Ε΄ Μέρος
Ἀδέλφια μου, ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ, ὁ Φιλοθεΐτης, μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὅτι: “Λέγοντας τήν εὐχή ὅλη τήν ἡμέρα μέ τό στόμα εἶχε τόση χαρά ἡ ψυχή μας, τόση κ α τ ά ν υ ξ η καί τόσα δ ά κ ρ υ α, πού δέν περιγράφονται. (9)
Πολλές φορές δέ ἐρχόνταν τόση Χάρις ἀπό τήν προφορική εὐχή, πού ἔνοιωθε μέσα του ὁ εὐχόμενος τόση Θεία ἀγάπη, πού ἀκόμα καί ὁ νοῦς του μποροῦσε νά ἁρπαγῇ σέ θεωρία.
Κι᾿ αὐτό ἐπιβεβαιωνόταν καί στό διακόνημα ἀκόμη, πού κατά ἀνερμήνευτον τρόπο, ὁ νοῦς δέν ἦταν ἁπλῶς στήν προσευχή, ἀλλά στή θεωρία τοῦ Θεοῦ, στή θεωρία -ἐν αἰσθήσει- τοῦ ἄλλου κόσμου.
-Ἁρπαζόταν ὁ νοῦς ἀκόμα καί ὅταν βοηθοῦσα τόν Γέροντα, γιά νά πᾶμε στήν ἐκκλησία τήν νύχτα.
-Μέ τό σῶμα βοηθοῦσα τόν Γέροντα Ἰωσήφ, ἀλλά μέ τόν νοῦ μου δέν ἤμουν κοντά του.
-Ὁ νοῦς μου ἦταν ἀλλοῦ.
–Περιπολοῦσε στά οὐράνια.
Καί πάλι συνερχόμουν καί ἔνοιωθα ὅτι βρισκόμουν κοντά στόν Γέροντα καί τόν παπποῦ Ἀρσένιο.
Καί στή συνέχεια ξανά ἔφευγα, καί νοερῶς θαυμάζοντας ἔλεγα:
-«Τί εἶναι ἡ πνευματική ζωή!
-Τί μεγαλεῖο εἶναι ὁ Μοναχισμός!
-Πῶς μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο;
-Πῶς τόν μεταποιεῖ;
-Πῶς τόν ἀλλάζει;
-Πῶς καθιστᾶ τόν νοῦ του τόσο ἐλαφρύ πνευματικά ὥστε νά ξεπερνᾶ ὅλες τίς δυσκολίες καί νά φθάνῃ μέχρις ἐκεῖ, πού δέν μπορεῖ νά ἐκφράσῃ μέ λόγια!»
“Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἰδίως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, τό λέει μέσα ὅτι ἡ εὐχή δέν εἶναι μία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀναλόγως τῆς καταστάσεως. (10)
-Ὁ ἄλλος λέει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
-Ἄλλος λέει: «Ἰησοῦ Χριστέ μου, ἐλέησόν με».
–Ἄλλος λέει: «Ἰησοῦ μου, ἐλέησόν με».
-Ἄλλος: «Ἰησοῦ μου».
-Ἄλλος τίποτε.
-Ἔ, τό τίποτα εἶναι σ᾿ ἕναν ἀνώτερο βαθμό, νά ποῦμε, πού δέν μπορεῖς νά μιλήσεις ἐκείνην τήν ὥρα, μόνο ἀπολαμβάνεις αὐτήν τή γλυκύτητα.
-Ὅταν ὑποβιβάζεται αὐτή ἡ κατάσταση, τότε βλέπεις μέσα σου καί λέει τήν εὐχή ἡ καρδιά σου.
-Τότες ἐκείνη τήν ὥρα μπορεῖς νά λύσεις καί πολλά προβλήματα.
Ἐνῶ προηγουμένως δέν ἄκουες τήν εὐχή, ὅταν ἦρθες στό τέρμα, στό ζενίθ δέν ἄκουες τίποτα, μόνο ἀπολάμβανες ἔτσι.
Ὅταν ὑποβιβάστηκε, ἀκοῦς καί ἡ καρδιά σου λέει τήν εὐχή, ὅποτε μπορεῖς ν᾿ αὐτοκυριαρχήσεις ἐκείνην τήν ὥρα.
Στό ἄλλο ὅμως δέν μπορεῖς ν᾿ αὐτοκυριαρχήσεις.
-Ὄχι ὅτι δέν μπορεῖς, ἀλλά δέν σ᾿ ἀφήνει, σέ τραβάει.
Καί τά παρατᾶς ὅλα καί κάθεσαι σάν ἕνας ἄψυχος, νά ποῦμε, καί παρακολουθεῖς.
-Πόσο θά διαρκέσει αὐτό εἶναι κρίσις Θεοῦ. Πόσο θά διαρκέσει αὐτό τό πράγμα.
Μπορεῖ νά διαρκέσει καί μισή ὥρα, μπορεῖ νά διαρκέσει καί πέντε λεπτά, μπορεῖ νά διαρκέσει καί περισσότερο».
Σ᾿ ἕνα Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τό γνωρίζετε, ἰδιόρυθμο ἤτανε. Εἶπε ὁ παπάς στόν ἀγωγιάτη:
-Κύριε Δημήτριε, μοῦ φέρνεις καί μένα πέντε-δέκα φορτία ξύλα, νά κάψω τό χειμώνα;
-Θά σοῦ φέρω, παπα-Ἐφραίμ.
Ἔφερε.
-Φέρ᾿ τα ἀπό ῾δῶ.
-Ὄχι ἀπό ῾κεῖ, τό ζῶο φοβᾶται, Γέροντα.
-Φέρ᾿ τα ἀπό ῾δῶ, ντέ.
Μαλώσανε.
-Ἀσυγχώρητος.
Κι ἐσύ ἀκοινώνητος.
Ἔφυγε ὁ ἀγωγιάτης, πῆγε ἀπάνω στό βουνό. Ὁ παπάς τώρα τί πρέπει νά κάνει;
-Μπορεῖ νά λειτουργήσει, νά φέρει σέ ἀδιαφορία, ὅτι ἐγώ εἶχα δίκιο; Ὄχι.
–Μπορεῖ νά λειτουργήσει; Ὄχι.
Τί νά κάνει. Τώρα μάχονται δύο: «Καλά, αὔριο πού θά ῾ρθεῖ -γιατί ἤτανε βραδάκι- αὔριο πού θά ῾ρθει ὁ ἀγωγιάτης, τοῦ λέω ὅτι νά μέ συγχωρέσει».
Ὁ ἄλλος λέει: «Καλά, ἄν δέν ἔρθει ὁ ἀγωγιάτης αὔριο κι ἔλαβε ἕνα τηλεγράφημα ἀπό τή γυναίκα του νά πάει ὅτι τό παιδί ἀρρώστησε, τί θά κάνεις;»
-Πάτερ, ἐδῶ εἶναι ὁ θησαυρός τοῦ καλογήρου. Προσευχή.
–«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»…
-Παναγία μου, τί νά κάνω; (Τό Ἰβήρων ἦταν τό Ἱερό Μοναστήρι.)
-Παναγία Πορταΐτισσα, τί νά κάνω, βοήθησέ με.
Κεραυνοβόλος ἔρχεται ἡ πληροφορία, ἡ ἔμπνευση, νά ποῦμε, ἡ παρουσία τῆς Παναγίας”.
“Ὅποια ἐργασία κι᾿ ἄν κάναμε, μᾶς φώναζε ὁ Γέροντας. (11)
-Ἔλεγε ὁ Γέροντάς μας: «Παιδιά νά λέτε τήν εὐχή, νά τήν φωνάζετε!»
Φυσικά, δέν ἐννοοῦσε νά οὐρλιάζουμε, ἀλλά νά τήν λέμε μέ ἔντασι καρδιᾶς καί νά μήν τήν σταματᾶμε καθόλου. Πράγματι, λέγαμε τήν εὐχή ἀκατάπαυστα, ἁπλά, ψιθυριστά, γιά νά μήν γίνεται θόρυβος καί γιά νά μήν ἐνοχλοῦμε τόν πλησίον ἀδελφό. Ἀλλά δέν τήν σταματούσαμε καθόλου, βράχνιαζε ὁ λάρυγγας καί πονοῦσε ἡ γλῶσσα, ἀλλά ἡ εὐχή, εὐχή.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἀγωνιζόμασταν προφορικά μέ τήν εὐχούλα, μᾶς ἀποκαλοῦσαν κενόδοξους καί πλανεμένους.
Μά, ἐμεῖς δέν τό κάναμε γιά νά μᾶς ἀκοῦν οἱ ἄλλοι καί νά μᾶς ἐπαινοῦν. Δέν τό κάναμε γιά νά δείχνουμε ὅτι εἴμεθα ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Ὄχι!!!
Ἀλλά διότι αὐτός ἦταν ἕνας τρόπος ἀγωνιστικότητας καί μία μέθοδος προσευχῆς μέ πολλά ἀποτελέσματα:
–Πρῶτον, μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζεται ἡ ἀτμόσφαιρα καί φυγαδεύονται τά δαιμόνια.
–Δεύτερον, ὅταν προσεύχεται κανείς ὁ ἄλλος εὔκολα δέν τόν πλησιάζει νά ἀργολογήσῃ. Τό σκέπτεται. «Πῶς νά τόν σταματήσω τώρα, ἀπό τήν προσευχή καί νά καθίσω νά τοῦ πῶ: Ξέρεις! Ἐκεῖνο, τό ἄλλο, τό παράλλο. Δέν θά μοῦ δώσῃ σημασία».
–Τρίτον, σταματάει τόν μετεωρισμό, δηλαδή τήν “ἀργολογία” τοῦ νοῦ. Διότι κι᾿ ἐάν ἀκόμα ὁ νοῦς ξεφύγη, πολύ σύντομα ὁ ἦχος τῆς φωνῆς τόν ἐπαναφέρει πίσω.
–Τέταρτον, μπορεῖ ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος ρεμβάζει ἤ ἀργολογεῖ, νά ἀνανήψῃ καί νά πῇ: «Μά ὁ ἀδελφός μου προσεύχεται, ἐγώ τί κάνω;».
Κι᾿ ἔτσι ἡ προφορική ἐπίκλησις, ἡ ἤσυχη, ἡ ἤρεμη, ἡ χαμηλόφωνη, φέρνει τόσα καλά! Καί ἀκούγεται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούγεται ὁ βόμβος τῶν μελισσῶν, ὅταν μπαίνουν καί βγαίνουν ἀπό τήν κυψέλη κάνοντας τό μέλι, τόσο χρήσιμο καί ὠφέλιμο”.
«Οὕτω πώς καί τό μέλι τό τόσο πνευματικό σέ ὠφέλεια, γίνεται ὅταν φωνάζουμε, σάν ἄλλες πνευματικές μέλισσες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».
Ἀμήν, γένοιτο!
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου