του Ιωάννη. Β. Κωστάκη
Έργο του Λαού
Ολόκληρη η ζωή της Εκκλησίας είναι μια
διαρκής λειτουργία και λατρεία του Θεού. Κάθε ημέρα είναι μια εορτή,
λατρεύεται ο Θεός και τελείται η μνήμη ενός ή περισσοτέρων αγίων. Δηλαδή
η Ορθόδοξη Εκκλησία ζει λατρεύοντας τον Θεό καθημερινώς, «συν πάσι τοις
αγίοις». Μ’ αυτό τον τρόπο αγιάζεται, εξαγιάζεται η κάθε ημέρα και
ολόκληρος ο χρόνος. Ο σήμερα εορταζόμενος άγιος μας παραδίδει στους
αυριανούς. Κι’ εκείνοι στους μεθαυριανούς, και ούτω καθ’ εξής.
Έτσι ο κύκλος των εορταζόμενων αγίων
δεν έχει τέλος. Εορτάζουμε τα σωτήρια γεγονότα της Θεανθρώπινης
οικονομίας και τις μνήμες των αγίων του Χριστού. Με τις προσευχές και
τους ύμνους της λατρείας ζούμε τη χάρη και τις αρετές τους, σύμφωνα με
το βαθμό της πίστεώς μας.
Μέσα στην Εκκλησία με την Παναγία και
«μετά πάντων των αγίων», «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών,
Χριστώ τω Θεώ» παραδίδουμε.
Κάθε ευχαριστιακή σύναξη των πιστών
μελών της Εκκλησίας είναι μια οικογενειακή εορτή. Μια εορτή της πατρικής
αγάπης του Θεού, με την οποία αυξάνεται και ζωογονείται η εν Χριστώ
αδελφοσύνη. Στη θεία λειτουργία οι άγιοι ζουν την παρουσία του Χριστού,
της Παναγίας και όλων των εν Χριστώ αδελφών τους.
Ο ναός είναι το πατρικό σπίτι. Η
μετάβαση σ’ αυτό αποτελεί ευλογία της αγάπης του Θεού και καλλιεργεί την
ενότητα των πνευματικών αδελφών. Η απόλαυση του συνδέσμου της αγάπης
οφείλεται στην παρουσία του Κυρίου, ο οποίος διαβεβαιώνει πως «ού εισί
δύο ή τρείς συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, καγώ ειμί εν μέσω
αυτών».(Ματθ.ΙΗ,20). Έκφραση χαράς για τον δεσμό της αγάπης αποτελεί η
πρόσκληση-προτροπή του Κυρίου, να τον δοξολογούν κατά τις λειτουργικές
συνάξεις, τα μέλη της Εκκλησίας: « Εν Εκκλησίες ευλογείτε τον Θεόν».
(ψαλμ.67,27).
Ο ναός λοιπόν είναι ο κατ’ εξοχήν τόπος
λατρείας-δοξολογίας του Θεού. Ο Κύριος στη διάρκεια της επίγειας
παρουσίας Του έδωσε το παράδειγμα συχνής επίσκεψης στον ναό της αγίας
πόλεως, και στις συναγωγές, όπου και εδίδασκε. Η μαρτυρία του
ευαγγελιστού Λουκά είναι σαφής: «εισήλθε κατά το ειωθός αυτώ (=όπως
συνήθιζε) εν τη ημέρα των Σαββάτων εις την συναγωγήν και ανέστη
αναγνώναι». (Λουκ.Δ,16).
Ο ναός έτσι γίνεται ο τόπος που
συναντάμε τον Ιησού. Μας περιμένει. Ιδιαιτέρως κατά την θεία λειτουργία
μας διδάσκει τους «λόγους της χάριτός» Του, μας προσφέρει τον εαυτό Του
ως τροφή, «εις ζωήν αιώνιον», μας αναπαύει από τους κόπους της ζωής και
το φορτίο των θλίψεων. Η πρόσκλησής Του είναι διαρκής: «Δεύτε προς με
πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς».(Ματθ.ΙΑ,28).
Όποιος λοιπόν απέχει της ευχαριστιακής συνάξεως του Εκκλησιαστικού
σώματος στερείται των δωρεών της αγάπης Του.
Όταν λέμε: πηγαίνω στην Εκκλησία ή στη
θεία λειτουργία, συνήθως, εννοούμε την μετάβασή μας στον ναό, για να
«παρακολουθήσουμε» την τέλεση της θείας λειτουργίας. Όμως μας διαφεύγει
η αλήθεια ότι: η θεία λειτουργία δεν είναι ένα απλό θέαμα, μια
παράσταση ή έστω ακρόαση ύμνων και αναγνωσμάτων. Η θεία λειτουργία είναι
θεϊκό έργο που συν-τελείται απ΄τον «προεστό» της συνάξεως, τον
λειτουργό ιερέα, μαζί με τον «λαό του Θεού».
Στους κλασσικούς συγγραφείς συναντάται η
λέξη λειτουργία με την έννοια προσφοράς- παροχής υπηρεσίας, που
γίνονταν με ιδία δαπάνη, υπέρ του λαού και υπέρ της Αθηναϊκής
πολιτείας. Ήταν η προσφορά αυτή για την εκτέλεση δημόσιου έργου, ή την
ανάληψη μιας εξουσίας από κάποιον εύπορο πολίτη. Ήταν χαρακτηριστικό
στοιχείο της δημοσιονομικής πολιτικής της Αθήνας και δείγμα της αγάπης
των πολιτών για την πατρίδα τους, αλλά και έμπρακτη απόδειξη
ουσιαστικής συμμετοχής στα κοινά.
Οι λειτουργίες αυτές διακρίνονταν σε: α) τακτικές,
που είχαν αντικείμενο θρησκευτικές ή εορταστικές τελετές, όπως ήταν η
χορηγία, η γυμνασιαρχία, η εστίαση, η αρχιθεωρία, η λαμπαδηφορία, η
ιπποτροφία, η κανηφορία κ.λ.π. και β) σε έκτακτες, οι
οποίες συνδέονταν με την άμυνα της πόλης. Σ’ αυτές περιλαμβάνονταν η
τριηραρχία, (την οποία για λόγους ασφαλείας αναλάμβαναν μόνον οι πολίτες
και ποτέ οι μέτοικοι), και η προεισφορά ( προκαταβολήχρημάτων για
έκτακτες δαπάνες).
Ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους
επιστολή του λειτουργία θεωρεί την λατρεία που προσφέρεται από τους
ιερείς στον Θεό και, γενικώς, κάθε έργο που γίνεται χάριν του λαού. Το
σχετικό κείμενο σε μετάφραση έχει ως εξής: «Όλοι οι ιερείς λειτουργούν
καθημερινά και προσφέρουν πολλές φορές θυσίες, που όμως δεν μπορούν να
εξαλείψουν αμαρτίες. Αντίθετα ο Ιησούς πρόσφερε για τις αμαρτίες μας μία
θυσία για πάντα, και έπειτα κάθισε στα δεξιά του Θεού, και από τότε
περιμένει ωσότου υποταχθούν κάτω απ’ τα πόδια του οι εχθροί του. Γιατί
με μία μόνο προσφορά οδήγησε στην τελειότητα για πάντα αυτούς που
εξαγνίστηκαν με το αίμα του»(Εβρ.Η,8). Αργότερα με τον όρο λειτουργία
δηλώνεται, κυρίως, η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας.
Γιατί πράγματι η τελετή αυτή είναι η κατ’ εξοχήν προσφορά υπηρεσίας υπέρ
του λαού. Είναι δημόσια τελετή, στην οποία λαμβάνει ενεργό μέρος και
απ’ την οποία ωφελείται ο λαός.
Είναι η σπουδαιότερη τελετή της
Εκκλησίας. Στέκεται σαν κεντρικός ήλιος, γύρω από τον οποίο
περιστρέφονται, ως δορυφόροι, όλες οι άλλες ιερές ακολουθίες, όπως:
εσπερινός, μεσονυκτικό, ώρες, όρθρος κ.λ.π. Η θεία ευχαριστία αποτελεί
το κέντρο της λατρευτικής ζωής των χριστιανών και με αυτή συνδέονται
όλες οι Εκκλησιαστικές εκδηλώσεις. Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι: η
μετάβαση στο ναό δεν σημαίνει παρακολούθηση, ως θεατής, της θείας
λειτουργίας, αλλά συμμετοχή στην τέλεσή της, δηλαδή συνεργασία σε θεϊκό
έργο.
Όσα τελούνται στη θεία λειτουργία
προϋποθέτουν και αποδεικνύουν τη συμμετοχή του λαού στην τέλεσή της.
Κι’ αυτά είναι: η προσφορά των δώρων (άρτος, οίνος, έλαιον, θυμίαμα
κ.λ.π.), η ψαλμωδία με τους διάφορους ύμνους (ψάλτες, χορός), οι ευχές
και οι δεήσεις που εκφωνούν οι ιερείς, η προσέλευση των πιστών στη θεία
κοινωνία κ.α. Όλα φανερώνουν ότι: η θεία λειτουργία είναι έργο κλήρου
και λαού, ολοκλήρου του σώματος της Εκκλησίας. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία
είναι αδιανόητη η τέλεση θείας λειτουργίας, μόνο απ’ τον ιερέα, χωρίς τη
συμμετοχή σ’ αυτή και στη θεία κοινωνία έστω και ενός μόνο πιστού,
κληρικού ή λαϊκού.
2. Τα είδη της προσευχής.
Η θεία λειτουργία είναι λοιπόν δημόσιο έργο, που τελείται απ’ τον λαό του Θεού, για ωφέλεια του.
Για καλύτερη κατανόηση αυτής της αλήθειας κρίνεται χρήσιμη η υπόμνηση ότι η προσευχή διακρίνεται :
α) Κατά την μορφή: δια λόγων, βαττολογία, μονόλογος, αδιάλειπτος και νοερά.
β) Κατά το περιεχόμενο:
δοξολογία του παντοδυνάμου Θεού, ευχαριστία προς τον αγαθοδότη Κύριο,
εξομολόγηση του αμαρτωλού και δέηση-ικεσία του αδυνάτου και ενδεούς.
Για πρακτικούς όμως, κυρίως, λόγους επεκράτησε απλούστερη διάκριση των ειδών της προσευχής σε: α) Ατομική προσευχή,
την οποία μπορεί να απευθύνει στο Θεό μόνος του κάθε πιστός, μπροστά σε
μία εικόνα, μέσα σε μια εκκλησία ή στο δωμάτιό του, σύμφωνα με την
εντολή του Κυρίου: « Συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμείον σου και
κλείσας την θύραν σου, πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ».
(Ματθ.ΣΤ,6). Αυτή όμως η προσευχή δεν είναι λειτουργία, δηλαδή δημόσιο
έργο, έργο του λαού του Θεού.
Β) Κοινή προσευχή Δημόσια.
Αυτή μπορεί να γίνεται από πολλούς χριστιανούς συναθροισμένους σε ιερό
ναό, ή στην ύπαιθρο, ή σε άλλο δημόσιο ή και ιδιωτικό χώρο. Όπως π. χ.
γίνεται σε μία δοξολογία, ή παράκληση, ή άλλη αγιαστική πράξη της
Εκκλησίας. Η προσευχή αυτή γίνεται, πάλι σύμφωνα με την
διαβεβαίωση-εντολή του Κυρίου: «Εάν δύο συμφωνήσουσιν εξ’ υμών επί της
γής περί παντός πράγματος, ού εάν αιτήσωνται, γενήσεται αυτοίς…Ού γάρ
εισί δύο ή τρείς συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών».
(Ματθ.ΙΗ,19-20). Αλλά ούτε αυτή η κοινή προσευχή πολλών ή ολίγων πιστών
είναι λειτουργία.
γ) Επίσημη κοινή προσευχή.
Σ’ αυτή δεν προσεύχεται μόνος του ο κάθε πιστός ξεχωριστά, ή ένα
αριθμός πιστών, αλλά ολόκληρο το μυστικό σώμα του Χριστού, η Εκκλησία
Του. Αυτή η κοινή προσευχή είναι η θεία λειτουργία. Σ’ αυτήν ο προεστός
της συνάξεως, ο ιερέας και οι πιστοί που συμπροσεύχονται, τελούν από
κοινού την ιερή μυσταγωγία, εξ’ ονόματος της Εκκλησίας του Χριστού. Όλες
οι ευχές της θείας λειτουργίας δείχνουν ότι η αγία αναφορά είναι έργο
όλων των πιστών. Ο ιερέας τις απευθύνει στο Θεό, εξ’ ονόματος όλων των
πιστών. Για το λόγο αυτό η θεία λειτουργία είναι η ωραιότερη η
πληρέστερη και εξοχώτερη πράξη λατρείας του Θεού.
Όσο ο προσευχόμενος αγιάζεται
περισσότερο, τόσο και η προσευχή του αποκτά μεγαλύτερη αξία και
σπουδαιότητα. Στη θεία λειτουργία προσεύχεται ολόκληρη η Εκκλησία, η
άσπιλη νύμφη του Χριστού. Όλοι οι συμμετέχοντες, συν-τελεστές : ιερέας,
ψάλτες, λαός, που ενώνονται στη θεία λειτουργία, επιτελούν επίσημο
εκκλησιαστικό έργο, είναι όργανα της Εκκλησίας.
Τι είναι η θεία λειτουργία.
Με απλό, κατανοητό και συμπυκνωμένο
λόγο, το νόημα και το ουσιαστικό περιεχόμενο της θείας λειτουργίας, θα
μπορούσε να προσδιορισθεί, ως εξής: Η θεία λειτουργία είναι:
α) Ανάμνηση- ενθύμιο του Ιησού Χριστού.
β) Θυσία πραγματική – αναίμακτη.
γ) Μυστικό Δείπνο. Τα τρία αυτά γνωρίσματα αναλυτικότερα έχουν ως ακολούθως.
α) Ανάμνηση- Ενθύμιο Ιησού Χριστού.
Η θεία λειτουργία είναι το μυστήριο της
ζωής του Χριστού. Σ’ αυτήν επαναλαμβάνονται με τρόπο μυστηριακό όλα, όσα
θαυμαστά και παράδοξα εργάστηκε ο Χριστός για τη σωτηρία του κόσμου.
Είναι η παρουσία του Χριστού ανάμεσά μας. Στη θεία λειτουργία ο Χριστός
γεννιέται, βαπτίζεται, διδάσκει, θαυματουργεί, σταυρώνεται,
ανασταίνεται, αναλαμβάνεται στους ουρανούς. Για καλύτερη κατανόηση αυτής
της αλήθειας ας μεταφερθούμε, νοερώς, στο «υπερώο» της Ιερουσαλήμ, την
παραμονή του πάθους του Χριστού.
Τον συναντούμε ανάμεσα στους μαθητές
Του. Η ατμόσφαιρα είναι θλιβερή. Η στιγμή επίσημη, επιβλητική. Τα λόγια
του Χριστού ακούγονται αργά, σταθερά με τρυφερότητα. Το πρόσωπό του
φωτεινό, γαλήνιο, εκπέμπει ηρεμία και εκφράζει μια ύστατη αγάπη. Το
τελευταίο τούτο δείπνο «μετά των μαθητών» Του κοντεύει να τελειώσει.
Κοντά στο τέλος παίρνει στα λατρευτά Του χέρια τον άρτο. Ευχαριστεί τον
Θεό, τον αγιάζει, τον τεμαχίζει και στη συνέχεια τον προσφέρει στους
μαθητές Του, λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε, τούτό μου εστί το σώμα, το υπέρ
υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών…» Το ίδιο κάνει και με το ποτήριο του
οίνου, λέγοντας: «Πίετε εξ’ αυτού πάντες, τούτό μου εστί το αίμα…». Αφού
όλοι οι μαθητές γεύτηκαν το σώμα και του αίμα του Χριστού, ο Κύριος
προσθέτει: Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν…».
Με αυτά τα λόγια ο Ιησούς άφησε στους
πιστούς ως τη συντέλεια του κόσμου, για ανάμνησή το σώμα και το αίμα
του. Ενθύμιο παντοτινό, άφθορο, αμετάβλητο, αναλλοίωτο. Οι αιώνες θα
περνούν, μία γενεά θα διαδέχεται την άλλη, αλλά πάντα η θεία λειτουργία
θα παραμένει η μυστική επέκταση-επανάληψη, εκείνου του Μυστικού δείπνου.
Η θεία λειτουργία δεν είναι μία τυπική επανάληψή του, αλλά αυτό το ίδιο
το Δείπνο, στο οποίο ο Χριστός διαρκώς είναι «ο προσφέρων και
προσφερόμενος». «Σε τίποτα δεν διαφέρει εκείνο το Δείπνο από τούτο το
ιερό μυστήριο…Κι’ ετούτο κι’ εκείνο Αυτός το προσφέρει..». «Αφού
πάρεστιν ο Χριστός και νύν, Εκείνος ο τράπεζαν διακοσμήσας εκείνην,
ούτος και ταύτην διακοσμεί νύν…»(Χρυσόστομος). Όσο θα υπάρχει πίστη στα
λόγια του Χριστού, αυτό το ενθύμιο θα αποτελεί ζωντανή έκφραση της
αγάπης του. Ο μέγας δωρεοδότης, ο Κύριός, μας άφησε ό,τι πολυτιμότερο
ενθύμιο θα μπορούσε. Κι’ αυτό είναι το ίδιο το σώμα και το αίμα Του.
# Μια ετοιμοθάνατη γερόντισσα
φώναξε μια μέρα την εφτάχρονη εγγονή της, για να της ανακοινώσει την
τελευταία της επιθυμία. Με τρεμάμενη φωνή και δακρυσμένα μάτια της είπε:
«Βλέπεις παιδί μου την κατάστασή μου. Τα 80 χρόνια βαρύνουν την πλάτη
μου. Οι αρρώστιες με λύγισαν. Οι ημέρες μου είναι λιγοστές. Σου ζητώ μία
χάρη. Να μην με ξεχάσεις ποτέ στην προσευχή σου. Κι’ εμένα όταν ήμουν
στην ηλικία σου με φώναξε η γιαγιά μου, και μου ζήτησε αυτό που εγώ τώρα
ζητάω από εσένα. Από τότε μέχρι σήμερα δεν την ξέχασα ούτε μία ημέρα
στην προσευχή μου. Σε παρακαλώ κάνε κι’ εσύ το ίδιο για εμένα, όταν
κλείσω τα μάτια».
Αν η τελευταία επιθυμία ενός απλού
ανθρώπου γίνεται σεβαστή, πόσο περισσότερος σεβασμός οφείλεται στην
τελευταία επιθυμία του «ευεργέτου των όλων Χριστού». Οι μαθητές Του σ’
εκείνο το τελευταίο δείπνο αντιπροσώπευαν ολόκληρη τη ανθρωπότητα, όλο
τον χριστιανικό κόσμο, διαχρονικά, «έως της συντελείας των αιώνων». Σε
όλους αυτούς ειπώθηκε το: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Στα
αυτιά των χριστιανών όλων των αιώνων φθάνει η ίδια εκείνη γλυκιά φωνή
του Χριστού, προσαρμοσμένη σε κάθε εποχή. «Παιδιά μου αν με αγαπάτε,
ό,τι έκανα εγώ στο τελευταίο μου δείπνο, να κάνετε και σεις για να με
θυμάστε». Αυτό γίνεται κάθε φορά με την τέλεση της θείας λειτουργίας. Σ’
αυτή ο ιερέας κάνει, ακριβώς, ό,τι έκανε ο Χριστός στο Μυστικό δείπνο. Η
πραγματική ανάμνηση του Χριστού δεν είναι μια απλή σκέψη, αλλά μια
πράξη. Κι’ αυτή είναι η τέλεση του μυστηρίου του δείπνου Του. Είναι η
πραγματική ανάμνηση του Χριστού και της σταυρικής Του θυσίας.
Η εντολή Του προτρέπει στην ιερουργία
του μυστηρίου της λειτουργικής αναμνήσεως του. Με τη θεία λειτουργία
«ανάμνησιν ποιούμεθα του θανάτου αυτού». Η θυσία λοιπόν του Χριστού δεν
είναι απλή σκέψη, αλλά γίνεται βίωμα, ζωή. Είναι το ιερότερο ενθύμιο που
έχουμε του Χριστού. Το ενθύμιο αυτό δεν είναι νεκρό, άψυχο, όπως π.χ.
μία φωτογραφία ή κάποια αντικείμενα προσφιλούς προσώπου. Το ενθύμιο που
μας άφησε ο Χριστός είναι ζωντανό, έμψυχο. Όταν ο λειτουργός ιερέας
εκφωνεί τα λόγια του Κυρίου και επικαλείται τη χάρη του Αγίου Πνεύματος,
για να καθαγιασθούν τα προσφερόμενα τίμια δώρα, σύμφωνα με το πνεύμα
του Χριστού, τότε ο άρτος και ο οίνος, εσωτερικώς, μετουσιώνονται.
Γίνονται πραγματικό σώμα και αίμα Χριστού. Διατηρούν μόνο τα εξωτερικά
γνωρίσματά τους. Τα εξωτερικά γνωρίσματα-φαινόμενα μπορούν να
εξαπατήσουν τον δύσπιστο ή ολιγόπιστο.
Με την επίκληση των ιδρυτικών λόγων του
μυστηρίου, αυτός ο ίδιος ο Χριστός έρχεται «εν τω μέσω ημών» με το σώμα,
το αίμα, την ψυχή και την θεότητά του. Είναι «μεθ’ ημών» ο ίδιος ο
Χριστός, «ο σταυρωθείς δι’ ημάς». Αυτό το μυστήριο είναι έργο της
καθόδου του Αγίου Πνεύματος, « το οποίο τελεσιουργεί τα μυστήρια με το
χέρι και τη γλώσσα των ιερέων».
( Νικ. Καβάσιλας).
Μία οπτασία ενός Σαρακηνού.
«Ένας μουσουλμάνος ηγεμόνας, διοικητής
μίας επαρχίας (Αμηράς) της Συρίας έστειλε κάποτε τον ανηψιό του στη
Διόσπολη για ορισμένες εργασίες. Στην πόλη αυτή ο ανηψιός συνάντησε έναν
θαυμάσιο ναό του αγίου Γεωργίου. Αμέσως πρόσταξε τους υπηρέτες του να
μεταφέρουν τα πράγματά του στο μέρος του ναού που προορίζονταν για τους
κατηχομένους, όπου εγκαταστάθηκε και ο ίδιος. Ύστερα είπε να βάλουν μέσα
στο ναό και τις 12 καμήλες του, παρά τις διαμαρτυρίες και παρακλήσεις
των ιερέων. Μόλις όμως οι καμήλες μπήκαν μέσα στην εκκλησία έπεσαν στο
δάπεδο νεκρές, ενώ ο ανηψιός του αμηρά έμεινε να θαυμάζει, την
ακαταμάχητη δύναμη του αγίου.
Την άλλη ημέρα, καθώς ο ιερέας τελούσε
τη θεία λειτουργία, ο Σαρακηνός παρακολουθούσε από τα κατηχούμενα. Τότε ο
φιλάνθρωπος Θεός του άνοιξε τα μάτια της ψυχής, και τι βλέπει; Τον
ιερέα να σφάζει ένα μικρό παιδί και να χύνει το αίμα του μέσα στο άγιο
ποτήριο, ενώ το σώμα του να το κόβει και να το τοποθετεί στο δισκάριο?
Όταν τελείωσε το κοινωνικό παρατηρούσε ο
Σαρακηνός απορημένος τον ιερέα να μεταδίδει στο λαό σάρκες και το αίμα
του παιδιού. Μετά τη λειτουργία ο ιερέας πήρε τα καλύτερα πρόσφορα και
τα πήγε φιλοδώρημα στο Σαρακηνό.
-Τι είναι αυτά; Ρώτησε εκείνος.
-Αυτά, αφέντη μου, είναι ψωμιά που προσφέρουν οι πιστοί. Μ’ αυτά λειτουργούμε στην Εκκλησία μας, του είπε ο ιερέας.
-Απ’ αυτά πήρες και λειτούργησες σήμερα;
Ρώτησε θυμωμένος εκείνος. Δεν σε είδα εγώ, που έσφαξες το παιδί κι
έδωσες τη σάρκα και το αίμα του στο λαό; Νομίζεις πως όλα αυτά δεν τα
έβλεπα, κακούργε και φονιά;
Ο ιερέας τρόμαξε. Δόξασε το Θεό και είπε:
-Πιστεύω, αφέντη μου, πως ο Θεός σ’ έχει
κάνει να δεις τέτοιο φρικτό μυστήριο. Αυτή τη θεωρία ποτέ δεν αξιώθηκα
να τη δω εγώ, αλλά βλέπω πάντα μπροστά μου ψωμί και κρασί. Εμείς
πιστεύουμε πως ο άρτος και ο οίνος, που προσφέρουμε στη λειτουργία μας,
είναι σώμα και αίμα Χριστού, μα τούτο το θαυμάσιο δεν το βλέπει ο
καθένας.
Ακούγοντας την εξήγηση ο Σαρακηνός,
θαύμασε και αποφάσισε να γίνει χριστιανός. Βαπτίστηκε, πήγε στο Σινά,
έγινε μοναχός, και αργότερα σφράγισε με το μαρτύριο την ορθόδοξη πίστη
του».
Ο πλανεμένος αναχωρητής.
«Κάποιος αναχωρητής, από αμάθεια πιο
πολύ, δεν ήθελα να παραδεχθεί πως ο άγιος άρτος που μεταλαμβάνουμε είναι
σώμα Κυρίου. Οι γέροντες της σκήτης, όταν το έμαθαν, τον κάλεσαν και
τον κατήχησαν με την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας για τα άχραντα
μυστήρια. Εκείνος ΄΄όμως επέμενε στη πλάνη του. Οι πατέρες τον άφησαν,
αλλά προσευχήθηκαν να τον φωτίσει ο Θεός, ώστε να καταλάβει την αλήθεια.
Μια Κυριακή ο αναχωρητής συμμετείχε στη
θεία λειτουργία από το άγιο βήμα του ναού της Σκήτης. Τη στιγμή που ο
ιερέας πήρε στα χέρια του το πρόσφορο για να προσκομίσει, ο πλανεμένος
μοναχός, είδε κατάπληκτος ένα βρέφος ξαπλωμένο πάνω στην αγία τράπεζα.
Κι όταν άρχισε να διαμελίζει τον άρτο, φάνηκε ένας άγιος άγγελος πάνω
από το θυσιαστήριο, κρατώντας στο χέρι του ένα μαχαίρι. Συγχρόνως με τον
ιερέα διαμέλισε και αυτός το θείο βρέφος και έχυσε το αίμα του στο άγιο
ποτήριο.
Ο αναχωρητής ταράχθηκε. Μα ύστερα’ από
λίγο, όταν πήγε να κοινωνήσει, συνέβη κάτι το φοβερό. Είδε μέσα στο άγιο
ποτήριο ανθρώπινη σάρκα βαμμένη στο αίμα. Κλαίγοντας τότε ομολόγησε την
πλάνη του και παρακάλεσε τον Κύριο να σκεπάσει με τη χάρη του τα θεία
μυστήρια, για να τολμήσει να κοινωνήσει. Πραγματικά, μέσα στο άγιο
ποτήριο είδε πάλι ψωμί και κρασί, από τα οποία μετέβαλε ευχαριστώντας το
Θεό». (Τα δύο αυτά περιστατικά αναφέρονται σε έκδοση της Ι. Μ.
Παρακλήτου με θέμα: Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη θεία λειτουργία).
Ο άνθρωπος κομίζει στο ναό την προσφορά
του τον άρτο και τον οίνο, και ο Θεός με τη χειρονομία της αγάπης του τα
μεταμορφώνει σε σάρκα και αίμα, σε θεία τροφή.
Η θεία λειτουργία λοιπόν είναι ζωντανό
ενθύμιο του Χριστού. Κάθε φορά που μετέχουμε στην τέλεσή της ο νους
πρέπει να ευρίσκεται στο ευλογημένο υπερώο της Ιερουσαλήμ, και βλέποντας
με τα μάτια της ψυχής τον Χριστό ανάμεσα στους μαθητές του, να ακούει
τα θεϊκά λόγια: « Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Κάνετε ό,τι
έκανα για να με θυμάστε.
Η θεία λειτουργία είναι αναίμακτη θυσία.
Θυσία είναι μία θρησκευτική τελετουργία
κατά την οποία προσφέρονται έμψυχα ή άψυχα όντα ή πράγματα σε μια
θεότητα, με σκοπό να εγκαθιδρυθεί, να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί μια
σωστή σχέση του ανθρώπου με τη θεία τάξη. Θυσία, δηλαδή, καλείται η
προσφορά προς τον Θεό ή τους θεούς ζώου ή πράγματος επάνω σε
θυσιαστήριο.
Η σπουδαιότητα που αποδίδοντα στα
θυσιαστήρια φαίνεται απ’ το γεγονός ότι στην Π. Δ. αναφέρονται 433
περιπτώσεις θυσιαστηρίων. Ενώ στην Κ. Δ. αναφέρεται η λέξη θυσιαστήριο
σε περιγραφές γεγονότων, αλληγορικώς, ή για να γίνει σύγκριση με την
μοναδική «δια παντός θυσία του Κυρίου», δια της οποίας αγιάζεται κάθε
πιστός. «Έχομεν θυσιαστήριον εξ’ ού φαγείν ουκ έχομεν εξουσίαν οι τη
σκηνή λατρεύοντες…».(Εβρ.ΙΓ,10). Με τη λέξη θυσία δηλώνεται η προσφορά
στη θεότητα, αιματηρή ή αναίμακτη, με λατρευτικό χαρακτήρα.
Γενικά, αυτός που κάνει θυσίες είναι ο
άνθρωπος, είτε ως άτομο, είτε συλλογικά ως ομάδα, οικογένεια, γένος,
φυλή, έθνος, μυστική κοινωνία. Στη θυσία έχουμε θανάτωση έμψυχου ή
καταστροφή άψυχου, υλικού πράγματος, που μας ανήκει και θεληματικά το
προσφέρουμε στο Θεό. Για να υπάρξει θυσία προηγείται η παραίτηση απ’ το
δικαίωμα που έχουμε στο προσφερόμενο ζώο, καρπό ή όποιο άλλο υλικό
πράγμα, το οποίο κατά τη θυσία καταστρέφεται.
Σε όλες τις θρησκείες, σ’ όλα τα μήκη
και τα πλάτη της γής, όλων των εποχών, συναντάμε θυσίες. Έτσι: οι
Αιγύπτιοι, οι Ινδοί, οι Κινέζοι, οι Ιάπωνες, οι αρχαίοι Έλληνες,
προσφέρουν διάφορες μορφές θυσιών στους θεούς που τιμούν και λατρεύουν.
Συνήθως αυτές περιελάμβαναν προσφορά καρπών της γής ή ζώων. Χωρίς σε
ευάριθμες περιπτώσεις να αποκλείονται και οι ανθρωποθυσίες.
Οι Ισραηλίτες, ο εκλεκτός λαός του Θεού,
είχε τις δικές του θυσίες, απ’ την αρχή της ιστορικής του παρουσίας. Οι
πρώτες θυσίες που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη είναι αυτές του Κάϊν
και του Άβελ. Ο πρώτος ήταν γεωργός και πρόσφερε καρπούς της γής. Ο
δεύτερος ήταν βοσκός και πρόσφερε ζώα απ’ το κοπάδι του. Αργότερα ο Νώε
μετά τον κατακλυσμό, πάνω σε ειδικό βωμό που κατασκεύασε, πρόσφερε τη
θυσία του στο Θεό. Την ίδια τακτική προσφοράς θυσιών ακολούθησαν και οι
πατριάρχες: Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, ο αρχιερέας Μελχισεδέκ κ.α.
Το νόημα των θυσιών.
Η θυσία έχει βαθύτερο νόημα και σημασία.
Οφείλεται στη συναίσθηση σφάλματος που διάπραξε ο άνθρωπος, για το
οποίο αισθάνεται ευθύνη και ενοχή. Αναγνωρίζει το λάθος ή τα λάθη του,
και αισθάνεται την ανάγκη να ικανοποιήσει τον πλάστη του για την
προσβολή που του έκανε προσφέροντας σ’ αυτόν κάτι απ’ τα υπάρχοντά του.
Πιστεύει ότι με τα λήθη –αμαρτήματά του αποξενώθηκε απ’ την αγάπη του
Θεού. Αναγνωρίζει ότι όλα αυτά τον έκαναν ένοχο- άξιο τιμωρίας. Για να
αποκαταστήσει τη σχέση του με τον Θεό, θα έπρεπε να θυσιαστεί ο ίδιος.
Αλλά αυτό είναι αδύνατο να γίνει, γιατί θα σήμαινε τον βιολογικό του
θάνατο. Για το λόγο αυτό αντικαθιστά τον εαυτό του, ως θύμα, με κάτι
άλλο που του ανήκει. «Λαμβάνει ένα ζώο, εναποθέτει σ’ αυτό τα σφάλματα
–αμαρτήματά του και το θυσιάζει στο Θεό». Παρακαλεί δε αυτή η προσφορά
του να γίνει δεκτή σε αντικατάσταση της δικής του ζωής. Αυτή η προσφορά
(θυσία) γίνεται «περί αμαρτίας ης ήμαρτε και αφεθήσεται αυτώ» (Λευιτ.
Δ,35). Το θυσιαζόμενο ζώο «ου βρωσθήσεται (δεν θα φαγωθεί), εν πυρί
κατακαυθήσεται». (Λευιτ.ΣΤ 23). Η προσφερόμενη θυσία απέβλεπε στην
εξιλέωση του ανθρώπου και την αποφυγή έτσι της οργής του Θεού και της
επικείμενης τιμωρίας.
Αυτό ήταν το βαθύτερο νόημα της θυσίας.
Γι αυτό, πολύ συχνά, πριν θυσιάσουν το ζώο κρεμούσαν επάνω του διάφορα
στολίδια, φανερώνοντας έτσι την επιθυμία τους να εξαλειφθούν όλα τα
αμαρτήματά τους και να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη. Τις θυσίες αυτές
του Ισραήλ τις πρόσφερε ο αρχιερέας. Αυτός την ημέρα του εξιλασμού
εξωμολογείτο, ενώπιον του Θεού, όλες τις παραβάσεις του λαού (εθνικές),
έχοντας το χέρι του πάνω σ’ ένα ζώο (τράγο), που τον αποκαλούσαν
«αποδιοπομπαίο» και ευθύς αμέσως τον έστελναν «σε εξορία στην
έρημο».(Λευιτ,ιστ,10).
Τίθεται όμως το ερώτημα: Είναι δυνατόν η
θυσία ενός ή πολλών ζώων «αφελείν αμαρτίας»; Ασφαλώς όχι. Ένα ζώο χωρίς
λογική και άρα ελευθερία επιλογών είναι αδύνατο να αντιπροσωπεύσει ,
πολύ περισσότερο να αντικαταστήσει τον «έμφρονα» και ελεύθερο άνθρωπο.
Όλες λοιπόν οι θυσίες των ζώων που πρόσφεραν οι εθνικοί- ειδωλολάτρες
και οι Ιουδαίοι δεν ήταν τίποτε άλλο , παρά μια κραυγή αγωνίας και
έκφραση διακαούς επιθυμίας της ένοχης ανθρωπότητας για εξιλέωση, με
προσφορά καταλλήλου θύματος.
Οι Εβραίοι είχαν πολλές και διάφορες
ευκαιρίες για προσφορές θυσιών. Όμως όλες αυτές δεν ήταν παρά τύπος της
μίας μοναδικής και αληθινής θυσίας του Χριστού. Το ικανό αυτό θύμα ήρθε
στον κόσμο «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου». Οποιοδήποτε ζώο δεν
μπορούσε με την θυσία του να εξιλεώσει τον άνθρωπο. Ένας Θεός μπορούσε
να το επιτύχει «καθ υπερβολήν».Ζώο μπορούσαν να το θανατώσουν, τον
αθάνατο Θεό, ποτέ. Για το λόγο αυτό ο Υιός και λόγος του Θεού «σαρξ
εγένετο», και «σαρκοφόρος ώφθη επί της γής». Περιεβλήθη με το θνητό
ένδυμα της ανθρώπινης φύσης, ώστε να είναι δυνατός ο θάνατός του, «δια
τας αμαρτίας ημών». Ήταν όμως ταυτόχρονα και Θεός αθάνατος, ώστε να
είναι δυνατή η τέλεια ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης.
Ο σταυρικός θάνατος του Χριστού-ως
ανθρώπου- αποτελεί την μοναδική τέλεια θυσία που προσφέρθηκε στο Θεό
«δια τας αμαρτίας του κόσμου». Έτσι όλες οι θυσίες της Π.Δ. δεν έχουν
πλέον κανένα νόημα. Γι αυτό και καταργήθηκαν, διότι «το Πάσχα ημών υπέρ
ημών ετύθη Χριστός». (Α΄Κορ.Ε,7). Αφού « ο Χριστός ηγάπησεν ημάς και
παρέδωκεν εαυτόν υπέρ ημών προσφοράν και θυσίαν τω Θεώ εις οσμήν
ευωδίας..».(Εφ.Ε,2). Την αλήθεια αυτή ομολογούμε και με το αναστάσιμο
κοντάκιο: «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου, τω τιμίω σου
αίματι, τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς, την αθανασίαν
επήγασας ανθρώποις. Σωτήρ ημών, δόξα σοι».
Θυσίες και Θυσία.
Οι θυσίες της παλαιάς οικονομίας (Π.Δ.)
συγκρινόμενες με τη θυσία του Χριστού παρουσιάζουν διαφορές και
διακρίσεις, όπως π.χ. τις εξής:
# Η θυσία του Χριστού ήταν εκούσια (=θεληματική) και όχι αναγκαστική, προερχόμενη από νομική υποχρέωση.
# Ήταν μοναδική, και όχι
επαναλαμβανόμενη. Προσφέρθηκε «νύν δε άπαξ επί συντελεία των αιώνων εις
αθέτησιν αμαρτίας δια της θυσίας αυτού…».(Εβρ.Θ΄26). Δηλαδή η θυσία του
Χριστού προσφέρθηκε «εις το αθετήσαι και σβέσαι την αμαρτίαν του
κόσμου». (Οικουμένιος).
# Ήταν εκούσια θυσία αγάπης του
Χριστού στον άνθρωπο για τον οποίο προσφέρθηκε ο ίδιος ως θύμα. Ενώ η
θυσία ζώων ή άλλων πραγμάτων γινόταν κατ’ εντολήν του νόμου.
# Ήταν θυσία λογική, διότι το
θύμα, ο Χριστός, γνώριζε το σκοπό της θυσίας του, σε αντίθεση με τα
θύματα της Π.Δ. τα οποία δεν είχαν συναίσθηση του σκοπού για τον οποίο
θυσιάζονταν.
Ο σταυρικό θάνατος του Κυρίου
αποκατέστησε την κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Ο Χριστός πρόσφερε
τη δυνατότητα της απολυτρώσεως του ανθρώπου από την αμαρτία. Έτσι δεν
υπάρχει πλέον κανένα, απολύτως, κώλυμα στην ανόρθωση του ανθρώπου. Ο
δρόμος προς την σωτηρία και την αιώνιο ζωή είναι ανοικτός. Για την
επιτυχία του σκοπού αυτού είναι, απολύτως, αναγκαία η προσωπική
προσπάθεια και συνεργασία του ανθρώπου. Για να ιδιοποιηθεί, δηλαδή να
κάμει προσωπικό του κτήμα τους καρπούς και τα αγαθά, που απέρρευσαν απ’
τον σταυρό του Κυρίου, είναι απαραίτητη προϋπόθεση να απλώσει μεν ο Θεός
το χέρι Του προς τον «πεπτωκότα» άνθρωπο, αλλά και ο άνθρωπος να
ανταποκριθεί, στην προσφορά και το κάλεσμα του θεού, απλώνοντας και το
δικό του χέρι. Οφείλει να συμβάλει προσωπικά και να ενωθεί στο πάθος στη
σταυρική θυσία του Χριστού.
Ο θείος αμνός που σφαγιάστηκε για μας
πρέπει να προσφερθεί από μας στον ουράνιο πατέρα για την απολύτρωσή μας.
Η δυνατότητα αυτή της νέας θυσίας και προσφοράς μας στο Θεό, το μέσο
πραγματοποίησής της, μας το έδωσε ο ίδιος ο Χριστός. Κι αυτό είναι η
θεία λειτουργία. Τη μεγάλη και μοναδική αυτή θυσία που ο Χριστός, ως
μέγας Αρχιερέας, πρόσφερε στο Γολγοθά για τη σωτηρία όλης της
ανθρωπότητας, αυτή την ίδια πρόσφερε και στους μαθητές Του το βράδυ του
Μυστικού Δείπνου, λέγοντας τα: «Τούτο εστί το σώμα μου» και « Τούτο εστί
το αίμα μου…». Η ίδια αυτή θυσία ανανεώνεται αληθινά και πραγματικά,
κάθε φορά που τελείται η θεία λειτουργία.
Επομένως η θεία λειτουργία δεν είναι
μόνο ένα ενθύμιο, μια ανάμνηση εκείνου του δείπνου του Κυρίου με τους
μαθητές του, αλλά είναι η πραγματική ανανέωση, συμβολική επανάληψη, της
σταυρικής θυσίας του Χριστού. Δεν είναι απλή ανάμνηση του πάθους και του
θανάτου του Χριστού, αλλά το αληθινό αίμα Του που χύνεται στον μυστικό
Γολγοθά. Ο Χριστός ως τη συντέλεια των αιώνων θα είναι ο διαρκώς
«προσφέρων και προσφερόμενος». Θα συνεχίσει να προσφέρει την
απολυτρωτική Του θυσία ως το τέλος του κόσμου. Υπό το πνεύμα αυτό, η
θεία ευχαριστία είναι η θυσία εκείνη του Σταυρού και ο μεταλαμβάνων
λαμβάνει τους καρπούς της θυσίας. «Η θυσία αυτή δεν είναι εικόνα και
τύπος θυσίας, αλλά θυσία αληθινή. Η τελετή δεν είναι τύπος θυσίας, αλλά
θυσία πραγματική».(Ν. Καβάσιλας). Η θεία ευχαριστία είναι πραγματική
θυσία, επειδή ο Χριστός θυσιάζεται και προσφέρεται στους πιστούς
σφαγιασμένος: «Θυσία προσέρχη φρικτή και αγία, εσφαγμένος πρόκειται
Χριστός». «Την αυτήν θυσίαν (του Γολγοθά) αεί ποιούμεν, τον αυτόν
(αμνόν) αεί προσφέρομεν…ουκ άλλην θυσίαν…αλλά την αυτήν..(Χρυσοστ).
Η θεία λειτουργία είναι η αληθινή θυσία
των χριστιανών και η εξοχωτέρα πράξη λατρείας, που γίνεται στη γή. Όταν
παρευρισκόμεθα στην τέλεσή της είμαστε παρόντες στη σταύρωση του Ιησού.
Είναι ακόμη η μυστηριακή επέκταση του Μυστικού Δείπνου. «Σε τίποτα δεν
διαφέρει εκείνο το Δείπνο (το μυστικό) από τούτο (το μυστήριο). Γιατί
δεν το κάνει αυτό άνθρωπος, κι εκείνο ο Χριστός». Αφού: «Ο τότε ταύτα
ποιήσας εν εκείνω τω Δείπνω , ούτος και νυν αυτά εργάζεται…ου γαρ
εκείνην την (τράπεζαν) μεν ο Χριστός, ταύτην δε άνθρωπος δημιουργεί,
αλλά και ταύτην αυτός». (Χρυσόστομος).
Θεία λειτουργία= Δείπνο ψυχής.
Ο Κύριος έχει επιλέξει τους μαθητές Του.
Κηρύττει στα πλήθη που συρρέουν κοντά του και θαυματουργεί
καταδεικνύοντας την θεότητά του. Όταν η δημοσία δράση του ευρίσκεται σε
πλήρη ανάπτυξη, αποφασίζει να εισαγάγει τους συνεργάτες του στα ιερότερα
, τα βαθύτερα νοήματα της βασιλείας του. Τότε τους υπόσχεται «τον άρτο
εκ του ουρανού τον αληθινό», κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες: Ο Κύριος
βρίσκεται στην έρημο. Πλήθος ανθρώπων τον ακολουθεί γοητευμένο απ΄το
κήρυγμά του, για την βασιλεία των ουρανών και έκπληκτο απ΄τα θαύματα που
επιτελούσε. Κοντεύει να βραδιάσει και οι άνθρωποι χρειάζονται τροφή. Ο
Ανδρέας τον πληροφορεί ότι: «έστι παιδάριον ώδε, Ός έχει πέντε άρτους
κριθίνους και δύο οψάρια…».(Ιωάν,ΣΤ,9). Ο Ιησούς έλαβε τα διαθέσιμα
τρόφιμα, ύψωσε τα βλέμματα του στον ουρανό, τα ευλόγησε και τα έδωσε
στους μαθητές του να τα μοιράσουν στο πεινασμένο πλήθος. Αυτό έγινε:
«ενεπλήσθησαν άπαντες και συνήγαγον τα περισεύσαντα κλάσματα, δώδεκα
κοφίνους..» (Ιωάν.ΣΤ,10-14).
Την επόμενη ημέρα ο Κύριος ευρίσκεται
στην Καπερναούμ. Τα πλήθη τον αναζητούν, όχι γιατί είδαν τα θαύματα και
πείστηκαν για τη θεία προέλευση και αποστολή του, αλλά έφαγαν άκοπα,
ανέξοδα απ’ τους «άρτους», χόρτασαν και ζητούσαν να τους δώσει υλικά
αγαθά. Τότε ο Κύριος άρχισε να τους διδάσκει λόγια παράξενα και
πρωτάκουστα. Τους ομιλεί για άρτο του Θεού που κατεβαίνει «εκ του
ουρανού και ζωήν διδούς τω κόσμω». Εκείνοι δεν κατανοούν. Στο αίτημά
τους: «Κύριε, πάντοτε δος ημίν τον άρτον τούτον», απαντά με σαφήνεια και
κατηγορηματικά: « Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς , εάν
τις φάγη εκ τούτου του άρτου ζήσεται εις τον αιώνα. Και ο άρτος ον εγώ
δώσω η σαρξ μου εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής».
(Ιω.ΣΤ,51).
Οι σκληροτράχηλοι ακροατές του αδυνατούν
να κατανοήσουν τα λεγόμενα. Γι αυτό «εμάχοντο προς αλλήλους οι Ιουδαίοι
λέγοντες, πως δύναται ούτος ημίν δούναι την σάρκα φαγείν»; Φιλονικούσαν
σχετικά με την αξιοπιστία των λόγων του Χριστού. Τα αποκήρυτταν
θεωρώντας τα παράλογα και εξωπραγματικά. «Εταράττοντο μη δυνάμενοι
πιστεύειν τω λόγω, δια το δοκείν αδύνατον». (Ζιγαβινός). Παρά ταύτα, ο
Κύριος επιμένει τονίζοντας με έμφαση: «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν μη
φάγητε τη σάρκα του υιού ανθρώπου και πίετε αυτού το αίμα, ουκ έχετε
ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν
αιώνιον… Η γαρ σαρξ μου αληθής εστί βρώσις και το αίμα μου αληθής εστί
πόσις. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ
εν αυτώ.» Και καταλήγει: «Ο τρώγων τούτον τον άρτον ζήσεται εις τον
αιώνα..» (Ιωάν.ΣΤ,54-57).
Έκπληκτοι απ’ όσα ακούν οι Ιουδαίοι
ερωτούν περί του δυνατού «βρώσεως της σαρκός» του. Ο Κύριος αδιαφορεί
για τους δισταγμούς, τις σκέψεις και τα λόγια τους. Εξακολουθεί να τους
δείχνει την σπουδαιότητα και την αναγκαιότητα του πράγματος. Αυτό είναι,
λέει, το φάρμακο της σωτηρίας σας. Χωρίς αυτό είναι αδύνατο να ιαθείτε.
Κι αυτό λέγεται με όλη την επισημότητα και θεϊκό του κύρος. «Αμήν,
αμήν, λέγω υμίν…». Η αιώνιος ζωή για την οποία τους ομιλεί ο Κύριος
είναι η ζωή της χάριτος, της θείας υιοθεσίας, της συμμετοχής στη ζωή του
Χριστού, για την ατέρμονη μακαριότητα. Το αποτέλεσμα αυτής της
«βρώσεως» της σαρκός είναι ζωή τόσο εδώ, όσο και «εις τον αιώνα». Διότι
«η εσθιομένη σαρξ ουκ έστιν ψιλού ανθρώπου, αλλά Θεού και θεοποιείν
δυναμένη ως ανακρασθείσα Θεότητι». (Θεοφύλακτος).
Όποιος δεν τρώγει απ’ τον «ουράνιο άρτο»
δεν θα απολαύσει αυτή τη ζωή. Ο λόγος του Κυρίου είναι σαφής. Δεν
επιδέχεται παρερμηνείες. Οι ακροατές του, όμως, τον παρεξηγούν. Αυτά που
ακούν τους φαίνονται παράξενα, πρωτάκουστα, αδύνατα και γι αυτό τον
εγκαταλείπουν. Κάποιοι απ’ αυτούς είπαν: «σκληρός εστίν ο λόγος ούτος,
τις δύναται αυτού ακούειν»; Έφυγαν γιατί νόμισαν ότι ο Χριστός τους
καλούσε «εις ωμότητα τινά θηριοπρεπή…ως σαρκοφαγείν μεν απανθρώπως» και
τους διέταζε να πιουν αίμα.
Ο Κύριος βλέπει την παρανόηση και
διαστροφή των λόγων του απ’ τους αποχωρούντες. Δεν τους σταματά. Δεν
σπεύδει να εξηγήσει με πιο απλά λόγια και να διευκρινίσει τι εννοεί. Δεν
τους καλεί για να τους πει: «πόσο ανόητοι είστε. Είναι ποτέ δυνατόν να
τεμαχίσω το σώμα μου και να σας το δώσω να το φάτε, να γίνετε
ανθρωποφάγοι; Άλλο θέλω να σας πω…».Ο Χριστός δεν κάνει τίποτα απ’ αυτά.
Καμία κίνηση και νέα εξήγηση-διευκρίνιση. Επιμένει σ’ αυτά που είπε.
Δεν παίρνει πίσω ούτε μία λέξη. Τους αφήνει να φύγουν, χωρίς να δώσει
άλλο νόημα και σημασία στα λόγια του. Η υπόσχεσή του είναι σαφής: « ο
άρτος ον εγώ δώσω υμίν, η σαρξ μου εστίν». Αυτός ο άρτος θα μας
διατηρεί στη ζωή της χάριτος. Όποιος τον τρώγει, αυτός «ζήσεται εις το
αιώνα». Αυτός ο άρτος θα μας διατηρεί ενωμένους μαζί του. Αυτή η
μοναδική προσφορά του έγινε εφ’ άπαξ το βράδυ εκείνο του τελευταίου
δείπνου με τους μαθητές του.
Η θεία λειτουργία που τελείται σύμφωνα
με την εντολή του: «τούτο ποιείτε..» δεν είναι τίποτε λιγότερο, τίποτε
περισσότερο, παρά η επανάληψη αυτού του τελευταίου μυστικού δείπνου, και
η εκπλήρωση της εντολής του, μέχρι το τέλος του κόσμου. Σ’ αυτή
επαληθεύεται και εκτελείται αυτό που ο Κύριος υποσχέθηκε στους μαθητές
του. Είναι το μυστικό συμπόσιο, στο οποίο μετέχοντας γινόμαστε «σύσσωμοι
και όμαιμοι Χριστώ», ενωμένοι μεταξύ μας και με τον Κύριο, στο
συγκροτούμενο σώμα του, κάθε ευχαριστιακής συνάξεως.
«Με τη θεία λειτουργία ο Θεός προσφέρει
στον άνθρωπο τη ζωή του. Επειδή όμως θέλει να μην πραγματοποιείται για
τον άνθρωπο η θεία δωρεά μόνο σαν χάρις, δέχεται μια ανάλογη προσφορά
από τον άνθρωπο. Ο Θεός στη θεία λειτουργία δέχεται την προσφορά του
ανθρώπου, ώστε η χάρις να φανεί σαν αμοιβή και το αμέτρητο έλεός του να
έχει κάτι από δικαιοσύνη». (Ν. Καβάσιλας). Έτσι η θεία λειτουργία είναι η
προσφορά του ανθρώπου στο Θεό και η προσφορά του Θεού στον άνθρωπο.
Οι καρποί της θείας λειτουργίας.
Η θεία λειτουργία είναι μια πορεία της
οποίας ο σκοπός και το τέλος είναι η συνάντηση και η ένωση του ανθρώπου
με τον Θεό. Αυτός ο σκοπός δεν επιτυγχάνεται και η πορεία δεν φθάνει στο
τέλος ,με την απλή παρουσία-παρακολούθηση της θείας λειτουργίας. Η
μυστηριακή αυτή θεοσύστατη τελετή δεν είναι είδος θεατρικής παράστασης
στην οποία οι πιστοί μετέχουν ως απλοί θεατές, αλλά κλήρος και λαός του
Θεού την συν-τελούν από κοινού και την συν-προσφέρουν στον κοινό πατέρα.
Με την τέλεσή της γινόμαστε πνευματικά πλούσιοι. Η επικοινωνία και η
ένωση που επιτυγχάνεται με τον Θεό πλουτίζει τον πιστό «εν παντί». Ο
άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό και τους εν Χριστώ αδελφούς του. Οι
πιστοί γίνονται «Χριστοφόροι» και Θεοφόροι», γιατί με τη χάρη του Θεού
ζωοποιούνται και συσσωματούνται με τον Χριστό «εις άφεσιν αμαρτιών και
ζωήν αιώνιον». Στη θεία ευχαριστία φανερώνεται η Εκκλησία.
«Αγκαλιάζεις τον Κύριο, αναμειγνύεσαι με
το άγιο σώμα του, αναφύρεσαι με το σώμα που βρίσκεται στον ουρανό». Δεν
υπάρχει χάρις που να μην μπορεί να δοθεί δια της θείας λειτουργίας.
Κατέχοντες το θησαυρό της κατέχουμε κάθε πνευματικό δώρο.
# Ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος 0 9ος
είχε ένα πολύτιμο μαργαριτάρι, πάνω στο οποίο είχε χαράξει τη φράση: «
όποιος με κατέχει δεν είναι φτωχός». Ο Κύριος και Θεός μας άφησε την
Εκκλησία του, στα μέλη του σώματός του, στους πιστούς τον ανεκτίμητο
θησαυρό της θειας λειτουργίας. Με έναν τόσο πολύτιμο θησαυρό,
καθημερινώς, διαθέσιμο ποιος μπορεί να ισχυρισθεί στα σοβαρά ότι είναι
πνευματικά φτωχός;
Υποχρεώσεις του ανθρώπου.
Οι υποχρεώσεις, τα καθήκοντα του
ανθρώπου προς τον Θεό συνοψίζονται στα: Λατρεία, δικαίωση-εξιλέωση,
ευχαριστία και ικεσία-παράκληση. Στη θεία λειτουργία προσφέρεται η
δυνατότητα και η μοναδική ευκαιρία να ικανοποιηθούν αποτελεσματικά όλες
αυτές οι υποχρεώσεις-καθήκοντα του ανθρώπου προς τον Θεό. Γιατί μόνο
αυτή είναι η τελειότερη πράξη λατρείας, εξιλέωσης, ευχαριστίας και
ικεσίας. Αναλυτικότερα αυτό γίνεται ως εξής:
Πράξη λατρείας.
Η φυσική τάξη επιβάλει ο κατώτερος να
απονέμει σεβασμό και τιμή στον ανώτερό του. Όσο δε υψηλότερη θέση
κατέχει ο ανώτερος, τόσο ο σεβασμός είναι βαθύτερος. Δεν υπάρχει τίποτε
πιο ανώτερο και μεγαλειώδες απ’ τον Θεό. Αυτό σημαίνει πως και οι
υποχρέωση σεβασμού και τιμής προς Αυτόν πρέπει να είναι τελεία και
απεριόριστη. Όμως ποία κτιστή ύπαρξη, Ποιό υλικό-φθαρτό δημιούργημα
είναι σε θέση να αποδώσει αντάξια στο Θεό τον ανάλογο σεβασμό και την
αρμόζουσα λατρεία; «Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκεν
ημίν»; Όλων των δημιουργημάτων η δύναμη και οι ικανότητες είναι
περιορισμένες, ασήμαντες έναντι της θείας μεγαλοσύνης. Μόνο ο «καθήμενος
εκ δεξιών του πατρός» ο Υιός και Λόγος του Θεού δύναται να αποδώσει τον
οφειλόμενο φόρο τιμής και σεβασμού. Και αυτό γίνεται μόνο με τη θεία
λειτουργία, αφού σ’ αυτή, αυτός είναι: «ο προσφέρων και προσφερόμενος, ο
θυσιάζων και ο θυσιαζόμενος,ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος ο
εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος».
- Μία απλοϊκή ψυχή σε στιγμή κατάνυξης και έντονης αίσθησης του θεϊκού μεγαλείου με λαχτάρα αναφώνησε: « Ω Θεέ μου, πόσο θα ήθελα να είχα τόσες καρδιές, όσα τα φύλλα των δένδρων, όσες είναι οι σταγόνες του νερού των ωκεανών, όσοι είναι οι κόκκοι της άμμου των θαλασσών, και οι καρδιές όλων των ανθρώπων, και με όλες αυτές να σε αγαπούσα θερμά, και να έψελνα ένα μυριόστομο ευχαριστώ, εκδηλώνοντας τη βαθύτερη αγάπη μου για εσένα». Και ενώ έλεγε αυτά, ένοιωσε μέσα του τη φωνή του Θεού να του λέει: «Τις έχεις όλες αυτές τις καρδιές σε κάθε θεία λειτουργία, γιατί με αυτή και μόνο αποδίδεις δόξα μεγαλύτερη από εκείνο που ποθείς».
Αυτή η αλήθεια επιβεβαιώνεται μέσα από
τις πνευματικές εμπειρίες των αγιασμένων ασκητών και πατέρων της
Εκκλησίας. Μία και μόνο θεία λειτουργία μπορεί να αποδώσει μεγαλύτερη
δόξα στο Θεό, παρά όλοι οι άγγελοι και οι άγιοι μαζί. Κι’ αυτό γιατί όλα
τα δημιουργήματα του Θεού έχουν περιορισμένη ικανότητα, ενώ στη θεία
λειτουργία είναι αυτός ο ίδιος ο Χριστός που παραδίδει, προσφέρει τον
εαυτό του υπέρ του κόσμου. Η αξία αυτής της προσφοράς είναι άπειρη.
Πράξη Ευχαριστίας.
Η ευχαριστία είναι έκφραση ευγνωμοσύνης,
εκείνου ο οποίος λαμβάνει δώρα, και έχει την ηθική υποχρέωση να
ευχαριστήσει τον δωρητή του. Ο μέγιστος ευεργέτης του ανθρώπου και του
κόσμου είναι ο Θεός. Δώρα υλικών πραγμάτων και πνευματικών χαρισμάτων
πλουτίζουν και ομορφαίνουν την ανθρώπινη ζωή. «Πάσα δόσις αγαθή και πάν
δώρημα τέλειον, άνωθεν εστί καταβαίνον, παρά του πατρός των φώτων».
Ποιός και με τι τρόπο θα μπορούσε να ανταποδώσει ως ελάχιστο αντίδωρο,
κάτι προς τον δωρεοδότη Θεό; Κανείς και με τίποτα. Το αιώνιο ερώτημα του
ψαλμωδού: «τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκέ μοι;»,
θα παραμένει αναπάντητο.
Η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, έχει τον
δικό της τρόπο και το κατάλληλο μέσο που μπορεί να ευχαριστήσει αντάξια
των δωρεών Του το Θεό. Κι’ αυτό γιατί εκεί ευρίσκεται ο ίδιος ο Ιησούς
Χριστός, τέλειος Θεός και άνθρωπος. Αυτός αναλαμβάνει να ευχαριστήσει
τον ουράνιο πατέρα για λογαριασμό των κατά χάριν υιοθετημένων αδελφών
του. Ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία ευχαριστεί τον Θεό είναι η θεία
ευχαριστία-λειτουργία. Αυτή είναι η σπουδαιότερη και ουσιαστικότερη
ονομασία του μυστηρίου της Εκκλησίας, που συνέστησε ο Κύριος κατά τον
Μυστικό Δείπνο και παρήγγειλε την τέλεση εις ανάμνησίν του. Καλείται δε
ευχαριστία, απ’ το γεγονός ότι πριν απ’ το δείπνο ο Κύριος, σύμφωνα με
το Ιουδαϊκό έθιμο, ανέπεμψε ευχαριστία. (Α΄Κοριν.ΙΑ,23). Κάθε φορά που
τελείται η θεία λειτουργία είναι σαν να ομολογούμε ότι αδυνατούμε να
ευχαριστήσουμε αντάξια τον Θεό για τις δωρεές του. Για το λόγο αυτό
επικαλούμαστε το «υιόν του τον μονογενή» και τον παρακαλούμε να τον
ευχαριστήσει για μας.
Ο καλύτερος τρόπος για να φυλάξουμε τις δωρεές του Θεού, είναι να τις θυμόμαστε και να ευχαριστούμε τον Κύριο γι’ αυτές.
(Ευχαριστούμε τον Θεό για τα θεία δώρα
του κι η ίδια η Ευχαριστία είναι ένα καινούριο δώρο του Θεού. Γιατί σ’
Εκείνον δεν προσθέτει τίποτε, ενώ εμάς «οικειοτέρους αυτώ κατασκευάζει».
Με τη θεία Ευχαριστία μπαίνουμε στην οικογένεια του Θεού).
Ι. Διόρθωση παρατυπίας.
Ο γέρων Γαβριήλ ηγούμενος Ιεράς μονής
του Αγίου όρους αναφερόμενος στο ύψος του μεγίστου αξιώματος της
ιεροσύνης, επαναλαμβάνει του λόγους του Αγίου Κοσμά ότι : «ο ιερεύς
είναι πάνω από τους βασιλείς και τους αγγέλους» και παραθέτει το
ακόλουθο χαρακτηριστικό περιστατικό. Κάποτε σε μία κοινοβιακή Μονή,
ζούσε ένα Ιερομόναχος με πολύ λίγες γραμματικές γνώσεις. Ωστόσο όμως
ήταν πολύ έξυπνος με μεγάλη μνήμη να αποστηθίζει και πάνω απ’ όλα ήταν
κληρικός πίστεως και αρετής. Τόσο ήταν το ύψος και το μέγεθος της αρετής
του, ώστε ως άλλος άγιος Σπυρίδωνας, είχε αγγέλους συλλειτουργούς.
Δηλαδή μέσα στο ιερό βήμα τον υπηρετούσε σε όλα ένας άγγελος, σε κάθε
θεία λειτουργία, ο οποίος του έφερνε το θυμιατό, το ζέον κ.λ.π. Επειδή
όμως ήταν αγράμματος ή ολιγογράμματος, όταν έκανε την προσκομιδή, δεν
έβαζε τις μερίδες της Παναγίας και των εννέα Ταγμάτων, όπως έπρεπε. Ίσως
δεν τα είχε διδαχθεί σωστά, ή ίσως είχε λησμονήσει ορισμένα από την
τελετουργική.
Ο άγγελος, που τον διακονούσε,
παρακολουθούσε την παρατυπία αυτή, αλλά ποτέ δεν του είπε για το λάθος
και δεν τόλμησε να τον διορθώσει. ΄Ένα Σαββατοκύριακο επισκέφθηκε την
Ιερά Μονή ο Επίσκοπος, για να κάμει μία χειροτονία Διακόνου ή
πρεσβυτέρου. Στην ώρα της Προσκομιδής ο Επίσκοπος είδε ότι ο ιερομόναχος
δεν τοποθετούσε σωστά τις μερίδες πάνω στο άγιο Δισκάριο. Τότε του
λέγει: «Πάτερ μου, δεν έβαλες καλά τις μερίδες. Εδώ πρέπει να βάλεις την
μερίδα της Παναγίας και εκεί των αγγελικών ταγμάτων». Του έδειξε τη
σωστή θέση και προσέθεσε: « Δεν σου είπε κανένας αυτό; Δεν σε είδε
κανένας πως κάνεις την Προσκομιδή;».
Κι ο σεμνός ιερέας απαντάει: «Ναι
Σεβασμιότατε, κάθε μέρα με βλέπει ο άγγελος- υπηρέτης μου, αλλά ποτέ δεν
μου είπε τίποτα. Συγγνώμη που σαν αγράμματος κάνω τέτοια λάθη. Τώρα θα
προσέχω».* «Πώς είπες, Ποιός σε υπηρετεί;», ρώτησε ο Επίσκοπος. Κι’ ο
ιερομόναχος με ειλικρινή απλότητα του απάντησε: «Σε κάθε θεία
λειτουργία, Σεβασμιότατε, κατεβαίνει ένας άγγελος, από τον ουρανό και με
υπηρετεί μέσα στο Άγιο Βήμα, αλλά ποτέ δεν με διόρθωσε.
Ο Επίσκοπος έμεινε κατάπληκτος από όσα
άκουσε από τον γέροντα και κατάλαβε πως έχει μπροστά του έναν άγιο
κληρικό. Ο Επίσκοπος το απόγευμα αναχώρησε απ’ την Ι. Μονή.
Την άλλη μέρα ο ιερομόναχος, νύχτα όπως
πάντα, μπήκε στο Άγιο Βήμα. Να και ο άγγελος κατεβαίνει. Όταν έκανε την
Προσκομιδή παρατήρησε πως αυτή τη φορά ο γέροντας τοποθέτησε σωστά τις
μερίδες πάνω στο Άγιο Δισκάριο. «Ωραία πάτερ» του είπε. * «Ναι» απάντησε ο γέροντας, «ήξερες, έβλεπες το λάθος μου και δεν μου το έλεγες». *«Ναι το ήξερα, το έβλεπα, αλλά δεν είχα εγώ, ούτε έχω τέτοια δικαιώματα να διορθώνω τους ιερείς, μόνο να τους υπηρετώ.
Μόνο ο Επίσκοπος έχει τέτοια δικαιώματα»,απάντησε ο άγγελος.
ΙΙ. Διόρθωση παρατυπίας.
Κάποιος γέροντας, καθαρός και άγιος,
κάθε φορά που λειτουργούσε, έβλεπε αγγέλους δεξιά και αριστερά του.
Αυτός είχα παραλάβει την τάξη της λειτουργίας από τους αιρετικούς, και
επειδή ήταν άπειρος στα θεία δόγματα, έλεγε τις ευχές της αναφοράς με
απλότητα και ακακία, χωρίς να ξέρει ότι τις λέει εσφαλμένα.
Kάποτε όμως, από
οικονομία Θεού, τον επισκέφθηκε ένας αδελφός που γνώριζε καλά τα θεία
δόγματα. Ο αδελφός αυτός ήταν διάκονος, κι έτυχε να παρευρεθεί την ώρα
που ο γέροντας λειτουργούσε. Διαπίστωσε λοιπόν το λάθος και του είπε: *
Αυτά που λες, πάτερ, στη λειτουργία δεν είναι της ορθοδόξου πίστεως. Ο
γέροντας όμως, επειδή έβλεπε την ώρα εκείνη αγγέλους, δεν έδωσε προσοχή
στα λόγια του. Μα ο διάκονος επέμενε να ελέγχει την κακοδοξία:* Σφάλλεις
καλόγερε. Η Εκκλησία δεν τα παραδέχεται αυτά.
Τότε ο γέροντας, βλέποντας την
επιμονή του διακόνου, ρώτησε σε κάποια λειτουργία τους αγγέλους που τον
παράστεκαν: * Τι είν’ αυτά που μου λέει ο διάκονος; * Καλά σου λέει,
απάντησαν εκείνοι, να τα παραδεχθείς.* Και γιατί τόσον καιρό δεν μου το
λέγατε εσείς; * Γιατί ο Θεός έτσι οικονόμησε: ο άνθρωπος να διορθώνεται
από ανθρώπους, απάντησαν οι άγγελοι. Από τότε ο γέροντας διορθώθηκε,
ευχαριστώντας το θεό και το διάκονο. (Απ το βιβλίο:Αποκαλύψεις στη θεία
λειτουργία).
Πράξη εξιλέωσης.
Στην Αγία Γραφή χρησιμοποιούνται
διάφορες λέξεις για να προσδιορισθεί η έννοια και το περιεχόμενό της.
Χαρακτηρίζεται ως «ανομία», «αδικία»,κ.λ.π. Το κυριότερο στοιχείο της
είναι ότι στρέφεται κατά του Θεού, αποτελεί άρνηση και προσβολή της
αγάπης και της μεγαλοσύνης Του. Αμαρτία δεν είναι μόνο η παράβαση του
νόμου του Θεού, αλλά και η παράλειψη της εκτελέσεώς του. Ο Απόστολος
Παύλος χαρακτηρίζει την αμαρτία ως «το φρόνημα της σαρκός» και «έχθρα
εις Θεόν».(Ρωμ.Η,7). Η αμαρτία έπρεπε, ως προσβολή του Θεού, να
τιμωρηθεί. Για όλες τις κατηγορίες αμαρτιών οι Ισραηλίτες προσέφεραν
θυσίες, για να απαλλαγούν απ’ αυτές.
Όμως ό,τι κι αν έκανε ο άνθρωπος ήταν
αδύνατο να εξιλεωθεί, να ικανοποιήσει τον Θεό για την άρνηση και
προσβολή της θείας μεγαλειότητας, λόγω των αμαρτιών. Ο άνθρωπος μόνος
του αλλά και με την όποια βοήθεια του «ασθενούς νόμου» της Π.Δ.
αδυνατούσε να « εξιλεώσει» την δικαιοσύνη του Θεού. Αυτό επιτυγχάνεται
μόνο με το σταυρικό θάνατο του Χριστού. Αυτός ο ίδιος ο Θεός στο πρόσωπο
του αναμάρτητου Ιησού Χριστού, έλαβε επάνω του την τιμωρία, εκουσίως
έγινε «υπέρ ημών κατάρα», «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του
κόσμου». Αυτή η εκούσια θυσία του μονογενούς υιού του Θεού, έφερε ως
καρπό την δικαίωση, την αποκατάσταση του αμαρτωλού ανθρώπου, έναντι της
θείας δικαιοσύνης. Τώρα ο Θεός δέχεται κάθε άνθρωπο, που με ειλικρινή
ευγνωμοσύνη αναγνωρίζει τη θυσία του Κυρίου, ως μοναδικό μέσο και τρόπο
δικαιώσεώς του.
Έτσι ο άνθρωπος δεν «δικαιούται εξ’
έργων νόμου, αλλά δια πίστεως Ιησού Χριστού», αφού ο Χριστός «παρεδόθη
δια τα παραπτώματα ημών και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών».(Ρωμ.Δ,25). Η
δικαίωση-εξιλέωση του ανθρώπου δια της σταυρικής θυσίας του Ι.Χ. είναι
το σπουδαιότερο γνώρισμα του Χριστιανισμού. Αυτή η θυσία συνεχίζεται και
ανανεώνεται κάθε φορά που τελείται η θεία λειτουργία. Ο Χριστός
αναλαμβάνει να εξιλεώσει τον ουράνιο πατέρα για λογαριασμό μας. Κατά τον
Μ. Βασίλειο: « κατέλιπε ημίν υπομνήματα του σωτηρίου αυτού πάθους…», η
αξιοποίηση των οποίων μας καθιστά «κοινωνούς της Θεότητος». Για το λόγο
αυτό η θεία λειτουργία έχει άπειρη αξία. Οι πλούσιοι και σωτηριώδεις
καρποί της που μας προσφέρονται, εξαρτώνται απ’ τον τρόπο και τις
διαθέσεις, που συμμετέχουμε στην τέλεσή της. Όσο τελειότερες και
αγιότερες είναι οι διαθέσεις των κληρικών που λειτουργούν και των πιστών
που συμμετέχουν, τόσο και οι ωφέλειες είναι πλουσιότερες. «Στη θεία
ευχαριστία ο Χριστός από το ένα μέρος χύνεται μέσα μας και αναμειγνύει
τον εαυτό του μ’ εμάς, ενώ από το άλλο μας αλλάσσει και μεταβάλει προς
τον εαυτό Του σαν μικρή σταγόνα νερού που χύνεται μέσα σε απέραντο
πέλαγος μύρου».(Ν. Καβάσιλας). Έτσι οι πιστοί «Χριστού ευωδία
εσμέν».(Β΄Κοριν.Β,15).
Η ευχαριστιακή σύναξη των πιστών
ευωδιάζει. Με τη συμμετοχή μας στη θεία ευχαριστία χάνεται η δυσοσμία
των παθών. Δεχόμαστε μέσα μας την ευωδία του πνεύματος. Γινόμαστε
μυροδοχεία, γεμάτα με τον Χριστό. «Η ευωδία του Χριστού διαπερά ημάς, ως
η οσμή των αρωμάτων διαπερά τα ενδύματα». Κατά δε τον Ιερό Χρυσόστομο:
«Ώσπερ θυμιατήριον εσμέν βασιλικόν, όπου αν απέλθωμεν του ουρανίου
πνέοντες μύρου».
Αλήθεια, σκεφθήκαμε ποτέ, τι και πως θα
ήταν η ζωή μας χωρίς τη θεία λειτουργία; Τι και πως θα ήταν ο κόσμος
χωρίς το αλεξικέραυνο αυτό της θείας «οργής»; Ο κόσμος όλος, θα είχε
γίνει ερείπια αν, συνεχώς και κάθε ημέρα , δεν υψώνονταν απ’ τα ιερά
θυσιαστήρια των ορθοδόξων ναών η εξιλεωτική αναίμακτη θυσία της θείας
λειτουργίας. Χωρίς την καθημερινή λειτουργία και λατρεία του Θεού, που
προσφέρει η Εκκλησία «συν πάσι τοις αγίοις», το χέρι του Θεού θα έπεφτε
βαρύ στην αμαρτωλή ανθρωπότητα.
Πράξη παρακλήσεως-Ικεσίας.
Οι ανάγκες του ανθρώπου είναι αμέτρητες
και πολύ μεγαλύτερες των δυνατοτήτων του να τις αντιμετωπίσει. Οι
δυνάμεις του περιορισμένες. Η αθλιότητά του δεδομένη. Για την υπέρβαση
και υπερνίκηση των δυσκολιών «δείται και της άνωθεν χάριτος». Στερείται
όμως της αναγκαίας στολής με την οποία ενδεδυμένος θα παρουσιασθεί, ως
ικέτης, ενώπιον του θρόνου του Κυρίου «εκζητώντας το έλεός του». Με
ταπείνωση ομολογεί: «ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω», στον νυμφώνα της
θείας ευσπλαχνίας. Αυτό που ο άνθρωπος αδυνατεί να επιτελέσει, έρχεται
να το κάνει για λογαριασμό του ο Χριστός. Ενδύεται τις ανάγκες μας-χωρίς
αμαρτίας- γνωρίζει το μέγεθος και την έκταση των προβλημάτων μας, και
αναλαμβάνει να γίνει μεσίτης, να παρακαλέσει τον Θεό-πατέρα για μας. Όλα
όσα πιέζουν και απασχολούν τον άνθρωπο υλικά και πνευματικά, προβλήματα
και ανάγκες, περιλαμβάνονται ως αιτήματα-ικεσίες στη θεία λειτουργία.
Όλες οι δωρεές, όλα τα αγαθά, απορρέουν απ’ τον κρυμμένο θησαυρό της
θείας λειτουργίας. Όλα «τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών»
έρχονται σ’ εμάς, αφού για μας τα ζητάει απ’ την πηγή των αγαθών, ο
ίδιος ο Χριστός, ο μεσίτης μας. Αυτός είναι ο «δυνάμενος σώζειν ημάς εις
το παντελές τους προσερχομένους δι’ αυτού τω Θεώ, πάντοτε ζων εις το
εντυγχάνειν υπέρ αυτών».(Εβρ.Ζ,25). Η μεσιτεία και η έντευξις
(προσευχή) διαφέρει απ’ τη θυσία. Η θυσία προσφέρθηκε εφάπαξ, ενώ με
την έντευξη «πρεσβεύει έτι και νύν ως άνθρωπος υπέρ της σωτηρίας ημών,
ότι μετά του σώματός εστι, ού περ έλαβε». Διότι: «Ώσπερ το πάθος υπέρ
ημών κατεδέξατο, ούτως εντυγχάνει υπέρ ημών».(Θεοδώρητος). Ο δε ιερός
Θεοφύλακτος διευκρινίζει ότι: «Μη είπητε, ναι φιλεί μεν ημάς και
παρρησίαν έχει προς τον πατέρα , αλλ’ ουκ αεί δύναται προϊστασθαι ημών.
Μη τούτο είπητε. Ζη γαρ και αεί δύναται το αρχιερατικόν έργον ποιείν
υπέρ ημών».
Ο Χριστός μας βοηθά αποτελεσματικά σε
κάθε ανάγκη που θα παρουσιαστεί στην προσπάθεια για τη σωτηρία. Σώζει
όλους, όσοι εμπιστεύονται τον εαυτό τους σ’ Αυτόν. «Δέεται του πατρός
αυτού υπέρ ημών». Γιατί : «Αυτός εστίν η προς τον πατέρα οδός και ο
ταύτης δραξάμενος εκεί καταλύει». Ο ίδιος ο ουράνιος πατέρας υποσχέθηκε
να μας δίδει ό,τι ζητάμε. Πολύ δε περισσότερο αυτό ισχύει, όταν το ζητά ο
Υιός του.
# Ένας μεγάλος θαλασσοπόρος
κινδύνευε μαζί με το πλήρωμα του πλοίου του να καλυφθεί στους υγρούς
τάφους της θάλασσας. Άγρια και απειλητικά υψώνονταν τα κύματα. Όλοι με
πίστη επικαλούνταν το Θεό, αλλά η θάλασσα εξακολουθούσε να μένει
αγριεμένη. Σε μια στιγμή ο ευσεβής καπετάνιος αρπάζει ένα παιδί, που
χαρομαχούσε, το υψώνει ψηλά και με το μέτωπο στραμμένο στον ουρανό
λέγει: «Παντοδύναμε κι εύσπλαχνε Θεέ, δε θες να εισακούσης τις δεήσεις
μας, γιατί είμαστε αμαρτωλοί και ανάξιοι, άκουσε τουλάχιστον το αθώο
αυτό πλάσμα σου και σώσε μας». Δεν πέρασε πολύ ώρα και το ανήμερο θεριό, η θάλασσα, γαλήνεψε.
Μια παρόμοια αγωνιώδη κραυγή απευθύνει
κάθε μέρα η αμαρτωλή ανθρωπότητα κάθε φορά που τελείται η θεία
λειτουργία. «Υψώνει τον Υιό του Θεού, τον μονογενή, και κραυγάζει
ζητώντας έλεος και συγγνώμη». Η δύναμή της είναι ανεκτίμητα μεγάλη. Οι
θησαυροί της ανεξάντλητοι.
Ένα άγιος λέει χαρακτηριστικά:
«Τοποθετήστε στη μία μεριά πλάστιγγας όλες τις προσευχές σας, τις
θυσίες σας, τις καλές σας πράξεις, τις νηστείες σας, και από την άλλη
μια μόνο Λειτουργία. Θα δήτε ότι από τη μεριά, που βάλατε τη θεία
λειτουργία η πλάστιγγα θα γέρνει περισσότερο». «Όσο διαφέρει ο ήλιος,
προσθέτει άλλος, από τα άστρα, έτσι διαφέρει η θεία λειτουργία από όλες
τις άλλες ευλαβικές μας πράξεις και δραστηριότητες».
Η Ευχαριστία δεν είναι «ένα από τα
μυστήρια». Μία από τις ιερές ακολουθίες, αλλά η φανέρωση και η εκπλήρωση
της Εκκλησίας σ’ όλη της τη δύναμη και την αγιότητα και πληρότητά της.
Μόνο με τη συμμετοχή μας σ’ αυτή μπορούμε να αυξάνουμε σε αγιότητα και
να εκτελούμε όλα όσα μας προστάχθηκαν. Συναγμένοι στην Ευχαριστία η
Εκκλησία, έστω κι’ αν είναι «δύο ή τρείς», είναι η εικόνα του σώματος
του Χριστού. Μόνο έτσι οι συναχθέντες θα μπορέσουν να κοινωνήσουν.
Δηλαδή να γίνουν μέτοχοι του σώματος και του αίματος του Χριστού, που
τον φανερώνουν στη σύναξή τους. Αν η «σύναξη στην Εκκλησία» είναι η
εικόνα του σώματος του Χριστού, τότε η εικόνα της κεφαλής του σώματος
είναι ο ιερέας, ο προεστός και ηγέτης της συνάξεως. Ο ιερέας δεν είναι
ούτε «αντιπρόσωπος», ούτε «αναπληρωτής» του Χριστού. Στο μυστήριο αυτό
είναι ο ίδιος ο Χριστός , ακριβώς όπως η σύναξη είναι το σώμα Του.
Ύστερα απ’ όλα αυτά με πόση πίστη και
κατάνυξη οφείλουμε να μετέχουμε στην τέλεση της θείας λειτουργίας. Ίσως
σκεφθήκαμε πως αν βρισκόμασταν στα πόδια του σταυρού του Γολγοθά , η
στάση μας θα ήταν διαφορετική απ’ του άλλους. Δεν θα χλευάζαμε τον
Κύριο, θα εμποδίζαμε τη σταύρωσή Του. Θα προσπαθούσαμε να απομακρύνουμε
τους σταυρωτές και θα στεκόμασταν καλοί παρηγορητές του Λυτρωτή μας.
Αυτό όμως μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε τώρα, όταν με προσοχή, πίστη,
ευλάβεια και κατάνυξη μετέχουμε στην τέλεση της αναίμακτης θυσίας.
#.Ο άγιος Αμβρόσιος διηγείται πως: Ο
μέγας Αλέξανδρος παρευρίσκονταν κάποτε στην προσφορά μίας θυσίας. Δίπλα
του ήταν ένας νέος που κρατούσε την αναμμένη δάδα. Η φωτιά πλησίασε στο
χέρι του ενώ η θυσία δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ο νέος για να μην
ανησυχήσει τους παρευρισκόμενους, έμεινε ακίνητος στη θέση του. Άφησε
τη φωτιά να κάψει το χέρι του, σεβόμενος την ιερότητα της στιγμής.
Ανάλογη πρέπει να είναι η στάση μας όταν
τελείται το φρικτό μυστήριο , στο οποίο με φόβο και τρόμο παρίστανται
και «αινούσιν Άγγελοι, Αρχάγγελοι, Θρόνοι, Κυριότητες, Αρχαί, Εξουσίαι,
Δυνάμεις και τα πολυόμματα Χερουβείμ».
Στη σταύρωση του Χριστού παρευρέθηκαν
τρείς κατηγορίες ανθρώπων. Εκείνοι που πήγαν να τον ειρωνευτούν και
εμπαίξουν, να τον φραγγελώσουν και να τον σταυρώσουν. Άλλοι που πήγαν
από περιέργεια, και τέλος τα πρόσωπα που τον αγαπούσαν όπως η Παναγία
μητέρα του, ο αγαπημένος μαθητής του Ιωάννης, οι ευσεβείς γυναίκες, για
να συμπαρασταθούν στο μαρτύριο. Στους Ιερούς Ναούς που τελεσιουργείται η
αναίμακτη θυσία, συναντώνται και οι τρείς κατηγορίες σε κυμαινόμενους
αριθμούς και διαθέσεις. Έκαστος οφείλει να ανακρίνει τον εαυτό του σε
ποια κατηγορία ανήκει.
Επίλογος.
«Ο Θεός λειτουργεί μέσα στον κόσμο και
αλλοιώνει τον άνθρωπο. Ξυπνά εντός του τη μανία του ουρανού και φωτίζει
τη ζωή του με το φως της αλήθειας. Η θεία λειτουργία είναι το
προγεφύρωμα της αιωνιότητος, αλλά και το κάστρο όπου καταφεύγει για να
εγκαρδιωθεί, πριν ξαναβγεί στη μάχη με την καθημερινότητα και με την
πονηριά των επιγείων του μεγάλου εχθρού του Σατανά.
Όταν μέσα στον κόσμο δεν λειτουργεί ο
Θεός, τότε ο πολιτισμός σχηματοποιείται γιατί δεν διαθέτει την πνοή του
αιωνίου, γιατί υποκύπτει κι’ αυτός στο θάνατο, γιατί δεν υπάρχει ένας
αλλά ποικίλοι πολιτισμοί.
Η θεία λειτουργία αποκαλύπτει την ουσία
του πολιτισμού που είναι πόθος και πάθος αρτίωσης του ανθρώπου, άρα
πάθος και πόθος για την αιωνιότητα. Όσο πιο κοντά στην αιωνιότητα, τόσο
πιο πολιτισμένοι είμαστε. Η ζωή υφαίνεται γύρω από το Άγιο ποτήριο, ο
πολιτισμός έχει για κέντρο το άγιο θυσιαστήριο κι’ ο Θεός έρχεται
ερωτευμένος και παραδίνεται στους ανθρώπους, για να δώσει στη ζωή αυτή
ουράνια σημασία, κύρος αθανασίας.
Όσο υπάρχουν Εκκλησίες που
λειτουργούνται, όσο ο Θεός ασκεί τη σωτηριώδη λειτουργία Του μέσα στον
κόσμο, η οικουμένη μπορεί να φτάσει ως το χείλος της αβύσσου, αλλά αυτό
το Σώμα και το Αίμα που χύνεται στο θυσιαστήριο θα την συγκρατεί και θα
της δίνει πίστωση ελευθερίας. Θα της αποκαλύπτει την αδελφοσύνη των
ανθρώπων, θα της καταλύει τη μοναξιά, θα την εφοδιάζει με την έξαρση του
μυστηρίου και με το πάθος του Θείου έρωτα.
Μέσα στη Λειτουργία, εγώ εσύ, όλος ο
κόσμος αγωνίζεται μαζί με τον Θεό για τη αθανασία του. Και η αθανασία
έχει τη γεύση της αγάπης και της θυσίας». Η Εκκλησία είναι το πλοίο του
Χριστού που ταξιδεύει στον κόσμο τούτο. «Θάλασσά εστιν ο κόσμος». Η αγία
μας Εκκλησία είναι το πλοίο που ταξιδεύει προς τη Βασιλεία του Θεού.
Κυβερνήτης ο Χριστός. Πρωρεύς(=αξιωματικός του πλοίου) ο επίσκοπος,
ναύτες οι πρεσβύτεροι και επιβάτες το πλήθος των αδελφών του Χριστού.
Βυθός ο κόσμος, αντίθετοι άνεμοι οι πειρασμοί, οι διωγμοί οι κίνδυνοι
«και αι παντοδαπαί θλίψεις ταις τρικυμίαις». Ο Χριστός μας μαζεύει από
τη χώρα του θανάτου. Μας αναγεννά με το άγιο Βάπτισμα. Μας τρέφει με το
Σώμα και το Αίμα του. Μας αναδεικνύει κληρονόμους της βασιλείας Του.
Ερχόμαστε στη ζωή, για να ομολογήσουμε και να εκτελέσουμε τον προορισμό
μας. Ο καθένας έχει τον δικό του. Αυτός είναι η κοινή μας διακονία, η
κοινή μας Λειτουργία «εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν».
« Κύριε καλόν εστίν ημάς ώδε είναι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου