Μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα, το μεγάλο ταμπού του πολιτισμένου
κόσμου ήταν ἡ σεξουαλικότητα. Ο αιώνας που μας πέρασε, ο εικοστός,
φρόντισε, με διάφορους τρόπους, να απομυθοποιήσει αυτό το μεγάλο ταμπού.
Κατάφερε να μιλά ελεύθερα για τη σεξουαλικότητα. Σκόνταψε όμως σ' ένα
πολύ μεγαλύτερο: το θάνατο.
Αυτό είναι σήμερα το μεγάλο ταμπού της εποχής μας, ιδίως στις κοινωνίες
που ονομάζουμε ανεπτυγμένες. Ο παγκοσμιοποιημένος πολιτισμός, μέσα στον
οποίο ζούμε κι εμείς λίγο πολύ, όταν συναντά το θέμα του θανάτου
συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι του δέκατου έννατου
αιώνα όταν άκουγαν για τη σεξουαλικότητα : κοκκινίζει, τα χάνει, κάνει
πως δεν καταλαβαίνει. Μπροστά στο θάνατο, ο σύγχρονος άνθρωπος υιοθετεί
τη στάση της στρουθοκαμήλου, που κρύβει το κεφάλι της στην άμμο
νομίζοντας έτσι πως εξαφανίζει την απειλή. Τα του θανάτου, δεν είναι γιά
μας! Τα αναλαμβάνουν πια εξειδικευμένοι επαγγελματίες, οι «εργολάβοι
κηδειών», όπως τους λεν. Ακόμα κι αυτοί, όμως, για να μη θυμίζουν το
μεγάλο ταμπού, αποφεύγουν τον όρο «κηδεία» και προτιμούν να ονομάζονται
«γραφεία τελετών». Όσο για τα κοιμητήρια, που κάποτε βρίσκονταν στο
κέντρο της κοινότητας, δίπλα από την εκκλησία, έχουν τώρα εξοριστεί έξω
από τις πόλεις, μακρυά. Τίποτα δεν πρέπει να μας θυμίζει το θάνατο.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η κυριότερη συμπεριφορά μέσα από την οποία ο
σύγχρονος κόσμος προσπαθεί να ξορκίσει το θάνατο είναι η απώθησή του.
«Αυτό που με ενδιαφέρει», λέει ο σύγχρονος μέσος καταναλωτής, «είναι το
εδώ και το τώρα». Κι αν είναι να έρθει κάποτε ο θάνατος, γιατί να
ασχολούμαστε από τώρα μαζί του; Ας ζήσουμε και βλέπουμε! Άλλοι πάλι,
καταφεύγουν σε ανατολικές και μη θρησκείες και θεωρίες, όπως για
παράδειγμα η μετεμψύχωση, ή ακόμα και στη μαγεία, στο σατανισμό, στην
προσπάθειά τους να αναιρέσουν το αναντίστρεπτο γεγονός του θανάτου.
Ωστόσο, τίποτα απ' όλ' αυτά δεν μπορεί να μας κάνει να ξεχάσουμε
πραγματικά το θάνατο. Και κυρίως: καμία από τις ανθρώπινες συνταγές δεν
μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο στο θάνατο. Όλες αυτές οι προσπάθειες, που
προαναφέραμε, θυμίζουν πολύ έντονα, τις απόπειρες που έκανε ο άνθρωπος
των περασμένων εποχών, για ν' αντιμετωπίσει το θάνατο μέσα από τη
θρησκεία και την τέχνη. Όπως για παράδειγμα ο αρχαίος ελληνικός κόσμος. Η
αρχαία τραγωδία, συνειδητοποιώντας την αδυναμία και το αδιέξοδο του
ανθρώπου μπροστά στο αναπόφευκτο, επινοεί την έννοια, του από μηχανής
Θεού. Προβάλλει δηλαδή την ανάγκη μιας λύσης που να υπερβαίνει την
ανθρώπινη αδυναμία και να σπάζει, με παράδοξο και απροσδόκητο τρόπο, το
αδιέξοδο.
Όσο όμως και να αρνούμαστε να σκεφτούμε το θάνατο, ο θάνατος, λέει η
σύγχρονη βιολογία, είναι συνώνυμος της ζωής. Δεν αποτελεί, όπως
νομίζουμε, ένα σημείο στο τέλος της ζωής του ανθρώπου. Αλλά μια
διαδικασία που αρχίζει ταυτόχρονα με τη γέννηση. Στην πραγματικότητα ο
άνθρωπος αρχίζει να πεθαίνει από τη στιγμή που γεννιέται, αφού οι
διεργασίες της φθοράς των κυττάρων προχωρούν από τη στιγμή της γέννησης
και μας συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή, παρόλο που δεν τις βλέπουμε.
Σωστά λοιπόν προαισθάνθηκε η αρχαία ελληνική τραγωδία ότι χρειάζεται
κάποιος από μηχανής θεός για να σπάσει αυτό το αδιέξοδο. Στην προσδοκία
αυτή για τον από μηχανής θεό, ή στη διαίσθηση περί «αγνώστου θεού»,
έδωσε απάντηση ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, γνωρίζοντας στους Έλληνες
το πρόσωπο αυτού του μέχρι τότε αγνώστου Θεού. Λέγοντας τους ότι ο
κόσμος δεν είναι εκ φύσεως αιώνιος, όπως εκείνοι πίστευαν. Αλλά ότι, ενώ
είναι κτιστός, δηλαδή δημιουργημένος εκ του μηδενός, μπορεί να γίνει
αιώνιος, αφού ο Χριστός ανέστη «θανάτω θάνατον πατήσας». Μ' άλλα λόγια ο
θάνατος, ο δικός μας θάνατος, νικήθηκε, με τον θάνατο και την ανάσταση
του Χριστού.
Ίσως θα πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο σ' αυτό που είπαμε ότι ο
κόσμος δημιουργήθηκε «ἐκ τοῦ μηδενός», γιατί έτσι θα μπορέσουμε να
καταλάβουμε τη φύση και το νόημα του θανάτου. Τι σημαίνει ακριβώς το ότι
ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο από το μηδέν; Σημαίνει ότι πριν από τη
δημιουργία του κόσμου δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από τον Θεό. Ό κόσμος
πέρασε από το μηδέν στην ύπαρξη, επειδή το θέλησε ο Θεός. Ας
σημειώσουμε εδώ ότι η σύγχρονη κοσμολογία έρχεται να επιβεβαιώσει
περίπου την πραγματικότητα αυτή λέγοντας ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε από
μια μεγάλη έκρηξη, το Μπίγκ Μπάγκ, η οποία προκλήθηκε από μια μεγάλη
ενέργεια.
Από την στιγμή, όμως, που ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν, αυτό
σημαίνει ότι είναι συνδεδεμένος με το μηδέν. Έχει το μηδέν μέσα στο DNA
του, όπως θα λέγαμε σήμερα. Μ' άλλα λόγια, το μηδέν αποτελεί κατά κάποιο
τρόπο την πρώτη ύλη του κόσμου. Επομένως ο θάνατος, με την έννοια του
αφανισμού της δημιουργίας, είναι συνυφασμένος με τον κόσμο, είναι κάτι
εγγενές μέσα στη δημιουργία.
Εδώ όμως προκύπτει το εύλογο ερώτημα : ο Θεός, έφτιαξε τον κόσμο και
ιδιαίτερα τον άνθρωπο για να πεθάνει; Ερώτημα που μας φέρνει φυσιολογικά
στο μέγα ζήτημα της ανθρώπινης ελευθερίας. Ο Θεός δεν έφτιαξε τον
άνθρωπο για να πεθάνει, αλλά για να ζήσει -και μάλιστα αιώνια. Να ζήσει
όμως πως; Όχι σαν προγραμματισμένο ανδρείκελο που κατασκευάστηκε για να
ζει αιώνια μεν άβουλα δε. Αλλά σαν ελεύθερο όν, που μπορεί να έχει
επιλογή, ποὺ μπορεί να αποδεχτεί, αλλά κάλλιστα μπορεί και να απορρίψει
την προσφορά της αιώνιας ζωής. Κοιτάξτε πόσο απύθμενη είναι η αγάπη του
Θεού: εκεί που υπήρχε μόνο η δική Του θέληση, δημιούργησε μια άλλη, μια
δεύτερη θέληση, μια δεύτερη ελευθερία πέρα από τη δική Του. Η οποία όχι
μόνο είναι το ίδιο αδέσμευτη με την δική Του, αλλά να μπορεί να
αμφισβητήσει ακόμα και τη δική Του θέληση.
Και κάνω μια παρένθεση εδώ : περί Δαρβίνου
Μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να δημιουργήθηκε από το μηδέν και ως εκ τούτου να έφερε μέσα του το σπέρμα του θανάτου, όμως, επειδή ακριβώς ο Θεός τον έπλασε για τη ζωή κι όχι για τον θάνατο, του έδωσε την ευκαιρία να υπάρχει πέρα από τη φθορά μένοντας ενωμένος με τον Δημιουργό του. Μόνο που αυτή η ευκαιρία, ήταν, όπως είπαμε, θέμα ελεύθερης επιλογής και όχι καταναγκασμού. Ο άνθρωπος μπορούσε να ζει αιώνια όντας σε κοινωνία με την πηγή της αιωνιότητας, το Δημιουργό του. Μπορούσε όμως να επιστρέψει στο μηδέν, από το οποίο προήλθε, αρνούμενος την προσφορά του Θεού.
Ούτω και έγινε. Με την πτώση, ο άνθρωπος επέλεξε συνειδητά να πει όχι
στον Θεό. Καὶ από κείνη τη στιγμή φάνηκε πλέον καθαρά, πως δεν μπορούσε
από μόνος του να νικήσει τον θάνατο. Δεν μπορεί να έχει ζωή από μόνος
του ο άνθρωπος. Γι' αυτό και τα κύτταρα του γερνούν από τη μέρα που
γεννιέται. Διότι το κτιστό, όταν χάσει την επαφή του με το άκτιστο,
γυρνά εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στο μηδέν, στο θάνατο.
Όμως ακόμα και μετά από κείνο το καθοριστικό «όχι» του ανθρώπου, ο Θεός δεν τον άφησε στα νύχια του θανάτου. Από τη στιγμή της πτώσης αρχίζει το σχέδιο της θείας οικονομίας για σωτηρία του ανθρώπου, το οποίο κορυφώνεται με τη σάρκωση του ίδιου του Θεού. Αλλά και πάλι χωρίς να παραβιαστεί η ανθρώπινη ελευθερία: Ο Θεός, για να σαρκωθεί ζητά και πάλι την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου. Και η Παρθένος Μαρία, εκ μέρους όλων των ανθρώπων, λέει «ναι».
Παίρνοντας σώμα θνητό, ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη μας κατάσταση
με όλη την αδυναμία της. Προσέλαβε το δικό μας θάνατο, έλαβε σώμα θνητό,
το οποίο καταδέχθηκε να φτάσει στην κατάσταση του πτώματος. Και με την
κάθοδο Του στον Άδη, συνέτριψε οριστικά το κράτος του θανάτου.
Θα μου πείτε τι σχέση έχουν αυτά με τον πόνο του ανθρώπου μπροστά στο
θάνατο, είτε του ιδίου είτε των οικείων του; Την απάντηση μας τη δίνει
και πάλι ο Απόστολος Παύλος στην Επιστολή του προς τους Ρωμαίους :
«ὧσπερ ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ, οὕτω καὶ ἡ χάρις βασιλεύσῃ
διὰ δικαιοσύνης εὶς ζωὴν αἰώνιον διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν»
(Ρωμ. 5, 21). Ή ακόμα, όταν γράφει προς τους Κορινθίους: «ὧσπερ γὰρ ἐν
τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες
ζωοποιηθήσονται» (Α΄ Κόρ. 15, 22). Η πτώση του Αδάμ ήταν αρκετή για να
φέρει όλο το ανθρώπινο γένος στο θάνατο. Και η ανάσταση του Χριστού ήταν
αρκετή να αντιστρέψει αυτή την πορεία και να νικήσει το θάνατο. Γι'
αυτό, ο Παύλος, ξαναθυμίζει σε όλους τους πονεμένους, σε όλους τους
χαροκαμένους, όλων των εποχών: «Οὺ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί,
περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἴνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες
ἐλπίδα».
Απ' όσα είπαμε μέχρις εδώ, φαίνεται καθαρά ότι ο θάνατος, είναι κάτι
φριχτό, κάτι αφύσικο. Κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται ο Θεός, αφού δεν
βρισκόταν στο αρχικό Του σχέδιο, αλλά αντίθετα αποτελεί ανωμαλία,
διαστροφή του δημιουργικού έργου του Θεού. Ούτε και είναι ο τρόπος με
τον οποίο μεταβαίνει ο άνθρωπος από την πρόσκαιρη ζωή στην βασιλεία του
Θεού όπως λένε μερικοί. Γιατὶ αν ο άνθρωπος δεν βρει τη βασιλεία σ' αυτή
τη ζωή, δεν θα τη βρει πουθενά.
Η Ανάσταση του Χριστού, μας έδωσε και πάλι ελπίδα. Όχι για να συνεχίσει
να ζει η ψυχή, όπως λανθασμένα υποστηρίζουν μερικοί. Αλλά για να
αναστηθεί ο όλος άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, όπως ακριβώς και ο Χριστός,
ενιαίος, ψυχή και σώμα. Έτσι ο θάνατος, για όσους προσδοκούν την
καθολική ανάσταση, δεν είναι πια θάνατος αλλά κοίμηση. Είναι ένα
προσωρινό πέρασμα, που μας οδηγεί στο μεγάλο Πάσχα της κοινής ανάστασης.
Είναι βέβαια ένας οδυνηρός χωρισμός, οδυνηρός όσο κανένας άλλος
ανθρώπινος πόνος. Το ξέρουμε όλοι αυτό και κανείς δεν μπορεί να
προσποιηθεί ότι το ξεχνά. Γι' αυτό και το πένθος καταλαμβάνει εξέχουσα
θέση στη λαϊκή μας παράδοση. Πως μπορούμε να μην πενθήσουμε όταν
βλέπουμε χωρίς πνοή εκείνους που αγαπήσαμε;
Ωστόσο, η δική μας παράδοση ποτέ δεν δυσκολευόταν να μιλά ανοιχτά για
το θάνατο. Κι αυτό θα το δείτε ακόμα σε λαϊκούς ανθρώπους. Οι οποίοι
αναφέρονται με άνεση όχι μόνο στο θάνατο των άλλων, αλλά και στο δικό
τους θάνατο. Και με την ίδια άνεση εκφράζουν τη θλίψη για το χαμό των
αγαπημένων τους, κλαίοντας και πενθώντας χωρίς αναστολές. Αυτό βέβαια,
είναι αποτέλεσμα μιας συνολικής αντιμετώπισης η οποία εφόσον
καταλαβαίνει το θάνατο καταλαβαίνει και τη ζωή. Η ίδια η Παναγία έκλαψε
και θρήνησε μπροστά στο θάνατο του υιού της. Η θλίψη όμως ενός
Χριστιανού μπροστά στο θάνατο είναι θλίψη φυσική κι όχι θλίψη που
προέρχεται από έλλειψη πίστης. Είναι θλίψη που έχει στο βάθος της την
ελπίδα για την οποία μιλά ο Απόστολος Παύλος.
Όταν βλέπουμε, λοιπόν, το σύγχρονο τεχνοκρατικό μας πολιτισμό να έχει
τέτοια φοβία για το θάνατο, καταλαβαίνουμε πόσο έχει απομακρυνθεί από
τις απλές αλήθειες αυτής της σφαιρικής αντιμετώπισης. Κι όσο αποφεύγει
να μελετήσει το θάνατο, αποφεύγει στην ουσία την ίδια τη ζωή.
Η δική μας παράδοση, η ορθόδοξη, έμαθε ν βλέπει τη ζωή σαν ένα
ξενοδοχείο από το οποίο μπορεί να αναχωρήσουμε ανά πάσα στιγμή. Μας
διδάσκει να έχουμε καθημερινά κατά νουν το θάνατο, πράγμα που μας βοηθά
να αξιολογούμε σωστά το βάρος των πραγμάτων και να μένουμε σε εγρήγορση.
Ακόμα κι αυτός ο φόβος του θανάτου, γίνεται αφορμή για προσευχή και
επανεύρεση της ησυχίας του νου. Ξέροντας ότι θα φύγουμε, δεν
επαναπαυόμαστε στις πρόσκαιρες δάφνες μας. Και βλέποντας το θάνατο από
κοντά, φτάνουμε να μη τον φοβόμαστε. Και μαθαίνουμε ότι η βασιλεία του
Θεού δεν είναι μετά θάνατον ζωή, αλλά σημερινή ζωή και πραγματικότητα
που μπορούμε να βρούμε κοντά στον Χριστό. Και ο άνθρωπος που γεύεται τη
ζωή εν Χριστώ από τώρα, απελευθερώνεται από την τυραννία του θανάτου.
Ζει το θάνατο ως αθανασία, γιατί στο Χριστό δεν υπάρχει θάνατος.
|
Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019
Θάνατος εναντίον της ζωής ή θάνατος μέρος της ζωής; Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου