Τρίτη 26 Μαΐου 2020

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’ Η ησυχία ως μέθοδος θεραπείας



Ένας από τους πιο βασικούς τρόπους θεραπείας της ψυχής είναι και η ησυχία με όλη την σημασία της λέξεως. Πιστεύω πως στα προηγούμενα φάνηκε αυτό το θέμα καθαρά. Ο σημερινός άνθρωπος ζητάει θεραπεία στα βασικά θέματα ζωής, κυρίως στην εσωτερική του κατάσταση, ακριβώς επειδή είναι υπερβολικά κουρασμένος. Γι’ αυτό ένα από τα μηνύματα τα οποία μπορεί να προσφέρη η Ορθοδοξία στον σύγχρονο κουρασμένο, απογοητευμένο και παραπαίοντα κόσμο είναι το μήνυμα της ησυχίας. Πιστεύω πως η προσφορά της Ορθοδόξου Παραδόσεως στον τομέα αυτόν είναι μεγάλη. Γι’ αυτό στην συνέχεια θα επιδιώξω να αναπτύξω περισσότερο την αξία της ησυχίας και του ησυχασμού για την θεραπεία της ψυχής, του νου, της καρδιάς και της λογικής. Έχουμε την εντύπωση ότι η ησυχία και ο ησυχασμός είναι από τα βασικότερα φάρμακα για την επίτευξη της εσωτερικής υγείας. Επίσης, επειδή η έλλειψη της ησυχίας είναι εκείνη που δημιουργεί τα προβλήματα, το άγχος, την αγωνία, την ανασφάλεια, τις ψυχολογικές, ψυχικές και σωματικές παθήσεις, γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να δούμε την αιτία αυτών, που είναι ο αντιησυχασμός. Ο αντιησυχαστικός λίβας που πνέει και καίει τα πάντα, κυριαρχεί παντού και είναι η κυρία αιτία της ανωμαλίας. Γι’ αυτό στην συνέχεια θα αναπτύξουμε την ησυχία ως μέθοδο θεραπείας της ψυχής και τον αντιησυχασμό ως αιτία της ψυχικής και σωματικής ασθενείας.


1. Ησυχία

Πριν δώσουμε ορισμό της ησυχίας, ας δούμε την μεγάλη αξία της για την θεραπεία της ψυχής.
Οι άγιοι Πατέρες, που έχουν βιώσει σε όλο το πλάτος την Ορθόδοξη Παράδοση, έχουν τονίσει την μεγάλη σπουδαιότητα της ορθοδόξου ησυχίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον οποίο η Εκκλησία δεν έδωσε τυχαία την επωνυμία του Θεολόγου, την θεωρεί απαραίτητη για να φθάση κανείς στην κοινωνία με τον Θεό. Γι’ αυτό «χρη και ησυχάζειν, ώστε αθολώτως προσομιλείν τω Θεώ και μικρόν απανάγειν τον νουν από των πλανωμένων»[1]. Με την ησυχία ο άνθρωπος καθαρίζει τις αισθήσεις του και την καρδιά του και έτσι γνωρίζει τον Θεό. Και αυτή η γνώση του Θεού συνιστά την σωτηρία του.
Μέσα σ’ αυτήν την γραμμή εντεταγμένος οργανικά και ο όσιος Θαλάσσιος, συνιστά επιγραμματικά: «Ησυχία και προσευχή, μέγιστα όπλα αρετής. Αύται γαρ τον νουν καθαίρουσαι, διορατικόν απεργάζονται»[2]. Με την ησυχία ο νους του ανθρώπου καθαρίζεται και γίνεται όργανο δεκτικό της θεωρίας του Θεού. Βέβαια, όπως γνωρίζουμε, κατά την πατερική διδασκαλία, άλλο είναι ο νους και άλλο η λογική. Ο νους καλυπτόμενος από τα πάθη παύει να είναι θεωρός των μυστηρίων του Θεού (είναι νεκρός), ενώ απαλλασσόμενος από τα πάθη γίνεται διορατικός και βλέπει τον Θεό ως Φως, και αυτό είναι η ζωή του ανθρώπου. Και, όπως έχουμε γράψει, αυτή η κάθαρση του νου επιτυγχάνεται με την ησυχία.
Είναι γνωστό σε όσους καταγίνονται με την μελέτη των πατερικών έργων και σε όσους προσπαθούν να βιώσουν αυτήν την ησυχία ότι διακρίνεται σε σωματική και ψυχική. Η σωματική αναφέρεται  σε εξωτερικά θέματα, ενώ η ψυχική σε εσωτερικά. Η σωματική ησυχία είναι συνήθως ο ησυχαστικός τόπος και η προσπάθεια να μειώση ο άνθρωπος, κατά το δυνατόν, τις εξωτερικές παραστάσεις, τις εικόνες που δέχονται και προσφέρουν στην ψυχή οι αισθήσεις, ενώ η ψυχική ησυχία έγκειται στο να αποκτήση ο νους την ικανότητα και την δυνατότητα να μη δέχεται καμμιά πειρασμική περιπλάνηση. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο νους του ανθρώπου, διακατεχόμενος από  την  νήψη και την κατάνυξη, είναι στραμμένος μέσα στην καρδιά, ο νους (η ενέργεια) συνελλίσσεται στον χώρο της καρδιάς (ουσία), ενώνεται μαζί με αυτήν και έτσι αποκτά μερική ή περισσότερη γνώση του Θεού.
Η σωματική ησυχία είναι ο περιορισμός του σώματος. «Αρχή της ησυχίας (είναι) η σχολή»[3]. Ο άνθρωπος σχολάζει από κάθε έργο. Συνέπεια αυτής της «σχολής» είναι «η φωτιστική δύναμις και θεωρία∙ και τέλος η έκστασις και η αρπαγή του νοός προς Θεόν»[4]. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αναφερόμενος σ’ αυτήν την εξωτερική – σωματική ησυχία, γράφει: «ο αγαπήσας ησυχίαν, απέκλεισε στόμα»[5].


Δεν είναι όμως μόνον οι λεγόμενοι νηπτικού Πατέρες που αναφέρονται και περιγράφουν την ιερά ατμόσφαιρα της ησυχίας, αλλά και οι λεγόμενοι κοινωνικοί. Χρησιμοποιώ την λέξη λεγόμενοι γιατί στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν υπάρχει διαλεκτική αντίθεση μεταξύ της θεωρίας και της πράξεως, ούτε μεταξύ νηπτικών και κοινωνικών Πατέρων. Οι νηπτικοί είναι κατ’ εξοχήν κοινωνικοί και οι κοινωνικοί είναι αφάνταστα νηπτικοί.
Σαν παράδειγμα στο θέμα της ιεράς ησυχίας θα ήθελα να αναφέρω τον Μ. Βασίλειο. Σε επιστολή στον φίλο του άγιο Γρηγόριο γράφει για την ησυχία σαν αρχή της καθάρσεως της ψυχής, καθώς επίσης και για την ησυχία του σώματος, δηλαδή τον περιορισμό της γλώσσης, της οράσεως, της ακοής και των λόγων. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ησυχία ουν αρχή καθάρσεως τη ψυχή, μήτε γλώσσης λαλούσης τα των ανθρώπων, μήτε οφθαλμών ευχροίας σωμάτων και συμμετρίας περισκοπούντων, μήτε ακοής τον τόνον της ψυχής εκλυούσης εν ακροάμασι μελών προς ηδονήν πεποιημένων, μήτε εν ρήμασιν ευτραπέλων και γελοιαστών ανθρώπων, ο μάλιστα λύειν της ψυχής τον τόνον πέφυκεν».
Εδώ εκφράζεται η ιερά κατάσταση της ησυχίας την οποία απολάμβανε εκείνο τον καιρό ο άγιος Πατήρ στην έρημο, όταν προσπαθούσε να αποκτήση την γνώση του Θεού στο πανεπιστήμιο της ερήμου, μετά την διατριβή του σε ανθρώπινες σχολές για την απόκτηση της ανθρωπίνης γνώσεως. Και στην συνέχεια παρουσιάζει ο ιερός Πατήρ, ο Φωστήρ της Καισαρείας, ένα κλασσικό χωρίο που δείχνει ότι είχε άριστες γνώσεις της ησυχαστικής ζωής. Ο νους ο οποίος δεν διασκορπίζεται προς τα έξω και δεν διαχέεται δια των αισθήσεων προς τον κόσμο, επιστρέφει προς τον εαυτό του και δια του εαυτού του ανέρχεται προς τον Θεό και τότε ελλάμπεται από το άκτιστο Φως της θεότητος. Χαρακτηριστικά γράφει: «Νους μεν γαρ μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δε προς την περί Θεού έννοιαν αναβαίνει∙ κακείνω τω κάλλει περιλαμπόμενός τε και ελλαμπόμενος και αυτής της φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε προς τροφής φροντίδα, μήτε προς περιβολαίων μέριμναν την ψυχήν καθελκόμενος, αλλά, σχολήν από των γηΐνων φροντίδων άγων, την πάσαν εαυτού σπουδήν επί την κτήσιν των αιωνίων αγαθών μετατίθησι...»[6].
Η σωματική ησυχία είναι βοηθητική για να φθάση ο άνθρωπος να αποκτήση και την εσωτερική ψυχική ησυχία, την λεγομένη νοερά ησυχία. Φαίνεται από την πατερική διδασκαλία ότι η πρώτη, αν και  μη τελείως αναγκαία, είναι εν τούτοις πολύ απαραίτητη για την κατά Θεόν ζωή. «Ησυχία μεν σώματός εστιν, ηθών, και αισθήσεων επιστήμη, και κατάστασις»[7]. Η σωματική ησυχία είναι κατάσταση σώματος και αισθήσεων. Και σε άλλα σημεία ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μιλά γι’ αυτήν την ησυχία, μάλιστα έχει υπ’ όψη του «ησυχαστικούς τόπους»[8]
Βέβαια, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η έρημος και γενικά η σωματική ησυχία είναι βοηθητική για να φθάση κανείς στην εσωτερική νοερά ησυχία. Οι Πατέρες νοιώθουν την ησυχία «ουχί εις τον εγκλεισμόν, ουδέ εις την φυσικήν αναχώρησιν εις την έρημον, αλλ’ εις την διηνεκή εν τω Θεώ διαμονήν»[9]. Η έρημος, αν και έχη μεγάλη αξία, επειδή βοηθά στον περιορισμό των εικόνων και παραστάσεων που προέρχονται από τον γύρω κόσμο, εν τούτοις δεν απολυτοποιείται. Είναι χαρακτηριστικός στο σημείο αυτό ο Νικήτας ο Στηθάτος. Αναφερόμενος στο ότι η αρετή δεν περιορίζεται σε έναν ορισμένο τόπο και ότι ο σκοπός του ανθρώπου, που είναι «η αποκατάστασις των δυνάμεων της ψυχής» και «η επί το αυτό σύνοδος των γενικών αρετών εις την κατά φύσιν ενέργειαν», δεν συντελούνται από έξω, αλλά «συμπεφύκασιν ημίν εκ δημιουργία», καταλήγει «περιττόν η ερημία, εισερχομένων ημών εις αυτήν (την Βασιλείαν των Ουρανών) και ταύτης χωρίς, δια μετανοίας και πάσης φυλακής των του Θεού εντολών»[10]. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Νικήτας, εκφράζοντας την απορία για το λεγόμενο από πολλούς ότι είναι αδύνατον ο άνθρωπος να φθάση στην έξη της αρετής «άνευ αναχωρήσεως μακράς και της εις ερημίαν φυγής», γράφει: «τεθαύμακα, πως το απεριόριστον έδοξεν αυτοίς εν τόπω περιορίζεσθαι»[11].
Πάντως η έρημος και γενικά η σωματική ησυχία βοηθά για την απόκτηση της νοεράς ησυχίας, της οποίας τώρα ερχόμαστε να περιγράψουμε το ιερό περιεχόμενο.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος καθώς γράφει επιγραμματικά και συνεπτυγμένα στο περισπούδαστο έργο του, λέγει για την ησυχία της ψυχής ότι είναι «λογισμών επιστήμη». Ο ησυχαστής με την νήψη ίσταται στην πύλη της καρδίας, ελέγχει τους λογισμούς και ή φονεύει ή αποδιώκει τους ερχομένους λογισμούς: «ησυχία δε ψυχής, λογισμών επιστήμη και ασύλητος έννοια. Ησυχίας φίλος, ανδρείός τις και απότομος λογισμός, εν θύρα καρδίας ανυστάκτως ιστάμενος, και τους προσερχομένους λογισμούς ή κτείνων ή αποσειόμενος»[12].
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αναφερόμενος στο θέμα της νοεράς ησυχίας και διαγράφοντας την ιερά της ατμόσφαιρα, λέγει: «Ησυχία εστί νοός κατάστασις ανενόχλητος, γαλήνη ελευθέρας και αγαλλιωμένης ψυχής, καρδίας ατάραχος και ακύμαντος βάσις, θεωρία φωτός, γνώσις Θεού μυστηρίων, λόγος σοφίας, άβυσσος νοημάτων Θεού, αρπαγή νοός, ομιλία καθαρά προς Θεόν, ακοίμητος οφθαλμός, προσευχή νοερά, ένωσις μετά Θεού και συνάφεια και τέλος θέωσις και άπονος ανάπαυσις εν μεγάλοις πόνοις ασκήσεως»[13].
Και άλλοι Πατέρες μιλούν γι’ αυτήν την ιερά κατάσταση της ψυχής, αφού άλλωστε η εν Χριστώ ζωή είναι κοινή εμπειρία όλων των αγίων. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη «ησυχία γαρ εστιν απόθεσις νοημάτων των ουκ εκ του πνεύματος θειοτέρων, έως καιρού, ίνα μη προσέχων τούτοις ως καλοίς το μείζον απολέσης»[14].
Αυτή η απόθεση των νοημάτων εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια να καθαρίση ο άνθρωπος το λογιστικό μέρος της ψυχής. Αγωνίζεται ο αθλητής της πνευματικής ζωής να αποδιώκη τους λογισμούς, οι οποίοι ενσπείρονται από τον πονηρό, με μοναδικό σκοπό να διαλύση την εσωτερική ενότητα των δυνάμεων της ψυχής και να αρρωστήση την καρδιά του ανθρώπου. Είναι γεγονός ότι η Ορθοδοξία είναι μια θεραπευτική επιστήμη. Διαβάζοντας τα έργα των αγίων Πατέρων που αναφέρονται στα θέματα αυτά, βλέπουμε καθαρά ότι ο Χριστιανισμός θεραπεύει την ασθενούσα ψυχή και μέσα στους τρόπους θεραπείας πρωταρχική θέση κατέχει η φυλακή του νοός, η απώθηση των λογισμών και η προσπάθεια να τους φονεύσουμε πριν εισέλθουν στην πύλη της καρδίας.
«Η ησυχία τι εστιν; αλλ’ ή το συστείλαι τινά την καρδίαν αυτού από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας, και των λοιπών ενεργειών. Και ότε δε ο Κύριος ήλεξγε τον γραμματέα δια τον εμπεσόντα εις τους ληστάς, και επηρώτησεν αυτόν τις εγένετο πλησίον; λέγει∙ «ο ποιήσας το έλεος μετ’ αυτού». Πάλιν είρηκεν∙ «έλεον θέλω και ου θυσίαν» ∙ ει ουν έχεις άπαξ ότι το έλεος πλείον εστί της θυσίας, εις το έλεος κλίνον την καρδίαν σου∙ και γαρ η πρόφασις της ησυχίας φέρει εις υψηλοφροσύνην, πριν ή ο άνθρωπος κερδάνη εαυτόν, τουτέστιν άμωμος γένηται∙ τότε γαρ ησυχία εστίν∙ ότι εβάστασε τον  σταυρόν. Εάν ουν συμπαθήσης, ευρίσκεις βοήθειαν∙ εάν δε κρατήσης σεαυτόν, ως δήθεν υπεραναβήναι το μέτρον, τούτο μάθε, ότι και ο έχεις απωλέσας∙ μήτε ουν έσω, μήτε έξω∙ αλλά αμέσως πορεύθητι, συνιών τι το θέλημα του Κυρίου, ότι αι ημέραι πονηραί εισίν;»[15].
Το ότι η ησυχία είναι κυρίως και προ παντός φυλακή του νου, φυλακή των λογισμών, φαίνεται και από τον όσιο Θαλάσσιο με την παραγγελία που δίδει: «Ασφάλισαι τας αισθήσεις τω τρόπω της ησυχίας και δίκασον τους λογισμούς εφεστώτας τη καρδία»[16].
Όμως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι κυρίως ο υπέρμαχος της ησυχίας, όπως θα μας δοθή η ευκαιρία να πούμε πιο κάτω. Αυτός έκανε, με την Χάρη του Χριστού, αγώνες για την κατοχύρωση αυτής της μεθόδου καθάρσεως της καρδιάς και των λογισμών, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση γνώσεως και κοινωνίας με τον Θεό. Σε λόγο του στα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου ομιλεί για την ησυχαστική ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αγιορείτης άγιος, μιλώντας από την πείρα του, παρουσιάζει την Παναγία τύπο της νοεράς ησυχίας, αφού μέσα στα άγια των αγίων έφθασε στην κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, δια της ησυχίας. Γράφει ότι δεν μπορούμε να φθάσουμε στον Θεό και κοινωνήσουμε μαζί Του, αν δεν καθαρθούμε και αν δεν καταλείψουμε τα αισθητά και τις αισθήσεις και αν δεν ανεβούμε πάνω από τους λογισμούς και τους συλλογισμούς και την ανθρώπινη γνώση και από όλη την διάνοια. Αυτό ακριβώς έκανε και η Παρθένος. Ζητούσα η Παρθένος αυτήν την κοινωνία με τον Θεό, «την ιεράν ησυχίαν ευρίσκει χειραγωγόν∙ ησυχίαν την νου και κόσμου στάσιν, την λήθην των κάτω, την μύστιν των άνω, την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν∙ αύτη πράξις ως αληθώς, επίβασις της ως αληθώς θεωρίας ή θεοπτίας, ειπείν οικειότερον ή μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής». Στην συνέχεια περιγράφει ο άγιος ότι οι αρετές είναι φάρμακα για τις ασθένειες της ψυχής για τα πάθη, αλλά η θεωρία είναι «της υγιαινούσης ο καρπός, οίόν τι τέλος ούσα και είδος θεουργόν». Η ψυχή, με άλλα λόγια, θεραπεύεται δια των αρετών, αλλά θεραπευομένη ενώνεται με τον Θεό δια της θεωρίας, στην οποία οδηγεί η αγωγή της ησυχίας. «Δι’ αυτής (της θεωρίας) θεοποιείται άνθρωπος, ου της από των λόγων ή της των ορωμένων στοχαστικής αναλογίας, αλλά της από της καθ’ ησυχίαν αγωγής»[17].
Με την μέθοδο αυτή της ορθοδόξου ησυχίας και αγωγής θεραπευόμαστε, «απολυόμεθα των κάτω και συννεύομεν προς τον Θεόν» και με διαρκείς δεήσεις και προσευχές «θίγομέν πως της αθίκτου και μακαρίας φύσεως εκείνης. Και ούτως αυτοίς ανακραθέντος απορρήτως υπέρ αίσθησιν και νουν φωτός, εν εαυτοίς ως εν εσόπτρω θεωρούσι τον Θεόν οι την καρδίαν δι’ ιεράς ησυχίας καθαρθέντες»[18].
Τα κύρια χαρακτηριστικά σημεία του λόγου αυτού του αγιορείτου αγίου είναι ότι με την μέθοδο της ορθοδόξου αγωγής, που είναι ουσιαστικά μέθοδος της νοεράς ησυχίας, καθαρίζουμε την καρδιά και τον νου μας και δι’ αυτού του τρόπου ενωνόμαστε με τον Θεό. Αυτή είναι η μόνη μέθοδος προσψαύσεως του Θεού και κοινωνίας μαζί Του.
Οι άγιοι Πατέρες σε μελέτες τους ονομάζουν αυτήν την κατάσταση της ψυχής και Σαββατισμό. Ο νους του ανθρώπου, καθαρθείς με την μέθοδο και αγωγή της ιεράς ησυχίας, σαββατίζει , αναπαύεται εν Θεώ. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για την θεία κατάπαυση, για την κατάπαυση του Θεού, ο Οποίος «κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού», και για την κατάπαυση του Χριστού με την κάθοδο της ψυχής μαζί με την Θεότητα στον Άδη και με την παραμονή του Σώματός Του μετά της Θεότητος στον τάφο, γράφει ότι και εμείς πρέπει να επιδιώκουμε αυτήν την θεία κατάπαυση, να συγκεντρώνουμε δηλαδή τον νου μας με την επίπονη προσοχή και αδιάλειπτη προσευχή. Αυτή η θεία κατάπαυση, ο θείος Σαββατισμός, είναι η νοερά ησυχία. «Αν δε και παντός συλλογισμού, καν αγαθός η, τον σον απαναστήσης νουν και προς εαυτόν επιστρέψης όλον δι’ επιμόνου προσοχής και αδιαλείπτου προσευχής, όντως εισήλθες και αυτός εις την θείαν κατάπαυσιν και της κατά την εβδόμην ευλογίας επέτυχες, αυτός σεαυτόν ορών και δια σαυτού προς θεοπτίαν αναφερόμενος»[19]. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτά τα λέγει ο άγιος σε ομιλία στο ποίμνιο της Επισκοπής του, δηλαδή της Θεσσαλονίκης. Αυτό σημαίνει ότι όλοι, κατά διαφόρους όμως βαθμούς, μπορούν να αποκτήσουν εμπειρίες της θείας καταπαύσεως. Και πιστεύω ότι αυτή είναι η διδασκαλία που χάθηκε στην σημερινή εποχή.
Με όσα αναφέραμε για την νοερά ησυχία γίνεται φανερό ότι εκείνος που ασχολείται με αυτήν λέγεται ησυχαστής. Ησυχαστής είναι ο άνθρωπος εκείνος που ακολουθεί την αγωγή της ησυχίας, που στην πραγματικότητα είναι η αγωγή της Ορθοδόξου Παραδόσεως, η οποία έχει σκοπό να οδηγήση τον άνθρωπο προς τον Θεό και να τον ενώση μαζί Του. Για να θυμηθούμε τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος «ησυχαστής εστιν, ο το ασώματον εν σωματικώ οίκω περιορίζειν φιλονεικών, το παραδοξότατον... Ησυχαστής εστι τύπος Αγγέλου επίγειος, χάρτη πόθου, και σπουδής γράμμασι, την εαυτού προσευχήν ολιγωρίας, και ραθυμίας ελευθερώσας... Ησυχαστής εστιν, ο βοήσας εναργώς∙ «ετοίμη η καρδία μου ο Θεός». Ησυχαστής εστιν, εκείνος ο ειπών∙ «εγώ καθεύδω, και η καρδία μου γρηγορεί»[20].
Βεβαία, όπως έχει προηγουμένως σημειωθή, η ησυχία είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος αυτοσυγκεντρώσεως και ανόδου της ψυχής προς τον Θεό και κοινωνίας μαζί Του. Και μάλιστα είναι αναγκαιοτάτη για την κοινωνία με τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αφού αναπτύσσει δια μακρών ότι μέσα στην καρδιά πρέπει να στραφή ο νους του ανθρώπου (η ενέργεια) και ότι μέσα στην καρδιά, που είναι το «του λογιστικού ταμείον και πρώτον σαρκικόν όργανον λογιστικόν». «το των λογισμών ταμείον», ευρίσκεται η Χάρη του Θεού, γράφει: «Οράς πως αναγκαιότατον τοις προειρημένοις εν ησυχία προσέχειν  εαυτοίς επανάγειν και εμπερικλείειν τω σώματι τον νουν και μάλιστα τω εν τω σώματι ενδοτάτω σώματι, ο καρδίαν ονομάζομεν;»[21].
Πρέπει όμως να τονίσουμε  και να υπογραμμίσουμε δεόντως ότι η αγωγή της ησυχίας δεν είναι απλώς μια ανθρώπινη προσπάθεια επαναφοράς του νου προς τον εαυτό του και η ένωσή Του με την καρδιά, δεν είναι μόνον μια τεχνική μέθοδος, αλλά είναι μια αγιοπνευματική κατάσταση. Αυτή η αγωγή της ησυχίας εμπνέεται και καθοδηγείται από το Πανάγιο Πνεύμα και εκφράζεται με την μετάνοια και το πένθος. Δεν είναι απλώς μια τεχνητή μέθοδος, που μπορεί κατά κάποιο βαθμό να βρεθή και σε άλλα συστήματα ανθρωποκεντρικά. «Η νοερά ησυχία του ορθοδόξου μοναχού γεννάται οργανικώς εκ της βαθείας μετανοίας και εκζητήσεως της φυλάξεως των εντολών του Χριστού. Ουδόλως είναι τεχνητή τις εφαρμογήν εν τη πνευματική ζωή της αρεοπαγιτικής θεολογίας. Αι θεολογικαί θέσεις των «αρεοπαγιτικών» δεν αντιφάσκουν προς τα αποτελέσματα της ησυχίας, και υπ’ αυτήν την έννοιαν συνορεύουν και συμπίπτουν μετ’ αυτής∙ αλλά θεωρούμεν αναγκαίον να υπογραμμίσωμεν ως εν τα μάλλα ουσιώδες σημείον, ότι αφετηρία και βάσις της ησυχίας δεν είναι η αφηρημένη φιλοσοφία της αποφατικής θεολογίας, αλλ’ η μετάνοια και ο αγών κατά του ενεργούντος εν ημίν «νόμου της αμαρτίας» (Ρωμ. ζ’, 23)»[22].
Αυτήν ακριβώς την σύνδεση της νοεράς ησυχίας με την μετάνοια κάνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης γράφει ότι «άνευ πενθικής εργασίας και πολιτείας αδύνατον τον της ησυχίας καύσωνα υπομείναι». Εκείνος που πενθεί για τα προ του θανάτου και τα μετά τον θάνατο, θα αποκτήση υπομονή και ταπείνωση, που είναι τα δυο θεμέλια της ησυχίας. Χωρίς την μετάνοια και τα δυο αυτά θεμέλια, ο ησυχαστής έχει «της ολιγωρίας την οίησιν»[23].
Επομένως η μέθοδος της αγωγής της ησυχίας, και αυτό πρέπει να τονισθή υπερβαλλόντως, συνδέεται με την μετάνοια, τα δάκρυα, το πένθος, την κατάνυξη. Χωρίς αυτά είναι νόθος, και άρα όχι βοηθητική. Γιατί σκοπός της ησυχίας είναι ο καθαρός της καρδιάς και του νου. Αυτό όμως δεν νοείται χωρίς τα δάκρυα και το πένθος. Γι’ αυτό για τον αθλητή της νοεράς ησυχίας τα δάκρυα είναι τρόπος ζωής. Η συγκέντρωση του νου μέσα στην καρδιά τον καθιστά ικανό να δη την αθλιότητά του και αμέσως οι οφθαλμοί και αυτή η καρδιά χύνουν δάκρυα μετανοίας. Και όσο αυξάνεται η μετάνοια, τόσο καθαρίζεται ο άνθρωπος και αποκτά γνώση Θεού.
Αλλά η ησυχία συνδέεται στενώτατα και με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Τα μεγάλα όπλα αυτού που ησυχάζει με υπομονή  είναι «εγκράτεια και αγάπη και προσοχή και ανάγνωσις»[24]. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη οφείλει ο ησυχάζων να έχη σαν θεμέλιο τις αρετές «σιωπήν, εγκράτειαν, αγρυπνίαν, ταπείνωσιν, και υπομονήν». Επίσης πρέπει να έχη τρεις θεάρεστες εργασίες «ψαλμωδίαν, προσευχήν και ανάγνωσιν και εργόχειρον»[25]. Σε άλλη συνάφεια ο ίδιος άγιος τονίζει ότι «η ησυχία προ πάντων πίστεως δείται και υπομονής και της εξ όλης καρδίας και ισχύος και δυνάμεως αγάπης και ελπίδος»[26]. Αλλού πάλι ο ίδιος τονίζει άλλες αρετές, όπως την εγκράτεια, την σιωπή και την αυτομεμψία, «τουτέστιν την ταπείνωσιν. Περιεκτικαί γαρ εισί και αλλήλων φυλακτικαί, εξ ων η προσευχή τίκτεται και αυξάνει διαπαντός»[27]. Ασφαλώς πρέπει να προσέχη και την τροφή, να είναι κατά πάντα εγκρατής, ώστε να μη θολώνεται ο νους του από τις τροφές: «ο ησυχάζων πάντοτε ενδεής οφείλει να είναι, μη κορεννύμενος. Βαρυνομένου γαρ του στομάχου και του νοός θολωθέντος δια τούτου, ουδέ προσευχήν δύναται λέγειν κραταιώς ή καθαρώς». Από τα πολλά βρώματα έρχεται ο ύπνος και πέφτουν στον νου αναρίθμητες φαντασίες[28].
Αυτά δείχνουν ότι η ησυχαστική αγωγή προϋποθέτει την τήρηση των εντολών του Χριστού, αφού δι’ αυτών των εντολών γεννώνται οι αρετές. Έτσι και οι αρετές δεν είναι ανεξάρτητες από την ησυχία αλλά ούτε και η ησυχία είναι ανεξάρτητη από την φυλακή των εντολών του Θεού, την φυλακή των «δικαιωμάτων» του Θεού.
Αντίθετα, η μη τήρηση των εντολών και η ύπαρξη των παθών δεν συνιστούν ορθόδοξη ησυχία. Και αν αρχίση να εμφανίζεται, αμέσως κατατρώγεται, εξαφανίζεται. «Το λυμαίνον την κατάστασιν της ησυχίας και την θείαν εξ αυτής περιαιρούν δύναμιν» είναι τα έξι πάθη, δηλαδή η παρρησία, η γαστριμαργία, η πολυλογία και ο περισπασμός, η φυσίωση και η κυρία των παθών οίηση[29].
Από όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι η ιερά νοερά ησυχία είναι αναγκαιότατη για την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη και την κοινωνία με τον Θεό. Δεν είναι μια πολυτέλεια στην ζωή του ανθρώπου, δεν είναι μια αγωγή για μερικούς μόνον ανθρώπους ή καλύτερα δεν είναι μέθοδος την οποία πρέπει να εφαρμόσουν μόνον οι μοναχοί, αλλά αναφέρεται σε όλους. Είναι μια απαραίτητη εργασία για να φθάσουμε στην θεωρία του Θεού, στην θέωση, που είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Όμως διαφορετικός είναι ο βαθμός της νοεράς ησυχίας.
Στα Ευαγγέλια πολλές φορές παρουσιάζεται ο Κύριος να διδάσκη για την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, την εσωτερική προσευχή, την απαλλαγή από την δύναμη των λογισμών κ.λ.π. Ο Ίδιος έδειξε στους Μαθητές Του την αξία της ερήμου. Αυτή βοηθά τον άνθρωπο να νικήση τον εχθρό. Έτσι οι άγιοι Απόστολοι στην διδασκαλία τους έχουν αναπτύξει πολλές λεγόμενες νηπτικές θέσεις.
Ο χώρος αυτός δεν είναι κατάλληλος για την ανάπτυξη όλων αυτών των θεμάτων. Απλώς θα θέλαμε να υπομνήσουμε μερικά.
Είναι γνωστό ότι ο Κύριος μετά την Βάπτισή Του «ανήχθη εις την έρημον υπό του Πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου» (Ματθ. δ’, 1). Εκεί στην έρημο κατενίκησε τον διάβολο, ο οποίος του υπέβαλε τους τρεις γνωστούς πειρασμούς. Πολλές φορές συναντούμε τον Κύριο να αποσύρεται στην έρημο για να ξεκουρασθή, αλλά και να διδάξη δι’ αυτού του τρόπου στους Μαθητάς Του την αξία της ερήμου. «Ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν» (Ματθ. ιδ’, 13). Και μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων πάλι ανέρχεται μόνος Του στο όρος για να προσευχηθή: «και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι, οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδ’, 23).
Είναι πολύ σημαντικό ότι, όταν οι Μαθηταί συνήχθησαν «και απήγγειλαν αυτώ πάντα, και όσα εποίησαν και όσα εδίδαξαν», ο Κύριος τους είπεν: «δεύτε υμείς αυτοί κατ’ ιδίαν εις έρημον τόπον και αναπαύεσθε ολίγον» (Μάρκ. Στ’, 30-31).
Ολόκληρες νύκτες ο Κύριος τις διερχόταν προσευχόμενος. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς διασώζει την πληροφορία: «εξήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι και ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού» (Λουκ. στ’, 12).
Και στην διδασκαλία Του ο Χριστός υπογράμμιζε την αξία της νοεράς ησυχίας και της αποδεσμεύσεως από τα πάθη που βρίσκονται μέσα μας.
Διδάσκοντας τον τρόπο της αληθινής προσευχής έλεγε: «συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμείόν σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ...» (Ματθ. στ’, 6). Ερμηνεύοντας την προτροπή αυτή του Κυρίου ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει: «... ταμείον της ψυχής είναι το κορμί∙ θύραις του εαυτού μας είναι η πέντε αίσθησες∙ η ψυχή εμβαίνει μέσα εις το ταμείόν της, όταν δε περιπατή ο νους εδώ και εκεί εις τα πράγματα του κόσμου, αλλά ευρίσκεται μέσα εις την καρδίαν μας∙ και η αίσθησές μας κλείουν και μένουν σφαλισμέναις, όταν δε ταις αφίνομεν να προσηλώνωνται εις τα αισθητά και φαινόμενα πράγματα∙ και με τούτον  τον τρόπον μένει ο νους μας ελεύθερος από κάθε προσπάθειαν κοσμικήν και με την κρυπτήν και νοεράν προσευχήν ενώνεσαι με τον  Θεόν τον Πατέρα σου∙ και τότε, λέγει, ο Πατήρ σου, ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι εν τω φανερώ∙ βλέπει ο κρυφιογνώστης Θεός την νοεράν σου προσευχήν και την ανταμείβει με φανερά και μεγάλα χαρίσματα∙ επειδή και αυτή είναι η αληθινή και τελεία προσευχή και αυτή γεμίζει την ψυχήν από την θείαν χάριν και τα πνευματικά χαρίσματα, ωσάν και το μύρον, όπού, όσον περισσότερον το κλείεις μέσα εις το αγγείον, τόσον περισσότερον ευωδιάζει το αγγείον∙ έτζι και την προσευχήν, όσον περισσότερον την σφαλίζεις μέσα εις την καρδίαν σου, τόσον περισσότερον την γεμίζει από την θείαν χάριν»[30].
Ο Κύριος προς τους μαθητάς Του, που τους βρήκε να κοιμούνται στον κήπο της Γεθσημανή, είπε: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» (Ματθ. κστ’, 41).
Μας συνέστησε ακόμη να κρατούμε τον νου, και κυρίως την καρδιά καθαρή από πάθη και διαφόρους λογισμούς: «επιγνούς δε ο Ιησούς τους διαλογισμούς αυτών αποκριθείς είπε προς αυτούς∙ τι διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών;» (Λουκ. ε’, 22). Κατηγορώντας δε τους Γραμματείς και Φαρισαίους έλεγε: «Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος, ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν» (Ματθ. κγ’, 26).
Την μεγάλη αξία της ερήμου, της νοεράς ησυχίας, της καθάρσεως της εσωτερικής και της νήψεως συναντούμε και στις επιστολές των αγίων Αποστόλων. Και εδώ θα ήθελα να υπομνήσω μερικά κατάλληλα χωρία.
Ο Απόστολος Παύλος μετά την επιστροφή του στον Χριστό επορεύθη στην έρημο της Αραβίας και εκεί μετανόησε για την προηγούμενη διαγωγή του (Γαλ. α’, 17).
Γνώστης δε ο Απόστολος αυτής της εσωτερικής νοεράς ησυχίας, δίδει πολλές συμβουλές προς τους μαθητάς του. Έχοντας την αίσθηση ότι οι Χριστιανοί ενούμενοι με τον Χριστό αποκτούν τον νου του Χριστού έγραφε: «ημείς δε νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. β’, 16). Αλλού προτρέπει: «νεκρώσατε ουν τα μέλη ημών τα επί της γης» (Κολ. γ’, 5). Με την Χάρη του Θεού, ο Απόστολος βλέπει τον έτερο νόμο εν τοις μέλεσί του, που αντιστρατεύεται τον νόμο του νοός (Ρωμ. ζ’, 23).
Στην διδασκαλία του Αποστόλου σημαντική θέση κατέχει και η νήψη, δηλαδή η εγρήγορση η πνευματική για να μη αιχμαλωτισθή ο νους του ανθρώπου από εξωτερική πονηρά δύναμη: «Άρα ουν μη καθεύδωμεν ως και οι λοιποί, αλλά γρηγορώμεν και νήφωμεν... ημείς δε ημέρας όντες νήφωμεν...» (Α’ Θεσ. Ε’, 6-8). Τον Απόστολο Τιμόθεο προτρέπει: «συ δε νήφε εν πάσι» (Β’ Τιμ. δ’, 5).
Και στο θέμα της προσευχής είναι σαφής. Η προσευχή πρέπει να γίνεται αδιάλειπτα στην καρδιά των Χριστιανών. «Τη προσευχή προσκαρτερείτε, γρηγορούντες εν αυτή εν ευχαριστία» (Κολ. δ’, 2). «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. Ε’, 17).
Και ο Απόστολος Πέτρος δίδει τις ίδιες παραγγελίες, αποδεικνύοντας έτσι ότι κοινή είναι η ζωή των πιστών μελών της Εκκλησίας. «Νήψατε γρηγορήσατε∙  ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πέτρ. ε’, 8).
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι όλοι οι Χριστιανοί, τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να φθάσουμε στην ησυχία και δι’ αυτής στην θεωρία του Θεού. Και στο σημείο αυτό οι άγιοι Πατέρες είναι απόλυτοι και εκφραστικοί.
Ο Πέτρος ο Δαμασκηνός γράφει: «Πάντες οι άνθρωποι χρήζομεν της τοιαύτης σχολής, είτε εκ μέρους, είτε ολοκλήρως, και εκτός ταύτης αδύνατον εις γνώσιν πνευματικήν και ταπεινοφροσύνην ελθείν τινα»[31].
Σ’ αυτή την διδασκαλία του Πέτρου του Δαμασκηνού είναι ανάγκη να επισημάνουμε το «πάντες οι άνθρωποι χρήζομεν της τοιαύτης σχολής». Αν αυτό πρέπη να συμβαίνη με όλους τους ανθρώπους, πολύ περισσότερο με τους μοναχούς. Δεν νοείται μοναχός ο οποίος δεν σχολάζει κατά Θεόν και δεν μετέρχεται αυτήν την αγωγή της ησυχίας. Το λέμε αυτό, γιατί πάντοτε υπήρχαν διαφορετικές ιδέες σε μερικούς κύκλους, και μάλιστα αν συναντήσουν μοναχούς να αγωνίζωνται για να επιτύχουν αυτήν την «σχολήν» κατά Θεόν, τους ονομάζουν πλανεμένους. Αλλά γι’ αυτό θα μας δοθή ευκαιρία να πούμε και μερικά άλλα σε επόμενη ενότητα. Το άλλο σημείο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι «εκτός ταύτης αδύνατον εις γνώσιν πνευματικήν και ταπεινοφροσύνην ελθείν τινα». Είναι η μόνη μέθοδος και ο μόνος τρόπος γνώσεως του Θεού, όπως αναφέραμε προηγουμένως, σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι η ησυχία και ο τρόπος που διαγράφεται από τους αγίους Πατέρας συνιστά μια αδράνεια, δεν είναι δράση. Όμως στην πραγματικότητα το αντίθετο συμβαίνει. Η ησυχία είναι η μεγαλύτερη δράση μέσα στην αφάνεια και σιωπή. Ο άνθρωπος σχολάζει και σιωπά για να μιλήση με τον Θεό, για  να αφήση τον εαυτό του ελεύθερο και να δεχθή τον Ίδιο τον Θεό. Και αν σκεφθούμε ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα που μας μαστίζουν είναι τα ψυχικά και εσωτερικά, κι αν σκεφθούμε ότι οι περισσότερες ασθένειες (ψυχολογικές και σωματικές) προέρχονται από την επεξεργασία των λογισμών, δηλαδή από την ακαθαρσία του νου και της καρδιάς, τότε μπορούμε να καταλάβουμε την μεγάλη αξία της νοεράς ησυχίας. Είναι επομένως δράση και ζωή. Η ησυχία δίδει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να αγαπήση ο άνθρωπος απαθώς τους αδελφούς του, να  αποκτήση ανιδιοτελή και απαθή αγάπη. «Αγαπά ησυχίαν ο μη πάσχων προς τα του κόσμου∙ και αγαπά ανθρώπους, ο μηδέν αγαπών ανθρώπινον» (άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής)[32]. Πως μπορεί κανείς να έχη ανιδιοτελή αγάπη, που είναι ένας από τους σκοπούς της πνευματικής ζωής, όταν διακατέχεται από τα πάθη;
Έτσι η ησυχαστική ζωή είναι ζωή εντόνου δράσεως, δράσεως όμως πραγματικής και αγαθής. «... η ησυχία των αγίων δεν πρέπει να θεωρήται ως αδράνεια, αλλ’ ως μορφή εντόνου δράσεως. Κατά παρόμοιον άλλωστε τρόπον αποκαλύπτεται και ο Θεός εις τας σχέσεις του μετά των ανθρώπων. Η κίνησις του Θεού προς τον άνθρωπον δεν είναι μόνον κίνησις φανερώσεως, αλλά και κίνησις αποκρύψεως∙ δεν είναι μόνον αποκάλυψις λόγου, αλλά και έκφρασις ησυχίας. Δια τούτο και ο άνθρωπος προκειμένου να πλησιάση τον Θεόν, δεν αρκεί να δεχθή μόνον τας αποκαλυφθείσας ενεργείας του, αλλά πρέπει να προσχωρήση και εις την εν σιωπή αποδοχήν του μυστηρίου της αγνωσίας του∙ δεν αρκεί να ακούση τον λόγον του, αλλά πρέπει να προχωρήση και εις το άκουσμα της ησυχίας του. Το δεύτερον τούτο σκέλος οδηγεί εις την τελείωσιν, δια τούτο δε και προϋποθέτει το πρώτον. Πράγματι, ως παρατηρεί Ιγνάτιος ο και Θεοφόρος, μόνον «ο λόγον Ιησού κεκτημένος αληθώς δύναται και της ησυχίας αυτού ακούειν, ίνα τέλειος η». Κατά συνέπειαν λοιπόν η κίνησις του ανθρώπου προς τον Θεόν δεν πρέπει να είναι μόνον κίνησις δράσεως, αλλά και κίνησις περιστολής∙ δεν πρέπει να είναι μόνον μαρτυρία ομολογίας, αλλά και μαρτυρία σιωπής και ησυχίας»[33].
Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες μιλούν για την «έγκαρπον ησυχίαν». Όταν εξασκήται ορθά, τότε προσφέρει πολλή βοήθεια στον άνθρωπο, αναπλάττει την προσωπικότητά του, ανακαινίζει την ύπαρξή του, την ενώνει με τον Θεό και τότε διορθώνει και την κοινωνία. Όταν ο άνθρωπος αποκτήση την φιλοθεΐα, τότε οπωσδήποτε αποκτά και την φιλανθρωπία.


2. Ησυχασμός

Έχουμε μέχρι τώρα αναπτύξει, όσο ήταν δυνατόν, το τι είναι ησυχία, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα και ότι αυτή είναι απαραίτητη για την πνευματική μας ζωή. Συνιστάται από όλους τους αγίους Πατέρας, ως η καλύτερη μέθοδος καθάρσεως του ανθρώπου και επανόδου στον Θεό. Άλλωστε η Ορθοδοξία, όπως έχουμε επισημάνει, είναι μια θεραπευτική επιστήμη, που επιδιώκει την θεραπεία του ασθενούς ανθρώπου. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να παραθεωρήται, γιατί έτσι καταστρέφεται όλη η ουσία και το περιεχόμενο του Χριστιανισμού. Η κάθαρση, ως απαραίτητη προϋπόθεση θεώσεως, επιτυγχάνεται με την μέθοδο της ορθοδόξου ευσεβείας στην οποία η ησυχία κατέχει σημαντικότατη θέση.
Όλη αυτή η μέθοδος και ο τρόπος βιώσεώς της λέγεται ησυχασμός. Δηλαδή ο αγωνιζόμενος που βρίσκεται μέσα στην ατμόσφαιρα της ησυχίας λέγεται ησυχαστής και ο τρόπος βιώσεως της ησυχίας λέγεται ησυχασμός. Εμείς βέβαια γνωρίζουμε τον ησυχασμό σαν μια θεολογική κίνηση του ΙΔ’ αιώνος, που εκπροσωπείται κυρίως από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος χρησιμοποιεί μια ειδική ψυχοσωματική μέθοδο και επιδιώκει, με την βοήθεια της θείας Χάριτος, να ενώση τον νου με την καρδιά και έτσι να βιώση την κοινωνία με τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υποστήριζε ότι  αυτό γίνεται και στο σώμα. Δηλαδή και το σώμα μπορεί να αποκτήση εμπειρία της ζωής του Θεού. Ο Βαρλαάμ αντίθετα, αγνοώντας αυτήν την μέθοδο, έγινε πολέμιός της, με αποτέλεσμα να καταδικασθή από την Εκκλησία και τελικά να απομακρυνθή από τον ορθόδοξο χώρο. Η ησυχαστική έρις, όπως ονομάστηκε, τελείωσε με τις Συνόδους που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη το 1341, 1346 και 1351. Η τελευταία Σύνοδος που «δικαίωσε» τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, εκφραστή της ησυχαστικής ζωής, θεωρείται Οικουμενική. «Νομίζομεν όμως, ότι η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά το 1351, κρίνοντας τουλάχιστον βάσει του μεγάλου θεολογικού έργου της, δύναται και αξίζει να συναριθμήται εις τας Οικουμενικάς Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, των οποίων δεν υστερεί εις τίποτε ως προς την σωτηριολογικήν σημασίαν της θεολογίας της. Η Σύνοδος αύτη αποτελεί την απόδειξιν της συνεχείας της συνοδικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της ζώσης εμπειρίας και θεολογίας περί της εν Χριστώ σωτηρίας»[34].
Όμως αυτή η ησυχαστική κίνηση δεν εμφανίσθηκε τον ΙΔ’ αιώνα, αλλά υπάρχει από τους πρώτους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας. Την ησυχία την συναντούμε στην Αγία Γραφή, στους πρώτους Πατέρας της Εκκλησίας. Ήδη στα προηγούμενα δειγματοληπτικά αναφέραμε Πατέρας από όλους τους αιώνες της ιστορίας της Εκκλησίας. Αναφέραμε τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον Μ. Βασίλειο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον όσιο Θαλάσσιο, τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Άλλωστε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν είναι ο εισηγητής του ησυχασμού, αλλά ο εκφραστής, εκείνος που έζησε και εξέφρασε όλη αυτή την ιερά πορεία της ψυχής. Ο ησυχασμός λοιπόν αποτελεί την γνήσια μορφή της χριστιανικής ζωής.
Με τον όρο όμως ησυχασμό χαρακτηρίζουμε και την μέθοδο εκείνη που χρησιμοποιείται για την συγκέντρωση του νου στην καρδιά. Το θέμα είναι πάρα πολύ μεγάλο και θα ήθελα απλώς να εντοπίσω μερικές θέσεις.
Ο νους του ανθρώπου στην προσπάθεια να καθαρισθή ίσταται «ευκτικώς εν τη καρδία». Συνεχώς επαναλαμβάνει την μονολόγιστη ευχή του Ιησού, που λέγεται μονολόγιστη ακριβώς γιατί έχει μόνον ένα λόγο. Δεν ασχολείται με πολλούς λόγους. Διαρκώς μνημονεύει  το Όνομα του Ιησού Χριστού. Ο νους συγχρόνως προσέχει τους λογισμούς για να μην εισχωρήσουν στην θύρα της καρδιάς. Έτσι, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, συνδυάζεται η νήψη με την προσευχή.
«Είναι όμως δυνατή και μία ακόμη βαθυτέρα κατάβασις του νοός εις την καρδίαν. Όταν κατ’ ενέργειαν Θεού συνενούται ο νους μετά της καρδίας, κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να απεκδύηται θετικώς πάσαν εικόνα και έννοιαν, ενώ ταυτοχρόνως αι είσοδοι της καρδίας κλείονται εις παν αλλότριον, τότε η ψυχή εισέρχεται εις «γνόφον» όλως ιδιαίτερως τάξεως, και κατόπιν αξιούται αφάτου συμπαραστάσεως ενώπιον του Θεού  καθαρώ τω νοΐ»[35].
Χρησιμοποιούνται πολλοί τρόποι για να επιτευχθή αυτή η συγκέντρωση του νου και ο περιπλανόμενος νους να επιστρέψη στην καρδιά. Με τους τρόπους που χρησιμοποιούμε πρέπει απαραίτητα να συνδέεται η μετάνοια, γιατί διαφορετικά εκφυλίζεται σε μια μηχανική μέθοδο.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε ομιλία του την Κυριακή του Τελώνου  και του Φαρισαίου παρουσιάζει την τελωνική προσευχή, τον τρόπο με τον οποίο προσευχόταν ο Τελώνης, σαν τύπο της προσευχής του ησυχαστού. Στο Ευαγγέλιο αναφέρεται: «ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων∙ ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ιη’, 13). Ερμηνεύοντας αυτή την περικοπή ο άγιος λέγει χαρακτηριστικά. Το «εστώς» δείχνει «την επί πολύ παράστασιν της στάσεως. Ομού και το επίμονον της δεήσεως και των ιλαστηρίων ρημάτων». Ο τελώνης έλεγεν «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τίποτε περισσότερο. «Μηδέν έτερον μήτε προτιθείς, μήτε διανοούμενος, εαυτώ μόνω προσείχε και τω Θεώ, αυτήν εφ’ εαυτήν στρέφων και πολλαπλασιάζων μόνην την μονολόγιστον δέησιν, όπερ ανυσιμώτατόν εστι προσευχής είδος». Φαίνεται εδώ η αξία της μονολογίστου ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ο ησυχαστής, σαν τον Τελώνη, δεν διανοείται απολύτως τίποτε, αλλά συγκεντρώνει τον νου στα λόγια της ευχής. Την φράση του Χριστού ότι ο Τελώνης «ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν άραι» ερμηνεύει προβάλλοντας το σχήμα του ησυχαστού: «Αύτη η στάσις και στάσις ην ομού και υπόπτωσις και ουκ ευτελούς δούλου μόνον, αλλά και καταδίκου παράστασις». Με τον τρόπο και το σχήμα αυτό ο Τελώνης εδείκνυε «την οικείαν κατάγνωσιν και αυτομεμψίαν∙ ανάξιον γαρ εαυτόν ηγείτο και του ουρανού και του κατά την γην ιερού». Το ότι έτυπτε το στήθος αυτού δείχνει και την συμμετοχή του σώματος στο άλγος και το πένθος της ψυχής. «Υπό της σφοδράς κατανύξεως τύπτων το εαυτού στήθος και πληγών εαυτόν άξιον παριστάς εντεύθεν, βαρυπενθών και τους στεναγμούς αναπέμπων εκείθεν και την κεφαλήν ως κατάδικος κλίνων, αμαρτωλόν εκάλει και τον ιλασμόν πιστώς επεζήτει»[36].
Φαίνεται εδώ καθαρά ο Χριστός με την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ερμηνεύοντας «ησυχαστικά» την παραβολή, παρουσιάζουν την ησυχία και την προσευχή ως την καλυτέρα μέθοδο για να λάβη ο άνθρωπος έλεος από τον Θεό. Αυτή είναι η αρτιοτέρα προσευχή. Είναι μονολόγιστη, διακατέχεται από βαθειά μετάνοια, το σώμα συμμετέχει στην προσευχή, αφού και αυτό θα λάβη την Χάρη του Θεού, το κλίμα της προσευχής είναι η αυτομεμψία και η οικεία κατάγνωση.
Επειδή ο αιρετικός Βαρλαάμ ειρωνευόταν τους ησυχαστάς της εποχής του που χρησιμοποιούσαν μια ιδιαίτερη κλίση της κεφαλής και του σώματος για να επιτύχουν την συγκέντρωση του νου και την ενοειδή συνέλιξη των δυνάμεων της ψυχής, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανέφερε την περίπτωση του Προφήτου Ηλιού, που προσευχήθηκε προς τον Θεό, αφού έθεσε την κεφαλήν του μεταξύ των γονάτων: «Και αυτός ο την θεοπτίαν τελεώτατος Ηλίας, την κεφαλήν τοις γόνασιν ερείσας και ούτω τον νουν εις εαυτόν και τον Θεόν φιλοπονώτερον συναγωγών, τον πολυετή εκείνον έλυσαν αυχμόν»[37]. Στην συνέχεια συνιστά ο αγιορείτης άγιος έναν τέτοιο τρόπο για την συγκέντρωση του νου: «... τον τε οφθαλμόν μη ώδε κακείσε περιάγειν, αλλ’ οίον ερείσματί τινι τω οικείω στήθει ή τω ομφαλώ τούτον προσερείδειν και την δι’ όψεως έξω χεομένην δύναμιν του νου της καρδίας είσω πέμπειν αύθις δια του τοιούτου σχήματος του σώματος...»[38].
Αναφερόμενος στα θέματα αυτά, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ευχή, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης συνιστά: «Και από μεν πρωΐας καθεζόμενος εν σπιθαμιαία καθέδρα, άγξον τον νουν εκ του ηγεμονικού εν καρδία και κράτει αυτόν εν αυτή∙ κύπτων δε εμπόνως, και τα στέρνα, ώμους τε και τον τράχηλον σφοδρώς περιαλγών, επιμόνως κράζε νοερώς ή ψυχικώς το, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Επίσης παραγγέλλει να κρατούμε την αναπνοή για να συγκεντρωθή ο νους. «Κράτει δε και τον ανασασμόν του πνεύματος, ίνα μη αδεώς πνης∙ η γαρ αύρα των πνευμάτων από καρδίας αναδιδομένη, σκοτίζει τον νουν και ριπίζει την διάνοιαν εκείθεν αυτόν απείργων»[39].
Στο θέμα της αναπνοής προσάγει άλλες πατερικές μαρτυρίες[40].
Σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος (Γρηγόριος Σιναΐτης) περιγράφει τον τρόπο της ευχής που συγκεντρώνει τον νου, πράγμα το οποίο συνιστά τον λεγόμενο ησυχασμό. «Ποτέ μεν επί σκάμνου, το πλείστον, δια το επίπονον∙ ποτέ δε, και επί στρωμνής ολιγάκις, έως καιρού, δια την άνεσιν∙ εν υπομονή δε οφείλει είναι το κάθισμά σου, δια τον ειπόντα, τη προσευχή προσκαρτερούντες∙ και μη ταχέως ανίστασθαι ολιγωρούντα δια το επίπονον άλγος και την του νοός νοεράν βοήν και συνεχή πήξιν∙ ιδού γαρ, φησίν ο Προφήτης, ωδίνες συνέλαβόν με, ώσπερ τίκτουσαν∙ αλλά κύπτων κάτωθεν και τον νουν εν τη καρδία συνάγων, είπερ διήνοικται, επικαλού τον Κύριον Ιησούν εις βοήθειαν. Πονών δε τους ώμους και την κεφαλήν πολλάκις αλγών, καρτέρει επιπόνως και ερωτικώς εν αυτοίς, ζητών εν καρδία τον Κύριον. Βιαστών γαρ εστιν η Βασιλεία του Θεού και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν∙ την σπουδήν εν τούτοις και των τοιούτων πόνων ο Κύριος υπέδειξεν αληθώς. Υπομονή γαρ και καρτερία εν πάσι, γεννήτρια πόνων και σώματος και ψυχής»[41].
Πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η αξία της νοεράς ησυχίας, η αδιάλειπτη προσευχή, η επανάληψη της μονολογίστου ευχής του Ιησού, ο ιδιαίτερος τρόπος συγκεντρώσεως του νου και της ενώσεως του με την καρδιά, η στάση του σώματος κατά την προσευχή και ο περιορισμός των αισθήσεων, η διδασκαλία ότι η Χάρη του Θεού είναι άκτιστη και ότι ο άνθρωπος μπορεί να την δεχθή μέσα  στην καρδιά του, ότι το Θαβώριο Φως είναι ανώτερο από την ανθρώπινη γνώση και όχι «χείρω νοήσεως», που όλα αυτά καθορίζουν τον λεγόμενο ησυχασμό, έχουν «δικαιωθή» από τις Συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως και επομένως ο αντιλέγων σ’ αυτά τα θέματα δεν  βρίσκεται μέσα στον χώρο της Ορθοδόξου Παραδόσεως  και δημιουργεί οπωσδήποτε προϋποθέσεις αποκοπής από την ζωή της.


3. Αντιησυχασμός


Αφού είδαμε προηγουμένως με συντομία τι είναι ησυχία και τι είναι ησυχασμός και ότι ο ησυχασμός έχει κατοχυρωθή από Σύνοδο, που μπορεί να κληθή δίκαια Οικουμενική, ας έλθουμε να δούμε εν ολίγοις την αντιησυχαστική μέθοδο γνώσεως του Θεού και τον αντιησυχαστικό τρόπο ζωής, που δυστυχώς επικρατούν στις ημέρες μας και που δείχνουν ότι είναι ημέρες πονηρές.
«Η νοερά ησυχία ανέκαθεν συνήντα πολλούς αντιπάλους, ιδιαιτέρως εις την Δύσιν, οίτινες, μη κατέχοντες την απαραίτητον πείραν, κατά την αφηρημένην των προσέγγισιν εις τον τρόπον τούτον της προσευχής, εσφαλμένως ενόμιζον, ότι πρόκειται περί αναζητήσεως μηχανικής τινος μεθόδου, οδηγούσης προς θείαν θεωρίαν»[42].
Δυστυχώς αυτή είναι η ζωή της Δύσεως έχει επηρεάσει και τον δικό μας χώρο, ώστε να γίνεται σοβαρός λόγος για την αλλοίωση της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Βέβαια πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουμε αλλοιωθή από το δυτικό πνεύμα και κυρίως εντοπίζουν αυτήν την αλλοίωση σε διάφορα άλλα σημεία, στα ήθη και τα έθιμα κ.λ.π. Πιστεύω όμως ότι η μεγαλύτερη αλλοίωση έγινε στο θέμα της ησυχίας και του ησυχασμού. Η ησυχία θεωρείται ως απηρχαιωμένη μέθοδος, ως ζωή αδρανείας, και δεν ταιριάζει στην εποχή μας που είναι εποχή δράσεως. Δυστυχώς αυτές οι αντιλήψεις κυριαρχούν και μεταξύ ανθρώπων που θέλουν να ζουν μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση. Η εποχή μας είναι εποχή δράσεως. «Ο σύγχρονος κόσμος δεν είναι ο κόσμος της μνήμης και της ησυχίας, αλλά της δράσεως και της αγωνίας»[43]. Σε μια εποχή σαν την δική μας που είναι ηδονιστική, αυτερωτική, δεν μπορεί να βρη απήχηση ο ησυχασμός. Συμβαίνει αυτό που λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Φεύγει άγκιστρον ιχθύς οξέως, και φιλήδονος ψυχή αποστρέφεται ησυχίαν»[44]. Φιλήδονος εποχή είναι σφόδρα αντιησυχαστική. Μου έλεγε κάποια μοναχή ότι στην εποχή μας πνέει «αντιησυχαστικός λίβας» που καίει τα πάντα. Και νομίζω είναι απόλυτα αληθινή αυτή η κρίση. Αυτό συνιστά την σύγχρονη πραγματικότητα. Η ατμόσφαιρα που επικρατεί σήμερα  μάλλον είναι η ατμόσφαιρα του Βαρλαάμ και όχι του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Η θεολογία αναπτύσσεται σήμερα μέσα από την επεξεργασία της λογικής. Έχει γίνει απλώς ένα σύστημα λογικό, θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω φιλοσοφικό. Είναι μια ιστορία της θεολογίας. Δεν είναι καρπός της ησυχίας και της μεθέξεως του Θεού. Γι’ αυτό και πολλά λάθη έχουν φανή και πολλές διαφορές στις θεολογικές σκέψεις και απόψεις. Σήμερα οι περισσότεροι από μας δεν βιώνουμε την θεολογία σαν θεραπευτική επιστήμη, όπως ανέφερα προηγουμένως. Δεν γνωρίζουμε τον τρόπο της ορθοδόξου ευσεβείας. Αν διαβάσουμε την Φιλοκαλία μέσα στην οποία έχουν συγκεντρωθή τα πιο αντιπροσωπευτικά κείμενα που μιλούν για την μέθοδο της θεολογίας, θα δούμε ότι τα περισσότερα μιλούν για τον τρόπο της θεραπείας από τα πάθη. Δεν κάνουν αναλύσεις και δεν αρκούνται μόνον σε παρουσίαση των υψηλών καταστάσεων, αλλά περιγράφουν συγχρόνως και τους τρόπους που πρέπει να μεταχειρισθή ο άνθρωπος για να θεραπευθή από τα πάθη. Πιστεύω ότι είναι βασική έλλειψη της σύγχρονης θεολογίας το ότι δεν έχει μελετήσει επαρκώς την Φιλοκαλία. Ίσως θα έπρεπε να ιδρυθή και ειδική έδρα για να παρουσιάση την ασκητική και τον ησυχασμό που θα στηρίζεται πάνω σε κείμενα της Φιλοκαλίας.
Πέρα από αυτά χρειάζεται προσωπική εμπειρία της μεθόδου της ορθοδόξου θεολογίας, όπως περιγράφεται από τα κείμενα της πατερικής γραμματείας.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα αναφέρει ο αρχιμ. Σωφρόνιος και δείχνει την διαφορά μεταξύ της στοχαστικής θεολογίας και της Θεώ ενεργουμένης: «Η κατόρθωσις της αληθινής θεωρίας άνευ της καθάρσεως της καρδίας είναι αδύνατος. Μόνον η καρδία, η καθαρθείσα των παθών, είναι δεκτική του ιδιαιτέρου θάμβους εκ της θεωρίας του ακαταλήπτου του Θεού. Εν τη καταστάσει αυτού του θάμβους ευρισκόμενος ο νους βυθίζεται εις μίαν περιχαρή σιγήν, εξησθενημένος εκ του μεγαλείου του θεωμένου.
Δι’ άλλης οδού πορεύεται ο θεολόγος διανοούμενος προς την κατάστασιν της θεωρίας, και δι’ άλλης ο ασκητής μοναχός. Ο νους του τελευταίου δεν ασχολείται εις ουδέν είδος στοχασμών. Μόνον ως φύλαξ ησύχως προσέχει να μη εισέλθη αλλότριόν τι εις την καρδίαν αυτού. Το όνομα του Χριστού και η εντολή Του – ιδού με τι ζουν η καρδία και ο νους κατ’ αυτήν την «ιεράν ησυχίαν». Ζουν μίαν μοναδικήν ζωήν, ελέγχοντες παν το τελούμενον εσωτερικώς όχι δια της λογικής ερεύνης ή αναλύσεως, αλλά δι’ ιδιαιτέρας πνευματικής αισθήσεως.
Ο νους, συνενωθείς με την καρδίαν, διαμένει, ως ελέχθη ανωτέρω, ει τοιαύτην στάσιν, η οποία επιτρέπει εις αυτόν να βλέπη πάσαν κίνησιν συμβαίνουσαν εν τη «σφαίρα του υποσυνειδήτου» (Τον όρον τούτον της συγχρόνου επιστημονικής ψυχολογίας χρησιμοποιούμεν εδώ συμβατικώς). Ιστάμενος εντός της καρδίας, ο νους διακρίνει τας εμφανιζομένας πέριξ αυτού εικόνας και επιδράσεις, εξερχομένας εκ του περιβάλλοντος αυτόν κόσμου και προσπαθούσας να κατακυριεύσουν την καρδίαν και τον νουν του ανθρώπου. Η ορμή των ερχομένων έξωθεν είναι εξαιρετικώς ισχυρά και, δια να  μειώση αυτήν, ο μοναχός υποχρεούται κατά την διάρκειαν της ημέρας να μη ανεχθή ουδέ μίαν εμπαθή βλέψιν και συνεχώς να επιδιώκη να φέρη τον αριθμόν των εξωτερικών εντυπώσεων μέχρι του εσχάτου δυνατού ελαχίστου. Αλλέως την ώραν της εσωτερικής, νοεράς προσευχής παν το αποτυπωθέν επιτίθεται κατά της καρδίας ως άκρατος μαχητική παράταξις και επιφέρει μεγάλην σύγχυσιν.
Το εκζητούμενον δι’ αυτής της ασκήσεως είναι η αδιάκοπος ευκτική εν τη καρδία προσοχή. Και όταν, μετά από πολλούς χρόνους τοιαύτης πράξεως, της δυσκολωτάτης πασών των άλλων ασκήσεων, λεπτυνθή η πνευματική αίσθησις της καρδίας, ο δε νους από το πολύ πένθος λάβει την δύναμιν να απωθή πάσαν προσβολήν των εμπαθών λογισμών, τότε η ευκτική κατάστασις γίνεται αδιάλειπτος, και η αίσθησις του Θεού, παρόντος και ενεργούντος, αποκτά μεγάλην δύναμιν και καθαρότητα»[45].
Πρέπει η ορθόδοξη θεολογία να εμποτισθή με αυτήν την μέθοδο την ησυχαστική για να είναι πραγματικά ορθόδοξη και όχι ακαδημαϊκή. Προσπάθειες γίνονται προς τον τομέα αυτό. Αλλά το πρόβλημα παραμένει στην ουσία πρόβλημα. Μιλά η σύγχρονη θεολογία για τα δάκρυα και το πένθος, την αυτομεμψία και την ταπείνωση; Θεωρεί ως τρόπο γνώσεως του Θεού «την νου και κόσμου στάσιν, την λήθην των κάτω... την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν;». Προϋποθέτει, για να φθάσουμε στην κοινωνία με το Θεό, το «καταλιπόντες μεν παν ό,τι των αισθητών μετά της αισθήσεως, υπεραρθέντες δε λογισμών και συλλογισμών και γνώσεως πάση και της διανοίας αυτής, όλος δε γενόμενος της κατ’ αίσθησιν νοεράν ενεργείας, ην θείαν αίσθησιν ο Σολομών προσείπε, και τυχόντες της υπέρ την γνώσιν αγνοίας, ταυτόν δ’ ειπείν της υπέρ παν είδος της πολυθρυλλήτου φιλοσοφίας...»[46];
Πιστεύω ότι μάλλον η σύγχρονη θεολογία είναι στοχαστική, ορθολογική. Στηρίζεται πάνω στον «πλούτο» που είναι η διάνοια. Είναι χαρακτηριστικά όσα λέγει ο αρχιμ. Σωφρόνιος: «... εν ακόμη είδος φαντασίας, περί του οποίου θέλομεν να ομιλήσωμεν, είναι αι απόπειραι του λογικού να εισδύση εις τα μυστήρια του είναι και να συλλάβη τον Θείον κόσμον. Αι τοιαύται απόπειραι αφεύκτως συνοδεύονται από την φαντασίαν, την οποίαν πολλοί κλίνουν να καλέσουν δια του υψηλού ονόματος της «θεολογικής δημιουργίας». Ο αθλητής της νοεράς ησυχίας και της καθαράς προσευχής παλαίει εντός του αποφασιστικώς κατά του τοιούτου είδους «δημιουργίας», η οποία δύναται να είναι διαδικασία αντίστροφος της τάξεως του αυθεντικού είναι, ήτοι ο άνθρωπος να δημιουργή τον Θεόν κατά την ιδικήν του  εικόνα και ομοίωσιν»[47].
Επίσης ο ίδιος γράφει: «Ο ορθολογιστής θεολόγος οικοδομεί το σύστημά του καθώς ο αρχιτέκτων οικοδομεί εν ανάκτορον ή ένα ναόν, χρησιμοποιών εμπειρικάς και μεταφυσικάς εννοίας ως υλικά οικοδομής και φροντίζων ουχί τόσον περί της συμφωνίας της ιδεώδους οικοδομής του προς την αντικειμενικήν αλήθειαν του είναι, όσον περί του μεγαλείου και της αρμονικής ακεραιότητος του συστήματός του από λογικής απόψεως.
Πολλοί μεγάλοι άνθρωποι, - όσον και παράδοξον αν είναι τούτο, δεν ηδυνήθησαν να αντισταθούν εις αυτόν τον κατ’ ουσίαν αφελή πειρασμόν, του οποίου κεκρυμμένη αρχή είναι η υπερηφάνεια.
Τα γεννήματα της ευφυΐας του διανοητικού θεολόγου είναι δι’ αυτόν πολύτιμα, καθώς εις την μητέρα είναι ηγαπημένα τα τέκνα, ο καρπός της κοιλίας της. Αγαπά την δημιουργίαν του ως τον ίδιον τον εαυτόν του, διότι ταυτίζεται μετ’ αυτής, κλειόμενος εις την σφαίραν της. Εις τοιαύτας περιπτώσεις ουδεμία εξωτερική επέμβασις δεν  δύναται να βοηθήση εις αυτόν, και αν ο ίδιος δεν αποκολληθή από τον νομιζόμενον πλούτον του, τότε ποτέ δεν θα φθάσης εις την καθαρά προσευχήν και την αληθή θεωρίαν»[48].
Αυτή είναι Βαρλααμική θεολογία και όχι Παλαμική – Ορθόδοξη θεολογία.
Επίσης παρατηρείται σήμερα μια προκατάληψη για την ευχή του Ιησού και για τον τρόπο με τον οποίο γίνεται. Βέβαια πρέπει να  παρατηρηθή ότι έχουμε μια άνθηση της ευχής, μια εκδοτική προσπάθεια παρουσιάσεως πατερικών έργων και εργασιών γύρω από την ευχή, αλλά παρατηρείται συγχρόνως ότι υπάρχει μια άγνοια αυτών των πραγμάτων και μια αδυναμία προσεγγίσεως της ζωής της ευχής. Τα περισσότερα αναγνώσματα γίνονται για να γίνωνται, σαν μόδα. Ή ακόμα παρατηρείται το φαινόμενο, «πνευματικοί» άνθρωποι να ειρωνεύωνται την ησυχαστική ζωή ή το χειρότερο να εμποδίζουν ανθρώπους που έχουν κάτω από την δική τους καθοδήγηση να ασχολούνται με αυτά τα πράγματα. Η άποψη «αυτά δεν είναι για μας» κ.λ.π. ακούγεται επανειλημμένα. Νομίζουν πολλοί πως το να ασχολούνται οι άνθρωποι μερικά λεπτά το πρωί και μερικά λεπτά το βράδυ κάνοντας μια αυτοσχέδια προσευχή ή διαβάζοντας με κατάλληλες περικοπές μερικές ακολουθίες, είναι αρκετό. Ακόμη δε και αυτή η ιερά ατμόσφαιρα της ησυχίας, δηλαδή η κατάνυξη, η αυτομεμψία, το πένθος θεωρούνται ακατάλληλα για τον λαό, αντίθετα με όσα λένε οι άγιοι Πατέρες, όπως αναπτύξαμε προηγουμένως.
Το δε χειρότερο από όλα είναι ότι αυτή η «κοσμική» νοοτροπία, η αντιησυχαστική ζωή, κυριαρχεί και σε μοναχούς, εμφιλοχώρησε και σε Μοναστήρια τα οποία έπρεπε να είναι τα αφιερωμένα «τω Θεώ φροντιστήρια», έπρεπε να είναι οι ιατρικές σχολές, όπου θα διδάσκεται η ιατρική επιστήμη. Μου έλεγε κάποια μοναχή ότι και μέσα σε πολλά Μοναστήρια πνέει ο αντιησυχαστικός λίβας. Επικρατεί μια νοοτροπία ότι πρέπει να τα γνωρίζουμε, αλλά δεν είναι για μας! Έχω προσωπική γνώση ότι «εξέχοντες» μοναχοί, που έχουν ευθύνη για την ορθόδοξη καθοδήγηση νέων μοναχών χαρακτηρίζουν όλα τα θέματα που έχουν σχέση με την ησυχαστική ζωή ως «παραμύθια», ως ανάξια λόγου, ως γεγονότα πλάνης!!!
Αυτό πράγματι είναι λυπηρό. «Η ησυχία αποτελεί εξ αρχής χαρακτηριστικό γνώρισμα του ορθοδόξου μοναχικού βίου. Ο ορθόδοξος μοναχισμός είναι συγχρόνως και ησυχασμός»[49].
Ευτυχώς τώρα τελευταία παρατηρείται μια προσπάθεια επιστροφής προς τους Πατέρας. Και με αυτό εννοούμε την προσπάθεια να ζήσουμε την ζωή των Πατέρων, κυρίως την ησυχαστική ζωή. Υπάρχουν πολλοί νέοι οι οποίοι απογοητευμένοι από το σύγχρονο κλίμα της αγωνίας και του άγχους, της άνευ ησυχίας δράσεως και της άνευ σιωπής ιεραποστολής, στρέφονται περισσότερο προς την ησυχαστική ζωή και τρέφονται από τους χυμούς της. Πολλοί με τέτοιες επιθυμίες προσέρχονται προς τον μοναχισμό και εξακολουθούν να ζουν με τα νάματα των αγίων Πατέρων, δηλαδή της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Και στον κόσμο ακόμη δημιουργούνται εστίες βιώσεως της ησυχίας.
Πρέπει και μέσα στις πόλεις να αναπτυχθή και να αυξηθή αυτή η ζωή. Έτσι βλέπω την οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής και της Ενορίας. Έτσι θα καταλάβουμε ότι η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο  ψυχών, αλλά και τόπος Θεοφανείας. Μέσα από την κάθαρση έρχεται η γνώση του Θεού, η θέα του Θεού. Ίσως θα έπρεπε ο κάθε ένας να καλλιεργή, κατά το δυνατόν, την προσευχή του Ιησού η οποία  μπορεί να του γίνη δάσκαλος στην όλη του πνευματική ζωή. Αυτή θα μας διδάσκη πότε να μιλούμε και πότε να σιωπούμε. Πότε να διακόπτουμε την προσευχή για να βοηθήσουμε τον αδελφό και πότε να την συνεχίζουμε. Πότε αμαρτήσαμε και πότε έχουμε την ευλογία του Θεού. Επίσης να αγωνιζόμαστε να διατηρούμε και να διαφυλάττουμε καθαρό νου.
Η προτροπή του οσίου Θαλασσίου πρέπει να γίνη κανόνας ζωής: «Έγκλεισον τας αισθήσεις εν τω φρουρίω της ησυχίας, ίνα μη τον νουν περισπώσιν εις τας ιδίας επιθυμίας»[50].
Και ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που αναφέραμε στην αρχή, πρέπει να θεωρήται βασικός σκοπός της ζωής: «Χρη και ησυχάζειν, ώστε αθολώτως προσομιλείν τω Θεώ και μικρόν απανάγειν τον νουν από των πλανωμένων»[51].
Πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι αυτή η ησυχία είναι η «όντως απλανής και αληθής και πατροπαράδοτος και κατά Θεόν πολιτεία», κατά τους Κάλλιστο και Ιγνάτιο Ξανθοπούλων.
Θα ήθελα να περατώσω τις σκέψεις αυτές περί της ησυχίας με την διδασκαλία των Ξανθοπούλων (Καλλίστου και Ιγνατίου): «Αύτη η οδός και κατά Θεόν νοερά πολιτεία και ιερά εργασία των τω όντι χριστιανών∙ η αληθής και απλανής και ακίβδηλος, και γε αριδήλως, η εν Χριστώ κεκρυμμένη ζωή. Ταύτην έτεμε μεν και εμυσταγώγησεν ο θεάνθρωπος και γλυκύτατος Ιησούς, διώδευσαν δε οι θείοι Απόστολοι, επηκολούθησαν δε οι μετ’ αυτούς, αυτοίς ως δει επόμενοι, οι  κλεινοί καθηγεμόνες ημών και διδάσκαλοι, οι απ’ αρχής αυτής δη της επί γης πρώτης Χριστού παρουσίας και μέχρι σήμερον ως φωστήρες εν κόσμω λάμποντες, ταις των ζωηρών λόγων μαρμαρυγαίς και ταις των έργων παραδοξοποιΐας. Οι και εις τους καθ’ ημάς, το τοιούτον καλόν σπέρμα, την ιεράν ζύμην, την απαρχήν την αγίαν∙ την άσυλον παρακαταθήκην, την χάριν, την εξ ύψους δύναμιν, τον πολύτιμον μαργαρίτην, τον ένθεον Πατρικόν κλήρον, τον εν τω αγρώ κεκρυμμένον θησαυρόν, τον αρραβώνα του πνεύματος, το βασιλικόν σημείον, το ζων και αλλόμενον ύδωρ, το θείον πυρ, το σεβάσμιον άλας, το χάρισμα, το σφράγισμα, το φως, και τα όμοια τούτοις προς αλλήλους διέδωκαν. Ο και έσται κληροδοτούμενον∙ και κατά γενεάς γενεών μυστικώς διαπορθμευόμενον, άχρι και αυτής της δευτέρας αύθις επί γης Χριστού παρουσίας. Αψευδής γαρ ο επαγγειλάμενος, το, και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος∙ αμήν»[52].




Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ

[1] P G 95, 1245
[2] Φιλοκαλία Β’, σελ. 208, ξζ’
[3] αγ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 51, ρια’
[4] ένθ. ανωτ.
[5] Ιωάννου του Σιναΐτου: Κλίμαξ, εκδ. Παπαδημητρίου, λόγος ΙΑ’, σελ. 79, κεφ. η’
[6] Μ. Βασιλείου έργα Ε.Π.Ε. τόμ. 1ος, σελ. 64
[7] Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, εκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 150, λόγος ΚΖ’, παρ. Β’
[8] ένθ. ανωτ. σελ. 104, α’
[9] Αρχιμ. Σωφρονίου, Γέρων Σιλουανός, σελ. 142
[10] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 289, οβ’
[11] ένθ. ανωτ. σελ. 289, οβ’
[12] Ιωάννου Κλίμακος, ένθ. ανωτ. σελ. 150, κζ’, β’
[13] S C 51, σελ. 115
[14] Φιλοκαλία Δ’, 76, θ’
[15] αγ. Νικοδήμου του αγιορείτου, Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, ερώτ. τιδ’, σελ. 176
[16] Φιλοκαλία Β’, σελ. 206, κβ’
[17] αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι Οικονόμου, σελ. 170-171
[18] ένθ. ανωτ.
[19] Γρηγορίου του Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 9, σελ. 498
[20] Κλίμαξ, ένθ. ανωτ. σελ. 150-151, ε’, ιε’, ιστ’
[21] Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα Χρήστου, τόμ. Α’, σελ. 396
[22] Αρχιμ. Σωφρονίου, Γέρων Σιλουανός, σελ. 186
[23] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 50, ρη’
[24] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 211, ια’
[25] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 47, κθ’
[26] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 48, ργ’
[27] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 87, στ. 19-24
[28] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 84, στ. 1 κ.ε.
[29] αγ. Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 49, ρδ’
[30] Φιλοκαλία Ε’, σελ. 111, στ. 6-22
[31] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 99, στ. 17-20
[32] Φιλοκαλία Β’, σελ. 32, λζ’
[33] Γ. Μαντζαρίδου, Παλαμικά σελ. 15
[34] Αθαν. Γιέβτιτς, Χριστός αρχή και τέλος. Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, σελ. 195
[35] Αρχιμ. Σωφρονίου, Γέρων Σιλουανός, σελ. 146
[36] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε., τόμος 9, σελ. 62-64
[37] Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα Χρήστου, τόμος Α’, σελ. 288
[38] ένθ. ανωτ.
[39] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 71-72
[40] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 72, γ’
[41] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 80, στ. 4-15
[42] Αρχιμ. Σωφρονίου, ένθ. ανωτέρω, σελ. 144
[43] Γ. Μαντζαρίδου, ένθ. ανωτ. σελ. 25
[44] Κλίμαξ, λόγος ΙΕ’, μα’
[45] Αρχιμ. Σωφρονίου, ένθ. ανωτ. σελ. 140-141
[46] αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι Οικονόμου, σελ. 170
[47] Αρχιμ. Σωφρονίου, Γέρων Σιλουανός, σελ. 155
[48] ένθ. ανωτ. σελ. 161
[49] Γ.Μαντζαρίδου, Παράδοσις και Ανανέωσις εις την θεολογίαν του Γρηγορίου Παλαμά, σελ. 9
[50] Φιλοκαλία Β’, σελ. 211, ι’
[51] P G 95, 1245
[52] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 292-293, κζ’

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου