Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Διότι ὁ Θεός θέλει νά σέ ξυπνήσει, νά μήν κοιμᾶσαι· μήν κοιμᾶσαι, λέγε τήν εὐχούλα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»… (Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης)

 


Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Γ΄ Μέρος

Ὁ ὑποτακτικός τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ, λέγοντας τήν εὐχή καί διά μέσω τῆς πρόθυμης ὑπακοῆς πού ἔδειξε πρός στιγμήν, κατάφερε καί «τό γιόμωσε τό καλάθι… Μόλις τό εἶδε, ἄρχισε νά τρέχει. Γιά νά τό δείξει στόν Γέροντά του!

Τρέχει λοιπόν, γιά νά τό δείξει στόν Γέροντά του, λέγοντάς του μέ δυνατή φωνή… «Γέροντα, γιόμωσε τό καλάθι νερό… !!!». Στό δρόμο λοιπόν φανερώνεται ὁ διάβολος μέ μορφή ἀνθρώπινη, καί τοῦ λέγει: (5)

-Καλόγερε, ποῦ πᾶς;

-Πάω στόν Γέροντά μου.

-Πῶς σέ λένε;

-Γεώργιο.

-Πόσα χρόνια ἔχεις καλόγερος;

-Πέντε-ἕξι.

-Τί δουλειά κάνεις;

-Σφραγίδια (ξυλόγλυπτα γιά τά πρόσφορα).

Πάει, ἔφυγε τό νερό κάτω!

Ἔπιασε τήν ἀργολογία, ἄφησε τήν εὐχή, πῆγε στόν Γέροντα μέ ἄδειο τό καλάθι!

-Τί συμβαίνει, παιδί μου;

-Γέροντα, ἔτσι κι ἔτσι.

-Ἄφησες τήν εὐχή, παιδί μου, γι᾿ αὐτό ἔφυγε τό νερό.

Βλέπεις ὅταν ἔλεγες τήν εὐχή, τό καλάθι κρατοῦσε τό νερό.

-Ὅταν σταμάτησες, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» κι ἄρχισες τήν ἀργολογία, ἔφυγε τό νερό.

Καί ὁ Θεός μᾶς δοκιμάζει καμιά φορά νά μᾶς ξυπνήσει, νά ποῦμε. Σοῦ στέλνει ἕναν πειρασμό ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεός θέλει νά σέ ξυπνήσει, νά μήν κοιμᾶσαι· μήν κοιμᾶσαι, λέγε τήν εὐχούλα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»… «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»… «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»…

Καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν προσεύχεται εἰς τό Θεό, ἀπορροφᾶ, τρόπον τινά, τίς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, νά ποῦμε, εἶναι ἀγαθός, δέν ὀργίζεται, μακροθυμεῖ.

Καί ῾σύ μετά τήν προσευχή, σοῦ ῾ρχεται ἕνα τέτοιο πράγμα, μακρόθυμος, ὅ,τι νά σοῦ κάνει ὁ ἄλφα, ὁ βήτα, δέν πειράζει, ἔ, δέν πειράζει αὐτό. Ἐπειδή ἡ χάρις σέ χαρίτωσε.

Θά σέ κάνει κατόπιν, πῶς νά ποῦμε, πάντα προσευχόμενον.

Ναί. Ἐπῆρες αὐτή τήν ἰδιότητα, προσευχόμενος εἰς τό Θεό, τήν πῆρες αὐτή τήν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ.

Ὅ,τι ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἰωσήφ μᾶς παρέδωσε, ἀλλά καί οἱ νηπτικοί Πατέρες στή Φιλοκαλία πού γράφουν, καί ὅ,τι ἡ μικρή μας πείρα μᾶς δίδαξε, ἡ κ α λ υ τ έ ρ α προσευχή γίνεται νύχτα:

-«Ὅταν ξυπνήσουμε τό βράδυ καί βολιδοσκοπήσουμε τήν ψυχή μας ὅτι ρέπει πρός τή λύπη, τότες θά φέρουμε θεωρίες θλιβερές.

Ἐγώ στό Κελλάκι μου ὅταν βρίσκομαι καί ξυπνάω, φέρνω μία θεωρία ὅτι πέθανα, μοῦ ἔκαναν ἀνακομιδή οἱ Πατέρες καί φέραν ἕνα καλάθι μπροστά στό τραπέζι.

Ἐκεῖ εἶναι τά κόκκαλά μου, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ νεκροκεφαλή, ἡ κάρα πού λέμε. Δέν μοῦ λές ἐσύ, παπα-Ἐφραίμ, τώρα ποῦ βρίσκεσαι;

Βρίσκεσαι στόν Παράδεισο; Καλῶς.

Ἄν βρίσκεσαι στήν Κόλαση, τότες ἄρχισε ἀπό τώρα καί κλαῖγε καί θρήνησε ὅτι εἶσαι ἀνάξιος τῆς ἀποστολῆς σου, νά ποῦμε.

Κι’ ἀπό ῾κεῖ ἔρχονται οἱ διάφορες ἔννοιες, οἱ διάφορες θεωρίες καί προβιβάζεται ἡ ψυχή, τρόπον τινά, ἀπό λίγη κ α τ ά ν υ ξ η, σέ μεγαλυτέρα κ α τ ά ν υ ξ η, σέ μεγαλυτέρα κ α τ ά ν υ ξ η… !!!

Ὅταν ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἔχει ἡ ψυχή χαρά, φέρνουμε θεωρίες χαροποιές. Τό κυριότερο, νά ποῦμε, ἡ χαροποιά θεωρία εἶναι στή σοφία τοῦ Θεοῦ».

«Ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων» (Ψαλμός 142, 5).

Ὅταν φέρουμε τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, μέ τί σοφία τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός ὅλο, δέν μπορεῖ παρά ὁ νοῦς προβιβάζεται σέ ἀνωτέρα θεωρία, σέ ἀνωτέρα θεωρία καί θαυμάζει καί ἐκπλήττεται τή σοφία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη, τήν ὁποία ἔχει ὁ Θεός, ὅτι ἐδημιούργησε ὅλο τό σύμπαν καί τελευταία ἔκανε τόν ἄνθρωπο.

Ἀφοῦ τά ἔκανε ὅλα, τελευταῖον ἔκανε τόν ἄνθρωπο. Βασιλέα τῆς κτίσεως. Ἀπό ῾κεῖ θά ῾ρθουν ὅλες οἱ θεωρίες οἱ χαροποιές”.

Καί ὁ Γέροντας συνεχῶς μᾶς παρακολουθοῦσε στό νά βιώνουμε τήν σιωπή μέ τήν προσευχή. Καί γι᾿ αὐτό μᾶς ἔλεγε: (6)

«Ἀπό ἐσᾶς δέν θέλω τίποτε. Ἐγώ θά μαγειρεύω, ἐγώ θά σᾶς διακονῶ. Ἀπό σᾶς θέλω μόνο μέρα-νύχτα σιωπή, εὐχή, μετάνοια καί κυρίως δάκρυα.

Τίποτε ἄλλο δέν θέλω, μόνο βία στήν προσευχή καί δάκρυα μέρα-νύχτα.

Διότι, ὅταν ἐρχώμεθα ἀπό τόν κόσμο, ὁ νοῦς μας εἶναι πολύ φορτωμένος ἀπό πάθη, προλήψεις, σκέψεις, λογισμούς. Διαστροφές καί τόνους ἐγωϊσμοῦ καί κενοδοξίας. Ὅλος αὐτός ὁ κόσμος τῶν παθῶν ἔχει καί τούς ἀνάλογους λογισμούς καί φαντασίες.

Ἐάν προσπαθήσουμε νά κρατήσουμε τόν νοῦ ἀποσπασμένο καί τραβηγμένο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γιά νά προσευχηθοῦμε, δέν μποροῦμε νά τό κατορθώσουμε. Γιατί;

-Διότι εἴμαστε ψυχικά ἀδύναμοι καί ὁ μετεωρισμός πολύ εὔκολος.

Καί ἐφ᾿ ὅσον δέν μποροῦμε νοερά νά κρατήσουμε τήν προσευχή, κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν παράδοσι τῶν Γερόντων μας καί γιά λόγους ὑπακοῆς, προσπαθοῦμε νά λέμε τήν εὐχή προφορικά.

Γιά νά μπορέσουμε ἔτσι μέ τήν φωνή τῆς προσευχῆς νά ἀποσπάσουμε τόν νοῦ ἀπό τόν μετεωρισμό, ὥστε σιγά-σιγά ἡ εὐχή νά γλυκάνῃ τόν νοῦ καί νά τόν ἀποσπάσῃ ἀπό τήν κοσμική τροφή.

Κι᾿ ἔτσι σιγά-σιγά νά τόν κλείσῃ μέσα στήν καρδιά ἐπικαλούμενος ἀδιαλείπτως τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Σ᾿ αὐτό θά βοηθήσῃ πολύ τό σταμάτημα τῆς ἀργολογίας, γιά νά καλύπτεται ὅλος ὁ χρόνος μέ προσευχή».

Ἀμήν, γένοιτο!

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου