Η βίωση του Μυστηρίου της Εκκλησίας
8 Μαρτίου 20121. Βίωμα και προσωπική εμπειρία
Η Εκκλησιολογία (ο λόγος περί της Εκκλησίας) πρέπει να είναι πρωταρχικό θέμα στη διδασκαλία των κατηχητικών σχολείων και γενικά στην όλη διδασκαλία της Εκκλησίας. Δυστυχώς, το θέμα της Εκκλησίας, αυτό που ονομάζουμε σήμερα Εκκλησιολογία, δεν αποτελεί ουσιαστικό μέρος της διδασκαλίας των κατηχητικών σχολείων. Πολύ λίγα πράγματα μαθαίνουν οι νέοι μας, για το τι είναι η Εκκλησία, και ίσως αυτό εξηγεί και μία απουσία εκκλησιολογικης ευαισθησίας, όπως και εκκλησιολογικής συνειδήσεως ακόμα, στους συγχρόνους μας Ορθοδόξους, οι οποίοι πέρασαν από τα κατηχητικά σχολεία. Και είναι γι’ αυτό πολύ σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, να τονίσουμε ιδιαίτερα τη σημασία της Εκκλησίας στη διδασκαλία των κατηχητικών.
Ένας άλλος λόγος που κάνει πολύ σοβαρό αυτό το θέμα είναι ότι η Εκκλησία είναι ο κατεξοχήν χώρος, στον οποίο βιώνεται η πίστη μας. Ο Προτεσταντισμός έχει δημιουργήσει άλλους τρόπους βιώσεως της πίστεως, οι οποίοι είναι περισσότερο ατομικοί. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γνωρίζει άλλο τρόπο, για να βιωθεί η πίστη του Χριστιανού, πιο κατάλληλο, από την Εκκλησία, από το να είναι κανείς μέλος της Εκκλησίας. Με το να είναι κάποιος μέλος της Εκκλησίας βιώνει πραγματικά την πίστη του, ως Ορθόδοξος χριστιανός, κι αυτό γιατί η Ορθοδοξία, για την οποία πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας ιδιαίτερα, δεν είναι ιδεολογία· η Ορθοδοξία είναι Εκκλησία, είναι κοινότητα. Το σημαντικό δεν είναι το τι πιστεύει κανείς ως άτομο, αλλά το τι πιστεύει κανείς ως μέλος μιας κοινότητας, ως μέλος της Εκκλησίας. Και κινδυνεύει, δυστυχώς, στις μέρες μας να πάρει το χαρακτήρα της ιδεολογίας η Ορθοδοξία, και να ξεχαστεί ότι Ορθόδοξος δεν είναι αυτός που πιστεύει ορθά ως άτομο, αλλά ως μέλος της Εκκλησίας. Τέλος, το θέμα αυτό είναι σημαντικό, γιατί πρέπει να ξεφύγουμε από μία προκατάληψη, από μία εσφαλμένη αντίληψη που έχομε, ότι η Εκκλησία είναι ένας θεσμός και μόνο. Βεβαίως είναι θεσμός η Εκκλησία. Όταν λέμε θεσμός εννοούμε ένα ίδρυμα, το οποίο έχει ορισμένους κανόνες και ορισμένη δομή και κινείται βάσει ορισμένων αρχών, νόμων κ.λπ.. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό, και θα έλεγα, δεν είναι κυρίως αυτό η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι ένας τρόπος υπάρξεως, ένας τρόπος με τον οποίο υπάρχει κανείς. Αυτό ίσως διαφωτισθεί περισσότερο στη συνέχεια.
Αλλά θα ήθελα πρώτα να ασχοληθώ με το ερώτημα: τί είναι αυτό που λέμε «βίωση»; Όταν λέμε ότι βιώνουμε κάτι,-τί εννοούμε ακριβώς; Ο όρος βίωση ή βίωμα έχει πάρει μία ψυχολογική και ηθική σημασία. Αυτό συνέβη κυρίως κάτω από την επίδραση της δυτικής «φιλοσοφίας των αξιών» και γενικά κάτω από την επίδραση της προτεσταντικής θεολογίας και της δυτικής φιλοσοφίας. Δόθηκε έμφαση σ’ αυτό που το άτομο βιώνει συναισθηματικά και ενεργεί βουλητικά, δηλαδή σε ό,τι αισθάνεται κανείς και ό,τι εκφράζει με την ενέργειά του, με την ηθική συμπεριφορά του. Αυτό λέγεται συνήθως βίωμα, και έτσι ο όρος έχει πάρει μια ηθική, ψυχολογική και ουσιαστικά μια ατομοκρατική σημασία. Ο όρος βίωμα σε σχέση με αυτές τις φιλοσοφίες αξιών που ανέφερα προηγουμένως, έχει συνδεθεί ιστορικά ιδιαίτερα με τον Προτεσταντικό ευσεβισμό, τον πιετισμό, ο οποίος αντιπαρέθεσε στη νοησιαρχία το συναισθηματικό βίωμα. Δηλαδή απ’ τη μια μεριά ο άνθρωπος σκέπτεται, νοεί, και όταν ο νους του, η σκέψη του ανθρώπου γίνει το κυρίαρχο στοιχείο της υπάρξεώς του, τότε έχουμε νοησιαρχία. Ενώ αντίθετα στον Πιετισμό η βιωματική προσέγγιση στη ζωή είναι αυτή που δεν συνδέεται τόσο πολύ με τον νου του ανθρώπου, όσο κυρίως με την καρδιά του και με τη βούλησή του. Αλλά όπως φαίνεται από ό,τι μόλις ανέφερα, αυτά είναι ορισμοί και αντιλήψεις περί βιώσεως και βιωμάτων, που αναπτύχθηκαν έξω από τον Ορθόδοξο χώρο, κυρίως στον Προτεσταντισμό. Μέσα στον Ορθόδοξο χώρο, στην ορθόδοξη αντίληψη των πραγμάτων, πώς αντιλαμβανόμαστε τη βίωση ή το βίωμα;
Πρώτο στοιχείο της Ορθόδοξης αυτής αντίληψης είναι αυτό που θα το ονομάζαμε προσωπική εμπειρία σε αντίθεση προς την απλή λογική ή διανοητική συγκατάθεση. Για παράδειγμα, όταν λέμε «πιστεύω», όπως αρχίζει το Σύμβολο της Πίστεως, μπορούν να νοηθούν δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι προσυπογράφουμε, δεχόμαστε αυτά τα οποία λέει το Σύμβολο τής Πίστεως, ότι ο Θεός είναι Τριαδικός, ότι, ο Χριστός έχει δύο φύσεις, ή ό,τι άλλο έχει η Δογματική μας, το προσυπογράφουμε και έτσι λέμε ότι είμαστε Ορθόδοξοι πιστοί. Το άλλο που μπορεί να νοηθεί είναι ότι αυτό, στο οποίο ομολογούμε ότι πιστεύουμε, δημιουργεί μία προσωπική σχέση και προσωπική, δέσμευση. «Πιστεύω εις έναν Θεό» μπορεί να σημαίνει απλώς ότι δέχομαι τον μονοθεϊσμό, αλλά σε μια βιωματική προσέγγιση της πίστεως δεν αρκεί να λέει κανείς ότι δέχεται την ιδέα ότι ο Θεός είναι ένας, αντί της ιδέας ότι οι θεοί είναι πολλοί, όπως δέχονται οι ειδωλολάτρες. Πρέπει να προχωρήσει ή να εννοήσει λέγοντες «πιστεύω» τη δημιουργία μιας στενής, προσωπικής σχέσεως και δεσμεύσεως με αυτό που ονομάζει «ένα Θεό». Χωρίς δηλαδή την προσωπική σχέση δεν μπορεί να νοηθεί στην περίπτωση αυτή πίστη. Η πίστη, λοιπόν, μπορεί να είναι απλώς μία παραδοχή λογικών προτάσεων, αλλά να μην εμπεριέχει αυτή η παραδοχή μια προσωπική δέσμευση, μια προσωπική σχέση. Αυτή η δέσμευση και η σχέση η προσωπική, που διακρίνει τη βιωματική πίστη από τη διανοητική πίστη, είναι που χαρακτηρίζει ακριβώς αυτό που λέμε βίωμα κατά την Ορθόδοξη αντίληψη. Αυτό είναι ένα στοιχείο της Ορθόδοξης εννοίας του βιώματος.
Το άλλο είναι επίσης πάρα πολύ σημαντικό: είναι αυτό που θα το ονομάζαμε κοινωνική εμπειρία σε αντιδιαστολή με τήν ατομική εμπειρία. Δηλαδή, άλλο είναι να λες «πιστεύω», και να μπορείς να το λες αυτό, έστω και με την προσωπική δέσμευση που είπαμε πριν, ως άτομο, μόνος σου (στο σπίτι σου, στο δρόμο, στη δουλειά σου), και άλλο είναι να το λες αυτό ως μέλος μιας κοινότητος, να το ομολογείς μαζί με άλλους, να σε δένει δηλαδή αυτή η πίστη και με άλλους, όχι μόνο με τον Θεό ατομικά. Αυτό το είδος του βιώματος για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει μία κάθαρση· μία κάθαρση από τα πάθη, από όλα τα πάθη, διότι όλα τα πάθη έχουν ως ρίζα και κέντρο τους τον ατομισμό, τον εγωκεντρισμό. Για να αποκαθαρθεί κανείς, για να μπορέσει να πει κανείς ότι έχει κοινωνική εμπειρία της πίστεως, πρέπει οπωσδήποτε να καθάρει τον εαυτό του από τα πάθη αυτά, που τον δεσμεύουν με τον εαυτό του περισσότερο παρά με τους άλλους και με τον κατεξοχήν Άλλον, που είναι ο Θεός.
Αυτή η κάθαρση είναι η αρνητική πλευρά της κοινωνικής εμπειρίας. Τη θετική πλευρά τη συνιστά η ένταξη σ’ ένα πλέγμα σχέσεων, το οποίο δεν είναι εγωκεντρικό, αλλά θεοκεντρικό. Δεν αρκεί απλώς να πει κανείς ότι απελευθερώνεται από τον ατομισμό και από τα πάθη, που πηγάζουν από την εγωκεντρικότητα, αλλά πρέπει να προχωρήσει και στο θετικό βήμα, το οποίο θα το ονομάζαμε το βήμα της αγάπης, να συνδεθεί δηλαδή προσωπικά με τους άλλους και με το Θεό. Έτσι, η βίωση της πίστεως υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις εισάγει τον άνθρωπο στο χώρο της Εκκλησίας.
Αλλά τί είναι η Εκκλησία και πώς βιώνεται; Αν απαλλαγούμε από την αντίληψη ότι η Εκκλησία είναι απλώς ένας θεσμός, και ενστερνισθούμε την πίστη ότι είναι ένας τρόπος υπάρξεως, τότε θα πρέπει να μείνουμε λίγο, στο σημείο αυτό, για να διαφωτίσουμε κάπως, αυτό το μεγάλο και δύσκολο θέμα.
2. Η βαπτισματική βίωση του μυστηρίου της Εκκλησίας.
Όταν λέμε ότι η Εκκλησία είναι ένας τρόπος υπάρξεως τί εννοούμε, σε τί συνίσταται αυτός ο τρόπος υπάρξεως; Το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι η Εκκλησία είναι Μητέρα, που σημαίνει ότι γεννάει τέκνα. Η γέννηση, η εμφάνιση νέων ταυτοτήτων, νέων υποστάσεων, είναι αυτό που συμβαίνει κάθε φορά που με το βάπτισμα γίνεται κανείς μέλος της Εκκλησίας. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να πει κανείς για το άγιο Βάπτισμα, αλλά είναι ορισμένα πράγματα που συνήθως δεν τα λέμε ενώ είναι τα πιο ουσιαστικά. Το βάπτισμα προϋποθέτει ένα θάνατο και μια γέννηση· ένα θάνατο του παλαιού ανθρώπου και μια γέννηση ενός νέου. Αλλά τί είναι αυτός ο παλαιός άνθρωπος; Πρόκειται απλώς για ένα ηθικό ζήτημα, δηλαδή για αλλαγή και βελτίωση της συμπεριφοράς του ανθρώπου; Και εάν αλλάξει η συμπεριφορά του ανθρώπου, έχει γίνει ο άνθρωπος καινούργιος, έχει ξαναγεννηθεί; Πολλές φορές εκεί σταματούμε, και έτσι επιβεβαιώνονται όσα είπα στην αρχή σχετικά με την Προτεσταντική επίδραση στην αντίληψη που έχουμε περί βιώματος.
Το πρόβλημα όμως του θανάτου του παλαιού άνθρωπου δεν είναι ηθικό αλλά οντολογικό, διότι το πρόβλημα με τη βιολογική γέννησή μας δεν είναι απλώς ότι μας κάνει να έχουμε την αμαρτία μέσα στην ύπαρξή μας (όπως λέει ο ψαλμωδός, «εν ανομίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου»), δεν είναι απλώς το ότι φέρνουμε αυτό που λέμε προπατορικό αμάρτημα, αλλά είναι το ότι όλα αυτά μεταφράζονται στο γεγονός ότι φέρνουμε μία θνητή ύπαρξη, ότι γεννιόμαστε ως θνητά όντα. Και η ζωή, συνεπώς, που έρχεται από τη βιολογική γέννηση, από τους ίδιους τους νόμους της φύσεως και της βιολογίας, και γι’ αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στο θάνατο. Επομένως, ο καινός άνθρωπος, αυτός που θα ξαναγεννηθεί, πρέπει να είναι ο άνθρωπος που θα ζήσει αιώνια, που δεν έχει απλώς τη θνητή ύπαρξη που μας έδωσε η βιολογική μας γέννηση. Η Εκκλησία με το Βάπτισμα γίνεται μητέρα που γεννάει αθάνατα παιδιά, ενώ η βιολογική μητέρα γεννάει θνητά παιδιά.
Έτσι στο Βάπτισμα έχουμε, όπως θα μπορούσε να πει κανείς, την πρώτη βίωση της Εκκλησίας. Αν ρωτήσουμε τον εαυτό μας, πότε βιώνουμε για πρώτη φορά το μυστήριο της Εκκλησίας, η απάντηση είναι: με το Βάπτισμα. Τότε διακόπτουμε τους δεσμούς μας με το θάνατο, και αποκτούμε μια ζωή, η οποία δεν δεσμεύεται από τους νόμους της βιολογίας, τους νόμους του θανάτου. Γι’ αυτό στο Βάπτισμα έχουμε μια ριζική μεταστροφή του ανθρώπου, την οποία δεν πρέπει να την ερμηνεύουμε απλώς ηθικά, δηλαδή σαν αλλαγή συμπεριφοράς, αφού όσο κι αν αλλάξει κανείς τη συμπεριφορά του παραμένει θνητός. Γι’ αυτό άλλωστε έκτος της Εκκλησίας μπορεί να βρει κανείς ανθρώπους που κατορθώνουν και αρετή και αλλαγή συμπεριφοράς, αλλά δεν κατορθώνουν να απαλλαγούν από τα δεσμά του θανάτου. Η στροφή, λοιπόν, που γίνεται στο Βάπτισμα, η στροφή, την οποία συμβολικά, τελετουργικά κάνει ο υποψήφιος κατά την ώρα των εξορκισμών, όταν τον στρέφουμε από την κατεύθυνση προς Δυσμάς, προς την κατεύθυνση προς Ανατολάς, αυτή είναι στροφή από το βασίλειο του σκότους και του θανάτου στο βασίλειο του φωτός και της ζωής. Έτσι το Βάπτισμα σημαίνει επίσης απελευθέρωση από οτιδήποτε στο παρελθόν δέσμευε τον άνθρωπο. Και αν ακόμα είναι νήπιος και δεν έχει προβλήματα ηθικής συμπεριφοράς, όπως οι ενήλικοι, το Βάπτισμα αποτελεί και γι’ αυτόν νέα γέννηση, διότι έχει αυτήν την θνητότητα, για την οποίαν μιλήσαμε προηγουμένως. Αν πάλι είναι μεγάλος, μετά το Βάπτισμα διαγράφονται οι αμαρτίες του παρελθόντος και έτσι πραγματοποιείται μια ριζική στροφή προς μια καινούργια ταυτότητα, η οποία δεν στηρίζεται πλέον σ’ αυτό που ήταν ο άνθρωπος στο παρελθόν αλλά σ’ αυτό που θέλει ο Θεός να είμαστε αιώνια. Έτσι στο Βάπτισμα βιώνεται αυτή η στροφή, η μεταστροφή από αυτό που είμασταν στο παρελθόν σ’ αυτό που θα είμαστε στο μέλλον.
Αλλά το Βάπτισμα περιλαμβάνει και ένα άλλο στοιχείο. Δεν είναι απλώς ο θάνατος ως προς το παρελθόν, που καταργείται, αλλά η ανάσταση σε μια νέα ζωή, η οποία όμως νέα ζωή εκφράζεται (και εδώ είναι το πολύ σημαντικό που πολλές φορές παραγνωρίζουμε) με την ενσωμάτωσή μας στο σώμα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχει Βάπτισμα, το οποίο να μην συνεπάγεται αυτομάτως ενσωμάτωση στο σώμα της Εκκλησίας. Όταν έγραφε ο Απόστολος Παύλος ότι στο Βάπτισμα πεθαίνουμε συν Χριστώ και ανιστάμεθα, για να ενσωματωθούμε μέσα στο σώμα του Χριστού, αυτό μεταφράζεται πρακτικά στην ενσωμάτωσή μας στην κοινότητα της Εκκλησίας, πράγμα που σημαίνει πλέον ότι οι σχέσεις που καθορίζουν την ύπαρξή μας δεν είναι οι βιολογικές, αυτές δηλαδή που πήραμε από την πρώτη μας γέννηση, αλλά οι εκκλησιολογικές, αυτές που μας δίνει η Εκκλησία. Χαρακτηριστικά, ας θυμηθούμε αυτό που λέγεται κατ’ επανάληψη στα ιερά Ευαγγέλια ως προτροπή του Κυρίου, ότι Πατέρας σας δεν είναι πλέον ο πατέρας της οικογένειάς σας, αλλά «ο εν τοις ουρανοίς»: και «Πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης, εις γαρ έστιν ο Πατήρ υμών, ο εν τοις ουρανοίς». Όλα αυτά βγήκαν από την εμπειρία του Βαπτίσματος, την εμπειρία της εντάξεως πλέον μέσα σε ένα νέο πλέγμα σχέσεων που δεν είναι το βιολογικό. Από εκεί αντλεί τώρα την υπόσταση, την προσωπική του ταυτότητα, ο πιστός.
Ας κάνουμε εδώ μια παρένθεση λειτουργικής φύσεως. Για μας τους Ορθοδόξους είναι καίριας σημασίας το να επιμείνουμε στο ότι το Βάπτισμα, το Χρίσμα και η θεία Ευχαριστία αποτελούν μία ενιαία και αδιάσπαστη λειτουργική ενότητα, ενώ στη Δύση (τόσο στους Ρωμαιοκαθολικούς όσο και στους Προτεστάντες) αυτά τα τρία Μυστήρια έχουν διασπασθεί λειτουργικά και μεσολαβεί χρόνος μεταξύ Βαπτίσματος, Χρίσματος και Θείας Ευχαριστίας, με διάφορα επιχειρήματα βιωματικά, με την ατομική έννοια του βιώματος (ότι πρέπει το παιδί να μεγαλώσει, να καταλαβαίνει τι του γίνεται και μετά να προσέλθει). Για μας δεν ισχύουν τέτοια κριτήρια· αντίθετα, ισχύει το κριτήριο ότι έχομε μια οντολογική αλλαγή, ότι ο άνθρωπος πρέπει να μπει πλέον σε μια νέα σχέση με τον κόσμο. Δεν μπορεί να είναι κανείς βαπτισμένος και να είναι μακρυά από την βίωση της κοινότητος της Εκκλησίας, γι’ αυτό Βάπτισμα σημαίνει συγχρόνως και τοποθέτηση μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας και κοινωνία στη Θεία Ευχαριστία. Το ότι σήμερα οι Βαπτίσεις γίνονται εκτός της Θείας Ευχαριστίας, ή δίνουμε τη θεία Ευχαριστία στον νεοβάπτιστο ατομικά και εκτός της κοινότητος, τούτο είναι μία λύση ανάγκης, η οποία τουλάχιστον διατηρεί την ενότητα των τριών Μυστηρίων. Πάντως, ο σωστός τρόπος είναι να τελείται το Βάπτισμα στη Θεία Ευχαριστία, ώστε να μπορεί αμέσως η κοινότητα να υποδέχεται το νέο μέλος της, και αυτό να αισθάνεται ως μέλος της Εκκλησίας.
3. Η Ευχαριστιακή βίωση του μυστηρίου της Εκκλησίας.
Έκτος από το Βάπτισμα, όπως απ’ όσα είπαμε μέχρι τώρα. η Εκκλησία βιώνεται ως πρόγευση της Βασιλείας του Θεού. δηλαδή των σχέσεων εκείνων, που δίνουν ζωή και όχι θάνατο, διότι ο θάνατος είναι εγγενής μέσα στη βιολογική γέννηση του ανθρώπου -ας μην το λησμονούμε αυτό το πράγμα. Εγγενής αντίθετα, μέσα στη νέα γέννηση του ανθρώπου με το Βάπτισμα, είναι η ζωή, και αυτό δίνεται με τη θεία Ευχαριστία• διότι δεν μπορεί αυτός, που βιώνει την Εκκλησία ως βαπτισματική πραγματικότητα να μην την βιώσει αμέσως και ως ευχαριστιακή πραγματικότητα. Το σημαντικό εν σχέσει με την ευχαριστιακή εμπειρία της Εκκλησίας είναι ότι εισέρχεται πλέον ο άνθρωπος σε μια σχέση με τους άλλους και με τον κόσμο γενικά, η οποία έχει ως κέντρο της τον Χριστό. Έχει ως κέντρο της το σώμα Εκείνου, ο οποίος νίκησε το θάνατο, και αυτή η νίκη κατά του θανάτου, που έχει ο αναστημένος Χριστός, είναι αυτή, από την οποία πηγάζει η ζωή για όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Αυτή η Χριστοκεντρικότητα της Θείας Ευχαριστίας είναι που την κάνει να διαφέρει από κάθε άλλη εμπειρία, που έχει ο πιστός ή γενικότερα ο άνθρωπος. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτε που να είναι τόσο Χριστοκεντρικό όσο η Θεία Ευχαριστία. Καμία άλλη εμπειρία του πιστού δεν έχει τόσο άμεση σχέση με την σωματική παρουσία του άναστάντος Χριστού.
Το άλλο σημαντικό στοιχείο απ’ την εμπειρία της Θείας Ευχαριστίας είναι ότι κάνει τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό σχέση που περνάει μέσα από τους άλλους. Μπορεί κανείς εύκολα να δημιουργήσει μια σχέση με τον Θεό, η οποία να παραγνωρίζει, να παραμερίζει τον πλησίον. Αυτή είναι μία επικίνδυνη κατάσταση, η οποία μπορεί εύκολα να συμβεί έξω από την ευχαριστιακή εμπειρία. Αλλά και στην ευχαριστιακή εμπειρία παρεισφρύει πολλές φορές η ευσεβιστική ατομοκρατία, και βλέπει κανείς πολλές φορές έναν πιστό να πηγαίνει στη Θεία Ευχαριστία και να απομονώνεται από το υπόλοιπο σώμα της Εκκλησίας, για να προσευχηθεί δήθεν καλύτερα, πράγμα που θα μπορούσε να το κάνει καλύτερα στο σπίτι του. Στη Θεία Λειτουργία δεν πηγαίνουμε για να προσευχηθούμε ως άτομα, πηγαίνομε για να προσευχηθούμε μαζί με τους άλλους, ως κοινότητα. Πρέπει λοιπόν να έχουμε διαρκώς συνείδηση ότι ο διπλανός μας είναι και αυτός μέλος του ίδιου σώματος και ότι διά μέσου τής σχέσεως αυτής με τον διπλανό μας επικοινωνούμε με τον Θεό.
Όμως η ευχαριστιακή εμπειρία έχει κι ένα άλλο χαρακτηριστικό: είναι εμπειρία ιεραρχική. Συνίσταται στην ύπαρξη διαφόρων λειτουργημάτων, καθένα από τα οποία προτυπώνει τα έσχατα, την Βασιλεία του Θεού μ’ έναν τρόπο διαφορετικό, που δεν μπορεί να επαναλάβει ένα άλλο λειτούργημα. Αυτή η ποικιλία των λειτουργημάτων διαφοροποιεί τα λειτουργήματα μέσα στην Εκκλησία και τα κάνει όλα, όπως τα αντιλαμβάνεται ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή, στο 12ο κεφάλαιο (που είναι ένα σπουδαίο εκκλησιολογικό κεφάλαιο), όταν αναλύει την έννοια του σώματος της Εκκλησίας. Εκεί λέγει ότι το σώμα αποτελείται από κεφάλι, από χέρια, από πόδια, και κάθε ένα από αυτά έχει μια λειτουργία, την οποία δεν μπορεί να επιτελέσει ένα άλλο μέλος. Γι’ αυτό και πρέπει οπωσδήποτε όλα τα μέλη να αναγνωρίζουν το ένα την σημασία του άλλου, αλλά και την ιδιαιτερότητα του καθενός.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, βιώνει τα έσχατα, τη Βασιλεία του Θεού, στη θεία Ευχαριστία όπου όταν έχει αυτή την εικόνα των εσχάτων, που δημιουργεί η Θεία Λειτουργία, μάλιστα δε η Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία, η οποία περισσότερο από κάθε άλλη ευχαριστιακή Λειτουργία εικονίζει τα μέλλοντα, εικονίζει τη Βασιλεία του Θεού. Εκεί, πλέον, βιώνομε τη Βασιλεία του Θεού μέσα στη Θεία Λειτουργία, σαν μια αποκάλυψη της μελλοντικής καταστάσεως των πραγμάτων. Γι’ αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι βιώνουμε την Εκκλησία με τρόπους που πολλές φορές σκανδαλίζουν τους ετεροδόξους. Έχει, παραδείγματος χάριν, η Εκκλησία μας και η Θεία Ευχαριστία μια ιδιαίτερη λαμπρότητα: πολύ φώς, λαμπρά άμφια, ωραία ψαλμωδία, ωραίες εικόνες, ωραία χρώματα. Όλα αυτά αποβλέπουν σε έναν σκοπό: στο να απεικονίσουν την Βασιλεία του Θεού σε μας και να μας κάνουν να την προγευθούμε. Κάνουμε, λοιπόν, μεγάλο λάθος, όταν για διαφόρους λόγους {πολλές φορές κακώς νοούμενης ταπεινοφροσύνης και δήθεν απλότητος) αυτά τα πράγματα τα απλοποιούμε και στερούμε έτσι τη Θ. Λειτουργία από την λαμπρότητα που προσέδωσε η Εκκλησία στη Θεία Ευχαριστία διαμέσου των αιώνων. Βιώνοντας, λοιπόν, τη Θεία Ευχαριστία ως Χριστοκεντρική Σύναξη και ως εικόνα της Βασιλείας του Θεού, της συνάξεως δηλαδή όλων γύρω από το πρόσωπο του Χριστού, αποκτά ο Ορθόδοξος πιστός μια ιδιαίτερη εκτίμηση, ευλάβεια και σεβασμό προς τους λειτουργούς της Εκκλησίας, προς αυτούς που εικονίζουν τα έσχατα, και ιδιαιτέρως προς αυτούς που εικονίζουν το πρόσωπο του Χριστού, όπως είναι ο επίσκοπος, που είναι ο κατ’ εξοχήν προεστώς της ευχαριστιακής συνάξεως. Νομίζω ότι αυτή η παράδοση του λαού μας να αποδίδει ιδιαίτερη ευλάβεια στους λειτουργούς της Εκκλησίας, στον επίσκοπο κατεξοχήν, στους πρεσβυτέρους καί τούς διακόνους κατ’ επέκταση, είναι μέρος ουσιαστικό αυτού που λέμε «βίωση του μυστηρίου της Εκκλησίας». Και είναι κάτι που πρέπει να το διδάσκουμε στα παιδιά, και σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας ως ουσιαστικό στοιχείο της πίστεως μας.
4. Συμπεράσματα
Κλείνοντας θα ήθελα συνοπτικά και συμπερασματικά να αναφέρω μερικούς συγκεκριμένους τρόπους, με τους οποίους βιώνουμε το Μυστήριο της Εκκλησίας εμείς οι Ορθόδοξοι.
1) Απ’ όσα είπαμε φάνηκε ότι η Εκκλησία βιώνεται διά των Μυστηρίων κατεξοχήν, κυρίως στο Βάπτισμα και στην Θεία Ευχαριστία. Τα άλλα Μυστήρια αποτελούν προεκτάσεις της Θείας Ευχαριστίας, και τελετουργικά ήδη στην αρχαία Εκκλησία ήταν ενωμένα με τη Θεία Ευχαριστία,
2) Η Εκκλησία βιώνεται ως ο χώρος της καθάρσεως από τα πάθη, τα οποία έχουν τη ρίζα τους στον εγωισμό και στην απάτη ότι η αληθινή ζωή είναι η βιολογική ζωή και ό,τι συνεπάγεται αυτή. Όλα τα πάθη έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Μέσα στην Εκκλησία, λοιπόν, θεραπεύεται ο άνθρωπος από τα πάθη, θεραπεύεται κατά τρόπο θετικό, όχι απλώς με το να απαλλάσσεται από τα πάθη αυτά, αλλά με το να αντικαθιστά αυτά με τα αγαπητικά βιώματα, με αυτά που ονομάζει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «αγαπητικήν σχέσιν». Και η Εκκλησία είναι σε τελευταία ανάλυση τρόπος υπάρξεως επειδή ακριβώς είναι το Μυστήριο της Αγάπης, το Μυστήριο, στο οποίο βιώνουμε θετικά την ελευθερία μας από τα πάθη.
3) Ή βίωση τού Μυστηρίου τής Εκκλησίας, ενώ κατεξοχήν λαμβάνει χώρα μέσα στα Μυστήρια, προεκτείνεται και πέρα από τα Μυστήρια, στη ζωή του πιστού έξω από τα Μυστήρια, στις σχέσεις του με τους άλλους, στη σχέση του με τον υλικό κόσμο. Επειδή τα Μυστήρια, όπως είπαμε μας δίνουν την εικόνα της Βασιλείας του Θεού, μεταφέρουμε την εικόνα αυτή και την κάνουμε μόνιμο κριτήριο της ζωής μας· κάθε πράξη, κάθε απόφαση, κάθε ενέργεια της ζωής μας συγκρίνεται πλέον με αυτή την εικόνα των μελλόντων, της Βασιλείας του Θεού, και δημιουργείται μ’ αυτόν τον τρόπο μονίμως, θα έλεγε κανείς, η συναίσθηση της ανεπάρκειάς μας να ταυτίσουμε αυτή την εικόνα που δίνουν τα Μυστήρια με την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής. Αυτή η συνειδητοποίηση της συγκρούσεως μεταξύ αυτού που παίρνουμε στα Μυστήρια και αυτού που είμαστε στην καθημερινή μας ζωή δημιουργεί το βίωμα της μετανοίας· και η μετάνοια είναι ακριβώς αυτή που θα μας κρατάει πάντοτε σε σωστή σχέση με την Εκκλησία. Διότι η Εκκλησία αποτελείται από αμαρτωλούς, από αμετανόητους όμως είναι δύσκολο να το εννοήσει κανείς. Έτσι αυτή η σύγκριση μάς οδηγεί στην αληθινή μετάνοια και στην ταπείνωση, και με τον τρόπο αυτό βιώνεται το Μυστήριο της Εκκλησίας ως Μυστήριο Μετανοίας, Μυστήριο ταπεινώσεως ειλικρινούς. Διότι, καταλαβαίνουμε ότι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, άλλος πολύ και άλλος λίγο, αποτυγχάνομε στο να ταυτίσουμε την εικόνα και εμπειρία των Μυστηρίων με την καθημερινή μας ζωή και, επομένως, δεν κρίνουμε τους άλλους, δεν κατακρίνουμε, αλλά μετανοούμε και αγαπούμε με ταπείνωση. Όλα αυτά πρέπει να τα δούμε όχι ως εντολές, αν και είναι βεβαίως εντολές, αλλά κυρίως ως συνέπειες της εμπειρίας που παίρνουμε μέσα στα Μυστήρια της Εκκλησίας. Τα Μυστήρια της Εκκλησίας φανερώνουν το εσχατολογικό, το τέλειο, και έτσι δίνουν το κριτήριο, με το οποίο θα κρίνουμε την καθημερινή μας ζωή. Έτσι η Εκκλησία βιώνεται κάθε στιγμή ως ελευθερία από το ψεύδος, την απάτη, την αυταπάτη, τον εγωισμό, τον ατομισμό και τελικά τη φθορά και το θάνατο. Και αυτό προϋποθέτει διαρκή αγώνα, διαρκή εγρήγορση του πιστού.
Αυτά είναι μερικές σκέψεις σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο βιώνεται το Μυστήριο της Εκκλησίας. Η βίωση του Μυστηρίου της Εκκλησίας είναι βεβαίως μεγάλο θέμα και όπως όλα τα θέματα αυτού του είδους προϋποθέτουν ανάλογη εμπειρία, για να μπορέσει κανείς να τα καταλάβει σωστά. Αλλά νομίζω ότι η εμπειρία, στην οποία πρέπει να βασιζόμαστε πάντοτε, όταν διδάσκουμε κάθε πιστό της Εκκλησίας, είναι αυτή την οποία κατεξοχήν γνωρίζουν όλοι οι πιστοί από τη μυστηριακή εμπειρία. Δεν λέγω ότι όλοι ζούμε την εμπειρία των Μυστηρίων με τον ίδιο τρόπο και σωστά, αλλά όλοι ξέρουμε περίπου για τί μιλάμε όταν μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα. Όπως γράφει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας «Η Εκκλησία σημαίνεται εν τοις Μυστηρίοις». Τα Μυστήρια, συνεπώς, είναι ο καλύτερος τρόπος, για να γίνει βίωμά μας το Μυστήριο της Εκκλησίας, όχι μόνο κατά την τέλεσή τους, αλλά και έξω από αυτήν, στην καθημερινή μας ζωή.
(Ομιλία που δόθηκε προς τους μετεκπαιδευόμενους Κατηχητές στην Αποστολική Διακονία στις 19-3-1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου