Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Το Θαύμα της Προσευχής των θλιμμένων και ταπεινών by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης


ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
(1866–1938)
«Ο Κύριος, δεν ευαρεστείται με την προσευχή των υπερηφάνων. Όταν όμως θλίβεται η ψυχή του ταπεινού ανθρώπου, ο Κύριος πάντα την εισακούει.
Ένας γέρος ασκητής, που ζούσε στις πλαγιές του όρους Άθω, είδε ότι οι προσευχές των μοναχών ανέβαιναν στους ουρανούς και εγώ δεν εκπλήττομαι γι’ αυτό.
Ο ίδιος γέροντας, όταν ήταν μικρός και έβλεπε την στεναχώρια του πατέρα του για την ανομβρία που απειλούσε να καταστρέψει την συγκομιδή, απομακρύνθηκε στο βάθος του κήπου και προσευχήθηκε:
‘‘Κύριε, Εσύ είσαι Ελεήμων, Εσύ μας δημιούργησες, Εσύ μας τρέφεις και μας ενδύεις όλους. Βλέπεις, Κύριε, πώς στενοχωριέται ο πατέρας μου για την ανομβρία. Ρίξε τώρα βροχή στην γη!’’.
Και τα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό και κατέβηκε η βροχή και πότισε την γη.
Ένας άλλος γέροντας που ζούσε κοντά στην θάλασσα, μου διηγήθηκε το εξής:
‘‘Ήταν μια νύχτα σκοτεινή… Ο αρσανάς, ήταν γεμάτος από ψαρόβαρκες. Ξέσπασε θύελλα και πολύ γρήγορα δυνάμωσε. Οι βάρκες, άρχισαν να χτυπούν η μία την άλλη. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τις συγκρατήσουν, αλλά αυτό ήταν αδύνατον μέσα στην βροχή και την θύελλα. Επικρατούσε μεγάλη σύγχυση. Οι ψαράδες, φώναζαν με όλη τους την δύναμη και ήταν φοβερό να ακούς κραυγές φοβισμένων ανθρώπων! Λυπήθηκα τον λαό του Θεού και άρχισα να προσεύχομαι με δάκρυα:
Κύριε, κάνε την θύελλα να κοπάσει! Σταμάτησε τα κύματα! Λυπήσου τους πονεμένους ανθρώπους Σου και σώσε τους!’.
Και σταμάτησε η θύελλα, γαλήνεψε η θάλασσα, και οι άνθρωποι, με ειρήνη πλέον, ευχαριστούσαν τον Θεό’’.
Υπήρξε εποχή που νόμιζα ότι ο Κύριος κάνει θαύματα μόνο με τις προσευχές των Αγίων. Τώρα όμως έμαθα ότι ο Κύριος θα κάνει το θαύμα Του και στον αμαρτωλό, αμέσως μόλις ταπεινωθεί η ψυχή του. Γιατί, όταν ο άνθρωπος μάθει την ταπείνωση, τότε ο Κύριος εισακούει τις προσευχές του.
Πολλοί λένε, από έλλειψη πείρας, ότι ‘‘ο τάδε άγιος έκανε θαύμα’’, αλλά εγώ έμαθα ότι το Άγιο Πνεύμα που ζει μέσα στον άνθρωπο κάνει τα θαύματα. Ο Κύριος ‘‘πάντας Ανθρώπους θέλει σωθήναι’’ (Α΄ Τιμ. β΄ 4) για να μένουν αιώνια μαζί Του. Γι’ αυτό και ακούει τις προσευχές του αμαρτωλού ανθρώπου και, αυτό, ή για το όφελος των άλλων ή για αυτού του ίδιου που προσεύχεται».
Από Rousou Mina

Η ανταμοιβή είναι ανάλογη με τον κόπο. by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης



Λένε για τον Αββά Ησαΐα, πως πήγε κάποτε σε κάποιο κτηματία, που αλώνιζε τα σπαρτά του, και κρατώντας ένα ζεμπίλι του είπε:
– Δος μου, νάχεις την ευχή μου, λίγο σιτάρι. Κι’ αυτός τον κοίταξε καλά-καλά και του απάντησε.
– Γιατί να σου δώσω Γέροντα; μήπως ήλθες κι’ εσύ να με βοηθήσεις στο θέρο;
– Όχι, του απάντησε εκείνος.
– Τότε πως ζητάς να σου δώσω σιτάρι; του λέει ο κτηματίας.
– Όποιος λοιπόν δεν θερίζει, δεν έχει δικαίωμα σε τίποτα; του απάντησε ο Γέροντας.
– Ναι, Γέροντά μου, σε τίποτε απολύτως, του είπε ο κτηματίας.
Ύστερα από αυτή τη συζήτηση έφυγε ο Αββάς. Οι αδελφοί λοιπόν που τον είδαν να πηγαίνει προς τ’ αλώνι, τρέξανε κοντά του κι’ αφού του έβαλαν μετάνοια τον ρώτησαν.
– Γιατί το έκανες αυτό, Γέροντα;
Και τους αποκρίθηκε εκείνος:
– Το έκανα, για να το έχουμε όλοι μας σαν παράδειγμα, πως οποίος δεν κοπιάσει, δεν μπορεί να περιμένει από το Θεό καμιά ανταμοιβή.
Ένας άλλος Γέροντας ησύχαζε μέσα στην έρημο κι’ ως δώδεκα μίλια μακρυά από τη νερομάνα που υδρεύονταν. Κάποτε λοιπόν που πήγαινε να γεμίσει τ’ ασκιά του παρακουράσθηκε και είπε με το νου του: Γιατί να κάνω άσκοπα τόσο κόπο και δεν έρχομαι να μείνω κάπου εδώ κοντά στο νερό;
Την ώρα λοιπόν που έκανε τον λογισμό αυτό, αισθάνθηκε πως κάποιος τον ακολουθούσε. Και γυρίζοντας, είδε πραγματικά έναν, που ερχόταν από πίσω του και που μετρούσε τα βήματα του· και τον ρώτησε ο Γέροντας· ποιός είσαι του λόγου σου και τί κάνεις εδώ;
– Άγγελος του Κυρίου είμαι, και μ’ έστειλε, για να μετρώ τα βήματά σου και να δώσω ανάλογα και την ανταμοιβή σου. Και λέγοντας αυτά χάθηκε από εμπρός του.
Ο Γέροντας λοιπόν από τη στιγμή εκείνη, αναπτερώθηκε, και πήρε κουράγιο, κι’ αποφάσισε να δείξει μεγαλύτερη προθυμία στο κόπο. Πήγε λοιπόν παραμέσα ακόμη στην έρημο, και πέντε μίλια ακόμη μακρύτερα από τη νερομάνα.
Μα και για τον Αββά Χαιρήμονα, που έμενε σε Σκήτη, λένε πως η σπηλιά, που χρησιμοποιούσε, ήταν σαράντα ολόκληρα μίλια μακρυά από την Εκκλησία, και δώδεκα μίλια από το νερό και από το έλος, που έκοβε τα βούρλα για τα πλεκτά του.
Κι’ όμως ο Γέροντας καθόλου δεν υπολόγισε, ούτε τον κόπο που έκανε, για να κουβαλά το νερό και τα βούρλα. Ούτε και φοβήθηκε την απόσταση από την Εκκλησιά, παρά πήγαινε τακτικότατα, κάθε Κυριακή, στην Ιερά Σύναξη…
Ευεργετινός

H νυχτερινή Προσευχή καθαρίζει τη σκουριά των αμαρτιών μας by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης



Άναψε τη ψυχή με τη προσευχή.
Πίστεψέ με, δεν έχει τόσο την ικανότητα να καθαρίζει τη σκουριά η φωτιά, όσο η νυχτερινή προσευχή τη σκουριά των αμαρτιών μας.
Ας ντραπούμε, αν όχι κανέναν άλλον, τους νυκτερινούς φύλακες. Εκείνοι περιέρχονται τους δρόμους για τον ανθρώπινο νόμο, φωνάζοντας δυνατά μέσα στην παγωνιά και περπατώντας μέσα από τα στενά, και πολλές φορές βρέχονται και παγώνουν για σένα και την σωτηρία σου καιγια τη φύλαξη των χρημάτων σου.
Εκείνος για τα χρήματα σου παίρνει τόσα προνοητικά μέτρα, ενώ εσύ ούτε για τη δική σου ψυχή; Και μάλιστα εγώ δεν σε αναγκάζω να περιφέρεσαι έξω στο ύπαιθρο όπως εκείνος, ούτε να πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, αλλά μένοντας μέσα σ’ έναν απόμερο χώρο, στο ίδιο το δωμάτιο σου, γονάτισε, παρακάλεσε τον Δεσπότη.
Γιατί αυτός ο ίδιος ο Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στο όρος των Ελαιών;
Όχι για να γίνει πρότυπο για μας; Τότε αναπνέουν τα φυτά, τη νύχτα εννοώ· τότε και η ψυχή, ακόμη περισσότερο απ’ αυτά, δέχεται τη δροσιά.
Αυτά τα οποία ο ήλιος της ημέρας τα ξήρανε, αυτά τη νύχτα δροσίζονται. Αποτελεσματικότερα από κάθε δροσιά είναι τα δάκρυα που χύνονται εναντίον των επιθυμιών και κάθε φλογώσεως και καύσωνα και δεν αφήνουν να πάθουμε κανένα κακό.
Αν δεν απολαύσει (η ψυχή) αυτή τη δροσιά, την ημέρα θα ξεραθεί εντελώς. Αλλά όχι, να μη συμβεί κανένας από μας να τροφοδοτήσει εκείνη τη φωτιά, αλλά αφού δροσιστούμε και απολαύσουμε τη φιλανθρωπία του Θεού, έτσι όλοι να ελευθερωθούμε από το φορτίο των αμαρτιών μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος 

Τι είναι προσευχή: Μπορούμε αυτό το καταφύγιο να το βρούμε και στο σπίτι μας by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης


Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
«Και ο Κύριος έγινε καταφύγιο για τον φτωχό, βοηθός στην κατάλληλη στιγμή των θλίψεων» (Ψαλμ. 9, 10).
Αυτός, λέγει ο Προφήτης Δαυίδ, με ασφάλισε, διότι τίποτε δεν είναι ίσο με αυτό το καταφύγιο, τόσο εύκολο και τόσο ασφαλές. Επειδή τα άλλα καταφύγια είναι δυνατόν να τα επιβουλευτούν και δεν μπορεί κανείς να τα βρει γρήγορα και έτοιμα, αλλά εμποδίζονται και από τον τόπο, και από τον χρόνο και από χιλιάδες άλλους παράγοντες, ενώ αυτήν πάντα την βρίσκεις κοντά σου, εάν μόνον την επιζητήσεις με σωστό τρόπο. Διότι «τότε θα φωνάξεις και ο Θεός θα σε ακούσει, και ενώ εσύ ακόμα μιλάς θα σου πει, να εγώ είμαι κοντά σου» (Ησ. 58, 9). Και «εγώ ο Θεός που είμαι κοντά σου και όχι Θεός απόμακρος» (Ιερ. 23, 23)· δεν χρειάζεται λοιπόν να διανύσουμε απόσταση, ούτε να πάμε σε άλλους τόπους, αλλάμπορούμε αυτό το καταφύγιο να το βρούμε και στο σπίτι μας.
Η προσευχή είναι το τείχος των πιστών, το όπλο μας το ακατανίκητο, η προσευχή είναι μέσον τηςκαθάρσεως της ψυχής μας, η προσευχή είναι η απολύτρωση των αμαρτημάτων μας, η προσευχή είναι η προϋπόθεση κάθε καλού. Διότι η προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά διάλογος με το Θεό και συνομιλία με το Θεό. Ποιός λοιπόν θα μπορούσε να είναι πιο ευτυχισμένος από αυτόν που αξιώθηκε να ομιλεί συνεχώς στον Δεσπότη;
Είναι μεγάλο όπλο η προσευχή, εάν γίνεται με κατάλληλη διάθεση. Είναι μεγάλο όπλο η προσευχή, μεγάλη ασφάλεια, μεγάλος θησαυρός, μεγάλο λιμάνι, περιοχή απαραβίαστη. Μεγάλο αγαθό η προσευχή. Διότι εάν κάποιος συζητώντας με κάποιον ενάρετο άνθρωπο, παίρνει όχι μικρή ωφέλεια απ’ αυτόν, εκείνος που αξιώθηκε να κάνει διάλογο με το Θεό, πόσα αγαθά δεν θα απολαύσει; Επειδή η προσευχή είναι διάλογος με το Θεό.
Δεν υπάρχει τίποτε δυνατότερο ούτε ίσο με την προσευχή… Καμία σχέση δεν έχει με αυτή τη ζωή κατά την διάρκεια της προσευχής αυτός που προσεύχεται σωστά· ακόμη και αν βράζει μέσα του ο θυμός, εύκολα υποχωρεί, και αν ανάβει η επιθυμία, σβήνει, και αν τον λιώνει ο φθόνος, διώχνεται με πολλή ευκολία…
Όπως ακριβώς όταν φανούν οι ακτίνες του ηλίου, φεύγουν όλα τα θηρία και κρύβονται στις φωλιές τους, έτσι και όταν η προσευχή βγει σαν ακτίνα από το στόμα και την γλώσσα μας, φωτίζεται ο νους, και όλα τα άλογα και άγρια πάθη φεύγουν δραπετεύοντας και κρύβονται στις φωλιές τους, μόνο όμως όταν προσευχόμαστε σωστά, με ψυχή άγρυπνη και νου προσεκτικό.
Αυτός που μπορεί να προσεύχεται με αφοσίωση, έστω και αν είναι πολύ πτωχός, είναι όμως ο πλουσιότερος από όλους· όπως ακριβώς πάλι αυτός που έχει στερηθεί την προσευχή, έστω και αν κάθεται στον βασιλικό θρόνο, είναι πτωχότερος από όλους.
Βασιλέας δεν ήταν ο Αχαάβ και είχε άφθονα πλούτη; Επειδή όμως στερείτο την προσευχή, έψαχνε να βρει τον Προφήτη Ηλία για να τον βοηθήσει, έναν άνθρωπο που δεν είχε σπίτι, ούτε ρούχα, παρά μόνο μια προβιά. Πώς γίνεται συ, με τόσες αποθήκες γεμάτες από αγαθά, να ζητείς αυτόν που δεν έχει τίποτε; Τί να τις κάνω τις αποθήκες, λέγει, αφού αυτός με την προσευχή του έκλεισε τον ουρανό και όλα όσα έχω μου τα αχρήστευσε; Βλέπεις ότι ο Ηλίας ήταν πλουσιότερος από τον βασιλέα;
Και όσο αυτός σιωπούσε και δεν προσευχόταν να βρέξει, εκείνος με όλα του τα στρατεύματα βρισκόταν σε μεγάλη πτώχεια. Τι θαυμαστό πράγμα! Δεν είχε ενδύματα ο Ηλίας να φορέσει και έκλεισε τον ουρανό. Και γι’ αυτό τον έκλεισε, επειδή ήταν ρακένδυτος. Επειδή δεν είχε τίποτε, γι’ αυτό έγινε τόσο δυνατός· και μόλις κίνησε τα χείλη του σε προσευχή, έκανε να πέσουν με τη βροχή από τον ουρανό άφθονοι θησαυροί. Ω, στόμα που χωρά μέσα του πηγές υδάτων! Ω, γλώσσα από την οποία ξεχύνονται βροχές! Ω, φωνή από την οποία έρχονται αναρίθμητα αγαθά!
Τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από τον άνθρωπο που προσεύχεται γνήσια. Η προσευχή είναι φωτιά και μάλιστα όταν αναπέμπεται από προσεκτική και άγρυπνη ψυχή. Δεν είναι μικρός σύνδεσμος του ανθρώπου με το Θεό η προσευχή, αφού μας συνηθίζει να μιλούμε μαζί Του και μας οδηγεί στην φιλοσοφημένη ζωή.
Εάν με το να ανακοινώσει κάποιος τις συμφορές του σε ανθρώπους και διηγηθεί τα βάσανά του αισθάνεται κάποια παρηγοριά, διότι ανακουφίζεται με όσα λέγει, πολύ περισσότερο θα ειρηνεύσεις και θα παρηγορηθείς αν ανακοινώσεις στον Κύριό σου με την προσευχή τα παθήματα της ψυχής σου. Και οι μεν άνθρωποι βαριούνται πολλές φορές αυτόν που θρηνεί και οδύρεται προς αυτούς και τον απομακρύνουν, ο Θεός όμως ποτέ δεν το κάνει αυτό, αλλά αντίθετα τον πλησιάζει και τον προσελκύει. Και όλη την ημέρα αν διηγείσαι τις συμφορές σου, περισσότερο σε αγαπά και σε ακούει. Ο Θεός συνηθίζει πάντοτε να ξεπερνά και να προλαβαίνει τα αιτήματά μας.
Όπως μία πόλη ατείχιστη εύκολα καταλαμβάνεται από τους εχθρούς, επειδή δεν τους εμποδίζει κανείς, έτσι και μία ψυχή που δεν είναι περιφραγμένη με προσευχές και με δεήσεις εύκολα την υποτάσσει ο διάβολος και την κάνει δεκτική κάθε αμαρτίας και κακώσεως.
Αν στερήσεις τον εαυτό σου από την προσευχή, είναι σαν να έβγαλες το ψάρι από τη θάλασσα- διότι όπως το ψάρι ζει με το νερό, έτσι και συ ζεις με την προσευχή· και όπως εκείνο πλέει, εύκολα επάνω στο νερό, και πηγαίνει όπου θέλει, έτσι και συ με την προσευχή θα περάσεις τους ουρανούς και θα πλησιάσεις το Θεό.
Όπως το χρυσάφι και οι πολύτιμοι και ωραίοι λίθοι και τα μάρμαρα κοσμούν τα σπίτια των βασιλέων, έτσι και η προσευχή κοσμεί τον άνθρωπο και τον κάνει κατοικία του Χριστού.
«Κάμπτω», λέει, «τα γόνατά μου προς τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού… για να κατοικήσει το Χριστός με την πίστη στις καρδιές μας…»(Εφεσ. 3. 14, 17). Πώς και με τι μπορείς να εγκωμιάσεις την προσευχή, η οποία σε κάνει ναό και κατοικία του Θεού; Εκείνος τον οποίο δεν χωρούν οι ουρανοί, έρχεται και μπαίνει στη ψυχή εκείνου που ζει με προσευχές.
Όμως πρέπει κι εμείς να ακούσουμε τα λόγια και τις παραγγελίες του Θεού και πάντοτε να προσπαθούμε να πολιτευόμαστε με ύμνους και προσευχές και περισσότερο να έχουμε το νου και το σώμα μας προσηλωμένα στη λατρεία και δοξολογία του Θεού παρά στις βιοτικές μέριμνες, διότι ζώντας έτσι θα ζούμε όπως πραγματικά πρέπει να ζουν οι άνθρωποι. Επειδή όποιος δεν προσεύχεται στο Θεό, ούτε επιθυμεί να συνομιλεί συχνά μαζί Του, αυτός είναι νεκρός και άψυχος και βρίσκεται μέσα στην αγνωσία διότι πρώτο σημάδι της αγνωσίας είναι το να μη γνωρίζει κάποιος το μεγαλείο της τιμής που του γίνεται, να μην αγαπά την προσευχή και να μην καταλαβαίνει πως όταν δεν προσεύχεται είναι νεκρός. Διότι όπως το σώμα μας χωρίς ψυχή είναι νεκρό και βγάζει δυσωδία, έτσι και η ψυχή που δεν προσεύχεται είναι νεκρή και άθλια και ακάθαρτη.
Αυτό μας το διδάσκει και ο Προφήτης Δανιήλ, ο οποίος προτίμησε να πεθάνει παρά να στερηθεί τρεις ημέρες την προσευχή· επειδή ο βασιλέας των Βαβυλωνίων δεν τον πρόσταξε να ασεβήσει, αλλά μόνο για τρεις ημέρες να μην κάνει την προσευχή του. Αλλά ο Προφήτης δεν δέχθηκε να στερηθεί την προσευχή, γι’ αυτό και δεν στερήθηκε και την βοήθεια του Θεού.
Πηγές: (Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ.Κάλαμος),  

Η φτώχεια του λόγου και η αδυναμία της έκφρασης by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης ΚΟΙΝΟΝΙΑ



Αρχιμ.Χρυσόστομου Παπαδάκη
Μπορεί να αποτελέσει «Ορθόδοξο μήνυμα» το θέμα που λέει ο παραπάνω τίτλος; Εκ πρώτης όψεως, όχι. Στην ανάλυση όμως που ακολουθεί, θα διαπιστώσεις φίλε αναγνώστη το αντίθετο. Ας δούμε την κοινή διαπίστωση δια στόματος αυτών που διδάσκουν ελληνικά σε όλες τις βαθμίδες της εκπαιδεύσεως και αυτών που δε διδάσκουν, αλλά γνωρίζουν. Διαπιστώνουν, λοιπόν, ότι παρά το βαρύ φορτίο των μαθημάτων των παιδιών και των νέων, το βάρος πέφτει αλλού. Εκεί δηλαδή που γίνεται ο μεγάλος συναγωνισμός για την είσοδο σε μια Πανεπιστημιακή Σχολή, η οποία θα δώσει τα τυπικά τουλάχιστον προσόντα για την κατάκτηση μιας θέσης στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Ο χρόνος μελέτης δεν επαρκεί για τη σωστή εκμάθηση της γλώσσας μας. Φτωχό το λεξιλόγιο, ανεπαρκείς οι γνώσεις συντακτικού, αδυναμία εκφράσεως γραπτού και προφορικού λόγου. Αυτό φαίνεται εναργέστατα από το γεγονός ότι η έκθεση ως μάθημα εισαγωγής στις ανώτατες σχολές, είναι το πιο δύσκολο. Εκεί φαίνεται η πενία. Ακόμη κι ο ευφυής νους που συλλαμβάνει ωραίες ιδέες δεν μπορεί να τις εκφράσει λόγω του φτωχού λεξιλογίου και μαζί με την αδυναμία αυτή, ατέλειωτα ορθογραφικά λάθη και απογοητευτικό συντακτικό.
   Η ελληνική γλώσσα είναι η ωραιότερη γλώσσα του κόσμου και η πλουσιότερη. Μπορεί να αποδίδει τις πλέον λεπτές έννοιες με τρόπο μοναδικό, γι’ αυτό και το ελληνικό λεξιλόγιο έγινε για πολλές άλλες γλώσσες των εθνών ταμείο δανεισμού. Κι όμως καταντήσαμε στο σημείο να διαπιστώσουμε ότι παλαιότεροι γνώριζαν πολύ καλύτερα ελληνικά αν και οι συνθήκες τότε ήταν αρκετά δύσκολες λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, των λίγων εκδόσεων, της απουσίας του ηλεκτρονικού βιβλίου που σήμερα υπάρχει και βρίσκεις ό, τι μπορείς να φανταστείς. Και φτάσαμε και στο παράδοξο, να υπάρχουν ξένοι καθηγητές πανεπιστημίων, σε ξένα πανεπιστήμια, που γνωρίζουν πολύ καλύτερα τη γλώσσα μας και τη διδάσκουν.

Ποια είναι η δυνατότερη Προσευχή που ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό; by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης



Ύπάρχουν πολλά είδη προσευχής, όπως μέ τήν γλώσσα, μέ τόν νου καί μέ τήν καρδιά.
Ή ύψηλότερη προσευχή είναι ή προσευχή τής καρδιάς, πού συνοδεύεται μέ ταπείνωσι, συντριβή καί δάκρυα. Νά μή άποδίδουμε περισσότερο βάρος στήν προσευχή τών Αναγνώσεων, δηλ. στήν προφορική προσευχή. Αύτή είναι ή πλέον άδύνατη προσευχή, διότι δέν ένώνει τόν νου μέ τήν καρδιά.
Ή νοερά προσευχή είναι άνώτερη άπό τήν προφορική διότι συμμετέχει σ’ αύτήν καί ή σκέψις, δηλ. ή προσοχή τοΰ νου.
Αύτός πού προσεύχεται μέ τήν προσοχή τής διανοίας του, σέ όσα άπαγγέλει, αύτός προσεύχεται νοερά, άλλά αύτό δέν είναι ή τελειότης τής προσευχής. «Αγιοι Πατέρες λέγουν ότι ή νοερά προσευχή είναι προσευχή μέ ένα πόδι, δηλ. μισή προσευχή, διότι παραμένει στό κεφάλι καί δέν συμμετέχει σ’ αύτήν καί ή καρδιά. ‘Αλλά όταν στήν προσευχή ένωθή ό νους μέ τήν καρδιά, δηλ. οί νοερές σκέψεις νά κατέβουν μέ τήν Χάρη του Θεού στήν καρδιά, τότε γίνεται ή κυοφορία τής πνευματικής προσευχής, δηλ. έφθάσαμε στήν ύψηλότερη προσευχή, πού ονομάζεται καρδιακή προσευχή. Τά σημεία ότι έφθάσαμε σ’ αύτό τό ύψηλό είδος τής προσευχής είναι:
Μία δυνατή θέρμη στό μέρος τής καρδιάς, ένας παντοτεινός πόθος καί ζήλος γιά τόν Θεό, μία Ανέκφραστη άγάπη γιά τούς άνθρώπους καί γιά όλη τήν κτίσι, μία άπερίγραπτη πνευματική χαρά, μία πραότης, μία πηγή δακρύων πού προκαλούν ταπείνωση καί φέρνουν τήν άφοβία τοϋ θανάτου.
Ποιός είναι ό καλύτερος διδάσκαλος τής προσευχής;
Είναι αύτή ή ιδια ή προσευχή, όπως λέγη ό άγιος Μακάριος ό Μέγας: «Έγώ ξέρω ότι δέν γνωρίζεις νά προσεύχεσαι, άλλά προ­σευχήσου όπως μπορείς καί συχνότερα καί μόνη της ή προσευχή θά σέ διδάξει νά προσεύχεσαι». Συνεπώς λοιπόν, νά προσευχώμεθα ό­πως μπορούμε καί όσο συχνότερα είναι δυνατόν καί βλέποντας ό Θεός τόν ζήλο μας θά μάς βοηθήση νά άποκτήσουμε τήν άληθινή τής καρδιάς προσευχή καί τό δώρο τών δακρύων.
Πηγή: Από το βιβλίο Πνευματικοί Διάλογοι μέ τόν Ρουμάνο ήσυχαστή π. Κλεόπα (Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη.

Η προσευχή by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης



ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ, άραγε, οι σημερινοί χριστιανοί, τί είναι η αληθινή προσευχή, ποια τα χαρακτηριστικά της και ποιοι οι καρποί της;
Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, που υπήρξαν οι κα­τεξοχήν προσευχόμενοι άνθρωποι, μας έχουν παραδώσει την ιερή τους εμπειρία με τρόπο εκφραστικό και κατηγορηματικό. Η προσευχή, μας λένε, είναι ανύψωση του νου στο Θεό και συνομιλία μαζί Του. Η προσευχή είναι ένωση του ανθρώπου με το Θεό. έργο των αγγέλων. κλειδί του Παραδείσου. φωτισμός της ψυχής. συγχώρηση των αμαρτημάτων. μητέρα των αρετών. Η προσευχή είναι όπλο ακαταμάχητο. θησαυρός αδαπάνητος. γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς. τείχος που προστατεύει από τις θλίψεις. Η προσευχή είναι καθρέφτης της πνευματικής ζωής του ανθρώπου και εργασία που ποτέ δεν τελειώνει.


Εύκολα, λοιπόν, αντιλαμβάνεται κανείς, πως η προσευχή δεν αποτελεί ένα απλό «θρησκευτικό καθήκον» ή μια «συναισθηματική εκτόνωση». Είναι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει η ψυχή. Είναι η ολοκληρωτική στροφή και προσφορά του ανθρώπου στο Θεό. Μια προσφορά, που, όταν συνοδεύεται από τον αγώνα για την τήρηση των εντολών του Χριστού, ελκύει τη θεία χάρη. Κι αυτή με τη σειρά της καθαρίζει την καρδιά, φωτίζει το νου, μεταμορφώνει τον όλο άνθρωπο και τον χριστοποιεί.
Γι’ αυτό, χριστιανός που δεν προσεύχεται, δεν είναι αληθινός χριστιανός. Και άνθρωπος που δεν ξέρει να προσευχηθεί, δεν είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος.
«Όπως το σώμα», λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «χωρίς την ψυχή, είναι νεκρό, έτσι και η ψυχή, χωρίς την προσευχή, είναι νεκρή».
ΠΡΟΣΕΥΧΗ είναι το ανέβασμα του νου στο Θεό. Πρόκειται για μια εργασία πνευματική, που αρμόζει στην αξία του ανθρώπινου νου περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη ασχολία.
***
Η προσευχή γεννιέται από την πραότητα και την αοργησία. φέρνει στην ψυχή τη χαρά και την ευχαριστία. προφυλάσσει τον άνθρωπο από τη λύπη και την αθυμία.
***
Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή τροφή της ψυχής, έτσι και του νου τροφή είναι η πνευματική προσευχή.
 ***
Όπως η όραση είναι ανώτερη απ’ όλες τις αισθήσεις, έτσι και η προσευχή είναι η πιο θεία και ιερή απ’ όλες τις αρετές.
***
Εκείνος που αγαπά το Θεό, συνομιλεί πάντοτε μαζί Του σαν γιος προς πατέρα και αποστρέφεται κάθε εμπαθή σκέψη.
***
Αφού η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με το Θεό, σε ποιαν άραγε κατάσταση θα πρέπει να βρίσκεται αυτός, για να μπορέσει, χωρίς να στρέφεται αλλού, να πλησιάσει τον Κύριό του και να συνομιλεί μαζί Του χωρίς τη μεσολάβηση άλλου;
***
Αν ο Μωυσής, προσπαθώντας να πλησιάσει τη φλεγόμενη βάτο, εμποδιζόταν, ώσπου έβγαλε τα σανδάλια από τα πόδια του, εσύ, που θέλεις να δεις το Θεό και να συνομιλήσεις μαζί Του, δεν θα πρέπει να βγάλεις και να πετάξεις από πάνω σου κάθε αμαρτωλό λογισμό;
***
Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σ’ εμάς και τους ακάθαρτους δαίμονες δεν γίνεται για τίποτ’ άλλο παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί σ’ αυτούς είναι πολύ εχθρική και ενοχλητική η προσευχή, ενώ σ’ εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.
***
Τί θέλουν οι δαίμονες να ενεργούν μέσα μας; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχυνθεί ο νους απ’ αυτά και να μην μπορέσει να προσευχηθεί σωστά. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.
***
Μη νομίζεις ότι απέκτησες αρετή, αν προηγουμένως δεν αγωνίστηκες γι’ αυτήν μέχρις αίματος. Γιατί, κατά τον απόστολο Παύλο (Εφ. 6:11), πρέπει ν’ αντιστεκόμαστε στην αμαρτία μέχρι θανάτου, με αγωνιστικότητα και άμεμπτο τρόπο.
***
Δεν μπορεί ο δεμένος να τρέξει. Ούτε ο νους, που δουλεύει σαν σκλάβος σε κάποιο πάθος, θα μπορέσει να κάνει αληθινή προσευχή. Γιατί σύρεται και γυρίζει εδώ κι εκεί από την εμπαθή σκέψη και δεν μπορεί να σταθεί ατάραχος.
***
Δεν θα κατορθώσεις να προσευχηθείς καθαρά, αν ανακατεύεσαι με υλικά πράγματα και ταράζεσαι με αδιάκοπες φροντίδες. Γιατί προσευχή σημαίνει απαλλαγή από κάθε μέριμνα.
***
Αν θέλεις να προσευχηθείς, έχεις ανάγκη από το Θεό, που δωρίζει την αληθινή προσευχή σ’ όποιον επιμένει ακούραστα στον αγώνα της προσευχής. Να Τον επικαλείσαι, λοιπόν, λέγοντας. «αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ. 6:9 )· δηλαδή, ας έρθει το Άγιο Πνεύμα και ο Μονογενής Σου Υιός. Γιατί αυτό μας δίδαξε ο Χριστός, λέγοντάς μας πως πρέπει να προσκυνούμε και να λατρεύουμε τον Θεό Πατέρα «με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια» (Ιω. 4:24).
***
Πρώτα-πρώτα προσευχήσου ν’ αποκτήσεις δάκρυα, για να μαλακώσεις με το πένθος την αγριότητα της ψυχής σου. Εύκολα τότε θα ομολογήσεις με ειλικρίνεια, ενώπιον του Κυρίου, τις αμαρτίες που διέπραξες, και θα λάβεις απ’ Αυτόν την άφεση.
***
Να χρησιμοποιείς τα δάκρυα για να πετύχεις κάθε αίτημά σου. Γιατί χαίρεται πολύ ο Κύριος, όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.
***
Αν στην προσευχή σου χύνεις πηγές δακρύων, μην υπερηφανεύεσαι πως είσαι τάχα ανώτερος από τους πολλούς. Δεν είναι δικό σου κατόρθωμα αυτό, αλλά βοήθεια για την προσευχή σου από τον Κύριο, για να μπορέσεις έτσι να εξομολογηθείς πρόθυμα τις αμαρτίες σου και να Τον εξευμενίσεις.
***
Όταν νομίσεις πως δεν έχεις ανάγκη από δάκρυα στην προσευχή σου για τις αμαρτίες σου, να αναλογιστείς πόσο πολύ έχεις απομακρυνθεί από το Θεό, ενώ θα ‘πρεπε να είσαι διαρκώς κοντά Του. και τότε θα κλάψεις με μεγαλύτερη θέρμη.
***
Πράγματι, αν έχεις επίγνωση της καταστάσεώς σου, θα πενθήσεις μ’ ευχαρίστηση, ελεεινολογώντας τον εαυτό σου και λέγοντας όπως ο προφήτης Ησαΐας: «Πώς, ενώ είμαι ακάθαρτος και γεμάτος από πάθη, τολμώ να παρουσιάζομαι μπροστά στον Παντοδύναμο Κύριο;» (πρβλ. Ησ. 6:5 ).
***
Αν θέλεις να προσεύχεσαι αξιέπαινα, να αρνείσαι τον εαυτό σου κάθε στιγμή. κι αν υποφέρεις πολλά δεινά, να στοχαστείς την ανακούφιση που θα βρεις, όταν καταφύγεις στην προσευχή.
***
Αν λαχταράς να προσευχηθείς όπως πρέπει, μη λυπήσεις κανέναν άνθρωπο. Διαφορετικά άδικα προσεύχεσαι.
***
Όσα κάνεις εναντίον κάποιου αδελφού, που σ’ έχει αδικήσει, όλα θα σου γίνουν εμπόδιο στον καιρό της προσευχής.
 ***
«Άφησε το δώρο σου», λέει ο Χριστός, «μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και μετά έλα και προσευχήσου χωρίς ταραχή» (πρβλ. Ματθ. 5:24). Γιατί η μνησικακία θαμπώνει το λογικό του ανθρώπου που προσεύχεται, και σκοτίζει τις προσευχές του.
***
Εκείνοι που προσεύχονται, αλλά συσσωρεύουν μέσα τους λύπες και μνησικακίες, μοιάζουν με ανθρώπους που αντλούν νερό απ’ το πηγάδι και το αδειάζουν σε τρύπιο πιθάρι.
***
Μην αγαπάς τα πολλά λόγια και την ανθρώπινη δόξα. Διαφορετικά, όχι πίσω από την πλάτη σου, αλλά μπροστά στα μάτια σου θα σε επιβουλεύονται οι δαίμονες και θα χαίρονται μαζί σου στον καιρό της προσευχής, καθώς εύκολα τότε θα σε παρασύρουν και θα σε δελεάζουν με αλλόκοτους λογισμούς.
***
Αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, μην υποχωρήσεις σε καμιά σαρκική απαίτηση, και δεν θα ‘χεις στην ώρα της προσευχής κανένα σύννεφο να σε σκοτίζει.
***
Μην αποφεύγεις τη φτώχεια και τη θλίψη, γιατί αυτές κάνουν ανάλαφρη την προσευχή.
***
Πρόσεχε! Στέκεσαι αληθινά ενώπιον του Θεού την ώρα της προσευχής, ή μήπως νικιέσαι απ’ τον ανθρώπινο έπαινο κι αυτόν επιδιώκεις με το να κάνεις πολλές και μεγάλες προσευχές;
***
Να προσεύχεσαι όχι φαρισαϊκά αλλά τελωνικά, για να δικαιωθείς κι εσύ από τον Κύριο.
***
Έπαινος της προσευχής δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου και από το λόγο του Χριστού: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουστούν» (Ματθ. 6:7).
***
Μην προσεύχεσαι μόνο με εξωτερικά σχήματα, αλλά να προτρέπεις το νου σου να συναισθάνεται το έργο της προσευχής με πολύ φόβο.
***
Είτε μόνος σου είτε μαζί με αδελφούς προσεύχεσαι, αγωνίσου να προσεύχεσαι όχι από συνήθεια, αλλά με συναίσθηση.
***
Συναίσθηση προσευχής σημαίνει συγκέντρωση του νου με ευλάβεια, με κατάνυξη, με στεναγμούς μυστικούς και με πόνο ψυχής, που συνοδεύει την εξομολόγηση των αμαρτιών μας.
***
Να στέκεσαι υπομένοντας τον κόπο, να προσεύχεσαι με ένταση και επιμονή και ν’ αποστρέφεσαι τις φροντίδες και τις σκέψεις που σου έρχονται. Γιατί σε ταράζουν και σε θορυβούν, για να παραλύσουν τη δύναμη και την έντασή σου.
***
Αν είσαι υπομονετικός, θα προσεύχεσαι πάντα με χαρά.
***
Αγωνίσου να κρατήσεις το νου σου την ώρα της προσευχής κουφό και άλαλο. Έτσι μόνο θα μπορέσεις να προσευχηθείς.
***
Η ψαλμωδία καταπραΰνει τα πάθη και γαληνεύει τις άτακτες κινήσεις του σώματος. Γι’ αυτό να ψάλλεις με συναίσθηση και κοσμιότητα. και θα μοιάζεις έτσι με αετόπουλο που πετάει στα ύψη.
***
Αν δεν έλαβες ακόμα χάρισμα προσευχής ή ψαλμωδίας, ζήτησέ το με επιμονή και θα το λάβεις.
***
Ο διάβολος φθονεί πολύ τον άνθρωπο που προσεύχεται, και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα, προκειμένου να πλήξει το σκοπό του. Έτσι, όταν δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, σου θυμίζουν κάποια δήθεν αναγκαία πράγματα. Σε λίγο όμως σε κάνουν να τα ξεχάσεις και σε σπρώχνουν να τα αναζητήσεις. Κι επειδή δεν τα θυμάσαι, στενοχωριέσαι και λυπάσαι. Όταν ξανασταθείς στην προσευχή, σου υπενθυμίζουν πάλι εκείνα που έψαχνες, για να στραφεί ξανά ο νους σ’ αυτά και να χάσει τελικά την καρποφόρα προσευχή.
***
Στην ώρα της προσευχής η μνήμη σου φέρνει ή φαντασίες παλαιών πραγμάτων ή καινούργιες φροντίδες ή το πρόσωπο εκείνου που σ’ έχει λυπήσει. Φύλαγε λοιπόν καλά τη μνήμη σου, για να μη σου παρουσιάζει τις δικές της υποθέσεις. Και να παρακινείς συνεχώς τον εαυτό σου να συνειδητοποιεί μπροστά σε ποιον βρίσκεται. Γιατί είναι πολύ φυσικό για το νου να παρασύρεται εύκολα από τη μνήμη στον καιρό της προσευχής.
***
Η προσοχή του νου που προσπαθεί να βρει προσευχή, θα βρει προσευχή. Γιατί η προσευχή ακολουθεί όσο τίποτε άλλο την προσοχή. Ας φροντίσουμε, λοιπόν, με προθυμία ν’ αποκτήσουμε την προσοχή.
***
Άλλοτε, με το που θα σταθείς στην προσευχή, μπορείς αμέσως να συγκεντρωθείς και να προσευχηθείς καλά. κι άλλοτε πάλι θα κοπιάσεις πολύ χωρίς να πετύχεις το σκοπό σου. Αυτό συμβαίνει για να ζητήσεις με περισσότερη ζέση την προσευχή. κι αφού τη λάβεις, να την έχεις αναφαίρετο κατόρθωμα.
***
Να ξέρεις πως οι άγιοι άγγελοι μας παροτρύνουν σε προσευχή και στέκονται μαζί μας και χαίρονται και προσεύχονται για μας. Αν λοιπόν αμελήσουμε και δεχθούμε τους λογισμούς που μας υποβάλλουν οι δαίμονες, πολύ παροργίζουμε τους αγγέλους. Γιατί, ενώ αυτοί τόσο πολύ αγωνίζονται για μας, εμείς ούτε για τον εαυτό μας δεν θέλουμε να ικετεύσουμε το Θεό, αλλά, περιφρονώντας την υπηρεσία τους και εγκαταλείποντας τον Κύριό τους και Θεό, συνομιλούμε με ακάθαρτους δαίμονες.
***
Πραγματική προσευχή κάνει εκείνος που προσφέρει πάντα στο Θεό ως θυσία την πρώτη του σκέψη.
***
Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού. αλλά μάλλον, καθώς διδάχθηκες, λέγε στην προσευχή σου: «Γενηθήτω το θέλημά σου» (Ματθ. 6:10). Και για κάθε πράγμα αυτό να ζητάς από το Θεό, να γίνει το θέλημά Του, γιατί Αυτός θέλει το καλό και το συμφέρον της ψυχής σου. ενώ εσύ οπωσδήποτε δεν ζητάς πάντοτε το συμφέρον σου.
***
Πολλές φορές ζήτησα με την προσευχή από το Θεό να μου γίνει κάτι που νόμιζα καλό. Και επέμενα παράλογα να το ζητώ, βιάζοντας το θείο θέλημα. Δεν άφηνα το Θεό να οικονομήσει ό,τι Αυτός γνώριζε ως δικό μου συμφέρον. Και λοιπόν, αφού έλαβα ό,τι ζητούσα, στενοχωρήθηκα ύστερα πολύ, που δεν είχα παρακαλέσει να γίνει μάλλον το θέλημά Του. Γιατί δεν μου ήρθε το πράγμα έτσι όπως το νόμιζα.
***
Τί είναι αγαθό, παρά ο Θεός; Σ’ Αυτόν λοιπόν ας αναθέσουμε όλα μας τα ζητήματα, και θα πάνε καλά. Γιατί ο αγαθός οπωσδήποτε χορηγεί και αγαθές δωρεές.
***
Στην προσευχή σου να ζητάς μόνο τη δικαιοσύνη και τη βασιλεία του Θεού, δηλαδή την αρετή και τη θεία γνώση. Και όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.
***
Ανάθεσε με εμπιστοσύνη στο Θεό τις ανάγκες του σώματός σου, κι αυτό θα φανερώσει πως Του αναθέτεις και τις ανάγκες του πνεύματος.
***
Ν’ αγωνίζεσαι, ώστε να μη ζητήσεις το κακό κανενός στην προσευχή σου, για να μην γκρεμίσεις ό,τι χτίζεις, κάνοντας σιχαμερή την προσευχή σου.
***
Ο χρεωφειλέτης των μυρίων ταλάντων της ευαγγελικής παραβολής ας σου γίνει παράδειγμα. Αν δεν συγχωρέσεις αυτόν που σ’ έβλαψε, ούτ’ εσύ θα πετύχεις την άφεση των αμαρτιών σου. Γιατί λέει το Ευαγγέλιο για τον χρεωφειλέτη των μυρίων ταλάντων, που δεν συγχωρούσε τον δικό του χρεώστη, ότι «τον παρέδωσε στους βασανιστές» (Ματθ. 18:24-35).
***
Καλό είναι να μην προσεύχεσαι μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για κάθε συνάνθρωπό σου, ώστε να μιμηθείς έτσι τον αγγελικό τρόπο προσευχής.
***
Μη θλίβεσαι, αν δεν παίρνεις αμέσως από το θεό ό,τι ζητάς. Γιατί θέλει να σ’ ευεργετήσει περισσότερο με το να υπομένεις καρτερικά στην προσευχή. Τί ανώτερο υπάρχει, αλήθεια, από το να συναναστρέφεσαι το Θεό και να συνομιλείς μαζί Του;
***
Ο Κύριος, θέλοντας να διδάξει τους μαθητές Του ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποθαρρύνονται, τους διηγήθηκε μια σχετική παραβολή (Λουκ. 18:1-8). Σ’ αυτή την παραβολή κάποιος άδικος δικαστής είπε για μια χήρα γυναίκα, που ζητούσε επίμονα το δίκιό της: «Αν ούτε το Θεό φοβάμαι ούτε τους ανθρώπους ντρέπομαι, όμως, επειδή αυτή η γυναίκα με ενοχλεί συνεχώς, ζητώντας το δίκιό της, θα της το δώσω». Και ο Κύριος κατέληξε στο συμπέρασμα: «Έτσι και ο Θεός θα εκπληρώσει σύντομα το θέλημα αυτών που Τον παρακαλούν νύχτα-μέρα». Γι’ αυτό, λοιπόν, κι εσύ μη χάνεις το θάρρος σου και μη στενοχωριέσαι, επειδή δεν έλαβες. Γιατί θα λάβεις αργότερα. Να είσαι χαρούμενος και να επιμένεις, υπομένοντας τον κόπο της αγίας προσευχής.
***
Να παραβλέπεις τις ανάγκες του σώματος όταν προσεύχεσαι, για να μη χάσεις το μέγιστο κέρδος της προσευχής σου από το τσίμπημα ενός κουνουπιού ή την ενόχληση μιας μύγας.
***
Αν έχεις επιμέλεια στην προσευχή, να ετοιμάζεσαι για επιθέσεις δαιμόνων και να υπομένεις με γενναιότητα τα χτυπήματά τους. Γιατί θα ορμήσουν επάνω σου σαν άγρια θηρία, για να σε ταλαιπωρήσουν.
***
Εκείνος που υποφέρει τα λυπηρά, θα επιτύχει και τα χαρμόσυνα. Κι εκείνος που εγκαρτερεί στα δυσάρεστα, θα απολαύσει και τα ευχάριστα.
***
Μη φανταστείς κανένα σχήμα για το Θεό όταν προσεύχεσαι, μήτε να επιτρέψεις να τυπωθεί κάποια μορφή στο νου σου, αλλά πλησίασε με άυλο τρόπο τον άυλο Θεό.
***
Μην επιθυμήσεις να δεις με τα μάτια του σώματός σου αγγέλους ή δυνάμεις ή το Χριστό, μην τυχόν και χάσεις εντελώς το μυαλό σου και δεχθείς έτσι λύκο αντί για βοσκό και προσκυνήσεις τους εχθρούς δαίμονες.
***
Φυλάξου από τις παγίδες των δαιμόνων. Γιατί συμβαίνει, εκεί που προσεύχεσαι ήσυχα και καθαρά, ξαφνικά να σου παρουσιάσουν κάποια παράξενη μορφή, για να σε οδηγήσουν στην υπερηφάνεια, καθώς θα υποθέσεις ότι εκεί βρίσκεται το θείο. Το θείο όμως είναι άυλο και χωρίς σχήμα.
***
Φρόντισε να έχεις πολλή ταπεινοφροσύνη και ανδρεία, και δεν θ’ αγγίξει την ψυχή σου δαιμονική επήρεια. Οι άγγελοι αοράτως θα διώξουν μακριά όλη την ενέργεια των δαιμόνων.
***
Όταν μεταχειριστεί ο παμπόνηρος δαίμονας πολλά μέσα και δεν μπορέσει να εμποδίσει την προσευχή του δικαίου, τότε αποσύρεται για λίγο. Μα τον εκδικείται αργότερα, σπρώχνοντάς τον στην οργή, για να εξαφανίσει την εξαίρετη εσωτερική κατάσταση που δημιουργήθηκε με την προσευχή, ή ερεθίζοντάς τον σε σαρκική ηδονή, για να μολύνει την ψυχή του.
***
Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, να περιμένεις πειρασμούς. Στάσου λοιπόν γενναία, για να διατηρήσεις τον καρπό της προσευχής. Γιατί εξαρ­χής σ’ αυτό έχεις ταχθεί, να εργάζεσαι την προσευχή και να φυλάττεις τους καρπούς της (Πρβλ. Γεν. 2:15). Αφού εργαστείς, λοιπόν, μην αφήσεις αφύλαχτο ό,τι κέρδισες. διαφορετικά, δεν ωφελήθηκες καθόλου από την προσευχή σου.
***
Αν προσεύχεσαι θεάρεστα, θα σε βρουν τέτοιες δοκιμασίες, ώστε να νομίσεις πως είναι δίκαιο να θυμώσεις. Δεν υπάρχει όμως καθόλου δικαιολογημένος θυμός εναντίον του πλησίον. Αν καλοεξετάσεις την υπόθεση, θα βρεις πως είναι δυνατό και χωρίς θυμό να διευθετηθεί το ζήτημα. Μεταχειρίσου, λοιπόν, κάθε τρόπο για να μη θυμώσεις.
***
Το Άγιο Πνεύμα, συμπάσχοντας με την ασθένειά μας, έρχεται σ’ εμάς, μολονότι είμαστε ακάθαρτοι από τα πάθη και τις αμαρτίες. Κι αν βρει το νου να προσεύχεται ειλικρινά μόνο σ’ Αυτό, κυριαρχεί πάνω του, εξαφανίζει όλη τη φάλαγγα των πονηρών λογισμών και σκέψεων, που τον περικυκλώνουν, και τον προτρέπει στον έρωτα της πνευματικής προσευχής.
***
Έχεις πόθο να προσευχηθείς; Γίνε νεκρός για τη γη. Έχε παντοτινά πατρίδα τον ουρανό -όχι με λόγια, άλλα με ζωή αγγελική και με γνώση θεϊκή. Απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το παν.
***
Αν είσαι πραγματικός θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά. Κι αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι πραγματικός θεολόγος.
***
Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής δεν σχηματίζει μέσα του καμιάν απολύτως μορφή. Μακάριος ο νους, που προσεύχεται απερίσπαστα και αποκτά διαρκώς περισσότερο πόθο για το Θεό. Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής γίνεται άυλος κι ελεύθερος απ’ όλα. Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής μένει ανεπηρέαστος από κάθε πράγμα.
***
Αν στον καιρό της προσευχής σου νιώσεις χαρά μεγαλύτερη από κάθε άλλη χαρά, τότε πράγματι βρήκες την αληθινή προσευχή.

Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
«Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ»
Αγίου Νείλου του ασκητού
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2009

Ψυχή χωρίς προσευχή είναι καταδικασμένη by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης



Ψυχή χωρίς προσευχή είναι καταδικασμένη να πεθάνει από πνευματική ασφυξία, όπως το σώμα όταν στερηθεί το οξυγόνο.
Δύο ειδών προσευχές έχουμε: την κοινή, τη φανερή· και την ατομική, τη μυστική. Η κοινή προσευχή πρέπει να γίνεται πάντοτε σύμφωνα με την τάξη και το τυπικό που ορίζει η Εκκλησία μας.
Στην κοινή προσευχή δεν έχουμε δικαίωμα ν’ αυτοσχεδιάζουμε, όπως κάνουν οι αιρετικοί. Έχει τον καθορισμένο χρόνο και το καθορισμένο από την Εκκλησία περιεχόμενό της: μεσονυκτικό, όρθρος, ώρες, λειτουργία, εσπερινός, απόδειπνο. Το ίδιο το Πανάγιο Πνεύμα, που συγκροτεί ολόκληρη την Εκκλησία, όρισε αυτές τις προσευχές, για να λατρεύεται και να δοξάζεται αδιάκοπα ο αληθινός Θεός στη γη από τους ανθρώπους, όπως δοξάζεται στον ουρανό από τους αγγέλους.
Η ατομική προσευχή δεν είναι προκαθορισμένη. Είναι η προσωπική συνομιλία και επικοινωνία του ανθρώπου με τον ουράνιο Πατέρα του, του πλάσματος με τον πλάστη του.
Αυτή η προσευχή, διδάσκει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ως προς την ποιότητά της είναι συνουσία και ένωσις ανθρώπου και Θεού· και ως προς την ενέργειά της, έχει τέτοια και τόση δύναμη, ώστε συντηρεί και διατηρεί τον κόσμο, συμφιλιώνει με τον Θεό, σβήνει πλήθος αμαρτημάτων, σώζει από τους πειρασμούς, συντρίβει τα τεχνάσματα των δαιμόνων, γεννά όλες τις αρετές, χορηγεί τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τρέφει την ψυχή, φωτίζει τον νου, διαλύει τη λύπη και την ακηδία, σβήνει τον θυμό, καλλιεργεί την ελπίδα, καθρεπτίζει την πνευματική πρόοδο, αποκαλύπτει τα μέλλοντα.
«Συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείον σου, και κλείσας την θύραν σου προσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ» (Ματθ. 6. 6). «Ταμιείον» πνευματικό είναι η καρδιά που ενώνεται με τον νου και γεννά ό,τι ο άγιος Θεοφύλακτος ονομάζει μυστική διάνοια. Εκεί μέσα επιτελείται η εσωτερική προσευχή. Δεν χρειάζεται να κινηθούν τα χείλη, να χρησιμοποιηθούν βιβλία, να επιστρατευθούν τα μάτια και η γλώσσα και οι φωνητικές χορδές· χρειάζεται όμως ν’ ανυψωθεί ο νους προς τον Θεό και να βυθιστεί μέσα σ’ Αυτόν.

π.Ευθύμιος:«Κύριε σώσον λαόν απεγνωσμένον» by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης


Στις κρίσιμες ημέρες που διανύομε και στην ιερότητα των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος επιβάλλεται μάλλον σιωπή και προσευχή. Όμως επειδή προσφάτως στο Διαδίκτυο κυκλοφορήθηκαν κάποιες απόψεις με τον όνομά μου, προς αποκατάσταση της αληθείας, για να μην προκύψη ζημία, αναφέρω τα εξής:
Ουδέποτε είπα σε ανθρώπους να αποθηκεύουν τρόφιμα λόγω επικείμενου πολέμου και ουδέποτε προφήτευσα την λήξη της απειλής του ιού, όπως κάποιοι ανεύθυνα και ψευδώς διέδωσαν. Επίσης χωρίς την αδειά μου ανήρτησαν συζητήσεις μου με ανακριβείς και αντικρουόμενες απόψεις μου για τον κορονοιό, οι οποίες προκάλεσαν ερωτηματικά. Η άποψή μου φαίνεται ξεκάθαρα σε όσα ακολουθούν, είναι εντελώς προσωπική, χωρίς διάθεση να την επιβάλλω και σε άλλους.
Στα τόσα δυσβάσταχτα προβλήματα που έχουν οι άνθρωποι, τώρα προστέθηκε και η απειλή του ιού, που κατήντησε εφιάλτης. Πιο πολύ υποφέρουν οι άνθρωποι από τον φόβο, τον πανικό και τον ακούσιο εγκλεισμό, παρά από τον ιό. Η πολιτεία πήρε μέτρα προστασίας, αλλά η Εκκλησία έχει τα δικά της εφόδια για την αντιμετώπιση του ιού, που τώρα ταπεινωμένη όσο ποτέ άλλοτε, αποδυναμωμένη και δεσμευμένη από την πολιτεία, αδυνατεί να τα παράσχη στους πιστούς της.
Παλαιώτερα σε παρόμοιες περιπτώσεις θανατηφόρων επιδημιών τελούσε αγιασμούς και έκανε λιτανείες ιερών εικόνων και αγίων λειψάνων. Γιατί και σήμερα να μην γίνωνται αυτά; «Μη ουκ ισχύει η χείρ Κυρίου» να μας βοηθήση και σήμερα;
Στο χωρίο μου την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνος έπεσε λοιμώδης νόσος από την οποία πέθαναν 50 μικρά παιδιά σε λίγες ημέρες. Δεν προλάβαιναν να ανοίγουν τάφους. Έφεραν τότε την κάρα του Αγίου Χαραλάμπους από τον Άγιο Στέφανο Μετεώρων και αμέσως κατέπαυσε το θανατικό.
Από τότε που ο Κύριος ετέλεσε τον Μυστικό Δείπνο και παρέδωσε το αγιώτατο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, δεν έπαυσε μέχρι σήμερα να τελείται η «σωσίκοσμη» θεία Λειτουργία. Ούτε ο Διοκλητιανός, ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι κομμουνιστές στην Ρωσσία, ούτε οι Γερμανοί στα χρόνια της κατοχής κατάφεραν να παύσουν την θεία Λειτουργία και την προσέλευση των πιστών για την θεία Κοινωνία. Και τώρα με τον φόβο του ιού έκλεισαν οι Ναοί και στερούνται οι πιστοί την σωστική χάρη των Μυστηρίων, που τόση ανάγκη την έχουν. Αντιθέτως, την ίδια ώρα που εδώ όλα σιωπούν από φόβο, στις Ορθόδοξες Εκκλησίες της Σερβίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας γίνεται η λατρεία απρόσκοπτα, οι ναοί είναι ανοιχτοί, τελείται η θεία Λειτουργία και δεν φοβούνται οι πιστοί μην προσβληθούν από τον ιο.

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Ἐὰν δὲν βοηθήσει ὁ Θεὸς. Μηνύματα ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς τῶν Ἀναβαθμῶν


 
Ὑπέροχα καὶ δυνατὰ μηνύματα γιὰ τὴ ζωή μας προβάλλουν οἱ Ψαλμοί. Στὸν 1ο στίχο τοῦ 126ου Ψαλμοῦ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς τῶν Ἀναβαθμῶν, ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς ἀναφέρει: «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων». Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν εὐλογήσει τὸ χτίσιμο μιᾶς κατοικίας, μάταια κοπιάζουν οἱ χτίστες· ἐὰν ὁ Κύριος δὲν προστατεύσει μιὰ πόλη, μάταια ἀγρυπνοῦν οἱ φύλακες καὶ φρουροί της.
    Ψαλμοὶ τῶν Ἀναβαθμῶν εἶναι οἱ Ψαλμοὶ 119-133. Ὀνομάζονται ἔτσι, διότι ψάλλον­ταν στοὺς «ἀναβαθμούς», στὰ σκαλοπάτια δηλαδὴ ποὺ ὁδηγοῦσαν στὸ Ναὸ τοῦ Σολομώντα. Τὰ νοήματά τους καὶ τὰ ἴδια τὰ λόγια τους πέρασαν καὶ στὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, στὶς γνωστὲς Ὠδὲς τῶν Ἀναβαθμῶν, ποὺ ψάλλονται στὴν ἀρχὴ τοῦ Ὄρθρου τῶν Κυριακῶν σὲ ὅλους τοὺς ἤχους. Ἔτσι ἀκοῦμε καὶ τὸν στίχο ποὺ παραθέσαμε:
«Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον τῶν ἀρετῶν, μάτην κοπιῶμεν…» (ἦχος τρίτος)· «ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον τὸν τῆς ψυχῆς, μάτην κοπιῶμεν…» (ἦχος βαρύς). Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήσει τὸ σπίτι τῶν ἀρετῶν ἢ τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς μας, ἄδικα κοπιάζουμε.
    Τόσο ὁ Ψαλμὸς ὅσο καὶ οἱ ὕμνοι τῶν Ἀναβαθμῶν παρουσιάζουν μιὰ σπουδαία ἀλήθεια καὶ τονίζουν ὅτι ὁ Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ καθετὶ καλὸ στὴ ζωή μας. Στὰ καθημερινά μας ἔργα, στὴν κάθε μας προσπάθεια, στὴν ἀρχὴ κάθε καινούργιου, μὲ τὴν εὐλογία Του ξεκινᾶμε. Αὐτὸν πρέπει νὰ ἐπικαλούμαστε, καὶ ἀπὸ Αὐτὸν νὰ περιμένουμε ἐνίσχυση, δύναμη καὶ φωτισμό. Τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπιζητοῦμε στὴν κάθε ἡμέρα μας.
    Νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ εὐλογεῖ τὴν οἰκογένειά μας, νὰ προπορεύεται στὴν ἐργασία μας, νὰ μᾶς συνοδεύει στὶς μεταξύ μας καθημερινὲς σχέσεις γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινές, ἀνθρώπινες, εἰρηνικές.
    Ἀλλὰ καὶ στὸν πνευματικὸ ἀγώνα, στὴν ἀγωνιστική μας ζωή, ἐὰν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήσει τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας, τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, «μάτην κοπιῶμεν». Πῶς θὰ καλλιεργηθοῦμε; Πῶς θ’ ἀντιμετωπίσουμε τὶς ­καλοστημένες παγίδες τοῦ Πονηροῦ; Πῶς θ’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ σὰν ἄγρια θηρία μᾶς ἀπειλοῦν; Πῶς θὰ σηκώσουμε τὸν σταυρὸ τῶν θλίψεων, τῶν διωγμῶν, τῶν ἀδικιῶν ποὺ ἐπιφυλάσσει ἡ κάθε μέρα; Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν βοηθήσει, δὲν δώσει τὴ θέληση, τὸν ζῆλο γιὰ ἀγώνα, τὸν φωτισμὸ νὰ διακρίνουμε τὸ σωστό, τὴ Χάρη Του νὰ ἀντιστεκόμαστε, τί μποροῦμε νὰ πετύχουμε μόνοι μας;
    Ὁ Ἴδιος μᾶς τόνισε: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ιε΄ 5). Τίποτε τὸ καλό, μᾶς ξεκαθάρισε, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει χωρὶς τὴ δική Μου βοήθεια.
Μήν ἀφήνουμε λοιπὸν τὸν ἑαυτό μας νὰ βασανίζεται ἀπὸ κοπιαστικὲς καὶ ἀγχώδεις καταστάσεις, πιεστικὲς φροντίδες καὶ ἀγωνίες, στενοχώριες. Νὰ μάθουμε νὰ ἐξαρτώμεθα κυρίως ἀπὸ τὴ θεία Πρόνοια.
    Ἀποτυγχάνουμε, κάνουμε λάθη, ἔχουμε ὑποχωρήσεις καὶ πτώσεις στὸν ἀγώνα μας. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ αἰτία; Μήπως στηριζόμαστε μόνο στὶς δικές μας δυνάμεις καὶ ἱκανότητες καὶ δὲν θέτουμε τὸν Κύριο θεμέλιο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀγώνα μας; Μήπως βασιζόμαστε στὶς δικές μας προσπάθειες καὶ ὄχι στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ; Χωρὶς τὴ θεία βοήθεια ὅσους καὶ ὅποιους κόπους κι ἂν καταβάλουμε, ἀποβαίνουν ἄκαρποι.
    Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ὅπως τὸ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: Ὅλη τὴ νύχτα κοπίασαν ψαρεύοντας καὶ τίποτε δὲν ἔπιασαν στὰ δίχτυα τους. Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος τοὺς πρόσταξε νὰ ρίξουν καὶ πάλι τὰ δίχτυα τους στὴ θάλασσα – καὶ ἂς ἦταν ἀκατάλληλη ἡ ὥρα καὶ ἂς εἶχαν κουρασθεῖ ὅλη τὴ νύχτα – ἔζησαν κάτι θαυμαστό: Τὰ δίχτυα παραλίγο νὰ σχισθοῦν καὶ τὸ πλοιάριο νὰ βυθισθεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν (Λουκ. ε΄ 1-11). Τότε κατάλαβαν ὅλοι πὼς ἐὰν ὁ Κύριος δὲν βοηθήσει, δὲν εὐλογήσει, δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ γίνει.
    Ἂς ξεκινοῦμε ἑπομένως τὸ κάθε ἔργο μας, μικρὸ ἢ μεγάλο, εὔκολο ἢ δύσκολο, ζητώντας τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τὴ Χάρη καὶ τὴ δύναμή Του καὶ ἂς συνεχίζουμε μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοιά Του. Τότε τὰ ἀποτελέσματα θὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ συμφέρουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴ ζωή μας.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
http://aktines.blogspot.gr/2015/12/blog-post_9.html#more

Θηκαρᾶς.Μεγάλες ἀποκαλύψεις καί ὁπτασίες στόν φωτισμένο μοναχό πού ἔγραψε αὐτούς τούς θεϊκούς ὕμνους στό Ἅγιον Ὄρος


Θεοδούλου Μοναχού.
ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΚΑΙ ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΣΤΟΝ ΦΩΤΙΣΜΕΝΟ ΜΟΝΑΧΟ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΘΕΙΚΟΥΣ ΥΜΝΟΥΣ ΤΟΝ 14 ΑΙΩΝΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.
Στήν ιστορία τῆς Ὀρθόδοξης Λατρείας ἔχουν καταγραφεῖ λαμπρά ποιητικά δημιουργήματα τά ὁποῖα, ἐκτός ἀπό τή λειτουργική τους χρήση και τήν ἀξιοποίησή τους στήν κοινή προσευχή τῶν πιστῶν, ἀποτελοῦν μνημεῖα τοῦ πολιτισμοῦ μας και ἐκφράζουν κατά τόν καλύτερο τρόπο τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεταξύ τῶν δημιουργημάτων αὐτῶν εἶναι και οἱ Τριαδικοί Ὕμνοι τοῦ Θηκαρᾶ, ἕνα ἔργο σπουδαῖο, πού συνδέθηκε μέ τήν κατ’ ἰδίαν προσευχή κυρίως τῶν μοναχῶν και ἐκδόθηκε πρόσφατα ἀπό τήν Ἱερά Μονή Παντοκράτορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Μέ τό ὄνομα Θηκαρᾶς ἐννοοῦμε τόν λόγιο μοναχό και ἡσυχαστή ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τήν περίοδο τοῦ ἡσυχασμοῦ (τέλη 13ου – ἀρχές 14ου αἰῶνα) και ἔλαβε τήν προσωνυμία αὐτή ἀπό τό γεγονός ὅτι ἦταν κατασκευαστής θηκῶν γιά μαχαίρια. Ἦταν πάρα πολύ ταπεινός μοναχός και τό πραγματικό του ὄνομα τό γνώριζε μόνο ὁ ὑποτακτικός και μαθητής του Θεόδουλος, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε δεσμευθεῖ μέ ὅρκο νά μήν ἀποκαλύψει ποιός εἶναι ὁ Θηκαρᾶς. Ἔχει βεβαίως ταυτισθεῖ κατά καιρούς μέ διάφορα πρόσωπα, ὅπως π.χ. μέ τόν προαναφερθέντα μαθητή του Θεόδουλο, τό μοναχό Διονύσιο, τό Θωμά Μάγιστρο ὁ ὁποῖος ἔγινε μοναχός μέ τό ὄνομα Θεόδουλος κ.ἄ. Ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα ἔχει ἀπορρίψει κάποιες ἀπό αὐτές τίς ταυτίσεις, ἀλλά δέν ἔχει καταλήξει μέ βεβαιότητα ποιός εἶναι ὁ Θηκαρᾶς . Μέ τήν ἐν λόγῳ προσωνυμία, ἐκτός ἀπό τό ψευδωνύμως φερόμενο πρόσωπο, ἐννοεῖται και ὁλόκληρη ἡ Συλλογή πού σχετίζεται μέ τό Θηκαρᾶ. Πρόκειται συγκεκριμένα γιά τό καθημερινό Ὡρολόγιο μέ τούς εἰδικούς Τριαδικούς Ὕμνους και τίς Εὐχές, τήν Ἀσκητική Ἀκολουθία γιά τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, διάφορα ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα τοῦ ὑμνογραφικοῦ ἔργου τοῦ Θηκαρᾶ και Πατερικά Ἀνθολόγια πού περιέχουν κείμενα ἀναφερόμενα στή σπουδαιότητα τῆς δοξολογίας και εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὑμνολογίας. Ὁ ἴδιος ὁ Θηκαρᾶς μᾶς πληροφορεῖ γιά τόν ἀποκαλυπτικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο διδάχθηκε και ἐμπνεύσθηκε τούς ὑψηλῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης και θεολογίας ὕμνους του, ἀλλά και γιά τό βιβλικό και πατερικό ὑπόβαθρο τοῦ πρωτότυπου και προοριζόμενου γιά τήν ἀτομική προσευχή τῶν ἀσκητῶν Ὡρολογίου του.

Διήγηση περι των Ύμνων, πώς δωρήθηκαν από τον Θεό και ότι πρέπει όσοι έπέλεξαν να τους λέγουν να διατηρούν τούς εαυτούς τους καθαρούς από τα πάθη. Οσοι ποθούν να άπαγγίλουν τούς παρόντες Υμνους, είναι ανάγκη να διαβάζουν αύτη την Διήγηση δυο φορές το χρόνο ή και περισσότερο.
Πρέπει εμείς νά παραδώσουμε γραπτά όσα ακριβώς ακούσαμε και γνωρίσαμε εμπειρικά γιά αυτούς τούς Ύμνους, ώστε οι ενδιαφερόμενοι νά μπορέσουν νά μάθουν ότι δεν έχουν συντεθεί από ανθρώπινη σοφία, αλλά από αυτόν τον ίδιο τον υπέρλογο Λόγο κα Υιό του Θεού, τον αρχηγό τής σοφίας και χορηγό κάθε είδους γνώσεως.
Έδώ λοιπόν ό υπεράγαθος Θεός μάς έδωσε ώς δώρο καινούργιους Ύμνους, με την χάρη καί τη φιλανθρωπία του, με σκοπό τά ακόλουθα: γιά νά προστατευτούμε από τούς διάφορους πειρασμούς πού μάς συμβαίνουν και νά-νοιώσουμε μεγάλη άναψυχή στην γεμάτη κόπους ζωή μας γιά νά κρατηθούμε κοντά του και νά αγαπήσουμε με όλη μας την δύναμη την αγαθότητά του.
Πρέπει λοιπόν πρώτα νά φανερώσουμε από πού έγιναν γνωστοί και ποιος τούς προσέφερε, έπειτα δε νά προσφέρουμε στις φιλόθεες ψυχές την αρεστή ευθυμία γιά αυτούς. Και γιά το από πού έγιναν γνωστοί, θέλω νά πώ ό,τι άκουσα όμως γιά τό από ποιόν, αν και θά ήθελα νά τό άποκαλύψω, δεν τολμώ νά πώ, έπειδή μου έκλεισε τά χείλη με τό κλειδί του όρκου γιά νά μην φανερώσω τό όνομά του.
Και γιά νά μην μακρηγορήσω, τον ίκέτευσα νά μου πει με συντομία πώς ό Θεός του φανέρωσε μυστικά τον τρόπο γιά νά κατασκευάσει τους παρόντες Ύμνους [και του είπα] οτι εάν δεν μάθει κανείς με ακρίβεια οτι προέρχονται από τον Θεό, θά τους θεωρήσει άλλαζονικά αποκυήματα ανθρώπινης σοφίας και πάρα πολύ γρήγορα θά τους αποστραφεί. Αφού λοιπόν τον κατάφερα με αυτά και άλλα τέτοιου είδους λόγια, και του υποσχέθηκα νά διατηρήσω την ανωνυμία του, άρχισε νά διηγείται.
[Του Θηκαρά] Έγώ αδελφέ, αφού άφησα πίσω μου τον κόσμο και έγινα μοναχός, πενθούσα συνεχώς, οπως ήταν φυσικό, για τό άπειρο πλήθος τών αμαρτιών μου, κάθε φορά που γιά λίγο προσευχόμουν. Και πριν συμπληρωθούν τρία έτη, αφού πληροφορήθηκα οτι έλαβα άφεση άπό τό μέγα έλεος του Θεού, μεταβλήθηκαν εκείνα τά οδυνηρά μου δάκρυα σε χαρμόσυνα. Και ευχαριστώντας τον Θεό, έλεγα στον εαυτό μου’ “νά, γνώρισα τό έλεος του πανάγαθου Θεού”.
Δεν πρέπει λοιπόν νά προσεύχομαι μόνο γιά αυτό [τό έλεος του Θεού ] άλλά πρέπει νά άναπέμπω σ’ αυτόν και ύμνους και ευχαριστίες, ως δημιουργό και ευεργέτη. Και άπό τότε άγωνιζόμουν έντονα να βρώ ύμνους και ευχαριστίες, οπως τό διψασμένο γιά νερό ελάφι, κατά τον Δαυίδ. Και ενώ ερευνούσα τήν θεία γραφή και συγχρόνως ρωτούσα, δεν κατάφερνα νά εκπληρώσω τον πόθο μου’ και βρισκόμουν σε βαθιά στενοχώρια και στέναζα άπό βάθους καρδίας.
Οταν λοιπόν άκουγα στήν εκκλησία αίνο ή δοξολογία προς τον Θεό, ό ίδιος επέμενα σ’ αυτόν, πολλαπλασιάζοντάς τον. Παρακαλούσα λοιπόν τον Θεό με δάκρυα λέγοντας: “Κύριε, στείλε σε μένα, τον άχρείο δούλο σου, ύμνους άπό οπου εσύ ό ίδιος γνωρίζεις, γιά να δοξολογώ τήν άγαθότητά σου, διότι γι’ αυτό τον λόγο μέ έπλασες
Κύριε, γιά σένα είναι δυνατά τά πάντα, όδήγησέ με εκεί οπου βρίσκονται οι ύμνοι τής βασιλείας σου, ώστε, αφού ξεπουλήσω ολα τα θελήματα πού έχω, νά έντρυφήσω σ’ αυτούς, οταν τούς έχω χειροπιαστούς ενώπιον μου ”.
Άπό τότε λοιπόν, κάθε φορά πού προσευχόμουν μέ τήν συνηθισμένη μου σύντομη προσευχή, έβλεπα μέ τούς νοητούς οφθαλμούς νά αιωρείται επάνω μου τό μουσικό όργανο πού ονομάζεται διπλούν, και δεν είχα ιδέα τί να ήταν. Το αντιλαμβανόμουν αυτό για πολλές ήμερες, όταν προσευχόμουν, και φώναζα με φόβο λέγοντας: “Κύριε, τί είναι αυτό; Αποκάλυψε το μου σε μένα τον άθλιο”.
[Του Θεοδούλου] “Υστερα, αφού διέκοψε τή διήγηση, σιωπούσε. Έγώ πάλι τον ανάγκαζα [να συνεχίσει] παρακαλώντας τον με ταπείνωση να μοΰ έχει εμπιστοσύνη και να μιλήσει • και αυτός μου απάντησε •
[Του Θηκαρά] Φοβούμαι αδελφέ, επειδή είμαι αμαρτωλός και ανάξιος για τέτοιου είδους υποθέσεις, μήπως φανώ στους ανθρώπους λιγότερο οκνηρός από όσο είμαι και, επειδή είμαι ασθενής ό δύστυχος, χάσω τήν ψυχή μου διότι ή δόξα που προέρχεται από τους ανθρώπους γνωρίζει καλά να γεννά τήν υπερηφάνεια. “Οταν δοξαστεί λοιπόν ένας άνθρωπος για τήν αρετή του, εάν δεν εξασκήσει την νίψη, έχασε όλα όσα έχει. Εάν όμως υπερηφανευτεί, έστω και πάρα πολύ λίγο, εξακοντίζει τον εαυτό του σε μεγάλα βάθη κακίας.
Έγώ λοιπόν, δίχως νά εχω κανένα ίχνος αρετής, αν διηγηθώ αυτά πού είναι πάνω από τήν βιοτή μου, τί άραγε θά πάθω ό δύστυχος, αφού δεν μπορώ νά βαστάξω τον έπαινο;
[Του Θεοδούλου] Έγώ λοιπόν πάλι, αφού με πολλά λόγια τον ένθάρρυνα γι ’ αυτό, ασφάλισα τούς λόγους μου με όρκο νά μήν φανερώσω τό όνομά του. Έσφαλα λοιπόν από απερισκεψία, εγώ ό ανόητος, και όρκίσθηκα νά μην φανερώσω τό όνομά του. Επιθυμώντας λοιπόν νά μήν τον φανερώσω, δεν όρκίσθηκα γι` αυτόν, αλλά γιά τό όνομά του, αν και δεν ήταν γνωστός σ’ εκείνη τήν πόλη ούτε γιά τήν παιδεία του στά γράμματα ούτε γιά τήν αρετή του, ώστε το όνομά του νά είναι ένδοξο.
Τότε, σάν νά λύθηκε από τά δεσμά του φόβου, χαμογελώντας σεμνά μοΰ λέει:
[Του Θηκαρά] Θά μπορούσα νά πώ παραβολικά αδελφέ, αυτό πού λέει ό μύθος: «Εάν συναθροισθοΰν όλα τά πουλιά, αφού σηκώσει τό καθένα τά φτερά του, ή καλιακούδα παραμένει καλιακούδα».
Κι εγώ τον παρακάλεσα νά μου φανερώσει τό νόημα τής παραβολής. εκείνες• και οι δύο [ό Χριστός και τό άγιο Πνεύμα] κινούνταν ασταμάτητα προς τα επάνω, επειδή είναι αδιαίρετοι με τον Πατέρα. Και άφού έκλινε ό Κύριος Ιησούς λίγο την κεφαλή και κοίταξε προς τα κάτω με εύσπλαγχνία, μου φάνηκε ότι κρατούσε στα χέρια κάποιον κώδικα. Επειτα μού φάνηκε οτι τον άφησε ελεύθερο, και ξετυλίχθηκε ώσπου έφθασε μέχρι τα χέρια κάποιου παιδιού πού βρισκόταν πάνω στη γη, στεκόταν απέναντι μου και κοίταζε προς τα επάνω τον Δεσπότη. Πολύ σύντομα εγώ κατάλαβα ότι αυτό έγινε για μένα τον ανάξιο και επειδή κατάλαβε ή άφατη άγαθότητα του ότι επιμένω στις ήδονές σαν νήπιο, μού υπέδειξε τήν μωρία τού νηπιώδους μου φρονήματος.
Καθώς λοιπόν εγώ στεκόμουν και κατανοούσα τήν θαυμαστή εκείνη οπτασία -επειδή διήρκεσε πολύ χρόνο-, ό Δεσπότης άπό επάνω ξετύλιγε τον κώδικα και τό παιδί κάτω στήν γη τον υποδεχόταν και τον ξανατύλιγε με χαρά. Και άκούω τό παιδί να αναφωνεί τρεις φορές: “μή, Κύριε, άλλο, μή!”. Αμέσως κι εγώ, παρακινούμενος όπως φαίνεται άπό τον φωτισμό τού αγίου Πνεύματος, με γεμάτα τα μάτια άπό δάκρυα χαράς -τα όποια μού κάλυπταν κατεβαίνοντας τα μάγουλά μου- φώναζα δυνατά λέγοντας κι εγώ τό ιδιο: “μή, Κύριε, άλλο, μή• επειδή είμαι ασθενής και δεν μπορώ περισσότερο”.
Και ό Κύριος συνέχισε να μού παρέχει. Και όταν με είδε να ζαλίζομαι -διότι άρχισε τό λαρύγγι μου να σκοτίζεται σαν να είχε γεμίσει ύπερβολικά άπό κάποιο ποτό- πήρε τον κώδικα στά χέρια του και ανέβηκε στον ουρανό• ανέβηκε μαζί του και τό πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα και τό παιδί πού ήταν κάτω εξαφανίσθηκε.
Έγώ δε ό άθλιος, όταν κατανόησα ότι όλα αυτά έγιναν γιά μένα, φοβήθηκα πάρα πολύ, επειδή μού ήρθε στο μυαλό τό πόσο αμαρτωλός και ανάξιος όλων αυτών είμαι. Και κλαίγοντας, έλεγα με φόβο: Αλίμονο Κύριε, τί αγαθό έχω κάνει εγώ πού είμαι αμαρτωλός άνθρωπος και ευδόκησες νά γίνουν όλα αυτά σε μένα; Είχα βέβαια προσχεδιασμένους λίγους ύμνους, όχι όπως είναι τώρα αλλά με διαφορετική μορφή.
~. Κάποια μέρα εκεί πού καθόμουνα, έπεσα ξαφνικά σε έκσταση. Και βλέπω στα χέρια μου τούς ύμνους, τον καθένα χωρισμένο
— τρία τμήματα, όπως είναι χωρισμένοι και τώρα. Αφού ήρθα γρήγορα εις εαυτόν και βαριαναστέναξα με δάκρυα, αναφώνησα προς τον θεό λέγοντας: “Κύριε, επειδή έχεις πλούσιο το έλεος, ευδόκησε γρήγορα έτσι να γίνει• άξίωσέ με, τον ανάξιο, να γεμίσει ή ψυχή μου σε
ολο της τό πλάτος με τέτοιου είδους Ύμνους τής βασιλείας σου. Δεν πέρασαν πολλές ημέρες, και βρίσκω κάπου τό βιβλίο του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και άφου διάβασα τα περιεχόμενά του και βρήκα ότι τα περισσότερα άναφέρονται στην θεολογία,συγκινηθηκα ύπερβολικά.
Αφού διάβασα λοιπόν όλο τό βιβλίο, συνέλεξα όσα ήταν ταιριαστά στους Ύμνους και τούς συνέταξα με την βοήθεια τής χάρης και τών οίκτιρμών του Κυρίου και Θεοϋ και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Οταν συνέγραφα συντάσσοντας τούς Αίνους, έβλεπα επάνω μου μέ τούς νοητούς οφθαλμούς πάντοτε -και όταν συνέγραφα και όταν προσευχόμουν- ένα ωραιότατο χέρι πού κρατούσε μικρό κοντύλι και έφριττα και μαζευόμουν από φόβο, λέγοντας μόνο τό Κύριε ελέησον
Άλλοτε καταλάβαινα ότι άγγελοι μου επεδείκνυαν κώδικα πού κρατούσαν στα χέρια τους και όσο έβλεπα αυτά, πολλαπλασιαζόταν μέσα μου ή προθυμία και ό αγώνας.
Πήρα βέβαια τα δόγματα και όλους τούς Αίνους από αγίους θεολόγους άνδρες, δηλαδή τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Βασίλειο τον Μέγα, τον Μάξιμο τον Όμολογητή και τα περισσότερα από τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Αλλά και όπου τυχόν άκουγα και έβλεπα θείο αίνο, αμέσως, σάν τήν μέλισσα τον ανθολογούσα. Μόνο λοιπόν ή σύνταξη είναι δική μας ή καλύτερα όχι-δική μας αλλά τής χάρης του Θεού, όπως φανερώσαμε προηγουμένως.
Επομένως, μου ήταν ανοίκειο νά γράφω τό όνομά μου στον τίτλο σάν συγγραφέας• αλλά πρέπει νά αφιερωθούν όλοι σε αυτόν πού έδωσε τήν χάρη, στον αίτιο όλων τών καλών και θεμελιωτή των φρονημάτων μας. Συνέλεξα λοιπόν πολλούς αίνους και αμέσως ανθολόγησα από αυτούς τα καλύτερα μέρη. Και τούς συνέθετα καθώς ή χάρη με οδηγούσε. Και με πολύ κόπο και χρόνο και με πολλές δεήσεις και στεναγμούς, έχει τελειώσει με την χάρη τού Θεού αυτό το έργο τό όποιο ποθούσα πολύ.
(Τού Θεοδούλου) Εάν λοιπόν οι Υμνοι προέρχονται από το θειο Πνεύμα, θά πρέπει να προσέξουν όσοι θέλουν να καταργήσουν τους ‘Ύμνους τού Θεού, κινούμενοι από αυταρέσκεια, ακόμη και εάν Είναι πολύ σοφοί• γιά νά μην γίνει αυτό μεγάλο εμπόδιο στις ψυχές τους κατά την ημέρα τής εξόδου τους• γιά νά μην καταλήξει ή προσευχή τους σε αμαρτία, όταν λένε τούς Ύμνους πού αδίκησαν ενώπιον τού Θεού γιά νά μην θησαυρίσουν γιά τούς εαυτούς τους οργή κατά την ημέρα τής οργής και δικαιοκρισίας τού Θεού διότι και οι Ιδιοι οι Υμνοι κατηγορούν στον Θεό αυτούς πού τόλμησαν νά συμπεριφερθούν έτσι [δηλαδή νά τούς περικόψουν] και εμείς όχι μόνο δεν συγχωρούμε αυτή τήν περικοπή, αλλά και τήν αναφέρουμε στον θεό.
Κι αν κάποιος βρει κάποιο εσφαλμένο γράμμα ή συλλαβή ή λέξη ας τό διορθώσει. Διότι υπάρχουν πολλοί μεταγράφεις πού κάνουν σφάλματα. Αλλά ας επανέλθουμε στο προκείμενο.
Και έλεγε στή συνέχεια: [Τού Θηκαρά] Είδα αδελφέ, με τούς νοητούς οφθαλμούς νά ξεχειλίζει ή χάρη τού αγίου Πνεύματος, όταν αυτοί οι Υμνοι ψάλλονται στιβαρά’ και δεν υπάρχουν λόγια να άναπαραστήσει κανείς όσα είδα. Θά σού πώ λοιπόν, όσα σημεία μπορέσω νά θυμηθώ, από τήν στιγμή πού άρχισα νά γράφω τους Ύμνους. Και αναγκάζομαι νά μιλήσω εξαιτίας τών λόγων πού μού εξέθεσες, άν και δεν με συμφέρει.
[Τού Θεοδούλου] Εγώ τού είπα: Ναί, σε παρακαλώ, απ’ όσα είδες και θυμάσαι νά μήν μού κρύψεις τίποτα, γιά νά πιστεύσουν και αγαπήσουν τούς Ύμνους, και εγώ και άλλοι πολλοί• διότι όσο συνεχίζεις νά λες αυτά, τόσο ο πόθος γιά τούς Ύμνους μού καίει την καρδιά.
Νομίζω δε ότι το ίδιο θα συμβεί και σε όσους τα ακούσουν.
Πολλοί δηλαδή έξαιτίας των Ύμνων θα γίνουν γνήσιοι φίλοι του Θεού Και έλεγε:
[Τού Θηκαρά] “Οταν μάζεψα τούς Αίνους, τον καθένα από διαφορετικό βιβλίο, είχα ασταμάτητη έγνοια να τούς καταγράφω και τα σωθικά μου καίγονταν σαν να είχα μέσα μου άσίγαστη φωτιά. Μία ημέρα λοιπόν, πριν αρχίσω να τούς καταγράφω, αφού βγήκα από το κελί μου για κάποια ανάγκη, αντιλαμβάνομαι να στέκεται επάνω από το κεφάλι μου ό υπεράγαθος Κύριος Ιησούς Χριστός, και να υπάρχει κάτω από τα άχραντα πόδια του άνέκφραστη δόξα• και έκτεινε τα χέρια του και ευλογούσε όπως εξιστορείται στην Άνάληψη του να κάνει προς τούς Αποστόλους.
Άλλοτε, μετά από λίγες ημέρες, αφού έψαλα τον ’Όρθρο μου, έπεσα να κοιμηθώ για λίγο • και όταν ξύπνησα, βλέπω με τούς νοερούς οφθαλμούς έναν τεράστιο άετό στον άέρα -του οποίου ή όμορφιά προξενούσε άπορία και ή δόξα δεν μπορεί να περιγράφει- να έχει στο κεφάλι του φωτοστέφανο με σταυρό, όπως ό Κύριος ημών Ίησούς Χριστός, και να άνοίγει πολύ τα φτερά του. Μετά άκούω να βγαίνει άπό αυτόν μία νοητή φωνή πού μού προκάλεσε άφατη ηδονή ή οποία έλεγε: “βιάσου, κατάγραφε εμένα, τον ένα Θεό σε τρία πρόσωπα.
Αφού σκέφθηκα αυτά και θυμήθηκα όσα προανέφερα, άρχισα με μεγάλη ορμή νά καταγράφω τούς Ύμνους με πολύ επιμέλεια καί χωρίς καμία άμφιβολία. Οταν άρχισα λοιπόν νά γράφω τον Ύμνο τής πρώτης Ωδής, έπεσε ή νύχτα και αφού σηκώθηκα τό μεσονύκτιο, όπως συνηθίζουν οι μοναχοί, έψαλλα τήν διατεταγμένη μου ακολουθία• μετά τήν άπόλυση κάθησα νά κοιμηθώ γιά λίγο• και άμέσως καταλαβαίνω νά στέκεται επάνω μου κάποιο είδος άρχιστρατήγου, ό οποίος φορούσε βασιλικό διάδημα και είχε φτερά και στους δυό του ώμους και κρατούσε στο χέρι του χρυσό θυμιατήριο, διακοσμημένο με άνέκφραστη ποικιλία. Στο μέσον τού θυμιατηριού, εκεί πού βρίσκονταν τά κάρβουνα, βλέπω νά κείται τό σχεδίασμα το οποίο έγραφα την προηγούμενη ήμερα. Και δεν μου είναι δυνατόν να μιλήσω λεπτομερώς για κάθε Υμνο, γι ’ αυτό ας προχωρήσουμε στα τελευταία.
Οταν έγραφα τον Υμνο τής ένατης Ωρας, στο τέλος του τοποθέτησα Αίνο του αγίου Μαξίμου ό όποιος έλεγε: “και πάντων των Νοητών νοητός” και ακούω από επάνω μου νοερή φωνή, ή οποία μου έλεγε «και πάντων των νοητών άπερινόητος».
Στον Υμνο του Εσπερινού, στο δεύτερο μέρος, μελετούσα πώς να τοποθετήσω τα κεφάλαια τών Αίνων του • και αφού πήγα στην εκκλησία -διότι σήμανε τότε ό Εσπερινός- ακούω από τα δεξιά μέση τού αγίου βήματος κάποια νοερή φωνή να λέει: “Εύλογημένον το κράτος τής βασιλείας σου, και ύπερύμνητον και ύπερυψούμενον ” και αμέσως δόξασα τον Θεό, διότι αυτό με απασχολούσε.
Οταν τελείωσα την συγγραφή τής Ευχαριστίας τών Αποδείπνων, επρόκειτο να ύψώσω τά χέρια μου και να δοξάσω τον Θεό και να ευχαριστήσω, όπως όφειλα, αυτόν πού έξαιτίας τής αγαθότητάς του μού δώρισε όσα αγάπησε ή ψυχή μου, πάνω άπ’ όλα τά πολύτιμα αυτού τού κόσμου. Και πριν σηκωθώ βλέπω νά κατεβαίνουν με θορυβώδη ορμή, τρεις μεγάλες σταγόνες νερό• και έπεσαν επάνω στο χαρτί, στά γράμματα πού μόλις είχα γράφει και αφού κοίταξα ψηλά, δεν είδα ούτε σύνεφο ούτε πουλί. Μετά από λίγο, όταν τις σκούπισα, το χέρι μου και τό χαρτί ύγράνθηκαν, ενώ τά γράμματα δεν άλλαξαν καθόλου μορφήν αν και τό μελάνι ήταν ακόμη υγρό- και αυτό είναι τό μεγαλύτερο θαύμα, ότι ούτε μία τελεία δεν εξαφανίσθηκε. Εγώ λοιπόν αφού είδα αισθητά τήν φροντίδα τού πανάγαθου Θεού, σηκώθηκα γεμάτος δάκρυα, φόβο και αγαλλίαση, γιά νά του αποδώσω, όπως ήταν δίκαιο, τήν δόξα και τήν ευχαριστία και την προσκύνηση.
Στήν αρχή λοιπόν, όταν αποστήθισα τούς Ύμνους των Ωδών, στεκόμουν στο κελί μου τήν ώρα τού Όρθρου γιά νά προσευχηθώ και όταν άρχισα νά τούς άπαγγέλω, καταλαβαίνω νά εξέρχεται από τό στόμα μου ένας στύλος πλατύτερος άπό πήχυ όπως ακριβώς εξιστορείται από τους ζωγράφους στην άγια Βάπτιση του Κυρίου – και έφθανε δίχως έμπόδιο μέχρι την στέγη του κτιρίου 4 στα δεξιά του στύλου υπήρχαν τάγματα αγίων, προφητών, ιεραρχών, -αστέρων και άλλων δεν γνωρίζω ποιοι ήταν τα άλλα τάγματα.
Γνώρισα λοιπόν από τούς προφήτες τον Δαυίδ άπό τούς ιεράρχες τον τίμιο Χρυσόστομο και τό μέγα Βασίλειο και τον μέγα θεολόγο Γρηγόριο’ άπό τούς μάρτυρες, τον άγιο Γεώργιο και τον άγιο Θεόδωρο και αφού σταμάτησα μόνο στον άγιο Χρυσόστομο, καθώς είχα σε έκταση τα χέρια μου, άνεβόησα με μεγάλη χαρά: “κύριέ μου Χρυσόστομε”. Και άμέσως έγιναν άφαντοι. “Αν και έλεγα τους Ύμνους και πρωτύτερα, διαβάζοντας άπό τό χαρτί, και ή καρδιά μου γέμιζε με χαρά και ευφροσύνη πνευματική, όμως δεν αισθανόμουν κάποια θεωρία, μέχρι πού τούς αποστήθισα.
Μετά άπό λίγο χρόνο, έβλεπα πάλι άπό επάνω μου -καθώς προσευχόμουν- εκείνο τό ώραιότατο χέρι τό οποίο κρατούσε κοντύλι πολύ μεγάλο και ωραίο και άλλοτε έβλεπα αγγέλους νά μου δείχνουν, όπως και προηγουμένως, κώδικα. Εκεί λοιπόν πού απορούς και σκεφτόμουν τί νά γράφω, άκούω έξαφνα στον νού μου νοερή φωνή ή οποία μού έλεγε τά εξής: οτι θυμάσαι, γράφε”. Και από τότε συνέγραφα τις ευχές τού Μεσονυκτικού, όσες και όπως είναι.
Ώ, τί μεγάλη φροντίδα τού πανάγαθου Θεού! Επειδή και αυτό το “πρόσδεξαι ” πολλές φορές τό άκουσα νοητά.
Συγχώρησέ με, άδελφέ, επειδή έχω γίνει πιο άνόητος από τούς ανόητους, καθώς δέν έκρυφα τά μυστήρια τού Θεού. Και βέβαια γνωρίζω ότι καθόλου δέν μέ συμφέρει και πολύ μέ βλάπτει αυτό άλλ ’ επειδή είσαι όμόψυχος αδελφός μου και επειδή, όπως είπες, αυτά θά είναι μιά αξιόπιστη μαρτυρία γιά τούς Ύμνους, έχω πει άρκετά γιά όλα αυτά πού συνέβησαν.
Συμβουλεύω λοιπόν αυτούς πού έπέλεξαν νά κάνουν κτήμα τους αυτή τήν άνεκλάλητη πνευματική αγαλλίαση, νά εγκρατεύονται από τις ηδονές και νά μήν τις επιθυμούν νά έχουν περισσότερο φόβο ώστε νά μήν τούς πλησιάσει τό πάθος ούτε μία ημέρα, άλλά νά τό εξοστρακίζουν μακριά τους και γρήγορα να το άπομακρύνουν ώς εχθρό και πολεμιο να έχουν νίψη και να αποκαθαίρουν τό νου τους από τον μολυσμο τών πονηρών λογισμών. ’Έτσι λοιπόν ή θυσία μας θά είναι εύπρόσδεκτη σαν να προσφέρουμε μυριάδες παχιά αρνιά. Λέω λοιπόν ότι εάν μόνο περιφρονήσουν τά πάθη και τις ηδονές, καταψάλλοντας λίγους κόπους, θά λάβουν την ίδια δόξα με αυτούς πού έσπασαν στο άκρο της ασκήσεως και θά γίνουν άξιοι γιά ίσες θεωρίες με αυτούς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΘΗΚΑΡΑΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΑΓΙΟΥ ΌΡΟΥΣ.

Κανόνας προσευχής. Οι Ψαλμοί. Το κομποσχοίνι.



"...Διαβάζοντας όσα γράφω σ’ αυτή την επιστολή, μη νομίσεις ότι θέλω να σε οδηγήσω σε μοναστήρι. Κάθε άλλο. Εγώ, μάλιστα, πρωτάκουσα για την προσευχή με κομποσχοίνι από κάποιον λαϊκό, όχι από μοναχό. Εκτός από τους μοναχούς, πολλοί είναι και οι λαϊκοί που προσεύχονται μ’ αυτόν τον τρόπο. Πιστεύω ότι είναι και για σένα κατάλληλος..."

ΖΗΤΑΣ κάποιον κανόνα προσευχής. Ναι, είναι καλό να έχουμε έναν τέτοιο κανόνα λόγω της αδυναμίας μας, ώστε αφενός να μην υποκύπτουμε στην οκνηρία και αφετέρου να συγκρατούμε τον ενθουσιασμό μας σε όρια συνετά. Όλοι οι μεγάλοι εργάτες της προσευχής τηρούσαν έναν προσευχητικό κανόνα. Άρχιζαν πάντα με τις καθιερωμένες προσευχές. Αν στη διάρκειά τους κάποια προσευχή ανασκιρτούσε μόνη της από την καρδιά τους, άφηναν τις άλλες και προσεύχονταν μ’ αυτήν. Το ίδιο ας κάνουμε κι εμείς. Οι προκαθορισμένες προσευχές χρειάζονται για να μας βάλουν στο δρόμο της προσευχής. Δίχως αυτές, δε θα ξέραμε καν πώς να προσευχηθούμε και θα μέναμε μακριά από τον Θεό.
Δεν χρειάζεται, πάντως, να χρησιμοποιεί κανείς όλες τις προσευχές που είναι γραμμένες στα διάφορα προσευχητάρια. Είναι προτιμότερο να περιορίζεται σ’ έναν μικρό αριθμό προσευχών, που θα τις κάνει με νου προσεκτικό και θερμή καρδιά, παρά να διαβάζει στα πεταχτά πλήθος προσευχών από βιβλία. Είναι δύσκολο, βλέπεις, να διατηρηθεί αναμμένη η φλόγα του προσευχητικού ζήλου με τη χρήση πολυάριθμων προσευχών.

Νομίζω πως οι ορθρινές και εσπερινές ακολουθίες, που περιέχονται στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας και σε άλλα ορθόδοξα προσευχητάρια, σου φτάνουν. Προσπάθησε μόνο να τις διαβάζεις κάθε φορά με απόλυτη προσοχή και ανάλογα συναισθήματα. Για να το κατορθώσεις ευκολότερα, αφιέρωσε λίγο από τον ελεύθερο χρόνο σου σε σχετική προετοιμασία. Διάβασε όλες τις προσευχές, μιά-μιά ξεχωριστά. Μελέτησέ τες, κατανόησέ τες, βίωσέ τες. Έτσι, όταν θα τις λες την ώρα της προσευχής, θα γνωρίζεις τα ιερά νοήματα και αισθήματα που κλείνουν μέσα τους. Προσευχή δεν είναι η απλή απαγγελία κάποιων προσευχητικών κειμένων, αλλά η αφομοίωση και βίωση του περιεχομένου τους. Η προσευχή πρέπει να βγαίνει από το νου και την καρδιά μας.
Αφού διαβάσεις και βιώσεις τις προσευχές, προσπάθησε να τις απομνημονεύσεις. Έτσι δεν θα χρειάζεται κάθε φορά, πριν προσευχηθείς, να ψάχνεις για Προσευχητάρι και για φως. Όταν θα προσεύχεσαι πάλι, η προσοχή σου δε θα διασπάται από τα αντικείμενα του χώρου. Με κλειστά μάτια, θα διατηρείς ευκολότερα τη νοερή επαφή σου με τον Θεό. Θα το διαπιστώσεις μόνη σου, αν το κάνεις.

Ύστερ’ απ’ αυτή την προετοιμασία, το πρώτο πράγμα που πρέπει να επιδιώκεις, αρχίζοντας την προσευχή, είναι η φύλαξη του νου από την άσκοπη περιπλάνηση και της καρδιάς από την ψυχρότητα. Φρόντισε με κάθε τρόπο να διατηρείς τη νοερή προσοχή και την καρδιακή θέρμη. Κάνε και όσες μετάνοιες μπορείς, λέγοντας παράλληλα την ευχή του Ιησού ή κάποιαν άλλη σύντομη προσευχή. Οι μετάνοιες θα παρατείνουν λίγο τον χρόνο της προσευχής σου, θα αυξήσουν όμως τη δύναμή της. Μετά την καθιερωμένη ορθρινή ακολουθία, να απευθύνεσαι με δικά σου λόγια στον Θεό, ζητώντας Του συγχώρηση για τα αθέλητα ξεστρατίσματα του νου σου και θέτοντας στα χέρια Του τον εαυτό σου.
Στο διάστημα της ημέρας, η μνήμη του Θεού, για την οποία τόσες φορές μιλήσαμε, διατηρείται ανεξάλειπτη με την προσευχή. Θα ήταν, λοιπόν, καλό να αποστήθιζες πέρα από την γνωστή ευχή του Ιησού, ορισμένους Ψαλμούς και να τους έλεγες κάπου-κάπου στη διάρκεια ή σε διαλείμματα της εργασίας σου. Πρόκειται για μια αρχαία χριστιανική συνήθεια, που αναφέρεται και περιλαμβάνεται στους κανόνες των μεγάλων οσίων Παχωμίου και Αντωνίου.
Αφού περάσεις έτσι την ημέρα, κάνε τη βραδινή ακολουθία σου με μεγαλύτερη επιμέλεια και αυτοσυγκέντρωση. Και αφού αναθέσεις πάλι στον Κύριο τον εαυτό σου για το διάστημα της νύχτας, κοιμήσου, ψιθυρίζοντας πάντα την ευχή ή έναν ψαλμό.

   
Ο όσιος Παχώμιος λαμβάνει το σχήμα της μοναχικής ενδυμασίας από άγγελο, ντυμένο ως μοναχό (από εδώ)

Θ’ αναρωτιέσαι ποιους ψαλμούς πρέπει ν’ αποστηθίσεις. Μα εκείνους που κατανύσσουν περισσότερο την καρδιά σου. Εσύ θα κάνεις την επιλογή. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω το «Ελέησόν με ο Θεός» (Ψαλμός 50), το «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον» (Ψαλμός 102 ) και το «Αίνει, η ψυχή μου, τον Κύριον» (Ψαλμός 145). Οι δύο τελευταίοι Ψαλμοί περιέχονται στην Ακολουθία των Τυπικών και ψάλλονται στις Λειτουργίες των Κυριακών και των εορτών. Προσθέτω σ’ αυτούς και τους Ψαλμούς της Ακολουθίας της θείας Μεταλήψεως, «Κύριος ποιμαίνει με» (Ψαλμός 22) , «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμός 23) και «Επίστευσα, διό ελάλησα» (Ψαλμός 115), καθώς και τους Ψαλμούς του Μικρού Αποδείπνου, «Ο Θεός, εις την βοήθειάν μου πρόσχες»
(Ψαλμός 69) και «Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου» (Ψαλμός 142). Είναι επίσης, οι Ψαλμοί των Ωρών και άλλοι. Διάβασε το Ψαλτήρι και διάλεξε όποιους προτιμάς. ["Ν": Όλοι οι Ψαλμοί εδώ].
 
Όταν, λοιπόν, αποστηθίσεις τους Ψαλμούς της προτιμήσεώς σου, θα είσαι προσευχητικά πάνοπλη. Και κάθε φορά που κάποιος ενοχλητικός λογισμός θα απειλεί το νου και την καρδιά σου, θα τον αποδιώκεις εύκολα, καταφεύγοντας στον Κύριο είτε με την ευχή, είτε μ’ έναν Ψαλμό, ιδιαίτερα τον 69ο, «Ο Θεός, εις την βοήθειάν μου πρόσχες».
Να αυτό που ήθελες - έναν κανόνα προσευχής. Θα τονίσω, πάντως, γι’ άλλη μια φορά, ότι δεν πρέπει να απολυτοποιείται ο κανόνας, που είναι όχι αυτοσκοπός, αλλά μέσο κοινωνίας με τον Θεό. Γι’ αυτό, άλλωστε, πέρα από τις καθιερωμένες προσευχές, δεν έχει θεσπιστεί ενιαίος κανόνας προσευχής για όλους τους πιστούς. Σημασία έχει να προσεύχεσαι ουσιαστικά, σωστά, αληθινά. Και αληθινή προσευχή είναι η νοερή παράσταση ενώπιον του Θεού μέσα στην καρδιά με αφοσίωση και εγκάρδια υποταγή σ ’ Αυτόν.

Σκέφτηκα να σου προτείνω κάτι: Μπορείς να περιορίσεις τον προσευχητικό κανόνα μόνο σε μετάνοιες με την επανάληψη της ευχής, του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και σε προσευχή με δικά σου λόγια. Αντί για την ευχή μπορείς, αν προτιμάς, να επαναλαμβάνεις κάποιαν άλλη σύντομη προσευχή, που να εκφράζει τις εσωτερικές του ανάγκες ή δοξολογία και ευχαριστία στον Θεό. Καθόρισε είτε έναν αριθμό ευχών είτε ένα χρονικό διάστημα προσευχής - ή και τα δύο - ώστε να μην κυριευθείς από την οκνηρία.
Εμείς οι άνθρωποι, βλέπεις, έχουμε μιάν ακατανόητη ιδιομορφία: Όταν καταπιανόμαστε με κάποιαν εξωτερική εργασία, μας φαίνεται πως οι ώρες περνούν σαν λεπτά. Όταν, απεναντίας, προσευχόμαστε, μας φαίνεται πως τα λεπτά περνούν σαν ώρες. Αυτή η ψευδαίσθηση δεν μας βλάπτει, όταν εκτελούμε έναν καθιερωμένο κανόνα, και μάλιστα όταν διαβάζουμε τις ιερές ακολουθίες από τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας. Όταν, όμως, προσευχόμαστε ελεύθερα, λέγοντας την ευχή ή άλλη μικρή προσευχή, υπάρχει ένας κίνδυνος: Να σταματήσουμε την προσευχή λίγο μετά την έναρξή της, με την απατηλή βεβαιότητα ότι προσευχηθήκαμε για πολύ και ολοκληρώσαμε την ακολουθία μας.

Φωτο από εδώ
Γι’ αυτό οι καλοί εργάτες της προσευχής επινόησαν τα κ ο μ π ο σ χ ο ί ν ι α , που μας προστατεύουν από τον κίνδυνο της αυταπάτης. Το κομποσχοίνι μας χρειάζεται όταν προσευχόμαστε με στερεότυπες επαναλαμβανόμενες ευχές, όχι όταν διαβάζουμε τις προσευχές του Προσευχηταρίου. Να πώς θα το χρησιμοποιείς: Θα το κρατάς στο αριστερό σου χέρι, θα λες μιαν ευχή, λ.χ. “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και θα τραβάς ένα κόμπο με τα δύο δάχτυλα, τον αντίχειρα και τον δείκτη. Θα λες άλλην μιαν ευχή και θα τραβάς άλλον ένα κόμπο. Έτσι θα συνεχίζεις, κάνοντας το σημείο του σταυρού και μια μετάνοια- είτε μικρή είτε μεγάλη, ό,τι προτιμάς- σε κάθε ευχή. Καθόρισε έναν αριθμό ευχών και αντιστοίχων μετανοιών ως καθημερινό κανόνα σου, συνάμα όμως καθόρισε κι έναν ελάχιστο χρόνο προσευχής, για να μην ξεγελιέσαι λέγοντας τις ευχές βιαστικά. Αν κάποτε ασυναίσθητα βιαστείς και τελειώσεις νωρίτερα από τον καθορισμένο χρόνο, συνέχισε τις ευχές και τις μετάνοιες ως τη συμπλήρωσή του.

Σου στέλνω ένα κομποσχοίνι. Δοκίμασέ το!

Ο Δρόμος της Ζωής - Γράμματα σε μια ψυχή. (Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου)Διαβάζοντας όσα γράφω σ’ αυτή την επιστολή, μη νομίσεις ότι θέλω να σε οδηγήσω σε μοναστήρι. Κάθε άλλο. Εγώ, μάλιστα, πρωτάκουσα για την προσευχή με κομποσχοίνι από κάποιον λαϊκό, όχι από μοναχό. Εκτός από τους μοναχούς, πολλοί είναι και οι λαϊκοί που προσεύχονται μ’ αυτόν τον τρόπο. Πιστεύω ότι είναι και για σένα κατάλληλος.
Θα επαναλάβω και πάλι η ουσία της προσευχής είναι η νοερή παράσταση της ψυχής ενώπιον του Θεού μέσα στην καρδιά ή , αλλιώς, η ανύψωση του νου και της καρδιάς στον Θεό. Να σε τι μας βοηθούν οι απλοί κανόνες που ανέφερα. Δίχως αυτούς, λόγω της αδυναμίας μας, δεν θα καταφέρναμε σχεδόν τίποτα.
Ο Κύριος να σ’ ευλογεί!

Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ - Γράμματα σε μια ψυχή»
ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2000

Ο «Χρυσουργός των καρδιών των πιστών» Μητροπολίτου Μεσογαίας κ. Νικολάου


Τον άγιο Χρυσόστομο τον ελάτρευσε η Εκκλησία. Αυτός την κόσμη­σε με τον θησαυρό της θείας Λειτουργίας, την προίκισε με τα απαράμιλ­λα κηρύγματά του, την ενθουσίασε με τον μαγευτικό, πρωτότυπο, διεισ­δυτικό, περιεκτικό και πολυδιάστατο λόγο του, τη σαγήνεψε με το ασυμβίβαστο και ηρωικό ήθος του, τη λάμπρυνε με το παράδειγμα και τη συ­νέπεια της αγίας και γεμάτης έμπνευση ζωής του.
Δεν τον ανεγνώρισαν οι μεγάλοι και ισχυροί αυτού του κόσμου. Γι’ αυτούς ήταν «βαρύς και βλεπόμενος» (Σοφ. Σολ. β’ 15). Τον πολέμησαν, τον αδίκησαν, τον εξόρισαν. Με τον διωγμό τους όμως τον βοήθησαν να αποκαλύψει το μεγαλείο της αδαμάντινης ψυχής του. Ίσως, χωρίς την εμπάθεια και το μίσος τους, ο άγιος Ιωάννης να ήταν μόνον «Χρυσόστο­μος», «Χρυσολόγος», «Χρυσορρήμων» και «Χρυσόφωνος». Αυτός όμως μέσα από την αδικία, τον διωγμό και την εξορία ανεδείχθη, κατά τον υμνογράφο, «Χρυσούς τον λόγον, χρυσούς και την καρδίαν» και «Χρυσουργός των καρδιών των πιστών». Χωρίς να θέλουν οι διώκτες του, φα­νέρωσαν τον θησαυρό της ψυχής του, ανέδειξαν το μεγαλείο του, απέδειξαν την ιστορική μοναδικότητά του, εγκατέστησαν το πρόσωπό του στην καρδιά του λαού, έγιναν μεγάλοι ευεργέτες της ιστορίας και μοναδικοί δωρητές της Εκκλησίας. 

Τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο τον ανεγνώρισαν οι πολλοί αλλά μικροί, οι άγνωστοι αλλά αληθινοί, οι αναρμόδιοι αλλά ευαίσθητοι, οι απόμακροι από τις εξελίξεις αλλά αγνοί στις προθέσεις. Τον πολέμησαν τα κέντρα της εξουσίας και τον υπεραγάπησε ο λαός. Τον συκοφάντησε και τον αδίκησε το εκκλησιαστικό σύστημα, αλλά τον αγκάλιασε και τον ομολόγησε με δύναμη και επιμονή η εκκλησιαστική συνείδηση. Αυτός της δόθηκε ως λόγος και παράδειγμα και ανταμείφθηκε με το ανεκτίμητο νόμισμα της εμπιστοσύνης και αγάπης της.
3. Σημεία συνάντησης του Θεού
Αυτό που χαρακτηρίζει τον τιμώμενο Άγιο είναι η ανυποχώρητη διεκδίκηση της ξεκάθαρης αλήθειας, η τόλμη της αμφισβήτησης των φαι­νομένων και ευκόλως κατανοουμένων, η ασυμβίβαστη διάθεση αντικατάστασής τους από το μυστήριο που αποκαλύπτεται και μας υπερβαίνει, ο ηρωισμός που απαιτεί η συμφωνία λόγων και ζωής, ο πανίσχυρος κοι­νωνικός του λόγος, η εγκαρτέρηση στον διωγμό και την αδικία. Είναι η συνολική και μεγάλη αρετή του, είναι η αγιότητά του, που έπεισε τον λαό και την Ιστορία: «ενδιαίτημα εφάνης ουρανίων αρετών… εν σοι γαρ κατεσκήνωσε των αρετών η πάσα αγιωσύνη» (Τροπάριον Ωδής γ’).
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο λόγος του χαρακτηρίζεται από απροσμέτρητη διεισδυτικότητα, από κοινωνικο-πνευματική σφαιρικότητα, από διαχρονική επικαιρότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι θεολογικός ως προς τον στόχο του, επιστημονικός ως προς τη μεθοδολο­γία του, ανατρεπτικός ως προς την κοινωνική εκφορά του. Είναι επίκαιρος στις αφορμές του, σύγχρονος στη μορφή του και διαχρονικός στα νοήματά του. Τα ερμηνευτικά κείμενά του, οι θεολογικές ομιλίες του, οι γεμάτες δόγμα και αμεσότητα λειτουργικές και μη προσευχές του, η ανυποχώρητη στάση του στις διατυπώσεις της πίστης και της θεολογίας δεί­χνουν με ενάργεια τη θεοκεντρικότητα και χριστοκεντρικότητα της διδα­σκαλίας του. Ο υμνογράφος τον αποκαλεί «των δογμάτων πέλαγος ανεξάντλητον» (Κεκραγάριον εσπερινού), «θεολογίας υψηλής ακρίβειαν» (Απόστιχον εσπερινού), «νουν ουράνιον της θεολογίας» (Αίνοι). Μέσα στο ορθό δόγμα διακρίνει ο άγιος το πρόσωπο του Θεού για Τον Οποίο ομιλεί.
Αλλά όχι μόνον μέσα σε αυτό. Δόγμα, δίχως καθαρή και συνεπή ζωή, μοιάζει περισσότερο με φιλοσοφική έμμονή και εγωιστικό ιδεολόγημα. Γι’ αυτό και ο λόγος του δεν έχει τον χαρακτήρα αφηρημένης ακαδημαϊκής πραγματείας, αλλά αγκαλιάζει τη ζωή, την καθημερινότητα, τις λεπτομέρειες, την αδύναμη και αμαρτωλή ανθρώπινη φύση. Την αγκα­λιάζει με βαθειά γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της αφ’ ενός και των δυνατοτήτων και προοπτικών της αφ ετέρου. Ανεβάζει ψηλά το κρι­τήριο της ανθρώπινης ποιότητος για να καταδείξει το «βραχύ τι παρ’ αγγέλους» (Ψαλμ. η’ 4) ιδίωμα του ανθρώπου. Ανοίγει όμως και τους κρουνούς της επιεικείας και κατανόησης για να εκφράσει τον σεβασμό του στον «ως άνθος του αγρού εξανθισμό» (Ψαλμ. ρβ’ 15) του. Αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τη λογική του ικανότητα για να υπογραμμίσει την ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα του ανθρώπου μέσα στη δημιουρ­γία. Ο άγιος Ιωάννης αντικρίζει τον Θεό μέσα στον πεπτωκότα αλλά και θεούμενο άνθρωπο.

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (Μαντζαρίδης Γεώργιος)


 Δυό μέρες τοῦ ἔτους ἀφιερώνονται στή μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ 14η Νοεμβρίου. Τή δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πού ἔρχεται ὡς προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, γιορτάζεται ἡ νίκη τῆς διδασκαλίας του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τῶν ἀντιπάλων του. Στίς 14 Νοεμβρίου, τιμᾶται ἡ πρός τόν Κύριον ἐκδημία του. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν μᾶς θυμίζει περισσότερο τό λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἡ 14η Νοεμβρίου μᾶς θυμίζει περισσότερο τή σιωπή του.
Στίς 14 Νοεμβρίου τοῦ 1359 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού λάμπρυνε γιά δωδεκάμισι χρόνια τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης καί καθοδήγησε μέ σοφία καί αὐταπάρνηση τούς πιστούς της σιώπησε ὁριστικά. Φορέας τῆς σιωπῆς του εἶναι τά ἱερά λείψανά του, πού ἀποτελοῦν μίαν ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀλλά καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού διατηρεῖται ὡς σήμερα μέ τά πολυάριθμα συγγράμματά του, συχνά ἀναφέρεται στή σιωπή καί τήν ἡσυχία, πού μέ τόση ἐπιμέλεια ἄσκησε καί ὁ ἴδιος στή ζωή του ὡς ἡσυχαστής μοναχός.

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος εἶναι πράγματα ἀντίθετα στήν καθημερινή μας ζωή. Ὁ λόγος διαλύει τή σιωπή. Καί ἡ σιωπή διακόπτει τό λόγο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἡσυχαστής ἦταν βασικά ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς. Ἀπέφευγε τό λόγο, ὅπως ἄλλωστε καί τή συγγραφή. Ὁ ἴδιος σημειώνει ὅτι πολλοί μεγάλοι πατέρες τῆς ἐρήμου, μολονότι θά μποροῦσαν νά γράψουν σπουδαῖα καί ὠφέλιμα πράγματα, δέν τό ἔκαναν, γιά νά μή διακόψουν τήν σιωπή καί τήν κοινωνία τους μέ τό Θεό. Κατακρίνει μάλιστα τόν ἑαυτό του καί λέει ὅτι ὁ ἴδιος συνήθιζε νά γράφει, ὅταν ὑπῆρχε κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη. Καί γνωρίζουμε πόσο πολλά καί δυνατά κείμενα ἔγραψε, ὅταν ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἦταν ὁ κίνδυνος νά παραχαραχθεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ προφορικός καί ὁ γραπτός, εἶχε πάντοτε πλούσιο ἀντίκρυσμα στή σιωπή του. Καί ἡ σιωπή του δέν ἦταν συνέπεια παραιτήσεως ἤ ἀδιαφορίας, ἀλλά καρπός ἔντονης σπουδῆς καί κοινωνίας μέ τό Θεό Λόγο. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «Ἄμεινόν ἐστι σιωπᾶν καί εἶναι ἤ λαλοῦντα μή εἶναι».
Στήν καθημερινή μας ζωή συνδέουμε συνήθως τό λόγο μέ τήν ὕπαρξη καί τή σιωπή μέ τήν ἀνυπαρξία. Συχνά ὅμως ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι κενός καί φανερώνει μία οὐσιαστική ἀνυπαρξία. Δέ χρειάζεται ἄλλωστε νά εἶναι κανείς ψεύτης ἤ φλύαρος, γιά ν’ ἀποδειχθεῖ ὁ λόγος του κενός. Καί μόνο τό ὅτι εἶναι θνητός, καί ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τό ἔσχατο ὅριο τῶν δυνάμεών του, φανερώνει τήν ἀβεβαιότητα καί τήν οὐσιαστική κενότητα τοῦ λόγου του.
Παράλληλα ὅμως ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει μεγάλη ἀξία, ὅταν διαθέτει ἀντικρυσμα στή σιωπή. Ἀκόμα περισσότερο, ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει τεράστια ἀξία, ὅταν εἶναι λόγος σιωπῆς. Τά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ πατέρας στό παιδί του ἔχουν τό ἀντίκρυσμα καί τήν ἀξία τους, ὅσο ζεῖ ὁ πατέρας καί ἀκούει τό παιδί. Ἡ σιωπηρή ὅμως παρουσία τοῦ πατέρα στήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ του, ὡς παρουσία ἀγάπης, εἶναι πολύ πιό εὔγλωττη καί πολύ πιό οὐσιαστική ἀπό τά λόγια πού ἀκούει ἀπό τό στόμα του. Καί αὐτό, γιατί ἡ ἀγάπη μεταφέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο πού βρίσκεται πέρα ἀπό τό θάνατο. «Ἠμεῖς οἴδαμεν», λέει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐμεῖς δηλαδή γνωρίζουμε, «ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς• ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῷ θανάτῳ».
Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἐμπειρία τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς του πέρα ἀπό τήν ἀτομικότητά του. Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο μία αἴσθηση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.
Ἡ ἀληθινή ὅμως ἀγάπη δέ διατυπώνεται μέ λόγια. Καί ἡ οὐσία της δέν περιορίζεται σέ φραστικά σχήματα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἐκφράζεται περισσότερο μέ τή σιωπή. Ἡ σιωπή εἶναι συχνά ἡ πιό ἔντονη κραυγή. Αὐτό τό βλέπουμε προπαντός στόν ἡσυχασμό. Ἡ σιωπή τοῦ ἡσυχαστῆ εἶναι κραυγή ἀγάπης. Ὅπως καί ἡ ἀπομόνωσή του εἶναι ἐντατικοποίηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό.
Ζώντας στόν κόσμο καί διατηρώντας ἀκέραιο τόν ἐγωισμό μας ἀδυνατοῦμε συνήθως νά γνωρίσουμε καί νά ζήσουμε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη βγαίνει ἀπό τήν σιωπή καί τήν ταπείνωση. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περιγράφοντας τή ζωή καί τίς ἀρετές τοῦ ἁγίου στά ἡσυχαστήρια τοῦ Ἄθω, σημειώνει σχετικά τά ἑξῆς: «Ταπείνωσις ἦν αὐτῷ ἀκρότατη, καί ἡ πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, ἥ φησίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀνυπόκριτος ἐκ καρδίας ἀγάπη, τά πρῶτα καί μέσα καί τελευταῖα τῶν ἀρετῶν ἐρείσματα καί στοιχεῖα».
Καί πραγματικά μόνο μέ ἀκρότατη ταπείνωση μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ἀνυπόκριτη καί «ἐκ καρδίας ἀγάπη» πρός τό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Αὐτὴ τήν ἀγάπη, πού τόσο σπανίζει στήν καθημερινή μας ζωή, καλλιέργησε ὁ ἡσυχαστής Γρηγόριος Παλαμᾶς στά ἐρημητήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ ἴδια ἀγάπη τόν ἔφερε ἀργότερα στή μητρόπολη τῆς Θεσσαλονίκης καί τόν ἔκανε στήριγμα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγάπη πού καλλιέργησε στή σιωπή. Ἡ ἀγάπη πού θεμελίωσε στήν ταπείνωση καί τόν ἀφανισμό τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ ἀγάπη πού ἔδειξε, ὅταν χρειάστηκε, μέ τούς ἔντονους ἀγῶνες καί τήν ἀκατάβλητη δράση του.
Πολλές φορές ἀκοῦμε καί εὐσεβεῖς ἀκόμα Χριστιανούς νά λένε: Τί κάνουν αὐτοί οἱ μοναχοί στά ἐρημητήριά τους; Τί νόημα ἔχει ἡ ἀπόκοσμη ζωή τους; Ποιό εἶναι τό κοινωνικό ἔργο τους, ὅταν βρίσκονται μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους; Ποιά εἶναι ἡ ἀρετή τους, ὅταν φροντίζουν μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους;
Καί εἶναι φυσικό νά διατυπώνονται τά ἐρωτήματα αὐτά, ὅταν ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς μέσο γιά κάποιο σκοπό. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται ὡς αὐτοαξία, τότε τά πράγματα τοποθετοῦνται διαφορετικά. Ἔτσι ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ἡσυχαστή. Αὐτήν τήν εἰκόνα γιά τόν ἄνθρωπο εἶχε καί ἐνσάρκωσε στή ζωή του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη σάρκα, ἡ φθαρτή καί θνητή, πού τόσο ὑπωπιάζει καί δουλαγωγεῖ ὁ μοναχός ἔχει ἀνείπωτη ἀξία γι’ αὐτόν, ὅπως καί γενικότερα γιά τήν Ὀρθοδοξία, γιατί καταξιώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔγινε λοιπόν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει μία τέτοια συγγένεια μέ τό Θεό, ὥστε νά μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μαζί του σέ μία ὑπόσταση. Ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τίμησῃ τήν σάρκα καί αὐτήν τήν θνητήν».
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ ἀπόκοσμη ζωή τοῦ ἐρημίτη δέν εἶναι ἀπόλυτη ἀλλά σχετική. Στή σιωπή τῆς ἐρήμου ὁ μοναχός ἐξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό ἐλευθερίας καί ἀποφεύγει τίς πολλαπλές καί ἀδιόρατες κοινωνικές δεσμεύσεις. Ἔτσι μπορεῖ νά βρίσκεται ψυχικά πολύ πιό κοντά στόν ἄνθρωπο, καί νά καλλιεργεῖ πραγματική καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γι’ αὐτόν. Μέ τή φυγή στήν ἔρημο καί τή στέρηση τῆς συναναστροφῆς μέ τόν κόσμο ἐνισχύει καί μεγιστοποιεῖ ὁ μοναχός τήν κοινωνικότητά του. Γι’ αὐτό καί μπορεῖ σέ ὁποιαδήποτε στιγμή νά δώσει τή μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης στόν κόσμο. Αὐτό ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό φανερώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ ἐρημίτης καί ἱεράρχης, ὁ ἡσυχαστής καί κῆρυξ τῆς χάριτος.
Τό νόημα τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βρίσκεται στή φύση τῆς σιωπῆς του. Γνώριζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὅσο μιλοῦσε δέ βρισκόταν ἀκόμα ἐκεῖ πού ποθοῦσε. Τώρα πού σιωπᾶ βρίσκεται ἐκεῖ καί ὑπάρχει πραγματικά, γιατί βρίσκεται καί ὑπάρχει ἐν Κυρίῳ. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι ὁ Χριστός. Καί ἡ δική μας ζωή εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ἄλλωστε λεγόμαστε Χριστιανοί. Ὁ χριστιανισμός -κι ἐπειδή σημειώθηκαν παραφθορές τοῦ Χριστιανισμοῦ – ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν καί εἶναι ἡ πραγματική μας ταυτότητα. Μέ τήν Ὀρθοδοξία ταυτίστηκε ἡ ἱστορία μας καί ἡ ὕπαρξή μας.

Ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦρθε στήν Θεσσαλονίκη καί βρῆκε τούς κατοίκους τῆς διχασμένους ἀπό τό κίνημα τῶν ζηλωτῶν, τούς κάλεσε μέ τήν πρώτη ὁμιλία του σέ εἰρήνη καί ἑνότητα λέγοντάς τους: Ἀδέλφια εἴμαστε ὅλοι ὄχι μόνο ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά καί ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κοινή εἶναι ἡ πίστη μας, κοινή ἡ ἐλπίδα μας, κοινός Πατέρας μας ὁ Χριστός, κοινή μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία. Καί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ καί πάλι ὁ βιογράφος του ἅγιος Φιλόθεος, «τούς ὑβριστὰς ἑαυτοῦ καί πολεμιωτάτους καί στασιαστὰς πρότερον, φίλους ἐκ τῆς ὁμιλίας εὐθύς ἐκείνης εἰργάσατο».

Ἔτσι ἡ πίστη στό Χριστό, ἡ πίστη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἕνωσε καί πάλι τούς Θεσσαλονικεῖς. Αὐτή ἡ πίστη ἦταν ἡ ταυτότητα τοῦ γένους μας. Σ’ αὐτήν τήν πίστη στήριξε τήν ἑνότητά του. Μέ αὐτήν τήν πίστη ὑπέμεινε τή μακραίωνη σκλαβιά καί ξανακέρδισε τή λευτεριά του. Καί στή συνέχεια, -ἐλεύθεροι ἀπό ξένους-δεσπότες κινδυνεύουμε νά χάσουμε τήν ταυτότητά μας μέ τίς ξενομανίες μας καί τίς ξενόφερτες ἰδεολογίες μας. Εἶναι ἀπελπιστικό, καί ὅμως ἀληθινό, ὅτι οἱ λεγόμενες προηγμένες κοινωνίες τείνουν νά ἔχουν ὡς μοναδική ταυτότητά τους μία καλύτερα ἤ χειρότερα ὀργανωμένη καί ἱεραρχημένη γραφειοκρατία, χωρίς αἴσθημα καί ἀγάπη, χωρίς νόημα καί σκοπό.
Ἔτσι ἀνοίγεται μία πορεία, πού τέρμα της ἔχει τόν μονοδιάστατο ἄνθρωπο καί τή μονοδιάστατη κοινωνία. Ἕνας τέτοιος ὅμως ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄνθρωπος. Καί μία τέτοια κοινωνία παύει νά εἶναι ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἄν δέ θέλουμε ν’ ἀφήσουμε νά μεταπέσει ἡ ταυτότητά μας σέ ληξιαρχική πράξη θανάτου, πρέπει νά διατηρηθοῦμε ἑνωμένοι μέ τίς ρίζες μας. Καί δόξα τῷ Θεῶ στόν τόπο μας εἶναι αὐτό ἀκόμα δυνατό. Ἡ ἴδια ἡ ἀδυναμία πού δείχνουμε νά συμμορφωθοῦμε καί νά ταυτιστοῦμε μέ μία ἄψυχη γραφειοκρατία, ἀδυναμία πού εἶναι ἐμφανής σέ ὅλες τίς μορφές τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς, βεβαιώνει τήν ἀλήθεια αὐτή. Βεβαιώνει ὅτι κάπου ἀλλοῦ ἀναζητοῦμε τήν ταυτότητά μας. Καί αὐτό τό κάπου ἄλλου δέν εἶναι δύσκολο νά τό βροῦμε, ὅσο διατηροῦμε τό λόγο τῶν ἁγίων μας καί τιμοῦμε τή σιωπή τῶν λειψάνων τους.