Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Οι λογικοί κοπιάζουν ασταμάτητα να μπουν στη λογική του Θεού


Οι ανόητοι θυμώνουν επειδή ο Θεός δεν διοικεί τον κόσμο κατά τη δική τους λογική, και οι λογικοί κοπιάζουν ασταμάτητα να μπουν στη λογική του Θεού.
Είναι δύσκολο καμιά φορά και στον λογικότατο να κατανοήσει το γιατί σ’ έναν άνθρωπο συμβαίνει έτσι, ενώ στον άλλον αλλιώς· γιατί ο νέος που επιθυμεί τη ζωή πεθαίνει, ενώ ο γέρος που επιθυμεί τον θάνατο ζει – γιατί ο ευσεβής βασανίζεται, ενώ ο άθεος καλοπερνά.
Και οι αγιότατες ψυχές καμιά φορά βρίσκονται σε αμηχανία μπροστά στο αίνιγμα των γεγονότων.
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Συνάντηση του Θεού μέσα από τα υπέρλογα ρίσκα Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου




Πηγή: Διάλεξη στο πλαίσιο των τακτικών εκδηλώσεων του Πανελλήνιου Συλλόγου: «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους», στην Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών, 19 Νοεμβρίου 2001.

Αναδημοσίευση από: http://www.pigizois.gr



    Προλεγόμενα

    1. Το απόμακρο, το λανθάνον, του Θεού

    2. Η ετερότητα του Θεού

    3. Το πολύ, η πληθωρικότητα του Θεού

    4. Η ποικιλία των εμφανίσεων και εκφράσεων του Θεού

    5. Οι γωνιές των θεϊκών συντυχιών

    6. Η «άλλη λογική»

    7. Το ρίσκο



Χαίρομαι αφάνταστα που απετόλμησα τη σημερινή συνάντηση. Δεν είχε λογική η απόφαση μου να συναινέσω στην τόσο ευγενική πρότασή σας. Δεν ξέρω ποια είναι η λογική της δικής σας σκέψης να με καλέσετε στην όμορφη και ζεστή ετήσια συνάντησή σας. Εγώ οφείλω να ομολογήσω ευθύς εξ αρχής ότι δεν είμαι αυθεντικός αγιορείτης. Το καταλαβαίνετε και μόνοι σας Είμαι πιο πολύ «φίλος του Αγίου Όρους» παρά αγιορείτης. Φίλος του Αγίου Όρους δεν είναι κάποιος που είναι μέλος ενός συλλόγου∙ ούτε κάποιος που ξέρει τα μοναστήρια με τη σειρά τους η γνωρίζει προσωπικά τους ηγουμένους, την ιστορία κ.λπ. Φίλος του Αγίου Όρους είναι όποιος αντιλαμβάνεται τους αναστεναγμούς του και εμπνέεται από το ήθος και το φρόνημά του. Κατ' αναλογία, αγιορείτης δεν είναι κάποιος που έχει αγιορείτικη κουρά η είναι εγγεγραμμένος σε ένα αγιορείτικο μοναστήρι. Αγιορείτης είναι όποιος κατάφερε να είναι διαγεγραμμένος από τον κόσμο. Και εγώ δεν είμαι. Απόδειξη; Η πρόσκλησή σας απόψε σε αυτό το χώρο.

Προσπαθούμε λοιπόν όλοι μας, κι εσείς κι εγώ, να γίνουμε τουλάχιστον φίλοι του Αγίου Όρους. Προσπαθούμε να γίνουμε φίλοι του Θεού. Αν ψάξουμε στο βάθος των αναζητήσεων και της προαιρέσεως μας, θα διακρίνουμε τον πόθο μιας συνάντησης μαζί Του∙ μιας συνάντησης που θα τη θέλαμε, αλλά δυσκολευόμαστε να την πιστέψουμε. Μας φαίνεται πιο μεγάλη από τα μέτρα μας και γι' αυτό συνήθως δεν την προσπαθούμε Η συνάντηση με το Θεό, λέγουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας, περνάει από τη συνάντηση με τον πλησίον αδελφό μας και από τη συνάντηση με τον πιο πλησίον: τον εσώτερο εαυτό μας. Μια ευκαιρία λοιπόν, αδελφικής κοινωνίας και κριτικής αυτογνωσίας αισθάνομαι πως είναι και η παρούσα συνάντηση. Δεν είναι μια ομιλία με ομιλητή εμένα και ακροατές εσάς∙ είναι μια συνάντηση με ισότιμα πρόσωπα. Μια απάντηση. Μία από τις άπειρες απαντήσεις στο μοναδικό ερώτημα του Θεού και του ανθρώπου. Στο ερώτημα αυτό ενώπιον του οποίου καταρρέει η λογική της θύραθεν σκέψης και εκφυλίζεται η λογική της ορθολογιζομένης πρακτικής.

Κάθε συνάντηση έχει το ρίσκο της. Κι εσείς που με καλέσατε κι εγώ που ανταποκρίθηκα, όλοι πήραμε ένα ρίσκο. Το ενδεχόμενο να απογοητευθούμε δεν είναι μικρό. Ήδη κάποιοι εξ υμών δυσκολεύονται με τη χρήση του ορού «ρίσκο» τον όποιο όμως με ειλικρινές κόστος ψυχής χρησιμοποίησα, ελλείψει σαφέστερης ελληνικής λέξης.

Για το θράσος του δικού μου ρίσκου σας ζητώ συγγνώμη. Για την τόλμη, την αγάπη και την ευγένεια του δικού σας, σας ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά.

Ας προχωρήσουμε λοιπόν.

Η υπάρχει ο Θεός και του αξίζουν τα πάντα, η δεν υπάρχει και να τελειώσει το παραμύθι. Και υπάρχει... Και μάλιστα υπάρχει για να κοινωνείτε. Ο Θεός είναι πρώτον υπαρκτός, δεύτερον αληθινός και τρίτον μεθεκτός, κοινωνήσιμος και κοινωνούμενος.

Η σημερινή λοιπόν, δική μας συνάντηση θέλει να παραπέμψει σε αυτή τη συνάντηση με το Θεό. Μια συνάντηση που ενίοτε προκύπτει μέσα από μια ανεξήγητη εσωτερική αποκάλυψη η από μια ασυνήθη θαυματουργική εμπειρία. Άλλοτε πάλι έρχεται ως αποτέλεσμα ειλικρινούς αναζήτησης η φυσική συνέπεια πνευματικά υγιούς αγωγής. Μπορεί όμως να έλθει και ως καρπός ενός υπέρλογου ρίσκου.

Άλλη η λογική του Θεού

Παναγιώτη Καπαρή
Τα βάσανα της ζωής κατανοούνται μόνο με την πάροδο του χρόνου και ποτέ με τη λογική. Η Παναγία παρεμβαίνει με το δικό της τρόπο και ο Θεός ποτέ δεν αφήνει το πλάσμα του να βασανίζεται πέραν των δυνάμεων του. Όλα αυτά βεβαίως μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο στη διαδρομή του χρόνου και όχι στη στιγμιαία εξέλιξη τους.
Στην εκκλησιαστική γραμματεία, διαβάζουμε την ιστορία μιας χήρας με δύο παιδιά. Έχασε τον άντρα της στα νιάτα της και από εκείνη τη στιγμή αφιέρωσε τη ζωή της στην Εκκλησία και τη φροντίδα των δύο παιδιών της. Ολημερίς δούλευε και το βράδυ προσευχόταν για τα παιδιά της.
Όταν τα παιδιά της ενηλικιώθηκαν και έγιναν δύο ξακουστοί λεβέντες και η βασανισμένη μάνα καμάρωνε και χαιρόταν, συνέβη το αναπάντεχο. Μια μέρα αρρώστησαν τα παιδιά της και σε λίγες μέρες πέθαναν και τα δύο. Απαρηγόρητη τα έβαλε με το Χριστό και την Παναγία, εγκατέλειψε την Εκκλησία και έκλαιε και καταριόταν τα χρόνια που θυσίασε βοηθώντας τους ανθρώπους.
Μια νύκτα όμως εμφανίστηκε η Παναγία στο όραμα της και της αποκάλυψε το λόγο που πέθαναν τα παιδιά της. Ήταν ερωτευμένα της είπε, με την ίδια κοπελιά και σκόπευε ο ένας να σκοτώσει τον άλλο. Τώρα, της είπε, είναι και τα δύο παιδιά σου χαρούμενα στον παράδεισο. Θα ήταν καλύτερα το ένα σου παιδί να ήταν στη φυλακή και το άλλο στον τάφο; Η χαροκαμένη μάνα βρήκε παρηγοριά, επέστρεψε χαρούμενη κοντά στη Εκκλησία και δοξολογούσε δίπλα την Παναγία και το Χριστό, που πήραν τα παιδιά της, στον παράδεισο. Τώρα ήλπιζε και αγωνιζόταν να συναντήσει τα παιδιά της στον παράδεισο.

Η λογική των ανθρώπων και η λογική του Θεού


Ζούμε στην εποχή της πληροφόρησης και της μάθησης! Χιλιάδες πληροφορίες μας κατακλύζουν καθημερινά και ποικίλες είναι οι πηγές στις οποίες μπορεί κάποιος να καταφύγει για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Ο άνθρωπος αντλεί δύναμη από αυτές και από τις διαφόρων προελεύσεων ιδεολογίες και έτσι αναπτύσσει πίστη στο φουσκωμένο από πληροφορίες μυαλό του! Γίνεται σιγά σιγά ένας άνθρωπος εγκεφαλικός, γεμάτος αυτό-πεποίθηση… ‘ Έχω τις γνώσεις μου, αυτές είμαι εγώ, αυτές είναι η δύναμη μου’! Μετατρέπεται σε μια καλοκουρδισμένη μηχανή εκμάθησης γιγαντώνοντας έτσι λίγο λίγο τον εγωισμό του!
Φυσικά δεν πρέπει να δαιμονοποιήσουμε τη γνώση που προάγει τη ζωή, που βελτιώνει δηλαδή την ποιότητα ζωής του ανθρώπου σε σωματικό, ψυχικό αλλά και πνευματικό επίπεδο! Η κακή χρήση της γνώσης και κυρίως η ειδωλοποίηση της συνιστά παθογένεια! ‘Η γνώση είναι δύναμη’ λένε… Ναι, όμως ποια γνώση αληθινά είναι δύναμη; Ο Σωκράτης έλεγε ‘ γνώθι σαυτόν’ , γνώρισε δηλαδή τον εαυτό σου. Και φυσικά η αυτογνωσία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια υγιή ψυχοπνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Όμως με την αυτογνωσία πρέπει να συμπορεύεται και μια άλλη γνώση… η Θεογνωσία! Η γνώση του Θεού… αυτή είναι η δύναμη η Αληθινή! Μόνο με αυτή τη γνώση θα έρθουμε εις εαυτόν και θα γκρεμίσουμε τις ψευδαισθήσεις μας και το δικό μας είδωλο που προσκυνάμε! Θα καταλάβουμε ότι χωρίς Θεό ουδέν!
Ο πρώτος μακαρισμός είναι ενδεικτικός… ‘ Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστίν η Βασιλεία των Ουρανών’. Μακάριοι δηλαδή και πανευτυχείς είναι εκείνοι που ταπεινώς συναισθάνονται την πνευματική τους πτωχεία και την εξάρτηση ολόκληρου του εαυτού τους από το Θεό, διότι είναι δική τους η Βασιλεία των Ουρανών. Και κάπως έτσι παύει ο άνθρωπος να είναι εγκεφαλικός και γίνεται καρδιακός! Γιατί εκεί, στην καρδιά συναντάμε το Θεό. Εκεί πρέπει να επιστρέψουμε όλοι λοιπόν, στην καρδιά μας! Μόνο έτσι θα είμαστε ειρηνικοί, ισορροπημένοι και χαρούμενοι!
Βλέπουμε λοιπόν ότι άλλη είναι η λογική των ανθρώπων και άλλη του Θεού! Ο Κύριος όμως μας υπόσχεται τον Παράδεισο αν αφήσουμε στα πόδια Του τον εγωισμό μας και γίνουμε ταπεινοί στην καρδιά μας!

H ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ - Ηλίας Γ.Σκόνδρας



H ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ηλίας Γ. Σκόνδρας

Τι είναι λογική; Λογική είναι η σκέψη του ανθρώπου, ο προσωπικός τρόπος σκέψης του ανθρώπου. Όταν η σκέψη εκφράζεται με μαθηματική ακρίβεια, ονομάζεται τετράγωνη λογική. Όταν η σκέψη εκφράζεται χωρίς συναισθηματισμούς, ονομάζεται ψυχρή λογική. Όταν η σκέψη εκφράζεται με βάση την πραγματικότητα και κοινά αποδεκτές αλήθειες ονομάζεται κοινή λογική, κοινός νους.
Η έκφραση των σκέψεων ακολουθεί κάποιους κανόνες και ρίχνει φως στην αλήθεια. Όποιος μιλάει λογικά και έχει σώας τα φρένας είναι σώφρων, ορθοφρονών, ενώ ο εκτός λογικής, ο έξω φρενών είναι εξωφρενικός, είναι εκτός τόπου και χρόνου, είναι άλλος εξ άλλου, βυθισμένος στην αναλήθεια, το ψέμα, την πλάνη και τον παραλογισμό.
Υπάρχουν όμως και θέματα που η λογική του ανθρώπου δεν μπορεί να τα συλλάβει και να τα ερμηνεύσει, όπως είναι η έννοια του Θεού, η Λογική του Θεού, τα θαύματα, τα σχέδια του Θεού. Αυτά τα θέματα είναι απροσπέλαστα στη λογική αλλά δε λέγονται παράλογα. Λέγονται υπέρλογα και προσεγγίζονται με άλλα εφόδια.

Η λογική και η ικανότητα να χρησιμοποιεί τη λογική ο άνθρωπος είναι δώρα του Θεού. Ανήκουν στο κατ’ εικόνα, γιατί ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως όν λογικό, δημιουργικό, κυρίαρχο, ελεύθερο και υπεύθυνο.
Μεγάλο χάρισμα για τον άνθρωπο το λογικό, γιατί με αυτό κρίνει, συγκρίνει, εξάγει συμπεράσματα. Δημιουργεί επιστήμες με πειράματα, πορίσματα και αποδείξεις. Λαμβάνει συνείδηση του εαυτού του και από τα ορατά μπορεί να μεταβαίνει στα αόρατα. Τότε καταλαβαίνει τον Δημιουργό του, τη σοφία Του, τη δύναμή Του.
Ο άνθρωπος δεν είναι στατικό δημιούργημα αλλά, αξιοποιώντας τα χαρίσματα του κατ’ εικόνα, μπορεί να προοδεύσει επιστημονικά, κοινωνικά, πνευματικά και να μοιάσει με το Θεό και Δημιουργό Του. Επιτυγχάνει το καθ’ ομοίωσιν ή -με άλλο όρο- φθάνει στη θέωση, αρκεί να έχει και τα επιπλέον εντελώς απαραίτητα εφόδια.
Το πρόβλημα πού ευρίσκεται; Ότι η ανθρώπινη λογική κάνει πολλές φορές λάθη, ενώ η Λογική του Θεού  δεν κάνει ποτέ λάθος.
  Ένα σοβαρό λάθος που διαπράττεται είναι, όταν ο άνθρωπος πιστέψει ότι μόνο με τη λογική μπορεί να ζήσει, μόνο η λογική είναι η κύρια και ασφαλής πηγή γνώσεως, μόνο η λογική είναι η οδός που οδηγεί   στο καθ’ ομοίωσιν, ενώ χρειάζεται  οπωσδήποτε η πίστη εκ μέρους του ανθρώπου και η Χάρις εκ μέρους του Θεού, για να αποδώσει πνευματικό έργο η λογική μας.
Ο άνθρωπος, που βλέπει τη λογική του τέλεια και επαρκή ενώ είναι ατελής και ανεπαρκής, ονομάζεται ορθολογιστής και η στάση του αυτή ορθολογισμός. Αυτή η υπερβολική εμπιστοσύνη στη λογική, η αναγωγή της λογικής μας σε αυθεντία και σε απόλυτη αξία δεν είναι μια απλή αμαρτία. Είναι κατ’ ουσίαν απιστία και αθεΐα.
Ασφαλώς,εάν δεχθούμε τη λογική του Θεού, που είναι ο Νόμος Του, ο Λόγος Του, η Σοφία Του, η Αλήθειά Του, το Θέλημά Του, τα Σχέδιά Του και τα Κριτήριά Του, τότε θα αποκτήσουμε νουν Χριστού, που είναι η πηγή και η οδός της σωτηρίας μας.
Η λογική σκέψη δεν μπορεί να μας βοηθήσει μπροστά στους μεγάλους κινδύνους και στις έκτακτες προκλήσεις, ενώ η πίστη μας λυτρώνει από το φόβο και την ανησυχία, γιατί συνοδεύεται με την ελπίδα. Η λογική σκέψη δεν μας παρηγορεί στα δυσάρεστα, στο θάνατο, στις δοκιμασίες, ενώ η πίστη μας βοηθεί και μας κραταιώνει. «ΠΑΝΤΑ ΔΥΝΑΤΑ ΤΩ ΠΙΣΤΕΥΟΝΤΙ». Η λογική σκέψη, όταν πρόκειται να επιχειρήσει κάποιο έργο, υπολογίζει τις δυσκολίες, ενώ η πίστη δεν γνωρίζει εμπόδια και αδιέξοδα. Η πίστη είναι άρρητος πλούτος και όποιος αντάλλαξε την πίστη με τη λογική σκέψη είναι σα να αντάλλαξε τον πολύτιμο μαργαρίτη με έναν οβολό.
Άλλο λάθος της ανθρώπινης λογικής, πολύ πιο σοβαρό, είναι όταν ο άνθρωπος πιστέψει ότι μπορεί με τη λογική του να καταλάβει απόλυτα τη σκέψη του Θεού ή επειδή δεν την καταλαβαίνει δεν ασχολείται με αυτήν. Ο ορθολογισμός ωθεί τον άνθρωπο στην εωσφορική πεποίθηση ότι μπορεί να γίνει παντογνώστης. Θα μπορούσε ποτέ να γίνει αυτό, να γνωρίσει κάποιος πλήρως τη σκέψη του Θεού;
Ο ορθολογισμός μπορεί επίσης να οδηγήσει τον άνθρωπο να απορρίψει το Θεό, επειδή αδυνατώντας να εξηγήσει τη λογική του Θεού,σκανδαλίζεται.
Λοιπόν… Δεν έχουμε άλλο δρόμο να βαδίσουμε. Η εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού θα μας βοηθήσει να δεχθούμε και άλλα παράδοξα που συναντάμε στην Καινή Διαθήκη και στην ιστορία της Εκκλησίας μας.
Η Καινή Διαθήκη έχει λόγους παράδοξους για την ανθρώπινη λογική που κάνουν κάθε ορθολογιστή να παραξενεύεται. «ΠΑΣΑΝ ΧΑΡΑΝ ΗΓΗΣΑΣΘΕ, ΟΤΑΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙΣ ΠΕΡΙΠΕΣΗΤΕ ΠΟΙΚΙΛΟΙΣ», γράφει  ο Αδελφόθεος Ιάκωβος. Η λογική σκέψη δεν κατανοεί το λόγο αυτό. Ο ορθολογιστής δεν παραδέχεται τέτοιο πράγμα. Χρειάζεται όμως εμπιστοσύνη στη Λογική του Θεού, για να φθάσει κάποιος στο σημείο να χαίρεται όταν δοκιμάζεται…
Η χαρά απορρέει από τη συνείδηση της λυτρώσεως, είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και πρόγευση της αγαλλίασης του ουρανού. Πηγή της είναι ο Κύριος. «Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΓΓΥΣ».
Και πόσα άλλα θέματα απαιτούν τη δύναμη της πίστεώς μας και όχι τη δύναμη της λογικής μας. -Πώς γίνεται η Παναγία μας να είναι ταυτόχρονα και Παρθένος και Μητέρα; Η πίστη κελεύει: Δια στόματος Αγίου. -Πώς πραγματοποιήθηκε το μέγιστο των θαυμάτων, η Ανάσταση; Η πίστη επιτάσσει: Δια της Παντοδυναμίας του Κυρίου. -Πώς τελούνται τα Μυστήρια; Η πίστη λέγει: Δια της Θείας Χάριτος. -Πώς οι έσχατοι έσονται πρώτοι; Η πίστη επισημαίνει: Δια της μετανοίας. -Πώς δοξάζονται οι ταπεινοί; Η πίστη αναγγέλλει: «ΤΑΠΕΙΝΟΙΣ ΔΕ, ΔΙΔΩΣΙ ΧΑΡΙΝ. ΕΠΙ ΤΙΝΑ ΕΠΙΒΛΕΨΩ; ΑΛΛ’ Η ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΑΠΕΙΝΟΝ ΚΑΙ ΗΣΥΧΙΟΝ…».  
Ο δε Ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζει: «Έχω διδαχθεί ότι ο Κύριος εισήλθε κεκλεισμένων των θυρών προς τους μαθητάς. Πώς εισήλθε, δεν το έχω διδαχθεί. Αυτό που δεν παρέλαβα δεν τολμώ να το πω. Υμνώ τον Κύριο που εισήλθε, δεν περιεργάζομαι τον τρόπο της εισόδου. Θαυμάζω το θαύμα που έγινε, το πώς όμως έγινε δεν το εξετάζω. Διότι εγώ είμαι ακροατής θαυμάτων και όχι διαιτητής θείων ενεργειών».
Συμπεράσματα
1.   Η λογική είναι χάρισμα του Θεού και μαζί με την πίστη βοηθάει τον άνθρωπο να αποκτήσει αρετές και να φθάσει στη λύτρωση. Η λογική χωρίς την πίστη γίνεται ορθολογισμός, δηλαδή ένα είδος εγωισμού που δύσκολα θεραπεύεται και οδηγεί στην απώλεια.
2.   Είδαμε ότι υπάρχει απόσταση μεταξύ της ανθρώπινης λογικής και της λογικής του Θεού. Οι άνθρωποι δε θα μπορέσουμε ποτέ να αποκτήσουμε το αγαθό της θεογνωσίας; Υπάρχει δυνατότητα να γνωρίσουμε κάτι από τη λογική του Θεού και να φθάσουμε στη θεογνωσία και στη θεοκοινωνία.
Μπορούμε να καταλάβουμε κάτι από τον Θεό και τις βουλές Του, να κατανοήσουμε το θέλημά Του και τις ενέργειές Του στη ζωή μας, αν Εκείνος μας το αποκαλύψει, αν Εκείνος μας φωτίσει. Το γράφει ο σοφός και θεόπνευστος συγγραφέας: << Βουλήν σου τις έγνω, ει μή σύ έδωκας σοφίαν και έπεμψας το άγιον σου Πνεύμα από υψίστων; >>. Τις σκέψεις Σου και τη βουλή Σου ποιος θα μπορούσε να γνωρίσει, αν Εσύ δεν του έδινες Σοφία και δεν έστελνες το Άγιό Σου Πνεύμα από τις ύψιστες σφαίρες του ουρανού (Σ. Σολ. θ΄ 13-17);
Αυτή είναι η λύση στο δράμα του ανθρώπου, του μικρού, του αδύναμου και αμαρτωλού ανθρώπου, που προσπαθεί να κατανοήσει και να εξηγήσει τους τρόπους ενέργειας του απείρου, του παντοδύναμου και Τρισάγιου Θεού. Τον Θεό Τον προσεγγίζουμε δια του Θεού. Τη σκέψη Του την κατανοούμε με τον φωτισμό Του. Τις βουλές Του τις γνωρίζουμε δια της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος. Το ανθρώπινο πνεύμα δε μπορεί μόνο του να ανακαλύψει τον Θεό. Ο Θεός αποκαλύπτεται. Και αποκαλύπτεται σ’ αυτούς που παραδέχονται την αδυναμία τους και ταπεινά ζητούν το έλεος και τον φωτισμό Του. Και τότε όλα γίνονται καθαρά και διάφανα …
Επομένως, εάν δεχθούμε τη λογική του Θεού, θα αποκτήσουμε «ΝΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΥ», μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του ΧΡΙΣΤΟΥ: Να γίνουμε ο καθένας ένας τέλειος άνθρωπος στο μέτρο της ωριμότητος και τελειότητος του Χριστού, δηλαδή να έχουμε πλήρεις τις δωρεές Του.
 Με αυτόν τον Θεό θέλω να επικοινωνώ κάθε ημέρα, με αυτόν τον Θεό θέλω να ζήσω και τώρα και αιωνίως!

Χριστιανική Εστία Πατρών, 17.02.2019

Ο Τριαδικός Θεός: Το ακατάληπτον του Τριαδικού Θεού,,Βασίλειος Γκρίλλας, Θεολόγος, ΜΑ Θεολογίας


Το «ακατάληπτον του Θεού» αντιπαραβάλλεται ισχυρά με την «γνώση του Θεού». Οι δύο αυτές έννοιες αλληλοαποκλείονται εκ του περιεχομένου τους, ενώ ως αντικείμενα της λογικής εξέτασης του ανθρώπινου νου και της ανθρώπινης λογικής, παρουσιάζουν τόσο ισχυρή αντίθεση που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι, αν ο άνθρωπος περιπέσει σε μια τέτοια μελέτη ή ενασχόληση, το αποτέλεσμα θα είναι μια πλήρης πνευματική σύγχυση [1].
Ωστόσο στην Ορθόδοξη Θεολογία και στην πρακτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι έννοιες αυτές βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση [2]. Ουσιαστικά αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο ακατάληπτο του Θεού και στην γνώση του Θεού, κρύβει μια δυναμική διαλεκτικού τρόπου, που όχι μόνο δεν παράγει πνευματική σύγχυση, αλλά οδηγεί τον ανθρώπινο νου στην υπέρβαση του θεολογικού αγνωστικισμού. Παράλληλα, ο ανθρώπινος λόγος αποκτά την γνώση των δυνατοτήτων του σε σχέση με την φύση του Θεού και της διαλεκτικής επιδράσεως ανάμεσα στον άκτιστο Θεό και τον κτιστό άνθρωπο. Στην πραγματικότητα, αυτή η διαλεκτική, βοηθά τον άνθρωπο να βρει την πληρότητα της γνώσεως του Θεού μέσα από την κατανόηση της διαφοράς κτιστού και ακτίστου, που νοηματοδοτεί διαρκώς το ακατάληπτον της θείας ουσίας [3].

Σε όλη την ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας, αποτελεί μαρτυρημένη βεβαιότητα η παραδοχή της μη δυνατότητας καταλήψεως της θείας ουσίας [4]. Πρέπει ωστόσο, να καταστεί σαφές ότι το ακατάληπτον της θείας ουσίας, δεν αποτελεί ένα αρνητικό ιδίωμα του Θεού. Αντίθετα, είναι το μόνο ασφαλές ιδίωμα, από την άποψη της ανθρώπινης δυνατότητας, που αποδίδεται από τον άνθρωπο στο Θεό. Αν το ακατάληπτον του Θεού αποτελούσε αρνητικού περιεχομένου ιδίωμα, τότε θα ήταν δυνατόν να αναπληρωθεί με ένα άλλο θετικό ιδίωμα στον απόλυτό του βαθμό. Στην περίπτωση αυτή όμως θα είχαμε αναζήτηση της θεολογικής αλήθειας σε μια βάση μεταβαλλόμενων ιδιωμάτων του Θεού, κάτι που δεν μπορεί να ευσταθεί διότι ο Θεός είναι άτρεπτος και δεν μεταβάλλεται [5].
Ουσιαστικά, το ακατάληπτον αποδίδεται σε δύο αρχές. Πρώτον στην αδυναμία του ανθρώπινου λογικού να κατανοήσει την θεία ουσία και δεύτερον στην ανθρώπινη αδυναμία να αποκαταστήσει με τα μέτρα των ανθρώπινων δυνατοτήτων την πραγματική επαφή με τον Θεό. Στην βάση αυτή δεν τίθεται κανένα θέμα αντιβολής της ανθρώπινης λογικής και του ακατάληπτου της θεότητας σε με σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Το ακατάληπτον εξ’ ορισμού και εξ’ αντικειμένου ενέχει καθ’ εαυτό υποκρύπτουσα απόσταση. Τούτο σημαίνει πως ανάμεσα στην ανθρώπινη λογική και στην θεία ουσία ενυπάρχει βαθειά ειδολογική διαφορά. Έτσι, ο ανθρώπινος νους αντιλαμβανόμενος το ακατάληπτο «αντικείμενο» της θείας ουσίας, αδυνατεί να αντιμετωπίσει το θείο ως αντικείμενο λογικής έρευνας [6].
Η ανθρώπινη λογική έπραξε πολλές φορές το λάθος να προσδιορίσει το ακατάληπτο του Θεού στην βάση του λογικού ερωτήματος για το αν υπάρχει Θεός ή όχι. Ωστόσο ο προσδιορισμός της κατανόησης του ακαταλήπου σε μια τέτοια βάση ύπαρξης ή ανυπαρξίας του Θεού, είναι παντελώς εσφαλμένος. Το ακατάληπτον έχει ως αίτιο και ύπαρξη το μυστηριώδες και ασύλληπτον της ουσίας του όντος αληθινού Θεού. Το αίτιο, δηλαδή, της υπάρξεως του ακαταλήπτου συμπίπτει με την απόλυτη βεβαιότητα της υπάρξεως του Θεού, η οποία αποτελεί αδιαπραγμάτευτη αλήθεια στην ανθρώπινη λογική του πιστεύοντος και ερευνούντος το θείο, ανθρώπου [7].

Ο ανθρώπινος προβληματισμός περί της γνώσεως του Θεού κινείται πέρα από την ιδιάζουσα σχέση: Ουσία Θεού – ακατάληπτον – λογικόν ανθρώπου, στην ιδιάζουσα σχέση: Δημιουργού εξ’ αγάπης και δημιουργήματος εν ελευθερία. Σε αυτό το σχήμα ο προσδιορισμός της σχέσεως είναι επαρκής. Η ποιότητα αυτής της σχέσης διασφαλίζεται όχι μέσω της εννοιολογικής ταυτότητας ή της δυνατότητας προσδιορισμού και γνώσεως της φύσεως και της ουσίας του Δημιουργού από το δημιούργημα, αλλά δια της υποταγής και της ταπείνωσης του δημιουργήματος στον Δημιουργό. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο η γνώση καθίσταται θεία δωρεά και έλλαμψις θείας ενέργειας του Λόγου εν Αγίω Πνεύματι [8].
Στην Αγία Γραφή δηλώνεται με παράδοξο τρόπο η σχέση Αγάπης – Ελευθερίας σε μια δυναμική εξάρτησης, που πηγάζει αφενός μεν από την αίσθηση της πραγματικότητας της Θείας Χάριτος του όντος Θεού και αφετέρου, εκ της υπακοής που επιδεικνύει βιωματικά ο άνθρωπος προς το Δημιουργό του. Πρέπει να επισημανθεί ότι, η Θεία Χάρις έχει ακραιφνώς μυστηριακό χαρακτήρα τόσο στην πρωταρχική πηγή της, όσο και στην εκκλησιολογική της έκφραση. Ουσιαστικά, δηλαδή, παραμένει ακατάληπτη ως προς την πηγή και την έκφρασή της, αλλά καθίσταται αντιληπτή και σωτηριώδης ως προς το αποτέλεσμα αυτής, το οποίο αποδέχεται και βιώνει ο ελεύθερα υπακούων άνθρωπος [9].
Εκ των δεδομένων αυτών, γίνεται αντιληπτό ότι η προσπάθεια του ανθρώπινου νου να διερευνήσει τα αίτια της ακαταληψίας της ουσίας του Θεού, ουσιαστικά προσκρούει στην ειδοποιό διαφορά και στο ανεξιχνίαστο βάθος, της σχέσεως Δημιουργού και δημιουργήματος, Θεού και ανθρώπου, κτιστού και ακτίστου. Όταν ο ανθρώπινος νους στηρίζεται στην σχέση αγάπης, χάριτος, ελευθερίας και υπακοής μπορεί βιωματικά να οδηγήσει τον άνθρωπο στη γνώση του Θεού, μέσα από μία ζωντανή και δυναμική σχέση που αποκαλύπτει την αιτία του μυστηρίου της ζωής κατ’ εξοχήν [10] δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που εκ του Πατρός δια του Υιού εγχέεται [11].
Η μονομερής απομόνωση της ανθρώπινης λογικής στην ανίχνευση του κυρίως αιτίου, που καθιστά τον Θεό ακατάληπτο στην βάση της ουσιαστικής σαφώς διαφοράς μεταξύ του αιώνιου και άπειρου Θεού και του πεπερασμένου και χρονικού ανθρώπου, είναι διαδικασία λόγου χωρίς ασφαλές αποτέλεσμα. Πολλές φορές, στη Συστηματική Θεολογία, επιχειρήθηκε ο προσδιορισμός της ακαταληψίας του Θεού στη βάση αυτής της χρονικότητας. Το αποτέλεσμα αυτής της συλλογιστικής είναι άρτιο και επαρκές για τον φιλοσοφικό στοχασμό, όχι όμως για τον περί Θεού λόγο, έτσι όπως αυτός διατυπώνεται στην θεώρηση και την βιωματικότητα της Εκκλησίας [12]. Η απομόνωση του ανθρώπινου νου, μόνο σε πρακτικά σχήματα όπως αιώνιος, χρονικός ή άπειρος, πεπερασμένος, χωρίς την προέκταση ουσίας της ελευθερίας, της αγάπης, της υπακοής, των μυστηρίων και εν γένει της βιωματικότητας εν Εκκλησία, δεν μπορεί να αποδώσει ουσιαστικό αποτέλεσμα στην περί Θεού γνώση, ενώ παράλληλα δημιουργεί μόνο μια φιλοσοφική θεώρηση περί της θείας ουσίας [13].

Παραπομπές:

1. Ν. Ξεξάκη, Ορθόδοξος Δογματική, Η Θεολογία του Ομοουσίου , τ. Β’, Έννοια, Αθήνα 2006, σελ. 68-69.
2. Δ. Τσάμη, Η διαλεκτική φύσις της διδασκαλίας Γρηγορίου του Θεολόγου, Θεσ/νίκη 1968, σελ. 98 και 111.
3. Μαξίμου Ομολογητού, Περί Θεολογίας και της ενσάρκου οικονομίας του Υιού του Θεού, Προς Θαλάσσιον, Κεφ. ΣΤ’, εκατοντάς πρώτη, Β’ 55, και Περί Θεολογίας κεφαλαίων, εκατοντάς Τετάρτη, Β’ 121. Πρβλ. και Ν. Τατάκη, Θέματα χριστιανικής και βυζαντινής φιλοσοφίας, Αθήναι 1952, σελ. 82 και εξ..
4. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, Αθήναι 1901, σελ. 34 και εξ., Ιω. Καρμίρη, Σύνοψις της Δογματικής Διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1957, σελ. 15 και εξ., Π. Τρεμπέλα, Δογματική, Τόμος Ι, Αθήναι 1959, σελ. 203-204.
5. Νικ. Νησιώτη, Προλεγόμενα εις την Θεολογικήν Γνωσιολογίαν, Το ακατάληπτον του θεού και η δυνατότης γνώσεως Αυτού, Μήνυμα 41986, σελ.18.
6. Μ. Βασιλείου, Κατ’ Ευνομίου, Λόγος Α’ 14, SC 299, 22240-22447 , (ΒΕΠΕΣ 52,17520-26) : Ο Μέγας Βασίλειος προτρέπει την αποφυγή της πολυπραγμοσύνης περί του ακαταλήπτου με την λογική «της κατά την ουσίαν πολυπραγμοσύνης ως ανεφίκτου». Πρβλ. και Συμεών Νέου Θεολόγου, Βίβλος των Θεολογικών, Λόγος Β’, SC 122, 148257-150269: «Παρίστησι δε πάσα θεία Γραφή δια πασών των περί Θεού λεγομένων εννοιών τε και λέξεων ότι έστιν, ουχ οίος δε εστι, προσμαρτυρούσα μόνον αυτώ το αεί είναι και το ο ων, Θεός ο αεί ων, τρισυπόσταστος, παντοδύναμος, παντοκράτωρ, παντεπόπτης, κτίστης και δημιουργός των απάντων, ανενδεής, υπερφυής, τοσούτον πάρ’ ημών γινωσκόμενος όσον τις πέλαγος αόριστον υδάτων θαλάσσης, εν νυκτί παρά τον αιγιαλόν ιστάμενος και λαμπάδα φαίνουσα κρατών, καθορά. Τού γαρ όλου των απείρων εκείνων θαλασσών πόσον οίει οράν των τοιούτον; Πάντως μικρόν ή ουδέν. Πλήν όμως ακριβώς βλέπει το ύδωρ οποίον και απλανώς, ει και μη εφικνείται ειπείν ποταπών…». Στον ίδιο πατέρα συναντούμε στο ίδιο έργο και ειδικότερα στο Λόγον Α΄, 10279-81: «άφθεγκτα γάρ πάντη και άρρητα και ακατανόητα τα της θείας και υπερουσίου φύσεως και ανθρωπίνω νοϊ ακατάληπτα». Περί του θεμάτος βλ. σχετ. και : Ν. Νησίωτου, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωσιολογίαν , Μήνυμα, Αθήναι 1986, σελ. 18-29, Δ. Τσάμη, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Θεσ/νίκη 41992, σελ. 294-297, Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντίπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη , Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2003, σελ. 114-116, Γ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά το Μέγα Βασίλειο, Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησι της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2005, σελ. 39-52.
7. Νικ. Νησιώτη, Προλεγόμενα εις την Θεολογικήν Γνωσιολογίαν, Το ακατάληπτον του θεού και η δυνατότης γνώσεως Αυτού, Μήνυμα 41986, σελ.189.
8. Γρηγορίου Νύσσης, Περί Παρθενίας VII, 10, εκδ. Jaeger, σελ. 289.
9. Ευ. Θεοδώρου, Κριτική εισαγωγή εις το ζήτημα των σχέσεων θρησκείας και γνώσεως, Αθήναι 1955, όπου και αναλύεται η το μείζον θέμα της σχέσεως πίστης και ανθρώπινης λογικής.
10. Στ. Παπαδοπούλου, Συνάντησις Ορθοδόξου και Σχολαστικής Θεολογίας (Εν τω προσώπω Καλλίστου Αγγελικούδη και Θωμά Ακινάτου), Ανάλεκτα Βλατάδων, Πατριαρχικόν Ίδρυμα πατερικών Μελετών, Θεσ/νίκη 1972, σελ. 85-87.
11. Ιω. Χρυσοστόμου, Ομιλία 14, Εις το κατά Ιωάννην, 1, PG 59,92: «Ουχ ο Θεός, αλλ’ η χάρις εκχείται.». Πρβλ. και Αν. Θεοδώρου, Η ουσία της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1961, σελ. 249-250.
12. Μ. Βασιλείου, Εις Ψαλμόνν 14, PG 29, 256BC. Πρβλ. και Π. Χρήστου, Η έννοια της διπλής γνώσεως κατά τον Γρηγόριον Παλαμάν, Θεσ/νκη 1963, σελ. 6.
13. Γρηγορίου Θεολόγου, Περί του βίου Μωυσέως, PG 44, 329Β.

π. Νικόλαος Χατζηνικολάου Ἡ συνάντηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο


πηγή: ἔντυπο «Συνάντηση τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ Ὑπέρλογα Ρίσκα», ἐκδ. Ἀντ. Ν. Σάκκουλα, 2001

Ἢ ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ τοῦ ἀξίζουν τὰ πάντα, ἢ δὲν ὑπάρχει καὶ νὰ τελειώσει τὸ «παραμύθι». Καὶ ὑπάρχει... Καὶ μάλιστα ὑπάρχει γιὰ νὰ κοινωνεῖται. Ὁ Θεὸς εἶναι πρῶτον ὑπαρκτός, δεύτερον ἀληθινὸς καὶ τρίτον μεθεκτός, κοινωνήσιμος καὶ κοινωνούμενος.

Ἡ σημερινὴ λοιπὸν δική μας συνάντηση θέλει νὰ παραπέμψει σὲ αὐτὴν τὴν συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Μιὰ συνάντηση ποὺ ἐνίοτε προκύπτει μέσα ἀπὸ μιὰ ἀνεξήγητη ἐσωτερικὴ ἀποκάλυψη ἢ ἀπὸ μιὰ ασυνήθη θαυματουργικὴ ἐμπειρία.

Ἄλλοτε πάλι ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα εἰλικρινοῦς ἀναζήτησης ἢ φυσικὴ συνέπεια πνευματικὰ ὑγιοῦς ἀγωγῆς. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἔλθει καὶ ὡς καρπὸς ἑνὸς ὑπέρλογου ρίσκου. Ὁ Θεὸς βέβαια ἐμφανίζεται καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλότητα, ἀνιχνεύεται μέσα στὴν ἰσορροπία τῆς μεσότητος, συναντᾶται ὅμως κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν ἀκρότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ βούλησης. Στὸ μεθόριο τοῦ φυσικοῦ μὲ τὸ ὑπερβατικὸ ἀνιχνεύει κανεὶς τὰ ἀποτυπώματα τῆς θεϊκῆς παρουσίας. Ὅταν ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὸ ἄγνωστο, τὸν κίνδυνο, τὸν πόνο, τὴν ἀδικία, τὰ ἀναπάντητα διλήμματα, τὶς ἐσωτερικὲς κρίσεις, τότε ἡ πιθανότητα νὰ συναντήσουμε τὸν Θεὸ αὐξάνει. Ὅταν οἱ μαθητὲς ἦταν μὲ τὸν Κύριο στὴ Γαλιλαία, Τὸν καταλάβαιναν ὡς διδάσκαλο. Ὅταν ἔφθασαν στὴνἹερουσαλήμ, Τὸν ἔνοιωσαν ὡς βασιλέα. Στὸν Γολγοθᾶ Τὸν ἔχασαν καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση Τὸν ἀνεγνώρισαν μέν, ἀλλὰ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ».

Σὲ αὐτὴν τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν γνωριμία τῆς «ἑτέρας μορφῆς» Του σκέφθηκα νὰ ἀφιερώσουμε τὴν ὁμιλία μας ἀπόψε. Στὴν «ἄλλη λογική», ποὺ ὅλο καὶ ξεθωριάζει καθὼς ἡ πάχυνση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ σκέψης αὐξάνει ἐπικίνδυνα.

Ἡ τάση σήμερα εἶναι νὰ ἐπαγγελλόμεθα μιὰ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ εἴτε μέσα ἀπὸ τὴν αὐθάδεια ἐκσυγχρονιστικῶν προσπαθειῶν ἐντελῶς ἐπίγειου προσανατολισμοῦ εἴτε μέσα ἀπὸ τὴν δειλία καὶ τὴν ἀνασφάλεια συντηρητικῶν καὶ σχολαστικῶν ἐπιλογῶν προσκολλημένων σὲ μιὰ δοξασμένη ἀλλὰ στείρα καὶ δύσκαμπτη παράδοση.

Ὁ φόβος ὅμως τοῦ Θεοῦ, στοιχεῖο τόσο ἀπαραίτητο στὸ πλησίασμά Του,στὴν οὐσία του κρύβει τόλμη, ἀποφασιστικότητα, ἐλευθερία καὶ σύνεση. Κρύβει ρίσκο. Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ διψασμένος ἄνθρωπος. Ἡ ἀνάγκη τῆς συνάντησής τους σκοπὸς τῆς ὅλης δημιουργίας· μυστήριο μέγα.
Ἡ ποικιλότητα τῶν ἐμφανίσεων καὶ ἐκφράσεων τοῦ Θεοῦ

Στὶς συναντήσεις Του μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται ὅλο καὶ μὲ καινοφανεῖς μορφές. Κάθε πρόσωπο καὶ κάθε ἐμφάνιση σημαδεύει κάτι καινούργιο, κάτι πρωτόγνωρο. Ὅπως κατὰ τὴν γονιμοποίηση ἑνὸς ὠαρίου ἀπὸ ἕνα σπερματοζωάριο μπορεῖ νὰ προκύψουν ἄπειρα σχεδὸν (10 40 ) διαφορετικὰ ζυγωτά, τὸ καθένα μὲ τὴν δική του πρωτόγνωρη γενετικὴ φυσιογνωμία, ὅπως οἱ ἄνθρω ποι ὅσο κι ἂν μοιάζουμε δὲν ἔχουμε ἐπαναλαμβανόμενες μορφές, κατὰ ἀνάλογο τρόπο ὁ καθένας μας εἶναι προικισμένος μὲ τὴν δυνατότητα καὶ ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ δώσει μιὰ νέα ἔκφραση τοῦ θεϊκοῦ προσώπου σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ὁ Θεὸς λοιπὸν φαίνεται ἀπόμακρος, ἐπειδὴ ἡ ἐκφρασή Του στὴν δική μας ζωὴ καὶ ψυχὴ εἶναι ἀκόμη ἄγνωστη, ἀδημιούργητη. Μόλις ὅμως γίνει ἡ συνάντηση μαζί Του, μιὰ καινούργια, πρωτότυπη, ἀνεπανάληπτη ἔκφρασή Του θὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Τὸ πρόσωπό Του θὰ ἔχει δημιουργήσει μιὰ ἄγνωστη ὣς τώρα εἰκόνα Του, ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ὁμοίωμά Του.

Αὐτὸ σημαίνει συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐρώτημα, φιλοσοφικὸ ζητούμενο καὶ ἀμφισβήτηση γίνεται πλέον ἐμπειρία. Ἀπὸ ἀπόμακρος καὶ δύσκολος γίνεται οἰκεῖος καὶεὔκολος. Γίνεται «ὁ ἐν ἡμῖν».

Συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ γεύεσαι τὸν τότε ἀπηγορευμένο ἀλλὰ τώρα εὐλογημένο καρπό. Δὲν ἦταν κακὸ νὰ γνωρίζουν οἱ πρωτόπλαστοι τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἦταν τῆς ὥρας. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τοῦ ἄλλοτε ἀπηγορευμένου καρποῦ. Τώρα εἶναι κακὸ νὰ μὴν γευθεῖς τὸν καρπό. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς θεογνωσίας. Τότε ὁ Θεὸς ζήτησε ὑπακοή· τώρα δίνει ευκαιρία»· προσφέρει εὐκαιρίες.

Αὐτὴ ἡ ἔντονη ἐπιθυμία τοῦ καινούργιου ποὺ ἀγνοεῖται, τοῦ ἀγνώστου ποὺ ὅμως ἐλπίζεται, τοῦ μεγάλου ποὺ κρύβεται, τοῦ ρίσκου ποὺ ἀποφασίζεται, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ φυσικὴ δύναμη ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει βάλει μέσα μας γιὰ νὰ Τὸν συναντοῦμε, νὰ γευόμαστε τὸ θεϊκό Του ποὺ μετέχεται.

Εἶναι καμπύλος ὁ χῶρος Του, ὅπως τὸ σύμπαν. Ὄχι εὐθὺς καὶ ἐπίπεδος. Ὄχι σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος. Δὲν εἶναι γραμμικὴ ἐξίσωση μὲ μία λύση, ἀλλὰ ἀπειροδιάστατος χῶρος ποὺ γεννᾶ καὶ ἀξιοποιεῖ τὴν ἐλευθερία σου. Χῶρος ὅπου τὸ καλὸ παύει νὰ εἶναι καλὸ ὅταν ὑπάρχει τὸ καλύτερο. Ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία ἡ ἐλάσσων ἐλευ θερία τῶν ἐπιλογῶν καταρρέει. Ἐδῶ ἐλευθερία δὲν εἶναι τὸ νὰ ἐπιλέγεις αὐτὸ ποὺ σοῦ προσφέρεται, ἀλλά, μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα πολὺ καλοῦ, διαρκῶς νὰ δημιουργεῖς τὸ καλύτερο. Ὁ Θεὸς εἶναι σὰν μαύρη τρύπα, ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν στὸ σύμπαν.

Δὲν βλέπεται· διαπιστώνεται. Ἔχει τόσο ἰσχυρὸ βαρυτικὸ πεδίο ποὺ τοὺς πάντας προσελκύει χωρὶς ὅμως νὰ φαίνεται. Αὐτὸ ποὺ ἀναδίδει δὲν εἶναι ἡ ταυτότητά Του, ἀλλὰ ἡ δυνατότητά μας νὰ Τὸν διαπιστώνουμε γιὰ νὰ Τὸν πιστεύουμε. Εἶναι εὐγενὴς ὁ Θεός. Κρύβεται· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν ψάξουμε. Ἡ ἀγάπη Του ὑποτάσσεται στὸ αὐτεξούσιό μας»· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν διεκδικήσουμε.

Εἶναι πολὺ πολὺς καὶ πολὺ ἄλλος γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν τολμήσουμε.
Ἡ «ἄλλη λογική»

Ἁπλὰ πρέπει νὰ βροῦμε τὶς διόδους μας, τὰ περάσματά μας· νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν «ἄλλη λογική». Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι δύσκολο. Ἡ ἴδια ἡ ἀνόργανη φύση τὸ εἴπαμε καὶ παραπάνω τὰ πιὸ λεπτὰ μυστικά της τὰ περιφρουρεῖ μὲ μεταφυσικὴ λογική. Ἀμύνεται ἀπέναντι στὴ σκληρότητα τῆς νομοτέλειας καὶ τῶν αἰσθήσεων μὲ μηχανισμοὺς ποὺ ἀποκαλύπτουν νόμους καὶ ἀρχὲς ἀνατρεπτικὲς τῆς φυσικῆς λογικῆς.

Ἔτσι στὸν μικρόκοσμο ἡ αἰτιοκρατία γίνεται ἀπροσδιοριστία καὶ ἀβεβαιότητα (ἀρχὴ τοῦ Heisenberg), ἐνῷ στὸν μακρόκοσμο ἡ ἀπολυτότητα τῆς παντοδυναμίας τῶν μεγάλων μεγεθῶν ἐμφανίζεται ὡς σχετικότητα (θεωρία τῆςσχετικότητος). Κατὰ ἀντίστροφη ἀναλογία, ἡ λογικὴ τοῦ Θεοῦ τὴν φαινομενικὴ ἀπροσδιοριστία Του τὴν μεταλλάσσει σὲ βεβαιότητα καὶ τὴν σχετικότητα τῆς εἰκόνος Του τὴν μεταμορφώνει σὲ ἀπολυτότητα τοῦ προσώπου Του.

Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα ποὺ πρέπει νὰ πιστέψεις, οὔτε ἡ προσωποποίηση τοῦ καλοῦ ποὺ πρέπει νὰ θαυμάσεις οὔτε μιὰ ἀπόμακρη ὀντότητα ποὺ πρέπει νὰ ἀνακαλύψεις. Ὁ Θεὸς εἶναι πρόσωπο ποὺ πρέπει ὁ κάθε ἕνας μας νὰ συναντήσει. Εἶναι «ἕτερος» ὡς πρὸς τὴν εἰκόνα, ποὺ ὅμως ἐμφανίζεται στοὺς «ἑτεροποιημένους» ὡς πρὸς τὴν λογικὴ καὶ τὴν φύση. Ἡ λογικὴ τοῦ εὐαγγελίου διαποτίζεται ἀπὸ τὴν λογικὴ τοῦ σταυροῦ. «Ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλόν ἐστι, Ἕλλησι δὲ μωρία, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία».

Στὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ παράδοση ὁ ἐσταυρωμένος εἶναι «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». Ἡ λογικὴ τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τοῦ ληστοῦ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς λογικῆς τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ δὲν πίστεψαν σὲ διδάσκαλο οὔτε σὲ θαυματουργὸ οὔτε καὶ σὲ ἀναστημένο ἄνθρωπο· αὐτοὶ πίστεψαν σὲ σταυρωμένο Θεό. Αὐτοὶ δὲν ἦταν οἱ «μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» ποὺ ἐμακάρισε τὸ στόμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Αὐτοὶ ἦταν οἱ ἰδόντες τὰ ἀντίθετα καὶ μὴ πιστεύσαντες σὲ αὐτά. Εἶναι οἱ πιστεύσαντες στὰ «ἄλλα» ποὺ εἶδαν καὶ αἰωνίως μακαρίζονται.

Ἀλλὰ καὶ ποιά ἡ συμβατότητα τοῦ «ὃς ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν» ἢ τοῦ «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» μὲ τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη λογική; Ποιός ποὺ θέλει νἄναι πρῶτος συμβιβάζεται μὲ τὴν τελευταία θέση; Ποιός ποὺ θέλει νὰ κερδίσει τὴν ζωή του, ἐκ τῶν προτέρων καὶ συνειδητὰ συναινεῖ μὲ τὴν ἀπώλειά της;

Ποιός ἱδρυτὴς μιᾶς νέας θρησκείας, ὅσο ἀληθινὴ καὶ ὄμορφη κι ἂν αὐτὴ ἦταν, θὰ ξεκινοῦσε τὸ προσκλητήριό του προτρέποντας τοὺς ἐκπροσώπους του νὰ στηρίζονται περισσότερο στὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ καὶ λιγότερο στὶς ἱκανότητες ἢ τὴν προετοιμασία τους; «Ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε»· τὸ γὰρ ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν».

Ἀλλὰ καὶ ὁ μακαρισμὸς τῶν πτωχῶν καὶ τῶν κλαιόντων, «Μακάριοι οἱ πτωχοί... μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν...» ἢ τὸ «ὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ἂν δὲν ἀποτελοῦν ἀνοησία, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ βασικοὶ ἄξονες μιᾶς λογικῆς ποὺ μεταφέρει ἀπὸ τὴν φιλία μὲ τὰ πάθη καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸν θάνατο στὴν συνάντηση τοῦ Θεοῦ;

Πῶς ἡ Ἐκκλησία ποὺ συνεχῶς διδάσκει τὴν κοινωνία τῶν πιστῶν ταυτόχρονα προβάλλει τὴν ἐρημία τῶν μοναχῶν; Πῶς ὅταν ἡ διδασκαλία της εἶναι ὅτι τὸ σῶμα ἀποτελεῖ «ναὸ τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος» κατανοεῖ τὴν λογικὴ τῶν βιαστῶν τῆς φύσεως καὶ τῆς σάρκας, δέχεται τὴν ζωὴ τῶν ἀσκητῶν; Πῶς τὸ κήρυγμα τοῦ μέτρου καὶ τῆς μεσότητός της συνδυάζεται μὲ τὸν θαυμασμὸ τῶν ἀκροτήτων της;

Ἡ ὑπέρλογος λογικὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ διεκδικήσεις, μὲ συγκρίσεις, μὲ ὑπεροχικὲς ἀντιλήψεις. Ἐξισώνει τοὺς ἐχθροὺς μὲ τοὺς φίλους, τὸν θάνατο μὲ τὴν ζωή, τὸν χρόνο μὲ τὴν αἰωνιότητα. Μεταμορφώνει τὸ ἐδῶ καὶ τώρα σὲ ἀπὸ ἐδῶ καὶ παντοῦ καὶ γιὰ πάντα, τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία σὲ δύναμη, τὸν φυσικὸ φόβο σὲ πνευματικὴ παρρησία, τὸ ἄγχος σὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, τὶς «βαρεῖες» ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου σὲ «χρηστὸ ζυγό», τὴν σκλαβιὰ τῆς σάρκας σὲ κατὰ Θεὸν ἐλευθερία. Δίνει στὰ ἀνθρώπινα θεϊκὸ ἄρωμα. Κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό· «ὑμεῖς θεοὶ ἐστὲ καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες».

Ὁ ἀνθρώπινος ὀρθολογισμός ἀντιτίθεται στήν «λογική» τοῦ Θεοῦ! Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης


http://agiotokos-kappadokia.gr/
Σέ μία ἐποχή πού ὀργιάζει ἡ τεχνοκρατία, πού ὑπεραίρεται ὁ ἐπιστημονοκεντρισμός, πού φυσιοῦται ἡ ἀνθρώπινη λογική καί πού ἐκθειάζεται ἐγωιστικῶς ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ὁ Ἅγιος Παΐσιος μᾶς κρούει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου, ὅτι ὅλα αὐτά μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ὀρθή Πίστη καί ἀπό τόν Ἀληθινό Θεό! Μᾶς ὁδηγοῦν στήν αἵρεση, στήν ἀθεΐα καί στόν διαβολικό ἐγωκεντρισμό!
Ἄς δοῦμε προσεχτικά τί μᾶς λέει:

«Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τά ἔβλεπαν ὅλα μέ το πνευματικό, μέ τό θεϊκό μάτι. Τά Πατερικά εἶναι γραμμένα μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔκαναν τίς ἑρμηνεῖες οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τώρα δέν ὑπάρχει συχνά αὐτό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά καταλαβαίνουν τά Πατερικά. Τά βλέπουν ὅλα μέ τό κοσμικό μάτι, δέν βλέπουν πιό πέρα, δέν ἔχουν τήν εὐρύτητα πού δίνουν ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη. Ὁ Μέγας Ἀρσένιος ἄφηνε τά βάγια μέσα στό νερό, χωρίς νά τό ἀλλάζη, καί τό νερό μύριζε πολύ. Ἐμεῖς ποῦ νά καταλάβουμε τί πήγαζε μέσα ἀπό ἐκεῖνο τό βρώμικο νερό! “Μά δέν τό καταλαβαίνω αὐτό’, σοῦ λέει ὀ ἄλλος. Δέν στέκεται νά δῇ μήπως ὑπάρχη καί κάτι ἄλλο, ἀλλά τό ἀρνεῖται, γιατί δέν τό καταλαβαίνει!»
«Ὅταν μπαίνη ἡ λογική, δέν μπορεῖ νά καταλάβη κανείς οὔτε τό Εὐαγγέλιο οὔτε τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἀλλοιώνεται τό πνευματικό αἰσθητήριο, καί ὁ ἄνθρωπος μέ τήν λογική του βγάζει ἄχρηστα καί τό Εὐαγγέλιο καί τά Πατερικά». 
«…Ποιά λογική; Ἡ κοσμική; Αὐτή ἡ λογική δέν ἔχει καμμιά θέση στήν πνευματική ζωή. Μπαίνουν Ἄγγελοι, Ἅγιοι ἀπό τό παράθυρο, τούς βλέπεις, μιλᾶς μαζί τους, φεύγουν…Ἄν πᾶς νά τά ἐξετάσης αὐτά μέ τήν λογική, δέν γίνεται. Στήν ἐποχή μας πού ἔχουν αὐξηθεῖ οἱ γνώσεις, δυστυχῶς ἡ ἐμπιστοσύνη μόνο στήν λογική κλόνισε τήν Πίστη ἀπό τά θεμέλια καί γέμισε τίς ψυχές ἀπό ἐρωτηματικά καί ἀμφιβολίες. Γι” αὐτό στερούμαστε τά θαύματα, γιατί τό θαῦμα ζῆται καί δέν ἐξηγεῖται μέ τήν λογική. Ἀντίθετα, ἡ πίστη στόν Θεό τραβάει τήν θεϊκή δύναμη κάτω καί ἀναποδογυρίζει ὅλα τά ἀνθρώπινα συμπεράσματα. Κάνει θαύματα, ἀνασταίνει νεκρούς καί ἀφήνει μέ στόμα ἀνοιχτό τήν ἐπιστήμη. Ὅλα τά πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐξωτερικά φαίνονται ἀνάποδα. Ἄν δέν ἀναποδογυρίση κανείς τό κοσμικό του φρόνημα, νά γίνη πνευματικός ἄνθρωπος, ἀδύνατον νά γνωρίση τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ πού μᾶς φαίνονται παράξενα (ἀνάποδα). Ὅποιος νομίζει ὅτι μπορεῖ νά γνωρίση τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐξωτερική ἐπιστημονική θεωρία, μοιάζει μέ ἀνόητο πού θέλει νά δῆ τόν Παράδεισο μέ τό τηλεσκόπιο».
Λόγοι Α΄, «Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τό σύγχρονο ἄνθρωπο»
Ἐκδόσεις: Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1998, σελ. 231 καί 225

Πίστη στο Θεό, Πίστη και λογική…Άγγελος Λάππας


Πίστη στο Θεό Πίστη και λογική
Πίστη στο Θεό, Πίστη και λογική…
Είναι ένα λεπτό θέμα, γιατί πολλές φορές οι θείες αλήθειες, οι οποίες αφορούν είτε στο χριστολογικό δόγμα της Εκκλησίας μας είτε στην εν Χριστώ ζωή των πιστών, είναι σκάνδαλο για την ανθρώπινη λογική.
Λέγει ο Παύλος σχετικά με το θέμα μας ότι το κήρυγμα για τον εσταυρωμένο Χριστό είναι «Ιουδαίος μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν», δηλαδή παράλογα, περίεργα και ανόητα θεωρούν οι άνθρωποι τα θεία μυστήρια της εν Χριστώ πίστεως και ζωής.
Και αυτό συμβαίνει, διότι στηρίζονται στον ανθρώπινο λόγο (λογική) μόνο.

Πίστη στο Θεό – Πιστεύουν σ’ αυτόν, και όχι στο λόγο του Θεού.

Λέγει ο ι. Χρυσόστομος:
«Όταν κανείς εξετάζει τα θεία μυστήρια μόνο με τη λογική του, θα του φανούν αστεία, ανάξια λόγου. Και όχι μόνο δεν θα κατανοήσει την φύση τους, αλλά και θα τ’ αντιληφθή αντίθετα απ’ ότι πράγματι είναι. Γι’ αυτό λέγει ο Παύλος ‘μωρία γαρ αυτώ εστί’.

Φαίνονται δε -τα θεία μυστήρια- ανόητα και παράλογα, όχι γιατί είναι έτσι από τη φύση τους, αλλά λόγω της αδυναμίας των ερευνώντων να τα εννοήσουν.

Και αυτό συμβαίνει διότι, όπως λέγει ο Παύλος, ‘αυτά πρέπει να εξετάζονται πνευματικώς’, δηλαδή με πίστη, και όχι με λογικά επιχειρήματα, διότι υπερβαίνουν την ικανότητα της διανοίας μας».
Πολύ αξιόλογα και βασικά για το θέμα μας είναι και τα όσα λέγει ο καθηγητής Β. Τατάκης:
«Οι Δυτικοευρωπαίοι πιστεύουν και δογματίζουν ότι ο νους, η ψυχή είναι κυρίως ή μόνο λόγος. Ιερό πράγμα η ψυχή γι’ αυτό και η απόπειρα του λόγου να την υποτάξει ολόκληρη αποτελεί ‘ύβριν’ με το αρχαίο νόημα του όρου. Ξεχνά ο λόγος ότι είναι μόνο το ρητό μέρος της νοητικής ενέργειας του ανθρώπου. Μόνο αυτό.

Το ρητό όμως είναι η επιφάνεια του ωκεανού.

Το άρρητο είναι το βάθος. Έργον της λογικής και της επιστήμης δεν είναι να νεκρώνει το άρρητο, αλλά να το αναζητεί και να τ’ αφήνει να εκδηλώνεται.
Ο λόγος φωτίζει την ψυχή, το νου, αλλά με τον απαράβατο όρο να μη μονοπωλεί την ολότητά της, ούτε να επιφέρει διάσπαση. Εάν όμως προσπαθήσει να απλώσει το ρητό εις βάρος του αρρήτου, τότε, αντί να φωτίσει την ψυχή, θα την μετατρέψει σε ένα ηλεκτρονικό εγκέφαλο».
Υποστηρίζει δηλαδή ο Τατάκης ότι στην περιοχή του πνεύματος υπάρχει το ρητό και το άρρητο. Ρητό είναι το δεκτικό του λόγου εκείνο που μπορούμε με τη λογική μας να το πλησιάσουμε, να το συλλάβουμε, να το αντιληφθούμε.

Το άρρητο είναι το μη δεκτικό λόγου που δεν μπορείς με τη λογική να το πλησιάσεις.

Τα δόγματα της χριστιανικής πίστεως εκτείνονται στην περιοχή του αρρήτου. Υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατάληψη διατηρούν τον μυστηριώδη χαρακτήρα τους.

Είναι προσιτά μόνο με την πίστη. – Πίστη και λογική

Άρα η πίστη είναι κατηγορία (θεμελιώδης έννοια η γενικώτατη μορφή της νοήσεως) του πνεύματος. Δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να προσεγγίζει πραγματικότητες που δεν φαίνονται, σύμφωνα με τον κλασσικό ορισμό της προς Εβραίους επιστολής, ότι «έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».
Συνεπώς ο ορθός λόγος δεν μπορεί να ερευνήσει τις θείες αλήθειες, εάν αυτές δεν αποκαλυφθούν από τον Τριαδικό Θεό.
Και όταν αποκαλυφθούν, πάλι δεν μπορούν να διερευνηθούν πλήρως.
Βέβαια ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να εμβαθύνει στο περιεχόμενο της πίστεως και να συλλάβει τα δόγματα κατά τις ποικίλες αυτών σχέσεις και όψεις.
Πέραν τούτου όμως τίποτε άλλο. Έτσι και ο πιο βαθύς θεολόγος καθόλου δεν διαφέρει από τον απλώς πιστεύοντα αγράμματο.
«Ανιχνεύοντας το μυστήριο της πίστεως»
Αρχιμ. Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης
2014, σελ. 112-115

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Τι είναι ορθολογισμός, μπορεί να έχει σχέση με την πίστη;
Ο ορθολογισμός θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η υπερβολική εμπιστοσύνη στη λογική μας η αναγωγή της σε υπέρτατη αυθεντία και απόλυτη αξία. Είναι αμαρτητική νοοτροπία και βιοθεωρία, και όχι κάποια απλή αμαρτία. Είναι κατ’ ουσία απιστία. Ο ορθολογισμός είναι η πιο χαρακτηριστική και ύπουλη εκδήλωση της υπερηφάνειας, η οποία υποκρύπτεται κάτω από όλες τις αμαρτίες μας, υφέρπει σε κάθε μας πράξη και δηλητηριάζει όλα τα καλά έργα μας. Αυτή οδηγεί στην αυτοδικαίωση και τελικά στην αμετανοησία, κλείνοντας έτσι τη θύρα του θείου ελέους. Η υπερηφάνεια είναι η αρχή και το τέλος όλων των κακών. Κατά τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ η υπερηφάνεια «αποτελεί τη μόνιμη απειλή της ανθρώπινης ζωής», «βρίσκεται στη ρίζα όλων των τραγωδιών του ανθρώπινου γένους» και αποτελεί «την ουσία του άδη». Ο υπερήφανος άνθρωπος, λαϊκός, κληρικός ή μοναχός, γίνεται άτομο και προσφέρει τον πνευματικό θάνατο και τον άδη, την κόλαση, όχι μόνο στον εαυτό του, αλλά και στην οικογένειά του, στο κοινόβιό του και σε όλο το περιβάλλον του.
Σκιαγραφήστε μας μέσα από τις πνευματικές σας εμπειρίες ως εξομολόγος τον τρόπο σκέψης ενός ορθολογιστή.
Ο ορθολογιστής υποβάλλει την αγνή και πηγαία πίστη σε λογικές διαδικασίες, ζητώντας επιχειρήματα και αποδείξεις. Πιστεύει μόνο σε ό,τι μπορεί να κατανοηθεί και να γίνει αποδεκτό με το μυαλό. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, αλλά και πολλοί χριστιανοί μας, αμφιβάλλουν ή και δεν πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής, στην ύπαρξη της άλλης ζωής, στην ανάσταση των νεκρών, στον παράδεισο και στην κόλαση. Αρνούνται ακόμη την ύπαρξη του διαβόλου, του προαιώνιου αυτού εχθρού μας. Αγνοούν ότι ο διάβολος είναι πρόσωπο με νου και με θέληση, και ότι αυτός αποτελεί την αιτία και την πηγή του κακού, δεχόμενοι γενικά και αόριστα την ύπαρξη μόνο «δυνάμεων του κακού». Αμφισβητούν τα μυστήρια της Εκκλησίας μας, όπως της Ιεράς Εξομολογήσεως, της Θείας Κοινωνίας, του Γάμου, ο οποίος τείνει να αντικατασταθεί από μια απλή συμβίωση, μια ελεύθερη σχέση, εκτός γάμου.
Αρνούνται ή δέχονται επιλεκτικά τα δόγματα της πίστεώς μας, τις εντολές του Ευαγγελίου, τη λατρεία, την ευσέβεια και την παράδοση της Εκκλησίας μας, επειδή δεν μπορούν να τα συλλάβουν με τη λογική και το μυαλό τους.
Μήπως με όλα αυτά Γέροντα, υποτιμούμε τη λογική την οποία μας χάρισε ο Θεός;
Να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η αναφορά μας στο αρνητικό φαινόμενο του ορθολογισμού και στις ανάλογες συνέπειες του στην πνευματική ζωή του καθενός, σε καμία περίπτωση δεν έχει την έννοια της υποτιμήσεως ή της παραγνωρίσεως της λογικής, αυτής της ύψιστης δωρεάς του Θεού προς τον άνθρωπο, η οποία τον διαφοροποιεί από τα άλογα ζώα και τα υπόλοιπα κτίσματα. Ο ορθολογιστής αντικαθιστά την αναφορά και την εμπιστοσύνη στον Θεό, που είναι η πίστη, με τη σκέψη και τη διάνοια. Έτσι όμως καταργείται ουσιαστικά η πίστη, αφού ο Θεός δεν μας αποδεικνύεται, αλλά μας φανερώνεται. Μας αποκαλύπτεται μυστικά. Βιώνεται καρδιακά και πηγαία, απλά, ταπεινά και αθόρυβα. Γι’ αυτό και ο ορθολογισμός συνιστά ουσιαστικά απιστία˙ μια άλλη μορφή αθεΐας, χειρότερη ίσως από την απόλυτη και καθαρή αθεΐα, αφού μας εφησυχάζει και μας παραπλανά πως δήθεν πιστεύουμε.
Μπορεί κάποιος να διατηρήσει τη λογική, το δώρο αυτό του Θεού, αλώβητη από οποιαδήποτε μορφή αμαρτίας;
Θα λέγαμε ότι ο ορθολογισμός δεν είναι απλά και μόνο μία συγκεκριμένη αμαρτία, δεν είναι μία πτώση, ένα λάθος, που είναι ανθρώπινο και φυσιολογικό να συμβαίνει σε κάθε πιστό, που αγωνίζεται για τη σωτηρία του, αφού κανείς δεν είναι αναμάρτητος ή αλάνθαστος. Γι’ αυτό και όλες οι πτώσεις και όλα τα αμαρτήματά μας συγχωρούνται, όταν με ειλικρινή μετάνοια και συντριβή τα εναποθέσουμε στο πετραχήλι του πνευματικού μας, με το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Ο ορθολογισμός λοιπόν ξεπερνά τα στενά όρια της αμαρτίας και λειτουργεί αλλιώτικα και διαφορετικά, υποσκάπτοντας τα ίδια τα θεμέλια και τα ουσιώδη της πίστεως. Καταργεί τη σχέση, την εμπιστοσύνη, την ελπίδα, γιατί στηρίζεται μόνο στα δικά μας λογικά συμπεράσματα, στις ατομικές μας αντιλήψεις και στην ατομική μας νοοτροπία και βιοθεωρία.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο, που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίσει τον Θεό;
Το μεγαλύτερο εμπόδιο, που δεν επιτρέπει στο σύγχρονο άνθρωπο να φθάσει στη γνώση του Θεού, είναι ακριβώς αυτό: ότι προσπαθεί να Τον γνωρίσει με λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Αντικαθιστά δηλαδή τον νου (την καρδιά) με τον λόγο (τη λογική) και καταλήγει έτσι στον ορθολογισμό και στην αδυναμία να γνωρίσει αληθινά τον Θεό. Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό πως παραιτούμαι από τη λογική μου δεν σημαίνει ότι γίνομαι παράλογος. Το λογικό είναι το «στένεμα» του Θεού και η σμίκρυνσή Του στις προσωπικές μας ανάγκες και απαιτήσεις, στο εγωιστικό θέλημά μας. Το υπέρλογο είναι να αφήνω στον Θεό ανοιχτό τον δρόμο της καρδιάς μου, για να ‘ρθει και να ενεργήσει μέσα μου με τον δικό Του τρόπο, που δεν είναι ούτε λογικός, ούτε άλογος, ούτε παράλογος, αλλά είναι υπέρλογος.
Είναι η αιώνια Αλήθεια του Θεού, είναι η πηγή και η οδός της σωτηρίας μας. Το υπέρλογο είναι η υπαγωγή της λογικής μας στη Λογική του Θεού. Είναι η προσπάθεια που κάνουμε για να δεχθούμε τη Λογική του Θεού, όταν αυτή δεν συμφωνεί με τη δική μας.
Πώς ο άνθρωπος θα πετύχει την πνευματική γνώση και θα γνωρίσει τα μυστήρια του Θεού;
Πνευματική γνώση είναι πίστη, είναι εμπειρία, είναι θείος φωτισμός, είναι Θεία χάρις και Θεογνωσία. Η πνευματική αυτή γνώση δεν είναι απόρροια της λογικής του μυαλού μας. Δεν κατέχεται μόνον από τους ευφυείς, από τους μορφωμένους, από τους επιστήμονες. Δεν απαιτεί σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες αναλύσεις και συλλογισμούς. Η πνευματική γνώση είναι δώρο του Θεού που προσφέρεται σε όλους, μορφωμένους και αγράμματους, γνωστικούς και αδαείς, έξυπνους και απλοϊκούς, σε όλους όσοι έχουν απλή, ταπεινή και καθαρή καρδιά. Η πίστη είναι δώρο του Θεού στους απλούς και ταπεινούς ανθρώπους, και όχι αποτέλεσμα λογικής επεξεργασίας. Η πνευματική γνώση δεν σπουδάζεται στα πανεπιστήμια και τα σπουδαστήρια του κόσμου, δεν αναγνωρίζεται με διπλώματα και μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών, δεν αποτελεί αντικείμενο επιστημονικών ερευνών. Η πνευματική γνώση είναι υπόθεση της καρδιάς, είναι φωτισμένος νους, είναι μετοχή στην αγάπη, τη χάρη και τη δόξα του Θεού, είναι η Αποκάλυψη της Αλήθειας του Θεού στη ζωή μας και στον κόσμο ολόκληρο. Εργαστήριο της πνευματικής γνώσεως είναι η πίστη και η ελπίδα. Η εμπιστοσύνη στον Θεό και η αυτοεγκατάλειψή μας στην άπειρη αγάπη και πρόνοιά Του. Είναι η καθημερινή άσκηση και τήρηση των εντολών του Θεού. Είναι η εξάσκηση της αγάπης διά της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης ενεργουμένης. Είναι η φιλαδελφία, η καλοσύνη και η ιλαρότητα. Θα πρέπει λοιπόν να βγούμε από τα όρια της πεπερασμένης ανθρώπινης λογικής και να μπούμε στην απεραντοσύνη, στον πλούτο και στην ευλογία της λογικής του Θεού.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Καθ’ Οδόν. Περιοδική
Νεανική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού”, τεύχος 33)

Η Προσευχή του Ιησού (Μέθοδος) Αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ Άγγελος Λάππας

Η αληθινή προσευχή έρχεται αποκλειστικά με την πίστη και την μετάνοια...

Η Προσευχή του Ιησού (Μέθοδος) Αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ. Ο Άγιος Γέροντας Σωφρόνιος μας εξηγεί την μέθοδο για την προσευχή του Ιησού «Κύριε Ιησού Χριστέ (Υιέ του Θεού) ελέησόν με (τον αμαρτωλόν)». Μας τονίζει δε πως «η αληθινή προσευχή έρχεται αποκλειστικά με την πίστη και την μετάνοια, οι οποίες δεχόμαστε ότι είναι η μοναδική και πραγματική βάση της».

Η Προσευχή του Ιησού (Μέθοδος) Αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ

Εδώ και πολλά χρόνια συνεχώς οι μοναχοί επαναλαμβάνουν την ευχή με τα χείλη τους, χωρίς να χρησιμοποιούν τεχνητά μέσα στη σύνδεση νου και καρδιάς. Η προσοχή τους είναι συγκεντρωμένη στην αρμονική σχέση της ζωής τους με τις εντολές του Χριστού.
Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση ο νους ενώνεται με την καρδιά με τη θεία ενέργεια, όταν ο μοναχός συνεχίζει το ασκητικό κατόρθωμα της υπακοής και της εγκράτειας, και ακόμα όταν ο νους, η καρδιά και κυρίως το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν σε ικανοποιητικό βαθμό από την κυριαρχία της αμαρτίας πάνω τους, όταν το σώμα γίνει άξιο να είναι «ναός του Αγίου Πνεύματος».
Όμως και οι παλαιοί και οι νέοι διδάσκαλοι επιτρέπουν πότε-πότε την προσφυγή σε τεχνική μέθοδο, για να κατεβάσουν το νου μέσα στην καρδιά. Για να το κατορθώσει αυτό ο μοναχός, αφού καθίσει κατάλληλα, απαγγέλλει την ευχή με το κεφάλι σκυμμένο στο στήθος του, εισπνέει στις λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ (Υιέ του Θεού)» και εκπνέει στις λέξεις «ελέησόν με (τον αμαρτωλόν)».

Κατά την αναπνοή η προσοχή αρχικά ακολουθεί την κίνηση του αναπνεόμενου αέρα μέχρι το επάνω μέρος του στήθους.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η συγκέντρωση κατορθώνεται σύντομα, χωρίς περιπλανήσεις, και ο νους βρίσκεται κοντά στη καρδιά ή ακόμα εισέρχεται σ’ αυτήν. Αυτή η μέθοδος σιγά-σιγά κάνει το νου ικανό να δει όχι την φυσική καρδιά αλλά τι συμβαίνει σ’ αυτήν, δηλαδή τα συναισθήματα που γεννιούνται και τις πνευματικές παραστάσεις που πλησιάζουν απ’ έξω.
Με αυτή την πείρα ο μοναχός αποκτά την ικανότητα να αισθάνεται την καρδιά του και να συνεχίζει να κρατά την προσοχή του συγκεντρωμένη στην καρδιά χωρίς στη συνέχεια να καταφύγει σε οποιαδήποτε ψυχοσωματική τεχνική.
Αυτή η πορεία μπορεί να βοηθήσει τον αρχάριο ν’ αντιληφθεί που πρέπει να βρίσκεται ο τόπος, όπου πρέπει να είναι συγκεντρωμένη η προσοχή του κατά την διάρκεια της προσευχής και κατά κανόνα ολόκληρο τον υπόλοιπο καιρό.

Όμως η αληθινή προσευχή δεν κατορθώνεται έτσι. Η αληθινή προσευχή έρχεται αποκλειστικά με την πίστη και την μετάνοια, οι οποίες δεχόμαστε ότι είναι η μοναδική και πραγματική βάση της.

Η πείρα έχει αποδείξει ότι ο κίνδυνος της ψυχοτεχνικής βρίσκεται στο γεγονός ότι αρκετοί αποδίδουν μεγάλη σπουδαιότητα στη μέθοδο καθ’ αυτή. Για ν’ αποφύγει μια τέτοια παραμόρφωση ο αρχάριος πρέπει να ακολουθήσει άλλη άσκηση, η οποία αν και είναι σημαντικά βραδύτερη, είναι ασύγκριτα καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη, την προσήλωση της προσοχής στο όνομα του Χριστού και στις λέξεις της ευχής.
Όταν η συντριβή για την αμαρτία φτάνει σ’ ένα συγκεκριμένο βαθμό, ο νους φυσικά τείνει να ενωθεί με την καρδιά.

Τέταρτον, η προσευχή γίνεται αυθόρμητη.

Αυτό συμβαίνει όταν η ευχή σταθεροποιείται στην καρδιά και χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια της θελήσεως συνεχίζει εκεί όπου και ο νους βρίσκεται συγκεντρωμένος. Τελικά η προσευχή, γεμάτη ευλογία, αρχίζει να ενεργεί σαν απαλή φλόγα μέσα μας, σαν να εμπνέεται από ψηλά, ευχαριστώντας την καρδιά με ένα αίσθημα θείας αγάπης, και ευφραίνοντας τον νου σε πνευματική θεωρία. Τούτο το τελευταίο στάδιο μερικές φορές συνοδεύεται από μια όραση Φωτός.
Το όνομα δεν πρέπει να αποσπάται από το πρόσωπο του Θεού, εκτός αν η ευχή καταντήσει μια τεχνική άσκηση και πολύ αντίθετη με την εντολή: «Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω».
Όταν η προσευχή του νου είναι προσηλωμένη στην καρδιά, είναι δυνατόν να ελέγχουμε τι συμβαίνει στην καρδιά και ο αγώνας ενάντια στα πάθη παίρνει ένα λογικό χαρακτήρα.
Ο εχθρός γίνεται αντιληπτός και μπορεί να διωχθεί με τη δύναμη του ονόματος του Χριστού. Με αυτό το ασκητικό κατόρθωμα η καρδιά γίνεται πολύ ευαίσθητη, τόσο οξυδερκής, ώστε μερικές φορές όταν προσεύχεται για κάποιον η καρδιά μπορεί να πει σχεδόν αμέσως την κατάσταση του προσώπου για το οποίο προσευχόμαστε.

Έτσι πραγματοποιείται η μετάβαση από την νοερή προσευχή στην προσευχή του νου και της καρδιάς, πράγμα που μπορεί να ακολουθηθεί από τη δωρεά της προσευχής που πηγάζει από την ίδια.

Αποτελέσματα που κατορθώνονται με τεχνητά μέσα δεν διαρκούν για πολύ και το σπουδαιότερο, δεν συνενώνουν το πνεύμα μας με το πνεύμα του ζωντανού Θεού. Στην ατμόσφαιρα του παρόντος κόσμου η προσευχή απαιτεί υπεράνθρωπο θάρρος. Το σύνολο των φυσικών ενεργειών βρίσκεται σε αντίθεση.
Η πρώτη αυτή που ήταν γιατρός κατάλαβε γρήγορα όλους τους μηχανισμούς αυτής της μεθόδου (ανώδυνου τοκετού) και μετά από δυο τρεις συναντήσεις μιας ειδικής γυμναστικής εγκατέλειψε τις ασκήσεις, πεπεισμένη ότι τα είχε όλα μάθει και τη δεδομένη στιγμή θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις της.
Η άλλη δεν γνώριζε πολλά για την ανατομική σύνθεση του σώματός της αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να μελετήσει την θεωρητική πλευρά αυτής της μεθόδου. Άρχισε λοιπόν να επαναλαμβάνει με ζήλο το σύνολο των καθορισμένων ασκήσεων τόσο καλά που όταν ήρθε η ώρα του τοκετού είχε αρκετά εξοικειωθεί μ’ αυτές.
Και τι νομίζετε ότι συνέβη; Την ώρα του τοκετού η πρώτη ξέχασε όλες τις θεωρίες με την εμφάνιση των πρώτων πόνων και γέννησε με μεγάλη δυσκολία, «εν λύπαις τέξη τέκνα». Η άλλη αντίθετα γέννησε χωρίς πόνους και σχεδόν χωρίς δυσκολίες.

Κατά παράξενο τρόπο η πρακτική της προσευχής αυτής οδηγεί το πνεύμα του ανθρώπου να συναντήσει τις «δυνάμεις» που είναι κρυμμένες μέσα στον «κόσμο».

Η προσευχή δια του ονόματος του Ιησού προκαλεί σε μάχη εναντίον του αυτές τις κοσμικές δυνάμεις που μπορούμε ν’ αποκαλύψουμε «ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα …».
Όταν αρθεί ο άνθρωπος στις σφαίρες που βρίσκονται πέρα από τα όρια της ανθρώπινης σοφίας αυτή η προσευχή απαιτεί μέσα σ’ αυτές τις υπέρτατες μορφές ένα «άγγελο και πιστό φύλακα».
Η τραγωδία της υποθέσεως βρίσκεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος παθαίνει μια οφθαλμαπάτη που τον εξαπατά στην λαχτάρα του για την αιώνια ζωή παίρνοντας την σαν γνήσια όραση.
Αυτός ο απρόσωπος ασκητικός τύπος οδηγεί τελικά σε μια διεκδίκηση θείας αρχής σ’ αυτή καθ’ εαυτή την φύση του ανθρώπου.

Τότε ο άνθρωπος οδηγείται στην ιδέα της αυτοθεώσεώς του δηλαδή στην αιτία της αρχικής πτώσεως.

Στην χριστιανική εμπειρία η κοσμική συναίσθηση έρχεται με την προσευχή όπως η προσευχή του Χριστού στην Γεθσημανή όχι σαν αποτέλεσμα ενός αφηρημένου φιλοσοφικού διαλογισμού.
Γνώση που είναι ποτισμένη με ζωή (η αντίθετη της αφηρημένης γνώσεως) με κανένα τρόπο δεν μπορεί να περιοριστεί στην διάνοια. Πρέπει να υπάρχει μια πραγματική ένωση με την ενέργεια του Όντος.
Αυτό κατορθώνεται με την αγάπη. …Η εντολή μας προσκαλεί να αγαπάμε. Επομένως η αγάπη δεν είναι κάτι που μας δίνεται, αλλά που πρέπει ν’ αποκτάται με μια προσπάθεια της ελεύθερης βούλησεώς μας. Η εντολή απευθύνεται πρώτα στην καρδιά που είναι πνευματικό κέντρο καθενός.
Ο νους είναι μόνο μια από τις ενέργειες του ανθρώπινου Εγώ. Η αγάπη αρχίζει από την καρδιά, και η διάνοια αντιμετωπίζει ένα νέο εσωτερικό γεγονός και βλέπει το Όν στο φως της θείας αγάπης.
Στον άνθρωπο Ιησού Χριστό «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς». Σ’ Αυτόν δεν υπάρχει μόνον ο Θεός, αλλά και όλη η ανθρώπινη φύση.

Όταν αναφέρουμε το όνομα του Ιησού Χριστού, τοποθετούμαστε μπροστά στο πλήρωμα τόσο του Θείου Όντος όσο και του κτίσματος.

Επιθυμούμε να κάνουμε τη ζωή Του ζωή μας και να λάβουμε το Χριστό να κατοικήσει μέσα μας. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η έννοια της θεώσεως. Αλλά ο Αδάμ επιθυμώντας φυσικά την θέωση, στο κρίσιμο σημείο έκανε μιαν εσφαλμένη στροφή που οδήγησε στην πλάνη. Η πνευματική του όραση στράφηκε με ανεπάρκεια προς την Αλήθεια.
Εάν αναγνωρίσουμε ότι οντολογικά όλη η ανθρώπινη φύση είναι ένα τότε χάρη σ’ αυτή την ενότητα της φύσεως, θα στραφούμε να αγαπήσουμε τον πλησίον μας σαν τμήμα της υπάρξεως μας.
Η πυραμίδα της ανισότητας είναι αντίθετη με την αποκάλυψη που αφορά την Αγία Τριάδα, στην οποία δεν υπάρχει ούτε μεγαλύτερος ούτε μικρότερος, αλλά καθένα πρόσωπο κατέχει την πληρότητα του Θείου Όντος.

Στον αγώνα μας για προσευχή πρέπει να καθαρίσουμε τον εαυτό μας, το νου και την καρδιά από κάθε επιθυμία να επικρατήσουμε πάνω στον αδελφό μας. Επιθυμία για δύναμη είναι θάνατος για την ψυχή.

Ο κόσμος ξεγελιέται από το μεγαλείο της δυνάμεως, λησμονώντας ότι όποιος εκτιμάται υπερβολικά ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτόν τον αποστρέφεται ο Κύριος. Η υπερηφάνεια μας παρακινεί να κρίνουμε ή και να περιφρονούμε τους αδύνατους αδελφούς μας. …Εάν παρασυρθούμε στην υπερηφάνεια όλη η άσκησή μας στην ευχή του Χριστού καταντά βεβήλωση του ονόματός Του.
Εκείνος που αληθινά αγαπά το Χριστό αφιερώνει όλες τις δυνάμεις του στην υπακοή των λόγων του. Αυτό το τονίζω γιατί είναι στ’ αλήθεια η πραγματική μας «μέθοδος» για να μάθουμε να προσευχώμαστε. Αυτή και όχι καμιά άλλη ψυχοσωματική τεχνική είναι ο ορθός δρόμος.
Με την προσευχή στο όνομα του Ιησού στην τελική της πραγματικότητα, ο άνθρωπος ενώνεται σε πλήρη βαθμό με το Χριστό, η ανθρώπινη υπόσταση δεν εξαλείφεται, δεν χάνεται μέσα στο Θείο Όν σαν σταγόνα νερού στον ωκεανό.
«Η ζωή του ζωή μου»
Αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ

Όσο συχνότερα λέει ο χριστιανός τη νοερά προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», τόσο περισσότερο λαμβάνει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ειρήνη στην ψυχή, φωτισμό στο νου του και δύναμη να αντιμετωπίσει τον αγώνα της ζωής.

Γέροντας Εφραίμ Βατοπαιδινός: Η Εκκλησία είναι εργαστήριο αγιότητος


Γέροντας Εφραίμ Βατοπαιδινός: Η Εκκλησία είναι εργαστήριο αγιότητος
https://www.in-ad.gr/images/stories/DIMITRIA2019/pEfraim/IMG_2245.jpg
Γέροντας Εφραίμ Βατοπαιδινός: Η Εκκλησία είναι εργαστήριο αγιότητος
Την Τετάρτη, 23 Οκτωβρίου στις 7.00 το απόγευμα πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το πρόγραμμα ομιλία του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Γέροντα Εφραίμ, Ηγούμενου της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Όρους με θέμα: «Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον (Ψαλμ. 150, 6)» εντός του Ιερού Ναού.

Ο Γέροντας Εφραίμ μεταξύ των άλλων είπε: “Το ψαλμικό αυτό χωρίο του Προφητάνακτος Δαυίδ το έκαναν πράξη στην καθημερινή τους πνευματική ζωή οι τέσσερεις μεγάλες μορφές της Εκκλησίας μας, που προσφάτως ανακοίνωσε ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ότι εντός ολίγου καιρού θα αναγραφούν τα ονόματα των Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, Γέροντος Εφραίμ του Κατουνακιώτου, Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου και Ιερωνύμου Σιμωνοπετρίτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.
Ο ομιλητής με συνοπτικό τρόπο παρουσίασε το βίο τους και στιγμιότυπα από τη θαυμαστή πολιτεία τους. Ιδιαιτέρως αναφέρθηκε στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και τον Γέροντα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, με τους οποίους έζησε πάρα πολλές ευλογίες στο ξεκίνημα της μοναχικής του πορείας. Με έμφαση τόνισε, ότι η Εκκλησία είναι εργαστήριο αγιότητος. Παραλαμβάνει τον άνθρωπο αφώτιστο, αθεράπευτο και στιγματισμένο από το προπατορικό αμάρτημα και τον θεραπεύει μέσω των Ιερών Μυστηρίων, της λατρεία και της εν γένει πνευματικής ζωής. Επίσης, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το Άγιο Όρος, είναι όντως Άγιο, διότι καθημερινώς βιώνει την πνευματική ζωή σε όλες της τις διαστάσεις, μέσα από την υπακοή, την ταπείνωση, την ανυπόκριτη αγάπη και ιδιαιτέρως την ασκητική ζωή.
Όλοι οι πατέρες που ζουν και ασκούνται εκεί, βιώνουν το μυστήριο της παρουσίας του Θεού, με την αυθεντική μετάνοιά τους, την κάθαρση από τα πάθη, τον αγιοπνευματικό φωτισμό και την χριστοδώρητη θέωση. Με τον τρόπο αυτό, το Άγιον Όρος δίδει το μεγαλύτερα δώρα στην κοσμική κοινωνία, που είναι, πρώτον, οι σύγχρονοι Άγιοι, πρότυπα για τη δική μας ζωή και δεύτερον, το μήνυμα, ότι το πολίτευμα του Σταυρού είναι η οδός, πνευματικής θεραπείας, προκειμένου να φτάσουμε στην εν Χριστώ ένωση».
Ακολούθησε Ενοριακό Αρχονταρίκι στις 8.15 το βράδυ στον ισόγειο χώρο κάτωθεν του Ιερού Ναού, με τον Γέροντα Εφραίμ, ο οποίος απάντησε σε πληθώρα πνευματικών ερωτημάτων που του υπέβαλε το ακροατήριο.
Να σημειωθεί ότι μετά το πέρας της συζήτησης ο Γέροντας Εφραίμ δώρισε στον Ιερό Ναό ένα αντίγραφο της Παναγίας της Ελαιοβρύτισσας και στους Εφημερίους του Ναού από έναν επιστήθιο Σταυρό.
Να αναφερθεί ότι, τόσο στην ομιλία, όσο και στο “Ενοριακό Αρχονταρίκι”, ο Ιερός Ναός κατακλύστηκε από πιστούς.
Η 18η μέρα των εορταστικών εκδηλώσεων ολοκληρώθηκε με κατανυκτική αγρυπνία στην οποία ιερούργησε ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Γέροντας Εφραίμ, Ηγούμενος της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Όρους.
Έψαλαν οι Πρωτοψάλτες κ. κ. Κοσσένας Γεώργιος και Πλευρίτης Ιωάννης.

Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου: Φόβος και Πίστη μπροστά στη δοκιμασία


Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου: Φόβος και Πίστη μπροστά στη δοκιμασία
Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου: Φόβος και Πίστη μπροστά στη δοκιμασία
Με αφορμή την προσωρινή απαγόρευση τέλεσης της εκκλησιαστικής λατρείας, καθώς επίσης και την απόφαση της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους να αντιμετωπίσει την ελαύνουσα επιδημία μέσα από την πρακτική φιλοσοφία των πατέρων, δηλαδή την άγρυπνη δέηση για τη σωτηρία όλου του κόσμου, η Ιερά Μονή μας έκρινε εποικοδομητική την κατάθεση των παρακάτω σκέψεων.

Τα τρέχοντα γεγονότα φέρνουν στο προσκήνιο τρία μεγέθη που διαμορφώνουν θετικά ή αρνητικά τη ζωή μας ως προσώπων και ως κοινωνίας: τον φόβο, την πίστη και την μετάνοια.
Μια επιδημία ή όποια άλλη δοκιμασία μπορούν να λειτουργήσουν ως αφορμή φιλοσοφίας και αυτογνωσίας. Δυστυχώς δεν συμβαίνει αυτό, όταν κυριαρχεί απόλυτα ο φόβος. Ο φόβος μπορεί να προστατεύσει, αλλά μπορεί να γίνει και πιό μεταδοτικός και παθογόνος από οποιονδήποτε ιό. Πηγάζει από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Και σήμερα τα μηνύματα φαίνεται να εστιάζουν κυρίως σε τούτο το ένστικτο, καλλιεργώντας τον τρόμο. Στα άκρα του μπορεί τούτο να οδηγήσει σε μορφές βίας και μισανθρωπίας, αίροντας κάθε αναστολή μπροστά στην πραγματική ή φανταστική απειλή του θανάτου, και στον πανικό που προξενεί η γιγάντωση της απειλής.
Είπε κάποιος απορημένος: «αν τολμήσεις να βήξεις στην εκκλησία, οι υπόλοιποι σε κοιτάζουν, στην καλύτερη περίπτωση, όπως θα κοιτούσαν έναν πορτοφολά». Με άλλα λόγια, η υποψία του ήταν πως δεν κινδυνεύει σήμερα μόνο η σωματική υγεία, αλλά πολύ περισσότερο η υγεία της ψυχής, η αγάπη, η οποία εξασθενεί και ψύχεται από τον φόβο. Η παθολογία αυτή μαρτυρεί μια κενή ή ελλειμματική πίστη. Ο φόβος όμως δεν γεννά ταπείνωση, γι αυτό δεν έχουμε συντριβή για τα ελλείμματά μας. Αντίθετα, οι αδυναμίες μας εκλογικεύονται, γίνονται σημαία, κριτήριο απαραίτητης προσαρμογής. Με άλλα λόγια, έχουμε αδύναμη πίστη, αλλά δεν θέλουμε να το ομολογήσουμε.
Κι αυτά συμβαίνουν μέσα στον περίβολο της Εκκλησίας. Έξω τα πράγματα είναι πιό σκληρά, και ο φόβος κάνει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης να κινείται τυφλά, χωρίς αυτοέλεγχο, χωρίς πνευματική και ψυχική διήθηση.
Έτσι, αντί να μετανοούμε, να περιορισθούμε μελετώντας, να αλλάζουμε νου και να καθαίρουμε την καρδιά μας, αντί να παλέψουμε με τον εαυτό μας και με τον ίδιο τον Θεό στον καιρό της δοκιμασίας, ψάχνουμε υστερικά να κρυφτούμε, να οχυρωθούμε, να βρούμε με ποιό τρόπο δεν θα κολλήσουμε τον ιό, και ποιός θα φταίει αν κολλήσουμε, κι αυτός που φταίει θα είναι ο αδελφός μας, τον οποίο πρέπει να προλάβουμε, ώστε να μη μας στερήσει την υγεία μαζί με τα αντισηπτικά στην αγορά. Δεν είναι άραγε αυτό μια άλλη μορφή θανάτου;
Αν η θεία κοινωνία ήταν, με ιατρικό ανακοινωθέν, αντίδοτο του ιού, ίσως να σπεύδαμε να την αρπάξουμε από το στόμα του αδελφού μας. Τώρα, υπάρχει υποψία ότι είναι ακριβώς το αντίθετο! Γι’ αυτό ας απέχουμε, εισηγήθηκαν κάποιοι, ή εναλλακτικά ας εγκαινιασθεί άλλος τρόπος μετάδοσής της.
Το Πηδάλιο, ενώ βρισκόταν εκτός εδράνων, λησμονημένο, αν όχι απαξιωμένο, αίφνης ανέβασε την δημοτικότητά του, εξαιτίας ενός σχολίου του αγίου Νικοδήμου. Η χρήση όμως του σχολίου δεν είναι διόλου πειστική, απλά στρατεύεται έξω από τη συνάφειά της, για να υπηρετήσει κάποια θέση. Το σχόλιο είναι πολύ σύντομο, και ο συγγραφέας απλά, απευθυνόμενος σε διστακτικούς ιερείς, συνιστά στην περίπτωση των πασχόντων από πανώλη να ακολουθείται κανονική διαδικασία, δηλαδή να χρησιμοποιείται ιερό σκεύος και λαβίδα και να μη χορηγείται η κοινωνία με σταφύλι (όπως έκαναν μερικοί τότε), το δε σκεύος να πλένεται με ξίδι. Ο σχολιαστής δεν αναφέρεται στη συνάφεια της Ευχαριστιακής σύναξης. Δεν είναι όμως εκεί το θέμα.
Καλά και εύλογα είναι όσα λέγονται από πιστούς για τον περιορισμό, την προσοχή, ακόμη και την αλλαγή στην μετάδοση της Θείας Κοινωνίας. Βεβαίως η Θ. Κοινωνία δεν εξαρτάται από τον τρόπο μετάδοσής της, και η Εκκλησία, στην ποιμαντική της μέριμνα, όποτε κρίνει, μπορεί να τον αλλάξει. Όμως, θαυμάζει κάποιος, γιατί ποτέ σε καμιά λειτουργία –και ενώ πάντα οι πιστοί κοινωνούσαν από το ένα ποτήριο με ή χωρίς λαβίδα– δεν εξετάσθηκε κανείς αν είναι σωματικά υγιής προτού κοινωνήσει, ή αν πάσχει από κάποιο μεταδοτικό νόσημα, οπότε θα πάρει στον λαιμό του και τους υπόλοιπους! Στη δυσχιλιετή συνείδηση της Εκκλησίας η σύναξη και μετάληψη “εν τω ονόματι Κυρίου” κανένα κακό δεν μπορεί να προξενήσει, ει μη μόνο στους κακούς.
Το εκκλησίασμα σε κάθε περίπτωση προσέρχεται μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης. Όχι γιατί πιστεύει σε μαγικές ιδιότητες των τιμίων δώρων, αλλά διότι ο προσφερόμενος και ο προσφέρων είναι ο ίδιος ο Χριστός. Καταφθάνει όμως ένας ιός πολυδιαφημισμένος, και μας καρφώνει στο μυαλό ένα «ρίσκο» που ούτως ή άλλως υπήρχε πάντα και θα υπάρχει πάντα. Το ρίσκο είναι ότι δεν ξέρω ποτέ αν και από τί πάσχει εκείνος τον οποίον ασπάζομαι, και με τον οποίον κοινωνώ! Αν δώσω πολύ σημασία σ’ αυτό, αν ο φόβος καταφέρει να παραμερίσει την πίστη και η υποψία την ευγνωμοσύνη, τότε εκείνο που με χωρίζει από τους άλλους θα είναι ισχυρότερο από εκείνο που μας ενώνει. Μήπως άραγε πρέπει η Εκκλησία να οικονομήσει έναν άλλο τρόπο μετάδοσης, όχι για λόγους πρακτικούς, αλλά επειδή είμαστε τελικά ξένοι μεταξύ μας, ύποπτοι και ένοχοι, απειλή αμοιβαία, επειδή το μυαλό μας είναι ανυπόμονο και θλιμμένο, η καρδιά κλειδωμένη, και το πνεύμα ασθμαίνον, ώστε να μην υπάρχει χώρος σε αυτά για το μεγαλείο της πίστης;
Μήπως για όλα τα παραπάνω, την απιστία, την αγνωμοσύνη, την αδιαφορία, τη φιλαυτία, τη διάσπαση, τη σκληρότητα, την πελατειακή σχέση με τον Θεό και την αποφυγή των ουσιωδών ζητουμένων, μήπως για όλα αυτά παραχώρησε ο Θεός να υποστεί ο λαός Του δοκιμασία πάνω στη δοκιμασία, στερούμενος και την θεία λατρεία; Δεν είναι μόνο οι αμαρτίες των «έξω» που επιφέρουν δεινά, εφόσον ό,τι σπείρει κάποιος θερίζει. Είναι και η αδυναμία κλήρου και λαού να βιώσει και εκφράσει το μυστήριο της πίστεως. Ας μη κοιτάμε λοιπόν μόνο τους εχθρούς της Εκκλησίας, που δεν θα πάψουν να υπάρχουν. Ό,τι επέτρεψε ο Θεός στο παρελθόν κι ό,τι επιτρέπει τώρα είναι κάλεσμα προς όλους, πιστούς και απίστους, για μετάνοια. Κι αυτή η παραχώρηση να απαγορευθούν απροσδόκητα, έστω και προσωρινά, με νόμο όσα θεωρούμε αυτονόητα, και κυρίως η σώζουσα κοινή λατρεία μας, ας είναι αφορμή όχι οργής και αδόκιμου ζήλου, ούτε αποθάρρυνσης και παραίτησης, αλλά περισυλλογής και ανασυγκρότησης, αυτοκριτικής και ενότητας.
Το αίμα του Θεού, οι τίτλοι του ουρανού, το φως που έχουμε στα οστράκινα σκεύη μας, τα σώματά μας, είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός επί γης. Ας μη τον κρύψουμε, ας μην τον αρνηθούμε. Πάντοτε κάτι θα δοκιμάζει σαν φωτιά την πίστη, την εμπιστοσύνη, την αυτοπαράδοσή μας στον Θεό. Όπως όμως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, “εάν ημείς από ζωής εις θάνατον ερχώμεθα, και αυτός από θανάτου εις ζωήν ημάς χειραγωγήσει”. Ναί, αυτό χρειάζεται πίστη, αλλά αυτή την πίστη ζητά ο Χριστός από κάθε γενιά. Και την προσφέρει, όπως προσφέρει και τον εαυτό Του, αν τη ζητάμε εξ όλης καρδίας, με γνήσια ταπείνωση, με αληθινή επίγνωση.
Στη νυχθήμερη μοναστική λατρεία μας παρακαλούμε τον Θεό και Ιατρό των νοσούντων να φωτίζει και να ενισχύει όλο τον χειμαζόμενο κόσμο, να απαλύνει τη δοκιμασία, να παραμυθεί τους ολιγοψύχους, να ανοίγει πύλες μετανοίας, να εξαλείφει τον φόβο, να ειρηνεύει την Εκκλησία και την οικουμένη, και να μας σώζει μέσα στο φως της αγάπης Του.
Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου – Άγιον Όρος