ΣΤ΄ Μέρος
“Εἶναι γεγονός πώς ἡ ἡσυχαστική ζωή, πού περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν Νοερά προσευχή, εἶναι ὁ πιό εὐλογημένος τρόπος ζωῆς. Γιά τούς ἡσυχαστάς Μοναχούς τό κομποσχοίνι μέ τήν εὐχούλα εἶναι πολύ πιό ἀποτελεσματική ὡς πρός τήν ὠφέλειά της ἀπό τήν ψαλτική τῆς ἐκκλησίας. (12)
Τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες πού τίς θέσπισαν καί τίς νομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά τήν κοινή λατρεία, δέν τίς παραβλέπουν, ἀλλά τίς κάνουν μέ κομποσχοίνι μέσα στίς πολύωρες ἀγρυπνίες τους.
Ὁ Γέροντάς μου ἐπέμενε στήν προφορική εὐχή. Δέν τήν σταματούσαμε καθόλου.
-Ἐγώ, μιᾶς καί συνήθως δέν ἦταν κανείς κοντά μου, φώναζα τήν προσευχή.
-Καί τήν ἔλεγα συνέχεια ὥσπου ὁ λαιμός μου πονοῦσε.
-Τοῦ λέω: Γέροντα, ἀπό τήν εὐχή, πονάει τό στόμα μου, ἡ γλῶσσα μου, ἔκλεισε ὁ λάρυγγάς μου εἶναι σάν πληγή. (13)
-Ἄς πληγώσῃ! Δέν παθαίνεις τίποτα. Ὑπομονή! Μήν τήν σταματᾶς καθόλου!
-Λέγε τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»… !
-Ὁ πόνος θά φέρῃ τήν πνευματική ἡδονή.
-Ἄν δέν πονέσῃς καρπό προσευχῆς δέν θά δῇς. Αὐτή θά σέ βοηθήσῃ.
-Θά σέ παρηγορήσῃ. Θά σέ διδάξῃ. Θά σοῦ γίνῃ φῶς. Θά σέ σώσῃ.
–«Κρᾶξον καί βόησον» τήν εὐχή:
–«Μέ προσευχή, νῆψι καί προσοχή ἀσφάλιζε τόν νοῦ σου».
Ἡ διάνοια σου ὄχι πρός τά ἔξω, ἀλλά πρός τά μέσα. Ὄχι λόγια, συμβουλές καί κηρύγματα, ἀλλά πολύ-πολύ ταπεινά καί μέ δάκρυα τήν προσευχή.
Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία, αὐτή εἶναι ἡ Πατερική ὁδός, αὐτή εἶναι τῶν παπούδων σας ἡ παραγγελία καί ἡ νουθεσία.
Δές την μέ τήν πρᾶξι. Γιατί ἄν δέν ἔχῃς πρᾶξι, πῶς θά μιλήσῃς γιά οὐράνια θεωρία;
-Νά ᾿ναι εὐλογημένο. Ἀλλά μέ τήν εἰσπνοή καί ἐκπνοή πονάει ἡ καρδιά μου.
-Δέν παθαίνεις τίποτε!
Ὅταν ἔλεγα τήν εὐχή καί προσπαθοῦσα νά ἀποκλείσω κάθε σκέψι καί κάθε εἰκόνα καί νά ἐπικρατήσῃ μόνον ἡ ε ὐ χ ή μέσα μου, μοῦ ἔλεγε, ὁ πειρασμός μέσω τῶν λογισμῶν, ὅτι «θά σκάσῃς τώρα»!
Καί ἐγώ ἀπαντοῦσα:
–«Ἄς σκάσω κι᾿ ἄς πλαντάξω. Ἐδῶ θά μάχωμαι μέχρι πού νά πεθάνω… ».
Ὅλοι μας ξέρομε ὅτι τά Ἱερά Μοναστήρια τά Ἁγιορείτικα, ὅταν βασιλεύει ὁ ἥλιος κλείνουνε. Ἔχουν ὅμως κι ἕνα πορτάκι μικρό τόσο, πού ἐν καιρῷ, σπάνια τό ἀνοίγουν αὐτό.
Ἀνάβει λοιπόν ὁ παπάς τό φανάρι του, περνάει τό πορτάκι κι ἀνεβαίνει ἀπάνω στό βουνό.
-Καλησπέρα σας.
-Καλῶς τόν παπά.
-Εὐλογημένε κύριε Δημήτρη, νά μέ συγχωρέσεις.
–Θεός σχωρέσοι. Συγχώρεσέ με κι ἐσύ.
Σ υ γ χ ω ρ ε θ ή κ α ν ε … !
Καί κατέβηκε κάτω ὁ παπάς πάλι καί λειτούργησε τήν ἄλλη μέρα”.
“Ὅλη τή μέρα μᾶς ὑπενθύμιζε ὁ Γέροντας:
-«Κρατᾶτε τήν εὐχή! «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»!Αὐτή θά σᾶς σώσῃ.
Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά φωτίσῃ τόν νοῦ σας, θά σᾶς δυναμώσῃ ψυχικά, θά σᾶς βοηθήσῃ στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν δαιμόνων.
Θά σᾶς καλλιεργήσῃ τίς ἀρετές καί θά σᾶς γίνῃ τά πάντα».
Γι᾿ αὐτό καί ἐπέμενε πολύ, σέ μᾶς τούς νεαρούς ὑποτακτικούς, στήν πρακτική μέθοδο τῆς προφορικῆς εὐχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Καθώς ἡ δική του ζωή ἦταν μιά συνεχής βία στό θέμα τῆς προσευχῆς, ἔτσι ἐπέμενε κι᾿ ἐμεῖς νά βιάζουμε ὅσο μποροῦμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά βυθίζουμε τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας, μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Αὐτή ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Γέροντός μας:
-“Νά μᾶς «σπρώχνῃ νά μᾶς ὠθῇ, νά μᾶς παρακολουθῇ» καί νά μᾶς θυμίζῃ συνεχῶς νά μνημονεύουμε μέ τήν εὐχή, τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, συνεχῶς μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μνημονεύουμε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀδιαλείπτως καί κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον» (14)”.
Ἀμήν, γένοιτο!
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».