Παρασκευή, 17 Ιανουαρίου 2020, 17:36
Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης
Δρος Βυζαντινής Τέχνης
H αρχή είναι το ήμισυ του
παντός. Αν πάρει κανείς κάτι σωστά από την αρχή, θα λυθούν όλα τα
άγνωστα, θα ερμηνευτούν τα ασαφή και απροσδιόριστα. Γι’ αυτό λένε να
περνάς με το δεξί το κατώφλι κι όχι για γούρι. Η αρχή είναι να γίνονται
πράξη Αρχές. Αυτοκριτική πρώτη. Γνώθι σαυτόν. Κι ας γίνεται
κανείς αυστηρός με τον εαυτό του και τους πέριξ. Αυτό έκανε και η
καθηγήτρια Ελένη Αρβελέρ που γνωρίζουν όλοι για την παρρησία της να
εκφράζει τις απόψεις της αλλά μετά λόγου γνώσεως. Το Βυζάντιο, η
ειδικότητά της, είναι αφορμή για να έρχεται στον σύγχρονο κόσμο, τον
οποίο κριτικάρει και ως ιστορικός, αλλά και ως λειτουργός από κορυφαίες
θέσεις που κατείχε επί χρόνια στο ανώτατο γαλλικό και ευρωπαϊκό
εκπαιδευτικό σύστημα. Η πράξη απαιτεί προηγηθείσα θεωρία.
Oμιλεί ή γράφει πολλές φορές για τη ζωή
της, τη δημόσια παρουσία της που ουσιαστικά άρχισε από την περίοδο της
Κατοχής. Μέσα στην ανεμοζάλη, αυτή πάτησε με το δεξιό πόδι, όπως
εξελίχθηκαν τα πράγματα. Συμμετείχε στο μέτρο της νεαρής ηλικίας της
υπέρ των τότε αγωνιζομένων Ελλήνων, δεν δικαιολογεί μέχρι σήμερα, όσους
αναπαύονταν στην ησυχία τους με τους κατακτητές. Ηταν άτομο με τσαγανό.
Μετά έφυγε στη Γαλλία αλλά πάντα
επιστρέφει. Θα περίμενε κανείς, λόγω του παρελθόντος της να έχει στην
Ελλάδα καλή σχέση με τον “λεγόμενο προοδευτικό” χώρο. Για την ακρίβεια
όχι με κόμματα αλλά με εκπροσώπους κομμάτων, πολιτικούς. Πλην όμως
σχετίζεται μάλλον με τον λεγόμενο “συντηρητικό” χώρο. Αντίθετα στη
Γαλλία συνεργαζόταν πρωτίστως με νέες δυνάμεις, τους σοσιαλιστές, οι
οποίοι και την αξιοποίησαν με το παραπάνω. Αυτό είναι που προκαλεί
εντύπωση. Εκεί όμως διακρίνονται οι καλοί επιστήμονες και η παρουσία
τους στην πολιτική, βρίσκουν τη χρυσή τομή, τον δημόσιο ρόλο από την
επιστημονική θέση τους. Γι’ αυτό η κ. Αρβελέρ στην Ελλάδα προβάλλει
πάντα έναν ιδιαίτερα οξύ αλλά οργανωμένο και συνάμα θετικό όχι
ανατρεπτικό κριτικό λόγο. Μην μας προκαλεί εντύπωση. Απλώς στην Ευρώπη
έμαθαν να δουλεύουν και τα δύο χέρια, η εκεί Αριστερά δεν είναι τόσο
συνδικαλιστική επαγγελία, θεωρητικός εξοπλισμός αντίδρασης, όσο αυτόματη
προσαρμογή στις ανάγκες της κοινωνίας, που είναι μία και μοναδική.
Αντίθετα στον Τρίτο κόσμο η Αριστερά ως συνήθως προκαλεί υποτέλεια,
τρέχει ασθμαίνουσα στο ΔΝΤ.
Κορύφωση του κριτικού λόγου υπήρξε πριν
από κάποια χρόνια [2014: συνέντευξη στο ΑΠΕ: «Οι Ελληνες δεν έχουν
όραμα, πάνε με όποιον δίνει λεφτά». Βλ. google]. To χρήμα είναι ανάγκη,
όχι αυτοσκοπός, άρα το πώς θα το αποκτήσει κανείς ως χώρα έχει να κάνει
με την πολιτική υγεία.
Η κ. Αρβελέρ ξέρει Ιστορία. Καί τη
διάβασε καί την έζησε! Η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία καλύφθηκε από
μία συνεχή διαδοχή χρηματοδοτών -η εξαργύρωση των θυσιών μας στον
Πόλεμο-. Ομως μετά: Εφυγαν οι Αγγλοι που στήριζαν μέχρι τότε την
ελληνική αστική τάξη και ήλθαν οι Αμερικανοί με το σχέδιο Μάρσαλ. Τότε
υπήρχε αδήριτη ανάγκη, ήταν άλλο ο πακτωλός χρημάτων της Ε.Ε. (1981
κ.ε.): ανάπτυξη υποδομών, όχι κατανάλωση.
Φαίνεται ότι όπως το χρήμα δεν σε κάνει
μόνο του ευτυχισμένο, έτσι και δεν σε κάνει οικονομικά ανεξάρτητο. Ο
συμβιβασμός στην ηθική, στην ίδια τη λογική, είναι που φέρνει πίσω άτομα
και λαούς. Αλλά σε όλα υπάρχει μία αφετηρία. Και στην Ελλάδα πέτρα του
σκανδάλου είναι ο διχασμός από τα γεγονότα της δεκαετίας του ’40, με τον
μαυραγοριτισμό, την εμφύλια διαμάχη και κατ’ επέκταση τον τρόπο που
αυτή αντιμετωπίσθηκε επί δεκαετίες, μία απόλυτα επαινετέα πράξη: η
αντίδραση απέναντι στον κατακτητή! Και η ίδια θα ήταν θύμα αυτής της
κατάστασης· κάποτε είχε πει ότι αν έμενε στην Ελλάδα δεν θα γινόταν στο
πανεπιστήμιο ούτε βοηθός! Εκείνην όμως την αξιοποίησε το σύστημα της
εκπαιδευτικής και τεχνολογικής υπερδύναμης που λέγεται Γαλλία χάρη και
στο «πιστοποιητικό» της Αντίστασής της, δηλαδή του τσαγανού της. Είναι
βιολογικός, ιστορικός νόμος: όποιος έχει κότσια να πάει κόντρα στο
ρεύμα, αυτός γίνεται πρωτοπόρος στη ζωή.
Μέχρι σήμερα στη μεταπολεμική Ελλάδα
επικρατεί συμβιβασμός: αυθαιρεσία, έλλειψη ελέγχου, εξοβελισμός
αντιπάλων, αντεκδικήσεις, λαϊκισμός. Το σύστημα παρήγαγε δύο βασικές
κοινωνικές τάξεις: βολεμένους χωρίς κόπο και υστερικούς,
“υπερκριτικούς”. Ετσι, εξοβελίζονταν όσοι είχαν εκ φύσεως τσαγανό,
δύναμη να συγκρουσθούν, και ταυτόχρονα θέληση για καινοτομίες. Μετά τον
Πόλεμο μπορούσε να γίνει καλή αρχή, αφού με το σοκ της τριπλής Κατοχής,
μπορούσαν να ξεχαστούν οι προηγούμενοι διχασμοί. Η νέα τεχνολογία
σπερνόταν παντού, τσιμέντο, χάλυβας, βελτίωση της καθημερινότητας,
μοντέρνα πολεοδομία, άνοιγμα της κοινωνίας. Ωστόσο σε λίγα χρόνια ο λαός
παγίωσε τον εγκλωβισμό του, ψήφιζε και ψηφίζει μέχρι σήμερα όποιον
μοιράζει τις περισσότερες υποσχέσεις, τα «Θα». Ακόμη και η Αντίσταση
κατέληξε καταναλωτικό αγαθό! Ιστορική νομοτέλεια: τον υποτελή συμβιβασμό
στο «Μακεδονικό» έκαναν οι επίγονοι αντιστασιακών. Και να δούμε πού θα
φτάσουν. Τον νεότερο μάλιστα “προοδευτικό” χώρο τον “απολαύσαμε”
τελευταίο: αλαζονεία, μικρότερη προσπάθεια, τζάμπα χρήμα (μέρισμα).
Η Ελένη Αρβελέρ, πάντα υπερήφανη
για την αντιστασιακή της ταυτότητα που υπήρξε η αρχή της καριέρας της,
δείχνει πώς ένας επιστήμονας αλλάζει τον δημόσιο χώρο. Είχε αντίδραση
στα πράγματα, αποδείχθηκε σωστή, αργότερα έβαλε σε πράξη το όραμά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου