Ζ΄ Μέρος
“Βλέπετε ὅτι σέ κάθε περίπτωση ἐπιβάλλεται ἡ προσευχή. Δέν μπορεῖς ἐκείνη τήν ὥρα τί νά κάνεις, σαστίζεις, δέν ξέρεις τί νά κάνεις. «Παναγία μου, τί νά κάνω;».
Κάποτε ὁ Γέροντας περνοῦσε κάποιο μεγάλο πειρασμό ἐξωτερικά ἀλλά κοπίαζε πάρα πολύ καί ψυχικά. Κατέφυγε λοιπόν στήν Ἐκκλησία καί ἔχυσε ὅλο τόν πόνο τῆς καρδιᾶς του μπροστά στήν Παναγία, τήν ὁποία λάτρευε κυριολεκτικά. (15)
Τότε, χωρίς νά τό καταλάβει, ἔκλεισαν τά σωματικά του μάτια κι ἄνοιξαν τά ψυχικά. Εἶδε ὅτι ἡ Παναγία βγῆκε, ξεκόλλησε ἀπό τό τέμπλο κι’ ὁλοζώντανη στάθηκε μπροστά του ἔχοντας στήν ἀγκαλιά της τόν Κύριο, βρέφος μικρό.
«Μή στενοχωριέσαι, τοῦ εἶπε, ἐγώ θά σέ βοηθήσω». Κι’ ἁπλώνοντας τό Θείο βρέφος τό χεράκι Του τόν θώπευε στό πρόσωπο καί ἡ ψυχή τοῦ Γέροντα γέμισε μέ ἀπέραντη ἀγάπη καί ἔρωτα Θεοῦ.
Ἡ στενοχώρια ἔφυγε καί ἡ ὑπόθεση τακτοποιήθηκε πολύ καλά”.
Καί σέ βοηθάει ἡ Παναγία. Δέν μπορεῖς, Πάτερ, νά λειτουργήσεις. «Μή τά ἁμαρτήματά μου κωλύσωσι ἐνθάδε παραγενέσθαι τό Ἅγιόν Σου Πνεῦμα».
Πάτερ μου, λειτουργᾶμε, μεταλαμβάνομε, ἡ Θεία χάρις κατέρχεται, ἀλλά «μή εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα», τό λέμε κι αὐτό. (16)
Οἱ περισσότεροι πού ἔρχονται στά Κατουνάκια, πές μας, τί λένε.
-Ἔ, νά σᾶς πῶ ὅτι, ἀφιερῶστε τουλάχιστον τό εἰκοσιτετράωρο μισή ὥρα.
-Ὅποια ὥρα, κατά τήν κοσμικιά δέκα, ἕντεκα πρό τοῦ μεσονυκτίου.
-Καί νά λέτε τήν εὐχούλα δίχως νά κρατᾶτε κομποσχοίνι στό χέρι σας.
-Ἱκετευτικά, παρακλητικά, κλαψιάρικα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
-Ἔτσι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»…
–Κ α λ λ ι έ ρ γ η σ έ το αὐτό καί θά δεῖς τί καρπό θά βγάλει.
-Ἀπό μισή ὥρα θά τό κάνεις κατόπιν μία ὥρα· καί πρόσεξε ὅτι ἐκείνην τήν ὥρα εἴτε τό τηλέφωνο θά σοῦ χτυπήσει, ἤ αὐτή τή δουλειά πρέπει νά τήν κάνω τώρα, ἤ ὕπνος θά σέ χτυπήσει ἐκείνην τήν ὥρα.
-Τίποτες. Κλεῖσ᾿ το τό τηλέφωνο, τελείωσε ὅλες τίς δουλειές σου καί κάνε αὐτό, μισή ὥρα, ὄχι περισσότερο.
-Καί θά δεῖς, αὐτό εἶναι, θά φυτέψεις ἕνα δεντράκι καί αὔριο-μεθαύριο θά κάνει καρπό”.
Κι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀπ᾿ αὐτό ἄρχισαν. Ὡς ἕνα μικρό δεντράκι ξεκίνησαν κι ἔγιναν φωστῆρες τῆς Οἰκουμένης.
Ἡ ᾀσματική Νύμφη ὅταν ἔφυγε μέ τό λογισμό της ἀπό τή γῆ, διότι τῆς εἶπαν ὅτι στόν οὐρανό ὑπάρχει ὁ Νυμφίος σου, ἐπῆγε εἰς τούς οὐρανούς, καί εἶπε στούς ἀγγέλους:
-Παραμερίστε, παραμερίστε… !
-Τί θέλεις;
-Θέλω τόν Νυμφίο μου, λέει.
-Καί τί τόν θέλεις;
-Θέλω νά τόν δῶ.
Κι ἔδειξε τό δακτυλίδι τό ὁποῖο ἐχάρισε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἀπάνω εἰς τήν κουρά.
Ἐχάρησαν τά τάγματα τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων, ὅταν εἶδαν τό δακτυλίδι, ὡς ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς καί πάνσοφος Αἰκατερίνη.
Ὅταν δέ κατόπιν ἔδειξε καί τό Σχῆμα τό ἀγγελικό, ἀνεβόησαν, κεκράγεσαν, ἐπήρθη τό ὑπέρθυρον ἐκ τῆς βοῆς αὐτῶν, ἐκ τῆς χαρᾶς, διότι εἰσῆλθεν ἄνθρωπος εἰς τό τάγμα τους.
Καί ἤρξαντο νά ἐναγκαλίζουν καί νά φιλοῦν τήν ᾀσματική νύμφη.
Ξαφνικά ἐσιώπησαν. Διότι διετάχθησαν νά σιωπήσουν.
Καί «μία φωνή ὡς αὔρα λεπτή ἠκούσθη», ὅπως ἐχθές διαβάσαμε τόν Προφήτη Ἠλία, οὔτε εἰς τήν φωτιά, οὔτε εἰς τόν σεισμό, οὔτε σ᾿ αὐτό, δέν ἦταν ὁ Θεός.
Στήν «αὔρα λεπτή»! (Γ´ Βασ. 19, 11-12)
–Καί ἵνα τί με ζητεῖς ἐδῶ;
–Δέν ξέρεις ὅτι μέσα στήν καρδιά σου ὑπάρχω;
Ἔ, τότες ἡ ᾀσματική Νύμφη συνῆλθε, ὅπως ὁ Θεῖος Αὐγουστῖνος, καί εἶδε μέσα της Αὐτόν τόν ὁποῖον ζητοῦσε καί ἔτρεχε στά βουνά καί στά ὄρη νά ζητήσει, τόν εἶδε μέσα της. Ὄντως «ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐντός ἡμῶν ἐστι»!
Διότι, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, «Ἐπερωτηθείς δέ ὑπό τῶν Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπεκρίθη αὐτοῖς καί εἶπεν· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετά παρατηρήσεως, οὐδέ ἐροῦσιν ἰδού ὧδε ἤ ἰδού ἐκεῖ· ἰδού γάρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 20-21).
Κάτι τέτοιες θεωρίες ἔρχονται μέσα εἰς τήν ἡσυχία τῆς νυκτός.
Ὁπότε κατόπιν ὁ ἄνθρωπος κατά τό μέτρο του ἀπολαμβάνει:
-Τίποτε δέν θέλεις ἐκείνη τήν ὥρα, μόνον αὐτήν τή θεωρία, αὐτήν τή γλυκύτητα, αὐτήν τήν πνευματική ἡδονή νά αἰσθάνεσαι.
-Καί στήν Κόλαση νά ὑπάγω, αὐτό θά αἰσθανθῶ, δέν τό θεωρῶ τίποτες. Δέν εἶμαι μέσα στήν Κόλαση.
-Δοκίμασε τόν ἑαυτό σου, πάρε τό κ ο μ π ο σ χ ο ι ν ά κ ι σου, κάθησε μίαν ὥρα, κάνε κομποσχοίνι.
-Κουράστηκες;
-Ἔ, τότες θέλεις ἄλλην τροφή, βάλε λίγη ἀνάγνωση ἤ ψάλλε ἤ κάνε κανένα ἄλλο ἔτσι σωματικό ἔργο, νά ποῦμε. Ἡ ἀλλαγή δηλαδή τῆς πνευματικῆς τροφῆς ὠφελεῖ, πολύ ὠφελεῖ…
–Ἕνα ὄνομα μόνο μένει, κι’ αὐτό τό ὄνομα εἶναι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Τό «Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ἀμήν, γένοιτο!
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου