Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀπό τήν ἄποψη τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί ἠθικῆς (Γεώργιος Μαντζαρίδης)


Ἀπέναντι στά ὁριακά φαινόμενα τῆς ὑπάρξεώς του ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρεται πρωτίστως συμβολικά. Καί ἡ μορφή τῆς συμβολικῆς αὐτῆς συμπεριφορᾶς ἐκφράζει τήν οὐσιαστική στάση του ἀπέναντι στά ἀντίστοιχα φαινόμενα. Ἡ προτίμηση τῆς καύσεως ἤ τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν δέν ἐξαντλεῖται στό ἐπίπεδο τῆς λογικῆς ἤ τῆς γραφειοκρατίας, ἀλλά ἀνάγεται στό βάθος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου· ἀνάγεται στή στάση του ἀπέναντι στό ὀξύτερο ὁριακό φαινόμενο τῆς ὑπάρξεώς του, στό θάνατο. Καί τό νόημα πού προσδίδει ὁ ἄνθρωπος στό θάνατο ἀποτυπώνεται στή μία ἤ τήν ἄλλη προτίμησή του.
Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τή σταθερή ἀπειλή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἀπειλεῖται μόνο, ἀλλά ἔχει καί συνείδηση τῆς ἀπειλῆς αὐτῆς. Ὁ θάνατος ἔρχεται νά διαλύσει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Καί ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζει τήν ἀγωνία τῆς διαλύσεως αὐτῆς μέσα στήν ἴδια τή ζωή του. Γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα πού διαμορφώνει γιά τό θάνατο καί τήν μεταθανάτια προοπτική προσδιορίζει ἀποφασιστικά τή στάση του ἀπέναντι στούς νεκρούς καί στό νεκρό ἑαυτό του.
Ἡ ταφή τῶν νεκρῶν, δέν ἀποτελεῖ δογματικό θέμα μέ τήν ἔννοια κάποιου δογματικοῦ ὅρου. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στήν ὁποία πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, δέν θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τή ταφή ἤ τήν καύση τους. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ταφή τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή δογματική πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προτίμηση τῆς ταφῆς καί ἡ ἀπόρριψη τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν συνδέονται στενά μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τό σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποστρέφεται τό σῶμα, ἀλλά τό τιμᾶ. Ὁ ἄνθρωπος εἰκονίζει τόν Θεό ὄχι μόνο ὡς ψυχή, ἀλλά καί ὡς σῶμα. Εἰκόνα Θεοῦ εἶναι τό συναμφότερον, ψυχή καί σῶμα. Καί ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου πού εἰκονίζει τόν Θεό εἶναι νά χωρέσει μέσα του τόν εἰκονιζόμενο, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὅλα τά ἄλλα ὑποτάσσονται καί ἐντάσσονται στόν σκοπό αὐτό. Ἄν καί ἡ καύση τοῦ σώματος συνέβαινε νά ὑπηρετεῖ τόν σκοπό αὐτό, μποροῦσε νά γίνει ὄχι μόνο ἀποδεκτή, ἀλλά καί ἐπιθυμητή.
Οἱ χριστιανοί πού καταδικάζονταν στόν διά πυρᾶς θάνατο δέν τόν ἀπέφευγαν, ἀλλά τόν ὑπέμεναν προσβλέποντας στήν τελική ἕνωσή τους μέ τόν Χριστό. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ εὐχή πού διατυπώνει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γιά τόν ἑαυτό του: “Πῦρ καί σταυρός, θηρίων τε συστάσεις, ἀνατομαί, διαιρέσεις, σκορπισμοί ὀστέων, συγκοπή μελῶν, ἀλεσμοί ὅλου τοῦ σώματος… ἐπ’ ἐμέ ἐρχέσθωσαν, μόνον ἵνα Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτύχω”. Ὁ πόθος αὐτός γιά πλήρη ἀφανισμό δέν ὀφείλεται σέ ἐχθρότητα πρός τό σῶμα ἤ τήν ὕλη, ἀλλά στήν ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό. Εἶναι ὁ πόθος γιά τή φανέρωση τῆς ὀντολογικῆς ἀλήθειας τῆς εἰκόνας.
Ἐχθρότητα πρός τό σῶμα παρατηρεῖται στίς ἀνατολικές θρησκεῖες καί τήν εἰδωλολατρεία. Ἡ Ἐκκλησία δέν βλέπει τό σῶμα ἐχθρικά οὔτε τό θεωρεῖ ὡς “σῆμα”, δηλαδή ὡς τάφο, ὅπως τό θεωροῦσε ὁ Πλάτων, γιά νά θέλει νά τό ἀφανίσει. Τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ ζωντανή Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία καλεῖται νά λατρεύσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Καί ὅποιοι λατρεύουν ἀληθινά τόν Θεό, θεμελιώνουν μέ τά λείψανά τους τίς κτιστές Ἐκκλησίες, πού στεγάζουν τούς ζωντανούς. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τά λείψανα τῶν ἁγίων καί τά διατηρεῖ ὡς πολύτιμους θησαυρούς.
Γιά τήν Ἐκκλησία ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τόσο ἱερή καί συγγενής πρός τόν Θεό, ὥστε νά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ αὐτόν σέ μιά ἀδιαίρετη ὑπόσταση. Ἔτσι στήν ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ τό ἀνθρώπινο σῶμα ἑνώνεται ἀδιαίρετα καί ἀσύγχυτα μέ τήν Θεότητά του, ἐνῶ στίς ἀνθρώπινες ὑποστάσεις τό σῶμα δέχεται τήν ἄκτιστη θεία χάρη καί μετέχει στή θεία ζωή. Γι’ αὐτό ὁ Χριστιανός δέν ἀποστρέφεται τό σῶμα του, οὔτε θέλει νά τό ἀποβάλει ὡς ἐχθρικό, ἀλλά ἐπιθυμεῖ τήν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση καί ἀφθαρτοποίησή του.
Ὅποιος βλέπει τό νεκρό σῶμα ὡς λείψανο, ὡς σεβαστό δηλαδή κατάλοιπο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, θέλει νά τό τιμήσει. Καί στήν περίπτωση αὐτή ἡ ταφή ἤ στή συνέχεια ἡ διατήρηση τῶν ὀστῶν εἶναι ἱερή. Ἄλλωστε γνωρίζουμε σήμερα ὅτι καί τά ξερά ὀστᾶ διατηροῦν ζωντανή τή βιολογική ταυτότητα τοῦ νεκροῦ, ἀλλά ὄχι καί ἡ στάχτη. Ὅποιος ὅμως βλέπει τό νεκρό ἀνθρώπινο σῶμα ὡς μακάβριο πτῶμα εἶναι φυσικό νά τό ἀποστρέφεται καί νά θέλει νά τό ἐξαφανίσει. Δέν διακρίνει σύμβολα, ἀλλά φυσικά ἀντικείμενα μέ χρηστική ἤ καί χρηματιστική ἀξία. Λησμονεῖ τήν καρδιά καί σκέφτεται λογικά. Μέ τήν προβληματική μάλιστα τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων θεωρεῖ λογικότερη καί πρακτικότερη τήν καύση τῶν νεκρῶν. Τό μόνο λογικό κενό πού παραμένει ἐδῶ, εἶναι γιατί νά ὑπάρχει μιά ἄσκοπη καύση, χωρίς ταυτόχρονη χρήση τοῦ ὑλικοῦ πού μπορεῖ νά προκύψει ἀπό τό νεκρό σῶμα.
Σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς ἀδιαίρετης Χριστιανοσύνης ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια καί θεωρεῖται ὡς ἀποκρουστική πράξη. Εἰδικότερα, ὁ διά πυρᾶς θάνατος συνδέεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινή Διαθήκη θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ἐνῶ στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μόνο διῶκτες της κατέφυγαν στήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τῶν Χριστιανῶν, γιά νά ἐξαφανίσουν τή μνήμη τους καί νά πλήξουν τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς τους. Κατά τούς νεώτερους, τέλος, χρόνους ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐφαρμόσθηκε καί ὡς κάποια μορφή ἐξαγνισμοῦ τοῦ κόσμου ἀπό τήν παρουσία τους.
Ἡ θέληση γιά τήν ἐξαφάνιση ἤ τή διατήρηση τοῦ νεκροῦ σώματος στόν τάφο συνδέεται ἄμεσα μέ τήν τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στό θάνατο. Ὅταν κάποιος ἐπιθυμεῖ νά λησμονήσει τό θάνατο, εἶναι φυσικό νά θέλει νά ἐξαφανίσει καθετί πού συνδέεται μέ αὐτόν ἤ τόν ὑπενθυμίζει. Καί σ’ αὐτό θωρακίζεται ἀπό τά σχετικά συστήματα τῆς κοινωνίας μας. Ὅλα βοηθοῦν στήν ἀποσιώπηση τοῦ θανάτου. Μέσα στό κλίμα αὐτό εἶναι φυσικό νά ἐπιδιώκεται καί ἡ ἐξαφάνιση τοῦ νεκροῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ ταφή στό μνῆμα διατηρεῖ τή μνήμη· τή μνήμη τοῦ νεκροῦ, ἀλλά καί τοῦ θανάτου. Καί γιά νά διατηρεῖ κάποιος τή μνήμη αὐτή, χωρίς νά βασανίζεται, χρειάζεται νά πιστεύει στή νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου.
Ὁ Χριστιανός πιστεύει στή νίκη αὐτή καί περιμένει τήν ἀνάσταση: “προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν”. Περιμένει τήν ἀνάσταση πού ἀφορᾶ ὁλόκληρη τή σωματοψυχική του ὑπόσταση. Περιμένει τήν ἀνάσταση τοῦ καινούργιου ἀνθρώπου μέσα ἀπό τό σῶμα πού φθείρεται, ὅπως περιμένει καί τό καινούργιο σιτάρι μέσα ἀπό τό σπόρο πού σαπίζει στή γῆ. Ὅταν ὑπάρχει ἡ πίστη ἤ ἡ προσδοκία αὐτή, τότε καί ἡ στάση ἀπέναντι στό θάνατο καί τό νεκρό σῶμα γίνεται ἀνάλογη. Καί ἡ στάση αὐτή ἐμπνέει τό ἦθος πού καλλιεργήθηκε ἐπί αἰῶνες στόν τόπο αὐτόν, ἐνῶ ἡ καύση εἰσάγει νέο ἦθος.
Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν προσβάλλει, ἄμεσα τό δόγμα τῆς ἀναστάσεως. Προσβάλλει ὅμως τό αἴσθημα καί τό ἦθος πού καλλιεργεῖ τό δόγμα αὐτό. Παραμορφώνει τήν προοπτική καί τήν προσδοκία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι θίγεται καί τό δόγμα, μιά ἀπό αὐτό εἶναι ὀργανικά ἑνωμένο μέ τό ἦθος καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Στόν τόπο αὐτόν, ὅπου δέν ἦταν ἄγνωστη ἡ καύση τῶν νεκρῶν, καθιερώθηκε μέ τή χριστιανική διδασκαλία καί διατηρήθηκε στή συνέχεια ὡς αὐτονόητη ἡ ταφή τῶν νεκρῶν. Μιά πράξη συμβολική, πού παραλληλίζεται  μάλιστα ἤδη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο μέ τή σπορά τοῦ κόκκου τοῦ σιταριοῦ καί συνδέεται μέ τήν προσδοκία τῆς καινούργιας ζωῆς. Ὅταν σβήνει ἡ προσδοκία αὐτή, χάνει καί ἡ ταφή τή συμβολική διάστασή της.
Ἡ γλώσσα κάθε λαοῦ φανερώνει μέ ἄμεσο τρόπο τό αἴσθημα καί τό ἦθος του. Τό αἴσθημα καί τό ἦθο μας ἀπέναντι  στούς νεκρούς ἀποτυπώθηκε ἀνεξίτηλα στή γλώσσα μας. Καί ἡ ἀποτύπωση αὐτή ἔχει ἰδιαίτερη σπουδαιότητα, γιατί διατηρεῖται ζωντανή ὥς σήμερα στήν καθημερινή μας ζωή. Στή γλώσσα μας λοιπόν ὁ νεκρός χαρακτηρίζεται ὡς κεκοιμημένος καί τό νεκροταφεῖο ὡς κοιμητήριο. Ποτέ δέν σκέφτεται κάποιος νά κάψει αὐτόν, γιά τόν ὁποῖο ἔχει τό αἴσθημα ὅτι κοιμᾶται, ἐκτός ἄν τόν μισεῖ θανάσιμα. Ἐπιπλέον, ὁ νεκρός ὀνομάζεται συγχωρημένος. Καί τό ρῆμα “πέθανε” ἔχει ὡς συνώνυμό του τό “συγχωρήθηκε”. Ἡ συγχώρηση ἀποτελεῖ μεγαλειώδη σύνθεση αἰσθήματος καί ἤθους. Ἤθους, γιατί μᾶς συμφιλιώνει μέ αὐτόν πού συγχωρεῖται. Καί αἰσθήματος, γιατί αὐτός πού συγχωρεῖται γίνεται ἀποδεκτός στόν ἐσωτερικό χῶρο τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.
Ὁ νεκρός πού συγχωρεῖται προσλαμβάνεται στό χῶρο τῆς προσωπικῆς ζωῆς τῶν ζωντανῶν. Παραμένει στή μνήμη τους. Γίνονται μνημόσυνα γι’ αὐτούς, καί μάλιστα σέ τακτά χρονικά διαστήματα, πού συνδέονται καί μέ τίς διάφορες φάσεις ἀλλοιώσεως τοῦ σώματος. Ὁ τάφος εἶναι μνῆμα, δηλαδή τόπος μνήμης καί ἐπισκέψεως γιά ὅσους ἀγάπησαν καί συγχώρησαν τόν νεκρό. Ἔτσι ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει ὡς “συγχωρημένος”. Καί ἡ μνήμη του διασώζεται ὅσο ὑπάρχουν ζωντανοί πού τόν θυμοῦνται. Ἀλλά τελικά ὅλοι οἱ νεκροί “συγχωροῦνται”, γιατί διασώζονται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ αἰωνίως ζῶν, “ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος”.
Ὅταν ὑπάρχει τό αἴσθημα καί τό ἦθος αὐτό, δέν προβάλλεται θέμα χωροταξικοῦ ἀδιεξόδου γιά τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ὅπως δέν προβάλλεται τέτοιο θέμα, ὅταν χρειάζεται νά καλυφθοῦν ἄλλες ζωτικές ἀνάγκες τῆς κοινωνίας. Ἡ αἴσθηση τῆς ἀνάγκης νά διατηρηθεῖ ζωντανή ἡ μνήμη τῶν νεκρῶν βρίσκει τούς τόπους καί τούς τρόπους γιά τήν ἱκανοποίησή τους. Ἡ μνήμη τῶν νεκρῶν μᾶς θυμίζει τίς ρίζες μας, τήν παράδοσή μας, τό χρέος μας ἀπέναντι σ’ αὐτούς καί τούς ἐπιγόνους τους. Ἡ λήθη τῶν νεκρῶν ἀφήνει μετέωρη τήν κοινωνία τῶν ζωντανῶν. Ἡ κοινωνία μας, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ ζωή μας εἶναι ἀδιανόητη  χωρίς τούς νεκρούς. Ἡ γλώσσα μας, ἡ πατρίδα μας, τά ἤθη καί ἔθιμά μας, ὁ πολιτισμός μας, ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή μας προέρχεται ἀπό αὐτούς. Οἱ τάφοι καί τά λείψανά τους εἶναι σεβαστά ἤ ἀκόμα καί ἱερά. Ἡ ἀποτέφρωσή τους δέν μπορεῖ νά μήν ἀντανακλᾶται καί σ’ αὐτά πού μᾶς κληροδότησαν.
Ἡ ἀτομοκρατική ἀντίληψη, πού χαρακτηρίζει τόν νεωτερικό καί μετανεωτερικό ἄνθρωπο, ἔρχεται σέ ἀντίθεση ὄχι μόνο μέ τή χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά καί μέ τήν κοινή αἴσθηση γιά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί τό ἀνθρώπινο σῶμα. Ὁ Χριστιανισμός διδάσκει ὅτι ἡ ὕπαρξή μας ἀνήκει στόν Θεό. Γι’ αὐτό καί μᾶς προτρέπει νά δοξάζουμε τόν Θεόν ὄχι μόνο μέ τό πνεῦμα, ἀλλά καί μέ τό σῶμα μας. Ἀλλά καί ἡ κοινή ἐμπειρία μᾶς διδάσκει ὅτι δέν ἔχουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας τήν ὕπαρξή μας, ἀλλά τήν δεχόμαστε ἀπό ἔξω. Ἡ γέννησή μας, ἡ διατήρηση καί αὔξησή μας συνδέονται μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί μέ τό φυσικό μας περιβάλλον.
Βέβαια εἴμαστε ἐλεύθεροι καί ὑπεύθυνοι γιά τίς ἐπιλογές καί τή συμπεριφορά μας. Ἡ ἄκριτη ὅμως καί ἀπεριόριστη ἐπίκληση τῆς ἐλευθερίας καί τῆς αὐτεξουσιότητας οὔτε λογική οὔτε ἀνθρώπινη εἶναι. Κανείς δέν μᾶς ρώτησε ἄν θέλουμε νά γεννηθοῦμε καί κανείς δέν θά μᾶς ρωτήσει ἄν θέλουμε νά πεθάνουμε. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀγνοήσει τούς φυσικούς καί βιολογικούς του περιορισμούς καί κανείς δέν μπορεῖ νά παραθεωρήσει τίς ὑποχρεώσεις καί τίς δεσμεύσεις πού συνεπάγεται ἡ ἰδιότητά του ὡς κοινωνικοῦ ὄντος. Καί ὅμως, συχνά παρακάμπτουμε ὁρισμένα αὐτονότητα καί χρησιμοποιοῦμε τίς ἔννοιες τῆς ἐλευθερίας καί γενικότερα τῶν δικαιωμάτων μας μέ σοφιστικό τρόπο. Ἡ εὕρεση τῆς χρυσῆς τομῆς ἀνάμεσα στήν ἀτομική ἐλευθερία καί τήν κοινωνική ἐξάρτηση εἶναι δύσκολη ἤ καί ἐπώδυνη, ἀλλά ταυτόχρονα ἀπαραίτητη καί ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη. Καί ὅταν στήν προβληματική αὐτή προστεθεῖ ἡ μεταβλητή τοῦ θανάτου, τά πράγματα γίνονται δυσχερέστερα.
Εἰδικότερα, στό θέμα τῆς καύσεως τῶν Ὀρθοδόξων ὑπάρχει ἕνα λεπτό σημεῖο. Μπορεῖ κάποιος νά ζητήσει νά καεῖ μετά τό θάνατό του. Ἡ καύση του ὅμως θά πραγματοποιηθεῖ ἀπό ἀνθρώπους πού θά βρίσκονται στή ζωή. Καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι πολύ πιθανό – καί στόν τόπο μας ἴσως βέβαιο – νά ἔχουν ἀντιλήψεις πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ἐκλιπόντος. Πῶς αὐτοί θά ὑποχρεωθοῦν νά ἐκπληρώσουν τήν ἐπιθυμία τοῦ ἐκλιπόντος; Καί κατά πόσον ἡ ἀτομική ἐπιθυμία ἐκείνου, πού ἐδῶ ἐκφράζει μιά τοποθέτηση ἀπέναντι στό ἀνθρώπινο σῶμα, δέν παραβιάζει τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως ἐκείνων πού εἶναι τοποθετημένοι διαφορετικά;
Ἀπό τήν Ἰουστινιάνεια κωδικοποίηση ἔχουμε τό ἑξῆς παράδειγμα. Ἕνας Ρωμαῖος πολίτης κατέστησε κάποιον κληρονόμο του μέ τήν προϋπόθεση νά ρίξει τό λείψανό του στή θάλασσα. Ὁ κληρονόμος ἀρνήθηκε νά τό ρίξει στή θάλασσα καί τό ἐνταφίασε. Τότε ἐγέρθηκε θέμα διεκδικήσεως τῆς κληρονομιᾶς μέ τό αἰτιολογικό ὅτι ὁ ἀποδέκτης δέν τήρησε τήν διαθήκη, ὅσον ἀφορᾶ τό λείψανο τοῦ διαθέτου. Τό δικαστήριο θεώρησε τήν πράξη τῆς ἀπόρριψης στή θάλασσα ὡς ἀνήθικη καί τή μή συμμόρφωση τοῦ κληρονόμου ὡς ἐπαινετή ἐνέργεια, πού συνάδει μέ τά χρηστά ἤθη.
Παραπονούμαστε ὅτι ὁ ἱστός τῆς κοινωνίας μας τείνει νά διαλυθεῖ. Δέν ὑπάρχει κανένας λόγος νά ἐνισχύσουμε τή διάλυσή του. Τό αἴτημα τῶν ἑτεροδόξων εἶναι σεβαστό. Ἄλλωστε καί αὐτό ἐκφράζει ἐπιθυμία συντονισμοῦ μέ τή δική τους ἐκκοσμικευμένη κοινωνία. Ὁ ἴδιος νόμος στή δική μας κοινωνία θά λειτουργήσει πρός τήν ἀντίθετη  κατεύθυνση. Ἐνῶ ἐκεῖνοι θά συντονισθοῦν μέ τούς δικούς τους, ἐμεῖς θά ἀποσυντονισθουμε μεταξύ μας. Θά θεσμοποιήσουμε μιά ἀποκλίνουσα συμπεριφορά στήν κοινωνία μας. Καί ἡ θεσμοποίηση αὐτή θά δημιουργήσει τήν ἐντύπωση τῆς δικαιώσεώς της. Ἀσφαλῶς καί ἡ ἀποκλίνουσα συμπεριφορά δέν μπορεῖ νά ἀπαγορευθεῖ, ἰδίως μάλιστα ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού προϋποθέτει πάντοτε τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιβάλλει τήν πίστη καί τίς τελετές της σέ ὅσους εἶναι ξένοι πρός αὐτήν. Ἀλλά καί ὅσοι εἶναι ξένοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου