποτελεσματικότητα» (Ἰάκ. 5,14).
Καί πῶς εἶναι δυνατόν ὁ ἀναλλοίωτος καί παντοδύναμος Θεός νά σταματήσει ἀπό τό νά μᾶς κάνει μετόχους τῶν χαρίτων του, τή στιγμή πού ὁ ἴδιος μᾶς πρόσταξε νά Τοῦ τίς ζητοῦμε καί ὑποσχέθηκε νά μᾶς δώσει τό πνεῦμα του, ἄν τοῦ τό ζητήσουμε μέ πίστη καί ὑπομονή; Διότι εἶπε: «πόσω μᾶλλον ὁ πατήρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ δώσει πνεῦμα ἀγαθόν τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;», δηλαδή «Πόσο περισσότερο ὁ ἐπουράνιος πατέρας θά δώση Πνεῦμα Ἅγιο σέ ἐκείνους πού τό ζητᾶνε;» (Λουκ. 11,13). Καί πάλι• «καί πάντα ὅσα ἐάν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε», δηλαδή «Ὅλα ὅσα θά ζητήσετε στήν προσευχή μέ πίστη, θά τά λάβετε» (Ματθ. 21,22).
Ἡ πεποίθησή μας, λοιπόν, πρός τόν Χριστό ἀποβαίνει πράγματι ἰσχυρά δύναμις μέσα μας, ὅταν διατελοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του διά τῆς θείας Χάριτος. Τότε μόνο, ἀναζωογονούμενοι διαρκῶς ὑπό τῆς θείας ἀγάπης, δυνάμεθα νά προσευχόμαστε ἄξια καί ἀληθινά, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἐγκαταλείπομε, ἐπίσης, πλήρως τόν ἐαυτόν μας, τήν ὕπαρξή μας, ὅλη τή ζωή μας εἰς τά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ὑποτάσσομε τό θέλημά μας εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αἰσθανόμαστε βαθειά καρδιακή ἔξαρση καί μεγάλη κατάνυξη πού δοκιμάζει κανείς, ὅταν νιώθει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ δίπλα του. Ἡ ὑποταγή τοῦ δικοῦ μας θελήματος στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ σημαίνει σεβασμό πρός τήν ὑπερφυῆ θεία μεγαλειότητα, ἡ ὁποία μᾶς ἐμπνέει τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας καί τῆς μικρότητάς μας ἀπέναντι στόν ἄπειρο Θεό, ἀλλά καί πνεῦμα ταπεινοφροσύνης καί μετάνοιας, τό ὁποῖο εἶναι καί τό γνήσιο κίνητρο γιά προσευχή. Διαφορετικά θά ἦταν ἀδύνατον στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο νά πλησιάσει τήν ἄπειρη Θεία ἁγιότητα καί νά διαλεχθεῖ μετά τοῦ Θεοῦ: «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει». Μόνο στίς συντετριμμένες καί τεταπεινωμένες καρδίες ἀγαπᾷ νά κατοικεῖ ὁ Θεός. Ὅποιος στήν προσευχή του ἀξιώνεται νά αἰσθανθεῖ κατάνυξη —καί ἡ κατάνυξη γεννιέται μόνο ἀπό τήν προσεκτική προσευχή— αὐτός ἐμπειρικά γνωρίζει ὅτι, ἀκριβῶς στίς πολύτιμες κατανυκτικές στιγμές, ἐμφανίζονται στόν νοῦ του ταπεινοί λογισμοί, πού φέρνουν στήν καρδιά τό αἴσθημα τῆς ταπεινώσεως. Κι αὐτό συμβαίνει προπαντός ὅταν ἡ κατάνυξη συνοδεύεται ἀπό δάκρυα. Ὅσο συχνότερα ἐπισκέπτεται ἡ κατάνυξη τόν ἐργάτη τῆς προσευχῆς, τόσο συχνότερα ἐπαναλαμβάνεται στόν νοῦ του καί τόσο βαθύτερα διαποτίζει τήν καρδιά του ἡ μυστική διδασκαλία γιά τήν ταπείνωση. Ἡ διαρκής κατάνυξη κρατάει τήν ψυχή σέ διαρκῆ ταπείνωση, σέ διαρκῆ προσευχητική διάθεση, σέ διαρκῆ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι πατέρες παρατηροῦν ὅτι, σέ ἀντίθεση μέ τήν ὑπερηφάνεια πού σκορπίζει τούς λογισμούς τοῦ ἀνθρώπου σ” ὅλη τήν κτίση, ἡ ταπείνωση τούς συγκεντρώνει στήν ψυχή. Ἀπό τήν ἄκαρπη καί ἐπιπόλαιη θεώρηση ὅλου τοῦ κόσμου ἡ ταπείνωση μᾶς μεταφέρει στήν πολύκαρπη καί βαθιά θεώρηση τοῦ ἐαυτοῦ μας, στή νοερή ἡσυχία, στήν κατάσταση πού ἀπαιτεῖται γιά τήν ἀληθινή προσευχή καί πού ἀποκτᾶται μέ τήν προσεκτική προσευχή.
Πρέπει, λοιπόν, νά πλησιάσουμε στήν προσευχή μέ σταθερή ἀπόφαση ὅτι ἐπιθυμοῦμε μόνο τό θεῖο του θέλημα καί ὄχι τό δικό μας, τόσο στό νά ζητᾶμε ὅσο καί στό νά λαμβάνουμε ἐκεῖνο πού ζητᾶμε• δηλαδή, νά προσευχόμαστε γιατί τό θέλει ὁ Θεός• καί νά ἐπιθυμοῦμε νά μᾶς ὑπακούσει, διότι καί ἐκεῖνος ἔτσι θέλει. Καί μέ συντομία ἡ ἀπόφασή μας νά εἶναι νά ἑνώνομε τή θέλησή μας μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι νά θέλουμε ὁ Θεός νά ὑποχωρήσει στή δική μας τή θέληση. Καί αὐτό γιατί, ὄντας ἡ θέληση μας μολυσμένη ἀπό τή φιλαυτία, πολλές φορές σφάλλει καί δέν ξέρει τί ζητάει, ἐνῷ ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἑνωμένη πάντοτε μέ τήν ἀνέκφραστη ἀγαθότητα καί δέν μπορεῖ ποτέ νά σφάλλει. Ὁπότε αὐτή εἶναι κανόνας καί βασίλισσα ὅλων τῶν ἄλλων θελήσεων καί πρέπει νά τήν ἀκολουθοῦν ὅλες οἱ ἄλλες θελήσεις τῶν λογικῶν κτισμάτων καί νά ὑπακούουν σ’ αὐτήν.
Γι” αὐτό πρέπει νά ζητᾶμε πάντοτε ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στόν Θεό. Ἄν, ὅμως, ἔχουμε καί κάποια ἀμφιβολία γιά κάποιο πράγμα ἀπό αὐτά, ὅτι δέν ἀρέσει στόν Θεό, θά τό ζητήσουμε μέ τήν ἀπόφαση ὅτι τό θέλουμε, ἄν θέλει ὁ Θεός νά τό ἔχουμε. Καί ἐκεῖνα πού γνωρίζουμε ὅτι σίγουρα εἶναι ἀρεστά στόν Θεό (ὅπως εἶναι οἱ ἀρετές) θά τά ζητήσουμε περισσότερο, γιά νά ὑπηρετήσουμε καί νά εὐχαριστήσουμε μόνο Αὐτόν καί γιά κανένα ἄλλο σκοπό καί στόχο, καί ἄν ἀκόμη αὐτός εἶναι πνευματικός. Ὅλα αὐτά, βέβαια, πρέπει νά τά ζητᾶμε μέ ἐπιμονή καί ὑπομονή στήν προσευχή καί χωρίς ἀποθάρρυνση εἰς περίπτωση κατά τήν ὁποία οἱ προσευχές μας δέν εἰσακούονται ἀμέσως. Ἐάν τά αἰτήματά μας εἶναι δίκαια καί πρός τό συμφέρον μας, δικαιούμαστε νά ἐλπίζουμε ὅτι ἐξάπαντος θά ἐκπληρωθοῦν στόν κατάλληλο χρόνο. Γιατί ἡ ταπεινή ὑπομονή νικᾶ τόν ἀνίκητο Θεό καί ἑλκύει τό ἔλεός του. Ἡ συχνή καί ἀνυποχώρητη ὑπομονή τῆς χήρας τοῦ εὐαγγελίου ἔκανε τόν κριτή νά ὑποχωρήσει στά ζητήματά της, καί μάλιστα κριτή πού ἦταν ὅλο ἀδικία καί πονηρία, σύμφωνα μέ τήν εὐαγγελική διήγηση, τήν ὁποία εἶπε ὁ Κύριος ἐπίτηδες, γιά νά μήν ὑποχωροῦμε, ἀλλά νά ἐπιμένουμε στήν προσευχή• «ἔλεγε δέ καί παραβολήν αὐτοῖς πρός τό δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι αὐτούς καί μή ἐκκακεῖν», δηλαδή «τούς ἔλεγε καί παραβολή γιά νά προσεύχονται συνέχεια καί νά μήν ἀποκάμνουν» (Λουκ. 18,1)• ἄν, λοιπόν, ὁ κριτής τῆς ἀδικίας ὑποχώρησε στά ζητήματα τῆς χήρας, πῶς δέν θά ὑποκύψει στίς παρακλήσεις μας ὁ Θεός, πού εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῶν ἀγαθῶν; Ἔτσι, ἄν κάποτε κατά τήν προσευχή σου, ἀργήσει νά σοῦ ἀπαντήσει ὁ Θεός, καί μάλιστα ἄν σου δείξει σημάδια ὅτι δέν σέ εἰσακούει, ἐσύ νά συνεχίσεις νά προσεύχεσαι πάλι, ἔχοντας σταθερή καί ζωντανή τήν ἐλπίδα τῆς βοήθειάς του. Ἐπειδή στόν Θεό δέν λείπουν ποτέ, μᾶλλον ὑπάρχουν σέ περίσσεια, σέ ὑπερβολικό βαθμό, ὅλα ἐκεῖνα πού τόν ἀναγκάζουν νά εὐεργετεῖ τούς ἄλλους. Γι” αὐτό, ἐάν ἡ ἔλλειψη καί ἡ αἰτία δέν προέρχεται ἀπό τόν ἑαυτό σου, νά εἶσαι βέβαιος καί σίγουρος ὅτι θά λάβεις ἐκεῖνο πού θά ζητήσεις• ἐάν ὅμως καί δέν τό λάβεις, διότι δέν εἶναι πρός τό συμφέρον σου, νά γνωρίζεις ὅτι καί τότε πάλι ἔλαβες, ἴσως καί περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο πού ζητοῦσες καί ὅτι ἀπό τήν ἀποτυχία αὐτή, θά ἔχεις μεγαλύτερη ὠφέλεια. Καί ὅσο περισσότερο δέν εἰσακούεσαι, τόσο περισσότερο νά ταπεινώνεσαι μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ• καί ἀναλογιζόμενος τήν ἀναξιότητά σου καί στηριζόμενος πάντοτε πάνω στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, νά αὐξάνεις πάντοτε τό θάρρος σου καί τήν ἐλπίδα σου σ” Αὐτόν. Ἡ ἐλπίδα αὐτή ὅσο περισσότερο πολεμεῖται ἀπό τόν ἐχθρό, τόσο περισσότερο θά εἶναι ἀρεστή στόν Κύριο. Πάνω ἀπό ὅλα νά εὐχαριστεῖς πάντοτε τόν Θεό, ὁμολογῶντας καί ἀναγνωρίζοντάς Τόν ὡς ἀγαθό, σοφό καί ἀγαπητό εὐεργέτη σου, τόσο ὅταν δέν λαμβάνεις μερικά ἀπό ἐκεῖνα πού ζητᾶς, ὅσο καί ὅταν σοῦ δίνεται ὅλο ἐκεῖνο πού ζήτησες, παραμένοντας σέ κάθε σου αἴτημα σταθερός καί χαρούμενος κάτω ἀπό τήν ταπεινή ὑποταγή τῆς θείας του πρόνοιας καί ἀπαλλαγμένος ἀκόμη καί ἀπό τό ἐλάχιστο ἴχνος ἐπιδείξεως. Αὐτό ἰσχύει, κυρίως, γιά τήν ἀτομική προσευχή, ἡ ὁποία ὀφείλει νά γίνεται ὄχι δημοσίᾳ χάριν ἐπιδείξεως, ὅπως ἡ προσευχή τῶν ὑποκριτῶν Φαρισαίων, ἀλλά «ἐν τῷ κρυπτῷ» μεταξύ ἐσοῦ καί τοῦ Πατρός σου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
Ἐπίσης, ἀδελφοί μου, ἡ προσευχή μας πρέπει νά εἶναι ἀδιάλειπτος, σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσσαλ. ε’ 17). Βέβαια, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός πρέπει νά στέκεται διαρκῶς σέ στάση προσευχῆς καί νά ἀπαγγέλει συνέχεια προσευχές, ὅπως μερικοί ἀσκητές ἑρμήνευαν παλαιότερα τή ρήση αὐτή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Καί τοῦτο γιατί ἀσφαλῶς μπορεῖ κανείς νά προσεύχεται ἀδιαλείπτως ὅλες τίς ὧρες τῆς ἡμέρας μέ πολλούς ἄλλους τρόπους προσευχῆς ἐκτός ἀπ’ αὐτόν κατά τόν ὁποῖο νά ἀπαγγέλει μόνον εἰδικές προσευχές. Ἡ ἐργασία, γιά παράδειγμα, εἶναι ἕνας ἰδιάζων τρόπος προσευχῆς καί ἕνας ἀδιάλειπτος ὕμνος πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ποτέ δέν παύει νά ἐργάζεται (Ἰωάν. ε’ 17). Ἀρκεῖ μόνον ἡ ἐργασία μας νά μήν εἶναι ἀσυμβίβαστος πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά εἶναι καί νά γίνεται πάντα πρός δόξα τοῦ ὀνόματός Του. Ὅταν προσευχόμαστε ἀδιαλείπτως, πρέπει νά ἔχουμε τήν προσοχή μας καί τίς σκέψεις μας διαρκῶς στραμμένες πρός τόν Θεό καί μέ τόν τρόπο αὐτό μελετοῦμε «ἡμέρας καί νυκτός» πῶς νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τόν νόμο Του, ὅπως ἀναφέρει ὁ προφητάναξ Δαβίδ στον Ψαλμό: «ἄλλ” ἤ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τό θέλημα αὐτοῦ, καί ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καί νυκτός» (Ψαλμός α’ 2).
Στήν ἀδιάλειπτη προσευχή πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε ἁπλό τρόπο, σέ περίπτωση πού εἴμαστε ἁπλοί καί δέν μποροῦμε νά μποῦμε στό πραγματικό νόημα τῶν Νηπτικῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Φιλοκαλίας. Διότι δέν βάζουμε, δυστυχῶς, μερικοί ὡς σκοπό τήν ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τή μετάνοια, τήν ταπείνωση, καί νά ἔχουμε τήν ἄσκηση σάν βοηθητικό μέσο γιά τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς μας, γιά νά αἰσθανθοῦμε βαθιά τήν ἁμαρτωλότητά μας καί νά νοιώσουμε καί πολύ τήν ἀνάγκη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί νά λέμε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό» μέ πόνο γλυκό. Ἀλλά, ἀντίθετα, ξεκινᾶμε μέ μιά ξερή ἄσκηση καί ἐπιδιώκουμε τίς θεῖες ἡδονές καί τά φῶτα καί πολλαπλασιάζουμε συνέχεια τά κομποσκοίνια καί αὐτό-ἁγιαζόμαστε μέ τόν λογισμό μας ἀπό τούς μαθηματικούς ὑπολογισμούς τῶν κομποσκοινιῶν μας. Δέν λέω μ’ αὐτό ὅτι δέν χρειάζονται τά κομποσκοίνια ἤ ἡ κλίση τῆς κεφαλῆς καί ἡ ἀναπνοή, ἀκριβῶς ὅπως τά γράφουν οἱ Ἅγιοι Κάλλιστοι καί Γρηγόριοι τῆς Φιλοκαλίας, ἀλλά αὐτά εἶναι βοηθητικά μέσα προσευχῆς καί δέν πρέπει νά νομίζομε ὅτι μόνο μέ αὐτά βρισκόμαστε κοντά στούς Ἁγίους καί νά πιστεύουμε ὅτι ἁγιάσαμε κιόλας. Γι” αὐτό, δέν πρέπει νά ζητᾶμε τίποτε ἄλλο στήν προσευχή μας ἐκτός ἀπό τή μετάνοια, οὔτε φῶτα οὔτε θαύματα οὔτε προφητεῖες οὔτε χαρίσματα καθόλου, παρά μετάνοια. Ἡ μετάνοια θά μᾶς φέρει τήν ταπείνωση, ἡ ταπείνωση θά μᾶς φέρει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Θεός θά μᾶς ἔχει μέσα στήν Χάρη Του ὅ,τι χρειάζεται γιά τή δική μας σωτηρία καί ὅ,τι ἄλλο, σέ περίπτωση πού χρειασθεῖ, γιά νά βοηθήσουμε καί μία ἄλλη ψυχή.
«Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή», λέει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, «καταπολεμάει τήν ὑπερηφάνεια, γιατί εἶναι ὁλοφάνερο πώς ὁ ταπεινός, ὁ εὐλαβής, γνωρίζοντας ὅτι κανένα καλό δέν εἶναι δυνατό νά κατορθώσει ἡ ψυχή χωρίς τή βοήθεια καί τή σκέπη τοῦ Θεοῦ, δέν σταματᾶ νά προσεύχεται ἱκετευτικά στόν Θεό, γιά νά τόν ἐλεήσει. Κι αὐτός πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα στόν Θεό, ὅ,τι κι ἄν ἀξιωθεῖ νά κατορθώσει, ξέρει μέ Ποιοῦ τή δύναμη τό κατόρθωσε. Γι” αὐτό καί δέν μπορεῖ νά ὑπερηφανευτεῖ ἤ νά τό ἀποδώσει στή δική του δύναμη. Στόν Θεό ἀποδίδει κάθε κατόρθωμα, Αὐτόν πάντα εὐχαριστεῖ καί Αὐτόν πάντα παρακαλεῖ, τρέμοντας μήπως χάσει αὐτή τή βοήθεια, ὁπότε θά φανεῖ πόσο ἀσθενικός καί ἀδύναμος εἶναι. Κι ἔτσι μέ τή βοήθεια τῆς ταπεινώσεως προσεύχεται καί μέ τήν προσευχή ταπεινώνεται – καί ὅσο κατορθώνει κάτι, τόσο ταπεινώνεται – καί ὅσο ταπεινώνεται, βοηθεῖται καί προκόβει».
Τά πράγματα εἶναι πολύ ἁπλά, καί δέν ὑπάρχει λόγος νά τά μπλέκουμε. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τήν εὐχή θά τήν αἰσθανθοῦμε ὡς ἀνάγκη καί δέν θά νιώθουμε κούραση καί πολλές φορές ἡ καρδιά μας θά νιώθει γλυκιά ἀγαλλίαση καί εὐχαρίστηση, ὅταν λέει τήν εὐχή, καί ὁ Χριστός θά μᾶς σκορπάει καί Αὐτός τή γλυκεία Του παρηγοριά μέσα στήν καρδιά μας. Ἡ προσευχή φυσικά δέν κουράζει, ἀλλά ξεκουράζει.. Κουράζει μόνο, ὅταν δέν μποῦμε στό νόημά της καί δέν καταλάβουμε τό νόημα τῶν Ἁγίων μας Πατέρων. Ὅταν τήν ἀνάγκη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ τήν καταλάβουμε, χωρίς νά πιέζουμε τόν ἑαυτό μας στήν προσευχή, ἡ ἀνάγκη αὐτή τῆς πείνας θά μᾶς ἀναγκάζει νά ἀνοίγουμε τό στόμα σάν τό μωρό, γιά νά θηλάσουμε, καί θά νιώθουμε παράλληλα καί ὅλη τή σιγουριά σάν τό μωρό στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας, τό ὁποῖο καί ἀγάλλεται συγχρόνως.
Ἐάν θέλουμε πάλι, γιά λεπτή ἐργασία παίρνουμε τά μεγαλύτερα πάθη πού ἔχουμε, μέ τή σειρά, καί ὅποιο σφάλμα τῆς ἡμέρας εἴδαμε, καί ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ταπεινά, γιά νά λυτρωθοῦμε, μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό». Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ξερριζώνονται τά πάθη, ἐνῷ παράλληλα μᾶς μένει καί ἡ καλή συνήθεια τῆς εὐχῆς, χωρίς νά ἐπιδιώκουμε ἐξωτερικά μόνον τή συνήθεια, καί ἔτσι μᾶς δημιουργηθοῦν ψευδαισθήσεις καί πλάνες.
Ὅταν, λοιπόν, κάνει προηγουμένως τό γνώρισμα τοῦ ἐαυτοῦ του κανείς καί συναισθανθεῖ τή μεγάλη του ἁμαρτωλότητα καί τίς μεγάλες Τοῦ Θεοῦ εὐεργεσίες, τότε ἡ καρδιά του ραγίζει, ὅσο γρανιτένια καί ἐάν εἶναι, καί τρέχουν τά πραγματικά δάκρυα μόνα τους, καί δέν πιέζει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του οὔτε στήν προσευχή οὔτε καί γιά νά βγάλει δάκρυα. Διότι ἡ ταπείνωση μέ τό φιλότιμο δουλεύουν στήν καρδιά συνέχεια καί τό χέρι τοῦ Θεοῦ χαϊδεύει συνέχεια τό φιλότιμο παιδί Του πού ἐργάζεται.
Ἡ προσευχή, ἐπίσης, ὅσο κι ἄν εἶναι
ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καί κίνηση πνευματική τοῦ ἀνθρώπου, δέν
πραγματοποιεῖται χωρίς τό σῶμα του. Στό ἔργο της, στρατεύεται ὁ ὅλος
ἄνθρωπος καί μαζί μέ τήν ψυχή συμμετέχει καί συναγωνίζεται καί τό σῶμα. Ἡ
γνήσια καί ἀληθινή προσευχή προϋποθέτει τήν κοινή προσπάθεια τόσο τοῦ
πνεύματος ὅσο καί τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ προσευχή γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους δέν εἶναι μιά διανοητική ἀκροβασία,
ρεμβασμός ἤ ὀνειροπόληση, πράγματα πού εὐνοεῖ ἡ εὐεξία καί ἡ ἀνάπαυση
τοῦ σώματος. Ἀντίθετα, σάν κοινωνία καί ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό,
προϋποθέτει τόν ἐξαγνιστικό κόπο τοῦ σώματος. Ὅ,τι ἐπιδιώκουμε στή
χριστιανική μας ζωή δέν ἀποτελεῖ ἀπροϋπόθετη δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ἀπαιτεῖται
προκαταβολικά ἡ θερμή ἐκζήτηση ἀπό μέρους μας• ὁ διακαής πόθος νά
ἐπιτύχουμε αὐτό πού ἐπιθυμοῦμε.
Καί ὁ πόθος αὐτός μεταποιεῖται σέ κόπο καί ἐπίμονη προσπάθεια. Ὁ Ἅγιος
Ἰσαάκ ὁ Σύρος ὑπογραμμίζει: «Αὐτός πού ἀγαπᾶ τό σῶμα του (καί γι” αὐτό
δέν θέλει νά τό κουράσει μέ τήν ἄσκηση), δέν θά ἐπιτύχει νά λάβει τή
χάρη τοῦ Θεοῦ».
Τίποτε δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος χωρίς νά κοπιάσει. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τήν προσευχή.
Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων: «τίποτε δέν κάνουμε, χωρίς νά
συμμετέχει τό σῶμα μας. Βλασφημοῦμε μέ τό στόμα, προσευχόμαστε μέ τό
στόμα, πορνεύουμε μέ τό σῶμα, ζοῦμε ἁγνή ζωή μέ τό σῶμα. Ἁρπάζουμε μέ τά
χέρια, δίνουμε ἐλεημοσύνες μέ τά χέρια, καί μέ ὅμοιο τρόπο τά
ὑπόλοιπα».
Τό σῶμα ἐκφράζει τήν ψυχή. Ὁ λόγος ἑρμηνεύει τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Καί ὁ
λόγος τῶν χειλέων μας συχνά ἔρχεται νά διατρανώσει τόν πόθο μας• ἡ
προσευχή μας νά γίνει ἀκουστή ἀπό τόν Θεό.
Ὁ λόγος ἑρμηνεύει τά βάθη τῆς προσευχόμενης ψυχῆς. Καί αὐτό γίνεται ὄχι
γιατί τό ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός, ἀλλά ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος, πού ἀκόμη
καί στό ἔργο τῆς προσευχῆς ἐνεργεῖ σάν ἑνιαία καί ἀδιάσπαστη
ὑλικοπνευματική ὀντότητα.
Μέ τήν παραγωγή τοῦ λόγου καί τά ὄργανα πού τήν ὑπηρετοῦν συνδέεται
στενά καί ἡ λειτουργία τῆς ἀναπνοῆς. Καί ἡ φυσική αὐτή λειτουργία
τίθεται συχνά στήν ὑπηρεσία τῆς προσευχῆς.
Αὐτό φαίνεται ὁλοκάθαρα στήν ἄσκηση τῆς νοερᾶς ἤ καρδιακῆς προσευχῆς,
ὅπου ἀναπνοή καί ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καλοῦνται σ’ ἕνα
μυστηριώδη συντονισμό. «Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ», διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰωάννης
τῆς Κλίμακος, «νά ἑνωθεῖ μέ τήν ἀναπνοή σου καί τότε θά γνωρίσεις τήν
ὠφέλεια τῆς ἡσυχίας». Καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος λέει: «Τόν Χριστό πάντοτε νά
ἀναπνέετε καί σέ αὐτόν νά πιστεύετε».
Μέ τήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ ν’ ἀνυψωθεῖ, νά φτάσει στόν οὐρανό γιά νά συναντήσει τόν Θεό καί νά συνομιλήσει μαζί Του. Προσευχή, ὅμως, χωρίς πνευματικό ἀγῶνα, στόν ὁποῖο συναγωνίζονται ψυχή καί σῶμα μαζί, δέν ἐπιτυγχάνεται. Αὐτό φαίνεται ὁλοκάθαρα τόσο στήν Ἁγία Γραφή ὅσο καί στήν πνευματική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Μᾶς τό ἀποκαλύπτει ἀκόμη καί ἡ ζωή τῶν Ἁγίων. Τήν προσπάθειά τους γιά προσευχή συνόδευε πάντοτε καί ἡ ἄσκηση τοῦ σώματος. Ἀναφέρεται στό Γεροντικό πώς κάποτε μερικοί μοναχοί ρώτησαν τόν ἀββᾶ Ἀγάθωνα: «Ποιά ἀρετή, πάτερ, τῆς μοναχικῆς πολιτείας εἶναι πού ἔχει τόν περισσότερο κόπο;». Καί ὁ ἀββᾶς ἀπάντησε: «Συγχωρέστε με, ἀλλά θαρρῶ πώς δέν ὑπάρχει ἄλλος μεγαλύτερος κόπος, ὅπως ὁ κόπος τοῦ νά προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό. Διότι πάντοτε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει νά προσευχηθεῖ, οἱ δαίμονες πού τόν ἐχθρεύονται θέλουν νά τόν ἀνακόψουν, ἐπειδή γνωρίζουν ὅτι ἀπό τίποτε ἄλλο δέν ἐμποδίζονται στό καταχθόνιο ἔργο τους ὅσο ἀπό τήν προσευχή στόν Θεό. Καί κάθε ἀρετή τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς πού θά μποροῦσε νά ἐπιδιώξει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δείξει στήν προσπάθειά του ἐγκαρτέρηση, βρίσκει ἀνάπαυση. Ὅμως, τό ἔργο τῆς προσευχῆς ὡς τήν ἔσχατη ἀναπνοή μας ἀπαιτεῖ ἀγῶνα».
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ προσευχή εἶναι ἔργο ζωῆς• ἡ προσευχή ἀπαιτεῖ ἰσόβιο ἀγῶνα.
Μιά τέτοια γνήσια προσευχή, ἀληθινή κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν ζῶντα Θεό, ἄς εἶναι καί δική μας ἐπιδίωξη.
ΑΜΗΝ!
Παν. Ἀρχιμανδρίτης
π. Χρυσόστομος Τραϊκάπης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου