Θα’ ναι κοινός τόπος, να επαναλάβω κι’ εγώ, με τόσους άλλους, πως οι καιροί μας είναι κοσμογονικοί· αρέσκονται στα μεγάλα· συγκινούνται απ’ τα «συνταρακτικά», που γράφουν κ’ οι εφημερίδες. Τούτο σημαίνει, πως πρέπει να σκούξεις, να χαλάσεις τον κόσμο, για να σου δώσουν λίγα ψίχουλα της προσοχής τους· και συμβαίνει όλοι σχεδόν να ζητούμε αυτή την προσοχή… Περπατούμε, γράφουμε, μιλούμε, κουβεντιάζουμε. Τ’ αυτιά μας τεντωμένα: τι θα πουν ή τι θα γράφουνε για μας; Κατάντησε το λιβάνισμα ευχαρίστηση, απ’ τις πιο μεγάλες μας και τις πιο απαραίτητες. Σημάδι πολύ χαρακτηριστικό. Κοντεύουμε να πιστεύουμε για τον εαυτό μας όχι ό,τι είμαστε, μα ό,τι θα πουν για μας οι άλλοι. Μερικοί μάλιστα έχουν την αφέλεια (;) να τυπώνουν κιόλας κάτι τέτοιες γνώμες τρίτων, για το έργο ή το πρόσωπο τους και να τις μοιράζουν -σαν τα παρδαλά χαρτιά στα επαρχιακά παζάρια και στα πανηγύρια, θα μου πείτε: δεν τα βαριέται τούτα τα καμώματα ο απλός, ο ακέραιος άνθρωπος; Τα βαριέται κι αναγουλιάζει, μα τι να κάμει; Πώς να τους το πει; Σήμερα δεν μπορεί παρά να τους ανέχεται. Συλλογιέται, όμως, το αύριο και σηκώνονται τα μαλλιά του κεφαλιού του. Ίσως σε κάμποσο καιρό, κατά πως παν τα πράγματα, να πιάσουν όλοι τους εξώστες τους και ν’ αμιλλώνται στα ξεφωνητά τους. Όλοι τότε θα μιλούν, θα χειρονομούν, θα μαϊμουδίζουν και κανένας δε θ’ ακούει. Γιατί, κανένας δεν θα ‘χει διάθεση να συνομιλήσει. Κ’ επειδή μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο, δε θα μπορείς ούτε τον εαυτό σου πια ν’ ακούς, θα ‘σαι ένας έγκλειστος στο πιο ακραίο φυλάκιο της μοναξιάς. Χειρότερ’ ακόμη, στην αρχή της αυτοδιάλυσης.
Κάνω μια υπόθεση: αν το ‘φτιανε ξενοδοχείο η μοναξιά το φτωχικό της, πόσος κόσμος και κοσμάκης δεν θα συνωστίζονταν, στα «μοναχικά» της ενδιαιτήματα! Κι αν ήταν καραμέλα ή μαστίχα; ολημερίς κι ολονυχτίς θα ξεπάτωνε τα δόντια και τα ούλα τους! Τί γλύκα να ‘χει άραγε, αυτή η λέξη, για να τη μασουλάμε οληνώρα οι «πνευματικοί» μας άνθρωποι; Σου ειν’ αδύνατο σχεδόν, να περάσεις μια ποιητική συλλογή, μια συλλογή με δοκίμια, διηγήματα, ένα καινούργιο μυθιστόρημα, δίχως να τη συναντήσεις. Φαίνεται, κατάντησε μανιέρα -άμα δεν είναι κάτι χειρότερο: μια επιδημική, ας πούμε, ασθένεια της εποχής. Δεν τολμάς να τους πεις και τίποτα. Σου αρχίζουν τ’ ατέλειωτα εκείνα για την αγωνία των καιρών μας, τη δοκιμασία της υπάρξεως, το εσωτερικό άγχος κ.ά. Κι ως εδώ, βέβαια, δεν αφήνουν λαβή για παρεξήγηση. Ζουν μες στον κόσμο, κατά τα φαινόμενα. Καταλαβαίνουν, ίσως, τον εαυτό τους. Δεν τους νιώθει κανένας, ούτε και οι όμοιοί τους. Δε συνομιλούν με κανένα. Σημείο επαφής, πουθενά. Ακόμα κ’ η προσευχή τους κάποτε, όταν ανακατώνεται μες στα γραψίματα τους, λες κ’ είναι βαλμένη, για να δείξει τη γοητεία των αθησαύριστων λέξεων. Τόσο χλωμή, κρύα και ανούσια! Δε θα δίσταζε κανείς, σε τέτοιες περιπτώσεις, να πει, πως δικαιούνται πέρα για πέρα τον τίτλο του μοναχικού ανθρώπου. Μα θα ρωτούσε πάλι με απορία: στις φλέβες αυτών των «μοναχικών» ανθρώπων, να τρέχει αίμα τάχατες ή τσάι Κεϋλάνης; Αν έτρεχε έστω λίγο αίμα ζωντανό, ίσως να είχε κάποιο βάρος και η μοναξιά τους, με την ανάλογη πνευματική της καρποφορία.
Πολλήν ώρα το βάσταξα, κι άρχισε να μου καίει τα χείλη το ερώτημα: υπάρχει μοναξιά για τον Πνευματικό άνθρωπο; Ας πω απ’ την αρχή το λόγο μου: θαρρώ πως δεν υπάρχει. Δεν μπορεί να υπάρχει. Ο πνευματικός άνθρωπος, έχει συνείδηση του μέσα κόσμου του και δε μπορεί να αισθάνεται, πως μένει μόνος, μετέωρος. Η ύπαρξή του συνδέεται πνευματικά με την παρουσία του διπλανού του και του Δημιουργού του. Ο λόγος του -κι ο πνευματικός άνθρωπος, δε μπορεί να μην έχει λόγο- συναντάει στο δρόμο του κάποιο «συ». Και στην πιό μικρή του ανακύκληση, θ’ ακουμπήσει κάπου. Κι αν δε βρει το γήινο «σύ», κάποια άλλη απάντηση θα ‘ρθει. Δε γίνεται αλλιώς, παρά να ρθει. Αν όχι, συνηθέστερα, από το μικρό, τότε απ’ το μεγάλο «Συ». Λέει κάπου ο Ρίλκε:
Η μοναξιά είναι σαν τη βροχή.
Από τη θάλασσα προς τα βράδια ανεβαίνει·
από κάμπους, που μακρινοί ‘ναι και χαμένοι,
πάει προς τον ουρανό, όπου κατοικεί
πάντα. Κι από τον ουρανό, στην πόλη,
σα βροχή πέφτει…
Κι ακόμη, όταν οι άνθρωποι,
που ο ένας τον άλλο μισούνε,
πρέπει, στο ίδιο κρεβάτι κ’ οι δυό να κοιμηθούνε:
πάει, τότε, η μοναξιά, όπου παν κ’ οι ποταμοί…
Κ’ είναι σ’ όλους γνωστό, πως η βροχή δε στέκεται καθόλου μοναχή -για
να σταθούμε μόνο σ’ αυτό: ή θα ναι στο σύννεφο, ή στη γη, που τη ρουφά
διψασμένη. Μπορεί ακόμα να ‘ναι μια διαμαντένια σταλαγματιά, στον
παρθενικό κάλυκα ενός κρίνου. Μα δε μπορεί ποτέ να μείνει μοναχή της.
Έτσι κι ο άνθρωπος, που ξέρει από που ξεκίνησε και που πηγαίνει.Εκείνο, που ο σημερινός άνθρωπος συμβατικά ονομάζει μοναξιά, οφείλεται, νομίζω, στην αδυναμία του να καταλάβει τον πολύ κόσμο, ή να τον καταλάβουν. Μπορεί να μικραίνουν οι αποστάσεις με τη μηχανή, αλλά οι άνθρωποι ξεμακραίνουν. Φαίνεται, πως τα «ποσά» δεν είναι ανάλογα. Πολλοί άνθρωποι ποθούν μέχρις εκζητήσεως, να φαίνονται ξεμοναχιασμένοι. Παραρριγμένα αποπαίδια, λες, της μοίρας, που βρίσκουν ηδονή στο κλαψούρισμα: τα μωρά που κλαίνε για να τα προσέξουμε. Έτσι εξηγείται, γιατί ο καθένας τους κάνει τη μοναξιά, σαν ένα γυάλινο πύργο, με την απίθανη γοητεία της αφ’ υψηλού εποπτείας των πάντων. Ευχαριστιέται, να περιδιαβάζει τη μοναχική του ύπαρξη στις ερημωμένες πλατείες, τα βροχερά βράδια· στα πυκνόδεντρα δάση, τις πάμφωτες αυγές· και τα θλιμμένα ηλιοβασιλέματα, σ’ ερημικές ακρογιαλιές. Και το ‘χει σαν έπαινο να τον λες μοναχικό, «ερημικό» ή «ερμητικόν» άνθρωπο. Δεν ξέρω, τί θα μπορούσε ν’ απαντήσει αυτός σήμερα στον Αριστοτέλη, που είχε άξιους για την ερημιά – η μοναξιά σαν όρος δεν είχε «ανακαλυφθεί» τότε, φαίνεται – μονάχα τους θεούς και τα θηρία. Βέβαιο είναι, πως δεν θα είχε τίποτε ή δεν θα καταδέχονταν ν’ απαντήσει. Γιατί, βέβαια, ούτε θηρίο θέλει να μείνει, ούτε θεός μπόρεσε να γίνει. Κ’ έτσι, πορεύεται ο σημερινός άνθρωπος στα σβωλοτόπια των κάμπων και στ’ αγκαθερά μονοπάτια των βουνών, φορτωμένος το σακούλι με τις αγωνίες του τις τρομαχτικά καυτερές, Έχει μέσα, εκεί πλάι στη μοναξιά του, κι άλλα πράγματα: τίτλους πνευματικού άνθρωπου, εκλεκτού κι αριστοκρατικού πνεύματος, ενός δημιουργού, που συμμετέχει ζωντανά στην κατανόηση, στην εκδήλωση και στην λύση των προβλημάτων της εποχής του. Μα εκείνο, που καίρια τον πληγώνει και τέμνει τους χρυσούς κύκλους της μοναξιάς του, είναι το «Συ». Γιατί, ώρες-ώρες, σε στιγμές γόνιμης ενδοσκόπησης, ανακαλύπτει μέσα του κάτι παλιούς και καταχωνιασμένους θησαυρούς: την ψυχή του, που κλωθογυρνάει ολοένα κι ασίγαστα μιλεί με τον εαυτό της. Σκύβει ν’ ακούσει. Ο λόγος της ψυχής, η δύναμη του πνεύματος του, κινείται προς κάποια κατεύθυνση. Κι όταν οι λόγοι αυτοί, που με τη συνάντηση τους με το «συ» ή το «Συ» μοιραία γίνονται συνομιλίες, θίγοντας το κάθε πρόβλημα, μπορούν ν’ ανοίγουν μια πλαϊνή καρδιά ή και τις Πύλες τις γαλάζιες τ’ Ουρανού, τότε μπορούμε να ειπούμε, πως ανήκουν σ’ ένα «μοναχικόν» άνθρωπο; Νομίζω, πως το θλιβερό αυτό πλεονέκτημα, δεν μπορούν να το ‘χουν οι άνθρωποι του Πνεύματος, οι πραγματικά πνευματικοί άνθρωποι.
Συλλογίζομαι, κάποτε: καλά αυτοί, οι άνθρωποι της πολιτείας. Μα τους άλλους, πώς πρέπει να τους ονομάζουμε; Τους ανθρώπους, που χάνουν τ’ όνομά τους, κάτου απ’ το «μοναχικό τριβώνιο». Δε λέω, βέβαια, για τούς αδελφούς των «Κοινοβίων» και των «Ιδιορρύθμων» Μοναστηριών. Τους «αμόναχους Μοναχούς», όπως λέγει ένας εκλεκτός Αγιορείτης. Κι αυτό το λέει, βέβαια, επειδή δε ζουν, παρά μέσα σ’ ένα, μικρό ή μεγάλο, σύνολο. Σ’ ένα σύνολο μοναστηρίσιο, όχι όμως και μοναχικό. Γι’ αυτούς δε ρωτώ. Για τους άλλους λέω, πού ‘ναι σκαρφαλωμένοι στο βράχο της άσκησης. Για κείνους, που η αυχμηρότητα του εδάφους κ’ ή ακατάπαυστη γειτνίαση με τους ουρανούς, τους αναγκάζει να μεταφέρουν αλλού τα δικαιώματα και τα ιδανικά τους. Και βρίσκονται όντως «μεταξύ Ουρανού και γης». Εκείνους που «επεκτείνονται τοις έμπροσθεν, κατά σκοπόν διώκοντες, επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού» (Φιλιπ. γ’ 14). Μπορείς να τους πεις μοναχικούς; Ακόμα κι αυτούς, μπορείς να τους φορτώσεις με το ασήκωτο βάρος της μοναξιάς; Ίσως, όχι. Ασφαλώς όχι! Αυτοί είναι που προσεύχονται και για μας – κ’ έτσι είμαστε πάντα σχεδόν κοντά τους. Κ’ έχουν πάντα την παρουσία του Θεού δίπλα και πάνου τους, τόσον έντονη! «Ανάπτουσιν, όπως λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, την καρδιά τους, εις μόνον τον του Θεού πόθον και έρωτα· και εκτείνουσι τον νουν εαυτών εις την θεωρίαν του θείου Κάλλους». Η μοναξιά τους γιομίζει με το περιεχόμενο της θείας συντροφιάς. Το «Συ» έρχεται κοντά τους. Δίπλα τους. Πολλές φορές, μέσα τους. Η μοναξιά κι όλο το φορτίο της, αναλαμβάνεται. Αίρεται από τον Μέγιστον ερωμένο κ’ εραστή τους, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «…τούτων γαρ απάντων μείζον, το τον Χριστόν ερωμένον έχειν ομού και εραστήν· ει γαρ επ’ ανθρώπων τούτο συμβαίνον, πάσης ηδονής έστιν ανώτερον, όταν επί Θεού ταμφότερα εκβαίνη, ποία διάνοια παραστήσαι δυνήσεται, την μακαριότητα ταύτης της ψυχής; ουκ έστιν ουδεμία άλλη, αλλ’ η πείρα μόνη». Κι αυτή την πείρα μόνο οι άγιοι ερημίτες κι ασκητές μπορούν να την κατέχουν. Οι άνθρωποι του κόσμου σπάνια τη γνωρίζουν.
Αυτές οι γραμμές χαράχτηκαν σε μια έρημο, γιομάτη αγιότητα, δίχως την ελάχιστη μοναξιά γι’ αυτόν που τις χάραξε, και δε σκοπεύουν με κανένα τρόπο την αναίρεση της μοναξιάς. Είναι μια ειλικρινής συνομιλία με τον εαυτό του, κ’ ίσως -όπως θα ήθελε να πιστεύει- και με κάμποσους αδελφούς ή φίλους αναγνώστες. Τίποτε άλλο.
(Π.Β.Πάσχου, Από την Αγωνία στην Κατάνυξη –δοκίμια ορθόδοξου στοχασμού –εκδ. «ΑΣΤΗΡ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου