Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

«Μέ προσευχή, νῆψι καί προσοχή ἀσφάλιζε τόν νοῦ σου» (Ἅγιος Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής) Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

 




ΣΤ΄ Μέρος

Εἶναι γεγονός πώς ἡ ἡσυχαστική ζωή, πού περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν Νοερά προσευχή, εἶναι ὁ πιό εὐλογημένος τρόπος ζωῆς. Γιά τούς ἡσυχαστάς Μοναχούς τό κομποσχοίνι μέ τήν εὐχούλα εἶναι πολύ πιό ἀποτελεσματική ὡς πρός τήν ὠφέλειά της ἀπό τήν ψαλτική τῆς ἐκκλησίας. (12)

Τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες πού τίς θέσπισαν καί τίς νομοθέτησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γιά τήν κοινή λατρεία, δέν τίς παραβλέπουν, ἀλλά τίς κάνουν μέ κομποσχοίνι μέσα στίς πολύωρες ἀγρυπνίες τους.

Ὁ Γέροντάς μου ἐπέμενε στήν προφορική εὐχή. Δέν τήν σταματούσαμε καθόλου.

-Ἐγώ, μιᾶς καί συνήθως δέν ἦταν κανείς κοντά μου, φώναζα τήν προσευχή.

-Καί τήν ἔλεγα συνέχεια ὥσπου ὁ λαιμός μου πονοῦσε.

-Τοῦ λέω: Γέροντα, ἀπό τήν εὐχή, πονάει τό στόμα μου, ἡ γλῶσσα μου, ἔκλεισε ὁ λάρυγγάς μου εἶναι σάν πληγή. (13)

-Ἄς πληγώσῃ! Δέν παθαίνεις τίποτα. Ὑπομονή! Μήν τήν σταματᾶς καθόλου!

-Λέγε τήν εχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»… !

-Ὁ πόνος θά φέρῃ τήν πνευματική ἡδονή.

-Ἄν δέν πονέσῃς καρπό προσευχῆς δέν θά δῇς. Αὐτή θά σέ βοηθήσῃ.

-Θά σέ παρηγορήσῃ. Θά σέ διδάξῃ. Θά σοῦ γίνῃ φῶς. Θά σέ σώσῃ.

«Κρᾶξον καί βόησον» τήν εὐχή:

«Μέ προσευχή, νῆψι καί προσοχή ἀσφάλιζε τόν νοῦ σου».

Ἡ διάνοια σου ὄχι πρός τά ἔξω, ἀλλά πρός τά μέσα. Ὄχι λόγια, συμβουλές καί κηρύγματα, ἀλλά πολύ-πολύ ταπεινά καί μέ δάκρυα τήν προσευχή.

Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία, αὐτή εἶναι ἡ Πατερική ὁδός, αὐτή εἶναι τῶν παπούδων σας ἡ παραγγελία καί ἡ νουθεσία.

Δές την μέ τήν πρᾶξι. Γιατί ἄν δέν ἔχῃς πρᾶξι, πῶς θά μιλήσῃς γιά οὐράνια θεωρία;

-Νά ᾿ναι εὐλογημένο. Ἀλλά μέ τήν εἰσπνοή καί ἐκπνοή πονάει ἡ καρδιά μου.

-Δέν παθαίνεις τίποτε!

Ὅταν ἔλεγα τήν εὐχή καί προσπαθοῦσα νά ἀποκλείσω κάθε σκέψι καί κάθε εἰκόνα καί νά ἐπικρατήσῃ μόνον ἡ ε ὐ χ ή μέσα μου, μοῦ ἔλεγε, ὁ πειρασμός μέσω τῶν λογισμῶν, ὅτι «θά σκάσῃς τώρα»!

Καί ἐγώ ἀπαντοῦσα:

«Ἄς σκάσω κι᾿ ἄς πλαντάξω. Ἐδῶ θά μάχωμαι μέχρι πού νά πεθάνω… ».

Ὅλοι μας ξέρομε ὅτι τά Ἱερά Μοναστήρια τά Ἁγιορείτικα, ὅταν βασιλεύει ὁ ἥλιος κλείνουνε. Ἔχουν ὅμως κι ἕνα πορτάκι μικρό τόσο, πού ἐν καιρῷ, σπάνια τό ἀνοίγουν αὐτό.

Ἀνάβει λοιπόν ὁ παπάς τό φανάρι του, περνάει τό πορτάκι κι ἀνεβαίνει ἀπάνω στό βουνό.

-Καλησπέρα σας.

-Καλῶς τόν παπά.

-Εὐλογημένε κύριε Δημήτρη, νά μέ συγχωρέσεις.

Θεός σχωρέσοι. Συγχώρεσέ με κι ἐσύ.

Σ υ γ χ ω ρ ε θ ή κ α ν ε … !

Καί κατέβηκε κάτω ὁ παπάς πάλι καί λειτούργησε τήν ἄλλη μέρα”.

Ὅλη τή μέρα μᾶς ὑπενθύμιζε ὁ Γέροντας:

-«Κρατᾶτε τήν εὐχή! «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»!Αὐτή θά σᾶς σώσῃ.

Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά φωτίσῃ τόν νοῦ σας, θά σᾶς δυναμώσῃ ψυχικά, θά σᾶς βοηθήσῃ στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν δαιμόνων.

Θά σᾶς καλλιεργήσῃ τίς ἀρετές καί θά σᾶς γίνῃ τά πάντα».

Γι᾿ αὐτό καί ἐπέμενε πολύ, σέ μᾶς τούς νεαρούς ὑποτακτικούς, στήν πρακτική μέθοδο τῆς προφορικῆς εὐχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Καθώς ἡ δική του ζωή ἦταν μιά συνεχής βία στό θέμα τῆς προσευχῆς, ἔτσι ἐπέμενε κι᾿ ἐμεῖς νά βιάζουμε ὅσο μποροῦμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά βυθίζουμε τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας, μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Αὐτή ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου Γέροντός μας:

-“Νά μᾶς «σπρώχνῃ νά μᾶς ὠθῇ, νά μᾶς παρακολουθῇ» καί νά μᾶς θυμίζῃ συνεχῶς νά μνημονεύουμε μέ τήν εὐχή, τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, συνεχς μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μνημονεύουμε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀδιαλείπτως καί κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον» (14)”.

Ἀμήν, γένοιτο!

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

«Δοκίμασε τόν ἑαυτό σου, πάρε τό κ ο μ π ο σ χ ο ι ν ά κ ι σου, κάθησε μίαν ὥρα, κάνε κομποσχοίνι» (Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης) Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

 



Ζ΄ Μέρος

Βλέπετε ὅτι σέ κάθε περίπτωση ἐπιβάλλεται ἡ προσευχή. Δέν μπορεῖς ἐκείνη τήν ὥρα τί νά κάνεις, σαστίζεις, δέν ξέρεις τί νά κάνεις. «Παναγία μου, τί νά κάνω;».

Κάποτε ὁ Γέροντας περνοῦσε κάποιο μεγάλο πειρασμό ἐξωτερικά ἀλλά κοπίαζε πάρα πολύ καί ψυχικά. Κατέφυγε λοιπόν στήν κκλησία καί ἔχυσε ὅλο τόν πόνο τῆς καρδιᾶς του μπροστά στήν Παναγία, τήν ὁποία λάτρευε κυριολεκτικά. (15)

Τότε, χωρίς νά τό καταλάβει, ἔκλεισαν τά σωματικά του μάτια κι ἄνοιξαν τά ψυχικά. Εἶδε ὅτι ἡ Παναγία βγῆκε, ξεκόλλησε ἀπό τό τέμπλο κι’ ὁλοζώντανη στάθηκε μπροστά του ἔχοντας στήν ἀγκαλιά της τόν Κύριο, βρέφος μικρό.

«Μή στενοχωριέσαι, τοῦ εἶπε, ἐγώ θά σέ βοηθήσω». Κι’ ἁπλώνοντας τό Θείο βρέφος τό χεράκι Του τόν θώπευε στό πρόσωπο καί ἡ ψυχή τοῦ Γέροντα γέμισε μέ ἀπέραντη ἀγάπη καί ἔρωτα Θεοῦ.

Ἡ στενοχώρια ἔφυγε καί ἡ ὑπόθεση τακτοποιήθηκε πολύ καλά”.

Καί σέ βοηθάει ἡ Παναγία. Δέν μπορεῖς, Πάτερ, νά λειτουργήσεις. «Μή τά ἁμαρτήματά μου κωλύσωσι ἐνθάδε παραγενέσθαι τό Ἅγιόν Σου Πνεῦμα».

Πάτερ μου, λειτουργᾶμε, μεταλαμβάνομε, ἡ Θεία χάρις κατέρχεται, ἀλλά «μή εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα», τό λέμε κι αὐτό. (16)

Οἱ περισσότεροι πού ἔρχονται στά Κατουνάκια, πές μας, τί λένε.

-Ἔ, νά σᾶς πῶ ὅτι, ἀφιερῶστε τουλάχιστον τό εἰκοσιτετράωρο μισή ὥρα.

-Ὅποια ὥρα, κατά τήν κοσμικιά δέκα, ἕντεκα πρό τοῦ μεσονυκτίου.

-Καί νά λέτε τήν εὐχούλα δίχως νά κρατᾶτε κομποσχοίνι στό χέρι σας.

-Ἱκετευτικά, παρακλητικά, κλαψιάρικα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

-Ἔτσι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»…

Κ α λ λ ι έ ρ γ η σ έ το αὐτό καί θά δεῖς τί καρπό θά βγάλει.

-Ἀπό μισή ὥρα θά τό κάνεις κατόπιν μία ὥρα· καί πρόσεξε ὅτι ἐκείνην τήν ὥρα εἴτε τό τηλέφωνο θά σοῦ χτυπήσει, ἤ αὐτή τή δουλειά πρέπει νά τήν κάνω τώρα, ἤ ὕπνος θά σέ χτυπήσει ἐκείνην τήν ὥρα.

-Τίποτες. Κλεῖσ᾿ το τό τηλέφωνο, τελείωσε ὅλες τίς δουλειές σου καί κάνε αὐτό, μισή ὥρα, ὄχι περισσότερο.

-Καί θά δεῖς, αὐτό εἶναι, θά φυτέψεις ἕνα δεντράκι καί αὔριο-μεθαύριο θά κάνει καρπό”.

Κι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἀπ᾿ αὐτό ἄρχισαν. Ὡς ἕνα μικρό δεντράκι ξεκίνησαν κι ἔγιναν φωστῆρες τῆς Οἰκουμένης.

Ἡ ᾀσματική Νύμφη ὅταν ἔφυγε μέ τό λογισμό της ἀπό τή γῆ, διότι τῆς εἶπαν ὅτι στόν οὐρανό ὑπάρχει ὁ Νυμφίος σου, ἐπῆγε εἰς τούς οὐρανούς, καί εἶπε στούς ἀγγέλους:

-Παραμερίστε, παραμερίστε… !

-Τί θέλεις;

-Θέλω τόν Νυμφίο μου, λέει.

-Καί τί τόν θέλεις;

-Θέλω νά τόν δῶ.

Κι ἔδειξε τό δακτυλίδι τό ὁποῖο ἐχάρισε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἀπάνω εἰς τήν κουρά.

Ἐχάρησαν τά τάγματα τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων, ὅταν εἶδαν τό δακτυλίδι, ὡς ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς καί πάνσοφος Αἰκατερίνη.

Ὅταν δέ κατόπιν ἔδειξε καί τό Σχῆμα τό ἀγγελικό, ἀνεβόησαν, κεκράγεσαν, ἐπήρθη τό ὑπέρθυρον ἐκ τῆς βοῆς αὐτῶν, ἐκ τῆς χαρᾶς, διότι εἰσῆλθεν ἄνθρωπος εἰς τό τάγμα τους.

Καί ἤρξαντο νά ἐναγκαλίζουν καί νά φιλοῦν τήν ᾀσματική νύμφη.

Ξαφνικά ἐσιώπησαν. Διότι διετάχθησαν νά σιωπήσουν.

Καί «μία φωνή ὡς αὔρα λεπτή ἠκούσθη», ὅπως ἐχθές διαβάσαμε τόν Προφήτη Ἠλία, οὔτε εἰς τήν φωτιά, οὔτε εἰς τόν σεισμό, οὔτε σ᾿ αὐτό, δέν ἦταν ὁ Θεός.

Στήν «αὔρα λεπτή»! (Γ´ Βασ. 19, 11-12)

Καί ἵνα τί με ζητεῖς ἐδῶ;

Δέν ξέρεις ὅτι μέσα στήν καρδιά σου ὑπάρχω;

Ἔ, τότες ἡ ᾀσματική Νύμφη συνῆλθε, ὅπως ὁ Θεῖος Αὐγουστῖνος, καί εἶδε μέσα της Αὐτόν τόν ὁποῖον ζητοῦσε καί ἔτρεχε στά βουνά καί στά ὄρη νά ζητήσει, τόν εἶδε μέσα της. Ὄντως «ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐντός ἡμῶν ἐστι»!

Διότι, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, «Ἐπερωτηθείς δέ ὑπό τῶν Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπεκρίθη αὐτοῖς καί εἶπεν· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετά παρατηρήσεως, οὐδέ ἐροῦσιν ἰδού ὧδε ἤ ἰδού ἐκεῖ· ἰδού γάρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17, 20-21).

Κάτι τέτοιες θεωρίες ἔρχονται μέσα εἰς τήν ἡσυχία τῆς νυκτός.

Ὁπότε κατόπιν ὁ ἄνθρωπος κατά τό μέτρο του ἀπολαμβάνει:

-Τίποτε δέν θέλεις ἐκείνη τήν ὥρα, μόνον αὐτήν τή θεωρία, αὐτήν τή γλυκύτητα, αὐτήν τήν πνευματική ἡδονή νά αἰσθάνεσαι.

-Καί στήν Κόλαση νά ὑπάγω, αὐτό θά αἰσθανθῶ, δέν τό θεωρῶ τίποτες. Δέν εἶμαι μέσα στήν Κόλαση.

-Δοκίμασε τόν ἑαυτό σου, πάρε τό κ ο μ π ο σ χ ο ι ν ά κ ι σου, κάθησε μίαν ὥρα, κάνε κομποσχοίνι.

-Κουράστηκες;

-Ἔ, τότες θέλεις ἄλλην τροφή, βάλε λίγη ἀνάγνωση ψάλλε κάνε κανένα ἄλλο ἔτσι σωματικό ἔργο, νά ποῦμε. Ἡ ἀλλαγή δηλαδή τῆς πνευματικῆς τροφῆς ὠφελεῖ, πολύ ὠφελεῖ…

Ἕνα ὄνομα μόνο μένει, κι’ αὐτό τό ὄνομα εἶναι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Τό «Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησόν με».

Ἀμήν, γένοιτο!

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».


«Ἐπειδή, λοιπόν, ἀγωνιζόμασταν προφορικά μέ τήν εὐχούλα, μᾶς ἀποκαλοῦσαν κενόδοξους καί πλανεμένους» (Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ, Φιλοθεΐτης) Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

 



Ε΄ Μέρος

Ἀδέλφια μου, ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ, ὁ Φιλοθεΐτης, μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὅτι: “Λέγοντας τήν εὐχή ὅλη τήν ἡμέρα μέ τό στόμα εἶχε τόση χαρά ἡ ψυχή μας, τόση κ α τ ά ν υ ξ η καί τόσα δ ά κ ρ υ α, πού δέν περιγράφονται. (9)

Πολλές φορές δέ ἐρχόνταν τόση Χάρις ἀπό τήν προφορική εὐχή, πού ἔνοιωθε μέσα του ὁ εὐχόμενος τόση Θεία ἀγάπη, πού ἀκόμα καί ὁ νοῦς του μποροῦσε νά ἁρπαγῇ σέ θεωρία.

Κι᾿ αὐτό ἐπιβεβαιωνόταν καί στό διακόνημα ἀκόμη, πού κατά ἀνερμήνευτον τρόπο, ὁ νοῦς δέν ἦταν ἁπλῶς στήν προσευχή, ἀλλά στή θεωρία τοῦ Θεοῦ, στή θεωρία -ἐν αἰσθήσει- τοῦ ἄλλου κόσμου.

-Ἁρπαζόταν ὁ νοῦς ἀκόμα καί ὅταν βοηθοῦσα τόν Γέροντα, γιά νά πᾶμε στήν ἐκκλησία τήν νύχτα.

-Μέ τό σῶμα βοηθοῦσα τόν Γέροντα Ἰωσήφ, ἀλλά μέ τόν νοῦ μου δέν ἤμουν κοντά του.

-Ὁ νοῦς μου ἦταν ἀλλοῦ.

Περιπολοῦσε στά οὐράνια.

Καί πάλι συνερχόμουν καί ἔνοιωθα ὅτι βρισκόμουν κοντά στόν Γέροντα καί τόν παπποῦ Ἀρσένιο.

Καί στή συνέχεια ξανά ἔφευγα, καί νοερῶς θαυμάζοντας ἔλεγα:

-«Τί εἶναι ἡ πνευματική ζωή!

-Τί μεγαλεῖο εἶναι ὁ Μοναχισμός!

-Πῶς μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο;

-Πῶς τόν μεταποιεῖ;

-Πῶς τόν ἀλλάζει;

-Πῶς καθιστᾶ τόν νοῦ του τόσο ἐλαφρύ πνευματικά ὥστε νά ξεπερνᾶ ὅλες τίς δυσκολίες καί νά φθάνῃ μέχρις ἐκεῖ, πού δέν μπορεῖ νά ἐκφράσῃ μέ λόγια!»

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἰδίως ὁ γιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, τό λέει μέσα ὅτι ἡ εὐχή δέν εἶναι μία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἀναλόγως τῆς καταστάσεως. (10)

-Ὁ ἄλλος λέει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

-Ἄλλος λέει: «Ἰησοῦ Χριστέ μου, ἐλέησόν με».

λλος λέει: «Ἰησοῦ μου, ἐλέησόν με».

-Ἄλλος: «Ἰησοῦ μου».

-Ἄλλος τίποτε.

-Ἔ, τό τίποτα εἶναι σ᾿ ἕναν ἀνώτερο βαθμό, νά ποῦμε, πού δέν μπορεῖς νά μιλήσεις ἐκείνην τήν ὥρα, μόνο ἀπολαμβάνεις αὐτήν τή γλυκύτητα.

-Ὅταν ὑποβιβάζεται αὐτή ἡ κατάσταση, τότε βλέπεις μέσα σου καί λέει τήν εὐχή ἡ καρδιά σου.

-Τότες ἐκείνη τήν ὥρα μπορεῖς νά λύσεις καί πολλά προβλήματα.

Ἐνῶ προηγουμένως δέν ἄκουες τήν εὐχή, ὅταν ἦρθες στό τέρμα, στό ζενίθ δέν ἄκουες τίποτα, μόνο ἀπολάμβανες ἔτσι.

Ὅταν ὑποβιβάστηκε, ἀκοῦς καί ἡ καρδιά σου λέει τήν εὐχή, ὅποτε μπορεῖς ν᾿ αὐτοκυριαρχήσεις ἐκείνην τήν ὥρα.

Στό ἄλλο ὅμως δέν μπορεῖς ν᾿ αὐτοκυριαρχήσεις.

-Ὄχι ὅτι δέν μπορεῖς, ἀλλά δέν σ᾿ ἀφήνει, σέ τραβάει.

Καί τά παρατᾶς ὅλα καί κάθεσαι σάν ἕνας ἄψυχος, νά ποῦμε, καί παρακολουθεῖς.

-Πόσο θά διαρκέσει αὐτό εἶναι κρίσις Θεοῦ. Πόσο θά διαρκέσει αὐτό τό πράγμα.

Μπορεῖ νά διαρκέσει καί μισή ὥρα, μπορεῖ νά διαρκέσει καί πέντε λεπτά, μπορεῖ νά διαρκέσει καί περισσότερο».

Σ᾿ ἕνα Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τό γνωρίζετε, ἰδιόρυθμο ἤτανε. Εἶπε ὁ παπάς στόν ἀγωγιάτη:

-Κύριε Δημήτριε, μοῦ φέρνεις καί μένα πέντε-δέκα φορτία ξύλα, νά κάψω τό χειμώνα;

-Θά σοῦ φέρω, παπα-Ἐφραίμ.

Ἔφερε.

-Φέρ᾿ τα ἀπό ῾δῶ.

-Ὄχι ἀπό ῾κεῖ, τό ζῶο φοβᾶται, Γέροντα.

-Φέρ᾿ τα ἀπό ῾δῶ, ντέ.

Μαλώσανε.

-Ἀσυγχώρητος.

Κι ἐσύ ἀκοινώνητος.

Ἔφυγε ὁ ἀγωγιάτης, πῆγε ἀπάνω στό βουνό. Ὁ παπάς τώρα τί πρέπει νά κάνει;

-Μπορεῖ νά λειτουργήσει, νά φέρει σέ ἀδιαφορία, ὅτι ἐγώ εἶχα δίκιο; Ὄχι.

Μπορεῖ νά λειτουργήσει; Ὄχι.

Τί νά κάνει. Τώρα μάχονται δύο: «Καλά, αὔριο πού θά ῾ρθεῖ -γιατί ἤτανε βραδάκι- αὔριο πού θά ῾ρθει ὁ ἀγωγιάτης, τοῦ λέω ὅτι νά μέ συγχωρέσει».

Ὁ ἄλλος λέει: «Καλά, ν δέν ἔρθει ὁ ἀγωγιάτης αὔριο κι ἔλαβε ἕνα τηλεγράφημα ἀπό τή γυναίκα του νά πάει ὅτι τό παιδί ἀρρώστησε, τί θά κάνεις;»

-Πάτερ, ἐδῶ εἶναι ὁ θησαυρός τοῦ καλογήρου. Προσευχή.

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»…

-Παναγία μου, τί νά κάνω; (Τό Ἰβήρων ἦταν τό Ἱερό Μοναστήρι.)

-Παναγία Πορταΐτισσα, τί νά κάνω, βοήθησέ με.

Κεραυνοβόλος ἔρχεται ἡ πληροφορία, ἡ ἔμπνευση, νά ποῦμε, ἡ παρουσία τῆς Παναγίας”.

Ὅποια ἐργασία κι᾿ ἄν κάναμε, μᾶς φώναζε ὁ Γέροντας. (11)

-Ἔλεγε ὁ Γέροντάς μας: «Παιδιά νά λέτε τήν εὐχή, νά τήν φωνάζετε!»

Φυσικά, δέν ἐννοοῦσε νά οὐρλιάζουμε, ἀλλά νά τήν λέμε μέ ἔντασι καρδιᾶς καί νά μήν τήν σταματᾶμε καθόλου. Πράγματι, λέγαμε τήν εὐχή ἀκατάπαυστα, ἁπλά, ψιθυριστά, γιά νά μήν γίνεται θόρυβος καί γιά νά μήν ἐνοχλοῦμε τόν πλησίον ἀδελφό. Ἀλλά δέν τήν σταματούσαμε καθόλου, βράχνιαζε ὁ λάρυγγας καί πονοῦσε ἡ γλῶσσα, ἀλλά ἡ εὐχή, εὐχή.

Ἐπειδή, λοιπόν, ἀγωνιζόμασταν προφορικά μέ τήν εὐχούλα, μᾶς ἀποκαλοῦσαν κενόδοξους καί πλανεμένους.

Μά, ἐμεῖς δέν τό κάναμε γιά νά μᾶς ἀκοῦν οἱ ἄλλοι καί νά μᾶς ἐπαινοῦν. Δέν τό κάναμε γιά νά δείχνουμε ὅτι εἴμεθα ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Ὄχι!!!

Ἀλλά διότι αὐτός ἦταν ἕνας τρόπος ἀγωνιστικότητας καί μία μέθοδος προσευχῆς μέ πολλά ἀποτελέσματα:

Πρῶτον, μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζεται ἡ ἀτμόσφαιρα καί φυγαδεύονται τά δαιμόνια.

Δεύτερον, ὅταν προσεύχεται κανείς ὁ ἄλλος εὔκολα δέν τόν πλησιάζει νά ἀργολογήσῃ. Τό σκέπτεται. «Πῶς νά τόν σταματήσω τώρα, ἀπό τήν προσευχή καί νά καθίσω νά τοῦ πῶ: Ξέρεις! Ἐκεῖνο, τό ἄλλο, τό παράλλο. Δέν θά μοῦ δώσῃ σημασία».

Τρίτον, σταματάει τόν μετεωρισμό, δηλαδή τήν “ἀργολογία” τοῦ νοῦ. Διότι κι᾿ ἐάν ἀκόμα ὁ νοῦς ξεφύγη, πολύ σύντομα ὁ ἦχος τῆς φωνῆς τόν ἐπαναφέρει πίσω.

Τέταρτον, μπορεῖ ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος ρεμβάζει ἤ ἀργολογεῖ, νά ἀνανήψῃ καί νά πῇ: «Μά ὁ ἀδελφός μου προσεύχεται, ἐγώ τί κάνω;».

Κι᾿ ἔτσι ἡ προφορική ἐπίκλησις, ἡ ἤσυχη, ἡ ἤρεμη, ἡ χαμηλόφωνη, φέρνει τόσα καλά! Καί ἀκούγεται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούγεται ὁ βόμβος τῶν μελισσῶν, ὅταν μπαίνουν καί βγαίνουν ἀπό τήν κυψέλη κάνοντας τό μέλι, τόσο χρήσιμο καί ὠφέλιμο”.

«Οὕτω πώς καί τό μέλι τό τόσο πνευματικό σέ ὠφέλεια, γίνεται ὅταν φωνάζουμε, σάν ἄλλες πνευματικές μέλισσες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».

Ἀμήν, γένοιτο!

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».


«Ὁ Θεός δέν θέλει μέσα στήν καρδιά μας συντροφιές, θέλει μόνον Αὐτός νά βασιλεύει» (Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης) Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

 



Δ΄ Μέρος

Ἔτσι πράγματι σιγάσιγά ὁ προσευχόμενος πιστός Ὀρθόδοξος Χριστιανός θά κλείσει τόν νοῦ μέσα στήν καρδιά του ἐπικαλούμενος ἀδιαλείπτως τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὑπακούοντας στά λόγια τοῦ Ἁγίου Γέροντά του.

Ἐνθυμούμενος καί τά λόγια τοῦ Ἁγίου μας Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη, πού μᾶς λέγει: Μήν κοιμᾶσαι, γιά νά καλύπτεται ὅλος ὁ χρόνος μέ προσευχή, λέγε τήν εὐχούλα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… ».

Τώρα ὁ ἀδερφός μπορεῖ νά λέει τήν εὐχούλα στήν ἐκκλησία. Τό ἴδιο εἶναι καί μέσα στήν ἐκκλησία. Ἄν μέν ἔχεις κατάσταση, μπορεῖς νά πεῖς τήν εὐχούλα. (7)

Ὅταν δέν ἔχεις, τότες θά παρακολουθήσεις τά ψαλσίματα, τά διαβάσματα, τά ὁποῖα ἀκούω ἐκεῖ στό ἀναλόγιο.

Καθώς καί στή Θεία Λειτουργία, ἔτσι εἶναι. Καί στή Θεία Λειτουργία πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σέ ἔκσταση, δέν ἀκούει ἐκεῖνα τά λόγια, ὄχι μᾶλλον δέν ἀκούει, μεταποιεῖ, θεοποιεῖ τά λόγια.

«Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε».

Ποῦ πηγαίνεις;

-Νά πάρεις τόν Θεό. Τότες χαίρεσαι.

Ἐάν μέν ἔχει προηγηθεῖ ἡ χαρά, δέν μπορεῖς παρά μέ δάκρυα νά προσέλθεις· δάκρυα χαρᾶς, νά προσέλθεις νά μεταλάβεις.

Ὅταν ἔχουν προηγηθεῖ δάκρυα λύπης: «Θεέ μου, συγχώρησέ μου τάς ἁμαρτίας μου.

Εἰς τό ἔλεός Σου, εἰς τήν εὐσπλαγχνία Σου, στήν ἀγάπη Σου.

Μᾶς τό εἶπες ὅτι “Θεός οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος” (Ἐξ. 34, 6).

Μᾶς τό εἶπες. Ἐκεῖ στηρίζομαι καί προσέρχομαι ἀναξίως».

Οὐδείς ἄξιος, λέει καί ὁ ἱερεύς ὅταν προσεύχεται. Καί ἐκεῖ περισσότερο στηρίζεσαι καί προσέρχεσαι… ἀναξίως.

Νά σᾶς πῶ, πολλοί ἀπό τούς Πατέρας, τούς Κατουνακιώτας Πατέρες, πολλοί πού ἐρχόντουσαν νά μεταλάβουν, δέν ἄκουες τίποτες, μόνο ἔβλεπες τά δάκρυα πού ἔτρεχαν καί τούς μετελάμβανες.

Ἔ, ὁ γέρος (Μοναχός) αὐτός, νά ποῦμε, ὅλη τή Θεία Λειτουργία δέν μιλοῦσε καθόλου, ἀλλά ἤτανε σκυμμένος καί τώρα, εἴτε σέ θεωρία ἐρχότανε, εἴτε σέ βαθυτέρα ἔννοια τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ.

Διότι δωρεάν βαπτιστήκαμε, δωρεάν μᾶς ἔδωσε τό βάπτισμα, δωρεάν μᾶς ἔδωσε τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του, δωρεάν μᾶς δίδει καί τόν Παράδεισο… !!!

Δέν πληρώνουμε τίποτες.

Ὁ Θεός μᾶς θέλει καρδίαν καθαράν. Νά προσέχουμε μόνο στό Θεό.

Ὁ Θεός δέν θέλει μέσα στήν καρδιά μας συντροφιές, θέλει μόνον Αὐτός νά βασιλεύει.

Ἄν μποροῦμε νά τό πετύχουμε, τότες πετυχαίνουμε καί εὔκολα τήν καρδιακή προσευχή.

Ἡ χάρις δέν μᾶς ἐξετάζει ἐμᾶς πότε θά ῾ρθει. Λέει ἕνας ἀπό τή συνοδία μου, λέει, σήμερα ἦταν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, δέν ἐχάρηκα.

-Δέν ἐχάρηκες τήν ἑορτή καί τήν Ἀκολουθία τῆς Μεταμορφώσεως;

-Ναί.

Μπορεῖς νά χαρεῖς τήν ἄλλη μέρα πού εἶναι καθημερινή.

Ὄχι ἀπό τό σεβάσμιο τῆς ἡμέρας, ἀπό τήν κρίση τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἡ χάρις.

Ἔχει βέβαια, δέν εἶναι καί καθολικός νόμος αὐτός. Ἀλλά πάντως ὅμως ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφοροτέρα ἀπό τήν κρίση τῶν ἀνθρώπων.

Ἄλλος χαροποιήθηκε ἀπάνω στό μοτόρι, ἄλλος ἀπάνω στό ἀεροπλάνο.

Ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶναι διάφορος.

Ἄλλος χαροποιήθηκε πηγαίνοντας στήν Ἁγία Ἄννα ἕνα ἄλεσμα στό μύλο.

Ἐκείνην τήν ὥρα χαροποιήθηκε.

Δέν μποροῦμε νά τό κρίνουμε γιατί ὁ Θεός, τρόπον τινά, δέν μᾶς χαριτώνει μέσα στή Θεία Λειτουργία, ἀλλά μᾶς χαριτώνει ἐκτός Θείας Λειτουργίας.

Δέ μποροῦμε νά τό κρίνουμε αὐτό.

Μπορεῖς καί μέσα στή Λειτουργία νά χαριτωθεῖς, μπορεῖς στή Λειτουργία νά μή χαριτωθεῖς, νά χαριτωθεῖς ἀπάνω στό ἐργόχειρο.

Αὐτό εἶναι ἡ κρίσις Του.

-Τό δικό μας εἶναι πάντοτε νά προσευχόμεθα.

Ὅταν ὁ Θεός ἐπισκέπτεται τήν ψυχή μας, θέλει καί ἀπαιτεῖ νά τή βρίσκει σέ προσευχή.

Νά μή βρίσκει τήν ψυχή μας καί τή διάνοιά μας μετεωριζομένη.

Αὐτό λυπεῖ τό Θεό. Λυπεῖ τό Θεό…!

Μποροῦμε νά ῾χουμε ὅλη τήν ἡμέρα αὐτοσυγκέντρωση;

Αὐτό θά μᾶς βοηθήσει».

Ὁ Γέροντας συνεχῶς μᾶς παρακολουθοῦσε στό νά βιώνουμε τήν σιωπή μέ τήν προσευχή. Καί γι᾿ αὐτό μᾶς ἔλεγε: (8)

«Μόλις ἀνοίξετε τά μάτια, ἀμέσως τήν εὐχή. Μήν ἀφήσετε τό μυαλό σας νά πετάῃ ἐδῶ καί ᾿κεῖ καί χάνετε τήν ὧρα σας, πού εἶναι πολύτιμη γιά τήν εὐχή.

Ὅταν ἔτσι βιάσετε τόν ἑαυτό σας, θά σας βοηθήσῃ κι᾿ ὁ Θεός νά γίνῃ μία ἁγία συνήθεια μέ τό ἄνοιγμα τῶν ματιῶν, ἡ προσευχή νά παίρνη τήν πρώτη θέσι γιά ὅλη τήν ἡμέρα, μέ τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… ».

Στήν συνέχεια θά ἐργάζεσθε καί θά λέτε τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με… ».

Εὐλογεῖται ἡ ἐργασία, ἁγιάζεται τό στόμα, ἡ γλῶσσα, ἡ καρδιά, ὁ χῶρος, ὁ χρόνος καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος, πού προφέρει τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Μοναχός πού λέει ἀδιαλείπτως τήν εὐχούλα, ὁπλίζεται μέ τέτοια Θεϊκή δύναμι, πού καθίσταται ἀπρόσβλητος ἀπό τούς δαίμονες, ἀφοῦ αὐτή τούς καίει καί τούς μαστιγώνει».

Ἀμήν, γένοιτο!

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Συνεχίζεται…

Διότι ὁ Θεός θέλει νά σέ ξυπνήσει, νά μήν κοιμᾶσαι· μήν κοιμᾶσαι, λέγε τήν εὐχούλα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»… (Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης)

 


Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Γ΄ Μέρος

Ὁ ὑποτακτικός τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ, λέγοντας τήν εὐχή καί διά μέσω τῆς πρόθυμης ὑπακοῆς πού ἔδειξε πρός στιγμήν, κατάφερε καί «τό γιόμωσε τό καλάθι… Μόλις τό εἶδε, ἄρχισε νά τρέχει. Γιά νά τό δείξει στόν Γέροντά του!

Τρέχει λοιπόν, γιά νά τό δείξει στόν Γέροντά του, λέγοντάς του μέ δυνατή φωνή… «Γέροντα, γιόμωσε τό καλάθι νερό… !!!». Στό δρόμο λοιπόν φανερώνεται ὁ διάβολος μέ μορφή ἀνθρώπινη, καί τοῦ λέγει: (5)

-Καλόγερε, ποῦ πᾶς;

-Πάω στόν Γέροντά μου.

-Πῶς σέ λένε;

-Γεώργιο.

-Πόσα χρόνια ἔχεις καλόγερος;

-Πέντε-ἕξι.

-Τί δουλειά κάνεις;

-Σφραγίδια (ξυλόγλυπτα γιά τά πρόσφορα).

Πάει, ἔφυγε τό νερό κάτω!

Ἔπιασε τήν ἀργολογία, ἄφησε τήν εὐχή, πῆγε στόν Γέροντα μέ ἄδειο τό καλάθι!

-Τί συμβαίνει, παιδί μου;

-Γέροντα, ἔτσι κι ἔτσι.

-Ἄφησες τήν εὐχή, παιδί μου, γι᾿ αὐτό ἔφυγε τό νερό.

Βλέπεις ὅταν ἔλεγες τήν εὐχή, τό καλάθι κρατοῦσε τό νερό.

-Ὅταν σταμάτησες, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» κι ἄρχισες τήν ἀργολογία, ἔφυγε τό νερό.

Καί ὁ Θεός μᾶς δοκιμάζει καμιά φορά νά μᾶς ξυπνήσει, νά ποῦμε. Σοῦ στέλνει ἕναν πειρασμό ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεός θέλει νά σέ ξυπνήσει, νά μήν κοιμᾶσαι· μήν κοιμᾶσαι, λέγε τήν εὐχούλα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»… «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»… «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»…

Καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν προσεύχεται εἰς τό Θεό, ἀπορροφᾶ, τρόπον τινά, τίς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, νά ποῦμε, εἶναι ἀγαθός, δέν ὀργίζεται, μακροθυμεῖ.

Καί ῾σύ μετά τήν προσευχή, σοῦ ῾ρχεται ἕνα τέτοιο πράγμα, μακρόθυμος, ὅ,τι νά σοῦ κάνει ὁ ἄλφα, ὁ βήτα, δέν πειράζει, ἔ, δέν πειράζει αὐτό. Ἐπειδή ἡ χάρις σέ χαρίτωσε.

Θά σέ κάνει κατόπιν, πῶς νά ποῦμε, πάντα προσευχόμενον.

Ναί. Ἐπῆρες αὐτή τήν ἰδιότητα, προσευχόμενος εἰς τό Θεό, τήν πῆρες αὐτή τήν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ.

Ὅ,τι ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἰωσήφ μᾶς παρέδωσε, ἀλλά καί οἱ νηπτικοί Πατέρες στή Φιλοκαλία πού γράφουν, καί ὅ,τι ἡ μικρή μας πείρα μᾶς δίδαξε, ἡ κ α λ υ τ έ ρ α προσευχή γίνεται νύχτα:

-«Ὅταν ξυπνήσουμε τό βράδυ καί βολιδοσκοπήσουμε τήν ψυχή μας ὅτι ρέπει πρός τή λύπη, τότες θά φέρουμε θεωρίες θλιβερές.

Ἐγώ στό Κελλάκι μου ὅταν βρίσκομαι καί ξυπνάω, φέρνω μία θεωρία ὅτι πέθανα, μοῦ ἔκαναν ἀνακομιδή οἱ Πατέρες καί φέραν ἕνα καλάθι μπροστά στό τραπέζι.

Ἐκεῖ εἶναι τά κόκκαλά μου, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ νεκροκεφαλή, ἡ κάρα πού λέμε. Δέν μοῦ λές ἐσύ, παπα-Ἐφραίμ, τώρα ποῦ βρίσκεσαι;

Βρίσκεσαι στόν Παράδεισο; Καλῶς.

Ἄν βρίσκεσαι στήν Κόλαση, τότες ἄρχισε ἀπό τώρα καί κλαῖγε καί θρήνησε ὅτι εἶσαι ἀνάξιος τῆς ἀποστολῆς σου, νά ποῦμε.

Κι’ ἀπό ῾κεῖ ἔρχονται οἱ διάφορες ἔννοιες, οἱ διάφορες θεωρίες καί προβιβάζεται ἡ ψυχή, τρόπον τινά, ἀπό λίγη κ α τ ά ν υ ξ η, σέ μεγαλυτέρα κ α τ ά ν υ ξ η, σέ μεγαλυτέρα κ α τ ά ν υ ξ η… !!!

Ὅταν ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἔχει ἡ ψυχή χαρά, φέρνουμε θεωρίες χαροποιές. Τό κυριότερο, νά ποῦμε, ἡ χαροποιά θεωρία εἶναι στή σοφία τοῦ Θεοῦ».

«Ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων» (Ψαλμός 142, 5).

Ὅταν φέρουμε τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, μέ τί σοφία τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός ὅλο, δέν μπορεῖ παρά ὁ νοῦς προβιβάζεται σέ ἀνωτέρα θεωρία, σέ ἀνωτέρα θεωρία καί θαυμάζει καί ἐκπλήττεται τή σοφία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη, τήν ὁποία ἔχει ὁ Θεός, ὅτι ἐδημιούργησε ὅλο τό σύμπαν καί τελευταία ἔκανε τόν ἄνθρωπο.

Ἀφοῦ τά ἔκανε ὅλα, τελευταῖον ἔκανε τόν ἄνθρωπο. Βασιλέα τῆς κτίσεως. Ἀπό ῾κεῖ θά ῾ρθουν ὅλες οἱ θεωρίες οἱ χαροποιές”.

Καί ὁ Γέροντας συνεχῶς μᾶς παρακολουθοῦσε στό νά βιώνουμε τήν σιωπή μέ τήν προσευχή. Καί γι᾿ αὐτό μᾶς ἔλεγε: (6)

«Ἀπό ἐσᾶς δέν θέλω τίποτε. Ἐγώ θά μαγειρεύω, ἐγώ θά σᾶς διακονῶ. Ἀπό σᾶς θέλω μόνο μέρα-νύχτα σιωπή, εὐχή, μετάνοια καί κυρίως δάκρυα.

Τίποτε ἄλλο δέν θέλω, μόνο βία στήν προσευχή καί δάκρυα μέρα-νύχτα.

Διότι, ὅταν ἐρχώμεθα ἀπό τόν κόσμο, ὁ νοῦς μας εἶναι πολύ φορτωμένος ἀπό πάθη, προλήψεις, σκέψεις, λογισμούς. Διαστροφές καί τόνους ἐγωϊσμοῦ καί κενοδοξίας. Ὅλος αὐτός ὁ κόσμος τῶν παθῶν ἔχει καί τούς ἀνάλογους λογισμούς καί φαντασίες.

Ἐάν προσπαθήσουμε νά κρατήσουμε τόν νοῦ ἀποσπασμένο καί τραβηγμένο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γιά νά προσευχηθοῦμε, δέν μποροῦμε νά τό κατορθώσουμε. Γιατί;

-Διότι εἴμαστε ψυχικά ἀδύναμοι καί ὁ μετεωρισμός πολύ εὔκολος.

Καί ἐφ᾿ ὅσον δέν μποροῦμε νοερά νά κρατήσουμε τήν προσευχή, κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν παράδοσι τῶν Γερόντων μας καί γιά λόγους ὑπακοῆς, προσπαθοῦμε νά λέμε τήν εὐχή προφορικά.

Γιά νά μπορέσουμε ἔτσι μέ τήν φωνή τῆς προσευχῆς νά ἀποσπάσουμε τόν νοῦ ἀπό τόν μετεωρισμό, ὥστε σιγά-σιγά ἡ εὐχή νά γλυκάνῃ τόν νοῦ καί νά τόν ἀποσπάσῃ ἀπό τήν κοσμική τροφή.

Κι᾿ ἔτσι σιγά-σιγά νά τόν κλείσῃ μέσα στήν καρδιά ἐπικαλούμενος ἀδιαλείπτως τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Σ᾿ αὐτό θά βοηθήσῃ πολύ τό σταμάτημα τῆς ἀργολογίας, γιά νά καλύπτεται ὅλος ὁ χρόνος μέ προσευχή».

Ἀμήν, γένοιτο!

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Συνεχίζεται…

«Θέλω νά σ᾿ ἀκούω νά λές τήν εὐχή καί ὄχι νά ἀργολογῇς» (Ἅγιος Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής) Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr




Β΄ Μέρος

Ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, σέ μία ἀφήγησή του μᾶς λέγει γιά τήν συνοδεία τοῦ Γέροντά του, ὅτι: «Ἐμεῖς εἴμαστε ραφτάδες στόν Ἅγιο Παῦλο, κι ἐγώ ὡς ἀρχάριος δέν εἶχα γνωρίσει ἀκόμη τόν Ἅγιο Γέροντα Ἰωσήφ.

Φεύγοντας ἀπό τό σπίτι πῆρα ἀπό τό Κελλί μου, τό κ ο μ π ο σ χ ο ί ν ι γιά νά πάω στόν Ἅγιο Παῦλο. Κατουνάκια – Ἅγιος Παῦλος εἶναι δυόμιση ὧρες. (3)

Πέρασα τήν Μικρή Ἁγία Ἄννα, πέρασα τήν Ἁγία Ἄννα, κατηφορίζω λοιπόν γιά τή Νέα Σκήτη. Ὅταν ἔφτασα κοντά στό μύλο, ἐκεῖ ἀπό πάνω ἀπό τόν Εὐαγγελισμό, ξύπνησα! Βρέ, λέω, πότε ἔφτασα ἐδῶ πέρα;

Εἶχα ἀφοσιωθεῖ τόσο πολύ στήν εὐχή πού δέν ἔβλεπα τό δρόμο!

Θά κάνεις ἐργόχειρο, κάνεις ἕνα διακόνημα, μήν ἀφήνεις τήν εὐχούλα, γιατί καί ἡ εὐχή σέ θεοποιεῖ. Τό πρῶτο-πρῶτο, Πατέρες, πού θά αἰσθανθεῖτε, θά εἶναι ἡ χαρά!

Τό πρῶτο στάδιο, τό πρῶτο σημεῖο, τό ὁποῖο θά αἰσθανθεῖτε λέγοντας τήν εὐχή, εἶναι ἡ χαρά.

Καί ἡ χαρά δέν εἶναι τίποτες ἄλλο, ἕνα πετραδάκι στήν ἀκροθαλασσιά, εἶναι τό πράγμα ὅτι μέσα ἀρχίζεις νά φωτίζεσαι!

Γι᾿ αὐτό λέγε τήν εὐχούλα, λέγε τήν εὐχούλα, λέγε τήν εὐχούλα καί αὐτό θά σέ φέρει σέ ἄλλη κατάσταση πολύ καλύτερη, τήν ὁποία ὅσο καί νά σκεφθεῖς, δέν μπορεῖς νά σκεφθεῖς.

Ὁ μαθητής τοῦ δημοτικοῦ σχολείου δέν μπορεῖ νά καταλάβει τά τοῦ γυμνασίου, οὔτε τοῦ γυμνασίου, τοῦ πανεπιστημίου. Ἀλλά ὅταν ἡ χάρις θέλει νά ἔρθει μέσα σου, θά τό καταλάβεις ὅτι εἶσαι τώρα μαθητής τοῦ γυμνασίου, εἶσαι μαθητής τοῦ πανεπιστημίου, ὁ ἴδιος θά τό καταλάβεις.

Μία ψυχή πῆγε στήν τουαλέτα, κι ἔλεγε τήν εὐχή. Ἄ, καί φανερώνεται ὁ διάβολος ἐκεῖ. Βρέ ῾σύ, λέει, βρώμικη εὐχή λές. Ἄ, μά, καί ὁ Καλόγηρος: Ἄκουσε ἀποστάτα τῆς Θείας Μεγαλειότητος, λέει, ἡ κένωσις τοῦ σώματος πηγαίνει κάτω, ἡ κένωσις τῆς ψυχῆς πηγαίνει ἀπάνω, δέν ἔχει καμιά ἕνωση.

Στό σπίτι μας παραπάνω καθόταν ἕνας καλόγηρος καί, κρίσις Θεοῦ, ἤτανε δαιμονισμένος. Οἱ γέροι (μοναχοί) δέν μποροῦσαν νά ἔρχονται κάτω στό σπίτι μας, νά μεταλάβουν, καί πήγαινα ἐγώ στό σπίτι τους ἀπάνω, πού εἶναι ὁ πάτερ-Γεδεών ἐκεῖ ἀπάνω, καί τούς μετελάμβανα.

Πήγαινα στό Ἱερό, ἔβγαζα τό Ἀρτοφόριο, ἐρχόντουσαν οἱ γέροι (μοναχοί) στήν Ὡραία Πύλη ἐκεῖ καί τούς μετελάμβανα.

Αὐτός μοῦ ῾λεγε: «Ὁ διάβολος ἐκεῖ κάθεται στήν ἄκρη, στή Λιτή».

-Τοῦ λέω: «Τόν βλέπεις;».

-«Τόν βλέπω», λέει.

Καί ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι: «Ὅταν λέω τήν εὐχή ταράττεται ὁ διάβολος, ὅταν λέω δεύτερη φορά ἀφρίζει· τήν τρίτη εὐχή ἄφαντος γίνεται!».

Νά ἡ δύναμις τῆς εὐχῆς. Αὐτό πού λένε τά βιβλία μας ὅτι:

-Παιδί μου, λέει ὁ Γέροντας, πές τήν εὐχή.

-Μά λέω καί δέν καταλαμβάνω τίποτες.

-Δέν κ α τ α λ α μ β ά ν ε ι ς, λέει, ἐσύ, ἀλλά ὁ διάβολος καταλαμβάνει καί φεύγει.

Νά, σ᾿ αὐτόν τόν καλόγηρο.

Ἄ, νά ποῦμε καί τόν ἄλλο μέ τό καλάθι.

Ἕνας ὑποτακτικός, σάν ὁ Γέροντας τώρα, λέει τόν πάτερ-Ἀρσένιο:

Λέγε τήν εὐχή.

-Λέω τήν εὐχή, δέν καταλαμβάνω τίποτε.

-Ὁ διάβολος καταλαμβάνει καί φεύγει.

-Ἔ, καί ποῦ θά καταλάβω ἐγώ;

-Ἔ, καλά, παιδί μου, θέλεις νά δεῖς θαῦμα;

-Ναί, θαῦμα θέλω νά δῶ, Γέροντα.

-Καλά, τοῦ λέει, θά προσευχηθῶ στό Θεό νά σοῦ δείξει θαῦμα, νά καταλάβεις πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχή. (Τά γράφουν ὅλα αὐτά τά Πατερικά βιβλία).

-Καλά.

Ἔκανε προσευχή ὁ Γέροντας, ἔκανε καί νηστεία, τριήμερο νηστεία.

Ἔλα ἐδῶ, παιδί μου, τώρα, πάρε τό καλάθι, πήγαινε ἀπάνω στή βρύση νά τό γιομίσεις νερό.

-Γέροντα, μέ συγχωρεῖς, ἐγώ, λέει, τά μυαλά μου τά ῾χω, τό καλάθι θά γιομώσω νερό ἔξω;

-Καλά, παιδί μου, δέν εἶπες ὅτι θέλεις νά δεῖς θαῦμα; Νά δεῖς τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή; Δέν θέλεις;

-Ναί, λέει.

-Ἔ, κάνε αὐτό πού μοῦ λέω, ἀλλά θά λές τήν εὐχή, ὅλο τήν εὐχή θά λές.

-Νά ῾ναι εὐλογημένο. Πάει… «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», βάζει τό καλάθι στή βρύση ἀπό κάτω.

Τό νερό γιομίζει τό καλάθι, δέν τρέχει τό καλάθι, ἀλλά λέει τήν εὐχή.

Ἐννοεῖται ὁ Ἅγιος Γέροντας στό δωμάτιο προσηύχετο νά τοῦ δείξει ὁ Θεός θαῦμα στόν παραγυιό του… ».

Ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης, λέγει: «Ἀλήθεια! Πολλές φορές οἱ προσευχές τοῦ Γέροντός μου Ἰωσήφ μέ βοήθησαν νά ἀποκτήσω πνευματική αἴσθησι τῆς Θείας Παρουσίας. Ἀλλά ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἦταν ἀδύνατον νά φθάσουμε τίς πνευματικές πτήσεις τοῦ ὑψιπέτου Γέροντος Ἰωσήφ. (4)

Τό πρῶτο πού ζητοῦσε ὁ Γέροντας, μόλις κάποιος ἀδελφός προσετίθετο στή συνοδεία μας, σάν πρώτη νουθεσία, σάν πρώτη βία ἦταν: «ἡ σιωπή καί ἡ εὐχή.

-Παιδί μου, τήν εὐχή.

Θέλω νά σ᾿ ἀκούω νά λές τήν εὐχή καί ὄχι νά ἀργολογῇς.

Ἤξερε αὐτός ὁ ἐμπειρότατος καθηγητής τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, ὅτι ἐάν ὁ ἀρχάριος σιωπήσῃ καί ἀδολεσχήσῃ στήν εὐχή, θά βάλῃ καλή ἀρχή καί θά ἔχῃ πλούσιες τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ στό μέλλον, διότι, τόνιζε:

«Ὀφείλει ὁ μοναχός εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε διακονεῖ εἴτε περπατεῖ εἴτε κάνει ὅ,τιδήποτε νά φωνάζῃ ἀδιαλείπτως τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Ἔτσι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ κατερχόμενο στό βάθος τῆς καρδιᾶς, θά ταπεινώσῃ τόν δράκοντα, θά σώσῃ καί θά ζωοποιήσῃ τήν ψυχή.

Νά ἐπιμένῃς, λοιπόν, ἀδιάλειπτα στήν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά καταπιῇ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά καί νά γίνουν τά δύο ἕνα».

Ἀμήν, γένοιτο!

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Ἡ στάσις τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ, ἦταν «προχώρα καί ἐγώ σέ παρακολουθῶ» (Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης) Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr



Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

Α΄ Μέρος

Τό κομποσχοίνι τοῦ Γέροντά μας, ὅλοι τό ἔχουμε γνωρίσει. Ὅλοι τό ἔχουμε ἀγαπήσει! Διότι αὐτό τό κομποσχοίνι τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατέρα ἔχει δύο βασικές πνευματικές ἰδιότητες. Ἡ πρώτη ἰδιότητά του εἶναι νά κατεβάζει τόν Οὐρανό στήν γῆ, προσευχόμενος καρδιακά μέ αὐτό τό κομποσχοίνι…!

Ἑνῶ ἡ δεύτερη ἰδιότητά του εἶναι νά ἀνεβάζει τήν γῆ στόν Οὐρανό, ὡς «ὁ Ποιμήν ὁ Καλός», προσευχόμενος ἀδιάλειπτα «ὑπέρ τῶν προβάτων», μέ τήν νοερά εὐχή.

Τό κομποσχοίνι τοῦ Γέροντά μας εἶναι πάντοτε θαυματουργό! Τό κομποσχοίνι τοῦ μακαριστοῦ Γέροντά μας π. Νικολάου, μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ πλέον ὡς ἕνα θαυμαστό καί ἱερό κειμήλιο, ἀλλά παραμένει πάντοτε ἐνεργό καί νοερῶς θαυματουργό.

Τό κομποσχοίνι τοῦ ἁγίου Γέροντά μας θά εἶναι πάντοτε πολύ θαυματουργό γιά ὅλη τήν οἰκουμένη…!

Τό «θαυματουργό κομποσχοίνι» τοῦ Γέροντα μᾶς κρατάει δυνατά ὅλους μας στήν Ὀρθόδοξη Πίστη, μᾶς συγκρατεῖ ἀπό τήν ἀποστασία, μᾶς κρατάει στήν ζωή καί μᾶς βγάζει πολλές φορές ἀπό τήν Κόλαση… Μᾶς ἀνυψώνει ἀπό τήν γῆ στόν Οὐρανό, μᾶς περνάει μέσω τοῦ ἀΰλου καί μᾶς βάζει στόν Παράδεισο!

Ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, μᾶς λέγει μέ παρρησία ὅτι: «Ἡ νοερά εὐχή καί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ὁ καθρέφτης τοῦ Μοναχοῦ».

Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι πράγματι ὁ καθρέπτης τοῦ Μοναχοῦ, ἀλλά δέν παύει νά εἶναι καί ὁ καθρέπτης τοῦ Ἱερέως καί τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατρός.

Ἑνῶ ἀποτελεῖ καί τόν καθρέφτη τῆς ψυχῆς, γιά ὅλους ἐμᾶς. Ἡ νοερά εὐχή εἶναι πάντα ὁ πνευματικός καθρέπτης γιά τόν κάθε ἕναν πιστό ὀρθόδοξο Χριστιανό ξεχωριστά, σέ ὅλη τήν ἁγιοπνευματική του ζωή.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μᾶς λέγει ὅτι: «Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀπό ἀνάγκη δέν πηγαίνει στήν Ἐκκλησία, νά κάνει τόν ἑαυτό του Θυσιαστήριο, λέγει, προσευχόμενος…!».

Ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, μᾶς λέγει σχετικά μέ αὐτόν τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη Χρυσοστόμου, ὅτι: «Οἱ ἄνθρωποι στόν κόσμο εἶναι καί ἐπιστήμονες, οὔτε τό Σάββατο δέν μποροῦν νά πᾶνε στήν Ἐκκλησία, τήν Κυριακή, ἔχουν τήν ὑπηρεσία αὐτή τήν ὥρα. Μπορεῖς αὐτή τήν ὥρα νά κάνεις τόν ἑαυτό σου Θυσιαστήριο λέγοντας τήν προσευχή. (1)

κ α λ υ τ έ ρ α προσευχή εἶναι ὅ,τι ἐσύ ἐπινοεῖς ἐκείνην τήν ὥρα.

Δέν εἶναι μόνον, θέλω νά διαβάσουμε τήν Θεία Μετάληψη νά μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αὔριο.

Ἄ, «Εὐχή ζ΄ τοῦ Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου».

Ἐκ τῶν Θείων ἐρωτήσεων τῆς Ἁγίας Μεταλήψεως: «Ἀπό ῥυπαρῶν χειλέων, ἀπό βδελυρᾶς καρδίας, ἀπό ἀκαθάρτου γλώττης, ἐκ ψυχῆς ἐῤῥυπωμένης, δέξαι δέησιν, Χριστέ μου· καί μή παρωσάμενός μου, μή τούς λόγους, μή τούς τρόπους, μηδέ τήν ἀναισχυντίαν, δός μοι παῤῥησίᾳ λέγειν, ἅ βεβούλευμαι, Χριστέ μου, μᾶλλον δέ καί δίδαξόν με, τί με δεῖ ποιεῖν καί λέγειν…»· διαβάζουμε, οὔτε καί κ α τ α λ α μ β ά ν ο υ μ ε τί λέμε.

Ἐσύ ὁ ἴδιος νά βρεῖς προσευχή, ἐσύ ὁ ἴδιος· ὁπότε καταλαμβάνεις τί λές εἰς τόν Θεό.

Αὐτό ἔχει μεγάλη δύναμη, νά ποῦμε, μεγάλη δύναμη!

Ἔ, ς ὑποθέσουμε ὅτι αὔριο θά μεταλάβουμε. Θά μεταλάβουμε. Θά ῾ρθει οὐσιωδῶς ὁ Παράκλητος ν᾿ ἁγιάσει τά Τίμια Δῶρα· πῶς θά τόν ὑποδεχθεῖς;

«Στό ἔλεός Σου, στήν εὐσπλαχνία Σου, συγχώρεσέ με».

Ἔχει δύναμη διότι τό λές καί τό καταλαμβάνεις, ἀπό μέσα ἀπ᾿ τήν ψυχή σου βγαίνει αὐτή ἡ εὐχή, νά ποῦμε.

Διότι πολλές φορές διαβάζουμε, ἀλλοῦ τρέχει ὁ νοῦς, ἀλλά αὐτό πού βγαίνει ἀπό μέσα σου, τό καταλαμβάνεις τί λές”.

Ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, μᾶς λέγει:Θέλεις νά γίνεις ἕνας καλόγηρος πολύ καλός; Μήν ἀφήνεις τήν εὐχή. Κατά τό μέτρο σου καί ἡ εὐχή σου”.

Ἔλεγα κι ἐγώ στόν Γέροντα Ἰωσήφ: «Γέροντα, καί στήν Κόλαση νά πάω δέν φοβᾶμαι, ἀρκεῖ τήν εὐχή νά λέω».

Τόση γλυκύτητα, τόση χαρά σοῦ παραδίδει μέσα αὐτή ἡ εὐχούλα –μικρή εἶναι, ἀλλά πόση δύναμη ἔχει!– ὅποτε τήν λές, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Ὁπότε λές, καί στήν Κόλαση νά πάω δέν φοβᾶμαι, θά λέω τήν εὐχή καί στήν Κόλαση.

-Αὐτά δέστε τα, γιατί τά περάσαμε καί τά παραδίδομε καί σέ σᾶς”.

Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν ὑμῖν. Καθώς τό κλῆμα οὐ δύναται καρπόν φέρειν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἐάν μή μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδέ ὑμεῖς, ἐάν μή ἐν ἐμοί μείνητε. Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπόν πολύν, ὅτι χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. 15, 4-5).

Πόσο σημαντική εἶναι ἡ παρακαταθήκη τοῦ Ἁγίου μας, τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ!

Γιά τήν ὁποία μᾶς ἀναφέρει πολλές φορές, ἀλλά καί μᾶς φανερώνει μέσα ἀπό τήν ταπεινή καρδιά του, ὅλες τίς πνευματικές της πτυχές, ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης, λέγοντάς μας ὅτι: «Ὁ Γέροντας δέν μᾶς ἔκανε πολλές διδασκαλίες ἤ διαλέξεις περί Νοερᾶς προσευχῆς. (2)

Ὄχι ὅτι δέν μποροῦσε, ἀφοῦ ἦταν πραγματικός ἐπιστήμων τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, διάδοχος καί συνεχιστής τῆς Νηπτικῆς Παραδόσεως, ἀλλά ἐπειδή ἦταν ἐπιφυλακτικός.

Γιά νά μήν φουσκώσῃ τά μυαλά μας μέ φαντασίες καταστάσεων πού δέν εἴχαμε φθάσει.

Ὀλιγόλογες λακωνικές συμβουλές μᾶς ἔδινε κατά τήν διάρκεια τῶν νυκτερινῶν μας ἐξαγορεύσεων, ὑπό τήν μορφή ὑποδείξεων περισσότερον, μά ἦσαν πάντα μεστές ὠφελείας.

Ἡ στάσις τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ, ἦταν «προχώρα καί ἐγώ σέ παρακολουθῶ».

Καί ὁ λόγος ἐγίνετο πρᾶξις.

Μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα κοπιάζαμε στήν προσευχή.

Καί ἐρχόταν φορές νά κάνουμε τρεῖς, τέσσερις, πέντε ὧρες νοερά προσευχή, μέ σκυμμένο τό κεφάλι, καί τόν νοῦ κολλημένο μέσα στό βάθος τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς.

Καμμιά φορά σήκωνα τό κεφάλι νά πάρω ἀέρα, ἀλλά ἡ γλυκύτητα μέ τραβοῦσε πάλι μέσα στήν καρδιά!

Ἡ ψυχή εἶχε γευθῆ καί ἔλεγε:

«Μή ζητᾶς τίποτε ἄλλο, αὐτό εἶναι. Αὐτός εἶναι ὁ πολύτιμος οὐράνιος θησαυρός. Ἀπόλαυσέ τον!».

Ἀμήν, γένοιτο!

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Συνεχίζεται…