Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Ποιες είναι οι τέσσερις αρετές της ψυχής;

 


Ποιες είναι οι τέσσερις αρετές της ψυχής;

Ποιες είναι οι τέσσερις αρετές της ψυχής;

Τέσσερις είναι οι μορφές της σοφίας:

Η φρόνηση, δηλαδή η γνώση και εκείνων που πρέπει και εκείνων που δεν πρέπει να κάνομε και η εγρήγορση του νου, η σωφροσύνη, δηλαδή να γίνει ορθό το φρόνημά μας, ώστε να μπορέσομε να κρατήσομε τον εαυτό μας μακριά από κάθε έργο, λογισμό και λόγο που δεν αρέσει στο Θεό.

Η ανδρεία, δηλαδή η δύναμη και η καρτερία στους κατά Θεόν αγώνες και στους πειρασμούς και η δικαιοσύνη, δηλαδή η διανομή που γίνεται με την ισότητα σε όλα αυτά.

Αυτές οι τέσσερις γενικά αρετές γεννιούνται από τις τρεις δυνάμεις της ψυχής. Από το λογισμό, δηλαδή το νου, γεννιούνται δύο, η φρόνηση και η δικαιοσύνη, δηλαδή η διάκριση.

Από το επιθυμητικό γεννιέται η σωφροσύνη, και από το θυμικό, η ανδρεία. Κάθε μία από αυτές βρίσκεται ανάμεσα σε δύο παρά φύση πάθη. Η φρόνηση έχει πάνω της την υπερβολική ιδέα και κάτω την ανοησία.

Η σωφροσύνη έχει πάνω την ευήθεια και κάτω την ακολασία. Η ανδρεία έχει πάνω το θράσος και κάτω τη δειλία. Η δικαιοσύνη έχει πάνω την κτήση του λιγότερου και κάτω την πλεονεξία.

Και αυτές οι τέσσερις αρετές είναι εικόνα του επουράνιου στοιχείου, ενώ τα οκτώ πάθη που τις περιβάλλουν, είναι εικόνα του χωμάτινου.

Αυτά όλα τα γνωρίζει ακριβώς ο Θεός, όπως γνωρίζει τα περασμένα, τα παρόντα και τα μέλλοντα, και εν μέρει τα γνωρίζει και εκείνος που έμαθε κατά χάρη τα έργα του Θεού από Αυτόν, και αξιώθηκε να γίνει «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Του». Εκείνος που λέει ότι γνωρίζει ορθά μόνον εξ ακοής ψεύδεται.

Γιατί ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί χωρίς χειραγώγηση να ανεβεί ποτέ στον ουρανό. Ούτε πάλι, αν δεν ανεβεί και δει, μπορεί να πει εκείνο που δεν είδε. Αλλ’ ό,τι ακούει από τη Γραφή, εκείνο μόνο οφείλει να λέει εξ ακοής με ειλικρίνεια και να ομολογεί τον Πατέρα του Λόγου, όπως είπε ο Μέγας Βασίλειος.

Αλλιώς θα νομίζει ότι έχει γνώση, και θα είναι χειρότερος από εκείνον που δεν έχει. Γιατί όταν νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν μπορεί να γίνει, ό,τι νομίζει πως είναι, λέει ο άγιος Μάξιμος.

Υπάρχει και αξιέπαινη αγνωσία, όπως λέει ο Χρυσόστομος, όπως όταν συνειδητά γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Και υπάρχει και αγνωσία πέρα από κάθε αγνωσία , όταν δε γνωρίζει κανείς ότι αγνοεί. Υπάρχει και γνώση ψευδώνυμη, όταν νομίζει κανείς ότι γνωρίζει, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε, όπως λέει ο Απόστολος.

Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός

Πως θα είναι γεμάτη από ευχαρίστηση η καρδιά μας;

 

Πως θα είναι γεμάτη από ευχαρίστηση η καρδιά μας;

Πως θα είναι γεμάτη από ευχαρίστηση η καρδιά μας;

Και πώς θα είναι γεμάτη από ευχαρίστηση η καρδιά μας; Αν ασκήσουμε και συνηθίσουμε τον εαυτό μας να ευχαριστεί τον Θεό, όχι μόνον όταν παίρνει, αλλά και όταν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά μας.


Διότι ο Θεός άλλοτε δίνει αυτό που ζητάμε και άλλοτε όχι, αλλά και τα δύο τα κάνει για το συμφέρον μας. Ώστε είτε λάβεις, είτε δεν λάβεις, έλαβες με το ότι δεν έλαβες˙ είτε πετύχεις στο αίτημά σου, είτε δεν πετύχεις, πέτυχες με το ότι δεν πέτυχες σ’ αυτό που ζητούσες.

Συμβαίνει δηλαδή μερικές φορές, όταν δεν παίρνουμε αυτό που ζητάμε, να έχουμε μεγαλύτερο κέρδος, παρά αν το παίρναμε. Διότι αν δεν ήταν για το συμφέρον μας πολλές φορές η άρνησις της εκπληρώσεως του αιτήματός μας, οπωσδήποτε θα μας το έδινε πάντοτε˙ το να μην εκπληρωθεί όμως το αίτημά μας, αλλά για το συμφέρον μας, αυτό αποτελεί επιτυχία.

Γι’ αυτό και πολλές φορές αναβάλλει να εκπληρώσει το αίτημά μας, όχι επειδή θέλει να μας απομακρύνει από κοντά Του, αλλά επειδή φροντίζει με την καθυστέρηση της εκπληρώσεως του αιτήματός μας να κάνη συνεχή την επιμονή μας στο αίτημά μας.

Επειδή λοιπόν πολλές φορές σταματάμε το ζήλο μας για την προσευχή, παίρνοντας εκείνο που ζητάμε, θέλοντας να αυξήσει την επαγρύπνηση μας στις προσευχές, αργεί να μας δώσει αυτό που ζητάμε.

Το ίδιο κάνουν και οι φιλόστοργοι πατέρες˙ τα παιδιά τους που είναι αδιάφορα και τρέχουν στα παιδικά παιγνίδια, πολλές φορές τα κρατούν κοντά τους με την υπόσχεση πολύ μεγάλου δώρου˙ γι’ αυτό άλλοτε αναβάλλουν την δόση και άλλοτε δεν το δίνουν ποτέ.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Αγίου Ιωάννη Κλίμακος: Χωρίς την ταπείνωση κανείς δεν πρόκειται να εισέλθει στον νυμφώνα…

 

Αγίου Ιωάννη Κλίμακος: Χωρίς την ταπείνωση κανείς δεν πρόκειται να εισέλθει στον νυμφώνα…

Αγίου Ιωάννη Κλίμακος: Χωρίς την ταπείνωση κανείς δεν πρόκειται να εισέλθει στον νυμφώνα…

Είναι πολλοί εκείνοι πού επέτυχαν την σωτηρία τους χωρίς προφητικά χαρίσματα και ελλάμψεις και θαυματουργίες. Χωρίς την ταπείνωση όμως κανείς δεν πρόκειται να εισέλθει στον νυμφώνα. Διότι τα μεν πρώτα τα διαφυλάσσει η Δευτέρα, δηλαδή η ταπείνωσις, ενώ αντιθέτως τα πρώτα, σε επιπολαίους ανθρώπους την εξαφάνισαν (την ταπείνωση)


Για να ταπεινούμεθα, έστω και χωρίς την θέλησί μας, ο Κύριος οικονόμησε και τούτο: Κανείς δεν μπορεί να βλέπει τα τραύματά του, όπως τα βλέπει ο πλησίον του. Έτσι είμεθα υποχρεωμένοι να χρεωστούμε την θεραπεία μας όχι στον εαυτόν μας, αλλά στον πλησίον και στον Θεόν. Ο ταπεινός νους αποστρέφεται με βδελυγμία το ιδικό του θέλημα ως πεπλανημένο. Και στα αιτήματά του προς τον Κύριον συνηθίζει να δέχεται με αδίστακτη πίστη την γνώση του θελήματος Του και να υπακούη σ’ αυτό. Υπακούει δε στους διδασκάλους του χωρίς να εξετάζη και να περιεργάζεται την ζωή τους, αλλά αναθέτοντας κάθε φροντίδα του στον Θεόν, ο οποίος ακόμη και με το στόμα της όνου εδίδαξε στον Βαλαάμ τα απαραίτητα (πρβλ. Αριθ. κβ΄ 28).

Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος
Λόγος ΚΕ΄ Περί ταπεινοφροσύνης

Η «Κλίμαξ» του Οσίου Ιωάννου του Σιναϊτου

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: Τι είναι ο γογγυσμός;

 

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: Τι είναι ο γογγυσμός;

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: Τι είναι ο γογγυσμός;

Τὸ ἀντίθετό της ζήλειας εἶναι ὁ γογγυσμός, ὁ ὁποῖος ἐπίσης προέρχεται ἀπὸ ἀδυναμία τῆς ψυχῆς.


Γογγύζω σημαίνει διαμαρτύρομαι, ἀρνοῦμαι, παραπονοῦμαι, εἶμαι στενοχωρημένος, δὲν ἱκανοποιοῦμαι. Αὐτὸν τὸν γογγυσμὸ τὸν ἐκφράζω στὸ περιβάλλον μου, στὰ γραπτά μου, στὴν προσευχή μου.

Ζητῶ λόγου χάριν, κάτι ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἢ προσδοκῶ ἢ ἀπαιτῶ κάτι. Δὲν μοῦ τὸ δίνει ὅμως, γιατί καὶ αὐτὸς εἶναι ἀπορροφημένος ἀπὸ τὸν δικό του ἀγῶνα καὶ πόθο, ἀπὸ τὴν δική του σκέψη, ἁμαρτία, χαρά, ἀπὸ τὴ δική του ἀκολασία, ἁγιότητα ἢ ἀρετή. Τότε πέφτω σὲ ἕναν γογγυσμό, διότι περιθωριοποιοῦμαι στὴν σκέψη του. Προσεύχεται αὐτός, νομίζω ὅτι μὲ ἀφήνει μοναχό μου. Ἐνδιαφέρεται γιὰ μένα, νομίζω ὅτι δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη ἢ ὅτι τὸ ἔκανε ἐλλιπές.

Ὁ γογγυσμὸς εἶναι τὸ ἀνικανοποίητο ποὺ νοιώθουμε στὴ ζωή μας καὶ προέρχεται ἀπὸ ἕνα μειονεκτικὸ ἐγώ. Ἡ ζήλεια προέρχεται ἀπὸ ἕνα ἐγὼ ὑπερτροφικό, ἐνῷ ἡ ἐξουδένωση ἀπὸ ἕνα ἐγὼ αὐτοτρεφόμενο καὶ αὐτοδυναμούμενο ἄνευ Θεοῦ, ποὺ βλέπει τὸν ἄλλον κατώτερο, μηδαμινό. Τὸ μῖσος εἶναι ἡ διαφοροποίηση, ἡ ἀπώθηση τοῦ ἄλλου ἀπὸ τὴν ὕπαρξή μας.

Λόγοι Ασκητικοί
Ερμηνεία στον Αββα Ησαΐα
Σιμωνοπετρίτης Αρχ. Αιμιλιανός

Πατερική Θεολογία Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+) Καθηγητού Πανεπιστημίου

 
    

 
Μέρος Δεύτερον: Περί τής διδασκαλίας τών αιρετικών και πώς οι πατέρες τούς αντιμετώπισαν

64. Τα θεμέλια της εμπειρίας της θεώσεως

Ποια είναι τώρα τα θεμέλια της εμπειρίας της θεώσεως; Από εμπειρικής απόψεως η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στο Θεό βασίζεται στο γεγονός ότι ο ορώμενος, δηλαδή ο Λόγος, είναι η φυσική πηγή της δόξης του Θεού, στην οποία ο άνθρωπος μετέχει κατά χάριν, καθώς και στο ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ κατά την μέθεξι κατά φύσιν θεός, αλλά μόνο κατά χάριν θεός. Η μέθεξις στην Θεία δόξα είναι ένα δώρο στον άνθρωπο από τον Θεό. Αυτό είναι το ένα βασικό θεμέλιο κάθε εμπειρίας θεώσεως. Το άλλο θεμέλιο είναι ότι δεν είναι το ίδιο η δόξα του Λόγου και η ουσία του Λόγου. Μετέχοντας κανείς στην δόξα του Λόγου δεν μετέχει και στην ουσία του Λόγου. Μετέχει δηλαδή κανείς στην ενέργεια του Λόγου, αλλά δεν μετέχει στο είναι του Λόγου.

Αυτός όμως ο Λόγος, που είναι η φυσική πηγή της δόξης, μετέχει στην ουσία του Αρχετύπου, που είναι ο Πατέρας, οπότε η σχέσις του Πατέρα με τον Λόγο είναι μία φυσική και ουσιαστική σχέσις και δεν είναι μία κατά χάριν σχέσις. Διότι, ο Λόγος είναι κατά φύσιν Θεός και όχι κατά χάριν Θεός. Έχει την δόξα από τον Πατέρα κατά φύσιν και όχι κατά χάριν. Ο Πατέρας δίδει την δόξα Του στον Λόγο, αλλά δεν δίδει και την πατρότητά Του στον Λόγο.

Οπότε έχομε εδώ μία σχέσι κατά την οποία ο Πατέρας είναι η πηγή της υπάρξεως του Λόγου, αλλά δεν είναι η πηγή της υπάρξεως της δόξης του Λόγου. Διότι ο Πατέρας δίδει την ίδια την ιδική Του δόξα στον Λόγο, οπότε και ο Λόγος γίνεται φυσική πηγή της δόξης. Ώστε η δόξα του Λόγου είναι όχι μόνο του Λόγου, αλλά και του Πατρός. Η ύπαρξις όμως του Λόγου είναι εκ του Πατρός, αλλά δεν είναι η ύπαρξις του Πατρός. Ο Λόγος δεν είναι ο Πατέρας. Άλλος είναι ο Λόγος και άλλος ο Πατέρας. Οπότε έχομε Θεό Πατέρα και Θεό Λόγο. Παρά ταύτα δεν έχομε δύο Θεούς, αλλά έχομε μία Θεότητα, διότι έχουν την ίδια φύσι και δόξα.

Αυτές οι διακρίσεις βασίζονται στην αντίληψι του θεουμένου ότι δεν είναι ο ίδιος ο θεούμενος κατά την φύσιν Θεός, οπότε μετέχει όχι στην ύπαρξι του Θεού, αλλά στην ενέργεια του Θεού, καθώς και στο ότι αυτή η Χάρις της θεώσεως είναι δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Λόγος μετέχει στην δόξα του Πατρός κατά φύσιν, όχι κατά χάριν. Ο άνθρωπος όμως μετέχει κατά χάριν. Και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη ο Λόγος μετέχει στην δόξα του Πατρός κατά φύσιν. Με την Ενσάρκωσι όμως παρεμβάλλεται και η ανθρώπινη φύσις του Λόγου, η οποία είναι ενωμένη με τον Λόγον όχι κατά χάριν, αλλά κατά φύσιν. Έχομε στο πρόσωπο του Χριστού φυσική ένωσι, υποστατική ένωσι των δύο φύσεων του Χριστού, της Θείας και της ανθρωπίνης. Όχι χαρισματική ένωσι. Δηλαδή ο Χριστός δεν είναι ένας Προφήτης124, αλλά ο ίδιος ο Λόγος που έγινε άνθρωπος.

Αυτή λοιπόν η γνώσις, που προέρχεται από την εμπειρία της θεώσεως, κατά την οποίαν ο άνθρωπος ενώνεται με την δόξαν του Λόγου και δια της δόξης του Λόγου με την δόξαν του Πατρός, αυτή η διάκρισις υποχρεώνει την Εκκλησία να κάνη σαφή διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν θεός, όταν θεούται, ο δε Θεός έχει κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν σχέσεις με τον άνθρωπον, δεν έχει όμως μαζί του σχέσεις κατ’ ουσίαν ούτε φυσική σχέσι.

Ο Θεός μόνο στην Ενσάρκωσι έχει φυσική, υποστατική ένωσι με την ανθρωπίνη φύσιν εν τω σεσαρκωμένω Λόγω δηλαδή τον Χριστό. Η ένωσις μεταξύ ακτίστου και κτιστού στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι κατά Χάριν, αλλά κατά φύσιν. Ο Χριστός είναι κατά φύσιν Θεός. Στο πρόσωπο δηλαδή του Χριστού δεν έχομε να κάνωμε με μία χαρισματική ένωσι, αλλά με μία φυσική ένωσι της Θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Συγχρόνως όμως αυτή η ένωσις είναι και υποστατική, διότι με την ανθρωπίνη φύσι ενώθηκε όχι η υπόστασις του Πατρός, όχι η υπόστασις του Αγίου Πνεύματος, αλλά η υπόστασις του Λόγου (του Υιού). Αυτό πάλι πως το ξέρομε; Από την εμπειρία της θεώσεως. Στην εμπειρία της θεώσεως διαπιστώνεται, ότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι ενωμένη με τον Λόγον και όχι με τον Πατέρα ή με το Άγιον Πνεύμα.

Έχομε λοιπόν πρώτον ότι, βλέποντας τον Χριστό, βλέπομε την πηγή της ακτίστου δόξης και δεύτερον ότι από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ενσαρκωμένος είναι μόνον ο Λόγος και όχι ο Πατήρ ή το Πνεύμα το Άγιον. Αν λάβωμε λοιπόν σφαιρικά υπ’ όψιν αυτές τις εμπειρίες, που είναι καθαρά Βιβλικές, βλέπομε αμέσως γιατί η Εκκλησία υποχρεώθηκε με την πάροδο του χρόνου να μιλάη για μία ουσία και τρεις υποστάσεις καθώς και για μία φυσική ενέργεια της ουσίας στον Θεό.

Επειδή ενσαρκώθηκε ο Λόγος και όχι ο Πατήρ ή το Πνεύμα το Άγιον, υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ των τριών υποστάσεων εξ επόψεως της Ενσαρκώσεως, η οποία είναι μία ακοινώνητος διαφορά. Οπότε στην Αγία Τριάδα έχομε τα ακοινώνητα, εκείνα δηλαδή που δεν κοινωνούνται, που είναι τα Πρόσωπα, δηλαδή η Πατρότης, η Υιότης και το Πνεύμα το Άγιον. Τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ακοινώνητα μεταξύ τους.

Εδώ βέβαια στην Ελλάδα υπάρχουν μερικά συγγράμματα που μιλάνε για κοινωνία των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Οι Πατέρες όμως δεν μιλάνε ποτέ για κοινωνία των Προσώπων στην Αγία Τριάδα. Μιλάνε αντιθέτως για το ακοινώνητο των Προσώπων. Κοινωνία στην Αγία Τριάδα έχομε μόνο στην ουσία και στην φυσική ενέργεια της ουσίας των Προσώπων. Εδώ υπάρχει ταυτότης ενεργειών και ταυτότης ουσίας. Αυτά, δηλαδή η ενέργεια και η ουσία, είναι τα κοινά στην Αγία Τριάδα. Οι υποστάσεις είναι τα ακοινώνητα. Αυτά τα ακοινώνητα είναι τα χαρακτηριστικά της κάθε υποστάσεως.

Και όλα αυτά γιατί; Διότι ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Δίνει δηλαδή την ύπαρξι στον Λόγο και στο Πνεύμα το Άγιο, στις υποστάσεις Τους, αλλά δεν δίνει την ύπαρξι στην ουσία και στην φυσική ενέργεια της ουσίας του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή η ουσία και η φυσική ενέργεια της ουσίας του Πατρός κοινωνεί με την ουσία και την φυσική ενέργεια της ουσίας του Λόγου, καθώς και με εκείνες του Αγίου Πνεύματος. Ο Πατήρ είναι όμως η αιτία της υπάρξεως της υποστάσεως του Λόγου και της υποστάσεως του Αγίου Πνεύματος.

Εξ επόψεως εκφράσεων θα μπορούσαν οι Πατέρες να χρησιμοποιήσουν και άλλες ορολογίες για να εκφράσουν αυτά τα Μυστήρια, τα οποία είναι στην ουσία ανέκφραστα. Η ορολογία όμως που επεκράτησε στην Εκκλησία, ήταν εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στους αγώνες της εναντίον των αιρέσεων που αντιμετώπισε. Ανάλογα με τις αναφυόμενες αιρέσεις η Εκκλησία έκανε πάντα μία προσαρμογή στην ορολογία της για να διασαφηνίση και να θεμελιώση την διδασκαλία της έναντι συγκεκριμένων αιρέσεων. Γι’ αυτό και η ορολογία της διδασκαλίας της αναπτύχθηκε πάντα σε σχέσι με τις αναφυόμενες αιρέσεις και όχι από κάποια επιθυμία των θεολόγων της Εκκλησίας να εμβαθύνουν στην Ορθόδοξη Θεολογία. Δεν έκαναν δηλαδή οι Πατέρες μεταφυσική. Νοησιαρχική εμβάθυνσις στην Θεολογία δεν υπάρχει, στην Πατερική παράδοσι. Υπάρχει απλώς μία διασάφησις στην ορολογία και στην περιγραφή των Μυστηρίων της Εκκλησίας, όχι όμως προσπάθεια εμβαθύνσεως σ’ αυτά.

Οπότε η ιστορία της Ορθοδόξου θεολογίας δεν είναι η ιστορία της προσπαθείας κάποιων θεολόγων που φιλοσοφούν επάνω τα δόγματα. Η μόνη εμβάθυνσις στα δόγματα από Ορθοδόξου απόψεως είναι η χρήσις τους επάνω στην προσπάθεια που κάνει κάποιος για να φθάση κάποιος στην κατάστασι του φωτισμού. Αυτή είναι η Ορθόδοξη εμβάθυνσις στα Μυστήρια και στα δόγματα και όχι η νοησιαρχική εμβάθυνσις της λογικής του με σκοπό να προσπαθήση να κατανοήση τα Μυστήρια ή τα δόγματα ή να εισέλθη στο βάθος τους. Τα δόγματα δεν κατανοούνται. Τα δόγματα καταργούνται στην εμπειρία της θεώσεως, διότι αντικαθίστανται από την ίδια την ζώσα αλήθεια, την οποία εκφράζουν. Τα δόγματα είναι απλοί οδηγοί προς τον Θεό. Όταν κανείς δη τον Θεό, τότε το δόγμα καταργείται.

Μέσα λοιπόν σ’ αυτά τα πλαίσια έχομε τις Πατερικές διακρίσεις μεταξύ ουσίας και ενεργείας, καθώς και μεταξύ των υποστάσεων στον Θεό. Επίσης έχομε την ορολογία Τρεις υποστάσεις, Μία ουσία, Φυσική ενέργεια της ουσίας, Θεία Χάρις, Ομοούσιος, Γέννησις, Εκπόρευσις κλπ.

Αυτά είναι φιλοσοφικές διακρίσεις; Δηλαδή οντολογικές ή μεταφυσικές; Η απάντησις είναι όχι, διότι είναι θεοειδείς διακρίσεις. Γίνονται θεοπρεπώς. Αυτές οι διακρίσεις εξ επόψεως της εμπειρίας της θεώσεως δεν έχουν καμμία σχέσι με φιλοσοφικό στοχασμό. Όσοι έκαναν φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στα θέματα αυτά, έπεσαν σε αιρέσεις.


Πατερική Θεολογία Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+) Καθηγητού Πανεπιστημίου

 



 
Μέρος Πρώτον: Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας

44. Περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος

Θέωσις του ανθρώπου είναι η μετοχή του, στην ενέργεια του Θεού. Η θέωσις όμως της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού οφείλεται στην ένωσί Της με την ουσία του Θεού (ατρέπτως και αναλλοιώτως). Ο άνθρωπος, ο Άγιος, βλέπει την ενέργεια του Θεού. Ο Χριστός όμως βλέπει, γνωρίζει την ουσία του Θεού. Διότι έχομε υποστατική ένωσι του Λόγου με την ανθρώπινη φύσι του Χριστού στο πρόσωπο του Χριστού.

Έτσι ο άνθρωπος μετέχοντας στην ενέργεια του Θεού γνωρίζει μόνον ό,τι και όσα ο Θεός του αποκαλύπτει. Εάν ο άνθρωπος μετείχε κατά την εμπειρία της θεώσεως στην ουσία του Θεού, θα είχε όλη την γνώσι που έχει η Αγία Τριάς. Και, εφ’ όσον γνωρίζη ο άνθρωπος ότι δεν έχει όλη την γνώσι της Αγίας Τριάδος, γι’ αυτόν τον λόγον θεωρείται βλασφημία να πη ο άνθρωπος ότι μετέχει στην ουσία του Θεού. Στην ουσία του Θεού είναι τελείως αμέτοχος ο άνθρωπος.

Κάτοχοι της Θείας ουσίας είναι μόνον ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον. Την ουσία του Θεού γνωρίζει μόνον ο ίδιος ο Θεός. Ο Πατήρ γνωρίζει την ουσίαν Του, ο Υιός γνωρίζει την ουσίαν Του, το Πνεύμα το Άγιον γνωρίζει την ουσίαν Του. Οπότε η γνώσις της ουσίας του Θεού είναι κτήμα μόνον των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δεν είναι κτήμα των ανθρώπων η γνώσις αυτή. Διότι ο άνθρωπος γνωρίζει περί Θεού μόνον όσα γνωρίζει εξ αποκαλύψεως κατά την εμπειρίαν της θεώσεως.

Όμως αυτή η γνώσις της εμπειρίας της θεώσεως δεν είναι γνώσις. Διότι η ανθρωπίνη γνώσις βασίζεται στην ομοιότητα και την διαφορά. Εδώ όμως, επειδή δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου, η γνώσις αυτή περί Θεού δεν είναι γνώσις. Γι’ αυτό και η γνώσις αυτή, της εμπειρίας της θεώσεως λέγεται και αγνωσία! Και λέγεται αγνωσία, διότι ο άνθρωπος, που αξιούται της εμπειρίας της θεώσεως, υπερβαίνει τον εαυτό του. Γιατί; Διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως ο άνθρωπος φεύγει απ’ ό,τι ήξερε μέχρι τότε, εισέρχεται στον χώρο του ακτίστου, όπου δεν γνωρίζει τίποτε και γνωρίζει τον Θεόν μέσω του Θεού. Το μέσον της γνώσεως είναι ο ίδιος ο Θεός. Τότε γνωρίζει τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω δια του Λόγου. Γι’ αυτό είπε ο Χριστός: «Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα»81. Αυτό αναφέρεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος μόνον μέσω του Θεού, και μετά την Ενσάρκωσι μέσω του Χριστού, μπορεί να γνωρίση τον Θεόν.

Σ’ αυτήν τώρα την γνώσι μετέχει και η διάνοια (λογική) και ο νους (η νοερά ενέργεια και αίσθησι) και οι αισθήσεις και το σώμα του ανθρώπου. Ολόκληρος ο άνθρωπος μετέχει. Οπότε ολόκληρος ο άνθρωπος θεούται. Θεούται και το σώμα του γι’ αυτό και ευωδιάζει. Όχι μόνο η ψυχή του. Διότι μετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος στην εμπειρία της θεώσεως και όλος ο άνθρωπος βλέπει. Αλλά τι βλέπει; Αυτό είναι το θέμα. Τι βλέπει; Ούτε χρώμα βλέπει ούτε σχήμα βλέπει ούτε διαστάσεις βλέπει ούτε μέγεθος βλέπει ούτε φως βλέπει ούτε σκότος βλέπει. Δεν βλέπει τίποτε που να μοιάζη με τα ανθρώπινα, εκτός από την δεδοξασμένη ανθρώπινη φύσι του Χριστού, που είναι το κέντρο αυτής της αποκαλύψεως. Και, βλέποντας τον Χριστόν, τότε βλέπει και τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω.

Τώρα ερχόμεθα στο εξής: Άλλη είναι η σχέσις μεταξύ των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος, δηλαδή η αλληλοπεριχώρησις των τριών Προσώπων, άλλη είναι η ένωσις της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού με τον Λόγον και άλλη είναι η ένωσις των θεουμένων με τον Θεόν. Ειδικώτερα αυτά τα δύο τελευταία είναι δύο διαφορετικά πράγματα εξ επόψεως ανθρωπίνης εμπειρίας. Διότι, ενωμένος ο θεούμενος με τον Θεόν Πατέρα μέσω της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, διαπιστώνει ότι διαφορετικά μετέχομε εμείς οι άνθρωποι στο άκτιστο, διαφορετικά μετέχει η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού στο άκτιστο και άλλη σχέσι έχουν μεταξύ τους τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

Για να μπορή λοιπόν να γίνη σωστή κατάταξις αυτής της πνευματικής εμπειρίας και πραγματικότητος, έκαναν οι Πατέρες τις παραπάνω διακρίσεις. Για ποιον απώτερο λόγο; Δεν τις έκαναν για να κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, αλλά τις έκαναν για να πολεμήσουν εναντίον των αιρετικών, οι οποίοι έκαναν εσφαλμένες ερμηνείες επάνω στα θέματα αυτά. Το έργο αυτό των Πατέρων, το να χρησιμοποιούν δηλαδή τέτοια ειδική ορολογία, δεν έγινε για την κατανόησι κανενός δόγματος, διότι ο σκοπός του δόγματος δεν είναι η κατανόησίς του, αλλά η κατάργησίς του, η οποία συμβαίνει όταν ο άνθρωπος ενωθή με το ίδιο το Μυστήριο που εκφράζει το δόγμα. Τότε καταργείται το δόγμα, το οποίο ούτως ή άλλως δεν έγινε ποτέ κατανοητό εξ επόψεως νοησιαρχικής. Καταργείται το δόγμα, εφ’ όσον υπάρχη πια ένωσις με το ίδιο το Μυστήριο.

Η ένωσις όμως με το Μυστήριο δεν σημαίνει ότι καταργείται το Μυστήριο. Το Μυστήριο παραμένει. Ο άνθρωπος ενωμένος με το Μυστήριο της Αγία Τριάδος είναι ενωμένος με Κάποιον, ο οποίος ξεφεύγει από όλα τα νοήματα των ανθρώπων. Διότι ο άνθρωπος, όταν έχη όρασι, εμπειρία του Μυστηρίου, όταν δηλαδή βρεθή σε κατάστασι θεώσεως, αντιμετωπίζει κάτι το απερίγραπτο. Όχι μόνο οι υποστάσεις του Θεού είναι απερίγραπτες (εκτός από την ανθρώπινη υπόστασι του Χριστού), αλλά και η ενέργεια του Θεού είναι στην κυριολεξία απερίγραπτη. Δεν εντάσσεται η γνώσις της ενεργείας του Θεού μέσα στις γνωσιολογικές δυνατότητες του ανθρώπου. Η γνώσις των ενεργειών του Θεού υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν λέμε ότι στον Θεό υπερβαίνεται ο νόμος των αντιθέσεων του Αριστοτέλους, αυτό δεν ισχύει μόνο για την ουσία του Θεού, αλλά και για την ενέργεια του Θεού. Όταν π.χ. οι Πατέρες λένε ότι ο Θεός κατοικεί μέσα σε Φως («Φως οικών απρόσιτον»82) ή μέσα σε Σκότος («Γνόφος υπό τους πόδας Αυτού»83), καθώς και ότι ο Θεός είναι λόγος, άλογος, υπέρλογος, δεν εννοούν την ουσία του Θεού, αλλά την ενέργεια του Θεού.

Οπότε η Αποφατική λεγομένη Θεολογία δεν ισχύει μόνο για την ουσία του Θεού, αλλά και για την ενέργεια του Θεού. Η ενέργεια του Θεού δεν έχει καμμία ομοιότητα με καμμία από τις γνωστές μορφές ενεργείας του κόσμου τούτου. Διότι ποιο κτίσμα, ποια ενέργεια «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς»;

Μόνον το γεγονός της παρουσίας, της αποκαλύψεως του Θεού στον θεούμενο, καθιστά γνωστό σε μας το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης, όχι μόνον μεταξύ της ουσίας ή των υποστάσεων του Θεού αφ’ ενός και των κτισμάτων αφ’ ετέρου, αλλά και μεταξύ της ενεργείας του Θεού και των κτισμάτων.

Η εμπειρία της θεώσεως υπερβαίνει την γνωστική δύναμη του ανθρώπου. Στην Αποφατική Θεολογία έχομε όλες αυτές τις εκφράσεις, όπως «γνωρίζει αγνώστως», «γνωρίζει υπεραγνώστως» κλπ.

Αυτή η περίεργη ορολογία των Πατέρων της Εκκλησίας είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο Θεός ως γνωστικόν αντικείμενον δεν υποπίπτει στις γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου. Οπότε από αυτής της απόψεως οι διακρίσεις, που γίνονται στους Πατέρες μεταξύ ουσίας και ενεργείας ή μεταξύ των υποστάσεων της ουσίας, δεν έχουν καμμία σχέσι με μεταφυσική, οντολογία, Αριστοτέλη, Πλάτωνα κλπ. Με κανένα από αυτά τα πράγματα δεν έχουν σχέσι.

Παρατηρείται όμως ότι, οι Πατέρες άλλαζαν ορολογία από καιρό σε καιρό και έκαναν προσαρμογή της ορολογίας τους, για να βρουν τους σωστούς όρους ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής. Αυτό όμως το έκαναν, όχι για να κατανοήσουν καλύτερα την διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά για να χτυπήσουν τις αιρέσεις που ανεφύοντο. Διότι η κατανόησις της διδασκαλίας της Εκκλησίας έρχεται από τον φωτισμό και την θέωσι και όχι από φιλοσοφική ή φιλολογική διεργασία ή από φιλοσοφικό στοχασμό επάνω σε αυτήν την διδασκαλία.

Ο σκοπός του δόγματος, που διατυπώνουν οι Πατέρες, δεν είναι η κατανόησίς του, αλλά η δια του δόγματος ένωσις του ανθρώπου με τον Θεό. Όταν συμβή ο άνθρωπος να ενωθή κατά χάριν με τον Θεό, όταν δηλαδή του αποκαλυφθή το Μυστήριο του Θεού, τότε καταργείται το δόγμα.

 

Σημειώσεις

81. Ιω. 14, 9.

82. Α΄ Τιμ. 6, 16.

83. Ψαλμ. 17, 10.


Πατερική Θεολογία Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+) Καθηγητού Πανεπιστημίου

 



 
Μέρος Πρώτον: Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας

56. Περί προσευχής

Εάν παρευρεθήτε ποτέ σε συνάξεις Παπικών ή Προτεσταντών, επικρατεί η συνήθεια να κάνουν αυτοσχέδιες προσευχές. Αυτή η παράδοσις προέρχεται κυρίως από την Προτεσταντική επανάστασι, τότε που διάβαζαν πολύ προσεκτικά την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Διάβαζαν δηλαδή τότε στο Ευαγγέλιο ότι έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο. Έτσι ο άνθρωπος (κατ’ αυτούς) υποκινείται στο να προσεύχεται από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έρχεται μέσα του. Κατ’ αυτούς λοιπόν απόδειξις ότι κάποιος έχει επάνω του Άγιο Πνεύμα είναι το ότι ο άνθρωπος αυτός προσεύχεται. Διότι το Άγιο Πνεύμα που έχει μέσα του τον υποκινεί και τον εμπνέει να προσεύχεται. Επειδή λοιπόν στους Προτεστάντες κατά την εποχή της Μεταρρυθμίσεώς τους υπήρχε αυτή η ερμηνεία, διετηρήθη μέχρι σήμερα σ’ αυτούς. Πιστεύουν δηλαδή ότι ο άνθρωπος, όταν θέλη να προσευχηθή, έρχεται υποχρεωτικά το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο τον υποκινεί και τον εμπνέει να προσεύχεται σωστά.

Στην Ορθόδοξη Παράδοσι όμως επικρατεί κάτι άλλο. Οσάκις η Γραφή ομιλεί περί προσευχομένου Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο, όταν δηλαδή λέγη ότι το Άγιο Πνεύμα προσεύχεται μέσα στον Προφήτη ή μέσα στον Απόστολο, δεν ομιλεί περί λογικής προσευχής, αλλά περί νοεράς. Αυτή δηλαδή η λατρεία, δεν είναι λογική λατρεία, αλλά νοερά102.

Έτσι υπάρχει μεν η λογική λατρεία, που γίνεται με την λογική του ανθρώπου, την οποία προσφέρομε στον Θεό, όταν διαβάζωμε ή ψάλλωμε τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Η Θεία Λειτουργία π.χ. είναι λογική λατρεία, όπως λογικές λατρείες είναι όλες οι τυπωμένες σε κείμενα ακολουθίες της Εκκλησίας. Η νοερά λατρεία όμως, που είναι ποιοτικά ανώτερης μορφής λατρεία, δεν είναι λατρεία που προσφέρεται στον Θεό από τον άνθρωπο με πρωτοβουλία του ανθρώπου. Και τούτο διότι σε κάποιο στάδιο της πνευματικής αναπτύξεως του ανθρώπου ήλθε το Πνεύμα το Άγιο στον άνθρωπο αυτόν, στην καρδιά του, και μετέφερε την λατρεία του Θεού από τον εγκέφαλο στον χώρο της καρδιάς. Οπότε στον άνθρωπο αυτόν γίνεται πλέον η λατρεία του Θεού νοερώς στον χώρο της καρδιάς. Τότε η διάνοια παρακολουθεί την νοερά προσευχή, αλλά δεν συμμετέχει με λογικά σχήματα. Απλώς αφουγκράζεται την προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά. Αυτή είναι η ευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.

Όταν το Άγιο Πνεύμα προσεύχεται νοερά μέσα στον άνθρωπο, όπως είπαμε προηγουμένως, τότε εκείνος ο άνθρωπος την περίοδο εκείνη γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος και μάλιστα ο χώρος της καρδιάς του γίνεται το θυσιαστήριο αυτού του ναού. Και το αισθάνεται αυτό ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος τότε γίνεται ακροατής της ευχής του Αγίου Πνεύματος103. Τότε η καρδιά του ανθρώπου γίνεται παπάς και ψάλτης και ο άνθρωπος εκείνος βιώνει της εσωτερική - μυστική ιερωσύνη. Τότε γίνεται μέλος του Βασιλείου Ιερατεύματος. Τότε γίνεται ενεργεία μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας, διότι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα τον εισήγαγε στο μυστικό Σώμα του Χριστού, στην όντως Εκκλησία. Το Χρίσμα, το οποίο εδέχετο ο Χριστιανός στην αρχαία Εκκλησία, ήταν ακριβώς η επιβεβαίωσις, η σφραγίδα ότι ο Χριστιανός εκείνος είχε γίνει μέλος του Σώματος του Χριστού.

Όταν ο άνθρωπος, στον οποίο ενεργείται η προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά, θελήση να προσευχηθή λογικά104, μπορεί να το κάνη αυτό και να προσεύχεται με άλλους στίχους από εκείνους που ακούει μυστικά μέσα στην καρδιά του. Μπορεί όμως επίσης να αφεθή και να επαναλαμβάνη ή να απαγγέλλη εκείνα που ακούει να λέγονται μέσα στην καρδιά του.

Στην Ορθόδοξη Παράδοσι όμως ένας ο οποίος δεν βρίσκεται σε αυτήν την πνευματική κατάστασι της νοερής προσευχής, δεν κάνει αυτοσχέδιες προσευχές, αλλά προσεύχεται λογικά χρησιμοποιώντας τις προσευχές των ακολουθιών της Εκκλησίας. Διότι η αυτοσχέδια προσευχή πνευματικά είναι πάρα πολύ επικίνδυνη για όσους δεν έχουν τις ανάλογες πνευματικές προϋποθέσεις105. Εκείνος που ξέρει πώς να προσεύχεται σωστά είναι ο Παράκλητος, δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο, ο Οποίος διδάσκει τον άνθρωπο πώς να προσεύχεται σωστά, καθώς επίσης και ο άνθρωπος που έχει διδαχθή από το Άγιο Πνεύμα πως να προσεύχεται σωστά.

Αυτή η κατάστασις για την οποία ομιλεί ο Χριστός, όταν λέγη ότι θα έλθη το Πνεύμα το Άγιον να κατοικήση μέσα σας και μαζί με το Πνεύμα το Άγιο θα έλθω και εγώ μαζί με τον Πατέρα μου και θα κατοικήσωμε μέσα σας - το λέγει καθαρά αυτό ο Χριστός -, και μάς λέγει και πώς θα γίνη αυτό και επίσης μας λέγει «αιτείτε και δοθήσεται υμίν»106 και μιλάει για προσευχή και μιλάει για αγάπη, όλα αυτά αν τα συνδυάση κανείς, τι συμπέρασμα βγάζει; Ότι μιλάει ο Χριστός για μία κατάστασι, κατά την οποία, όταν έλθη ο Χριστός και το Πνεύμα το Άγιο και κατοικήση μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος αυτός θα το ξέρη ότι γίνονται αυτά μέσα του; Ή μήπως, όταν γίνουν αυτά σε έναν άνθρωπο, ο άνθρωπος αυτός δεν θα το ξέρη, δεν θα το καταλάβη; Δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο, όταν έρχεται μέσα στον άνθρωπο, έρχεται απαρατήρητα ή μετά παρατηρήσεως (εσωτερικής); Ή μήπως θα έλθη, επειδή το είπε κάποιος Δεσπότης ή κάποιος παπάς;

Θυμάμαι, όταν ήμουν νεοχειροτονημένος παπάς, έλεγα και εγώ εκείνο που λέγει ο απόστολος Παύλος ότι «ημείς εσμεν ναός του Αγίου Πνεύματος»107 και αν φθείρετε τον ναόν τούτον… κλπ. και συζητούσαμε και λέγαμε και λέγαμε κάνοντας ηθικολογία επάνω σ’ αυτά που έλεγε ο απόστολος Παύλος. Αλλά ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος στην ενορία της Κορίνθου, στο σημείο που έλεγε ότι ημείς εσμεν ναός του Αγίου Πνεύματος, ημείς εσμεν μέλη του σώματος του Χριστού, και έχετε το Πνεύμα το Άγιο μέσα σας κλπ., αν διαβάσετε όλα αυτά προσεκτικά, θα δήτε ότι αναφέρεται σε τι είδος πιστών; Διότι λέγει: «Θέλω πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις»108. Δηλαδή αναφέρεται στους λαλούντας γλώσσαις (σ’ εκείνους δηλαδή που είχαν στην κατοχή τους διάφορα είδη της νοεράς προσευχής).

Λένε οι παπάδες από τον άμβωνα: ξέρετε, αγαπητοί μου Χριστιανοί, δεν πρέπει να στεναχωριέστε… Να, ο απόστολος Παύλος λέγει ότι το Πνεύμα το Άγιο είναι, μέσα μας και μας καθοδηγεί και ξέρει το Πνεύμα τι ανάγκες έχομε και πώς να προσευχηθή… κλπ.. Δηλαδή κάνουν μία ομιλία, μιλάνε για κάποια προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο, την οποία ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ούτε ξέρει ότι ενεργείται μέσα του ούτε την διακρίνει μέσα του, την οποία δηλαδή δεν ακούει ο άνθρωπος να τελήται εσωτερικά, μέσα του.

Όμως εκείνη η προσευχή του Αγίου Πνεύματος, για την οποία μιλάει ο απόστολος Παύλος, είναι αισθητή ή όχι; Ο Απόστολος Παύλος δηλαδή μιλάει έτσι αόριστα για κάποια προσευχή του Αγίου Πνεύματος, για αόριστη συμμετοχή στο Σώμα του Χριστού; Ή μας δίνει συγκεκριμένα βιωματικά στοιχεία για το πώς συμβαίνει αυτό; Δηλαδή υπάρχει νοερά αίσθησις, αισθητή εσωτερική αντίληψις ή όχι σ’ εκείνα για τα οποία μιλάει έτσι ο απόστολος Παύλος;

Διαβάζοντας όμως τους Πατέρες της Εκκλησίας, βλέπομε το εξής: Ότι δηλαδή αποκλείεται κάποιος να είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και να μη το καταλαβαίνη, να μην έχη δηλαδή αίσθησι ο ίδιος ότι είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Διότι «το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού»109. Το Πνεύμα όμως πώς συμμαρτυρεί «τω πνεύματι ημών»; Δεν είναι αυτό η νοερά προσευχή; Διότι, αν δεν είναι αυτό η νοερά προσευχή, τότε τι είναι; Είναι καμμιά φαντασία κανενός φαντασμένου ανθρώπου;

Λοιπόν με την φράση: «το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» δεν εννοείται τίποτε άλλο, παρά η νοερά προσευχή. Και αυτή η νοερά αίσθησις, αυτή η κατάστασις, αυτή η εμπειρία του Χριστιανού, όταν ενεργείται από το Άγιο Πνεύμα, αυτή η είναι η Πατερική παράδοσις από γενεά σε γενεά. Βάσει αυτής ένας πνευματικός πατέρας ξέρει πότε το πνευματικό του παιδί έχει φθάσει από την κάθαρσι στο φωτισμό. Μπορεί ένας πνευματικός πατέρας να το ξέρη αυτό ή όχι; Και πώς το ξέρει αυτό; Πώς δηλαδή ξέρει αν το πνευματικό του παιδί έφθασε στην κατάστασι φωτισμού; Από αυτά που είπαμε. Έτσι, όταν μιλάμε για εμπειρική Θεολογία μιλάμε για εμπειρική ευσέβεια (όχι για ευσεβισμό). Η Θεολογία είναι εμπειρική ευσέβεια. Δεν είναι λόγια, αλλά είναι κάτι το πολύ συγκεκριμένο.

 

Σημειώσεις:

102. Γίνεται δηλαδή με την καρδιά, την οποία κινεί η θεία Χάρις και όχι με την λογική.

103. Α’ Πέτρ. 2, 9.

104. Διαβάζοντας ή ψάλλοντας κάτι μέσα στον ναό ή κάνοντας αυτοσχέδια προσευχή ή επαναλαμβάνοντας μία μονολόγιστη ευχή.

105. Παράδειγμα είναι ο Φαρισαίος του Ευαγγελίου, ο οποίος έπεσε σε υπερηφάνεια.

106. Ματθ. 7, 7.

107. Η ακριβής διατύπωσις είναι: «Ουκ οίδατε ότι ο ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; Ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός· ο γαρ ναός του Θεού άγιός εστιν, οίτινες εστε υμείς» (Α’ Κορ. 3, 16-17).

108. Α’ Κορ. 14, 5.

109. Ρωμ. 8, 16.