Όλοι
οι μεγάλοι φιλόσοφοι ξεκινούν από άμεση ενορατική σύλληψη μιας αρχής,
μιας κεντρικής θέσης, ή καταλήγουν σ' αυτήν. Θεμελιώδη διαίσθηση
(intuition fondamentale) ονομάζει τη σύλληψη τούτη ο Β ergson , σαν
«θείαν επίπνοιαν» την είδε ο Πλάτων. Κάθε φιλοσοφία, αλήθεια, στηρίζεται
στο βάθος στην άμεση, την ενορατική σύλληψη μιας κεντρικής αρχής. Γύρω
σ' αυτήν στρέφεται όλος ο μόχθος του φιλοσόφου, κι' επάνω σ' αυτήν
θεμελιώνεται και δένεται όλο το έργο του. «Ἰδέα» (Πλάτων), «ὕλη καί
εἶδος» (Αριστοτέλης), «ζῆν ὁμολογουμένως» (Στωϊκοί), «Gogito ergo sum»
Ντεκάρτ, «intuition» Β ergson . Αυτό δεν είναι παράδοξο· παράδοξο θα
ήταν αν δεν συνέβαινε. Για τούτο, σε όποιο ακριβώς φιλοσόφημα δε
βρίσκομε ένα τέτοιο κεντρικό πυρήνα, αφετηρία και μαζί τέρμα της πορείας
της σκέψεως, μπορούμε να είμαστε μάλλον βέβαιοι· ότι δεν έχομε να
κάμωμε με άρτια ολοκληρωμένη φιλοσοφική σύνθεση. Παράδοξο δεν είναι,
γιατί η φιλοσοφία είναι η υψηλότερη έκφραση και ενσάρκωση της δίψας για
ενότητα. Κύριο έργο της να αναζήτηση με την εποπτειακή και συνοπτική
θεώρηση της την ενότητα που δένει όλο τον κόσμο του επιστητού, τον
εσωτερικό και τον εξωτερικό. Και το έργο τούτο επιτελεί ξεκινώντας από
μια γενική αρχή, που διέπει όλο τον επιστητό κόσμο, ή καταλήγοντας σ'
αυτήν. Η δίψα για ενότητα είναι η ίδια η ουσία του πνεύματος :
«σκέπτομαι θα πη ενώνω», είπε τόσο επιγραμματικά ο Κ ant . Δε διαφέρει
από την άποψη αύτη το έργο των Χριστιανών φιλοσόφων, των πατέρων της
Εκκλησίας. Η ίδια δίψα για ενότητα το διέπει. Ενωτικός κρίκος εδώ ο
ίδιος ο δημιουργός του παντός, ο Θεός. Και ο Θεός είναι πνεύμα.
Πρώτοι οι Έλληνες ελευθέρωσαν τον άνθρωπο από
τη δουλεία στον κόσμο των αισθήσεων, του επέτρεψαν να ανακάλυψη την
πνευματικότητα της φύσεως του και τον έστησαν μέσα στον αισθητό κόσμο ον
αυτόνομα πνευματικό, δημιουργικό νου. «Νοῦς ὁρᾷ καί νοῦς ἀκούει»,
είπαν. Με άλλα λόγια δεν είναι οι αισθήσεις που θα μας δώσουν το
πραγματικό, το όντως ον και την αιτιολογία του· για να κατανοήσωμε τα
πράγματα, τον κόσμο, τον εαυτό μας ακόμη, θα φύγωμε από τις ρευστές και
φευγαλέες και αλληλοσυγκρουόμενες αισθητικές εντυπώσεις, από την
αίσθηση, και θα αναζητήσωμε με το νου τη ρίζα των όντων τα «ἀναφῇ» και
αόρατα άτομα (Δημόκριτος), τις αρχές, τις νοητές αρχές που τα κυβερνούν.
Στο έργο του τούτο ο νους πρέπει να είναι «αυτός καθ' αυτόν», όπως είπε
ο Πλάτων, συσπειρωμένος στον εαυτό του, να ακούη μόνο τη δική του φωνή,
να μη επιτρέπη στην αίσθηση να τον ενοχλή και να τον συσκοτίζη. Και την
αλληλουχία του ενδιάθετου αυτού βαδίσματος του ο νους, θα την ντύση με
το λόγο, θα τη διατύπωση με «λόγους». Έτσι τη θέση των αισθητών
πραγμάτων θα την πάρουν οι λόγοι που ανατρέχουν στην ουσία των όντων και
συλλαμβάνουν την «αιτιολογία» τους. Τούτο το μεγάλο άλμα από την
αίσθηση, την εμπειρία, στη νόηση, που αποκαλύπτει τη μεγάλη, την
πραγματική δύναμη του λόγου, και μαζί την πνευματικότητα του ανθρώπου,
αποτελεί το λαμπρότερο μέρος του «ελληνικού θαύματος». Με το άλμα τούτο
παίρνει το πραγματικό της νόημα η αλήθεια, η αντικειμενική και
απροκατάληπτος θήρα του νοήματος των όντων και θεμελιώνεται η επιστήμη,
άλλα και η εσωτερική ελευθερία του ανθρώπου.
Μια νέα στροφή δίνει ο Χριστιανισμός στην
πορεία του πνεύματος, που με άλλο τρόπο ικανοποιεί την ασίγαστη δίψα για
έρευνα και ενότητα. Μιλώ για στροφή, θα έπρεπε καλύτερα να μιλήσω για
νέο μεγάλο άλμα στην αποκάλυψη της πνευματικής ουσίας του ανθρώπου, που
τη φανερώνει με θαυμαστή ολοκλήρωση. Στο βάθος έχομε πάλι να κάμωμε με
έργο του Ελληνικού πνεύματος, που παρουσιάζεται όμως τώρα με τη
χριστιανική του μορφή. Το νέο μεγάλο άλμα είναι ότι το πνεύμα
ανακαλύπτει τώρα τη δύναμη και την αξία της πίστης και με την πίστη
δέχεται την αλήθεια εξ αποκαλύψεως. Αυτή η αποκαλυπτική αλήθεια του
φανερώνει το υπέρτατο ον, τον όντα, το Θεό, το δημιουργό και προνοητή
και συνεκτικό κρίκο του σύμπαντος. Η αποκαλυπτική αλήθεια του δίνει με
άλλα λόγια τις βασικές αρχές που συνθέτουν και διέπουν το σύμπαν, και
καλεί το ανθρώπινο πνεύμα να την κατανόηση, όσο του επιτρέπουν οι
δυνάμεις του.
Είπαν ότι η στάση αύτη του Χριστιανισμού
είναι αντιπνευματική, γιατί καταλύει την ακριβή ουσία που δίνει όλη την
αξία του στο πνευματικό έργο, την αυτονομία, και το υποτάσσει στο δόγμα.
Και άφθονα επιχειρήματα για την άποψη τους αυτή αντλούν και από τους
εκλεκτότερους αντιπροσώπους του Χριστιανικού πνεύματος, τους μεγάλους
Πατέρες, που στηλιτεύουν τη φιλοσοφία. Είναι, αλήθεια, αντιπνευματική η
στάση του Χριστιανισμού ; Δεν είναι δυνατό να προχωρήσω τώρα σε πλήρη
ανάπτυξη του μεγάλου αυτού θέματος. Θα περιοριστώ μόνο σε μερικές αδρές
γραμμές. Και πρώτα πρώτα οι Πατέρες δε στηλιτεύουν τη φιλοσοφία, το
«φιλοσοφείν» δηλαδή, αλλά ορισμένη φιλοσοφία, και της επισημαίνουν
μεγάλα τρωτά : Ότι λ.χ. όταν φτάνη στα δύσκολα ζητήματα, στις αρχές και
τις αιτίες δεν έχει να δώση απάντηση, δίνει απαντήσεις. Ότι ο τρόπος με
τον όποιο φιλοσοφούν δεν οδηγεί τους φιλοσόφους στην εύρεση του αγνώστου
θεού και την αποδοχή του· ούτε, φυσικά, τους οδηγεί στην ορθή
ανθρωπογνωσία, την ώρα που είναι αδύνατο να κατανοήσωμε τον άνθρωπο, αν
δεν ξέρωμε το βασικώτερο γι' αυτόν, τη σχέση του με το Θεό, τη μετουσία
του ανθρώπου στο θείο. Επειδή ακριβώς, συνεχίζουν οι Πατέρες, αγνοεί
αυτά η φιλοσοφία, περιστρέφεται γύρω σ' αυτά, χωρίς να εισδύη βαθύτερα,
γι' αυτό δεν αποτελεί αποτελεσματική μέθοδο για τη σωτηρία του ανθρώπου,
δεν οδηγεί τον άνθρωπο, ξεπερνώντας και νικώντας το αισθητό μέρος της
φύσεως του να γίνη όλος πνεύμα, όλος ψυχή, να φτάση τη θέωσή του, να
διαφύλαξη το καθαρό είναι, την πνευματική του ουσία, αυτήν που τον
συνδέει με το Θεό, να γίνη πραγματικά αθάνατος. Δύο βασικά αιτήματα
προϋποθέτει η χριστιανική στάση, έτσι ιδωμένη : πρώτο αίτημα είναι η
ανάταση της θεωρητικής πτήσεως ως την απροσπέλαστη, όπως θα δούμε, πηγή
του καθαρού πνεύματος, το Θεό· δεύτερο αίτημα, είναι ότι η θεωρία τότε
έχει αξία και αλήθεια όταν είναι ομόλογη με την Πράξη· χωρίς αυτή την
ομολογία δεν είναι «αποτελεσματική», δεν σώζει τον άνθρωπο. Αυτή την
πορεία ακολούθησαν οι μεγάλοι Πατέρες, ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο
Ναζιανζηνός και ο Αυγουστίνος, και πόσοι άλλοι, αυτό το δύσκολο
επίτευγμα ομολογίας θεωρίας και πράξεως επραγμάτωσαν. Αλλά - θα
επιμείνουν οι ορθολογιστές - η υποταγή στο δόγμα; Ξεκινούν βέβαια από το
δόγμα, από την πίστη, οι Πατέρες, αλλά έργο τους θέτουν την κατανόηση
του δόγματος, με άλλα λόγια δέχονται ενορατικά το δόγμα. Η πίστη
εκπνευματώνεται. Δεν είναι λοιπόν στο βάθος πολύ διαφορετική η στάση των
από τη στάση των άλλων φιλοσόφων και έχει το μέγα κέρδος ότι με την
πίστη έρχεται σε επαφή με νέους κόσμους, ανοίγει στη σκέψη απεριόριστους
ορίζοντες και, ούτε λίγο ούτε πολύ, με το να καταφάσκη και να καταξιώνη
την πίστη, ολοκληρώνει την πνευματική φυσιογνωμία του ανθρώπου, που
είναι λόγος, αλλά είναι και πίστη. Πρώτοι, οι Χριστιανοί κατέδειξαν ότι η
πίστη δεν είναι κάτι το άλογο, ότι αντίθετα, όπως είπαν, ο λόγος χωρίς
πίστη είναι άλογος, αυτοκαταστρέφεται, πέφτοντας στον απόλυτο
σκεπτικισμό, στο μηδενισμό. Όταν ο λόγος δεν έχη πρώτη αφετηρία αλλά και
έσχατο λόγο την πίστη, μια πίστη που να τον τρέφη και να τον δυναμώνη,
πίστη όλη πνεύμα βέβαια - και τέτοια είναι η Χριστιανική - χτίζει απάνω
στην άμμο. Μπορεί λοιπόν η πίστη να μην είναι κάτι το αντιλογικό, αλλά
αντίθετα αποκούμπι του λόγου, να τον εμπνέη, να τον χειραγωγή, να τον
φωτίζη, να προσφέρη την ουσία στη λογική διαδικασία της νοήσεως. Έτσι η
πίστη, η μεγάλη αύτη δύναμη της ψυχής, ολοκληρώνει τον άνθρωπο, είναι το
υπόβαθρο σε κάθε πνευματική του ενέργεια. Με αυτό το πνεύμα δούλεψαν
ακατάβλητα όλοι σχεδόν οι μεγάλοι Πατέρες και προσπάθησαν να μετατρέψουν
την αποκαλυπτική αλήθεια σε αλήθεια που κερδίζεται με το λόγο. Αν κοντά
σ' αυτά θυμηθούμε ότι ο Θεός για τους Χριστιανούς είναι η αυτοαλήθεια, ο
κυρίως νους που φωτίζει τον νου του ανθρώπου, βλέπομε πόσο μακρυά από
την αλήθεια είναι η γνώμη ότι άντιπνευματική είναι η στάση των
Χριστιανών. Οι ίδιοι οι Πατέρες άλλωστε, συχνά «φιλοσοφία», αληθινή
όμως, ονομάζουν την πνευματική τους πορεία, «και φιλόσοφον βίον» τη ζωή
των Χριστιανών ασκητών που διάγουν βίο ομόλογο με τη θεωρητική τους
ενατένιση.
Πόσο πρέπει, αλήθεια, να φυλαγόμαστε από το
μεγάλο λάθος του απόλυτου ορθολογισμού, όπου όλοι μπορεί να τον έχωμε
μέσα μας και να νοιώθωμε συχνά να αντηχή η φωνή του στη σκέψη μας. Το
μεγάλο του λάθος είναι ότι θεωρεί απόλυτα δοσμένους, κλειστούς επομένως
τους όρους που χρησιμοποιεί· βλέπει στατικά την αλήθεια, όπως εδώ τους
όρους που μας απασχόλησαν, την αυτονομία του πνεύματος, τη φιλοσοφία.
Μίλα ο ορθολογισμός σαν να είχε εξαντληθή το νόημα της αυτονομίας και
της φιλοσοφίας, σαν να είχε πραγματωθή όλο το περιεχόμενο τους. Γι' αυτό
επιτρέπει στον εαυτό του τις απόλυτες διαζεύξεις : ή ναι ή όχι, ή είναι
ή δεν είναι. Μπροστά σ' αυτές ακριβώς τις απόλυτες διαζεύξεις πρέπει να
θυμάται ο σκεπτόμενος άνθρωπος, ο νους, ότι είναι αυτόνομος και
ελεύθερος, να μη γίνεται αιχμάλωτος των λογικών σχηματικών πλαισίων, να
πηγαίνη στην ουσία των θεμάτων, στις μορφές με τις όποιες
παρουσιάζονται. Τότε δεν είναι δύσκολο να δη ότι μια πίστη τυφλή είναι
βέβαια αντιλογική, αντιπνευματική· υπάρχει όμως και άλλη, η έλλογη
πίστη, που αυτή θεμελιώνει την πνευματικότητα του ανθρώπου σε όλες τις εκδηλώσεις του.
Αν είναι σωστές οι απόψεις που διατυπώσαμε,
τότε η πνευματική στάση του Χριστιανού είναι μία πορεία ανοδική.
Στηριγμένος ο Χριστιανός στο άλμα που έκαμαν οι Έλληνες από την αίσθηση
στη νόηση και επιστρατεύοντας τώρα την πίστη αποπειράται την ανάβαση
προς τον κυρίως όντα Νουν, το θεό, και ολοκληρώνει έτσι, όπως είδαμε,
την πνευματική φύση του ανθρώπου. Η σκέψη των Πατέρων φέρεται αλήθεια
πάντοτε προς τα άνω και τα ακρότατα. Φλέγεται από την έφεση να
πραγμάτωση τη θεϊκή της φύση, να εισδύση στην περιοχή του ανεσπέρου
φωτός, να λουστή μέσα στις ανταύγειες του, να καθαρθή. Στις υψηλές της
αυτές πτήσεις οιστρηλατείται, και ο λόγος με τον όποιο ντύνει τα
φτερουγίσματα της είναι υψηλότατα λυρικός. Μόνο στους Πατέρες, στον
Ναζιανζηνό και τον Νύσσης, λόγου χάρη, βρίσκομε σελίδες που στέκονται
άξια δίπλα σε ανάλογες του Πλάτωνος και του Πλωτίνου. Σελίδες που, όπως
εκείνες, είναι ποτισμένες από τον υψηλό λυρισμό που γεννά στην ψυχή η
θέαση όχι του αισθητού, αλλά του νοητού κάλλους. Δεν είναι τυχαίο το
γεγονός. Ο νους των Πατέρων όπως ο νους του Πλάτωνος και του Πλωτίνου,
υψώνεται και βυθίζεται και πετά στον κόσμο που είναι «πάντων ἐπέκεινα».
Ανάλογη λοιπόν η πορεία· δε βλέπουν βέβαια τα ίδια πράγματα. Τον κόσμο
των ιδεών, και πάνω απ' αυτόν «το μέγιστον μάθημα» την ιδέα του αγαθού
θηρεύει η ψυχή του Πλάτωνος. Προς το «Εν», το απρόσιτο και υπερούσιο
φέρεται ο Πλωτίνος, με την έκσταση του. Προς τον Θεό, τον κυρίως νου,
την πηγή του όντος και της ζωής, τον όντα, φέρεται ο Χριστιανισμός. Στο
ίδιο ύψος ο λυρισμός των Χριστιανών, έχει όμως δική του, νέα ουσία.
Γιατί δεν απορρέει μόνο από την ενατένιση υψηλών αληθειών την ίδια ώρα
είναι και υποκειμενικός. Ο Χριστιανός φέρεται προς τον Θεό με την πίστη
ότι είναι τέκνον του, ότι είναι πλασμένος «κατ' εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τοῦ
Θεοῦ». Αυτή η πίστη, χωρίς καθόλου να μικραίνη την απροσμέτρητη απόσταση
που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό, γεννά αισθήματα οικειότητος και
αγάπης. Ο Θεός είναι «πρόσωπον», είναι φιλάνθρωπος· δε δέχεται μόνο την
αγάπη του ανθρώπου, των τέκνων του, αλλά πρώτος εκείνος την παρέχει. Δεν
είναι «ερωμένος» μόνον, αλλά και «εραστής». Εγκωμιάζοντας την αδελφή
του Γοργονία ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, και θέλοντας να δείξη την αγάπη
της προς το Θεό στον επιτάφιο λόγο που της αφιερώνει, «οὐδείς, λέγει,
οὕτως ἐρᾷ σώματος. . .» όπως ποθούσεν εκείνη «μετά τοῦ καλοῦ καθαρῶς
γενέσθαι, καί τόν ἐρώμενον ἀπολαβεῖν ὅλον, προσθήσω δ' ὅτι καί τόν
ἐραστήν». Αν η αγάπη είναι «η πρώτη και τιμιωτάτη» εντολή του
Χριστιανισμού, αυτό γίνεται, γιατί ο Θεός είναι όλος αγάπη. Για τούτο
ακριβώς έβαλε στη φύση του άνθρωπου «την αγαπητικήν διάθεσιν», αυτήν που
ημερώνει το ήθος του, φωτίζει το πνεύμα, και οδηγεί στον άνθρωπο και
προς ένα Θεό που την ίδια ώρα είναι όλος πνεύμα και όλος αγάπη : «ὁ Θεός
ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ μένει ἐν τῷ Θεῷ καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ
μένει». Υψηλός αλλά μάλλον απρόσωπος ο λυρισμός του Πλάτωνος· απάνθρωπα
απόκοσμο το Πλωτινικό Εν είναι μόνο «ἐρώμενον» ουδέποτε «ἐρῶν». Ο έρως
εδώ στην υψηλότερη εκδήλωση του στρέφεται κυρίως προς πράγμα, «προς το
πέλαγος του καλού» προς το Εν γι' αυτό μένει χωρίς ανταπόκριση. Υψηλός
και την ίδια ώρα θεμελιωμένος απάνω στην πηγή της αγάπης ο Χριστιανικός
λυρισμός, πηγάζει από μιαν υψηλή σύζευξη της αλήθειας, του
αντικειμενικού, με το συναισθηματικό. Αυτή η σύζευξη θα εμπνεύση τους
μυστικούς στην αναστροφή τους με τα θεία, αυτή διαποτίζει τη χριστιανική
τέχνη, ιδιαίτερα τη Βυζαντινή, αυτήν που θα αποκάλυψη με το δικό του
τρόπο στους νεώτερους χρόνους ο Ρ ascal μιλώντας για τη λογική της
καρδίας. Η χριστιανική αγάπη - ας μη μας παρασύρει το γεγονός ότι οι
Πατέρες χρησιμοποιούν κάποτε γι' αυτήν τον Πλατωνικό όρο, τον έρωτα -
στρέφεται όχι προς πράγμα, αλλά προς πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεού, γι'
αυτό είναι ολοκληρωμένη, έχει ανταπόκριση. Έτσι η αναστροφή των
Χριστιανών με το Θεό μπορεί να έχη θαυμαστή οικειότητα, οικειότητα που
πηγάζει από την αίσθηση της παρουσίας του Θεού του ζώντος. Και επειδή
είναι αγάπη προς τον Θεό, είναι αγάπη προς τον πλησίον, προς τον
άνθρωπο, αλλά και αγάπη του ανθρώπου προς τον εαυτό του στη βαθύτερη
υπόσταση του. Με την αγάπη ανακαλύπτει και καταφάσκει ο Χριστιανισμός
την αξία του προσώπου του ανθρώπου. Όλα τούτα τα στοιχεία συνθέτουν τον
ιδιότυπο λυρισμό που πλημμυρίζει την ψυχή των Πατέρων στις πτήσεις των
στους κόσμους των υψηλών αληθειών, στην πορεία τους να πραγματώσουν τον
«καινόν άνθρωπον», να δεχτούν το «ακραιφνέστατον» φως του αληθινού Θεού.
Ονόμασα ανοδική την πορεία που ακολουθεί η
χριστιανική σκέψη, στραμμένη πάντα προς τα άνω και τα ακρότατα. Θα
προσπαθήσω τώρα να σας παρουσιάσω, όσο μου είναι δυνατό, ένα κύριο
χαρακτηριστικό της ανοδικής αυτής πορείας, το ουσιωδέστερο κατά τη γνώμη
μου. Οι φιλόσοφοι, είπαμε, αναχωρούν από μια γενική αρχή με άμεση και
ενορατική σύλληψη. Με την αρχή αυτή δένουν όλο τον κόσμο του επιστητού·
είναι ο συνεκτικός του κρίκος. Τη θεωρούν τις περισσότερες φορές σαφή,
την ορίζουν, σ' αυτήν αναφέρονται σε όλο τους το έργο, αυτήν εξαντλητικά
αναπτύσσουν.
Έχουν και οι χριστιανοί φιλόσοφοι, οι
Πατέρες, όπως είπαμε, την αρχή που διέπει την πορεία τους : είναι ο
Θεός. Πιστεύουν στην ύπαρξή του - «ὅτι ἐστίν» - και αυτήν προσπαθούν να
αποδείξουν. Δεν ορίζουν όμως, τι είναι Θεός. Μεγάλη αντίθετα προσπάθεια
καταβάλλουν να αποδείξουν ότι δεν είναι δυνατό να ορισθή ο Θεός, γιατί η
ουσία του ξεπερνά από κάθε άποψη τη νοητική δύναμη του ανθρώπου· ο Θεός
είναι άρρητος. «Ἀπερινόητος», λέγει ο Μ. Βασίλειος, «ἀνθρώπου φύσει καί
ἄρρητος παντελῶς ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ». Αλλά, προσθέτει, τη σωτηρία του
ανθρώπου δεν την παρασκευάζει η εξερεύνηση «τοῦ τί ἐστίν ὁ Θεός, ἀλλά ἡ
τοῦ ὅτι ἐστίν ὁμολογία» Ελλ. Πατρολ. 29, 540 C , 545 Α ). Εμείς, λέγει
πάλι ο Βασίλειος, υποστηρίζομε ότι το Θεό Τον γνωρίζομε από τις
ενέργειες Του (φιλάνθρωπος, δίκαιος, αγαθός κ.λ.π.) δεν ισχυριζόμαστε
όμως ότι φθάνομε την ουσία Του. Σε κείνον που του λέγει ότι αν αγνοής
την ουσία Του, αγνοείς τον ίδιο το Θεό· το έλεγαν αυτό οι ορθολογιστές
αιρετικοί όπως ο σύγχρονος του Ευνόμιος, - να αντιστρέψης και να πης ότι
«εἰ τήν οὐσίαν λέγεις εἰδέναι αὐτόν οὐκ ἐπίστασαι», γιατί «εἴδησις τῆς
θείας οὐσίας ἡ αἴσθησις, αὐτοῦ τῆς ἀκαταληψίας». (Ελλ. Πατρολ. 32, 868 C
, 869 Β ). Βαρυσήμαντα λόγια που διατυπώνουν τόσο καθαρά τον
χριστιανικό αγνωστικισμό. ’μα ανεβαίνοντας απάντησης δύναμη, ενέργεια,
που βλέπεις ότι δεν σου είναι δοσμένο να κατανόησης την ουσία της, να
ξέρης ότι είσαι κοντά στο Θεό. Όταν αντίθετα, πιστεύης ότι γνωρίζεις την
ουσία του Θεού να είσαι βέβαιος πως είσαι όχι απλώς μακρυά, αλλά ότι
αρνείσαι το Θεό, είσαι έξω απ' αυτόν, έκοψες την επαφή σου μαζί του,
επήρες κάποιο πλάσμα για θεό, αφού ξέχασες ότι Εκείνος είναι ο
ακατάληπτος.
Με το ίδιο θέμα ασχολείται και ο Γρηγόριος ο
Ναζιανζηνός ο θεολόγος, στον περίφημο δεύτερο θεολογικό του λόγο. Τον
οιστρηλατεί η ανάβαση του Μωϋσή στο όρος Σινά : «Ανεβαίνοντας, λέγει,
και εγώ στο όρος με όλη την προθυμία μου, ή για να ακριβολογήσω, με
προθυμία και την ίδια ώρα με αγωνία - την πρώτη μου έδινεν η ελπίδα, η
αδυναμία μου γεννούσε τη δεύτερη - με σκοπό να εισχωρήσω στη νεφέλη και
να αναστραφώ με το Θεό.. «τί τοῦτο ἔπαθον, ὦ φίλοι, καί μύσται, καί τῆς
ἀληθείας συνερασταί;» Τι έπαθα; έτρεχα με σκοπό να φτάσω το Θεό, και
έτσι ανέβηκα στο ορός, και πέρασα τη νεφέλη, άφησα την ύλη και τα υλικά,
μπήκα στα εσώτερα, και όσο μπορούσα συσπειρώθηκα στον εαυτό μου. Και
όταν κύτταξα προσεκτικά «μόλις εἶδον, Θεοῦ τά ὀπίσθια». Δεν είδε το Θεό ο
Ναζιανζηνός «αλλά Θεού τα οπίσθια», δηλαδή, όπως ο ίδιος εξηγεί στη
συνέχεια, «ὅσα μέτ' ἐκεῖνον ἐκείνου γνωρίσματα». Ένας Έλληνας φιλόσοφος,
προσθέτει αλλού, είπε «θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον»,
αλλά κατά τη δική μου γνώμη «φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ
ἀδυνατώτερον» ('Ελλ. Πατρολ. 36, 28Α- 29 C ). Ο Θεός, συνεχίζει έχει
συγκεντρώσει μέσα στον εαυτό Του όλο το είναι, μοιάζει σαν «πέλαγος
οὐσίας ἄπειρον καί ἀόριστον» που δεν μπορεί να ορισθή, γιατί δεν έχει
πέρατα, όρους, «ξεπερνά» πάσαν έννοιαν και χρόνου και φύσεως». Μόνο με
το νου τον σκιαγραφούμε, «καί τοῦτο λίαν ἀμυδρῶς καί μετρίως», βλέποντας
όχι «τά κατ' αὐτόν», αλλά «τά περί αὐτόν»· και πάλι και αυτό το
«ίνδαλμα», το απείκασμα της αληθείας δεν προφταίνομε να το συγκρατήσωμε,
μας φεύγει· πριν το κατανοήσωμε «διαδιδράσκει». Τόσο μόνο ρίχνει τη
λάμψη του στο νου μας, ακόμη και όταν ο νους μας είναι καθαρός, όσο
απαστράπτει στο μάτι η γρήγορη αστραπή. (Ελλ. Πατρολ. 36, 317 β ). Θα
μπορούσα να παραθέσω κείμενα και από άλλους πατέρες, προ πάντων από τον
αδελφό του Μ. Βασιλείου, τον Γρηγόριο τον Νύσσης απάνω στο ίδιο θέμα,
στο ότι δηλαδή είναι άρρητο και απρόσιτο το θειο και ανέκφραστο. Αλλά
δεν είναι ανάγκη για την ώρα. Και όσα κείμενα παρέθεσα είναι αρκετά για
να δείξουν από ποιο ύψος και με πόσο βάθος ενατενίζουν οι Πατέρες το
θείο.
Το θέμα που θίγομε εδώ είναι από τα
βασικώτερα και ξεχωρίζει περισσότερο ίσως από κάθε άλλο τη νοησιαρχικά
φιλοσοφική, από τη χριστιανική, τη θρησκευτική γενικά στάση. Ο
νοησιαρχικός φιλόσοφος είναι αναγκασμένος, ακολουθώντας τη λογική
αναγκαιότητα, να ορίση τη γενική αρχή απάνω στην οποία συνθέτει τον
κόσμο του επιστητού. Γνωρίζει, όταν όρίζη. Ο χριστιανός θεολόγος θέτει
ότι δεν μπορεί να ορίση εκείνο που πιστεύει, εκείνο που δίνει ύπαρξη και
ζωή στα πάντα. Και εξηγεί γιατί δεν μπορεί να ορίση και όμως γνωρίζει
το Θεό. Μέσα σ' αυτό κρύβεται, απ' αυτό αναπηδά όλη η μυστική ουσία της
θρησκείας, του χριστιανικού στοχασμού. Η έλλειψη του ορισμού μήνυμα
είναι ότι το θειο είναι απροσμέτρητο : «εἴδησις τῆς θείας ουσίας ἡ
αἴσθησις τῆς ἀκαταληψίας» της. Πόσο επαναστατική, πόσο νέα αυτή η θέση
από την άποψη της ελληνικής φιλοσοφίας. Για τους Έλληνες φιλοσόφους, την
ελληνική γενικά σκέψη και ζωή, τέλειο είναι ό,τι βρίσκεται μέσα σε
ωρισμένα όρια, έχει αρχή μέση και τέλος, ό,τι ορίζεται, έχει πέρατα και
μορφή, είναι σύμμετρο. Γνωστή είναι η μεγάλη σημασία που έδιναν οι
αρχαίοι στην έννοια του μέτρου όχι μόνο στη σκέψη, αλλά και στην τέχνη,
και στη ζωή γενικά.
Ό,τι είναι σύμμετρο, έχει δηλαδή μέσα του τη
φύση του μέτρου, είναι νοητό, έχει νόημα, μπορεί να το συλλαβή ο νους να
το έκφραση ο λόγος. Το σύμπαν είναι «κόσμος», όπως είπεν ο Πυθαγόρας,
μια αρμονία δηλαδή, που έχει μέσα του όλα τα μερικά όντα και τα σώζει
από την αταξία κρατώντας τα με γεωμετρικές αναλογίες αναμεταξύ των.
Γεωμετρική ισότητα, λέγει ο Πλάτων, (Γοργίας 508 Α κ.ε.) συνέχει ουρανό
και γη, θεούς και ανθρώπους, αυτή εξασφαλίζει την τάξη που διέπει το
σύμπαν, όχι η θεία Πρόνοια, η θεία χάρη όπως δέχεται ο Χριστιανισμός.
Έργο και της ιδανικής πολιτείας είναι κατά τον Πλάτωνα τη γεωμετρική
αναλογία να εγκαταστήση και στην κυβέρνηση της πόλεως.
Όλη την έντονη δραστηριότητα του ανθρώπου,
τις τέχνες, την πολιτική πράξη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τη
χαρακτηρίζει επιγραμματικά ο Πλάτων ως «γένεσιν εἰς οὐσίαν ἐκ τῶν μετά
πέρατος ἀπειργασμένων μέτρων». Μόνο ό,τι δημιουργεί ο άνθρωπος επάνω σε
μέτρα «ἀπειργασμένα μετά πέρατος» μόνο αυτό έχει αξία, γιατί μόνο αυτό
έχει νόημα, είναι κάτι θετικό. Είτε για το ήθος του ανθρώπου, μέσα στο
άτομο και μέσα στην πολιτεία, είτε για τα έργα του, είτε για το σύμπαν
πρόκειται, η ύπαρξη του μέτρου παρέχει όλη την αξία, την ύπαρξη θα
λέγαμε· η αμετρία είναι κάτι αντίθετο προς το αγαθό, προς το δέον το
ίδιο και η απειρία, η απεραντοσύνη, αφού είναι έλλειψη μέτρου, δεν έχει
νόημα, είναι κάτι το αρνητικό, είναι το χάος, είναι η γνωστή ταραχή που
δοκίμασαν οι Πυθαγόρειοι όταν διερευνώντες το περίφημο θεώρημα τους, το
Πυθαγόρειο, ανεκάλυψαν ότι υπάρχουν μεγέθη - όπως η υποτείνουσα
ισοσκελούς ορθογωνίου τριγώνου, που οι πλευρές του ισούνται με τη μονάδα
- το μήκος των οποίων δεν μπορεί να αποδοθή με τέλειο αριθμό, δε
μετριέται δηλαδή. Η ανακάλυψη αυτή που τους άνοιγε γόνιμους δρόμους για
ανώτερα μαθηματικά, τους οδηγούσε προς τον απειροστικό λογισμό,
τους εσκανδάλισε πολύ, γιατί ερχόταν σε αντίθεση με τη βασική αρχή τους
της αρμονίας ανάμεσα στο νοητό και το πραγματικό. Τους έδειχνε ένα
πραγματικό που ήταν χωρίς πέρατα, άπειρο, που δε μπορούσε να διατυπωθή
με ωρισμένο αριθμό, δε μπορούσε να το συλλαβή η νόηση· το θεώρησαν έργο
κακοποιού δαίμονος και αποφάσισαν να το κρατήσουν μυστικό. Κι όταν ένας
από τους μαθηματικούς των Πυθαγορείων ο Ίππασος ο Μεταπόντιος ανακοίνωσε
το τρομερό αυτό μυστικό, δημιουργήθηκεν ο θρύλος ότι για τούτο το έργο
του βρήκεν ο Ίππασος άθλιο τέλος. Τα τρία μέρη τα όποια ξεχώρισε στην
ψυχή ο Πλάτων, το νοητικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές, αντιστοιχούν
προς τους μεταφυσικούς παράγοντες : το νοητικό, ο νους, προς το πέρας, η
επιθυμία, προς το άπειρο και το θυμικό, προς την κλάση του μικτού. Και
οι Στωϊκοί πιστεύοντες ότι απόλυτη πρέπει να είναι στον άνθρωπο η
κυριαρχία του ηγεμονικού μέρους της ψυχής, του νου, έφτασαν στην
ακρότητα : θα βοηθήσης, είπαν, τον άρρωστο, θα παρηγόρησης το δυστυχή,
πρόσεξε όμως να μην συγκινηθής, γιατί τότε θα επιτρέψης να γεννηθή ένα
πάθος μέσα σου, ένα άλογο πράγμα, ένα χάος. Δεν είναι παράδοξο ότι
ακολούθησε αυτούς τους δρόμους η ελληνική σκέψη, ότι τέτοια μορφή πήρε ο
ελληνικός πολιτισμός. Οι Έλληνες είπαμε πρώτοι ανακάλυψαν τη δύναμη και
την άξια του νου, του λόγου. Φυσικό λοιπόν να θελήσουν να δώσουν στη
σκέψη τους, στη ζωή τους γενικά τη σφραγίδα του νου, φυσικό να
κυριάρχηση η λογική άποψη.
Τη χριστιανική σκέψη, αντίθετα, το άπειρο όχι
μόνο δεν την τρομάζει, ως κάτι το χωρίς νόημα, κάτι το αρνητικό και
ανύπαρκτο και χαώδες, αλλά αυτό κυρίως την τρέφει και την σώζει και προς
αυτό φέρεται με όλη της τη δύναμη. Ο Θεός όπως είδαμε, που έχει όλο το
είναι μέσα του, είναι άπειρος. «Ἄπειρον», λέγει ο Γρηγόριος ο
Ναζιανζηνός, «τό θεῖον καί δυσθεώρητον καί τοῦτο πάντως καταληπτόν αὐτοῦ
μόνον ἡ ἀπειρία». Ό,τι ήταν ακατάληπτο, αδιανόητο για την ελληνική
φιλοσοφία, γίνεται τώρα το μόνο καταληπτό του Θεού, είναι ένα ίδιον
ποιόν Του. Έτσι άνοιξεν ο χριστιανικός δρόμος στη μεταφυσική σκέψη για
να βαθύνη την έννοια του απείρου. Ό,τι είναι ακατανόητο, θα πη στους
νεωτέρους χρόνους ο Πασκάλ, δεν παύει να υπάρχη. Ο ολιγόπιστος αρνείται
να δεχτή την ένωση του Θεού με τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να την
καταλάβη· ο Πασκάλ αντλεί επιχειρήματα από τους ασύμμετρους, τους
άρρητους αριθμούς, που αν και ανέκφραστοι υπάρχουν, για να αναγκάση τον
άπιστο να σωπάση μπροστά στα μυστήρια της Γραφής. Αυτή ακριβώς τη μανία
των αιρετικών να τα κατανοήσουν όλα, όλα να τα ορίσουν, τη βλέπουν σα
φλυαρία και δημοκοπία οι Πατέρες και αγωνίζονται σε κάθε περίπτωση να
την ανασκευάσουν, να δείξουν ότι η λογική ανάλυση δεν είναι δρόμος για
να κατανόηση κανείς «το μέγα μυστήριον» του Χριστιανισμού. Καμμιά
ανάλυση δεν θα κάμη το μυστήριο να μη είναι μυστήριο. Το μυστήριο
υπάρχει και πρέπει ο άνθρωπος να το αποδεχτή, να το πιστέψη : αν δεν το
κάμη, φτωχαίνει αφόρητα την ψυχή του, αυτοεκμηδενίζεται· ο δρόμος προς
την διατήρηση του είναι η πίστη, δρόμος προς τη σωτηρία· δρόμος προς την
ανυπαρξία, προς το μη είναι η απιστία. Έτσι βλέπουν το θέμα οι Πατέρες.
Μπροστά στο θειο είναι αναγκαία λέγει ο Μ. Βασίλειος η σιωπή. Δεν
πρέπει να καταπιάνεται κανείς με τόσο υψηλά θέματα από απλή περιέργεια
και να διαπιστώνη σκέψεις που τις πιστεύει τελειωτικές. Καλύτερα να
σωπαίνη, να παραδίδεται σε εσωτερική περισυλλογή. Η γόνιμη τούτη σιωπή,
τον ανυψώνει περισσότερο από κάθε συλλογισμό, προς τα θεία. Από τη σιγή
που επιβάλλει στην ψυχή το μέγα μυστήριο, από τις αλλεπάλληλες πτήσεις
προς το ακραιφνέστατο φως αναβλύζει ένας περίφημος ύμνος που αφιερώνει ο
Ναζιανζηνός στο Θεό - ο Ναζιανζηνός ήταν ποιητική φύση - ο «Ὕμνος εἰς
Θεόν» που είναι νομίζω, το καλύτερο από τα ποιήματα του. Οι ακόλουθοι
στίχοι δείχνουν αρκετά, νομίζω, την υψηλή ποιότητα του.
Σοί ἑνί πάντα μένει· σοι δ' ἀθρόα πάντα θοάζει. Καί πάντων τέλος ἐσσί, καί εἰς, καί πάντα καί
[ουδείς.
Οὐχ ἕν ἐών, οὐ πάντα· πανώνυμε, πῶς σέ κα
[λέσσω,
Τόν μόνον ἀκλήιστον; Ὑπερνεφέας δέ καλύπτρας
τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται; Ἵλαος εἴης,
Ὦ πάντων ἐπέκεινα· τί γάρ θέμις ἄλλο σε μέλ
[πειν;
Οὐχ ἕν ἐών, οὐ πάντα· πανώνυμε, πῶς σέ κα
[λέσσω,
Τόν μόνον ἀκλήιστον; Ὑπερνεφέας δέ καλύπτρας
τίς νόος οὐρανίδης εἰσδύσεται; Ἵλαος εἴης,
Ὦ πάντων ἐπέκεινα· τί γάρ θέμις ἄλλο σε μέλ
[πειν;
«Πανώνυμον» διερωτάται ο Ναζιανζηνός, αν
πρέπει να ονομάση τον Θεόν. Τον ίδιο καιρό ο φίλος του ο Γρηγόριος ο
Νύσσης δανείζεται ένα στίχο άπό το ’σμα Ασμάτων για να έκφραση το ίδιο
πράγμα στο βάθος, το άληπτον του Θεού :
«Μύρον ἐκκενωθέν ὄνομά σου» λέγει προς τον
Θεόν όπως, εξηγεί, όταν έχουν αδειάσει μύρο από ένα αγγείο, αγνοούμε το
ίδιο το μύρο στη φύση του, και μόνο από την αμυδρή ποιότητα των ατμών
που έχουν παραμείνει «στοχασμόν τίνα περί τοῦ ἐκκενωθέντος μύρου
ποιούμεθα» (Ελλ. Πατρολογία, 44, 781 C )» το ίδιο μας συμβαίνει και με
το Θεό.
Με το να είναι ληπτός ο Θεός ως προς τα
γνωρίσματα Του, λέγει ο Ναζιανζηνός. μας έλκει προς αυτόν. Με το να
είναι άληπτος ως προς την ουσία Του προκαλεί το θαυμασμό· ο θαυμασμός
γεννά την έφεση να Τον πλησιάσωμε. Αυτή η έφεση, αποζητά την ικανοποίησή
της, και βάζει σε ανοδική πορεία το θεωρητικό νου. Η πορεία είναι χωρίς
τέλος, χωρίς τέρμα, αφού ο στόχος της, το να δη και να γνωρίση τον Θεό,
είναι κάτι που ξεπερνά απόλυτα τον άνθρωπο. Στο μεγάλο δοκίμιο του
«πρός Εὐνόμιον», όπου ανασκευάζει τις απόψεις για τα πρόσωπα της Αγίας
Τριάδος του συμπατριώτη του αιρεσιάρχη Ευνομίου, ο Γρηγόριος ο Νύσσης
κύρια φροντίδα του έχει να δείξη ότι οι έννοιες είναι μακρινές
αναλογίες, απλές προσεγγίσεις της άπειρα πλούσιας πραγματικότητας του
Θεού· συμβολικά σήμαντρα «οἷόν τινα σήμαντρα καί χαρακτῆρες» (Ελλ.
Πατρολογία 45, 965 C ), που δείχνουν την κατεύθυνση «ὄνομα . . .
ἐνδεικτικόν» (οπ. παρ. 366 C ), χωρίς ποτέ να φτάνουν το αντικείμενο
τους. Ανάμεσα στη σκέψη και το αντικείμενο, υπάρχει, λέγει, η ίδια
άβυσσος που υπάρχει, ανάμεσα στο λόγο που εκφράζει την έννοια και τη
σκέψη.
Η λέξη είναι ατελές σύμβολο με ελάχιστες
αποχρώσεις της σκέψης· το ίδιο και η σκέψη μένει κάτω από το αντικείμενο
αιώνια. Έχει βέβαια ενάργεια μέσα της η έννοια· όταν είναι «φαντασία
καταληπτική» (στωικός όρος), επιστημονική δηλαδή έννοια· αν όμως η ψυχή
προσκολληθή σ' αυτή την ενάργεια, χάνει από τα χέρια της το ζωντανό
αντικείμενο (παίρνει όπως είπαν και ο Ναζιανζηνός και ο Μ. Βασίλειος για
θεό κάτι από εκείνα που μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίση) και τότε «ζωήν
οὐκ ἔχει» (Ελλ. Πατρολογία 44, 404Β.)
Γενικά και ο λόγος της δημιουργίας και η
ουσία των όντων μας είναι άγνωστη για πάντα, προσθέτει ο Νύσσης, μόνο ο
Θεός τη γνωρίζει. Κι' αφού είναι έτσι, εκείνο που μένει στον άνθρωπο
είναι μόνο η ανοδική πορεία προς τον λόγον, με την οποία (κατά τίνα
αναλογίαν εις γνώσιν έρχεται». Πρέπει να προσθέσωμε ότι αν το
αντικείμενο γενικά αντιτίθεται στη σύλληψη του από το νου του ανθρώπου,
αυτό δε σημαίνει πως είναι από τη φύση του «αντιλογικό»· δεν είναι,
γιατί «καθ' εαυτό» είναι ένας λόγος του Θεού κάθε αντικείμενο, αλλά
ξεφεύγει γιατί έχει εσωτερικότητα και πνευματικότητα. Η ψυχή λ.χ. είναι
ακατάληπτη, γιατί είναι εικόνα του Θεού. Ώστε το ακατάληπτο είναι την
ίδια ώρα κάτι το τέλειο. Με την βαθύτατη τούτη ανάλυση ο Γρηγόριος ο
Νύσσης καταδεικνύει, πως ό,τι κι' αν βλέπη ο άνθρωπος, αυτό το πλάσμα,
το δημιούργημα, με τα δικά του μέτρα, τον εαυτό του βλέπει. Όταν
συνειδητοποίηση καλά τα όρια της καταληπτικότητός του, τότε βρίσκεται
στα όρια του κόσμου της δημιουργίας, στο μεταίχμιο δημιουργίας και Θεού
και τότε ανάβει μέσα του η «ἄληκτος ἔφεσις» να ξεπεράση τα σύνορα της
δημιουργίας· τότε η ψυχή μόνο μέσα στο άπειρο βρίσκει την ανάπαυση της.
Συστηματικώτερα από όλους τους πατέρες απασχόλησε τον Γρηγόριο τον
Νύσσης, η μελέτη και η περιγραφή της ανοδικής πορείας της ψυχής. Διάχυτο
είναι το θέμα τούτο σε όλο το συγγραφικό του έργο και αυτό του δίνει
ενότητα. Την ευκαιρία για τη συστηματική του ανάπτυξη έδωσε στο Γρηγόριο
η ερμηνεία κειμένων της παλαιάς και καινής Διαθήκης, ο Μωϋσής, οι
ψαλμοί του Δαυίδ, το άσμα ασμάτων, οι μακαρισμοί. Με τη βοήθεια της
αλληγορικής μεθόδου σε όλα αυτά τα κείμενα ανακαλύπτει ο Γρηγόριος το
συμβολισμό της ανοδικής πορείας της ψυχής και διαγράφει τα στάδια και
τους αναβαθμούς που ακολουθεί. Κατά την ανάβασή της η ψυχή αφού λυτρωθή
από την αιχμαλωσία της «καταληπτικής φαντασίας», αφού οιστρηλατημένη από
την έφεση, αρχίση την «έφοδον», την «άνοδον» αποκτά τέλος την αίσθηση
της παρουσίας του Θεού, που την συνοδεύει και την καθοδηγεί στην ανάβαση
της. Ξέρει τώρα η ψυχή ότι δεν την οδηγεί η διάνοια, αλλά το ίδιο το
πνεύμα του Θεού. Έχει γίνει «οἶκος θεοῦ». (Ελλ. Πατρολογία 44, 1033Α).
Θα σταματήσωμε σε ένα δυό παραστατικά και
κύρια σημεία της πορείας που δείχνουν το βαθύ μυστικό περιεχόμενο, τον
μυστικό τόνο που έδωσεν ο Γρηγόριος στο στοχασμό του, και έγινε έτσι ο
μεγάλος θεμελιωτής του χριστιανικοΰ μυστικισμού. Αυτόν κυρίως θα
ακολουθήση μετά ένα περίπου αιώνα ο Ψευδοδιονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο
Μάξιμος ο Ομολογητής αργότερα, και δια μέσου αυτών όλη η χορεία των
μυστικών του Βυζαντίου και της Δύσεως. Η ακτινοβολία του έμμεσα θα
φωτίση και τους Σλαύους. ορθοδόξους, ως τον Μπερντιάεφ στις ημέρες μας,
θα φτάση ακόμη ως τον Γερμανό Αυστριακό ποιητή Rilke που βύζαξε τον
μυστικισμό από τη Ρωσική χριστιανική παράδοση.
Λέγει λοιπόν ο Γρηγόριος ότι εκείνος που
ανεβαίνει - και εννοεί φυσικά τον καθαρόν τη καρδία - όλο και φτάνει σε
κάτι ανώτερο από όλα τα πριν· αυτό όμως το οποίο φτάνει «οὐχ
ὁρίζει ἐν ἑαυτῷ τό ζητούμενον, ἀλλά τό πέρας τοῦ εὑρεθέντος, ἀρχή πρός
τήν τῶν ὑψηλότερων εὕρεσιν . . . γίνεται». (Ελλ. Πατρολογία 44, 9410).
Είναι, λέγει, η ανάβαση του όπως η κλίμαξ του Ιακώβ, που μόλις πατήσηση
το ένα σκαλοπάτι της, άλλο αμέσως σκαλοπάτι καλεί το πόδι σου να σε
ανεβάση ψηλότερα. Έτσι ούτε εκείνος που ακολουθεί την άνοδον στέκεται
ποτέ, ούτε η έφεση του προς άνοδο σταματά· μια νέα, ακόμη πιο δυνατή
επιθυμία, όλο και τον ωθεί να οδεύη «πάντοτε διά τῶν ἀνωτέρων πρός τό
ἀόριστον». (Ελλ. Πατρολογία 44,941 C ). Προς τον Θεό δηλαδή, που από τη
φύση του «ἐκφεύγει τόν ὅρον» (προς Εὐνόμιον εκδ. V . Jaeger L , I , 236
(90, 17 κ.ε.). Το εσωτερικό νόημα της πορείας είναι ότι ο άνθρωπος
βλέπει πραγματικά μόνο όταν και σε όσο βαθμό ξεπερνά τη δική του δράση,
όταν αφήνεται στη φώτιση του θείου φωτός. «Ἐζήτησα αὐτόν καί οὐχ εὗρον
αὐτόν» λέγει το ’σμα Ασμάτων. Πως να ευρεθή, αλήθεια, ερμηνεύει ο
Νύσσης, εκείνο που κανένα από όσα γνωρίζομε δεν το αποκαλύπτει ;
«Οὐκ εἶδος, οὐ χρῶμα, οὐ περιγραφή, οὐ
ποσότης, οὐ τόπος, οὐ σχῆμα, οὐ στοχασμός, οὐκ εἰκασμός, οὐκ ἀναλογία·
ἀλλά πάσης καταληπτικῆς ἐφόδου ἐξώτερον ἀεί εὑρισκόμενον, ἐκφεύγει
πάντως τήν τῶν ζητούντων λαβήν» . . . Ας επινοεί ο άνθρωπος «παντοίαν
ὀνομάτων δύναμιν» για να το ονομάση, «ἡττᾶται πᾶσα φραστική λόγου
δύναμις, καί τῆς ἀληθείας ἐλάττων ελέγχεται». (Ελλ. Πατρολογία 44, 1028 Β
C ) «. . . οὐ γάρ μή ἴδη ἄνθρωπος τό πρόσωπον μου καί ζήσεται», είπεν ο
Θεός στον Μωϋσή.
Γιατί, ερμηνεύει ο Νύσσης, αφού δοσμένο είναι
πως ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό να δη το Θεό κατά πρόσωπον, όταν,
στηριγμένος στην καταληπτική φαντασία, φανταστή ότι κάτι από τα
γινωσκόμενα είναι ο Θεός, τότε κόβεται, όπως είπαν και ο Βασίλειος και ο
Ναζιανζηνός, από το «ὄντως ὄν» που είναι αληθινή ζωή, και παύει να έχη
ζωή, «οὐ ζήσεται». Όσο ανεβαίνει ο άνθρωπος αφήνοντας πίσω του την
αίσθηση και τις γνώμες που του παρουσιάζει η διάνοια, τόσο περισσότερο
«ὁρᾶ τό τῆς θείας φύσεως ἀθεώρητον», ξεπερνά την πολυπραγμοσύνη της
διάνοιας, βυθίζεται όλο και στα ενδότερα «πρός τό ἀθέατον καί
ἀκατάληπτον» και εκεί βλέπει το Θεό. Γιατί, καταλήγει ο Γρηγόριος, «ἐν
τούτῳ ἡ ἀληθής ἐστιν εἴδησις τοῦ ζητουμένου, τό ἐν τούτῳ τό ἰδεῖν, ἐν τῷ
μή ἰδεῖν». Με άλλα λόγια, τότε ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό, όταν πιστεύη
πως δεν τον βλέπει· όταν δεν παύη να πιστεύη ότι ο Θεός ξεπερνά
απεριόριστα τις δυνάμεις του· τότε, ενώ πιστεύει αυτό, ο Θεός είναι μέσα
του, και ο άνθρωπος ζη γεμάτος με την αίσθηση της παρουσίας Του.
Μυστικώτερη διατύπωση της πορείας προς το θείο δύσκολο είναι να δοθή.
Είναι φανερό πως η πορεία προς τα άνω είναι ουσιαστικά πορεία σε βάθος·
με την πορεία αύτη ο άνθρωπος γίνεται καθαρός, ελευθερώνεται από τα ίδια
τα δικά του μέτρα και βλέπει, όταν δεν βλέπη. Αυτό το νόημα έχει το
«ἐντός γνόφου γενέσθαι», το να βρεθής πέρα από την πολυπραγμοσύνη της
διάνοιας, ή «ἡ θεία νύξ», «ὁ λαμπρός γνόφος», όπως με άλλα ονόματα
ονομάζει ο Νύσσης την κατάσταση αυτή. Ανεβασμένος εκεί, λέγει και ο
Νύσσης, ο άνθρωπος βλέπει τα οπίσθια του Θεού. Είναι η μόνη επιτρεπτή
στάση, γιατί για να δης το πρόσωπο του Θεού πρέπει να Τον προσπέρασης.
«Ποιος ξέρει» θα πη στις ήμερες μας και ο Rilke , «αν δεν πλησιάζωμε
τους θεούς μόνο εκ των όπισθεν... Τι άλλο όμως σημαίνει αυτό παρά ότι το
πρόσωπο μας και το πρόσωπο του Θεού κυττάζουν τον ορίζοντα προς την
ίδια κατεύθυνση . . . ;» (Επιστολή 1914 1921 σ. 87).
Θα μπορούσε να αναρωτηθή κανείς στην αρχή
ποιο κέρδος φέρνει η ανοδική πορεία αφού είναι χωρίς τέλος; Να ποιο
είναι το κέρδος κατά τον Νύσσης. Πρώτα πρώτα η ψυχή αποκτά το συναίσθημα
της ενότητός της προς την ενδότατη φύση του παντός, το Θεό, αισθάνεται
την παρουσία του Θεού, γίνεται αληθινό οικητήριό του· έπειτα
συνειδητοποιεί βαθύτατα ότι το μεγαλείο της θείας φύσεως δεν το γνωρίζει
κανείς όταν το κατανοή, αλλά όταν βλέπη ότι εκφεύγει (διαδιδράσκει)
κάθε ενάργεια και κάθε διανοητική δύναμη. Αυτός είναι ο υψηλότερος
βαθμός γνωριμίας με το Θεό, που την ίδια ώρα οδηγεί στη γνώση του εαυτού
μας και στη γνώση των όντων, γνώση εκ των άνω εκ του Θεοϋ, αλλά και
ανυψώνει και τελειοποιεί την ψυχή στον ύψιστο βαθμό. Γιατί πραγματώνει
τότε η Ψυχή μέσα της με τον καλύτερο τρόπο τη μετουσία της με το Θεό.
Εικόνα του Θεού είναι η ψυχή του ανθρώπου, «κάτοπτρον τοῦ ὑπερκειμένου
κάλλους». Και όταν βλέπη ο άνθρωπος το κάτοπτρο αυτό, όσο καθαρώτερο
είναι, τόσο καλύτερα μέσα του βλέπει το υπερκείμενο κάλλος· και όσο
καλύτερα το βλέπει, τόσο καθαρώτερο και καλύτερο κάτοπτρο γίνεται η
ψυχή. Έτσι φτάνει ο άνθρωπος την αληθινή μακαριότητα· μια μακαριότητα
δυναμική, που όλο γίνεται και ποτέ δεν τελειώνει.
Όσες αιχμές κι αν έχη η ανοδική τούτη πορεία,
που αναπτύσσει ο Νύσσης, προς την καθαρά λογική και διανοητική πορεία,
δεν παύει να είναι με τον δικό της τρόπο βαθύτατα φιλοσοφική, πορεία που
με τη μυστική της φλόγα οδηγεί την ψυχή στην έσχατη ρίζα των όντων, το
Θεό, που τον πολιορκεί με την ασίγαστη δίψα και έφεση να τον δη, με
δράση μυστική. Ορθά παρατηρήθηκε από συγχρόνους μελετητάς, ότι η
μεταφυσική του Νύσσης συγγενεύει με την μεταφυσική του Γάλλου φιλοσόφου
της εποχής μας Β ergson . Όπως ο Β ergson , και ο Νύσσης βλέπει τη
διάνοια ως όργανο για την πράξη· με τις αισθήσεις λέγει και ο Νύσσης,
όπως και ο Β ergson γνωρίζομε τα στοιχεία του κόσμου σε όσο βαθμό η
γνώση αυτή χρησιμεύει για την ικανοποίηση πρακτικών αναγκών. «Εκείνο
όμως, προσθέτει, που αληθινά υπάρχει, είναι η ζωή, και η ζωή είναι η
Αλήθεια· αλλά αύτη η Αλήθεια δεν είναι δυνατό να γίνη γνώση».
Αυτή την αλήθεια ζη ο Νύσσης με την ανοδική
του πορεία· την ουσία των όντων πιστεύει ότι συλλαμβάνει ο Β ergson με
την Intuition (διαίσθηση).
A λλά καί από άλλη σπουδαία άποψη συγγενεύουν
ο Νύσσης και οι Πατέρες με τις βαθύτερες απόψεις της φιλοσοφίας και της
επιστήμης της εποχής μας. Όλο και βαθύτερη συναίσθηση αποκτούν σήμερα
και η φιλοσοφία και η επιστήμη ότι είναι μια πορεία χωρίς τέλος -
ξεπέρασαν τη λογική ανάγκη του τέλους, του πέρατος, δηλαδή τη φώτισαν
περισσότερο - αποκτούν τη συνείδηση ότι η πορεία τους είναι ένας άσωστος
δρόμος με διαδοχικούς αναβαθμούς που ωθεί το πνεύμα όλο· προς τα
ενδότερα, προς επιτεύξεις και συνθέσεις που να δείχνουν καλύτερα,
αρτιώτερα το πνευματικό πρόσωπο του ανθρώπου. Το πνευματικό πρόσωπο του
ανθρώπου, με τις ακρότερες δυνατές απαιτήσεις, ιδεατό, άρτιο, στη θεωσή
του, προσπάθησαν να συλλάβουν και να πραγματώσουν και οι μεγάλοι Πατέρες
με την πίστη, αλλά και με την άσωστη πορεία τους προς το ανέφικτο
πρόσωπο του Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου