Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Αγιορείτες Νεοησυχαστές Πατέρες




Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
Μετά την αναγέννηση τού 18ου αιώνος, με τη δράση του νεοησυχαστικού κινήματος τών λεγομένων Κολλυβάδων, και πρωτεργάτες τους οσίους Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (+1794), ο οποίος ως άλλος Γρηγόριος Σιναΐτης (+1346) εργάζεται μεταφραστικά και Ιεραποστολικά σε όλα τα Βαλκάνια- Νικόδημο τον Αγιορείτη (+1809), τον σοφό διδάσκαλο και νέο Γρηγόριο Παλαμά (+1359)· Μακάριο Νοταρά και πρώην Κορίνθου (+1805), τον άλλο Ιερό Φώτιο (+899)· και Αθανάσιο Πάριο (+1813), τον ακαταμάχητο υπερασπιστή των ορθών δογμάτων, ως άλλο άγιο Μάρκο τον Ευγενικό (+1445), έχουμε μία χορεία ενάρετων φίλων της νοεράς προσευχής. 
alt
Με πρώτους τους εξόριστους Ιεροπρεπείς Κολλυβάδες πού εργάσθηκαν πλούσια σε νησιά του Αιγαίου και άλλους τόπους και μετέφεραν σε πολλά λαϊκά στρώματα την ευωδία του αθωνικού αρώματος, πού λέγεται νοερά άθληση, νοερά προσευχή, ευχή του Ιησού, δηλαδή ή επανάληψη του ονόματος· Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, και με μερικές μικρές παραλλαγές. Παρακάτω θα δούμε μερικούς Αγιορείτες νεοησυχαστές πατέρες.
altΤο 1851 συγγράφεται ή «Νηπτική θεωρία» περιέχουσα «λόγους είκοσιν Ανωνύμου τινός αγιορείτου Απελπισμένου επικληθέντος, εν οις ακριβώς, άφ’ ών διά της πείρας έμαθε και έπαθε, τον τρόπον της ενάρξεως και οδηγίαν της προοδεύσεως και απλανή τελείωσιν τής ατελούς νοεράς εργασίας, τής, παρά των θεσπέσιων Οσίων Πατέρων άνωθεν παραδομένης, καλούμενης νοεράς προσευχής, ίνα εκ προχείρου έχωσιν οι ποθούντες εισελθείν εις τον ιερόν αγώνα ταύτης της συντόμως (δι΄ αγώνων) εισαγούσης εν τη επουρανίω Χρίστου του Θεού Βασιλεία». Με τον απλό αλλά γλαφυρό τρόπο του, ο αφιλόδοξος, ταπεινός, ανώνυμος συγγραφέας -μερικοί τον ταυτίζουν με τον διάσημο ησυχαστή παπα Χαρίτωνα τον ερημίτη (+1906)- θέλει να βοηθήσει τους εργάτες της προσευχής και λέγει πώς θα προετοιμασθούν γι΄ αυτή: «Η παντοτινή νηστεία, η άμετρος κακοπάθεια και ταλαιπωρία του σώματος, η υπερβολική ταπείνωσις». Ο ταπεινός, συνεχίζει να λέει και να επιμένει, «έχει την καρδίαν του τεταπεινωμένην και συντετριμμένην από την βίαν της ευχής, ευθύς οπού ήθελεν εμβή μέσα εις την εκκλησίαν, πάραυτα τον αρπάζει και τον περικυκλώνει μία αληθινή και ζωηρά ευλάβεια εις τον Θεόν και εις τα θεία- και τόσον τον περικυκλώνει η θεϊκή ευλάβεια, ώστε οπού και αυτός ο ίδιος καταλαμβάνει την ενέργειάν της, διότι του φαίνεται πλέον και είναι πεπεισμένος ότι στέκεται όχι εις την επίγειον ταύτην εκκλησίαν, αλλά του φαίνεται από την χαράν του ότι στέκεται εις την άνω Ιερουσαλήμ».
Ο ιερομόναχος Αρσένιος ο Πνευματικός (+1846) ήταν από τη Ρωσία κι έζησε μία εικοσιπενταετία με αυστηρότατη άσκηση σε κελλιά της μονής Ιβήρων και αλλού. Τετάρτη και Παρασκευή είχε τέλεια ασιτία και τις υπόλοιπες ήμερες μονοφαγία και για πολλά έτη το φαγητό του ήταν αλάδωτο. Ο νυκτερινός ύπνος του ήταν πολύ ολιγόωρος και κοιμόταν καθιστός. Ασκούσε επιμελημένα τη νοερά προσευχή. Οι θείες λειτουργίες του ήταν πάντα ένδακρεις. Αγαπούσε να μιλά, αν ποτέ μιλούσε, μόνο για την προσευχή. Προτιμούσε να δίνει παρά να παίρνει. Υπέφερε πραγματικά όταν τον τιμούσαν οι άνθρωποι. Τον ίδιο τρόπο ζωής και ασκήσεως είχε και ο υποτακτικός του Νικόλαος (+1840). Οι μαθητές του δεν άντεχαν τη μεγάλη του φτώχεια. Το μόνο πού επέμενε ήταν η τήρηση του κανόνος της προσευχής, η συνεχής μνήμη του Θεού, η επίκληση του αγίου ονόματος του. Η κοίμηση του ήταν οσιακή.
Ο Γέροντας Ιωάννης (+1843) ήταν κι αυτός Ρώσος στην καταγωγή. Μαθήτεψε για ένα διάστημα στον διάσημο στάρετς όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ στη μονή Νεάμτς της Μολδαβίας, πού είχε περίπου χίλιους μοναχούς. Ο στάρετς δεχόταν όσους υπέμεναν τις στερήσεις μαζί του, μόνο και μόνο για ν΄ αυξάνονται τα στόματα πού θα υμνούσαν προσευχόμενα τον Θεό. Κύριο έργο του στάρετς, καθώς λέγει ο Γέροντας Ιωάννης, ήταν η διδασκαλία της καθαρότητος της καρδιάς και του νου, διά της αδιάλειπτου ευχής του Ιησού. Ο Ιωάννης έκοψε το δάκτυλο του, για να μη τον χειροτονήσουν και χάσει την ηρεμία της αγαπημένης του προσευχής. Έζησε επί έτη στην αθωνική έρημο εργοχειρώντας και προσευχόμενος. Να πώς περιγράφει την κατάσταση του ο ίδιος: «Την καρδιά μου επλημμύρισε ανέκφραστη χαρά και η προσευχή άρχισε να ενεργεί μόνη της. Τόσο με γλύκανε, πού δεν με άφηνε να κοιμηθώ. Κοιμόμουν μία ώρα καθημερινώς και μάλιστα καθιστός- και πάλι σηκωνόμουν, σαν μη μου χρειαζόταν ο ύπνος- «εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» … Γεννήθηκαν μέσα μου ανέκφραστη αγάπη και δάκρυα- αν θέλω, μπορώ να κλαίω ασταμάτητα … Συχνά το βράδυ σηκώνομαι να διαβάσω το ψαλτήρι, λέγω την προσευχή του Ιησού και πέφτω σε έκστασι. Δεν γνωρίζω που βρίσκομαι- είμαι στο σώμα η εκτός του σώματος δεν ξεύρω· μόνον ο Θεός το γνωρίζει. Όταν συνέρχομαι ήδη χαράζει».
Ο Γέροντας Δανιήλ (+1879) έζησε σ’ ερημικά μέρη του Αγίου Όρους με Γέροντα σκληρό και δύσκολο και με πολλές στερήσεις, στον οποίο έκανε άκρα υπακοή. Στους ελάχιστους επισκέπτες του, μετά την τελευτή του Γέροντα του, έλεγε: «Μόνον ελπίζω στο έλεος του Θεού και στις προσευχές του Γέροντα. Με τί άλλο θα μπορούσα να δικαιωθώ;». Αυτό έλεγε συχνά: «Ζητώ μόνον το έλεος του Θεού και σ’ αυτό αποκλειστικώς ελπίζω». “Οσοι επέμεναν να τον συμβουλεύονται τους έλεγε: «Όταν ο άνθρωπος ευρίσκεται σε δυσκολία, στρέφεται με δάκρυα στον Θεό κι εκείνος τον παρηγορεί…». Άλλοτε έλεγε: «Όποιος δοκίμασε τους καρπούς της ησυχίας μπορεί να μείνη στην αυτοσυγκέντρωσι και στην προσευχή περισσότερο από τρεις ήμερες…»
Ο ιερομόναχος Ευστράτιος ο Τραπεζούντιος οκταετής προσήλθε να μονάσει στη μονή Σουμελά του Πόντου. Μετά εικοσαετή εκεί παραμονή κι αφού χειροτονήθηκε ιερέας και επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα ήλθε στο Άγιον Όρος στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Το τυπικό του ήταν: τρεις χιλιάδες μετάνοιες κάθε νύχτα και η ευχή αδιάλειπτη. Το τυπικό του αυτό ήταν ισόβιο. Η σπηλιά πού ζούσε έμοιαζε με τάφο, σκοτεινή και κλειστή, για να επιμηκύνει τη νύχτα και να καλλιεργεί την προσευχή. Κοιμόταν μία ώρα την ήμερα, σχεδόν όρθιος. Λειτουργούσε καθημερινά. Νήστευε συνέχεια. Σ’ ένα των μαθητών του, πού ζούσαν πλησίον του, αλλά σε άλλον τόπο, πριν τον θάνατο του είπε, πώς του δόθηκε τέτοια προσευχή, ώστε και κατά την ώρα του ύπνου η καρδιά του προσεύχεται. Ο Γέροντας προσευχόταν καθιστός η όρθιος, έκλινε την κεφαλή λίγο προς το στήθος και πρόφερε σιγά, με κατάνυξη και προσοχή την ευχή, προσηλώνοντας το νου στα λόγια της ευχής και συγκρατώντας την αναπνοή, ώστε αυτή να εναρμονίζεται με την κίνηση του νου. Τον κοσμούσε και το διορατικό χάρισμα. Προσευχόμενος είχε κι ένα μεγάλο μανδήλι, για τα πολλά και θερμά του δάκρυα και βρισκόταν σε κατάσταση πνευματικής ανυψώσεως.
Ένας σπουδαίος εργάτης της νοεράς προσευχής υπήρξε ο Γέροντας Βαρνάβας Αγιοβασιλειάτης (+1905). Οι αγρυπνίες του ήταν συχνές και ολονύκτιες και μόνο με το κομποσχοίνι. Ακόμα μεγαλύτερος βιαστής ήταν ο Γέροντας του Ναθαναήλ. Σε συμβουλές του προς μοναχό ησυχάζοντα κατά μόνας, μεταξύ άλλων σπουδαίων, γράφει: «Όταν ενεργήσει η ευχή, έρχονται τα δάκρυα, η χαρά, η κίνησις και ο ανακαινισμός της καρδίας. Αλλά μη τα έχης διά τίποτε, ούτε να τα καταφρονής, αλλά με απλότητα λέγε «Κύριε Ιησού Χριστέ…» καθότι φωτισμός είναι ο Θεός … Όταν δε κάθησαι εις την ευχήν και ο νους σου φεύγει και δεν δύνασαι να κάμης ευχήν, σήκω από το κάθισμα σου και μη λυπηθής πώς δεν δύνασαι να κάμης ευχήν, αλλά μάλιστα να είσαι χαρούμενος. Εάν πάλιν το πονηρόν πνεύμα σε δέση και δεν δύνασαι να κάμης διόλου ευχήν, κάμε άλλην πνευματικήν εργασίαν, και εάν δεν δύνασαι κάμε σωματικήν υπηρεσίαν, και να έχης προσοχήν εις τον εαυτόν σου και να μη συγχύζεσαι ποτέ, πάντοτε χαρούμενος να είσαι και όχι λυπημένος, διότι όλοι οι άγιοι με την πραότητα εβάδισαν. Διάβαζε και εξακολούθησον καθώς σε είπον και θέλει περνά η ημέρα σου χωρίς να την καταλαμβάνης…».
Μεγάλος αγωνιστής υπήρξε και ο Γέροντας του γνωστού παπα Σάββα του Πνευματικού του Μικραγιαννανίτη (+1908) Γέρων Ιλαρίων ο Γκουρτζής (+1864), πού από μικρός ήταν ασκητής στην πατρίδα του την Γεωργία. Στο Άγιον Όρος έζησε στις μονές Ιβήρων και Διονυσίου και στην έρημο. Πολλές σπηλιές έγιναν κατοικία του. Πότιζε τα βράχια με δάκρυα και τηρούσε ακριβή σιωπή. Είχε πολλές δαιμονικές επιθέσεις, οι όποιες όμως τον άφησαν απτόητο. Η προσευχή του θαυματουργούσε. Οι μακρές νηστείες του τον άφηναν ημιθανή. Αγαπούσε πολύ την ησυχία και την αδιάλειπτη προσευχή και με την ευλογία του Πνευματικού, για ένα μεγάλο διάστημα διετέλεσε έγκλειστος. Στα γεράματα του χρησιμοποιούσε αλυσίδες ως κρεμαστήρες για τις πολύωρες αγρυπνίες του. Οι επιθανάτιοι λόγοι του ήταν: «Δόξα τω Θεώ! Ήθελα μαρτυρικό θάνατο, αλλά ο Κύριος δεν με αξίωσε. Μου έστειλε όμως ασθένεια, πού μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από μαρτύριο, αν την υπομείνω με καρτερία και πίστη στο θείο θέλημα». Μετά την εκταφή του τα οστά του ευωδίασαν.
Πηγή: Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος» Τεύχος 24, σελ. 57-71
Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αγίου Όρους
Άγιον Όρος, 1999.
Photograph by Zbigniew Kosc

Mοναχός Μωυσής Αγιορείτης: Χριστός γεννάται




Ο Χριστός γίνεται άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός. Ο άνθρωπος δίχως τον Χριστό γίνεται απάνθρωπος. Ο γέννησε τον ανθρωπισμό. Ο ανθρωπισμός παραμυθεί την ανθρωπότητα. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο γυμνός, όπως ο κάθε άνθρωπος, που όμως δεν το συλλογιέται καλά. Αυτό, φρονούμε, είναι το μήνυμα των Χριστουγέννων.
Ο νεοελληνικός βίος θέλει να απομακρυνθεί από τον Χριστό. Θεωρεί ότι περιορίζεται, ότι ασφυκτιά η ζωή του με τον Χριστό. Έτσι, ελεύθερος υποδουλώνεται σε διάφορα είδωλα. Η Ορθοδοξία δεν μιλά πια στην καρδιά του Νεοέλληνα. Τη γέννηση του Θεανθρώπου εορτάζει στη Β. Ευρώπη ή στην Άπω Ανατολή. Η Ευρώπη κι αυτή αποχριστιανισμένη. Ο ανθρωπισμός έγινε απανθρωπισμός. Η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, η ασκητικότητα, η οικολογία, η μετά θάνατον ζωή συζητιούνται με πολλά ειρωνικά χαμόγελα.
Λησμόνησε ο σύγχρονος άνθρωπος και της Νότιας Ευρώπης ότι είναι θνητός, ότι όλοι είμαστε μελλοθάνατοι. Νομίζουμε ότι είμαστε μόνιμοι οικήτορες του παρόντος κόσμου και όχι διαβάτες και μουσαφίρηδες. Η αίσθηση της επίγειας αθανασίας οδηγεί τον άνθρωπο στο ασταμάτητο κυνηγητό της ηδονής, από τη σάρκα, το χρήμα και τη δόξα. Συχνά το αποτέλεσμα είναι οδυνηρό, μα ο άνθρωπος δεν το βάζει κάτω. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να μας ανασηκώσει και να μας πει πως είμαστε παρεπίδημοι.
Τυφλωμένος και αχόρταγος ο άνθρωπος από τις απολαύσεις, έτσι εορτάζει και τις χριστιανικές εορτές και τα Χριστούγεννα. Αμφισβητώντας, αγνοώντας ή απορρίπτοντας το επέκεινα, ο άνθρωπος αφοσιώνεται όλος στο ενθάδε, στη μοναδικότητα του παρόντος, στην απόλαυση της ζωής. Η καθαρά αυτή υλιστική θεώρηση της ζωής δεν μπορεί να είναι μια αποτυχία του χριστιανισμού, που ποτέ κανέναν δεν μπορεί να εξουσιάσει, αλλά μια ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου στα γήινα, πρόσκαιρα και φθαρτά. Η συρρίκνωση του ορθόδοξου βιώματος έκανε και τους Νεοέλληνες να εορτάζουν τις εορτές ανεόρταστα. Η αγορά, η κατανάλωση, η διαφήμιση, η μόδα, η διατροφή, η ενδυμασία, η απόλαυση όλων των υλικών αγαθών άφησε άχαρη την ψυχή.
Χριστούγεννα σε μια παραμορφωμένη Ελλάδα με πικρές στατιστικές. Σαρκώνεται ο Χριστός για τη θέωση του ανθρώπου. Για την αναστήλωση του ιερού και μοναδικού του προσώπου. Ο Νεοέλληνας σφυρίζει αδιάφορα και αρκείται σε καλό φαΐ και κρασί, τηλεόραση, καναπέ ή πολυθρόνα και γλυκά. Το νήπιο Ιησούς απορεί για την κατάντια του μεγάλου θαύματος, του ανθρώπου. Που πιστεύει σε ό,τι βλέπει και πιάνει. Παραμελεί την ψυχή του. Αδιαφορεί για τα ερωτηματικά της συνειδήσεώς του. Απάνθρωπος βίος, αγενής συμπεριφορά, ατομισμός και αδιαφορία.

Μήνυμα του Μ.Βασιλείου για τα Χριστούγεννα!





Ο Μέγας Βασίλειος θαυμάζοντας το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού, θέτει στο στόμα της Παναγίας τα ακόλουθα λόγια:


«Πως να Σε ονομάσω εγώ, θαυμαστό μου βρέφος; Τι θνητό όνομα να δώσω στον καρπό του Αγίου Πνεύματος; Να Σου προσφέρω θυμίαμα ή γάλα; Έχεις ανάγκη από τις μητρικές μου φροντίδες, ή να πέσω στα πόδια Σου και να Σε λατρεύω; Τι ανεξήγητη αντίθεση; O ουρανός είναι ο θρόνος Σου κι εγώ σε τοποθέτησα στα γόνατα μου. Σε βλέπω στην γη κι όμως δεν άφησες τον ουρανό. O ουρανός είναι εκεί, όπου ευρίσκεσαι Εσύ».
Την απορία και την έκπληξη της Παναγίας συμμερίζεται και άγιος Βασίλειος. Και προσπαθώντας να βρει το μυστικό που πέτυχε την ένωση τόσο αντιθέτων πραγμάτων, καταλήγει ότι είναι Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ!
Από ταπείνωση ο Θεός έγινε άνθρωπος!
Από την ταπείνωση Του η γη έγινε ουρανός!
Δεν ανέβηκε ο άνθρωπος στον ουρανό. Κατέβηκε ο Θεός στην γη. Και έτσι μας έμαθε έμπρακτα, πως μπορεί η γη, από τόπος εξορίας να γίνει παράδεισος. Από ζούγκλα, να γίνει Βασιλεία του Θεού. Γι’ αυτό και οι πρώτοι, που αξιώθηκαν να Τον προσκυνήσουν, ήταν οι ταπεινοί ποιμένες. Και οι γεμάτοι ταπεινό και ειλικρινές φρόνημα αναζήτησης της αλήθειας, «μάγοι εξ ανατολών».
Αυτή η αρετή της Ταπείνωσης είναι το μεγάλο μήνυμα της εορτής των Χριστουγέννων. Μόνο ο άνθρωπος που καλλιεργεί και αγαπάει αυτή την αρετή, μπορεί κάπως να νιώσει, τι έγινε εκείνη την παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Και μόνο με αυτή την αρετή, μπορεί να αξιωθεί να δεχθεί στην καρδιά του τον Νεογέννητο Βασιλέα και Σωτήρα Χριστό.
Άγιος Εφραίμ ο Σύρος

ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΝΕΟΗΣΥΧΑΣΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ (3)


askites

Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
Ο Γέροντας Γαβριήλ Καρουλιώτης (+1968) υπήρξε αυστηρός ασκητής τών Καρουλίων, άνθρωπος βαθειάς μετάνοιας, βίας κι αγωνιστικότητος. Φίλος θερμός τής μελέτης τών ασκητικών πατέρων, εχθρός τής οκνηρίας, αετός υψιπέτης, κατά τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο, ώς ακτήμων, εραστής τής ησυχίας, ευφρόσυνος ησυχαστής, ένδοξος άδοξος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Σκληρός στον εαυτό του, νηστευτής, φυγόκοσμος, ως στρουθίον. Δεν περπατούσε, όταν περπατούσε, στα κακοτράχαλα μονοπάτια, αλλ’ ήταν σαν να πετούσε, λιπόσαρκος, προσευχόμενος, σκυμμένος πάντα στον εαυτό του, απερίεργος, προσέχοντας την εσωτερική νηνεμία και καθαρότητα στην ωραία ησυχία τής αγιότεκνης κι αγιότροφης ερήμου. Ερημίτης τών βράχων, μεταξύ ουρανού και γης, καθώς έλεγε. Στους επισκέπτες του αντί να τους μιλά, τους διάβαζε κάτι από τή Φιλοκαλία. Τον θάνατο περίμενε με χαρά. Μετάλαβε και ανεπαύθη ειρηνικά. Επρόκειτο περί ηρωικού μοναχού.
Λίγο πιο κάτω από την ασκητική παλαίστρα τού Γερο Γαβριήλ έμενε ένας άλλος γενναίος αθλητής τού Χριστού, ο Κωνσταντινουπολίτης και πρώην Σταυρονικητιανός προϊστάμενος Γέροντας Φιλάρετος (+1962), ο οποίος προσεποιείτο και τον διά Χριστον σαλό για να ταπεινώνεται. Το άσημο και φτωχό ασκητήριό του θεωρούσε ανάκτορο. Το κελλί του θύμιζε πιο πολύ μνήμα. Είχε αφεθεί πλήρως στα χέρια τού Θεού, μη φροντίζοντας για τα γήινα. Την περιφρόνηση θεωρούσε έπαινο. Για την καθαρότητα τού νου του μόνο νοιαζόταν. Ήταν, κατά τ΄ όνομα του, αληθινός φίλος τής αρετής. Αγαπούσε κι αυτός τή Θεοτόκο πολύ. Δάκρυζε στίς ψαλμωδίες και τους ψάλτες θεωρούσε αγγέλους. Όλη του η ζωή ήταν μια δέηση. Η ευχή είχε γίνει ένα με την αναπνοή του. Εκοιμήθη χαρούμενος, αφού άκουσε από τους Δανιηλαίους το Άξιον Έστι.
Ο Γέροντας Παΐσιος (+1994) στό ωραίο βιβλίο του «Αγιορείτες πατέρες και αγιορείτικα» αναφέρει αρκετές μορφές ησυχαστών, όπως τον παπα Τύχωνα (+1968), πού για «εργόχειρο» του είχε τις μετάνοιες και την ευχή, συγκάτοικους αγγέλους και αγίους και τή δοξολογία αέναη, έως τή μακαρία τελευτή του- τον Γέροντα Ευλόγιο (+1948), μαθητή τού Χατζηγιώργη, πού τηρούσε το αυστηρό τυπικό τής συνεχούς νηστείας και τής αέναης προσευχής κι είχε συχνές δαιμονικές επιθέσεις· τον Γέροντα Κοσμά τον Παντοκρατορινό (+1970), πού συνδύαζε πάντοτε την εργασία με την ευχή, με δάκρυα πότιζε τον κήπο τής μονής και τής ψυχής του- τον Γέροντα Πέτρο (+1958), πού διακρινόταν για την απλότητα και την ευλάβεια του, την αδιάλειπτη προσευχή, πού τού ήταν αυτενέργητη, και πού συχνά άκουγε γλυκιές ψαλμωδίες αγγέλων και τον έλουζε το άκτιστο φως· τον Γέροντα Αυγουστίνο (+1965), πού στα τέλη του η ζωή του ήταν πλημμυρισμένη θεία οράματα, προσευχές κι αέναα δάκρυα και κατά την εκδημία του έλαμψε το πρόσωπο του- και αρκετούς άλλους.
Ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος ζούσε και χαιρόταν τή συνεχή ευλογία τής προσευχής, ασκούμενος ταπεινά και προσευχόμενος πολύωρα και καθημερινά για τις ανάγκες του πονεμένου κόσμου με μεγάλη αγάπη. Έλεγε: «Όταν ο άνθρωπος έχει την πνευματική του υγεία και απομακρύνεται άπό τους ανθρώπους, για να βοηθήσει περισσότερο και τους ανθρώπους με την προσευχή του, τότε όλους τους ανθρώπους τους θεωρεί αγίους και μόνο τον εαυτό του θεωρεί αμαρτωλό». Άλλοτε πάλι έλεγε: «Αν θέλεις να πιάσεις τον Θεό, για να σε ακούσει όταν προσευχηθείς, γύρισε το κουμπί στην ταπείνωσι, γιατί σ’ αυτή τή συχνότητα πάντα εργάζεται ο Θεός και ζήτησε ταπεινά το έλεός του».
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (+1959) αγωνίσθηκε κι έφθασε σε υψηλά μέτρα θεωρίας, μετά μακρά και πολύμοχθη άσκηση. Οι πολύτιμες επιστολές του διασώζουν εύγεστο μέλι τής πνευματικής του κυψέλης: «Αρχή τής πορείας πρός την καθαρά προσευχή, είναι η μάχη πρός τα πάθη. Είναι αδύνατο να γίνει πρόοδος στην ευχή Οσο ενεργούν τα πάθη. Παρ’ όλα αυτά δεν εμποδίζεται η παρουσία τής χάρης τής προσευχής, αρκεί να μήν υπάρχει αμέλεια και κενοδοξία». Άλλου έγραφε: «Όλη τή νύχτα προσεύχομαι και φωνάζω: Κύριε, η σώσε όλους τους αδελφούς, η σβήσε και εμένα. Δέν θέλω τον παράδεισο μόνος»! Αυτή είναι η αληθινή αγάπη τών μοναχών και η μεγαλύτερη ιεραποστολή, κοινωνική προσφορά και φιλανθρωπία.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος (+1993) είναι ο θεολόγος τής προσευχής και ο προσευχόμενος θεολόγος, νηπτικός πατήρ, εξαίσιος άνθρωπος. Μας λέγει- η προσευχή είναι κοινωνία Θεού, διάλογος με τον Θεό, ομολογία τής αδυναμίας μας, επίσκεψη Θεού- η θεοεγκατάλειψη μας ωριμάζει- η σιωπή του Θεού μας φρονηματίζει
και μας κάνει να υπομένουμε και να επιμένουμε, μας μαθαίνει να προσευχόμαστε- συνάντηση Θεού, γνώση Θεού, η αληθινή μετάνοια. Στό περίφημο βιβλίο του «Περί προσευχής» γράφει: «Κατά την επίκλησιν του Ονόματος του Ιησού Χριστού. Κατ΄ εκείνην την ώραν ηναγκάσθην να διακόψω την επίκλησιν του Ονόματος: Η ενέργεια αυτού ήτο καθ’ υπερβολήν ισχυρά. Η ψυχή άνευ λόγων, άνευ σκέψεων, εν τέλει εν τρόμω εκ τής εγγύτητος του Θεού. Τότε διηνοίχθη εις εμέ εν μέρει το μυστήριον τής ιερουργίας».
Ο Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (+1991) παντού όπου κι αν πήγε ήταν με το κομποσχοίνι. Οι πολλοί του λόγοι ήταν μέσα άπό την προσευχή και για την προσευχή: «Όταν είμαστε στη Χάρη τού Θεού, τότε η προσευχή μας γίνεται καθαρή». Άλλοτε έλεγε σ΄ ένα πνευματικοπαίδι του: «Ξέρεις πόσο μεγάλη δωρεά είναι το ότι μας έδωσε ο Θεός το δικαίωμα να του μιλάμε κάθε ώρα και στιγμή και σε οποιαδήποτε θέση κι αν βρισκόμαστε; Εκείνος μας ακούει πάντα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή πού έχουμε». Να, πού μερικές φορές ησυχαστές συναντούμε και στην Αθήνα. Αλλά αυτό είναι το εξαιρετικά σπάνιο.
Ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης (+1998) είναι ο τελευταίος τών γνωστών κοιμηθέντων νεοησυχαστών Αγιορειτών πατέρων. Ασφαλώς και δεν εξαντλήσαμε διόλου τον ιερό αυτό κατάλογο με το παρόν άρθρο. Ο Θεός να βοηθήσει να επανέλθουμε. Ο παπα Εφραίμ με τή βιβλική μορφή του δίδασκε και δίχως να θέλει φανέρωνε τή μυστική του εργασία, τή μεγάλη του αγάπη στον αενάως επικαλούμενο Ιησού. Τα προσφιλή του θέματα ήταν κυρίως περί υπακοής και περί προσευχής. Η μεγαλύτερη μορφή αγάπης πρός τον Θεό και πρός τον πλησίον είναι διά τής προσευχής, έλεγε. Αγωνίσθηκε πολύ κι αξιώθηκε μεγάλων χαρισμάτων. Η ευχή του ας μας συνοδεύει, ώς και όλων τών μνημονευθέντων παραπάνω.
Ο ησυχασμός είναι ανάγκη να μελετηθεί βαθειά σήμερα, πού τάσεις εκκοσμικεύσεως και κοινωνικής υπερδραστηριότητος, άκρατου και απροετοίμαστου ιεραποστολισμού και πληθώρας πρόχειρων παρεμβάσεων στον κόσμο, επηρεάζουν όχι μόνο το σώμα τής αγίας μητέρας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και τον Ανατολικό Ορθόδοξο Μοναχισμό και μάλιστα τον αγιορείτικο. Η παράδοση τών σπλάχνων τού Αγίου Όρους πάντως παραμένει πιστεύουμε, ελπίζουμε και προσευχόμαστε, ανέπαφη και στα κοινόβια και στην έρημο. Καλούμεθα με κάθε κόστος και πολλές θυσίες να διατηρήσουμε τον ησυχαστικό χαρακτήρα τού Αγίου «Ορους, τον οποίο κυρίως έχει ανάγκη ο σύγχρονος κόσμος, παρά άπό οτιδήποτε άλλο, και πού θα τον έχει, θεωρούμε, μεγάλη ανάγκη και τον επόμενο αιώνα πού ανατέλει σε λίγο…
VatopaidiFriend: Έχουμε πληροφορηθεί ότι ο π. Μωϋσής σύντομα θα εκδόσει άν Γεροντικό του Αγίου Όρους στο οποίο θα περιλαμβάνονται περισσότερες πληφορίες τόσο για αυτούς όσο και πολλούς άλλους Γέροντες οι οποίοι έζησαν και κοιμήθηκαν στο Άγιον Όρος κατά τον 20ο αιώνα. Το περιμένουμε
Πηγή: Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», Τεύχος 24, σελ. 57-71
Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Αγίου Όρους
Άγιον Όρος, 1999

Λόγοι Αθωνιτών πατέρων: Λόγος περί της περιεκτικής όλων των αρετών προσευχής




Όταν προσευχόταν ο όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης στεκόταν στην προσευχή ως στύλος ακλόνητος και καθήμενος δεν αισθανόταν καθόλου το σώμα του, σε κατάσταση ψηλή υπάρχων, πλήρης χάριτος και θείου Φωτός.
Στην «Μεταμόρφωση» της ιεράς Σκήτης αγίας Άννας έζησε ο ευλαβέστατος Μαυροβούνιος ιερομόναχος Μηνάς.

Το ημερονύκτιο έκαμε από 1000 έως 3000 γονυκλισίες και 50 έως 100 κομβοσχοίνια. Από την πολλή προσευχή δεν άδειαζε να μιλήσει. Η προσευχή για αυτόν ήταν η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, αλλά είχε και πρακτική ωφέλεια. Τον σκέπασε από την πολυλογία και την κατάκριση.
Ένας ασκητής έστελνε τον υποτακτικό του να πουλήσει το εργόχειρο του στις Καρυές. Εκεί ο υποτακτικό του άκουσε στο Πρωτάτο ωραιότατες ψαλμωδίες, μουσική κ.λ.π.
Μια μέρα λέει στον γεροντά του.
Γέροντα έχω ένα λογισμό. Εμείς εδώ πέρα στην έρημο δεν κάνουμε τίποτα. Να δεις πως εκεί υμνούν τον Θεό. Ψαλμωδίες, πράγματα, χορωδίες.
Εμείς εδώ μόνο κομποσχοίνι, μόνο ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ…
Τον παίρνει ο Γέροντας τότε μια άλλη μέρα και του λέει.
Ας, πάμε παιδί μου να δούμε τι κάνουν αυτοί οι πατέρες. Να κάνουμε κι εμείς το δικό τους τυπικό.
Και όταν πήγαν σκύβει στο αυτί του, μέσα στην εκκλησία και του λέει ψιθυριστά.
Πράγματι τέκνο, εδώ δοξάζουν τον Θεό.
Δεν πρόλαβε να τελείωση και πιάνει δυνατός σεισμός.
Σείστηκαν τα σύμπαντα.
Τότε αμέσως οι ψάλτες άφησαν τα μουσικά βιβλία και τα «τεριρέμ» και άρχισαν να τραβούν κομποσχοίνι, φωνάζοντας «ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΛΕΗΣΟΝ ΗΜΑΣ»!!!!
Γέροντα πάμε να φύγουμε, πάμε στη δουλεία μας, στην ησυχία μας, στο καλύβι μας. Αυτό που κάνουμε εμείς, είναι ανώτερο από τα ψαλτικά.
Διαπίστωσαν πράγματι, ότι καλύτερη προσευχή είναι η προσευχή με το κομποσχοίνι.
Σαράντα χρόνια στην έρημο, όλες τις ακολουθίες τις έκαμα με κομποσχοίνι, διηγείται ο γέρων Χρυσόστομος ο ερημίτης. Την Μ. Τεσσαρακοστή προσπαθούσαμε να έχουμε τον νου μας πάνω στον Εσταυρωμένο. Αλλά πόσο γρήγορα η προσευχή φεύγει. Βία χρειάζεται.
Ο γέρων Δανιήλ στην Νέα Σκήτη έζησε 115 χρόνια. Είχε οξυτάτη όραση. Όταν έκανε κομποσχοίνι πήγαινε ο διάβολος με την μορφή τσακαλιού και του τραβούσε το κομποσχοίνι. Εκείνος, όμως συνέχιζε τον αγώνα του.
Είπε γέρων. Όπως τα καράβια που κινδυνεύουν εκπέμπουν σήμα κινδύνου συνεχώς, έτσι πρέπει να λέει και ο άνθρωπος συνεχώς την ευχή. Κύριε Ιησού Χριστέ Ελεησον με.
Φημολογείται το ακόλουθο γεγονός. Όταν κάποτε ήλθε στο Όρος ο νεοφανείς άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως επισκέφτηκε στην σκήτη της αγίας Άννας σπουδαίο πνευματικό, θεωρητικό και πρακτικό δάσκαλο την νοεράς προσευχης γέροντα, μετα του οποίου συζητούσαν στην καλύβα του και προσευχήθηκαν επί τρία ημερονύκτια!!! Αδιαλείπτως.
Ο ερημίτης π. Χρυσόστομος μας διηγείται. Υπήρχε ένας γεροντάκος, στα καυσοκαλύβια.
Είχε αγγελική φωνή. Λέγεται πως όταν έψαλλε το «Άξιον εστί» άνοιγε τα χέρια του διάπλατα από την μεγάλη αγαλλίαση της καρδιά του και φημολογείται ότι κουνιόντουσαν τα καντήλια. Μια φορά κατέβαινα προς την Αγία Άννα και άκουσα να ψέλνει. Έλεγα, μα τι φωνή είναι αυτή; Άγγελος ψάλει;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α/ Ο ΠΑΤΗΡ ΠΑΙΣΙΟΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ
Β/ ΑΘΩΝΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟ . ΆΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Γ/ ΌΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ.

Λόγοι Οσίων Πατέρων περί σιωπής Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου




Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
Η σιωπή συντροφεύει τις μεγάλες ώρες των αγίων, τις ιερές ώρες της περισυλλογής, της αυτοσυγκέντρωσης, της αυτομεμψίας, της μελέτης, της προσευχής.

Η σιωπή καλύπτει την έρευνα, την αγρυπνία, την ανακάλυψη του σοφού επιστήμονα. Η σιωπή σκεπάζει το μαρτύριο του πονεμένου, του αναγκεμένου, του δυστυχισμένου.

Τις ώρες της σιωπής τελεσιουργούνται τα μεγάλα θαύματα, οι αδιαφήμιστες ηρωικές πράξεις, οι μυστικές προσωπικές επαναστάσεις, η γνωριμία με τον άγνωστο εαυτό μας. Έτσι έχουμε τη σημαντική σιωπή του αγίου, την κορυφαία σιωπή του σοφού, την υπομονετική σιωπή του ήρωα, την ακριβή σιωπή του υπομονετικού κι επίμονου, την ευαγγελική σιωπή του αυτοθυσιαζόμενου.
Κουραστήκαμε από την ακατάσχετη πολυλογία, προχειρολογία και φθηνολογία. Το κόστος τους είναι βαρύ, αλλοιώνουν την ουσία, τα πρώτα, τα σημαντικά, τα καίρια και ιερά. Έχουμε ανάγκη από την ανάπαυση στη χρυσή σιωπή, την πολύτιμη ακοή, τη βιωματικότητα των απαραίτητων λόγων. Χρειάζεται μια αντίσταση στους πρόχειρους κι εύκολους λόγους. Αξίζει να καταλαγιάσουμε, να ησυχάσουμε, να ξαποστάσουμε για ν’ ακούσουμε μέσα στην ησυχία τη χαμηλή φωνή του Θεού, την εναγώνια φωνή της συνειδήσεως μας, τη διδακτική φωνή του ιερού παρελθόντος, για να μετανοήσουμε ειλικρινά.
Η σιωπή φαίνεται να ‘χει μια άγνωστη, μυστική, ισχυρή δύναμη, που δεν αγαπά τη φθορά της επιπόλαιης συζητήσεως, της πρόχειρης κουβέντας, του άστατου ρευστού λόγου. Είναι ελεύθερη, άνετη, ασυμβίβαστη, μακάρια η σιωπή.
Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος παραγγέλει, όχι μόνο στους μοναχούς, ν’ αγαπήσουμε πάνω από όλα τη σιωπή, γιατί αυτή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, της ατελεύτητης, πανευφρόσυνης, ουράνιας βασιλείας. Αν δεν μπορούν να εκφρασθούν πάντοτε τα συναισθήματα με τα ανθρώπινα λόγια πως να περιγραφούν και κατατεθούν οι πνευματικές εμπειρίες;
Ο απόστολος Παύλος γράφει σε ωραιότατη επιστολή του προς τους χριστιανούς της Κορίνθου «ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Αδυνατεί, λέει, να εκφράσει την εμπειρία του με λόγια. Συχνά στα συναξάρια παρατηρούμε οι αγίοι να κρύβουν τις εμπειρίες τους, να σιωπούν, φοβούμενοι μη χάσουν τη χάρη και τη χαρά, την παράκληση και την παραμυθία από τη δημοσίευση και διαφήμιση των υψηλών εμπειριών τους.
Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει: «Μην ανοίγεις το στόμα σου και την καρδιά σου στον καθένα, στους χίλιους κι αν ένας σε καταλάβει». Δεν θέλει ο Άγιος να μας κάνει επιφυλακτικούς, καχύποπτους και κλειστούς, αλλά διακριτικούς. Είναι χαρά ν’ ακούει κανείς τους λόγους των αγίων. Είναι μεγαλύτερη όμως χαρά «να συλλαμβάνεις τα κύματα και την διάσταση, την πρόταση, την έκταση και την έκσταση της σιωπής και της θεολογίας της σιωπής των αγίων» (ιερομ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης).
Αναφέρεται πως είχαν πάει τρεις επισκέπτες στον Μέγα Αντώνιο. Οι δύο τον ρωτούσαν για πολλά και διάφορα πράγματα. Ο τρίτος δεν ρωτούσε τίποτε. Όχι γιατί δεν είχε ανάγκη από νουθεσία ή γιατί αισθανόταν πνευματικά επαρκής και δεν εκτιμούσε τον χαρίεντα λόγο του οσίου, αλλά γιατί διδασκόταν περισσότερο από τη στάση του, τη σιωπή του, την ηρεμία της μορφής του. Όταν τον ρώτησε ο Άγιος «εσύ γιατί δεν με ρωτάς κάτι;», του λέει αυθόρμητα:
«Μου φτάνει μόνο που σε βλέπω άγιε του Θεού». Του ήταν αρκετό, διδακτικό, ωφέλιμο αυτό. Συναισθανόταν τη θεολογία της σιωπής του, που καταφάσκει στο άλγος του κόσμου κι αρνείται τη γοητεία της υπερφίαλης γνώσης.
Η σιωπή μόνη δεν σημαίνει τίποτε. Αξίζει κανείς να σιωπά έχοντας μόνιμη κουβέντα με τον Θεό, έχοντας ταπεινή αίσθηση περί του εαυτού του, έχοντας κι εσωτερική νηνεμία, νηφαλιότητα κι ημερότητα.
O όσιος Αρσένιος προσευχόταν στον Θεό να του φανερώσει πως να σωθεί, κι άκουσε «Φεύγε, σιώπα, ησύχαζε».
Ένας άλλος όσιος λέγει πως η σιωπή και η κρυφή πνευματική εργασία φέρνουν αγιότητα.
Ο αββάς Μωυσής έλεγε χαρακτηριστικά πως ο άνθρωπος που αγαπά τη σιωπή και αποφεύγει τις πολλές κουβέντες μοιάζει με ώριμο σταφύλι γεμάτο γλυκό χυμό, ενώ ο πολυλογάς μοιάζει με αγουρίδα.
Ο μέγας της διακρίσεως πάτηρ,ο αββάς Ποιμήν,λίαν εύστοχα παρατηρεί:
«Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με τα χείλη σωπαίνουν και με τον νου τους φλυαρούν, ενώ άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε από αυτά που λένε δεν είναι περιττό και ανώφελο». Στο εξαίσιο, θαυμάσιο και καταπληκτικό Γεροντικό επίσης αναφέρεται: «Αν αποκτήσεις την αρετή της σιωπής, μην καυχηθείς πως κατόρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλύτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς!».[…]
Τα λόγια δίχως έργα είναι μάταια, φτωχά κι ελέγχουν τον ομιλητή τους. Κατά τον όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τα λόγια είναι τα φύλλα και τα έργα οι καρποί. Τα έργα εικονίζουν την αρετή και τα λόγια θα πρέπει να είναι η σκιά της εικόνας των έργων. Οι Γέροντες παρακαλούσαν τους άλλους να εύχονται υπέρ αυτών, μην κατακριθούν λέγοντας κάτι που πριν δεν ποιούσαν.
Κατά τον αββά Ποιμένα, αυτός που διδάσκει και δεν ποιεί αυτά που λέγει, μοιάζει με κρήνη, που τους άλλους ποτίζει και πλένει και τον εαυτό του δεν μπορεί να καθαρίσει.
Κι αλλού σοφά και ταπεινά συνεχίζει: «Ζητάμε από τους άλλους την τελειότητα και μεις δεν κάνουμε το παραμικρό, αν η ζωή μας δεν έχει σχέση με τα λόγια μας, και τα λόγια μας δεν ανταποκρίνονται στη ζωή μας, μοιάζουμε με ψωμί δίχως αλάτι».
Οι ασκητικοί πατέρες επιμένουν στον ωφέλιμο φραγμό της γλώσσας.
Ο αββάς Άμμωνας αναφέρει πως η καύση της καρδιάς, η πνευματική θερμότητα σβήνει με τον περισπασμό των μάταιων λόγων. Δεν μπορεί κανείς να έχει κατανυκτική και καθαρή προσευχή το βράδυ αν όλη μέρα έχει κουτσομπολέψει όλη την πόλη. Η ματαιολογία διασπά την προσοχή, χαλαρώνει την εγρήγορση, μειώνει την ανάταση, χωλαίνει την ανάπαυση.
Δίδασκε τους άλλους με τη ζωή σου έλεγε ένας Γέροντας κι όχι με τα λόγια σου.
Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος επαναλαμβάνει συχνά πως όποιος θέλει να λέει πολλά, ανοίγει μέτωπα και θα δεχθεί πόλεμο μίσους, όποιος μετρά τα λόγια του θ΄αγαπηθεί σύντομα.
«Πρέπει να δούμε την αιτία απ’ όπου μπαίνει και βγαίνει το αμάρτημα της πολυλογίας. Η πολυλογία είναι θρόνος της ματαιοδοξίας. καθισμένη πάνω της η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτό της. Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, είσοδος στην κατάκριση, οδηγός στην ανοησία, πρόξενος του ψεύδους, διάλυση της πνευματικής ευφορίας της προσευχής. Είναι αυτή που προσκαλεί και δημιουργεί την αδιαφορία για τις αμαρτίες, που εξαφανίζει την προφύλαξη του νου κατά των παθών, ψυχραίνει την πνευματική θερμότητα και σκοτίζει την προσευχή».
Αντίθετα ο μεγάλος όσιος Πατήρ επαινεί την σιωπή λέγοντας: «Η σιωπή που ασκείται μ΄επίγνωση και διάκριση είναι μητέρα της προσευχής, ανάκληση από την αιχμαλωσία των παθών, επιστάτης των λογισμών, σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς, δέσμευση του πνευματικού πένθους για τις αμαρτίες μας, φίλη των καρδιακών δακρύων, που είναι καρποί της προσευχής, καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου, εχθρός του αδιάκριτου θάρρους, σύζυγος της ησυχίας, αντίπαλος της τάσης να κάνεις τον δύσκολο, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβαση».
Η σιωπή λέγει ο Όσιος είναι σύζυγος της ησυχίας. Καλλιεργείται και ανθεί στην ησυχία. Στον 21 ο αιώνα του συνεχούς θορύβου, των πολλών μεριμνών, ταραχών και κινδύνων πολεμείται συστηματικά η ησυχία. Τα λεγόμενα μέσα ενημερώσεως περισσότερο ταράζουν παρά γαληνεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Επέρχεται μια πνευματική σύγχυση, ένας συνεχής διασκορπισμός του νου, ώστε οι δυνάμεις της ψυχής να παραλύουν.Ο Χριστός, το αιώνιο πρότυπο όλων μας, συχνά αποσυρόταν στην ησυχία της ερήμου, δείχνοντας τον δρόμο της ασκήσεως, της περισκέψεως, της περισυλλογής, της σιωπής, της μόνωσης κι όχι της απομόνωσης. Αυτό τον δρόμο αγάπησαν ιδιαίτερα οι ασκητές, αμέριμνοι, απερίσπαστοι, σιωπηλοί, με ακόρεστο τον πόθο της συναντήσεως τους με τον Θεό. […]
Ο άγιος Νείλος ο Ασκητής γνωρίζει καλά τι λέει: « Η άμετρη πολυλογία θα σε λυπήσει και θα οργίσει τους δαίμονες. Η γλώσσα πολλούς κενόδοξους κατέστρεψε».
Οι ασκητές δεν έκλειναν τη θύρα του κελλιού τους αλλά του στόματος τους- και για να φάνε και για να μιλήσουν. Ο τελώνης της παραβολής δικαιώθηκε για τη σιωπηλή προσευχή του, όπως και η αιμορροούσα. Λίγα κανείς να λέει και πολλά να κατανοεί, λέγει πάλι ο άγιος Νείλος ο Ασκητής. Μ’ ένα ποτήρι νερό, μ΄ένα δίλεπτο, μ’ ένα «Κύριε ελέησον» μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος. Δεν χρειάζεται να λέει κανείς συνεχώς πολλά. Έχει να διδάξει πολλά η αγιασμένη σιωπή των μοναχών στον φλύαρο κόσμο. Ο κόσμος δεν κατανοεί τον μοναχισμό. Θεωρεί ότι δεν προσφέρει τίποτε. Δεν πειράζει. Οι μοναχοί μόνο να προσεύχονται. Αυτό φθάνει. Ο κόσμος θα σωθεί κατά το μέγα έλεος του Θεού.
Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφέας της περίφημης Κλίμακος, αποφθεγματικά αναφέρεται στην πολυλογία:
«Πρέπει να δούμε την αιτία απ’ όπου μπαίνει και βγαίνει το αμάρτημα της πολυλογίας. Η πολυλογία είναι θρόνος της ματαιοδοξίας. καθισμένη πάνω της η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτό της. Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, είσοδος στην κατάκριση, οδηγός στην ανοησία, πρόξενος του ψεύδους, διάλυση της πνευματικής ευφορίας της προσευχής. Είναι αυτή που προσκαλεί και δημιουργεί την αδιαφορία για τις αμαρτίες, που εξαφανίζει την προφύλαξη του νου κατά των παθών, ψυχραίνει την πνευματική θερμότητα και σκοτίζει την προσευχή».
Αντίθετα ο μεγάλος όσιος Πατήρ επαινεί την σιωπή λέγοντας: «Η σιωπή που ασκείται μ΄επίγνωση και διάκριση είναι μητέρα της προσευχής, ανάκληση από την αιχμαλωσία των παθών, επιστάτης των λογισμών, σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς, δέσμευση του πνευματικού πένθους για τις αμαρτίες μας, φίλη των καρδιακών δακρύων, που είναι καρποί της προσευχής, καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου, εχθρός του αδιάκριτου θάρρους, σύζυγος της ησυχίας, αντίπαλος της τάσης να κάνεις τον δύσκολο, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβαση».
Η σιωπή λέγει ο Όσιος είναι σύζυγος της ησυχίας. Καλλιεργείται και ανθεί στην ησυχία. Στον 21 ο αιώνα του συνεχούς θορύβου, των πολλών μεριμνών, ταραχών και κινδύνων πολεμείται συστηματικά η ησυχία. Τα λεγόμενα μέσα ενημερώσεως περισσότερο ταράζουν παρά γαληνεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Επέρχεται μια πνευματική σύγχυση, ένας συνεχής διασκορπισμός του νου, ώστε οι δυνάμεις της ψυχής να παραλύουν.Ο Χριστός, το αιώνιο πρότυπο όλων μας, συχνά αποσυρόταν στην ησυχία της ερήμου, δείχνοντας τον δρόμο της ασκήσεως, της περισκέψεως, της περισυλλογής, της σιωπής, της μόνωσης κι όχι της απομόνωσης. Αυτό τον δρόμο αγάπησαν ιδιαίτερα οι ασκητές, αμέριμνοι, απερίσπαστοι, σιωπηλοί, με ακόρεστο τον πόθο της συναντήσεως τους με τον Θεό. […]
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Εύλαλη σιωπή»

«Η ευχή είναι πνευματική υγεία, δύναμη, θεία βοήθεια, ελευθερία»


Μεγάλη η χαρά μας, καθώς συνεχίζουμε την επικοινωνία μας με τον σεπτό καθηγούμενο της Μονής Καρακάλλου Αρχιμανδρίτη π. Φιλόθεο.

– Μ.Μ.: Γέροντα, πότε πυργώθηκε το μοναστήρι σας;

– Αρχιμ. Φ.Κς: Η ακριβής χρονολογία δεν είναι γνωστή. Υπάρχει όμως χρυσόβουλο του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Ρωμανού του Διογένους, στο οποίο μαρτυρείται ότι το μοναστήρι μας προϋπήρχε του ενδεκάτου αιώνος. Ο μεγαλοπρεπής πύργος που βλέπετε οικοδομήθηκε τον ΙΣΤ΄ αιώνα με την δαπάνην ενός Μολδαβού ηγεμόνος.

– Μ.Μ.: Γέροντα, πόσοι πατέρες είσθε εδώ, στο κοινόβιο του Καρακάλλου;

– Αρχιμ. Φ.Κς: Η Μονή Καρακάλλου παρουσίαζε λειψανδρία μέχρι το 1981. Είχαν μείνει τέσσερις πατέρες. Τότε ήλθαμε μία ομάδα από τη Μονή Φιλοθέου εδώ κι επανδρώσαμε το μοναστήρι, καταρχήν οκτώ-δέκα πατέρες. Τώρα η αδελφότης αριθμεί τριανταπέντε πατέρες, δόξα τω Θεώ.

– Μ.Μ.: Το πρόγραμμά σας τη νύκτα ποιαν ώρα ξεκινάει;

– Αρχιμ. Φ.Κς: Αναλόγως αν είναι καλοκαίρι ή χειμώνας. Η 12η ώρα ταυτίζεται με τη δύση του ηλίου. Δύση, το καλοκαίρι, έχουμε κανονικά στις 21.00 περίπου. Οπότε αρχίζουμε κατά τη 01.00 μ.μ. Κάπου δυόμισι ώρες εν τοις κελλίοις και μετά αρχίζει η ακολουθία, στις 03.50 περίπου, όταν είναι καλοκαίρι. Οσο προχωρούμε προς το φθινόπωρον, αλλάζουμε τις ώρες. Κάθε βδομάδα παρακολουθούμε τη δύση του ηλίου κ.ο.κ. Τον χειμώνα προς την άνοιξη, μεγαλώνει η μέρα· το καλοκαίρι προς το φθινόπωρο, μικραίνει η μέρα και μεγαλώνει η νύκτα. Εμείς ακολουθούμε αναλόγως τη δύση του ηλίου...

– Μ.Μ.: Γέροντα, τη νύκτα ο μοναχός στο κελλί του -πριν έλθει στο καθολικό για την κυρίως ακολουθία- τι κάνει από πλευράς προσευχής; Τι περιλαμβάνει η κατά μόνας άσκησις; Ορίζεται -απ’ όσο γνωρίζω- από τον Γέροντα, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του καθενός, τις όποιες δυνατότητες, τις βιολογικές ικανότητες που έχει ο καθένας, τις αντοχές του τις σωματικές, την ωριμότητά του. Τι κάνει; Κάνει κομποσχοίνι; Διαβάζει Ευεργετηνό; Κάνει την παράκληση; Κάνει μετάνοιες; Τι κάνει στο κελλί του ο μοναχός πριν από την ακολουθία;

– Αρχιμ. Φ.Κς: Εκεί έχει μία ποικιλίαν από πνευματικές ενασχολήσεις ο κάθε μοναχός. Οπως είπατε κι εσείς πολύ σωστά, αναλόγως την ωριμότητα και την αντοχή του είναι και η εργασία του. Κυμαίνεται βέβαια από μοναχό σε μοναχό. Αλλοι έχουν περισσότερη δυνατότητα για τη νοερά προσευχή και την περισσότερη ώρα τη διαθέτουν γι’ αυτή την πνευματικήν εργασίαν. Αλλοι συνδυάζουν: Ασχολούνται την ώραν εκείνη και με την προσευχή και με την ανάγνωση πνευματικών και πατερικών βιβλίων και με τον κανόνα τους· αναλόγως, βέβαια, με τις ημέρες. Πολλές φορές ο μοναχός έχει περισσότερη διάθεση για προσευχήν, οπότε δίδεται περισσότερο βάρος εκεί. Αλλες φορές έχει περισσότερη διάθεση για την ανάγνωσιν ή για να προσευχηθεί λ.χ. για διάφορα πρόσωπα που έχουν ανάγκη ή να προσευχηθεί για το σύνολο της κοινωνίας μας· να κάνει προσευχή για τους υποφέροντες από διάφορες παθήσεις, γι’ αυτούς που έχουν διάφορα προβλήματα... Να προσευχηθεί για μεμονωμένα άτομα, να προσευχηθεί για ένα σύνολον ανθρώπων, αναλόγως την παρόρμηση που έχει μέσα του· διατίθεται η ώρα εκείνη αναλόγως και προσεύχεται. Θέλω να πω ότι κάθε βράδυ ο κανόνας κυμαίνεται. Πολλών ειδών τρόπους χρησιμοποιεί την ώραν εκείνην, τη γεμίζει πολύ ευχάριστα μπορώ να πω και είναι προετοιμασμένος όταν έρχεται στην ακολουθία. Η ώρα της ακολουθίας είναι πάλι ώρα πνευματικής εργασίας. Μετά ακολουθεί καθημερινώς η θεία Λειτουργία, πάντοτε εκτός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μάλιστα τελούνται συγχρόνως αρκετές Λειτουργίες σε παρεκκλήσια. Σε πολλές μονές τελούνται και επτά και οκτώ και τέσσερις και τρεις... Δηλαδή ο ένας ιερεύς στο καθολικό και οι άλλοι στα παρεκκλήσια.

– Μ.Μ.: Οι μοναχοί μοιράζονται, Γέροντα, στις Λειτουργίες;

– Αρχιμ. Φ.Κς: Ναι· κυρίως παρακολουθούν στο καθολικόν, επειδή έχουμε πολύ κόσμο και δεν χωρούμε όλοι στα παρεκκλήσια. Κανονικά πρέπει να γίνονται στα παρεκκλήσια οι καθημερινές Λειτουργίες.

– Μ.Μ.: Γέροντα -μια και μιλάτε περί προσευχής- πείτε μας, παρακαλώ, ποια είναι η σημασία της ευχής· είναι λίγες, ελάχιστες λέξεις: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», αλλά συντρίβει κόκαλα, όπως έλεγε ένας Γέροντας. Μαστιγώνει τον διάβολο! Ποια είναι η σημασία της μονολόγιστης ευχής, που τόσο πολύ βοηθεί τον κόσμον, ίσως και χωρίς να το καταλαβαίνει ο κόσμος; Είναι η επίκληση του ονόματος του Κυρίου, που έχει τη βαρύτητα;

– Αρχιμ. Φ.Κς: Μάλιστα· όπως μας λέγει ο θείος Ιωάννης της Κλίμακος, «Ιησού ονόματι, μάστιζε πολεμίους». Αυτό το όνομα έχει πολλή δύναμη. Από τα παλαιότερα χρόνια και ιδιαίτερα στις ημέρες μας -επειδή οι άνθρωποι έχουμε συνήθως θολωμένο νου και δεν μπορούμε να συγκρατούμε πολλά λόγια- αυτή η προσευχή είναι στα μέτρα όλων. Μας την έχει δώσει ο Θεός σαν ένα μεγάλο δώρο, να μπορούμε να τη χρησιμοποιούμε. Εχει τέτοια δύναμη αυτή η προσευχή -αυτά τα λίγα λόγια με το όνομα του Χριστού το παντοδύναμο- που τρέμει ο πονηρός. Η ευχή βοηθά τον άνθρωπο, τον ξεθολώνει από τη ζάλη των λογισμών, τον ελευθερώνει από την πάλη με τον πονηρό. Πρέπει να καταβάλλουμε επίμονη προσπάθεια για να συγκεντρώνουμε τον νου μας στην προσευχήν αυτή. Σιγά σιγά, με την επανάληψή της, αρχίζει να ελευθερώνεται ο νους από την αιχμαλωσία που του δημιουργεί ο πονηρός στους λογισμούς του, που τον μπλέκει με την πανουργία του. Σιγά σιγά ξεθολώνει, αρχίζει να ενθαρρύνεται, μέσα του νιώθει μια παρηγοριά, μιαν αίσθηση χαράς, μιαν αίσθηση ειρήνης, μιαν αίσθηση πίστεως, υπομονής, καρτερίας. Δημιουργούνται μέσα του -με τη χάρη του Θεού- κάποια βιώματα ενθαρρυντικά, καθώς επικαλείται το όνομα του Χριστού. Η χάρη του Θεού αρχίζει να τον παρηγορεί.

– Μ.Μ.: Τον γλυκαίνει...

– Αρχιμ. Φ.Κς: Ναι, σιγά σιγά ελευθερώνεται ο νους, ξαστερώνει! Η ψυχή γεμίζει θάρρος κι ελπίδα. Ξεκαθαρίζει το τοπίο της καρδιάς του προσευχομένου. Ο άνθρωπος αυτός ενδυναμώνεται, χαριτώνεται. Οσο, μάλιστα, περισσότερο εργάζεται την ευχή, γίνεται πιο ελεύθερος, νιώθει καλύτερα τους εμπεριστάτους συνανθρώπους. Είναι φάρμακον η ευχή, δραστικό και σωτήριο! Το συνιστώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Είν’ εξυγιαντικό, θεραπευτικόν... Ο άνθρωπος με την ευχή σιγά σιγά ελευθερώνεται, συν τω χρόνω αποθεραπεύεται. Η ευχή είναι πνευματική υγεία, δύναμη, θεία βοήθεια, ελευθερία, όλα τα καλά!

– Μ.Μ.: Γέροντα, κι αν ακόμη ο νους δεν είναι συγκεντρωμένος -καθώς λέγεται η ευχή- πάλι υπάρχει ευλογία· έτσι δεν είναι;

– Αρχιμ. Φ.Κς: Ακριβώς όπως το είπατε· αν, παρ’ ελπίδα, ο νους δεν είναι συγκεντρωμένος, η συνοπτική αυτή προσευχή έχει την αυτενέργειά της και δυναμώνει τον προσευχόμενον. Ας το δούμε κάπως πρακτικά: Σ’ εμπόλεμη περίοδο, νύκτα, ο σκοπός ακούει από απέναντί του να έρχονται οι εχθροί. Δεν τους βλέπει· όμως, πυροβολώντας προς την πλευρά τους, τους αιφνιδιάζει και τους πανικοβάλλει. Σταματούν, κάπως φοβούνται να προχωρήσουν. Είδατε που υπάρχει αποτέλεσμα, ακόμη και αν τα πυρά δεν βρίσκουν στόχο; Πολύ περισσότερο, βέβαια, όταν πηγαίνουν στον στόχο τους. Για να το μεταφέρουμε στην ορολογία της μονολόγιστης ευχής, εάν κατά την επίκληση του θείου ελέους ο νους είναι απολύτως ευθυγραμμισμένος, τότε τ’ αποτελέσματα είναι άριστα. Αξίζει ο «κόπος» να προσπαθεί ο άνθρωπος να δίνεται ψυχή και σώματι στην προσευχήν αυτήν. Αλλωστε τα καλά κόποις κτώνται και πόνοις κατορθούνται. Μας συνιστούν οι άγιοι Πατέρες να κοπιάζουμε γι’ αυτό· αξίζει πέρα για πέρα... Αλλος δρόμος από την προσευχή δεν υπάρχει. Αυτή μας εξασφαλίζει την επικοινωνία με τον Κύριο και Θεό μας και δι’ αυτής μπαίνουμε καλύτερα στο νόημα της μυστηριακής ζωής.
Βέβαια, εδώ πρέπει να γενικεύσω. Μιλήσαμε για τη μονολόγιστη προσευχή. Ομως όλα τα είδη της προσευχής έχουν την αξία και τη σημασία τους. Από την Κυριακή προσευχή «Πάτερ ημών...» μέχρι τις διάφορες ακολουθίες, το απόδειπνο, την παράκληση και τους χαιρετισμούς της Παναγίας, το μεσονυκτικό, το ψαλτήρι -τόσα και τόσα- υπάρχει μεγάλη ποικιλία και δυνατότητα. Σας πληροφορώ ότι πολλοί μη ρασοφόροι αδελφοί -έγγαμοι, με τις υποχρεώσεις τους κ.λπ.- συναγωνίζονται τους μοναχούς στη νυκτερινή προσευχή! Οπως με πληροφορούν στην εξομολόγηση, αρχίζουν τα μεσάνυκτα κανόνα και κοιμούνται τις πρωινές ώρες! Περίπου όπως οι μοναχοί... Θαυμάζω που υπάρχουν τέτοιοι αγωνισταί στον κόσμο. Οσοι προσεύχονται τη νύκτα βρίσκουν μεγάλην ωφέλεια, διότι τα πονηρά πνεύματα νύκτα κυρίως δουλεύουν και αυτά. Οι μάγοι, οι σατανισταί, νύκτα δρουν. Τότε πρέπει πολύ περισσότερο ν’ αγωνίζεται ο πιστός. Βέβαια, ο πονηρός δεν κάθεται με δεμένα χέρια. Στον αγρυπνούντα προσπαθεί να φέρει υπνηλία, ραθυμία, σκοτισμό του νοός, χίλια δυο εμπόδια. Χρειάζεται μεγάλος αγώνας και πολλή προσπάθεια.

– Μ.Μ.: Αυτό που λέγεται βία στη θεολογική ορολογία, Γέροντα;

– Αρχιμ. Φ.Κς: Βία, ναι, βία! Πολύ σωστά.

Μανώλης Μελινός
Θεολόγος συγγραφέας,
διευθυντής Βιβλιοθήκης της Ι. Συνόδου