Παραθέτουμε
κατωτέρω κείμενο του αειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου, το οποίο
αποτελεί ανάπτυξη της περί Θείας Ευχαριστίας διδασκαλίας της Ορθοδόξου
Εκκλησίας μας. Βεβαίως η συγκεκριμένη ανάπτυξη, εγράφη με σκοπό την
ανατροπή των θεωριών των αιρετικών “Ευαγγελικών”. Αποτελεί όμως και επίκαιρη απάντηση στους σημερινούς αρνητές και συκοφάντες του μυστηρίου της Θείας ευχαριστίας,
οι οποίοι με την ευκαιρία της ενσκηψάσης λοιμικής νόσου, βλασφημούν
κατά του Αγιωτάτου Αυτού Μυστηρίου της Εκκλησίας μας. Ο σκοπός της
αναρτήσεως του κειμένου είναι καθαρά Ποιμαντικός-Κατηχητικός. Το κείμενο είναι μεγάλο και η γλώσσα του αρχαιοπρεπής. Αξίζει όμως κανείς να το αναγνώσει με προσοχή!
H
αγία Κοινωνία είναι Μυστήριο, καθ’ ο υπό το είδος του άρτου και του
οίνου μεταλαμβάνομε αυτού του Σώματος και Αίματος του Χριστού, εις
άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον.
Το Μυστήριο τούτο της θείας
Κοινωνίας παρεδόθη τοις Αγίοις Αποστόλοις και δι’ αυτών πάσι τοις
Χριστιανοίς υπ’ αυτού του Σωτήρος Χριστού, κατά την νύκτα της Μεγάλης
Πέμπτης, καθ’ ην παρεδίδετο. Την σύστασιν δε και έννοια τούτου διδάσκουν
τα επόμενα χωρία της Καινής Διαθήκης.
Και πρώτος ο Ιερός Ματθαίος
αφηγείται την σύστασιν και διδάσκει ημάς την έννοια αυτού
λέγων:«Εσθιόντων δε αυτών, λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευλογήσας έκοψε
και εδίδου τοις μαθηταίς και είπε: Λάβετε, φάγετε’ τούτο εστί το σώμα
μου’ και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων: Πίετε
εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το περί
πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». (Ματθ. κστ’ 26-28).
Τα αυτά ακριβώς λέγει και ο Ιερός Μάρκος (Μάρκ. ιδ’ 22-24), και Λουκάς
(Λουκ. κβ’ 17-20) περί της συστάσεως και σημασίας του μεγάλου τούτου
Μυστηρίου. Και ενώ τόσον σαφώς ο Σωτήρ λέγει, ότι ο άρτος, ον ευλογήσας
τοις Μαθηταίς προσήνεγκεν, είναι αυτό το Σώμα Αυτού, και ο οίνος αυτό το
Αίμα Αυτού, οι
«Ευαγγελικοί» στρεβλούντες τούς λόγους του Σωτήρος, λέγουσιν, ότι
ενταύθα ομιλεί αλληγορικώς και ότι το εστί, κείται αντί του δηλοί, σημαίνει,
τουθ’ όπερ είναι βλασφημία μεγίστη και τόλμη παράλογος, διότι ενταύθα
ουδεμία παραβολή ή αλληγορία υπάρχει, αλλ’ ο Σωτήρ εκφράζεται ρητώς και
σαφώς αυτό το πραγματικόν, αυτήν την αλήθειαν.
Αν
δέ επετρέπετο ενί εκάστω κατά το δοκούν αυτώ την αλήθειαν να εξηγεί ως
αλληγορίαν, όπως εξαγάγη εκ της Αγίας Γραφής νοήματα αυτώ αρέσκοντα,
άρδην ήθελεν ανατραπή η αλήθεια του Ευαγγελίου. Διότι, επιτρεπομένης της
ερμηνείας’ «τούτο εστί το σώμα μου = τούτο σημαίνει, τούτο παριστά το
σώμα μου», δύνανται τότε και άλλοι να ισχυρισθώσιν, ότι, λέγων ο Πέτρος:
«Συ ει ο Χριστός ο Υιός τού Θεού τού ζώντος!», ενοεί «Συ σημαίνεις,
νομίζεσαι Υιός τού Θεού τού ζώντος!» και πλείσται άλλαι βλασφημίαι πού
παντελώς ανατρέπουν την αλήθειαν της Χριστιανικής πίστεως δύνανται νά
εξαχθώσιν.
Ότι δε ο άρτος και ο οίνος εν τη θεία Κοινωνία δεν είναι απλά σύμβολα του Σώματος και Αίματος του Σωτήρος, ως οι «Ευαγγελικοί» φρονούσιν, αλλά αυτό το Σώμα και Αίμα Αυτού, διδασκόμεθα σαφέστατα και εκ του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου,
ένθα ο Σωτήρ, διδάσκων εν τη συναγωγή εν Καπερναούμ, λέγει: «Εγώ ειμί ο
άρτος ο ζων, ο εκ τού ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ τούτου τού άρτου
ζήσεται εις τον αιώνα. Και ο άρτος δε, όν εγώ δώσω η σάρξ μού εστίν, ην
εγώ δώσω υπέρ της τού κόσμου ζωής» (Ιωάν. στ’ 51). Εκ του χωρίου τούτου
κατάδηλον γίνεται, ότι ουδεμία αλληγορία υπάρχει εν τοίς
προμνημονευθείσι χωρίοις, αλλά καθαρώς πρόκειται περί της σαρκός Αυτού,
ην έδωκεν «υπέρ της τού κόσμου ζωής». Ακούοντες δε ταύτα οι Ιουδαίοι
εμάχοντο προς αλλήλους, ως και οι αιρετικοί προς ήμας, λέγοντες: «πως
δύναται ούτος ημίν δούναι την σάρκα φάγειν;» (Ίωάν. στ’ 52).
Άλλ’ ο Ιησούς εμφαντικώτερον
και μετ’ επανειλημμένων διαβεβαιώσεων επιβεβαιοί την αλήθειαν και
πραγματικότητα του Μυστηρίου της Ευχαριστίας, λέγων: «Αμήν, αμήν, λέγω
υμίν. Εάν μη φάγητε την σάρκα τού υιού τού ανθρώπου, και πίητε αυτού το
αίμα ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το
αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». (Αυτόθ. 53-56).
Εκ των λόγων τούτων, του
Κυρίου, όστις και μετά την απορίαν των ακουόντων διά σαφεστάτων
εκφράσεων, οίον «η σάρξ μου αληθώς εστί βρώσις και το αίμα μου αληθώς
εστί πόσις», επιβεβαιοί την περί ης αμφέβαλλον αλήθειαν, αναντιρρήτως
εξάγεται, ότι ουδεμία αλληγορία υπάρχει εν τοίς λόγοις Αυτού’ καθ’ ότι
εάν, λέγων, το πρώτον «… Και ο άρτος δέ ην εγώ δώσω η σάρξ μου εστίν ην
εγώ δώσω υπέρ της τού κόσμου ζωής», ελάλει αλληγορικώς μετά τήν απορίαν
των ακουόντων, ήθελε στρέψη τον λόγον εξηγούμενος αυτοίς όπερ εννοεί.
Άλλ’ οι «Ευαγγελικοί» εις την
κακοδοξίαν αυτών, προβάλλουν το εις την αυτήν περίστασιν προς τούς
Ιουδαίους λεχθέν: «Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν’
τα ρήματα, α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί και ζωή εστίν’ άλλ’ εισίν εξ
υμών τινές οί ου πιστεύουσιν» (Αυτόθ. 63-64), δι’ oυ πειρώνται μωρότατα
να αποδείξωσιν ότι το Σώμα του Χριστού δεν ωφελεί εσθιόμενον, ως ημείς
πιστεύομεν.
Άλλα το προκείμενον χωρίον δεν είναι ουδαμώς υπέρ εαυτών, ως δια των επομένων δειχθήσεται.
Ο
Ιησούς Χριστός μετά την επανειλημμένη διαβεβαίωσιν, ότι περί της
βρώσεως και πόσεως του Σώματος και Αίματος Αυτού ομιλεί, θέλων να εξάρει
την αναγκαιότητα της τοιαύτης βρώσεως και πόσεως και αισθητότερον ταύτη
να παραστήστι τοις ακροαταίς αυτού, παραβάλλει την βρώσιν του Σώματος
Αυτού προς την βρώσιν του μάννα, όπερ ο Θεός έδωκε τοις πατράσιν αυτών,
λέγων ότι οι πατέρες υμών έφαγον εκ του μάννα, αλλ’ απέθανον, αλλ’
υμείς, εάν φάγητε τον άρτον τούτον ζήσεσθε αιωνίως: «ου καθώς έφαγον οι
πατέρες υμών το μάννα και άπέθανον’ ο τρώγων τούτον τον άρτον ζήσεται
εις τον αιώνα». (Ιωάν. στ’58).
Εκ τούτου πας τις βλέπει ότι
το «σώμα» δεν ελέχθη υπό του Σωτήρος αλληγορικώς αντί του «λόγος»,
(Διότι οι αντικείμενοι αλληγορούσι το «τρώγειν την σάρκα του Χριστού»
λέγοντες, ότι σημαίνει: “δέχεσθαι τον λόγον του Σταυρού δια πίστεως”
διότι προς το «μάννα» δεν δύναται να παραβληθεί ο «λόγος», αλλά προς το
«σώμα» καθότι σύγκρισις επί ανομοίων δεν γίνεται, αλλά και μεθ’ άπασας
τας παραστάσεις και εξηγήσεις, ας έδωκεν αυτοίς ο Σωτήρ, ούτοι δεν
εννόησαν, διό έλεγον “σκληρός εστίν ούτος ο λόγος, τις δύναται αυτού
ακούειν;», Άλλ’ ο Ιησούς εννοήσας τω πνεύματι Αυτού ότι εγόγγυζον
ούτοι, είπεν αυτοίς: «Τούτο υμάς σκανδαλίζει; Εάν ούν θεωρήτε τον υιόν
τού ανθρώπου όπου ην το πρότερον; Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σαρξ
ουκ ωφελεί ουδέν’ τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν πνεύμα εστί και ζωή εστίν,
αλλ’ εισίν εξ υμών τινές, οι ου πιστεύουσιν». (Ιωάν. στ’ 60-64).
Εκ
της συνεπείας λοιπόν του λόγου βλέπομεν, ότι ο Σωτήρ εξακολουθεί να
συνιστά την βρώσιν του εαυτού Σώματος, και επιτιμά τοις επί τοις λόγοις
Αυτού σκανδαλισθείσιν, οίτινες, θεωρούντες Αυτόν ψιλόν άνθρωπον, οίτινες
εσκέπτοντο περί του Σώματος Αυτού ως περί σώματος θνητού τινός
ανθρώπου.
Η
δε έννοια των λόγων του Σωτήρος είναι αυτή. Δυσπιστείτε εις το ότι η
σαρξ μου παρέχει την αιώνιον ζωήν; Σκανδαλίζεσθε επί τοις λόγοις μου;
Αλλά τότε τί θέλετε είπη, όταν με ίδητε εν τη σαρκί ταύτη
αναλαμβανόμενον εις τούς ουρανούς; Πρέπει
να σκέπτεσθε περί εμού πνευματικώς, διότι τούτο δίδωσι ζωήν’ «το πνεύμα
εστί το ζωοποιούν», το δε ταπεινώς, ως περί κοινού τινός ανθρώπου και
σαρκικώς περί εμού σκέπτεσθαι, oυδαμώς υμάς ωφελεί «η σαρξ ουκ ωφελεί
ουδέν».
Κατά
ταύτα, κακώς και βλασφήμως νοούσιν, ότι δια του «σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν»
ο Σωτήρ εννοεί το εαυτού Σώμα’ άλλως τε οι διά του ειρημένου χωρίου
εξάγοντες την τοιαύτη έννοιαν ουδέν άλλο ποιούσιν ή παριστώσιν αυτόν τον
Χριστόν αντιφάσκοντα προς εαυτόν! όστις, ενώ αφ’ ενός λέγει ότι ο
τρώγων την αυτού σάρκα έχει ζωήν αιώνιον, αφ’ ετέρου αρνείται τούτο και
λέγει ότι αυτή ουδόλως ωφελεί! Λοιπόν δια του «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» ο
Σωτήρ ελέγχει τούς Ιουδαίους ως σαρκικώς σκεπτομένους περί Αυτού. ουκ
ολίγον δε συμβάλλεται εις την αληθή ερμηνείαν καί ή παράλειψις της
προσωπικής αντωνυμίας «μου», διότι, αν δια του «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν»
εννοεί ουχί το σαρκικώς φρονείν, αλλά την Αυτού σάρκα, δεν ήθελε
παραλείψει την αντωνυμίαν «μου», ην πάντα τα χωρία, εν οίς νοείται η
σάρξ Αυτού, έχουσιν, ως είδομεν προηγουμένως οίον «η σαρξ μου αληθώς
εστί βρωσις». Άρα και εν τω προκειμένω, αν υπήρχε τοιαύτη έννοια, έπρεπε
να είπη «η σάρξ μου ουκ ωφελεί ουδέν».
Την ορθόδοξον ταύτην έννοια αποδίδουσιν εις το χωρίον τούτο άπασα η χορεία των Πατέρων και δη:
Ο Ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύων το χωρίον λέγει:
«Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η
σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν. Ο δε λέγει τοιούτον εστί «πνευματικώς δει τα
περί εμού ακούειν’ ο γάρ σαρκικός ακούσας ουδέν απώνατο, ούτε χρηστόν τι
απέλαυσε. Σαρκικόν δε ην το αμφισβητείν πως εκ του ουρανού καταβέβηκε,
και το νομίζειν ότι υιός εστίν Ιωσήφ και το «πως δύναται την σάρκα
δούναι φάγειν» (Ιωάν, στ’ 58).
«Ταύτα
πάντα σαρκικά, άπερ έδει μυστικώς νοείν και πνευματικώς. Και πόθεν
φησίν, ηδύναντο νοήσαι τι ποτέ εστί το σάρκα φαγείν εκείνοι; ουκουν έδει
τον προσήκοντα αναμείναι καιρόν καί πυνθάνεσθαι και μη απαγορεύειν. «Τα
ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί και ζωή», τoυτέστι θεία και
πνευματικά εστίν, ουδέν έχοντα σαρκικόν, ουδέ ακολουθίαν φυσικήν, αλλ’
απήλλακται πάσης μεν τοιαύτης ανάγκης, και υπέρκειται και των νόμων και
των ενταύθα κειμένων, έτερον δε έχει νυν εξηλλαγμένον. Ώσπερ ουν ενταύθα
το «πνεύμα» είπεν αντί του «πνευματικά», ούτω «σάρκα» ειπών, ου
«σαρκικά» είπεν, αλλά το «σαρκικώς άκουσε», άμα και αυτούς αινιττόμενος,
ότι αεί σαρκικών επεθύμουν, δέον πνευματικών εφίεσθαι. Μη γάρ αυτό
σαρκικώς τις εκλάβη, ουδέν απώνατο.
Τι ουν; ουκ εστίν η σαρξ αυτού
σαρξ; Και σφόδρα μεν ουν. Και πως είπεν «η σαρξ ουκ ωφελει ουδέν;» ου
περί των σαρκικώς εκλαμβανόντων τα γινόμενα. Τί δε εστί το σαρκικώς
νοήσαι; Το απλώς εις τα προκείμενα οράν, και μη πλέον τι φαντάζεσθαι’
τούτο γάρ εστί σαρκικώς. Χρή δε μη ούτω κρίνειν τοις ορωμένοις, αλλά
πάντα τα μυστήρια τοις ένδον οφθαλμοίς κατοπτεύειν, τούτο γάρ εστί
πνευματικώς. Άρα ο μη τρώγων Αυτού την σάρκα και πίνων Αυτού το αίμα ουκ
έχει ζωήν εν εαυτώ ‘ πως ουν ούδέν ωφελεί η σαρξ, ης άνευ ζην ουκ ένι;
Οράς ότι το «η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν» ου περί της σαρκός αυτού είρηται,
αλλά περί της σαρκικής ακροάσεως;» (Χρυσ. ομιλ. 47 εις τό κατά Ίωάν. 6, § 2).
Ότι δε το παραδοθέν
Μυστήριον είναι ουχί έμβλημα, αντίτυπον του Σώματος και του Αίματος, ως
κακοδόξως φρονούσιν οι πολέμιοι της αλήθειας, αλλ’ αυτό το Σώμα και Αίμα
του Σωτήρος, άπασα η
Καινή Διαθήκη
μαρτυρεί, καλούσα το Μυστήριον κοινωνίαν του Σώματος και Αίματος, ως δε ο θειος Παύλος λίαν
σαφώς λέγει: «Το ποτήριον της ευλογίας, ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του
Σώματος του Χριστού εστίν;… ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμονίων’
γίνεσθαι’ ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων»
(Α’ Κορινθ. ι’ 16,20-21).
Και αλλαχού ο θείος Παύλος,
παραδιδούς το Μυστήριον τούτο, Σώμα και Αίμα Κυρίου ονομάζει αυτό ου
περί μεταλαμβάνοντες αναξίως κρίμα εαυτοίς εσθίουσι και πίνουσιν, ου
ένεκα πολλοί ασθενούσι και ικανοί αποθνήσκουσιν. «Ώστε», λέγει, «ος αν
εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος
έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου. Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν,
και ούτος εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω. Ο γάρ εσθίων
και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα
του Κυρίου’ διά τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται
ικανοί», (Αυτόθι ια’ 27-30).
Ότι δε και αναίμακτος θυσία είναι το Μυστήριον τούτο, κατά την αληθή της Εκκλησίας δόξαν, εν τη προς Εβραίους επιστολή
εμφανέστατα διδάσκει ημάς αυτός ο θείος Παύλος ονομάζων ρητώς την αγίαν
Τράπεζαν Θυσιαστήριον. «Έχομεν, λέγει, θυσιαστήριον, εξ ου φαγείν ουκ
έχουσιν εξουσίαν οι τη σκηνή λατρεύοντες», (Έβρ. ιγ’ 10). Πρόδηλον
ότι ο θεοδίδακτος Απόστολος συγκρίνει το θυσιαστήριον των χριστιανών
προς το «θυσιαστήριον» των Ιουδαίων και αποδεικνύει την διαφοράν μεταξύ
των δύο αυτών θυσιών. (Αλλ’ οι «Ευαγγελικοί» λέγουσι ότι άλλο θυσιαστήριον και άλλο θυσία και ότι ημπορεί να υπάρχη θυσιαστήριον άνευ θυσίας).
Ναι, αλλά το Εύαγγέλιον δεν
λέγει ούτω. Εις το Ευαγγέλιον διαβάζομεν τα εξής όπου αποδεικνύεται ότι
παραδέχεται θυσιαστήριον και θυσίαν, «Διόπερ αγαπητοί μου, φεύγετε από
της ειδωλολατρίας’ ως φρονίμους λέγω, κρίνατε υμείς ο φημι. Το ποτήριον
της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί;
Τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του Σώματος του Χριστού εστί;
κοινωνούς των δαιμονίων γίνεσθαι, ου δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίειν και
ποτήριον δαιμονίων’ ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης
δαιμονίων» (Α’ Κορινθ. ι’ 14-22). ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί
εσμεν’ οι γάρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν, Βλέπετε τον Ισραήλ
κατά σάρκα’ ουχί οι εσθίοντες τάς θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου είσι’
τί ουν φημί; ότι είδωλον τί εστίν; ή ότι, ειδωλόθυτον τί εστίν; άλλ’
ότι α θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει και ου Θεω’ ου θέλω δε υμάς
Εις τα λόγια αυτά του
Αποστόλου Παύλου αναφέρεται σαφώς ή σχέσις θυσίας και θυσιαστηρίου. Και
τας θυσίας του Ισραήλ και των Εθνικών τας παραβάλλει και συγκρίνει με
τού Δείπνου του Κυρίου, απαγορεύων εις τούς εσθίοντας την θυσία ν του
Κυρίου να εσθίουν και εκ των θυσιών των δαιμόνων. «ου δύνασθε (λέγει)
ποτήριον Κυρίου πίνειν και ποτήριον δαιμονίων».
Ενώ λοιπόν η Καινή Διαθήκη
διδάσκει σαφώς ότι εχομεν θυσιαστήριον και θυσίαν εκ της οποίας δεν
έχουν δικαίωμα να φάγουν οι την σκηνήν λατρεύοντες. Ενώ δεικνύει το
υπέροχον του χριστιανικού θυσιαστηρίου από του Ιουδαϊκού. Ενώ την
Τράπεζαν του Κυρίου αντιδιαστέλλει από την τράπεζαν των δαιμονίων. Ενώ
το ποτήριον της ευλογίας καλεί ποτήριον τού Αίματος του Χριστού και τον
άρτον, ον κλώμεν, κοινωνίαν τού Σώματος του Χριστού, ερωτάται πώς οι
λεγόμενοι «Ευαγγελικοί» διαψεύδουν τελικά αύτας της Άγίας Γραφής
μαρτυρίας λέγοντες ότι ουδαμού της Αγίας Γραφής καλείται το Δείπνον του
Κυρίου καί θυσία;
Αλλά και όταν ο Κύριος λέγει «Ούτος ο άρτος εστί το Σώμα μου, ούτος ο οίνος εστί το Αίμα μου», Και
οι λεγόμενοι «Ευαγγελικοί» αντιλέγουν λέγοντες’ Ούτος ο άρτος δεν είναι
Χριστού Σώμα, άλλ’ άρτος απλούς, και ο οίνος δεν είναι Χριστού Αίμα
άλλ’ οίνος απλούς, ποίον πρέπει να πιστεύσωμεν τον Χριστόν ή τούς
λεγομένους «Ευαγγελικούς»;
Εις την δύσκολον όμως δι’
αυτούς απάντησιν, κοιτάζουν να διαφύγουν με την εξής σοφιστίαν, Λέγουν
ότι ο Χριστός ομιλούσε μεταφορικώς. Αλλά και εδώ θα τούς καταδιώξωμεν
ίνα τούς αποδείξωμεν πεπλανημένους.
Ο
Χριστός μας λέγων, τούτο εστί το σώμα μου και τούτο εστί το αίμα μου,
εννοεί αυτό το Σώμα το επί του Σταυρού υψωθέν και αυτό το αίμα το εκ της
κεντηθείσης Αυτού πλευράς ρεύσαν. Διότι το ποτήριον εκείνο το εκάλεσεν
Ποτήριον της Καινής Διαθήκης δυνάμει τού οποίου δίδεται άφεσις αμαρτιών.
«Πίετε εξ αυτού πάντες (λέγει) τούτο γάρ εστί το αίμα μου το της Καινής
Διαθήκης, το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών»
(Ματθ. κστ’ 28). Το όνομα δε της Καινής Διαθήκης αναμιμνήσκει την
Παλαιάν, η οποία ήτο τύπος και προεικόνισμα της Νέας.
Ας κυττάξωμεν λοιπόν την αλήθειαν της Παλαιάς Διαθήκης, ίνα καταμάθωμεν και την αλήθειαν της Νέας.
Η μεταξύ του Θεού και
Ισραηλιτικού λαού Διαθήκη λέγει ο Παύλος ότι έχει ως εξής. «Λαληθείσης
πάσης εντολής κατά τον νόμον υπό Μωϋσέως παντί τω λαώ, λαβών το αίμα των
μόσχων και τράγων μετά ύδατος και ερίου κοκκίνου και υσσώπου, αυτό τε
το βιβλίον καί πάντα τον λαόν ερράντισε λέγων, τούτο το αίμα της
Διαθήκης, ης ενετείλατο προς υμάς ο Θεός. Και την σκηνήν δε και πάντα τα
σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε και σχεδόν εν αίματι
πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται
άφεσις» (Έβρ. θ’ 19).Ας ίδωμεν όμως και το είδος της Καινής Διαθήκης μεταξύ του Θεού και του νέου Ισραήλ. Αφού ο Χριστός ελάλησεν εις τούς Μαθητάς Του πάσαν εντολήν κατά νόμον λαβών εν τω ποτήριον οίνον και ευλογήσας επότισε τούς Μαθητάς εκπροσωπούντας και πάντας τούς μέλλοντας δι’ αυτών πιστεύσαι, λέγων’ «Τούτο γάρ εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ’ 28). Έχοντες λοιπόν υπ’ οψιν πώς εγένετο η Παλαιά Διαθήκη και πώς η Νέα, ερωτάται, το αίμα της Παλαιάς Διαθήκης ήτο αληθώς αίμα των θυσιασθέντων τράγων και μόσχων ή αλλο΄τι; Ήτο πράγματι αίμα τράγων και μόσχων. Διατί το αίμα της Καινής Διαθήκης, να μη είναι το αίμα του αμνού του Θεού του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου; Και διατί το ποτήριον του Χριστού δεν περιείχεν το αίμα του θυσιασθέντος Χριστού αλλ’ ήτο απλούς οίνος; Διότι εάν δεχθώμεν ότι της Παλαιάς Διαθήκης ήτο πράγματι αίμα και της Καινής όχι, τότε δεχόμεθα αληθεστέραν την Παλαιάν και ουχί την Νέαν και κατά συνέπειαν αλλοίμονόν μας. Και ακόμη, είναι δυνατόν ο τύπος και η σκιά να έχει αληθώς το αίμα των θυμάτων, η δε προτυπωθείσα αλήθεια να μην έχει αληθώς αυτό το αίμα του θυσιασθέντος Χριστού; πώς ήτο δυνατόν ο μεν Μωυσής κρατών το ποτήριον της Παλαιάς Διαθήκης και λέγων, τούτο το αίμα της Διαθήκης, ης ενετείλατο προς υμάς ο Θεός να αληθεύη, ο δε Χριστός, η αυτοαλήθεια, κρατών το ποτήριον της Καινής Διαθήκης το υπέρ υμών και πολλών εκχυνομένων εις αφεσιν αμαρτιών, νά ψεύδηται; Άρα είναι ανάγκη ο Χριστός λέγων ότι τούτο μου εστί το αίμα να εννοεί αυτό το εκχυθέν εκ της αχράντου αυτού πλευράς αίμα και ουχί αλλό τι. Λέγοντες δε οι «Ευαγγελικοί» ότι το ποτήριον της Καινής Διαθήκης είναι απλούς οίνος και ουχί αυτό το αίμα του Χριστού του υπέρ ημών αποθανόντος δεν λέγουν τίποτε άλλο παρά ότι η Καινή Διαθήκη είναι ψευδοδιαθήκη και ο Χριστός ψευδομεσσίας και ότι ουδεμία άφεσις αμαρτιών εγένετο ημίν. Βλέπομεν εις την Παλαιάν Διαθήκην ότι το αίμα των θυμάτων εμβάλλεται εις ποτήριον και ραντίζονται δι’ αυτού άπας ο λαός, η σκηνή και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας και χωρίς αίματος, λέγει ο Παύλος, δεν γίνεται άφεσις. Διά να καθαρθώμεν λοιπόν και ημείς και να λάβωμεν άφεσιν αμαρτιών πρέπει να πίωμεν το αίμα του υπέρ ημών θυσιασθέντος και χωρίς τούτου ου γίνεται άφεσις. Δι’ αυτό και ο Κύριος λέγει και η Ορθόδοξος Εκκλησία Του επαναλαμβάνει’ «Πίετε εξ αυτού πάντες… εις άφεσιν αμαρτιών». Ενώ οι «Ευαγγελικοί» πίνουν εις ανάμνησιν. Εάν λοιπόν, διά του αίματος του Χριστού, πίνωμεν απλούν οίνον δεν έχομεν άφεσιν αμαρτιών. Εν τούτοις οι «Ευαγγελικοί» λέγουσιν ότι πίνουσιν απλούν οίνον, και εκ της ομολογίας αυτής προκύπτει ότι δεν έχουν άφεσιν αμαρτιών’ και κατά συνέπειαν δεν είναι χριστιανοί διότι αποδεικνύουν τον Χριστόν ψευδομεσσίαν και ψευδοδιαθήκην την αληθή του Θεού Διαθήκην της οποίας τύπος καί ομοίωμα ήτο η Παλαιά. Και ερωτάται, κατόπιν όλων τούτων, είναι ορθόν, είναι πρέπον και συμφέρον οι πεπλανημένοι ούτοι, οι μηδαμώς όντες χριστιανοί να έχουν την αξίωσιν να διδάξωσιν ημάς τους Έλληνας; Και ακόμη, είναι ορθόν και πρέπον, ημείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες, να ασπαζόμεθα την πλάνην αυτών; Ο καθείς είναι ελεύθερος να εξετάση.
Εις
την συνέχειαν παραθέτομεν άλλην γραφικήν αλήθειαν όπου αποδεικνύει ότι ο
Χριστός δεν ωμίλησεν αλληγορικώς αλλά θετικώς. «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν. Ο
πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον. Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής. Οι
πατέρες υμών έφαγον το μάννα εν τη ερήμω και απέθανον. Ούτος εστίν ο
άρτος, ο εκ του ουρανού καταβαίνων, (ο άρτος αυτός είναι ο Χριστός,
διότι ουδείς άρτος καταβαίνει εκ του ουρανού, άρα δεν ομιλεί αλληγορικώς
ως λέγουσιν οι Ευαγγελικοί αλλά θετικώς), ίνα τις εξ αυτού φάγη και μη
αποθάνη. Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη
εκ του άρτου τούτου ζήσεται εις τον αιώνα.
Και ο άρτος δε ον εγώ δώσω η
σαρξ μού εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής. Εμάχον το ούν προς
αλλήλους οι Ιουδαίοι, λέγοντες’ πως δύναται ούτος ημίν δούναι την σάρκα
φαγείν,’ (αυτό ακριβώς πού λέγουσιν και οι «Ευαγγελικοί»).
Είπεν ούν αύτοίς ο Ιησούς’
Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και
πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς.
Ο τρώγων μου την σάρκα και
πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη
ημέρα. Η γάρ σάρξ μου αληθώς εστί βρωσις και το αίμα μου αληθώς εστι
πόσις (βλέπετε ω Ευαγγελικοί; αληθώς λέγει, καί ουχί αλληγορικώς)’ ποίος
εκ των δύο σας λέγει την αλήθειαν, εσείς η ο Χριστός;
Και συνεχίζει. «Ο τρώγων μου
την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ. Καθώς
απέστειλέ με ο ζων Πατήρ, καγώ ζω διά τον Πατέρα, και ο τρώγων με, κα
κείνος ζήσεται δι’ εμέ. Ούτος εστίν ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς ου
καθώς έφαγον οι πατέρες υμών το μάννα, και απέθανον’ ο τρώγων τούτον τον
άρτον ζήσεται εις τον αιώνα… Πολλοί ούν ακούσαντες εκ των μαθητών αυτού
είπον, σκληρός εστί ούτος ο λόγος, τις δύναται αυτού ακούειν,’… είπεν
αυτοίς ο Ιησούς. τούτο υμάς σκανδαλίζει,’ Εάν ουν θεωρήτε τον Υιόν του
ανθρώπου αναβαίνοντα όπου ήτο το πρότερον,’ Το πνεύμα εστί το ζωοποιούν η
σαρξ ούκ ωφελεί ουδέν’ τα ρήματα, α εγώ λαλώ υμίν, πνεύμα εστί καί ζωή
εστί. Αλλ’ ειςίν εξ υμών τινές, οι ου πιστεύουσι» (Ίωάν. στ’ 47-64).
Δηλαδή: Οι εξ υμών
σκανδαλιζόμενοι, σκανδαλίζονται δι’ ην έχουσιν απιστίαν και άγνοιαν, και
ουχί διότι οι λόγοι μου ουκ εστίν αληθείς. Εγώ ομιλώ την αλήθειαν λέγει
ο Ιησούς και οι πιστεύοντες, αυτοί σκανδαλίζονται και απόλυνται. Ο
Κύριός μας εδώ δεν εννοεί την σάρκαν του, καθώς παρερμηνεύουν οι
«Ευαγγελικοί» αλλά την σάρκα του λόγου δηλαδή τας φωνάς και τας λέξεις,
δι’ ων γίνεται ό λόγος. Πνεύμα δε εννοεί, το πνεύμα του λόγου, τό όποίον
ζωοποιεί την ψυχήν, ήτις λαμβάνει αυτό διά της σαρκός του λόγου. Εάν
λοιπόν ή ψυχή, ακούουσα τας φωνάς η αναγινώσκουσα τας λέξεις του λόγου,
μη εννοεί, το πνεύμα αυτού, ουδέν ωφελείται.
Αυτό εννοεί ο Κύριός μας
όταν λέγει: «Η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν». Δεν είπε «η σαρξ μου» αλλ’ η
σαρξ, δηλαδή αι φωναί, αι λέξεις, διά των οποίων γίνεται ο λόγος. Ενώ
διά την δικήν Του σάρκα λέγει ρητώς: «Η σαρξ μου αληθώς εστί βρώσις»,
διά δε τούς ακούοντας και μη εννοούντας είπεν η σαρξ του γράμματος ουκ
ωφελεί αυτούς.
Αλλ’
οι «Ευαγγελικοί» όπως διαστρέφωσιν τούτο, διαστρέφωσιν και το «αληθώς»
λέγοντες ότι εννοεί «αλληγορικώς» και το’ «πίετε εξ αυτού πάντες εις
άφεσιν αμαρτιών» οι «Ευαγγελικοί» πίνουσι μόνον εις «ανάμνησιν»…
Παρερμηνεύουν οι άνθρωποι και μιμούνται τον Εωσφόρον όστις είπε εις τούς
Πρωτοπλάστους: «Ου θανάτω αποθανείσθε» παρ’ ότι ό Θεός ρητώς είπεν εάν
παρακούσωσιν’ «θανάτω αποθανείσθε». Διά τούτο οι «Ευαγγελικοί»
αμαρτάνουν αμαρτίαν πρός θάνατον, όμοια μέ εκείνην της των Ιουδαίων και
δι’ αυτό προσοχή.
Τέλος, η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία η οποία παραδέχεται την μεταβολήν των Τιμίων Δώρων εις Σώμα και Αίμα Χριστού λέγει μαζί με τον Άγιον Ιωάννη τον Δαμασκηνόν ότι
η μεταβολή αυτή είναι τι ακατάληπτον τω ανθρωπίνω λογισμώ, γινόμενον τη
ενεργεία του Αγίου Πνεύματος δια θαύματος, το οποίον δύναται να
συγκριθη με το θαύμα της δημιουργίας και της ενανθρωπήσεως. «πως έσται
μοι τούτο», λέγει η αγία Παρθένος, «επεί ανδρα ού γινώσκω» Και ο Γαβριήλ
ο Αρχάγγελος απαντά. «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σέ και δύναμις
υψίστου επισκιάσει σοι».
Τώρα λοιπόν έρωτας και σι κ.
«Ευαγγελικέ» πως ο άρτος γίνεται Σώμα Χριστού και ο οίνος αίμα; «Λέγω
σοι καγώ, Πνεύμα Άγιον επιφοιτά και ταύτα ποιεί τα υπέρ λόγον καί
έννοια» (Δαμ. έκδ. Όρθ. πίστ. 4, 13).Το Σώμα δε και Αίμα του Χριστού εν τη Ευχαριστία δεν είναι απλώς σώμα και αίμα αλλά’ «Σώμα εστίν αληθώς ηνωμένον θεότητι» (Δαμασκ. αυτ.) και άρα’ «ου μία φύσις εστίν, αλλά μία μεν του σώματος της δε ηνωμένης αυτού θεότητος ετέρα’ ώστε το συναμφότερον ου μία φύσις, αλλά δύο» (Δαμασκ. αυτ.). Το σώμα δε τούτο και αίμα της ευχαριστίας δεν είναι το αναληφθέν σώμα, όπερ κατέρχεται εξ ουρανού, αλλά «σώμα εστίν αληθώς ηνωμένον θεότητι, το εκ της άγ. Παρθένου σώμα, ουχ ότι το αναληφθέν σώμα εξ ουρανού κατέρχεται άλλ’ ότι ό άρτος και ο οίνος μεταποιούνται εις Σώμα και Αίμα του Θεού» (Δαμασκ. αυτόθι) εκ τούτου όμως δεν έπεται ότι το Σώμα και Αίμα της Ευχαριστίας είναι ετερόν τι του αναληφθέντος Σώματος του Χριστού’ «Και ουκ εστί δύο (σώματα) άλλ’ εν και το αυτό» (Δαμασκ. αυτ.).
Άρα πολύ καλώς παρατηρεί ο Δοσίθεος λέγων’ «Όθεν και πολλών γινομένων εν τη oικoυμένη εν μια και τη αυτή ώρα ιερουργιών (πιστεύομεν) μη γίνεσθαι πολλούς Χριστούς ή πολλά σώματα Χριστού, άλλ’ ένα και τον αυτόν Χριστόν παρείναι αληθώς και πραγματικώς και εν είναι αυτώ το σώμα και το αίμα εή πάσαις ταις κατά μέρος των πιστών εκκλησίαις και τούτο ουχί ότι το εν ουρανοίς του Δεσπότου εν τοίς θυσιαστηρίοις κατέστι σώμα, άλλ’ ότι ο της προθέσεως εν πάσαις ταις κατά μέρος Εκκλησίαις προκείμενος άρτος μεταποιούμενος και μετουσιούμενος μετά τον αγιασμόν γίνεται και εστίν εν και το αυτό τω εν ουρανώ» (Όρ. 17). Είναι λοιπόν πραγματικώς Σώμα και όχι αλληγορικώς κ. κ. «Ευαγγελικοί».
Ούτω λοιπόν και υπό τοιαύτην έννοιαν ο Σωτήρ παρέδωκε το Μυστήριον της θείας Κοινωνίας και ούτως ηρμήνευσαν και παρήγγειλαν ημίν πιστεύειν οι θείοι Απόστολοι, παρ’ ων και οι Άγιοι Πατέρες εδιδάχθησαν, ων τινάς μόνον συντομίας ένεκα, φέρομεν μάρτυρας.
1) Φέρομεν την μαρτυρίαν Ιγνατίου του θεοφόρου, του Μαθητού του Ευαγγελιστού Ιωάννου, όστις, ομιλών κατά των αιρετικών, οίτινες έλεγον ότι ο Ιησούς δεν εσαρκώθη πραγματικώς, επιφέρει τα εξής λίαν σημαντικά λόγια: «Ευχαριστίας και προσευχής απέχονται, διά το μη ομολογείν την ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών ημών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρε». (Ιγνατ. επιστ. πρός Σμυρν. κεφ. 7).
2) Την δε αγίαν Τράπεζαν ο αυτός Πατήρ (Ιγνάτιος) ονομάζει Θυσιαστήριον. «Εάν μη τις εντός ή του θυσιαστηρίου», λέγει, «υστερείται του άρτου του Θεού». (Πρός Έφεσ. κεφ. 20). Και πάλιν δε περί του σώματος του Χριστού έτι σαφέστερον λέγει: «Μία εστίν η σάρξ του Κυρίου Ιησού και εν αυτού το αίμα το υπέρ ημών εκχυθέν, εις και άρτος τοις πασινεθρύφθη, και εν ποτήριον τοις όλοις διενεμήθη, εν θυσιαστήριον πάση τη Εκκλησία». (Πρός Φιλαδελφ. κεφ. 4). Αι δε μαρτυρίαι αύται του θεοφόρου Ιγνατίου έχουσιν μέγιστον κύρος, καθ’ όσον ούτος έζη επί των ήμερων του Χριστού και των Αποστόλων, εγένετο δε Επίσκοπος Αντιοχείας περί το έτος 68 η 70 μ.Χ.
2) Ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος, όστις εν έτει 133, τριακοντούτης ων, έλαβε την χριστιανικήν πίστιν, ούτω παρέλαβε περί του Μυστηρίου της Ευχαριστίας. «ου γάρ, λέγει, ως κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν, άλλ’ ον τρόπον διά λόγου Θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός ο Σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτος και την δι’ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξής αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι. Οι γάρ Απόστολοι εν τοις γενομένοις υπ’ αυτών απομνημονεύμασιν, α καλείται Ευαγγέλια, ούτω παρέδωκαν εντετάλθαι αυτοίς τον Ιησούν λαβόντα άρτον και ευχαριστήσαντα ειπείν: τούτο ποιείτε εις την ανάμνησίν μου, τουτέστι το σώμα μου’ και το ποτήριον ομοίως λαβόντα και ευχαριστήσαντα ειπείν: τούτο εστί το αίμα μου και μόνοις αυτοίς μεταδούναι. (Βιβλ. 8, κεφ. 66).
3) Ο Κύριλλος ο Ιεροσολύμων τάδε λέγει: «Ο άρτος της Ευχαριστίας μετά την επίκλησιν του Αγίου Πνεύματος ουκέτι άρτος λιτός, αλλά σώμα Χριστού». (Κατήχ. 21 Μυσταγ. § 3).
4) Ο θείος Ιλάριος περί του Μυστηρίου της Ευχαριστίας λέγει: «Περί της αληθείας της σαρκός και του αίματος δεν έχει χώραν αμφιβολία τις, διότι διά της ομολογίας του Κυρίου αυτού και διά της πίστεως ημών είναι αληθής σάρξ, είναι αληθές αίμα». (De Trinit Ι VIII C. 14).
5) Ο θείος Γρηγόριος ο Νύσσης, σαφώς περί του Μυστηρίου τούτου εξηγούμενος, λέγει: «Άρτος πάλιν άρτος εστί τέως κοινός’ αλλ’ όταν αυτό το Μυστήριον ιερουργήσει, σώμα Χριστού λέγεταί τε και γίνεται». (Εις την ημέραν των Φώτων, Ορα και λόγον κατηχητ. τόν μέγαν κεφ. 37).
6) Ο Γρηγόριος ο θεολόγος μετά του αυτού πνεύματος περί του Μυστηρίου ομιλεί: «Μη κατόκνει», λέγει προς, Αμφιλόχιον, «και προσεύχεσθαι και πρεσβεύειν υπέρ ημών, όταν λόγον καθέλκης τον Λόγον’ όταν αναιμάκτω τομεί σώμα και αίμα τέμνης δεσποτικόν, φωνήν έχων το ξίφος». (Έπιστ. 240 πρός, Αμφιλόχιον).
7) Άξια σημειώσεως και προσοχής είναι και η μαρτυρία του Μεδιολάνων Αγίου Αμβροσίου: λέγει, «είναι θαυμαστόν ότι ο Θεός έβρεξεν εις τούς πατέρας το μάννα… αλλ’ όσοι όμως έφαγον τον άρτον εκείνον πάντες εν τη ερήμω απέθανον’ η βρώσις δε αυτή, την οποίαν λαμβάνεις, ο άρτος ούτος ο ζών, ο καταβαίνων εξ ουρανού, ζωής αϊδίoυ την ουσίαν παρέχει’ και όστις αν φάγη τούτον δεν θέλει αποθάνη εις τον αιώνα, και είναι σώμα Χριστού». Εις την συνέχειαν δε, εξηγείται περί του Μυστηρίου τούτου πλατύτερον, λέγων: «Ίσως άλλο τι βλέπω’ πώς σύ διαβεβαιοίς ότι θέλω λάβη το σώμα του Χριστού. Ας αποδείξωμεν ότι δεν είναι τούτο, όπερ εποίησεν η φύσις, αλλ’ όπερ η ευλογία καθηγίασε, και ότι μεγαλυτέρα είναι της ευλογίας η της φύσεως η δύναμις, επειδή διά της ευλογίας και αυτή η φύσις μεταβάλλεται. Ράβδον εκράτει ο Μωυσής, έρριψεν αυτήν και έγινεν όφις. Πάλιν έλαβε την ουράν του όφεως, και εν τη ράβδω την φύσιν μετέβαλε. Βλέπεις λοιπόν, ότι διά της προφητικής χάριτος δίς μετεβλήθη η φύσις του τε όφεως και της ράβδου… Αν τοσούτον ίσχυσεν ο λόγος του Ήλιου, ώστε να καταβιβάση πυρ εξ ουρανού, δεν θέλει ισχύσει ο λόγος του Χριστού, ίνα τά είδη τών στοιχείων μεταβάλη;…».
Εκ των εκτεθέντων βλέπομεν πόσον σαφώς περί της συστάσεως και της εννοίας του μεγάλου τούτου Μυστηρίου πληροφορεί ημάς η Κ. Διαθήκη, και οι άγιοι Πατέρες. Αλλά και ο προφήτης Ησαΐας λέγει: «Και απεστάλη προς με εν Σεραφείμ και εν τη χειρί είχεν άνθρακα, ον τη λαβίδι έλαβεν από του θυσιαστηρίου. Και ήψατο του στόματός μου και είπεν, Ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου καί αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί».
Εξ ων μανθάνομεν, ότι ουχ ως απλούν σύμβολον θεωρεί η Αγία Γραφή το μέγιστον τούτο Μυστήριον, ως φλυαρούσιν οι «Ευαγγελικοί» αλλ’ ως αυτό Το Σώμα και Το Αίμα του Θεανθρώπου, άτινα είναι πυρ, άνθραξ φλέγων τούς αναξίως αυτών μεταλαμβάνοντας και καθαίρων τας αμαρτίας των ευσεβώς κοινωνούντων.
Ώς
τοιούτο το Μυστήριον συνίστησιν ημών ο θειος Παύλος, ο μεγαλοφωνότατος
Ησαΐας και άπασα η χορεία των απ’ αυτών των Αποστολικών χρόνων, σεπτών
Πατέρων της του Χριστού Εκκλησίας, ης τα τέκνα επιχειρούν να
αποπλανήσωσιν οι «Αντιευαγγελικοί» των οποίων τας παγίδας και τας
σοφιστείας επιμελώς δέον να αποφεύγωμεν.
Από το βιβλίο “ΑΝΤΙΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ ΟΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ” (Δ.Παναγόπουλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου