Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Προϋποθέσεις γιά νά εἶναι ἀληθής καί γνήσια ἡ προσευχή

 


Δέν θά μποροῦσα ἀρχίζοντας τή σημερινή ἑσπερινή ὁμιλία μου, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά μήν ἀναφέρω, θυμίζοντας σέ ὅλους σας, ὅτι δέν θά ὑπάρξει ποτέ τίποτα πού νά προκαλεῖ περισσότερο δέος, τίποτα πιό σημαντικό ἀπό αὐτή τή συνάντηση πού τολμᾶμε νά ἔχουμε μέ τόν Θεό, αὐτό τό εἶδος τῆς μυστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Δημιουργό μας, πού μᾶς τό προσφέρει ἡ προσευχή. Πρόκειται γιά μιά βασική πτυχή τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Γιατί: «Ἡ προσευχή εἶναι ἐκ φύσεως ἡ κοινωνία καί ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, ἡ μητέρα καί ἡ κόρη τῶν δακρύων, ἡ γέφυρα γιά νά προσπερνοῦν ἔτσι οἱ πειρασμοί, τό προστατευτικό τεῖχος ἀπό τίς θλίψεις, ἡ συντριβή τῆς διαμάχης, ἡ ἐνεργητικότητα, ἡ χωρίς σύνορα πηγή τῶν ἀρετῶν καί τῶν πνευματικῶν δώρων, ἡ ἀόρατη πρόοδος, ἡ τροφή τῆς ψυχῆς, ὁ φωτισμός τοῦ πνεύματος, ἡ ἐκκοπή τῆς ἀπελπισίας, ἡ ἀπόδειξη ἐλπίδας, ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τή λύπη, ὁ πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου» (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).

Εἶναι οὐσιώδης προϋπόθεση τό νά ἔχουμε ἀποδεχθεῖ ὅτι σ’ αὐτή τή συνάντηση θά πρέπει νά θανατωθεῖ μέσα μας ὁ παλαιός Ἀδάμ. Ὅμως, ἐμεῖς εἴμαστε πολύ προσκολλημένοι στόν «παλαιό ἄνθρωπο» καί μᾶς εἶναι πάρα πολύ δύσκολο, ὄχι μόνο στήν ἀρχή ἀλλά καί μετά ἀπό πολλά χρόνια, νά νοιώσουμε ὅτι εἴμαστε τελειωτικά δοσμένοι, ὄχι στόν παλαιό Ἀδάμ, ἀλλά στόν νέο, τόν Χριστό.

Στήν ἀρχή πρέπει νά πιέζουμε τόν ἑαυτό μας νά προσεύχεται. Σύντομα ἡ προσευχή ἀρχίζει νά δίνει παρηγοριά καί αὐτή ἡ παρηγοριά μᾶς ἐξαναγκάζει καί μᾶς ἐνθαρρύνει στό νά βιάζουμε τόν ἑαυτό μας. Ἀλλά πρέπει νά βιάζουμε τόν ἑαυτό μας νά προσεύχεται ἰσόβια καί ἐλάχιστοι εἶναι πραγματικά οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς παρηγοριᾶς τῆς χάριτος δέν χρειάζεται ποτέ νά βιάσουν τόν ἑαυτό τους.

Ἡ προσευχή θά ἔλεγα ὅτι εἶναι μιά περιπέτεια, ἡ ὁποία δέν προκαλεῖ μόνο συγκινήσεις στήν ψυχή, ἀλλά τήν ἐπιφορτίζει μέ νέες εὐθύνες. Ὅσο ζοῦμε σέ πνευματική ἄγνοια, δέν ζητᾶ κανείς τίποτα ἀπό μᾶς. Ὅταν ὅμως ἀρχίζουμε προοδευτικά νά κατανοοῦμε τά πνευματικά πράγματα, εἴμαστε πλέον ὑπόλογοι γιά τό πῶς ἀξιοποιοῦμε αὐτή τή γνώση. Παρόλο ὅτι ἡ πνευματική γνώση εἶναι θεῖο δῶρο, ἐμεῖς εἴμαστε ὑπεύθυνοι ἀκόμα καί γιά τήν παραμικρή ἀλήθεια πού ἔχουμε κατανοήσει. Ἐφόσον αὐτή ἔγινε κτῆμα μας, δέν μποροῦμε νά τήν ἀφήσουμε ἀργή, ἀλλά πρέπει νά τήν ἐντάξουμε στήν καθημερινή ζωή μας. Αὐτό τό νόημα ἔχει καί ἐκεῖνο πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι θά δώσουμε λόγο γιά κάθε εὐαγγελική ἀλήθεια πού ἔχουμε γνωρίσει. Πρέπει νά ζήσουμε τήν περιπέτεια αὐτή τῆς προσευχῆς μέ αἰσθήματα λατρευτικοῦ δέους, μέ ἀπόλυτο σεβασμό. Καί πρέπει νά ἐκφράσουμε καί ἐξωτερικά τά βιώματα αὐτά, ὅσο μποροῦμε πιό τέλεια καί πιό ὁλοκληρωμένα.

Πολύ συχνά στή ζωή μας, ἡ προσευχή δέν παίρνει τήν πρώτη θέση, γιατί τά πονηρά πνεύματα ξέροντας τή δύναμη τῆς προσευχῆς καί τοῦ εὐεργετικοῦ της ἀποτελέσματος προσπαθοῦν μέ ὅλα τά δυνατά μέσα στό νά μᾶς ἀποτρέψουν ἀπό αὐτήν, παρακινῶντας μας νά χρησιμοποιήσουμε τό χρόνο τόν ὁρισμένο γιά προσευχή γιά ἄλλες ἀσχολίες ἤ διαφορετικά προσπαθοῦν νά τήν ἐξουδετερώσουν καί νά τή βεβηλώσουν μέ ἐγκόσμιους περισπασμούς καί ἁμαρτωλή ἀφηρημάδα καί μέ τό νά παρουσιάζουν τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἕνα ἀναρίθμητο σμῆνος γήινων σκέψεων, ἁμαρτωλῶν ὀνειροπολήσεων καί φαντασιώσεων. Ὅμως, τό καθετί ἄλλο πρέπει νά χάνει μπροστά της τή σημασία του καί νά ὑποχωρεῖ δίνοντας τόπο μόνο σ’ αὐτή.

Ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι γιά μᾶς μιά ἀκόμα δουλειά δίπλα σέ τόσες ἄλλες ὑποχρεώσεις. Θέλουμε νά αἰσθανόμαστε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὄχι τόσο γιατί χωρίς Αὐτόν δέν ὑπάρχει ζωή ἤ γιατί εἶναι ἡ ὕψιστη Ἀξία, ἀλλά γιατί θά ἦταν πολύ ὄμορφο, μαζί μέ ὅλες τίς ἄλλες εὐεργεσίες πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, νά μᾶς χαρίζει καί τήν παρουσία Του. Ἡ προσευχή παραμένει πάντα ὁ πιό ὡραῖος δρόμος στήν πορεία τῆς ἐκπληρώσεως τῆς κλήσεώς μας. Καί αὐτή εἶναι τό νά γίνουμε ἄνθρωποι, μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως, πράγμα πού σημαίνει, νά θεωθοῦμε. Καί τελικά, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, νά γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β’ Πέτρ. 1,4).

Ἡ προσευχή, ἑπομένως, πρός τόν Θεό εἶναι γιά μᾶς πολλαπλῶς ὠφέλιμη ὅταν εἶναι ἀληθής καί γνήσια, ὅταν πηγάζει ἀπό εὐσεβῆ διάθεση καί ἀφοσίωση καί γίνεται μέ πλήρη πεποίθηση ὅτι στήν οὐσία της εἶναι συνομιλία μέ τόν Θεό, εἶναι ἕνας διάλογος μαζί Του, ὁ ὁποῖος μᾶς διατηρεῖ σέ διαρκῆ κοινωνία μέ Αὐτόν. Ἀνοίγει τίς πύλες τῶν καρδιῶν μας καί ἀφήνει ἐλεύθερη τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά εἰσέλθει εἰς αὐτές γιά νά φωτίσει, ἐξαγιάσει καί ἐξευγενίσει ὅλον τόν βίο μας. Ἔτσι, ἡ προσευχή καθαρίζει καί εὐτρεπίζει τίς καρδίες μας καί ἀναθερμαίνει τήν ἀγάπη μας πρός τόν οὐράνιο Πατέρα μας, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἀκούει τήν προσευχή μας, ἀλλά καί εὐχαριστεῖται νά ἀπευθυνόμαστε πρός Αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι πρόθυμος, ὡς Πατήρ φιλόστοργος, νά μᾶς παράσχει πάντα τα πρός σωτηρία μας ἀπαραίτητα αἰτήματα.

Ἡ προσευχή πού γίνεται μέ προθυμία εἶναι φῶς τῆς διανοίας, φῶς ἄσβεστο καί ἀδιάκοπο. Γι” αὐτό ὁ πονηρός βάζει στή διάνοιά μας ἀναρίθμητους συρφετούς λογισμῶν, καί ἐκεῖνα πού ποτέ δέν λογισθήκαμε τά μαζεύει τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί τά ρίχνει στήν ψυχή μας. Ἀκόμη, ἡ προσευχή εἶναι μεγάλο ὅπλο, μεγάλη ἀσφάλεια. Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σημειώνει: «νά θυμᾶσαι τόν Θεό περισσότερο ἀπό τό νά ἀναπνέεις». Καί πάλι: «Νά σκέφτεσαι τόν Θεό συνέχεια παρά νά ἀναπνέεις».
«Ἐάν δέν χτυπήσεις μέσω τῆς προσευχῆς τήν πόρτα τοῦ Θεοῦ μέ θερμή διάθεση καί δέν παραμείνεις ἐκεῖ ἀγρυπνῶντας συνεχῶς, δέν θά ἀκούσει ὁ Θεός τήν προσευχή σου», διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος.
Φυσικά καί δέν εὐαρεστεῖται ὁ Θεός ὅταν ξαπλώνουμε νωχελικά σέ μιά πολυθρόνα καί λέμε: «Τώρα βρίσκομαι ἐνώπιόν του Θεοῦ, αἰσθάνομαι τήν παρουσία Του καί Τόν λατρεύω». Πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι, ἄν ὁ Χριστός στεκόταν αὐτή τή στιγμή μπροστά μας, θά συμπεριφερόμασταν διαφορετικά. Καί πρέπει νά μάθουμε νά συμπεριφερόμαστε ἐνώπιον τοῦ ἀοράτου Κυρίου σάν νά ἦταν ὁρατός καί νά Τόν βλέπαμε. Ἄν ὁ Χριστός βρισκόταν μπροστά μας καί τό βλέμμα Του μᾶς διαπερνοῦσε ψυχικά καί σωματικά, θά νιώθαμε σεβασμό, θεῖο δέος, λατρεία ἤ πιθανόν καί κάποιο φόβο. Ὁπωσδήποτε ἡ συμπεριφορά μας δέν θά ἦταν τόσο ἀνέμελη, ὅπως εἶναι τώρα. Ἑπομένως, χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια ἡ ὁποία ἀρχικά συνεπάγεται μιά ὁρισμένη στάση τοῦ νοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βέβαια στή συνέχεια ἀντανακλᾶται καί στό σῶμα. Πρέπει νά γίνεται μέ προσοχή καί ἀνάταση πνευματική. Ἡ προσευχή χρειάζεται τήν ἀδιαχώριστη παρουσία καί συνεργασία τῆς προσοχῆς. Μέ τήν προσοχή ἡ προσευχή γίνεται ἡ ἀναφαίρετη περιουσία τοῦ προσευχομένου προσώπου. Μέ τήν προσοχή φέρνει ἄφθονους καρπούς, πού περιλαμβάνουν φωτισμό τοῦ πνεύματος, συντριβή τῆς καρδιᾶς, ἐγρήγορση τῆς ψυχῆς μέ τή ζωή τοῦ Πνεύματος.

Ἡ ἀναπόσπαστη προσοχή, πού διατηρεῖ τήν προσευχή ἐντελῶς ἐλεύθερη ἀπό περισπασμούς καί ἀπό ἄσχετες σκέψεις καί εἰκόνες εἶναι ἕνα δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δείχνουμε μιά εἰλικρινῆ ἐπιθυμία νά δεχτοῦμε τό δῶρο αὐτῆς τῆς χάριτος -τό ψυχοσωτήριο δῶρο τῆς προσοχῆς- μέ τό νά βιάζουμε τόν ἑαυτό μας νά προσεύχεται πάντα μέ προσοχή. Ἡ τεχνητή προσοχή -ὅπως θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε τή δική μας ἀβοήθητη προσοχή χωρίς τή βοήθεια τῆς χάριτος – περιλαμβάνει τό κλείσιμο τῆς ψυχῆς στά λόγια τῆς προσευχῆς, σύμφωνα μέ τή συμβουλή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Ἄν τό πνεῦμα, λόγω τῆς ἀπειρίας του στήν προσευχή, ξεφύγει ἀπό τό κλείσιμό της στά λόγια, θά πρέπει νά ξαναοδηγηθεῖ πίσω σ’ αὐτό. Ὁ νοῦς στή μεταπτωτική κατάστασή του εἶναι φυσικά ἀσταθής καί ἔχει τάση νά περιπλανιέται παντοῦ. Ἀλλά ὁ Θεός μπορεῖ νά τοῦ δώσει σταθερότητα καί θά τό κάνει αὐτό, ὅταν ὁ ἴδιος ἀποφασίσει σέ ἀντάλλαγμα γιά τήν ἐπιμονή καί τήν ὑπομονή μας στήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς. Κάθε προσευχή, ἄν εἶναι ἐντελῶς ἐξωτερική καί στερεῖται ἐσωτερικῆς ἀνατάσεως πρός τόν Θεό, δέν εἶναι ἄξια τοῦ ὀνόματός της νά λέγεται προσευχή. Γιατί κάθε προσευχή, ὅταν ὁ νοῦς διαχέεται σέ θέματα ἄσχετα μέ αὐτή, ἀπομακρύνει τόν προσευχόμενο ἀπό τόν Θεό μέ τόν ὁποῖο διαλέγεται κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί ἔτσι παύει ἀμέσως νά εἶναι προσευχή.

Ἀλλά καί ἡ προσευχή ἡ ὁποία γίνεται διά τῶν χειλέων, χωρίς τή συμμετοχή τῆς καρδίας εἰς αὐτή, δέν εἶναι κι αὐτή ἀληθινή προσευχή. Ἰδιαίτερα βοηθητικό στό νά διατηρεῖται ἡ προσοχή στή διάρκεια τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἐξαιρετικά ἀργή προφορά τῶν λέξεων τῆς προσευχῆς. Ἄς προφέρονται τά λόγια χωρίς βία, ἔτσι ὥστε ὁ νοῦς νά μπορεῖ νά μείνει κλεισμένος στά λόγια τῆς προσευχῆς καί νά μήν ξεγλιστρήσει ἀπό τό νόημα καμιά λέξη. Ἄς λέγονται οἱ λέξεις μέ δυνατή φωνή ὅταν ἡ προσευχή γίνεται κατά μόνας. Αὐτό, ἐπίσης, βοηθᾶ στό νά διατηρεῖται ἡ προσοχή.

Εἶναι ἰδιαίτερα εὔκολο νά διατηρεῖται ἡ προσοχή στήν προσευχή, ὅταν γίνεται στό ἰδιαίτερο δωμάτιο κάποιου καί ὁ καθένας μας πρέπει νά ἐξαναγκάσει τόν ἑαυτό του σ” αὐτό τό πράγμα. Ὅταν κάποιος προσεύχεται χωρίς προσοχή καί προσήλωση στήν προσευχή, οὐσιαστικά δέν προσεύχεται, ἀλλά ἁπλά βαττολογεῖ, καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση ἰσχύουν τά λόγια πού εἶπε ὁ Θεός, ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο τοῦ Προφήτου Ἠσαΐα: «ὁ λαός οὗτος τῷ στόματι καί τοῖς χείλεσι μέ τιμᾶ, ἡ δέ καρδία αὐτοῦ πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Ἠσ. κθ’ 13). Γιά νά μήν ἀπέχει ἡ καρδία μας μακριά ἀπό τόν Θεό, πρέπει νά ὑπάρχει ἡ πεποίθηση εἰς τήν ἀγαθότητά Του καί ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα στίς ἐπαγγελίες Του. Ἀρετές, οἱ ὁποῖες συνδέονται στενότατα μέ τη γνήσια προσευχή, κατά τήν ὁποία ὀφείλουμε νά ζητᾶμε τά δίκαια αἰτήματά μας. Συνεπῶς, ὁ προσευχόμενος ὀφείλει νά αἰτεῖται «ἐν πίστει διακρινόμενος». Γιατί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προσεύχεται μέ δυσπιστία προσβάλλει τόν Θεό καί δέν πρέπει νά ἐλπίζει ὅτι θά εἰσακουσθεῖ. Ὅταν, λοιπόν, προσευχόμαστε ὅπως πρέπει «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ» (Ἰωάν. ιστ’ 23), δηλαδή ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στή λυτρωτική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε ζωντανή καί θερμή πίστη ὅτι ὁ Θεός θά μᾶς δώσει ὅ,τι χρειάζεται γιά τήν ὑπηρεσία μας καί γιά τή δική μας ὠφέλεια. Αὐτή ἡ ἁγία πίστη καί ἐλπίδα εἶναι τό σκεῦος, τό ὁποῖο ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ γεμίζει ἀπό τούς θησαυρούς τῶν χαρίτων του. Καί ὅσο αὐτό εἶναι μεγαλύτερο καί ἔχει μεγαλύτερη χωρητικότητα, τόσο πλουσιότερα ἡ προσευχή θά μεταστραφεῖ στήν καρδιά μας. Ἀλλά πρέπει νά πηγαίνουμε στήν προσευχή στολισμένοι μέ ἀνάλογα ἔργα γιά τά ζητήματά μας• καί μετά τήν προσευχή νά κοπιάζουμε περισσότερο γιά νά γίνουμε δεκτικοί τῆς χάριτος καί τῆς ἀρετῆς πού ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό. Γιατί διαφορετικά τό νά ζητᾶ κάποιος μία ἀρετή ἀπό τόν Θεό, ἔπειτα νά μή χρησιμοποιεῖ τρόπους καί ἔργα γιά νά γίνει δεκτικός τῆς χάριτος καί τῆς ἀρετῆς πού ζητάει ἀπό Αὐτόν (διότι ἡ ἐξάσκηση τῆς προσευχῆς πρέπει νά συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τόν ἀγῶνα νά νικᾶμε τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά ἀλληλοβοηθοῦνται τό ἕνα ἀκολουθῶντας τό ἄλλο), ἀλλά νά δείχνει ἀδιαφορία, αὐτό σημαίνει ὅτι ἐκπειράζει τόν Θεό καί ὅτι δέν τόν παρακαλεῖ. Γι” αὐτό καί ὁ θεῖος Ἰάκωβος εἶπε: «Πολύ ἰσχύει ἡ δέησις δικαίου ἐνεργουμένη», δηλαδή «Ἡ παράκλησις τοῦ δικαίου ἔχει μεγάλη δύναμη καί ἀποτελεσματικότητα» (Ἰάκ. 5,14).

Καί πῶς εἶναι δυνατόν ὁ ἀναλλοίωτος καί παντοδύναμος Θεός νά σταματήσει ἀπό τό νά μᾶς κάνει μετόχους τῶν χαρίτων του, τή στιγμή πού ὁ ἴδιος μᾶς πρόσταξε νά Τοῦ τίς ζητοῦμε καί ὑποσχέθηκε νά μᾶς δώσει τό πνεῦμα του, ἄν τοῦ τό ζητήσουμε μέ πίστη καί ὑπομονή; Διότι εἶπε: «πόσω μᾶλλον ὁ πατήρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ δώσει πνεῦμα ἀγαθόν τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;», δηλαδή «Πόσο περισσότερο ὁ ἐπουράνιος πατέρας θά δώση Πνεῦμα Ἅγιο σέ ἐκείνους πού τό ζητᾶνε;» (Λουκ. 11,13). Καί πάλι• «καί πάντα ὅσα ἐάν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε», δηλαδή «Ὅλα ὅσα θά ζητήσετε στήν προσευχή μέ πίστη, θά τά λάβετε» (Ματθ. 21,22).

Ἡ πεποίθησή μας, λοιπόν, πρός τόν Χριστό ἀποβαίνει πράγματι ἰσχυρά δύναμις μέσα μας, ὅταν διατελοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του διά τῆς θείας Χάριτος. Τότε μόνο, ἀναζωογονούμενοι διαρκῶς ὑπό τῆς θείας ἀγάπης, δυνάμεθα νά προσευχόμαστε ἄξια καί ἀληθινά, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἐγκαταλείπομε, ἐπίσης, πλήρως τόν ἐαυτόν μας, τήν ὕπαρξή μας, ὅλη τή ζωή μας εἰς τά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ὑποτάσσομε τό θέλημά μας εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αἰσθανόμαστε βαθειά καρδιακή ἔξαρση καί μεγάλη κατάνυξη πού δοκιμάζει κανείς, ὅταν νιώθει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ δίπλα του. Ἡ ὑποταγή τοῦ δικοῦ μας θελήματος στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ σημαίνει σεβασμό πρός τήν ὑπερφυῆ θεία μεγαλειότητα, ἡ ὁποία μᾶς ἐμπνέει τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας καί τῆς μικρότητάς μας ἀπέναντι στόν ἄπειρο Θεό, ἀλλά καί πνεῦμα ταπεινοφροσύνης καί μετάνοιας, τό ὁποῖο εἶναι καί τό γνήσιο κίνητρο γιά προσευχή. Διαφορετικά θά ἦταν ἀδύνατον στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο νά πλησιάσει τήν ἄπειρη Θεία ἁγιότητα καί νά διαλεχθεῖ μετά τοῦ Θεοῦ: «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει». Μόνο στίς συντετριμμένες καί τεταπεινωμένες καρδίες ἀγαπᾷ νά κατοικεῖ ὁ Θεός. Ὅποιος στήν προσευχή του ἀξιώνεται νά αἰσθανθεῖ κατάνυξη —καί ἡ κατάνυξη γεννιέται μόνο ἀπό τήν προσεκτική προσευχή— αὐτός ἐμπειρικά γνωρίζει ὅτι, ἀκριβῶς στίς πολύτιμες κατανυκτικές στιγμές, ἐμφανίζονται στόν νοῦ του ταπεινοί λογισμοί, πού φέρνουν στήν καρδιά τό αἴσθημα τῆς ταπεινώσεως. Κι αὐτό συμβαίνει προπαντός ὅταν ἡ κατάνυξη συνοδεύεται ἀπό δάκρυα. Ὅσο συχνότερα ἐπισκέπτεται ἡ κατάνυξη τόν ἐργάτη τῆς προσευχῆς, τόσο συχνότερα ἐπαναλαμβάνεται στόν νοῦ του καί τόσο βαθύτερα διαποτίζει τήν καρδιά του ἡ μυστική διδασκαλία γιά τήν ταπείνωση. Ἡ διαρκής κατάνυξη κρατάει τήν ψυχή σέ διαρκῆ ταπείνωση, σέ διαρκῆ προσευχητική διάθεση, σέ διαρκῆ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι πατέρες παρατηροῦν ὅτι, σέ ἀντίθεση μέ τήν ὑπερηφάνεια πού σκορπίζει τούς λογισμούς τοῦ ἀνθρώπου σ” ὅλη τήν κτίση, ἡ ταπείνωση τούς συγκεντρώνει στήν ψυχή. Ἀπό τήν ἄκαρπη καί ἐπιπόλαιη θεώρηση ὅλου τοῦ κόσμου ἡ ταπείνωση μᾶς μεταφέρει στήν πολύκαρπη καί βαθιά θεώρηση τοῦ ἐαυτοῦ μας, στή νοερή ἡσυχία, στήν κατάσταση πού ἀπαιτεῖται γιά τήν ἀληθινή προσευχή καί πού ἀποκτᾶται μέ τήν προσεκτική προσευχή.

Πρέπει, λοιπόν, νά πλησιάσουμε στήν προσευχή μέ σταθερή ἀπόφαση ὅτι ἐπιθυμοῦμε μόνο τό θεῖο του θέλημα καί ὄχι τό δικό μας, τόσο στό νά ζητᾶμε ὅσο καί στό νά λαμβάνουμε ἐκεῖνο πού ζητᾶμε• δηλαδή, νά προσευχόμαστε γιατί τό θέλει ὁ Θεός• καί νά ἐπιθυμοῦμε νά μᾶς ὑπακούσει, διότι καί ἐκεῖνος ἔτσι θέλει. Καί μέ συντομία ἡ ἀπόφασή μας νά εἶναι νά ἑνώνομε τή θέλησή μας μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι νά θέλουμε ὁ Θεός νά ὑποχωρήσει στή δική μας τή θέληση. Καί αὐτό γιατί, ὄντας ἡ θέληση μας μολυσμένη ἀπό τή φιλαυτία, πολλές φορές σφάλλει καί δέν ξέρει τί ζητάει, ἐνῷ ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἑνωμένη πάντοτε μέ τήν ἀνέκφραστη ἀγαθότητα καί δέν μπορεῖ ποτέ νά σφάλλει. Ὁπότε αὐτή εἶναι κανόνας καί βασίλισσα ὅλων τῶν ἄλλων θελήσεων καί πρέπει νά τήν ἀκολουθοῦν ὅλες οἱ ἄλλες θελήσεις τῶν λογικῶν κτισμάτων καί νά ὑπακούουν σ’ αὐτήν.

Γι” αὐτό πρέπει νά ζητᾶμε πάντοτε ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στόν Θεό. Ἄν, ὅμως, ἔχουμε καί κάποια ἀμφιβολία γιά κάποιο πράγμα ἀπό αὐτά, ὅτι δέν ἀρέσει στόν Θεό, θά τό ζητήσουμε μέ τήν ἀπόφαση ὅτι τό θέλουμε, ἄν θέλει ὁ Θεός νά τό ἔχουμε. Καί ἐκεῖνα πού γνωρίζουμε ὅτι σίγουρα εἶναι ἀρεστά στόν Θεό (ὅπως εἶναι οἱ ἀρετές) θά τά ζητήσουμε περισσότερο, γιά νά ὑπηρετήσουμε καί νά εὐχαριστήσουμε μόνο Αὐτόν καί γιά κανένα ἄλλο σκοπό καί στόχο, καί ἄν ἀκόμη αὐτός εἶναι πνευματικός. Ὅλα αὐτά, βέβαια, πρέπει νά τά ζητᾶμε μέ ἐπιμονή καί ὑπομονή στήν προσευχή καί χωρίς ἀποθάρρυνση εἰς περίπτωση κατά τήν ὁποία οἱ προσευχές μας δέν εἰσακούονται ἀμέσως. Ἐάν τά αἰτήματά μας εἶναι δίκαια καί πρός τό συμφέρον μας, δικαιούμαστε νά ἐλπίζουμε ὅτι ἐξάπαντος θά ἐκπληρωθοῦν στόν κατάλληλο χρόνο. Γιατί ἡ ταπεινή ὑπομονή νικᾶ τόν ἀνίκητο Θεό καί ἑλκύει τό ἔλεός του. Ἡ συχνή καί ἀνυποχώρητη ὑπομονή τῆς χήρας τοῦ εὐαγγελίου ἔκανε τόν κριτή νά ὑποχωρήσει στά ζητήματά της, καί μάλιστα κριτή πού ἦταν ὅλο ἀδικία καί πονηρία, σύμφωνα μέ τήν εὐαγγελική διήγηση, τήν ὁποία εἶπε ὁ Κύριος ἐπίτηδες, γιά νά μήν ὑποχωροῦμε, ἀλλά νά ἐπιμένουμε στήν προσευχή• «ἔλεγε δέ καί παραβολήν αὐτοῖς πρός τό δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι αὐτούς καί μή ἐκκακεῖν», δηλαδή «τούς ἔλεγε καί παραβολή γιά νά προσεύχονται συνέχεια καί νά μήν ἀποκάμνουν» (Λουκ. 18,1)• ἄν, λοιπόν, ὁ κριτής τῆς ἀδικίας ὑποχώρησε στά ζητήματα τῆς χήρας, πῶς δέν θά ὑποκύψει στίς παρακλήσεις μας ὁ Θεός, πού εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῶν ἀγαθῶν; Ἔτσι, ἄν κάποτε κατά τήν προσευχή σου, ἀργήσει νά σοῦ ἀπαντήσει ὁ Θεός, καί μάλιστα ἄν σου δείξει σημάδια ὅτι δέν σέ εἰσακούει, ἐσύ νά συνεχίσεις νά προσεύχεσαι πάλι, ἔχοντας σταθερή καί ζωντανή τήν ἐλπίδα τῆς βοήθειάς του. Ἐπειδή στόν Θεό δέν λείπουν ποτέ, μᾶλλον ὑπάρχουν σέ περίσσεια, σέ ὑπερβολικό βαθμό, ὅλα ἐκεῖνα πού τόν ἀναγκάζουν νά εὐεργετεῖ τούς ἄλλους. Γι” αὐτό, ἐάν ἡ ἔλλειψη καί ἡ αἰτία δέν προέρχεται ἀπό τόν ἑαυτό σου, νά εἶσαι βέβαιος καί σίγουρος ὅτι θά λάβεις ἐκεῖνο πού θά ζητήσεις• ἐάν ὅμως καί δέν τό λάβεις, διότι δέν εἶναι πρός τό συμφέρον σου, νά γνωρίζεις ὅτι καί τότε πάλι ἔλαβες, ἴσως καί περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο πού ζητοῦσες καί ὅτι ἀπό τήν ἀποτυχία αὐτή, θά ἔχεις μεγαλύτερη ὠφέλεια. Καί ὅσο περισσότερο δέν εἰσακούεσαι, τόσο περισσότερο νά ταπεινώνεσαι μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ• καί ἀναλογιζόμενος τήν ἀναξιότητά σου καί στηριζόμενος πάντοτε πάνω στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, νά αὐξάνεις πάντοτε τό θάρρος σου καί τήν ἐλπίδα σου σ” Αὐτόν. Ἡ ἐλπίδα αὐτή ὅσο περισσότερο πολεμεῖται ἀπό τόν ἐχθρό, τόσο περισσότερο θά εἶναι ἀρεστή στόν Κύριο. Πάνω ἀπό ὅλα νά εὐχαριστεῖς πάντοτε τόν Θεό, ὁμολογῶντας καί ἀναγνωρίζοντάς Τόν ὡς ἀγαθό, σοφό καί ἀγαπητό εὐεργέτη σου, τόσο ὅταν δέν λαμβάνεις μερικά ἀπό ἐκεῖνα πού ζητᾶς, ὅσο καί ὅταν σοῦ δίνεται ὅλο ἐκεῖνο πού ζήτησες, παραμένοντας σέ κάθε σου αἴτημα σταθερός καί χαρούμενος κάτω ἀπό τήν ταπεινή ὑποταγή τῆς θείας του πρόνοιας καί ἀπαλλαγμένος ἀκόμη καί ἀπό τό ἐλάχιστο ἴχνος ἐπιδείξεως. Αὐτό ἰσχύει, κυρίως, γιά τήν ἀτομική προσευχή, ἡ ὁποία ὀφείλει νά γίνεται ὄχι δημοσίᾳ χάριν ἐπιδείξεως, ὅπως ἡ προσευχή τῶν ὑποκριτῶν Φαρισαίων, ἀλλά «ἐν τῷ κρυπτῷ» μεταξύ ἐσοῦ καί τοῦ Πατρός σου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.

Ἐπίσης, ἀδελφοί μου, ἡ προσευχή μας πρέπει νά εἶναι ἀδιάλειπτος, σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσσαλ. ε’ 17). Βέβαια, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός πρέπει νά στέκεται διαρκῶς σέ στάση προσευχῆς καί νά ἀπαγγέλει συνέχεια προσευχές, ὅπως μερικοί ἀσκητές ἑρμήνευαν παλαιότερα τή ρήση αὐτή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Καί τοῦτο γιατί ἀσφαλῶς μπορεῖ κανείς νά προσεύχεται ἀδιαλείπτως ὅλες τίς ὧρες τῆς ἡμέρας μέ πολλούς ἄλλους τρόπους προσευχῆς ἐκτός ἀπ’ αὐτόν κατά τόν ὁποῖο νά ἀπαγγέλει μόνον εἰδικές προσευχές. Ἡ ἐργασία, γιά παράδειγμα, εἶναι ἕνας ἰδιάζων τρόπος προσευχῆς καί ἕνας ἀδιάλειπτος ὕμνος πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ποτέ δέν παύει νά ἐργάζεται (Ἰωάν. ε’ 17). Ἀρκεῖ μόνον ἡ ἐργασία μας νά μήν εἶναι ἀσυμβίβαστος πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά εἶναι καί νά γίνεται πάντα πρός δόξα τοῦ ὀνόματός Του. Ὅταν προσευχόμαστε ἀδιαλείπτως, πρέπει νά ἔχουμε τήν προσοχή μας καί τίς σκέψεις μας διαρκῶς στραμμένες πρός τόν Θεό καί μέ τόν τρόπο αὐτό μελετοῦμε «ἡμέρας καί νυκτός» πῶς νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τόν νόμο Του, ὅπως ἀναφέρει ὁ προφητάναξ Δαβίδ στον Ψαλμό: «ἄλλ” ἤ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τό θέλημα αὐτοῦ, καί ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καί νυκτός» (Ψαλμός α’ 2).

Στήν ἀδιάλειπτη προσευχή πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε ἁπλό τρόπο, σέ περίπτωση πού εἴμαστε ἁπλοί καί δέν μποροῦμε νά μποῦμε στό πραγματικό νόημα τῶν Νηπτικῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Φιλοκαλίας. Διότι δέν βάζουμε, δυστυχῶς, μερικοί ὡς σκοπό τήν ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τή μετάνοια, τήν ταπείνωση, καί νά ἔχουμε τήν ἄσκηση σάν βοηθητικό μέσο γιά τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς μας, γιά νά αἰσθανθοῦμε βαθιά τήν ἁμαρτωλότητά μας καί νά νοιώσουμε καί πολύ τήν ἀνάγκη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί νά λέμε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό» μέ πόνο γλυκό. Ἀλλά, ἀντίθετα, ξεκινᾶμε μέ μιά ξερή ἄσκηση καί ἐπιδιώκουμε τίς θεῖες ἡδονές καί τά φῶτα καί πολλαπλασιάζουμε συνέχεια τά κομποσκοίνια καί αὐτό-ἁγιαζόμαστε μέ τόν λογισμό μας ἀπό τούς μαθηματικούς ὑπολογισμούς τῶν κομποσκοινιῶν μας. Δέν λέω μ’ αὐτό ὅτι δέν χρειάζονται τά κομποσκοίνια ἤ ἡ κλίση τῆς κεφαλῆς καί ἡ ἀναπνοή, ἀκριβῶς ὅπως τά γράφουν οἱ Ἅγιοι Κάλλιστοι καί Γρηγόριοι τῆς Φιλοκαλίας, ἀλλά αὐτά εἶναι βοηθητικά μέσα προσευχῆς καί δέν πρέπει νά νομίζομε ὅτι μόνο μέ αὐτά βρισκόμαστε κοντά στούς Ἁγίους καί νά πιστεύουμε ὅτι ἁγιάσαμε κιόλας. Γι” αὐτό, δέν πρέπει νά ζητᾶμε τίποτε ἄλλο στήν προσευχή μας ἐκτός ἀπό τή μετάνοια, οὔτε φῶτα οὔτε θαύματα οὔτε προφητεῖες οὔτε χαρίσματα καθόλου, παρά μετάνοια. Ἡ μετάνοια θά μᾶς φέρει τήν ταπείνωση, ἡ ταπείνωση θά μᾶς φέρει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Θεός θά μᾶς ἔχει μέσα στήν Χάρη Του ὅ,τι χρειάζεται γιά τή δική μας σωτηρία καί ὅ,τι ἄλλο, σέ περίπτωση πού χρειασθεῖ, γιά νά βοηθήσουμε καί μία ἄλλη ψυχή.

«Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή», λέει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, «καταπολεμάει τήν ὑπερηφάνεια, γιατί εἶναι ὁλοφάνερο πώς ὁ ταπεινός, ὁ εὐλαβής, γνωρίζοντας ὅτι κανένα καλό δέν εἶναι δυνατό νά κατορθώσει ἡ ψυχή χωρίς τή βοήθεια καί τή σκέπη τοῦ Θεοῦ, δέν σταματᾶ νά προσεύχεται ἱκετευτικά στόν Θεό, γιά νά τόν ἐλεήσει. Κι αὐτός πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα στόν Θεό, ὅ,τι κι ἄν ἀξιωθεῖ νά κατορθώσει, ξέρει μέ Ποιοῦ τή δύναμη τό κατόρθωσε. Γι” αὐτό καί δέν μπορεῖ νά ὑπερηφανευτεῖ ἤ νά τό ἀποδώσει στή δική του δύναμη. Στόν Θεό ἀποδίδει κάθε κατόρθωμα, Αὐτόν πάντα εὐχαριστεῖ καί Αὐτόν πάντα παρακαλεῖ, τρέμοντας μήπως χάσει αὐτή τή βοήθεια, ὁπότε θά φανεῖ πόσο ἀσθενικός καί ἀδύναμος εἶναι. Κι ἔτσι μέ τή βοήθεια τῆς ταπεινώσεως προσεύχεται καί μέ τήν προσευχή ταπεινώνεται – καί ὅσο κατορθώνει κάτι, τόσο ταπεινώνεται – καί ὅσο ταπεινώνεται, βοηθεῖται καί προκόβει».

Τά πράγματα εἶναι πολύ ἁπλά, καί δέν ὑπάρχει λόγος νά τά μπλέκουμε. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τήν εὐχή θά τήν αἰσθανθοῦμε ὡς ἀνάγκη καί δέν θά νιώθουμε κούραση καί πολλές φορές ἡ καρδιά μας θά νιώθει γλυκιά ἀγαλλίαση καί εὐχαρίστηση, ὅταν λέει τήν εὐχή, καί ὁ Χριστός θά μᾶς σκορπάει καί Αὐτός τή γλυκεία Του παρηγοριά μέσα στήν καρδιά μας. Ἡ προσευχή φυσικά δέν κουράζει, ἀλλά ξεκουράζει.. Κουράζει μόνο, ὅταν δέν μποῦμε στό νόημά της καί δέν καταλάβουμε τό νόημα τῶν Ἁγίων μας Πατέρων. Ὅταν τήν ἀνάγκη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ τήν καταλάβουμε, χωρίς νά πιέζουμε τόν ἑαυτό μας στήν προσευχή, ἡ ἀνάγκη αὐτή τῆς πείνας θά μᾶς ἀναγκάζει νά ἀνοίγουμε τό στόμα σάν τό μωρό, γιά νά θηλάσουμε, καί θά νιώθουμε παράλληλα καί ὅλη τή σιγουριά σάν τό μωρό στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας, τό ὁποῖο καί ἀγάλλεται συγχρόνως.

Ἐάν θέλουμε πάλι, γιά λεπτή ἐργασία παίρνουμε τά μεγαλύτερα πάθη πού ἔχουμε, μέ τή σειρά, καί ὅποιο σφάλμα τῆς ἡμέρας εἴδαμε, καί ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ταπεινά, γιά νά λυτρωθοῦμε, μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό». Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ξερριζώνονται τά πάθη, ἐνῷ παράλληλα μᾶς μένει καί ἡ καλή συνήθεια τῆς εὐχῆς, χωρίς νά ἐπιδιώκουμε ἐξωτερικά μόνον τή συνήθεια, καί ἔτσι μᾶς δημιουργηθοῦν ψευδαισθήσεις καί πλάνες.

Ὅταν, λοιπόν, κάνει προηγουμένως τό γνώρισμα τοῦ ἐαυτοῦ του κανείς καί συναισθανθεῖ τή μεγάλη του ἁμαρτωλότητα καί τίς μεγάλες Τοῦ Θεοῦ εὐεργεσίες, τότε ἡ καρδιά του ραγίζει, ὅσο γρανιτένια καί ἐάν εἶναι, καί τρέχουν τά πραγματικά δάκρυα μόνα τους, καί δέν πιέζει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του οὔτε στήν προσευχή οὔτε καί γιά νά βγάλει δάκρυα. Διότι ἡ ταπείνωση μέ τό φιλότιμο δουλεύουν στήν καρδιά συνέχεια καί τό χέρι τοῦ Θεοῦ χαϊδεύει συνέχεια τό φιλότιμο παιδί Του πού ἐργάζεται.

Ἡ προσευχή, ἐπίσης, ὅσο κι ἄν εἶναι ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καί κίνηση πνευματική τοῦ ἀνθρώπου, δέν πραγματοποιεῖται χωρίς τό σῶμα του. Στό ἔργο της, στρατεύεται ὁ ὅλος ἄνθρωπος καί μαζί μέ τήν ψυχή συμμετέχει καί συναγωνίζεται καί τό σῶμα. Ἡ γνήσια καί ἀληθινή προσευχή προϋποθέτει τήν κοινή προσπάθεια τόσο τοῦ πνεύματος ὅσο καί τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ προσευχή γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους δέν εἶναι μιά διανοητική ἀκροβασία, ρεμβασμός ἤ ὀνειροπόληση, πράγματα πού εὐνοεῖ ἡ εὐεξία καί ἡ ἀνάπαυση τοῦ σώματος. Ἀντίθετα, σάν κοινωνία καί ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, προϋποθέτει τόν ἐξαγνιστικό κόπο τοῦ σώματος. Ὅ,τι ἐπιδιώκουμε στή χριστιανική μας ζωή δέν ἀποτελεῖ ἀπροϋπόθετη δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ἀπαιτεῖται προκαταβολικά ἡ θερμή ἐκζήτηση ἀπό μέρους μας• ὁ διακαής πόθος νά ἐπιτύχουμε αὐτό πού ἐπιθυμοῦμε.
Καί ὁ πόθος αὐτός μεταποιεῖται σέ κόπο καί ἐπίμονη προσπάθεια. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος ὑπογραμμίζει: «Αὐτός πού ἀγαπᾶ τό σῶμα του (καί γι” αὐτό δέν θέλει νά τό κουράσει μέ τήν ἄσκηση), δέν θά ἐπιτύχει νά λάβει τή χάρη τοῦ Θεοῦ».

Τίποτε δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος χωρίς νά κοπιάσει. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τήν προσευχή.
Κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων: «τίποτε δέν κάνουμε, χωρίς νά συμμετέχει τό σῶμα μας. Βλασφημοῦμε μέ τό στόμα, προσευχόμαστε μέ τό στόμα, πορνεύουμε μέ τό σῶμα, ζοῦμε ἁγνή ζωή μέ τό σῶμα. Ἁρπάζουμε μέ τά χέρια, δίνουμε ἐλεημοσύνες μέ τά χέρια, καί μέ ὅμοιο τρόπο τά ὑπόλοιπα».
Τό σῶμα ἐκφράζει τήν ψυχή. Ὁ λόγος ἑρμηνεύει τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Καί ὁ λόγος τῶν χειλέων μας συχνά ἔρχεται νά διατρανώσει τόν πόθο μας• ἡ προσευχή μας νά γίνει ἀκουστή ἀπό τόν Θεό.
Ὁ λόγος ἑρμηνεύει τά βάθη τῆς προσευχόμενης ψυχῆς. Καί αὐτό γίνεται ὄχι γιατί τό ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός, ἀλλά ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος, πού ἀκόμη καί στό ἔργο τῆς προσευχῆς ἐνεργεῖ σάν ἑνιαία καί ἀδιάσπαστη ὑλικοπνευματική ὀντότητα.
Μέ τήν παραγωγή τοῦ λόγου καί τά ὄργανα πού τήν ὑπηρετοῦν συνδέεται στενά καί ἡ λειτουργία τῆς ἀναπνοῆς. Καί ἡ φυσική αὐτή λειτουργία τίθεται συχνά στήν ὑπηρεσία τῆς προσευχῆς.
Αὐτό φαίνεται ὁλοκάθαρα στήν ἄσκηση τῆς νοερᾶς ἤ καρδιακῆς προσευχῆς, ὅπου ἀναπνοή καί ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καλοῦνται σ’ ἕνα μυστηριώδη συντονισμό. «Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ», διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «νά ἑνωθεῖ μέ τήν ἀναπνοή σου καί τότε θά γνωρίσεις τήν ὠφέλεια τῆς ἡσυχίας». Καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος λέει: «Τόν Χριστό πάντοτε νά ἀναπνέετε καί σέ αὐτόν νά πιστεύετε».

Μέ τήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ ν’ ἀνυψωθεῖ, νά φτάσει στόν οὐρανό γιά νά συναντήσει τόν Θεό καί νά συνομιλήσει μαζί Του. Προσευχή, ὅμως, χωρίς πνευματικό ἀγῶνα, στόν ὁποῖο συναγωνίζονται ψυχή καί σῶμα μαζί, δέν ἐπιτυγχάνεται. Αὐτό φαίνεται ὁλοκάθαρα τόσο στήν Ἁγία Γραφή ὅσο καί στήν πνευματική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Μᾶς τό ἀποκαλύπτει ἀκόμη καί ἡ ζωή τῶν Ἁγίων. Τήν προσπάθειά τους γιά προσευχή συνόδευε πάντοτε καί ἡ ἄσκηση τοῦ σώματος. Ἀναφέρεται στό Γεροντικό πώς κάποτε μερικοί μοναχοί ρώτησαν τόν ἀββᾶ Ἀγάθωνα: «Ποιά ἀρετή, πάτερ, τῆς μοναχικῆς πολιτείας εἶναι πού ἔχει τόν περισσότερο κόπο;». Καί ὁ ἀββᾶς ἀπάντησε: «Συγχωρέστε με, ἀλλά θαρρῶ πώς δέν ὑπάρχει ἄλλος μεγαλύτερος κόπος, ὅπως ὁ κόπος τοῦ νά προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό. Διότι πάντοτε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει νά προσευχηθεῖ, οἱ δαίμονες πού τόν ἐχθρεύονται θέλουν νά τόν ἀνακόψουν, ἐπειδή γνωρίζουν ὅτι ἀπό τίποτε ἄλλο δέν ἐμποδίζονται στό καταχθόνιο ἔργο τους ὅσο ἀπό τήν προσευχή στόν Θεό. Καί κάθε ἀρετή τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς πού θά μποροῦσε νά ἐπιδιώξει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δείξει στήν προσπάθειά του ἐγκαρτέρηση, βρίσκει ἀνάπαυση. Ὅμως, τό ἔργο τῆς προσευχῆς ὡς τήν ἔσχατη ἀναπνοή μας ἀπαιτεῖ ἀγῶνα».

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ προσευχή εἶναι ἔργο ζωῆς• ἡ προσευχή ἀπαιτεῖ ἰσόβιο ἀγῶνα.
Μιά τέτοια γνήσια προσευχή, ἀληθινή κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν ζῶντα Θεό, ἄς εἶναι καί δική μας ἐπιδίωξη.

ΑΜΗΝ!

 Παν. Ἀρχιμανδρίτης
π. Χρυσόστομος Τραϊκάπης

Η ΞΕ­ΧΑ­ΣΜΕ­ΝΗ Α­ΡΕ­ΤΗ Η Υ­ΠΟ­ΜΟ­ΝΗ

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΞΕ­ΧΑ­ΣΜΕ­ΝΗ Α­ΡΕ­ΤΗ

 

Η Υ­ΠΟ­ΜΟ­ΝΗ

 

Ὁ­ρι­σμός

 

Σύμ­φω­να μέ τό Λε­ξι­κό τοῦ Μπαμ­πι­νι­ώ­τη ὑ­πο­μο­νή εἶ­ναι ἡ ψυ­χι­κή δύ­να­μις μέ τήν ὁ­ποί­α ἀ­νέ­χε­ται κα­νείς κά­τι χω­ρίς νά δυ­σα­να­σχε­τῆ ἤ νά βι­ά­ζε­ται ὑ­περ­βο­λι­κά.

Σύμ­φω­να μέ τό Λε­ξι­κό τοῦ Δη­μη­τρά­κου εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­σις καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τοῦ ὑ­πο­μέ­νω.

Καί σύμ­φω­να μέ τό τοῦ Στα­μα­τά­κου Λε­ξι­κό ὑ­πο­μο­νή εἶ­ναι ἡ ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα, ἡ ἀ­νο­χή, ἡ ἀν­το­χή. Προ­έρ­χε­ται δέ ἀ­πό τό ρῆ­μα ὑ­πο­μέ­νω, πού ση­μαί­νει μέ­νω πί­σω, καρ­τε­ρῶ.

Μέ­σα στήν ψυ­χο­λο­γί­α ἡ ὑ­πο­μο­νή συν­δέ­ε­ται μέ τό τρί­το στά­διο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἡ­λι­κί­ας.

 

Στήν παι­δι­κή ἡ­λι­κί­α ὑ­πάρ­χει τό πεῖ­σμα. Στήν ἐ­φη­βι­κή ἡ ἐ­πι­μο­νή καί στό τέ­λος ἡ ὑ­πο­μο­νή.

 

Πεῖ­σμα, ἐ­πι­μο­νή, ὑ­πο­μο­νή. Τρεῖς λέ­ξεις πού γιά πολ­λούς εἶ­ναι σχε­δόν συ­νώ­νυ­μες πα­ρ’ ὅ­τι ἔ­χουν με­γά­λη δι­α­φο­ρά ἡ μί­α ἀ­πό τήν ἄλ­λη. Συμ­βα­δί­ζουν μέ τήν σει­ρά πού ἐ­ξε­λίσ­σε­ται ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἡ­λι­κί­α, χω­ρίς αὐ­τό βέ­βαι­α νά ὑ­πο­νο­εῖ ὅ­τι αὐ­τές θά συμ­βοῦν ὁ­πωσ­δή­πο­τε.

Τό πεῖ­σμα συμ­βα­δί­ζει μέ τήν νη­πια­κή καί τήν παι­δι­κή ἡ­λι­κί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Σκε­φθεῖ­τε το λί­γο καί θά κα­τα­λά­βε­τε αὐ­τό πού ἐν­νο­ῶ. Γιά ἕ­να παι­δί, τό μό­νο ἀ­πό τά τρί­α πού μπο­ροῦ­με νά τοῦ ἀ­πο­δώ­σου­με σάν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, εἶ­ναι τό πεῖ­σμα. Λέ­με, κοί­τα πό­σο πει­σμα­τά­ρι­κο εἶ­ναι. Καί ὅ­πως σ’ ἕ­να πει­σμα­τά­ρι­κο παι­δί δέν μπο­ροῦ­με νά ἐ­ξη­γή­σου­με καί νά με­τα­δώ­σου­με τήν γνώ­ση μας γιά κά­τι ἀν­τί­θε­το ἀ­πό αὐ­τό πού ζη­τά­ει κτυ­πών­τας μα­νι­α­σμέ­να τά πό­δια του στό πά­τω­μα, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς καί στό πεῖ­σμα δέν ὑ­πάρ­χει πε­ρί­πτω­ση νά ἐ­πέμ­βου­με, για­τί τό πεῖ­σμα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ἀ­που­σί­α δι­ά­θε­σης ν’ ἀ­κού­σει ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο ἐ­κτός ἀ­πό τό ναί στήν ἀ­παί­τη­σή του.

Ἡ ἐ­πι­μο­νή εἶ­ναι ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ πεί­σμα­τος, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καί ἡ ἐ­φη­βεί­α εἶ­ναι τό ἑ­πό­με­νο στά­διο στήν πο­ρεί­α τοῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος. Αὐ­τοί πού ἦ­ταν πει­σμα­τά­ρι­κα παι­διά, ἐ­ξε­λί­χθη­καν σέ ἐ­πί­μο­νους. Ἡ ἐ­πι­μο­νή σοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νά συ­νο­μι­λεῖς μα­ζί της. Ἡ ἐ­πι­μο­νή εἶ­ναι ἕ­να καλ­λι­ερ­γη­μέ­νο εὐ­γε­νι­κό πεῖ­σμα πού κρύ­βε­ται μέ­σα στόν φο­ρέ­α του καί πα­ρου­σιά­ζει πρός τά ἔ­ξω μί­α πιό κό­σμια συμ­πε­ρι­φο­ρά. Εἶ­ναι τό ἴ­διο ἄν ὄ­χι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἀ­πό τό πεῖ­σμα, για­τί δέν γί­νε­ται εὔ­κο­λα ἀν­τι­λη­πτή ὅ­πως ἐ­κεῖ­νο. Ἡ ἐ­πι­μο­νή, μπο­ρεῖ κάλ­λι­στα νά γί­νει μέ­σο ἐ­πί­τευ­ξης ἑ­νός σκο­ποῦ, σ’ ἀν­τί­θε­ση μέ τό πείσμα,

Εἶ­ναι πολ­λές οἱ συν­θῆ­κες πού ἀ­παι­τοῦν­ται γιά τήν με­τα­τρο­πή της σ’ ἐρ­γα­λεῖ­ο, χω­ρίς αὐ­τό νά ση­μαί­νει ὅ­τι πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χουν ἐξ ἀρ­χῆς ὅ­λες. Μί­α συν­θή­κη, ἡ σπου­δαι­ό­τε­ρη ἴ­σως, εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­δο­χή. Ὅ­ταν ἡ ἐ­πι­μο­νή κα­τα­φέρ­νει ν’ ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἀ­νο­η­σί­α πού τήν δι­α­κρί­νει, τό­τε ἔ­χει προ­ο­πτι­κές χρη­σι­μό­τη­τας. Ὅ­ταν ἡ ἐ­πι­μο­νή ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται σέ κα­θη­με­ρι­νές πρά­ξεις γιά τήν βελ­τί­ω­ση τοῦ ἴ­διου τοῦ φο­ρέ­α, τό­τε εἶ­ναι ἡ σκά­λα πού θά ὁ­δη­γή­σει στήν ὑ­πο­μο­νή.

Ἡ ὑ­πο­μο­νή. Πό­σο πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη εἶ­ναι αὐ­τή ἡ λέ­ξη. Αὐ­τός πού τήν ἔ­χει θε­ω­ρεῖ­ται με­γα­λο­πρε­πής ἀλ­λά καί ἀ­νό­η­τος. Αὐ­τός πού ἔ­χει κα­τα­φέ­ρει νά ἀ­πο­δέ­χε­ται, για­τί ἡ ὑ­πο­μο­νή ση­μαί­νει ἀ­πο­δο­χή, θε­ω­ρεῖ­ται μοι­ρο­λά­τρης. Λά­θος, με­γά­λο λά­θος. Ἡ ὑ­πο­μο­νή, ἡ ἀ­πο­δο­χή δη­λα­δή, δέν ση­μαί­νει σκύ­βω τό κε­φά­λι, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα τό κρα­τά­ω πιό ψη­λά ἀ­πό τά γε­γο­νό­τα, γιά νά μπο­ρῶ νά τά πα­ρα­τη­ρῶ ἀν­τι­κει­με­νι­κά. Ὑ­πο­μο­νή δέν ση­μαί­νει μοι­ρο­λα­τρί­α. Ὑ­πο­μο­νή δέν ση­μαί­νει δέν θέ­λω, δέν προ­σπα­θῶ, δέν ἔ­χω ὄ­νει­ρα, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα ση­μαί­νει ἀ­γω­νί­ζο­μαι γι’ αὐ­τά. Ἡ ὑ­πο­μο­νή δέν εἶ­ναι βα­σα­νι­στή­ριο ὅ­πως ὑ­πο­νο­εῖ τό σχό­λιο «κοί­τα τόν κα­κο­μοί­ρη πώς τά ὑ­πο­μέ­νει». Ὑ­πο­μο­νή εἶ­ναι μί­α ἐ­ξε­λι­κτι­κή δι­α­δι­κα­σί­α, εἶ­ναι ἕ­να ἐρ­γα­λεῖ­ο ἁ­γνῆς ἀν­τι­λη­πτι­κό­τη­τας, εἶ­ναι ἕ­νας στό­χος πού μέ τήν κα­τά­κτη­σή του γί­νε­ται ἕ­να πο­λύ­τι­μο μέ­σο μά­θη­σης.

 

Ὑ­πο­μο­νή θά πεῖ.­..

 

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν κα­τα­βάλ­λε­σαι.

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν πα­ρα­φέ­ρε­σαι.

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν μεμ­ψι­μοι­ρεῖς.

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν γκρι­νιά­ζεις.

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν γί­νε­σαι ἀν­τι­κοι­νω­νι­κός.

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μήν γί­νε­σαι πρό­βλη­μα στό πε­ρι­βάλ­λον σου.

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά μέ­νεις ὄρ­θιος.

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά χα­μο­γε­λᾶς.

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά δο­ξο­λο­γεῖς.

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά προ­σφέ­ρεις.

Νά πο­νᾶς, ἀλ­λά νά προ­σεύ­χε­σαι.

 

Ἡ δύ­να­μη αὐ­τῆς τῆς ὑ­πο­μο­νῆς ἔ­κα­νε τόν Ἠ­σα­ΐ­α νά συ­νε­χί­σει νά μι­λᾶ γιά τόν Κύ­ριο, πα­ρό­λο πού τόν χτυ­ποῦ­σαν, καί τόν Στέ­φα­νο νά προ­σεύ­χε­ται γιά νά συγ­χω­ρη­θοῦν αὐ­τοί πού τόν λι­θο­βο­λοῦ­σαν.

Εὐ­τυ­χής κι ἐ­κεῖ­νος πού ἀν­τι­με­τώ­πι­σε ὅ­λη τή βί­α τοῦ δι­α­βό­λου ἐ­ξα­σκών­τας κά­θε εἶ­δος ὑ­πο­μο­νῆς! Πα­ρά­δειγ­μα ὁ ἄ­τλας τῆς ὑ­πο­μο­νῆς, πού λέ­γε­ται Ἰ­ώβ.

Οὔ­τε ἡ ἀ­πώ­λεια τῶν βο­δι­ῶν καί τῶν προ­βά­των του, οὔ­τε ὁ θά­να­τος τῶν παι­δι­ῶν του, οὔ­τε οἱ πλη­γές τοῦ σώ­μα­τός του κα­τά­φε­ραν νά τοῦ ἀ­φαι­ρέ­σουν τήν ὑ­πο­μο­νή καί τήν πί­στη πού εἶ­χε ὑ­πο­σχε­θεῖ στόν Κύ­ριο. Μά­ται­α ὁ δι­ά­βο­λος τόν χτύ­πη­σε μέ ὅ­λη του τή δύ­να­μη. Δι­ό­τι, πα­ρ’ ὅ­λα τά βά­σα­νά του, ὄ­χι μό­νο δι­α­τή­ρη­σε τήν εὐ­σέ­βειά του πρός τό Θε­ό, ἀλ­λά ἔ­γι­νε καί πα­ρά­δειγ­μα πρός μαρ­τυ­ρί­α σέ μᾶς, ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα τέ­λειας ὑ­πο­μο­νῆς στό πνεῦ­μα καί στή σάρ­κα, στό νοῦ καί στό σῶ­μα, ὥ­στε κι ἐ­μεῖς νά μήν ἐν­δί­δου­με στήν ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α ὅ­ταν χά­νου­με τήν πε­ρι­ου­σί­α μας, τούς ἀ­γα­πη­μέ­νους μας ἤ τήν ὑ­γεί­α μας. Πό­ση με­γά­λη νί­κη κα­τά τοῦ δι­α­βό­λου πῆ­ρε ὁ Θε­ός στό πρό­σω­πο αὐ­τοῦ του ἥ­ρω­α! Τό λά­βα­ρο τῆς δό­ξας τοῦ Κυ­ρί­ου ὑ­ψω­νό­ταν, ὅ­ταν σέ κά­θε χτύ­πη­μα τοῦ ἐ­χθροῦ δέν ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τό στό­μα του πα­ρά μό­νο εὐ­χα­ρι­στί­α πρός τό Θε­ό, ἐ­νῷ ἐ­πέ­πλητ­τε τή γυ­ναῖ­κα του πού, κου­ρα­σμέ­νη ἀ­πό τίς συμ­φο­ρές, τοῦ πρό­τει­νε δι­ε­στραμ­μέ­νες θε­ρα­πεῖ­ες! Ὁ Θε­ός χα­μο­γε­λοῦ­σε καί ὁ πο­νη­ρός ὑ­πέ­φε­ρε, ὅ­ταν ὁ Ἰ­ώβ μέ καρ­τε­ρί­α καί ἀ­τα­ρα­ξί­α ἔ­ξυ­νε μέ τό ὄ­στρα­κο τό πύ­ον ἀ­πό τή σκου­λη­κι­α­σμέ­νη τοῦ σάρ­κα. Καί τε­λι­κά, ὅ­ταν ὅ­λα τά βέ­λη τοῦ πει­ρά­ζον­τος συν­τρί­φτη­καν ἐ­πά­νω στό θώ­ρα­κα καί στήν ἀ­σπί­δα τῆς ὑ­πο­μο­νῆς του, αὐ­τό τό ὄρ­γα­νο τῆς νί­κης τοῦ Θε­οῦ δέν ἀ­νέ­κτη­σε μό­νο τήν ὑ­γεί­α του, ἀλ­λά καί δι­πλά­σια ἀ­γα­θά ἀ­πό αὐ­τά πού εἶ­χε πρίν.

 

Ἄν κα­τα­θέ­σεις τήν ὑ­πο­μο­νή σου στό Θε­ό, θά στήν ἐ­πι­στρέ­ψει μέ τό­κο. Ἐκ­δι­κεῖ­ται τό κα­κό, ἀ­πο­ζη­μι­ώ­νει τήν ἀ­πώ­λεια, θε­ρα­πεύ­ει τόν πό­νο, ἀ­να­σταί­νει τούς νε­κρούς. Τό με­γα­λύ­τε­ρο προ­νό­μιο τῆς ὑ­πο­μο­νῆς εἶ­ναι πού ὁ Θε­ός γί­νε­ται μι­σθα­πο­δό­της της  για­τί ἡ ὑ­πο­μο­νή τη­ρεῖ ὅ­λα τά δι­α­τάγ­μα­τά Του κι ἐμ­πε­ρι­έ­χε­ται σ’ ὅ­λες τίς ἐν­το­λές Του. Ἡ ὑ­πο­μο­νή ἐ­νι­σχύ­ει τήν πί­στη, ὁ­δη­γεῖ στήν εἰ­ρή­νη, βο­η­θά­ει τήν ἀ­γά­πη, ἑ­δραι­ώ­νει τήν τα­πει­νό­τη­τα, πε­ρι­μέ­νει τή με­τά­νοι­α, σφρα­γί­ζει τήν ὁ­μο­λο­γί­α, ἐ­ξου­σιά­ζει τή σάρ­κα, δι­α­τη­ρεῖ τό πνεῦ­μα, βά­ζει χα­λι­νό στήν γλῶσ­σα, πε­ρι­ο­ρί­ζει τό χέ­ρι, ὑ­περ­νι­κᾶ τόν πει­ρα­σμό, ἀ­πο­μα­κρύ­νει τό σκάν­δα­λο, στε­φα­νώ­νει τό μαρ­τύ­ριο, πα­ρη­γο­ρεῖ τούς φτω­χούς, δι­δά­σκει με­τρι­ο­φρο­σύ­νη τούς πλού­σιους, δέν πι­έ­ζει τόν ἀ­δύ­να­μο, δέν ἐ­ξαν­τλεῖ τό δυ­να­τό. Ἡ ὑ­πο­μο­νή εἶ­ναι ἡ χα­ρά τοῦ πι­στοῦ.. Ἡ ὑ­πο­μο­νή κο­σμεῖ τή γυ­ναῖ­κα, κά­νει ἀ­ρε­στό τόν ἄν­δρα, ἀ­ξι­α­γά­πη­το τό παι­δί, ἀ­ξι­έ­παι­νο τό νέ­ο, καί σε­βα­στό τόν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο. Εἶ­ναι ὡ­ραί­α σέ κά­θε ἄν­θρω­πο, καί σέ κά­θε ἡ­λι­κί­α.

 

 

Ὄ­ψη καί συ­νή­θει­ές της

 

Ἄς δοῦ­με τώ­ρα ἄν γνω­ρί­ζου­με τήν ὄ­ψη της καί τίς συ­νή­θει­ές της. Τό πα­ρου­σι­α­στι­κό της εἶ­ναι ἤ­ρε­μο κι εἰ­ρη­νι­κό. Τό μέ­τω­πό της γα­λή­νιο, χω­ρίς ρυ­τί­δα λύ­πης ἤ θυ­μοῦ, εὐ­χά­ρι­στα χα­λα­ρό. Τό στό­μα της σφρα­γι­σμέ­νο μέ τό τι­μη­μέ­νο ση­μά­δι τῆς σι­ω­πῆς. Τό χρῶ­μα τοῦ προ­σώ­που της δεί­χνει πώς δέν βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πό ἔ­γνοι­ες καί ἐ­νο­χές. Κά­θε­ται στό θρό­νο τοῦ ἤ­ρε­μου κι εὐ­γε­νι­κοῦ Πνεύ­μα­τος πού δέν βρί­σκε­ται στόν ἀ­νε­μο­στρό­βι­λο, οὔ­τε στά σύν­νε­φα τῆς κα­ται­γί­δας, ἀλ­λά στό ἁ­πα­λό ἀ­ε­ρά­κι πού ἔ­νοι­ω­σε ὁ Ἠ­λί­ας τήν τρί­τη φο­ρά. Ἐ­κεῖ πού εἶ­ναι ὁ Θε­ός εἶ­ναι καί τό θε­τό παι­δί Του, δη­λα­δή ἡ Ὑ­πο­μο­νή. Ὅ­ταν ἔρ­χε­ται τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ, ἡ Ὑ­πο­μο­νή πάν­τα τό συ­νο­δεύ­ει. Ἄν δέν τή δε­χτοῦ­με μα­ζί μέ τόν Πα­ρά­κλη­το, ἄ­ρα­γε Ἐ­κεῖ­νος θά μεί­νει μα­ζί μας; Χω­ρίς τή σύν­τρο­φο καί θε­ρά­παι­νά Του, στε­νο­χω­ρεῖ­ται παν­τοῦ καί πάν­τα.

 

Καί πά­λι· Τί εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή;

 

Τί εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή; Βε­βαί­ως ἡ ὑ­πο­μο­νή δέν εἶ­ναι ὅ­πως ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὁ­ρι­σμέ­νοι κά­ποι­α στω­ι­κή ἀ­πά­θεια πού κά­νει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­ναί­σθη­το στίς πα­ρου­σι­α­ζό­με­νες δυ­σκο­λί­ες.

Του­ναν­τί­ον, ὅ­πως τό γνω­ρί­ζου­με ὅ­λοι, πρό­κει­ται γιά τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἐ­κεί­νη δύ­να­μη, ἡ ὁ­ποί­α τόν ἱκα­νώ­νει νά ἔ­χει ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση στίς δυ­σκο­λί­ες, στίς ἀ­σθέ­νει­ες, τή φτώ­χεια, τίς στε­ρή­σεις, τούς θα­νά­τους… Εἶ­ναι δύ­να­μη πού Ἱ­κα­νώ­νει τόν ἄν­θρω­πο νά δεί­χνει ἀ­νο­χή στά ἐ­λατ­τώ­μα­τα καί ἀ­δυ­να­μί­ες, στίς ἀν­τι­δρά­σεις τοῦ ἄλ­λου. Ὁ ἄν­θρω­πος πού εἶ­ναι ὑ­πο­μο­νε­τι­κός δέν βι­ά­ζε­ται, δέν δυ­σα­να­σχε­τεῖ, δέν ἀ­γω­νιᾶ καί δέν ἀν­τι­δρᾶ. Του­ναν­τί­ον, δι­α­θέ­τει ἀν­δρεί­α, ἡ­ρω­ι­σμό, με­γα­λο­ψυ­χί­α. Προ­σόν­τα μέ τά ὁ­ποῖ­α γι­νό­μα­στε ἀν­θε­κτι­κοί καί δυ­να­τοί, νι­κη­τές καί θρι­αμ­βευ­τές στόν ἀ­γῶ­να τῆς ζω­ῆς. Ἐ­άν λά­βει κα­νείς ὑ­π’ ὄ­ψη του ὅ­τι ἐμ­πό­δια καί δυ­σκο­λί­ες ὑ­πάρ­χουν πάν­το­τε στήν ἐκ­πλή­ρω­ση τῶν κα­θη­με­ρι­νῶν κα­θη­κόν­των τῆς ζω­ή μας, ἀλ­λά ἰ­δι­αι­τέ­ρως καί σέ ἔ­κτα­κτα καί κρί­σι­μα πε­ρι­στα­τι­κά, γί­νε­ται φα­νε­ρό πό­σο ἀ­ναγ­καί­α καί ἀ­πα­ραί­τη­τη εἶ­ναι γιά ὅ­λους μας ἡ ἀ­ρε­τή τῆς ὑ­πο­μο­νῆς.

Στά κα­θη­με­ρι­νά κα­θή­κον­τα. Τῶν γο­νέ­ων ἐ­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, τοῦ πα­τέ­ρα καί τῆς  μη­τέ­ρας. Πό­ση ὑ­πο­μο­νή χρει­ά­ζε­ται νά ἔ­χουν οἱ γο­νεῖς γιά τήν ἀ­να­τρο­φή, τήν ἀ­γω­γή τῶν παι­δι­ῶν τους! Πό­ση ἀ­νο­χή ὀ­φεί­λουν νά δι­α­θέ­τουν ἕ­ως ὅ­του τά παι­διά ὡ­ρι­μά­σουν! Ἀλ­λά καί αὐ­τά τά παι­διά, οἱ μα­θη­τές, οἱ φοι­τη­τές, πό­ση ὑ­πο­μο­νή χρει­ά­ζον­ται στίς σπου­δές τους ἤ στήν ἐκ­μά­θη­ση τέ­χνης! Τό ἴ­διο ἀ­πό ὑ­πο­μο­νή ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ὁ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἀ­γω­νι­στής τῆς ζω­ῆς, ὁ ἐρ­γά­της, ὁ ὑ­πάλ­λη­λος, ὁ προ­ϊ­στά­με­νος, ὁ ἰα­τρός, ὁ ἐκ­παι­δευ­τι­κός, ὁ δι­κα­στής, ὁ κλη­ρι­κός. Ὑ­πο­μο­νή στά κα­θη­με­ρι­νά μας ἔρ­γα καί κα­θή­κον­τα, ἀλ­λά καί στά ἔ­κτα­κτα καί ἀ­προσ­δό­κη­τα καί κρί­σι­μα, τά ὁ­ποῖ­α δέ λεί­πουν ἀ­πό τή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί εἶ­ναι αὐ­τά∙ ἀ­σθέ­νει­ες ποι­κί­λες, πολ­λές φο­ρές μα­κρο­χρό­νι­ες καί ὀ­δυ­νη­ρές, κά­πο­τε καί ἀ­νί­α­τες, πέν­θη βα­ρύ­τα­τα, ἀ­πο­τυ­χί­ες δι­ά­φο­ρες, ἀ­νέ­χει­ες… ἤ ἀ­κό­μα καί τῶν παι­δι­ῶν ἡ ἀ­πεί­θεια καί τό πα­ρα­στρά­τη­μα. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος στίς πε­ρι­στά­σεις αὐ­τές δέ δι­α­θέ­τει ὑ­πο­μο­νή, ἀ­γω­νιᾶ, ἀ­να­στα­τώ­νε­ται, γογ­γύ­ζει, συν­τρί­βε­ται… Κα­τά­στα­ση θλι­βε­ρή γιά τήν ὁ­ποί­α ὁ σο­φός της Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἐ­λε­ει­νο­λο­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο καί λέ­ει «οὐ­αί ὑ­μῖν τοῖς ἀ­πο­λω­λε­κό­σι τήν ὑ­πο­μο­νήν» (Σοφ. Σειρ. 2,14). Ἀλ­λοί­μο­νο δη­λα­δή σέ σᾶς, σέ ὅ­σους πά­νω στίς δυ­σκο­λί­ες τῆς ζω­ῆς χά­νε­τε τήν ὑ­πο­μο­νή σας.

Ἡ ἀ­ρε­τή τῆς ὑ­πο­μο­νῆς εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη καί στόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να τοῦ Χρι­στια­νοῦ, στόν πνευ­μα­τι­κό του κα­ταρ­τι­σμό καί ἁ­για­σμό. Πο­θεῖ εἰ­λι­κρι­νῶς τόν ἁ­για­σμό του ὁ πι­στός. Γνω­ρί­ζει ποῦ πρέ­πει νά φτά­σει ὁ «κα­τ’ εἰ­κό­ναν» Θε­οῦ πλα­σθείς ἄν­θρω­πος, νά γί­νει δη­λα­δή ὁ­μοί­ω­μα τοῦ Θε­οῦ. Κα­θώς ὅ­μως βλέ­πει στόν ἑ­αυ­τό του ἐ­λατ­τώ­μα­τα καί κα­κί­ες, πά­θη ἴ­σως ἰ­σχυ­ρά νά τόν βα­σα­νί­ζουν, εἶ­ναι κίν­δυ­νος νά ἀ­πο­γο­η­τευ­τεῖ. Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς χρει­ά­ζε­ται μα­ζί μέ τή θερ­μή πί­στη καί ἡ ὑ­πο­μο­νή. Ἡ συ­νε­χής ἐν ὑ­πο­μο­νῇ προ­σπά­θεια. Ἀ­κρι­βῶς γι’ αὐ­τή τήν ἐν ὑ­πο­μο­νῇ προ­σπά­θεια μᾶς προ­τρέ­πει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος καί λέ­ει «δι’ ὑ­πο­μο­νῆς τρέ­χο­μεν τόν προ­κεί­με­νον ἡ­μῖν ἀ­γῶ­να» (Ἑ­βρ. 12,1). Μέ ὑ­πο­μο­νή νά τρέ­χου­με τόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να πού προ­βάλ­λει ἐμ­πρός μας. Καί ὅ­τι αὐ­τή ἡ ὑ­πο­μο­νή θά ἔ­χει ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν «δο­κι­μήν» (Ρώμ. 5,4). Θά μᾶς κά­νει δη­λα­δή δο­κι­μό­τε­ρους, ἁ­γνό­τε­ρους, ὅ­πως κά­νει ἁ­γνό τό χρυ­σό ἡ φω­τιά. Καί τε­λι­κῶς τῆς ὑ­πο­μο­νῆς τό κέρ­δος θά εἶ­ναι ἡ ἀ­μοι­βή στόν οὐ­ρα­νό. «Ὑ­πο­μο­νῆς ἔ­χε­τε χρεί­αν, ἵ­να τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ ποι­ή­σαν­τες κο­μί­ση­σθε τήν ἐ­παγ­γε­λί­αν» (Ἑ­βρ. 10,36). Σχο­λιά­ζει ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος τό χω­ρί­ο αὐ­τό καί ση­μει­ώ­νει: «Κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο μᾶς πα­ρα­κι­νεῖ ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος, ὅ­πως θά προ­έ­τρε­πε ἕ­ναν ἀ­θλη­τή ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­γω­νι­ζό­με­νος, γιά νά στε­φα­νω­θεῖ δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πο­μεί­νει τόν ἱ­δρῶ­τα καί τή δί­ψα». Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό δέ θά ἀ­πο­κά­μου­με καί δέ θά λι­πο­ψυ­χοῦ­με, ἀλ­λά μέ ὑ­πο­μο­νή θά ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με τίς δυ­σκο­λί­ες τοῦ ἀ­γῶ­να καί μέ ἐ­πι­μο­νή θά ἀν­τι­στε­κό­μα­στε στούς πει­ρα­σμούς πού θά πα­ρου­σι­ά­ζον­ται.

Νο­μί­ζου­με ὅ­τι μέ ὅ­λα αὐ­τά ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται πό­σο σέ ὅ­λες τίς ἐκ­φάν­σεις τῆς ζω­ῆς ἀ­πα­ραί­τη­τη εἶ­ναι ἡ ἀ­ρε­τή τῆς ὑ­πο­μο­νῆς. Ἄλ­λω­στε καί ἡ πεῖ­ρα τοῦ κα­θε­νός, ἀρ­νη­τι­κή ἤ θε­τι­κή τό ἀ­πο­δει­κνύ­ει.

Πρέ­πει ὅ­μως νά ὁ­μο­λο­γή­σου­με ὅ­τι εἶ­ναι καί ἀ­ρε­τή δύ­σκο­λη, ἐ­φό­σον ἔ­χου­με νά πα­λέ­ψου­με ὄ­χι μό­νο μέ τόν πο­νη­ρό καί ἀν­τί­δι­κο δι­ά­βο­λο, ἀλ­λά καί μέ αὐ­τό τόν βι­α­στι­κό καί ἀ­νυ­πό­μο­νο καί ἀ­δύ­να­το ἑ­αυ­τό μας. Ἄς τή ζη­τή­σου­με ὅ­μως ἀ­πό τόν Κύ­ριο. Ἐ­κεῖ­νος νά μᾶς τή χα­ρί­σει ὡς δι­κό του θε­ϊ­κό δώ­ρη­μα. Ἐ­κεῖ­νος ἄλ­λω­στε τήν ἔ­δει­ξε στή ζω­ή του. Ὑ­πέ­μει­νε τίς κα­κί­ες καί τούς φθό­νους, τίς πο­νη­ρί­ες καί τίς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί τίς ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν Μα­θη­τῶν Του. Ἡ ὑ­πο­μο­νή του ἔ­φτα­σε μέ­χρι θυ­σί­ας τοῦ Ἑ­αυ­τοῦ του ὑ­πέρ ἐ­κεί­νων οἱ ὁ­ποῖ­οι Τόν συ­κο­φάν­τη­σαν καί Τόν σταύ­ρω­σαν.  Ἐ­κεῖ­νος τήν ὑ­πέ­δει­ξε καί σέ μᾶς ὡς ἀ­ρε­τή ἀ­πα­ραί­τη­τη γιά τή σω­τη­ρί­α μας, ὅ­ταν ἔ­λε­γε: «ὁ ὑ­πο­μεί­νας εἰς τέ­λος (=μέ­χρι τέ­λους), οὗ­τος σω­θή­σε­ται» (Μάτθ. 10,22).

Μί­α ὡ­ραί­α σχε­τι­κή πε­ρι­κο­πή ἔ­χει ὁ Ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος: «Κα­μί­α ἀ­ρε­τή δέ μπο­ρεῖ νά πα­ρα­βλη­θεῖ μέ τήν ὑ­πο­μο­νή. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ βα­σί­λισ­σα τῶν ἀ­ρε­τῶν, τό θε­μέ­λιο τῶν ἀν­δρα­γα­θη­μά­των, δη­λα­δή τῶν γεν­ναί­ων πρά­ξε­ων, τό ἀ­κύ­μαν­το λι­μά­νι, ἡ εἰ­ρή­νη στόν και­ρό τοῦ πο­λέ­μου, ἡ γα­λή­νη μέ­σα στήν τρι­κυ­μί­α, ἡ ἀ­σφά­λεια στά κα­κό­βου­λα σχέ­δια τῶν ἐ­χθρῶν». Καί τά ἔ­γρα­φε αὐ­τά ὁ ἱ­ε­ρός Πα­τήρ ἐ­ξ αἰ­τί­ας προ­σω­πι­κῆς του πεί­ρας, μά­λι­στα δέ κα­τά τήν μα­κρά καί ἐ­πώ­δυ­νο πε­ρί­ο­δο τῆς ἐ­ξο­ρί­ας του.

 

Ἀ­να­φέ­ρει σχε­τι­κά πά­λι ἕ­νας σύγ­χρο­νος Ἱ­ε­ράρ­χης:

 Πρῶ­τον.Ἡ ὑ­πο­μο­νή εἶ­ναι:

ἡ πυ­ρη­νι­κή δύ­να­μη γιά τήν πνευ­μα­τι­κή μας ζω­ή,

ἡ θω­ρά­κι­σή μας στά δί­σε­κτα χρό­νια καί στούς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κούς και­ρούς τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας πού ζοῦ­με,

ἡ συ­νι­στα­μέ­νη ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν. Τήν συν­θέ­τει ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί ἡ τα­πεί­νω­ση.

Τήν ὀ­νό­μα­σαν:

δύ­να­μη τῆς ψυ­χῆς,

κλει­δί, πού ἀ­νοί­γει ὅ­λες τίς πόρ­τες,

στό­λι­σμα γεν­ναί­ων ψυ­χῶν καί

βρά­χο, πά­νω στόν ὁ­ποῖ­ο συν­τρί­βον­ται ὅ­λοι οἱ πει­ρα­σμοί.

Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῆς Κλί­μα­κος τήν χα­ρα­κτη­ρί­ζει «ἀσπίδα», πού αὐ­τόν πού τόν βα­στά­ζει τόν κά­νει ἄ­τρω­το. Ὁ Ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος τῆς πλέ­κει τό ἐγ­κώ­μιο, ὅ­πως εἴ­δα­με προ­η­γου­μέ­νως.

Δεύ­τε­ρον. Μᾶς χρει­ά­ζε­ται ἡ ὑ­πο­μο­νή καί μά­λι­στα αὐ­τή πού γί­νε­ται μέ χα­ρά, πού ἔ­χει βά­θος καί φτά­νει μέ­χρι τό τέ­λος, διότι «ὁ ὑ­πο­μεί­νας εἰς τέ­λος οὗ­τος σω­θή­σε­ται».

Μᾶς χρει­ά­ζε­ται γιά τίς θλί­ψεις καί τίς δο­κι­μα­σί­ες τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς, ὅ­σες μᾶς ἐ­πι­φυ­λάσ­σει ἡ πρό­νοι­α καί ἡ ἀ­γα­θό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ. Ὁ πό­νος, πού μᾶς συν­τρο­φεύ­ει, γί­νε­ται διά τῆς ὑ­πο­μο­νῆς μέ­σον ἁ­γι­α­στι­κό. Ὁ σκό­λο­πας τῆς σάρ­κας ἤ τῆς ψυ­χῆς πού μᾶς βα­σα­νί­ζει, γί­νε­ται διά τῆς ὑ­πο­μο­νῆς πο­λύ­τι­μος μαρ­γα­ρί­της, πού στο­λί­ζει τόν χα­ρα­κτῆ­ρα μας καί ἀρ­γό­τε­ρα τό στε­φά­νι τό ἁ­μα­ράν­τι­νο στή Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ἕ­νας πε­ρί­φη­μος για­τρός τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ ἔ­γρα­φε «εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή ἡ ὡ­ραι­ό­τα­τη ἀ­πο­κά­λυ­ψη τῆς ψυ­χῆς πού κλεί­νει δύ­να­μη ἱ­κα­νή νά θε­ρα­πεύ­σει τό σῶ­μα».

Τρί­τον. Μᾶς χρει­ά­ζε­ται ἡ ὑ­πο­μο­νή γιά νά πλου­τί­σου­με μέ καρ­πούς πνευ­ματι­κούς καί νά στο­λι­στοῦ­με μέ ἀ­ρε­τές,

γιά νά γί­νου­με ἔγ­καρ­ποι, κα­τά τό Μέ­γα Βα­σί­λει­ο,

γιά νά καλ­λι­ερ­γη­θεῖ τό γε­ώρ­γιον τῆς ψυ­χῆς,

γιά νά αὐ­ξη­θεῖ ὁ μι­σθός τῶν ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων, ὥ­στε νά ἔ­χου­με θαυ­μα­στά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα πολ­λῆς καί κα­λῆς πνευ­μα­τι­κῆς καρ­πο­φο­ρί­ας στήν κοι­νω­νί­α, στήν οἰ­κο­γέ­νεια, στήν ἐρ­γα­σί­α, στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Πρό­τυ­πο στή δι­κή μας πο­ρεί­α ὁ Χρι­στός καί ὁ σω­τή­ριος λό­γος Του: «Καρ­πο­φο­ροῦ­σιν ἐν ὑ­πο­μο­νῇ».

Βα­κτη­ρί­α μας καί ὑ­πο­στη­ριγ­μός μας ὁ Σταυ­ρός τοῦ Χρι­στοῦ, τά πα­θή­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ καί ἡ ὑ­πο­μο­νή τοῦ Χρι­στοῦ.

Πα­ρα­μυ­θί­α μας οἱ Ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι καί οἱ Μάρ­τυ­ρες, οἱ Ὅ­σιοι καί οἱ Δί­και­οι, αὐ­τοί πού ἔ­ζη­σαν καί ζοῦν καί σή­με­ρα μέ­σα στήν ἀ­φά­νεια, ἀλ­λά συγ­χρό­νως καί στήν ἐ­πι­φά­νεια τῶν τέ­κνων τοῦ Θε­οῦ, πού δο­κι­μά­στη­καν καί δο­κι­μά­ζον­ται, πού ὑ­πέ­μει­ναν καί ὑ­πο­μέ­νουν «ὡς χρυ­σός ἐν χω­νευ­τη­ρί­ῳ».

Φάρ­μα­κο στήν ἀ­σθέ­νεια τῆς ἐ­πο­χῆς μας, στό πνεῦ­μα τῆς βι­α­σύ­νης, στήν ὑ­παρ­ξια­κή ἀ­γω­νί­α καί στήν ἀ­πει­λή τοῦ ἄγ­χους, ἀ­πο­τε­λοῦν τά λό­για τῆς Ὁ­σί­ας Σο­φί­ας ἀ­πό τό Μο­να­στῆ­ρι τῆς Κλει­σού­ρας: «Πολ­λά ὑ­πο­μο­νήν, πολ­λά ὑ­πο­μο­νήν». 

 

Ἐ­άν ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή, τό­τε τό ἀν­τί­θε­το τῆς ὑ­πο­μο­νῆς ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α τί εἶ­ναι; Εἶ­ναι:

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α εἶ­ναι τό ἆγ­χος τοῦ ἐ­γω­ϊ­σμοῦ ἤ ἡ κραυ­γή τοῦ πει­να­σμέ­νου στο­μα­χιοῦ του.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α εἶ­ναι καρ­πός ὑ­παρ­ξια­κῆς ἀ­να­σφά­λειας καί μαρ­τυ­ρί­α δαι­μο­νι­κῆς ἀ­να­μί­ξε­ως στίς ὑ­πο­θέ­σεις μας.

— Ἡ ἀ­στο­χί­α καί ἀ­πο­τυ­χί­α στά με­γά­λα θέ­μα­τα τῆς ζω­ῆς μας.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α εἶ­ναι ἐ­χθρός τῆς εἰ­ρή­νης καί σύμ­βου­λος τῆς ἐγ­κλη­μα­τι­κό­τη­τος.

— Δει­λί­α πού πολ­λά­κις πα­ρου­σι­ά­ζε­ται μέ ἔν­δυ­μα γεν­ναι­ό­τη­τος.

— Εἶ­ναι ὑ­παρ­ξια­κή ἄρ­νη­σις τοῦ Σταυ­ροῦ, πρό­δρο­μος τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας.

— Πρό­δρο­μος τοῦ θυ­μοῦ καί συ­νο­δός μας στήν κό­λα­σι.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α γεν­νᾶ στεῖ­ρα δά­κρυ­α, ἀ­δι­α­κρι­σί­α καί πνευ­μα­τι­κή τυ­φλό­τη­τα.

— Μι­κρή ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α κη­λι­δώ­νει τίς με­γά­λες ἀ­ρε­τές καί με­γά­λη τίς σκο­τώ­νει.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α μοι­ά­ζει μέ ὑ­στε­ρι­κή καί ἄ­τε­κνη γυ­ναῖ­κα, ἐ­νῶ ἡ ὑ­πο­μο­νή μοι­ά­ζει μέ χα­ρι­τω­μέ­νη καί πο­λύ­τε­κνη μη­τέ­ρα.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α μοι­ά­ζει μέ το­ύς πο­λύ­γλωσ­σους ἀ­πα­τε­ῶ­νες τῆς σύγ­χρο­νης κοι­νω­νί­ας· πό­τε ὁ­μι­λεῖ μέ ψε­ύ­δη καί προ­φά­σεις, πό­τε μέ κο­λα­κεῖ­ες ἤ ἀ­πει­λές, πό­τε μέ ὕ­βρεις καί συ­κο­φαν­τί­ες, πό­τε μέ νο­ση­ρο­ύς συ­ναι­σθη­μα­τι­σμο­ύς καί ὑ­στε­ρι­κό­τη­τες, πό­τε μέ δι­α­πλη­κτι­σμο­ύς καί ἐγ­κλη­μα­τι­κό­τη­τες.

— Ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α εἶ­ναι ἡ πόρ­τα ἀ­πό τήν ὁ­πο­ί­α ὑ­πο­χρε­ώ­νου­με τόν Κύ­ριο νά φύ­γει ἀ­πό τή ζωή μας.

 

Χα­ρι­τώ­νει τόν ἄν­θρω­πο καί σώ­ζει τήν οἰ­κο­γέ­νεια

 

Ἡ ὑ­πο­μο­νή μᾶς λέ­ει ὁ γνω­στός σέ ὅ­λους μας Γέ­ρο Πα­ΐ­σιος χα­ρι­τώ­νει τόν ἄν­θρω­πο. Καί ἀ­να­φέ­ρει ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα.

Τόν ρώ­τη­σε μί­α ἀ­δελ­φή στό Μο­να­στῆ­ρι τῆς Σου­ρω­τῆς:

- Γέ­ρον­τα, πῶς μπο­ρεῖς νά ἀν­τι­με­τω­πί­σεις τόν ἄλ­λον, ὅ­ταν εἶ­ναι νευ­ρι­α­σμέ­νος;

- Μέ τήν ὑ­πο­μο­νή!

- Καί ἄν δέν ἔ­χεις;

- Νά πᾶς νά ἀ­γο­ρά­σεις! Που­λᾶ­νε στά σοῦ­περ - μάρ­κετ!… Κοί­τα­ξε, ὅ­ταν ὁ ἄλ­λος εἶ­ναι μπου­ρι­νι­α­σμέ­νος, ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖς, δέν γί­νε­ται τί­πο­τε. Κα­λύ­τε­ρα ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή νά σι­ω­πή­σεις καί νά λές τήν εὐ­χή. Μέ τήν εὐ­χή θά καλ­μά­ρει ὁ ἄλ­λος, θά ἠ­ρε­μή­σει καί θά μπο­ρέ­σεις με­τά νά συ­νεν­νο­η­θεῖς μα­ζί του. Βλέ­πεις, καί οἱ ψα­ρά­δες δέν πᾶ­νε νά ψα­ρέ­ψουν, ἄν δέν ἔ­χει μπου­νά­τσα· κά­νουν ὑ­πο­μο­νή, ὥ­σπου νά κα­λω­συ­νέ­ψει ὁ και­ρός.

- Ποῦ ὀ­φεί­λε­ται, Γέ­ρον­τα, ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α τῶν ἀν­θρώ­πων;

- Στήν πολ­λή… ἐ­σω­τε­ρι­κή τους εἰ­ρή­νη! Ὁ Θε­ός τήν σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων τήν κρέ­μα­σε στήν ὑ­πο­μο­νή. Γι’ αὐ­τό δί­νει δυ­σκο­λί­ες, δι­ά­φο­ρες δο­κι­μα­σί­ες, γιά νά ἀ­σκη­θοῦν στήν ὑ­πο­μο­νή οἱ ἄν­θρω­ποι.

Ἡ ὑ­πο­μο­νή ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη. Γιά νά ὑ­πο­μεί­νεις τόν ἄλ­λον, πρέ­πει νά τόν πο­νέ­σεις. Καί βλέ­πω πώς μέ τήν ὑ­πο­μο­νή σῴ­ζε­ται ἡ οἰ­κο­γέ­νεια. Εἶ­δα θη­ρί­α νά γί­νον­ται ἀρ­νιά. Μέ τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν Θε­ό τά πράγ­μα­τα ἐ­ξε­λίσ­σον­ται ὁ­μα­λά καί πνευ­μα­τι­κά. Μί­α φο­ρά, ὅ­ταν ἤ­μουν στήν Μο­νή Στο­μί­ου, εἶ­χα δεῖ στήν Κό­νι­τσα μί­α γυ­ναῖ­κα πού ἔ­λαμ­πε τό πρό­σω­πό της. Ἦ­ταν μη­τέ­ρα πέν­τε παι­δι­ῶν. Με­τά θυ­μή­θη­κα ποι­ά ἦ­ταν. Ὁ ἄν­δρας της ἦ­ταν μα­ραγ­κός καί ἔ­παιρ­νε πολ­λές φο­ρές δου­λει­ές μα­ζί μέ τόν μά­στο­ρά μου. Μί­α κου­βέν­τα τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ νοι­κο­κυ­ραῖ­οι, , γι­νό­ταν θη­ρί­ο. «Ἐ­μέ­να θά μοῦ κά­νεις τόν δά­σκα­λο;­», τούς ἔ­λε­γε. Ἔ­σπα­ζε τά ἐρ­γα­λεῖ­α του, τά πε­τοῦ­σε καί ἔ­φευ­γε. Ἀ­φοῦ πα­ρα­τοῦ­σε τήν δου­λειά του καί τά ἔ­σπα­ζε ὅ­λα σέ ξέ­να σπί­τια, κα­τα­λα­βαί­νεις στό σπί­τι του τί ἔ­κα­νε! Αὐ­τή λοι­πόν ἦ­ταν τοῦ μα­στρο-Γιά­ννη γυ­ναῖ­κα. Μέ αὐ­τόν τόν ἄν­θρω­πο δέν μπο­ροῦ­σες μί­α μέ­ρα νά κα­θί­σεις, καί αὐ­τή χρό­νια ζοῦ­σε μα­ζί του. Κά­θε μέ­ρα περ­νοῦ­σε μαρ­τύ­ριο, καί ὅ­μως ὅ­λα τά ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε μέ πολ­λή κα­λο­σύ­νη καί ἔ­κα­νε ὑ­πο­μο­νή. Ἐ­πει­δή ἤ­ξε­ρα τήν κα­τά­στα­ση στό σπί­τι, ὅ­ταν τήν συ­ναν­τοῦ­σα, τήν ρω­τοῦ­σα: «Τί κά­νει ὁ κύρ-Γιά­ννης; Δου­λεύ­ει;­». «Ἔ, πό­τε δου­λεύ­ει, πό­τε κά­θε­ται λι­γά­κι!­». «Πῶς τά περ­νᾶ­τε;­». «Πο­λύ κα­λά, Πά­τερ!­», μοῦ ἔ­λε­γε. Καί τό ἔ­λε­γε μέ τήν καρ­διά της. Δέν ὑ­πο­λό­γι­ζε πού ἔ­σπα­ζε τά ἐρ­γα­λεῖ­α του -καί ἀ­ξί­ας ἐρ­γα­λεῖ­α- οὔ­τε πού ἀ­ναγ­κα­ζό­ταν ἡ κα­η­μέ­νη νά ξε­νο­δου­λεύ­ει, γιά νά τά βγά­λουν πέ­ρα. Βλέ­πε­τε μέ πό­ση ὑ­πο­μο­νή, καί μέ πό­ση ἀρ­χον­τιά τά ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε ὅ­λα! Οὔ­τε τόν κα­τη­γο­ροῦ­σε κα­θό­λου! Γι’ αὐ­τό ὁ Θε­ός τήν χα­ρί­τω­σε καί ἔ­λαμ­πε τό πρό­σω­πό της.

 

Μέ τήν ὑ­πο­μο­νή σῴ­ζε­ται ἡ οἰ­κο­γέ­νεια.

- Τί κά­νει ἡ ἀ­δελ­φή σου; Πῶς τά πά­ει μέ τόν σύ­ζυ­γό της;

- Γέ­ρον­τα, μα­θαί­νω ὅ­τι ἔ­χει δυ­σκο­λί­ες, ἀλ­λά κά­νει ὑ­πο­μο­νή καί, ὅ­ταν χρει­ά­ζε­ται, τρα­βά­ει μπρο­στά.

- Ἔ­τσι εἶ­ναι. Ὅ­ταν δύ­ο βό­δια εἶ­ναι στόν ζυ­γό καί τό ἕ­να εἶ­ναι λί­γο ἀ­δύ­να­το ἤ τεμ­πέ­λι­κο, τό­τε τό ἄλ­λο βά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη καί τρα­βά­ει, σβαρ­νί­ζει κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο καί τό ἄλ­λο. Εἶ­δες; Κο­σμι­κοί ἄν­θρω­ποι καί κά­νουν δου­λειά στόν ἑ­αυ­τό τους. Σκέ­ψου μί­α μη­τέ­ρα νά ἔ­χει τέσ­σε­ρα παι­διά καί τό ἕ­να νά εἶ­ναι κα­θυ­στε­ρη­μέ­νο, τό ἄλ­λο νά ἔ­χει ψυ­χο­πά­θεια, τό ἄλ­λο με­σο­γεια­κή ἀ­ναι­μί­α, τό ἄλ­λο νά γυρ­νά­ει τά με­σά­νυ­χτα. Καί μέ τόν σύ­ζυ­γο, ἀ­νά­λο­γα μέ τό τί ἄν­θρω­πος εἶ­ναι, νά ἔ­χει ἡ κα­η­μέ­νη ἄλ­λα βά­σα­να. Καί νά ὑ­πο­μέ­νει τό­σα καί τό­σα καί νά μή μι­λά­ει, νά πά­ει νά σκά­σει, νά μήν ἔ­χει πού νά πεῖ τόν πό­νο της, για­τί καί με­ρι­κά πράγ­μα­τα ἀ­πό τήν οἰ­κο­γέ­νεια δέν μπο­ρεῖ νά τά πεῖ κα­νείς πιό πέ­ρα. Μπο­ρεῖ λ.χ. ὁ ἄν­δρας νά ση­κώ­νε­ται νά φεύ­γει καί νά μήν τῆς δί­νει οὔ­τε δι­α­τρο­φή. Νά μήν ἔ­χει χρή­μα­τα ἡ κα­η­μέ­νη οὔ­τε τό νοῖ­κι νά πλη­ρώ­σει, νά θέ­λουν νά τήν βγά­λουν ἀ­πό τό σπί­τι. Νά ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά ἐρ­γά­ζε­ται ὁ­που­δή­πο­τε, νά συ­ναν­τᾶ κιν­δύ­νους, καί νά σού λέ­ει: «Κά­νε προ­σευ­χή νά ἀ­παλ­λα­γῶ του­λά­χι­στον ἀ­πό αὐ­τούς τούς κιν­δύ­νους»! Ἤ νά εἶ­ναι μέ­θυ­σος ὁ ἄν­δρας της καί νά μή δου­λεύ­ει, νά ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά δου­λεύ­ει ἐ­κεί­νη, νά κα­θα­ρί­ζει σκά­λες στίς πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, κι ἐ­κεῖ­νος νά ἔρ­χε­ται τά με­σά­νυ­χτα με­θυ­σμέ­νος, νά τήν δέρ­νει καί νά τῆς ζη­τά­ει τά χρή­μα­τα πού πῆ­ρε ἤ νά πη­γαί­νη νά τά παίρ­νη μό­νος του ἀ­πό τά ἀ­φεν­τι­κά της. Πό­σο με­γά­λο μαρ­τύ­ριο εἶ­ναι καί πό­ση ὑ­πο­μο­νή χρει­ά­ζε­ται.

 

Καί κά­τι πε­ρί Ὑ­πο­μο­νῆς ἀ­πό τήν ζω­ή τῶν Μο­να­χῶν:

 

Κά­ποι­ος μο­να­χός, ἀ­πό δαι­μο­νι­κή ἐ­πή­ρεια, ἔ­πε­φτε συ­χνά σέ σαρ­κι­κό ἁ­μάρ­τη­μα. Ὁ­λο­έ­να ὅ­μως βί­α­ζε τόν ἑ­αυ­τό του νά μήν πε­τά­ξει τό σχῆ­μα του. Καί κά­νον­τας τήν κα­θη­με­ρι­νή του προ­σευ­χή, ἱ­κέ­τευ­ε τό Θε­ό στε­νά­ζον­τας καί λέ­γον­τας:

- Κύ­ρι­ε, θέ­λω δέ θέ­λω, σῶ­σέ με! Για­τί ἐ­γώ, σάν λά­σπη πού εἶ­μαι, πο­θῶ τή βρω­μιά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ἐ­σύ ὅ­μως, σάν Θε­ός παν­το­δύ­να­μος, μπο­ρεῖς νά μ’ ἐμ­πο­δί­σεις. Ἄν ἐ­λε­ή­σεις τόν δί­και­ο, τί­πο­τα τό σπου­δαῖ­ο. Κι ἄν σώ­σεις τόν κα­θα­ρό, τί­πο­τα τό θαυ­μα­στό. Για­τί στά χέ­ρια Σου ἔ­χω ἀ­φε­θεῖ ἐ­γώ, ὁ φτω­χός ἀ­πό κά­θε ἀ­ρε­τή.

Αὐ­τά καί ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α ἔ­λε­γε κλαί­γον­τας κα­θη­με­ρι­νά ὁ ἀ­δελ­φός, εἴ­τε συ­νέ­βαι­νε ν’ ἁ­μαρ­τή­σει εἴ­τε ὄ­χι.

Κά­ποι­α νύ­χτα λοι­πόν, ἀ­φοῦ ἔ­πε­σε στή συ­νη­θι­σμέ­νη ἁ­μαρ­τί­α, ση­κώ­θη­κε τήν ἴ­δια στιγ­μή καί ἄρ­χι­σε τόν κα­νό­να του. Τό­τε ὁ δαί­μο­νας, σα­στι­σμέ­νος ἀ­πό τήν τό­ση ἐλ­πί­δα του ἀλ­λά καί τήν ἀ­δι­αν­τρο­πιά τοῦ ἀ­πέ­ναν­τι στό Θε­ό, τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε ὁ­λο­ζών­τα­νος!

- Ἄ­θλι­ε! Τοῦ λέ­ει. Πῶς στέ­κε­σαι μπρο­στά στό Θε­ό χω­ρίς νά κοκ­κι­νί­ζεις; Π πῶς τολ­μᾶς νά προ­σεύ­χε­σαι χω­ρίς ντρο­πή;

- Τοῦ­το τό κελ­λί εἶ­ναι σι­δε­ρά­δι­κο, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε ὁ ἀ­δελ­φός. Μί­α σφυ­ριά δί­νεις, μί­α παίρ­νεις. Δέν θά στα­μα­τή­σω, λοι­πόν, νά πα­λεύ­ω μα­ζί σου μέ­χρι νά πε­θά­νω, κι ὅ­που μέ βρεῖ ἡ τε­λευ­ταί­α μου μέ­ρα. Νά, μέ ὅρ­κο σέ πλη­ρο­φο­ρῶ καί μέ πε­ποί­θη­ση στήν ἄ­πει­ρη ἀ­γα­θό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ σου λέ­ω: Στό ὄ­νο­μα Ἐ­κεί­νου, πού ἦρ­θε νά κα­λέ­σει σέ με­τά­νοι­α καί νά σώ­σει τούς ἁ­μαρ­τω­λούς, δέν θά πά­ψω νά προ­σεύ­χο­μαι στόν Κύ­ριο ἐ­ναν­τί­ον σου, ὥ­σπου νά πά­ψεις κι ἐ­σύ νά μέ πο­λε­μᾶς. Καί θά δοῦ­με ποι­ός θά νι­κή­σει, ἐ­σύ ἤ ὁ Θε­ός!

Σάν ἄ­κου­σε ὁ δαί­μο­νας αὐ­τά τά λό­για, τοῦ λέ­ει:

- Μά τήν ἀ­λή­θεια, πο­τέ πιά δέν θά σέ πο­λε­μή­σω, γιά νά μή γί­νω ἀ­φορ­μή νά στε­φα­νω­θεῖς μέ τήν ὑ­πο­μο­νή πού κά­νεις.

Καί ἀ­πό τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη ὁ ἐ­χθρός ἔ­φυ­γε μα­κριά του.

Ὁ ἀ­δελ­φός τό­τε ἦρ­θε σέ κα­τά­νυ­ξη, καί σ’ ὅ­λη τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή του ἔ­κλαι­γε γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες του.

 

Πά­ρα πο­λύ ἀ­πα­ραί­τη­τη εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­μο­νή στήν ἀρ­ρώ­στεια.

 

Ἐ­κεῖ μπο­ρεῖ νά ὠ­φε­λη­θῆ κα­νείς πνευ­μα­τι­κά σέ πο­λύ με­γά­λο βαθ­μό. Πολ­λά πε­ρι­στα­τι­κά τέ­τοι­α ἀ­κοῦ­με καί στούς βί­ους τῶν Ἁ­γί­ων καί σέ σύγ­χρο­νους Γε­ρον­τά­δες, ἀλ­λά καί σέ ἁ­πλούς χρι­στια­νούς πού ἀ­γω­νί­ζον­ται μέ­σα στόν κό­σμο.

Θά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά ἀ­να­φέ­ρω ἕ­να πε­ρι­στα­τι­κό μί­α πα­ρά­λυ­της γιά 35 χρό­νια.

Ὁ ἐ­πι­κή­δει­ος λό­γος μί­ας ψυ­χῆς, καί ἡ ὁ­μο­λο­γί­α της στά 30 χρό­νια της ἀρ­ρώ­στιας της…

Μί­α κο­πέ­λα, πού τήν ἔ­λε­γαν Δή­μη­τρα, ἦ­ταν γιά 35 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια στό κρε­βά­τι τοῦ πό­νου, ἀ­πό βα­ριά μυ­α­σθέ­νεια καί μορ­φές καρ­κί­νου, ἀ­πό τά 12 της χρό­νια μέ­χρι καί τά 47 πού ἐ­κοι­μή­θη, στό Ἄ­συ­λο Ἀ­νιά­των.

Πό­τε, στό κρε­βά­τι ἀ­νά­σκε­λα ὁ­ρι­ζον­τι­ω­μέ­νη καί ἀ­κί­νη­τη, καί πό­τε στό ἀ­να­πη­ρι­κό κα­ρο­τσά­κι, γε­μά­τη ἀ­πό σί­δη­ρα. Οἱ πό­νοι φρι­κτοί σέ ὅ­λο τό σῶ­μα πού ἐ­ξε­λί­σον­το σχε­δόν κά­θε μέ­ρα σέ ἕ­να ἀ­τέ­λει­ω­το μαρ­τύ­ριο.

Κά­που βρέ­θη­καν κά­ποι­ες ση­μει­ώ­σεις της, στή συμ­πλή­ρω­ση τῶν 30 χρό­νων, ἀ­πό τήν βα­ριά της ἀρ­ρώ­στια, ἀ­πό τό 1965 μέ­χρι τό 1995. Βέ­βαι­α ἐ­κοι­μή­θη 4 χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα,  τό ’­99.

 

Θά ἀρ­χί­σω ὅ­μως ἀ­πό κεῖ­νο πού ἄ­φη­σε ὡς πα­ρα­κα­τα­θή­κη, γιά νά δι­α­βα­στεῖ τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κη­δεί­ας της. Καί ὕ­στε­ρα θά δοῦ­με τίς προ­σω­πι­κές της ση­μει­ώ­σεις, ἐ­πί τῇ συμ­πλη­ρώ­σει τῶν 30 ἐ­τῶν τῆς ἀ­σθε­νεί­ας της. Γρά­φει λοι­πόν στόν ἐ­πι­κή­δει­ο:

… Θρή­νου, ὁ και­ρός πέ­παυ­ται. Μή κλαί­ε­τε. Θα­νά­του ἐ­ορ­τά­ζο­μεν νέ­κρω­σιν, Ἅ­δου τήν κα­θαί­ρε­σιν, ἄλ­λης βι­ο­τῆς τήν ἀπαρχήν, καί σκιρ­τῶν­τες ὑ­μνοῦ­μεν τόν αἴ­τιον.

Τόν αἴ­τιον τῆς βα­θειᾶς χα­ρᾶς καί εὐ­τυ­χί­ας μου, τῆς χαρ­μο­σύ­νου ἐ­πί γῆς πο­ρεί­ας μου, καί τῆς ἐν οὐ­ρα­νοῖς ἀ­κα­τα­παύ­στου δο­ξο­λο­γί­ας μου.

Ὑ­μνῶ τόν αἴ­τιο τῆς ἐ­πί γῆς ζω­ῆς μου καί τῆς ἐν οὐ­ρα­νοῖς ζω­ῆς μου.

Σή­με­ρον τόν δρό­μον τε­τέ­λε­κα.

Σή­με­ρα ὁ κο­πε­τός μου με­τε­στρά­φη εἰς χα­ράν καί τό δά­κρυ μου σέ ἀ­γαλ­λί­α­ση.

Σή­με­ρα ἔ­πε­σαν οἱ χει­ρο­πέ­δες τῆς αἰχ­μα­λω­σί­ας μου καί γί­νο­μαι ἐ­λεύ­θε­ρη.

Ἡ ξε­νι­τιά μου τε­λεί­ω­σε, οἱ ἁ­λυ­σί­δες τῆς δου­λεί­ας μου ἔ­σπα­σαν καί παίρ­νω τό δρό­μο γιά τήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα μου.

Ὁ πα­τέ­ρας ( Θε­ός) βγῆ­κε στό σταυ­ρο­δρό­μι καί πε­ρι­μέ­νει τόν ἐρ­χο­μό τοῦ παι­διοῦ του.

Πε­ρι­μέ­νει νά φθά­σει καί καυ­τε­ρό νά ἀ­δειά­σει τό πα­τρι­κό του φι­λί ἐ­πά­νω του.

Παι­δί φτα­σμέ­νο ἀ­πό τά ξέ­να, θά ξε­χυ­θεῖ στήν ἀγ­κα­λιά του νά πεῖ τά μυ­στι­κά του. Σή­με­ρα ἡ ἄ­πο­λις γί­νε­ται πο­λί­της, δη­λα­δή οὐ­ρα­νο­πο­λί­της.

Ἡ μά­να γῆ δί­νει τόν φι­λο­ξε­νού­με­νό της στήν ἀγ­κα­λιά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ.

Σή­με­ρα μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη χαι­ρε­τῶ τήν ξε­νο­δό­χον γῆ μου, πού τό­σα χρό­νια στορ­γι­κά κρα­τοῦ­σε στούς κόλ­πους της τό ξε­νι­τε­μέ­νο παι­δί τοῦ πα­τέ­ρα.

Ὤ τρα­νή μου στιγ­μή καί ἡ­μέ­ρα, πού νο­σταλ­γι­κά τό­σα χρό­νια σέ καρ­τε­ροῦ­σα, ἦλ­θες!

Σή­με­ρα ἦλ­θε αἰ­ώ­νια παν­το­τι­νή μου ἄ­νοι­ξη.

Δι­α­λύ­θη­καν τά μαῦ­ρα σύν­νε­φα τῆς βα­ρυ­χει­μω­νιᾶς.

Ἀ­νέ­τει­λεν ὁ ἥ­λιος τῆς δι­και­ο­σύ­νης.

Σή­με­ρα τό σκό­τος μου ἔ­γι­νε φῶς!

Ἡ σι­ω­πή μου σάλ­πιγ­γα δο­ξο­λο­γί­ας καί ἡ ἀ­νημ­πο­ριά μου δύ­να­μις.

Χα­ρᾶς τά πάν­τα πε­πλή­ρω­τε.

Ἔ­φθα­σα στό σπί­τι μου.

Χα­ρεῖ­τε ἀ­δέλ­φια τήν τρα­νή γι­ορ­τή.

Ἀ­νά­στα­ση εἶ­ναι. Καί ἡ ψυ­χή δέν νοι­ώ­θει τώ­ρα μο­να­χή κα­θώς χθές καί πρῶ­τα.

Ἀ­νέ­στη Χρι­στός καί ζω­ή πο­λι­τεύ­ε­ται!

Χα­ρεῖ­τε ἀ­δέλ­φια μου καί ἐ­λᾶ­τε μα­ζί τή δό­ξα νά γευ­θοῦ­με καί μέ­σα στήν ἀγ­κα­λιά τοῦ Οὐ­ρά­νιου Πα­τέ­ρα νά ξα­πλω­θοῦ­με καί νά ξε­κου­ρα­στοῦ­με. Ἀ­μήν”.

 

Ἐ­δῶ τε­λεί­ω­σε ἡ νε­κρώ­σι­μη ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή της. Ἕ­να τέ­τοι­ο θά­να­το θά τόν θέ­λα­με ὅ­λοι. Μέ τέ­τοι­α δο­ξο­λο­γί­α, μέ τέ­τοι­α χα­ρά, μέ τέ­τοι­α εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἀλλά μέ πόση μεγάλη Ὑπομονή!

Ἀλ­λά ἕ­νας τέ­τοι­ος γλυ­κύ­τα­τος καί Πα­ρα­δει­σέ­νιος θά­να­τος, ἔ­χει πί­σω στή ζω­ή πολ­λούς σταυ­ρούς.

Ἄς ἔλ­θου­με ὅ­μως καί στίς προ­σω­πι­κές της ση­μει­ώ­σεις, πού καί ἡ ἴ­δια τίς ἔ­γρα­ψε, γιά τήν συμ­πλή­ρω­ση 30 ἐ­τῶν βα­ριᾶς μυ­α­σθέ­νειας. Γρά­φει:

“Ο Θε­ός μου καί ὁ μαρ­τυ­ρι­κός μου Σταυ­ρός εἶ­ναι τό ἴ­διο πρᾶγ­μα. Τό ἕ­να γλυ­κύ­τε­ρον τοῦ ἄλ­λου. Καί γι’ αὐ­τό δέ ζή­τη­σα πο­τέ νά μοῦ τόν πά­ρει…”

Τώ­ρα νά ρω­τή­σω ἐ­γώ κά­τι: Πό­σοι ἀ­πό μᾶς δέν γογ­γύ­ζου­με καί δέν πα­ρα­πο­νού­με­θα κά­θε μέ­ρα γιά τό σταυ­ρό ἤ γιά τούς σταυ­ρούς πού μᾶς ἔ­χει δώ­σει δῆ­θεν ὁ Θε­ός, γιά τίς ἀρ­ρώ­στι­ες μας, τίς στε­νο­χώ­ρι­ες μας, τά βά­σα­νά μας, τίς ἀ­δι­κί­ες καί τό­σα ἄλ­λα ποῦ ἔ­χου­με μέ­σα στή ζω­ή;

Ποι­ός ἀ­πό μᾶς εὐ­γνω­μο­νεῖ γιά τό σταυ­ρό πού φέ­ρει καί ση­κώ­νει κά­θε μέ­ρα;

Συ­νε­χί­ζου­με …

“­….Δέν δο­κί­μα­σα τή γεύ­ση τῆς πι­κρί­ας τοῦ πό­νου.

Δέν μέ προ­βλη­μά­τι­σε καί δέν μοῦ δη­μι­ούρ­γη­σε στε­νο­χώ­ρια καί πο­τέ δέν αἰ­σθάν­θη­κα ἄρ­ρω­στη μό­νο.

Δέν ἔ­συ­ρα τό βῆ­μα ἁ­πλῶς ὑ­πο­μο­νε­τι­κά, τοῦ­το κα­θό­λου δέν μοῦ ἄ­ρε­σε.

Τήν ἤ­θε­λα χα­ρού­με­νη τήν πο­ρεί­α μου καί ἔ­τσι τήν βά­δι­σα.

Ἦ­ταν ἕ­να γλέν­τι, ἕ­να πα­νη­γύ­ρι, ἕ­να χα­ρού­με­νο τρέ­ξι­μο μέ­σα στήν ἀ­κι­νη­σί­α μου.”

Πά­λι πα­ρέν­θε­ση: Στό σταυ­ρό της τό φο­βε­ρό, δέν ἔ­κα­νε ἁ­πλῶς μό­νον ὑ­πο­μο­νή, ἀλ­λά τόν θε­ω­ροῦ­σε καί τόν ζοῦ­σε σάν γλέν­τι καί πα­νη­γύ­ρι οὐ­ρά­νιο. Ἄ­ρα γε ποι­ός ἀ­πό μᾶς νοι­ώ­θει τό σταυ­ρό τῆς ζω­ῆς του γλέν­τι καί πα­νη­γύ­ρι; Δέν ξέ­ρω. Καί συ­νε­χί­ζου­με.

«Δέν ἔ­νοι­ω­σα πο­τέ τό Θε­ό μα­κριά μου.

Μοῦ ἦ­ταν ὁ γλυ­κύ­τα­τός μου καί ὁ κα­τά-δι­κός μου πα­τέ­ρας.

Καί πο­τέ μό­νη μου δέν περ­πά­τη­σα τήν πο­νε­μέ­νη καί τρα­χιά πο­ρεί­α μου.

Πάν­τα στήν ἀγ­κα­λιά Του. Στά γό­να­τά Του. Στίς χοῦ­φτες Του τίς Πα­τρι­κές.

Ἔ­τσι ἔ­νοιω­θα.

Πο­τέ δέν εἶ­δα τό για­τρό, τό νο­σο­κο­μεῖ­ο, τά φάρ­μα­κα μέ μά­τι ἐ­χθρι­κό.

Πο­τέ δέν βα­ρέ­θη­κα τό κρε­βά­τι τοῦ πό­νου μου, μοῦ γλύ­κα­νε ὅ­λο μου τό εἶ­ναι, γι’ αὐ­τό μέ σε­βα­σμό, μέ δέ­ος καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη τό ἀγ­κά­λι­α­ζα καί τό κα­τα­φι­λοῦ­σα.

Σάν μί­α ἱ­ε­ρή δι­α­κο­νί­α ἀ­νά­λα­βα νά φέ­ρω εἰς πέ­ρας τήν ἀ­σθέ­νειά μου, ἤ­μουν ὁ ἀ­σθε­νής καί ὁ δι­α­κο­νῶν αὐ­τή.

Πάν­τα εἶ­χα μέ­σα μου τόν λό­γον τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, «τήν δι­α­κο­νί­α σου πλη­ρο­φό­ρη­σον».

Ἡ ὡς τώ­ρα πο­ρεί­α μου στή γῆ ἔ­χει ἔν­το­νο τό αἴ­σθη­μα τοῦ ἐ­ξό­ρι­στου δι­α­βά­τη τῆς ξε­νι­τιᾶς.

Τά πό­δια μου τά ἀ­νά­πη­ρα στήν γῆ, ἀλ­λά τά μά­τια μου, ἡ καρ­διά μου, ὁ νοῦς μου, ἦ­σαν τρα­βηγ­μέ­να ψη­λά στόν οὐ­ρα­νό.

Μέ ἔ­λι­ω­νε τό ἀ­γνάν­τε­μα.

Χόρ­τα­σε τό πε­τσί μου πό­νο, καί πολ­λές φο­ρές ἔ­κλαψα ἀ­πό τούς φρι­κτούς πό­νους καί σέ ἀ­θυ­μί­α ἔ­πε­σα.

Ἀλ­λά ἀ­πηλ­λαγ­μέ­να αὐ­τά τῆς πι­κρί­ας, ἐ­κεῖ στό βά­θος τῆς ψυ­χῆς μου στά­λα­ζαν οἱ γλυ­κα­σμοί καί οὐ­ρά­νι­ες δρο­σο­στα­λί­δες».

Πα­ρέν­θε­ση· ἄν­θρω­πος ἦ­ταν καί ἀ­σφα­λῶς ἀ­πό τά βα­σα­νι­στή­ρια τῶν πό­νων της νά ἔ­κλαψε, καί ἔ­κλα­ψε. Ἡ ψυ­χή της ὅ­μως εἶ­χε θε­ϊ­κή πα­ρη­γο­ριά καί οὐ­ρά­νι­ες ἀ­πο­κα­λύ­ψεις.

Μό­νο ἡ καρ­διά της γνώ­ρι­ζε τό μέ­γε­θος τῶν ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ων, πού θά ἦταν ἀ­νά­λο­γες μέ τήν ἀ­γόγ­γυ­στη καρ­τε­ρί­α πού ἔ­δει­ξε, καί τή δο­ξο­λο­γί­α πού πρό­σφε­ρε.

Καί συ­νε­χί­ζει:

– Τό σῶ­μα μου δέν τό ἀ­γά­πη­σα καί οὔ­τε τοῦ χα­ρί­στη­κα ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς ἀ­νημ­πο­ριᾶς του.

Τοῦ ἔ­δω­σα τό­σο, ὅ­σο τοῦ ἔ­πρε­πε γιά νά συν­τη­ρη­θεῖ.

Τό δι­α­κό­νη­σα μέ σε­βα­σμό σάν ἄρ­ρω­στο, καί αὐ­τό πού εἶ­χε ἀ­νάγ­κη τοῦ τό ἔ­δω­σα.

Ἀ­κου­σί­ως στε­ρή­θη­κε καί τά στε­ρή­θη­κε ὅ­λα, ἀ­κό­μα καί τά ἀ­πα­ραί­τη­τά του.

Πλε­ό­να­σε ἀ­πό παν­τός εἴ­δους κα­κου­χί­α, ἀλ­λι­ώ­τι­κη πο­ρεί­α ἀ­πό τού­τη δέ γνώ­ρι­σε.

Γύ­ρι­σε ἀ­πό ἀ­σθε­νο­φό­ρο σέ ἀ­σθε­νο­φό­ρο, καί ἀ­πό Νο­σο­κο­μεῖ­ο σέ Νο­σο­κο­μεῖ­ο καί ἀ­πό κρε­βά­τι σέ κρε­βά­τι καί ἀ­πό χέ­ρια σέ χέ­ρια…

Πο­τέ δέν ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε τό θέ­λη­μά μου.

Καί ἄν ὡς ἄν­θρω­πος ἤ­θε­λα κά­ποι­α στιγ­μή, αὐ­τό τό θέ­λω μου, μοῦ τό κα­τα­τε­μά­χι­ζε ἡ μυ­α­σθέ­νεια.

Εἶ­μαι διά παν­τός κά­τω ἀ­πό τή δι­κή της ἐ­ξου­σί­α, σάν ἕ­να κα­θε­στώς τυ­ραν­νι­κό ἐ­πά­νω μου, πού μοῦ στέ­ρη­σε καί τήν πα­ρα­μι­κρή ἀ­νά­παυ­ση.

Ὅ­μως αὐ­τό, μέ τί­πο­τα δέ μέ δυ­σκό­λε­ψε νά τρέ­ξω πρός τήν χα­ρά τοῦ πνεύ­μα­τος, καί πό­σο μοῦ ἄ­ρε­σε νά τρέ­χω!

Δέ θέ­λη­σα νά πε­ρι­ο­ρι­στῶ μο­νά­χα μέ­σα στήν ἀ­νημ­πο­ριά μου, καί αὐ­τή νά εἶ­μαι μό­νο. Μί­α πο­ρεί­α τριά­ντα χρό­νων, σάν νά­ναι τριά­ντα μο­νά­χα λε­πτά.

Ἔ­τσι αἰ­σθά­νο­μαι, μί­α πο­ρεί­α με­στή, γε­μά­τη χαρ­μο­σύ­νης καί γλυ­κα­σμῶν.

Εὐ­λο­γη­τός, εὐ­λο­γη­τός ὁ Θε­ός γιά τού­τη τήν εὐ­τυ­χί­α,

Αὕ­τη ἡ κλη­τή καί ἁ­γί­α ἡ­μέ­ρα τοῦ 1965, – μέρα πού τήν χτύπησε ἡ ἀρρώστια».

 

Ὅλο τό ἱστορικό αὐτό πού εἴχατε τήν ὑπομονή νά ἀκούσετε ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς ὑπομονῆς μιᾶς ψυχῆς πού ἀγάπησε ὁλοκληρωτικά τόν Θεό καί με τόν τρόπο της σταυρώθηκε γιά τήν ἀγάπη Αὐτή.

Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική ὑπομονή, πού κάνει τήν ἀνθρώπινη γλῶσσα, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, νὰ μή διαφέρη καθόλου ἀπό τήν γλῶσσα τῶν Ἀγγέλων.

 

Ἀκούσαμε λοιπόν ἀπόψε, μέ τίς εὐχές καί εὐλογίες τοῦ Σεβα-σμιωτάτου, ἀρχικά τό τί εἶναι ἡ Ὑπομονή. Ὅτι εἶναι μία ἀρετή πού συνοδεύει γιά πάντα τόν ἄνθρωπο ἀπό τό τρίτο στάδιο τῆς ἡλικίας του κυρίως, δηλαδή τό τῆς ἐνηλικιώσεως. Εἴδαμε ὅτι μερικές φορές πώς εἶναι μία παρεξηγημένη λέξι καί ἀνατρέψαμε τήν θεωρία αὐτή. Εἴδαμε πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ σπάνια, σήμερα, ἀρετή αὐτή σέ ὅλες τίς ἐκφἀνσεις τῆς ἀνθρώπινης πολιτείας. Ποιά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς ὑπομονῆς, ἀλλά καί τί εἶναι τό ἀντίθετό της μέ τήν ἀνυπομονησία.

Ἀκούσαμε τόν Γέροντα Παΐσιο νά μᾶς λέη μέ τά πρακτικά του παραδείγματα ὅτι αὐτή χαριτώνει, ἀλλά καί σώζει  τήν οἰκογένεια. Ποιό εἶναι τό ἀποτέλεσμά της καί στήν μοναχική ζωή. Καί τήν μεγάλη συμβολή της ἐπάνω στήν δύσκολη φάσι τῆς ζωῆς, πού λέγεται ἀνθρώπινος πόνος.

Στό Ἅγιον Ὄρος, ὅταν κάποιος γίνεται Μοναχός, τοῦ εὔχονται «καλές ὑπομονές».

Σέ ὅλους μας λοιπόν εὔχομαι ὁ ἀγαθός Θεός νά μᾶς δίνη πολλές ἀλλά καλές ὑπομονές καί σᾶς εὐχαριστῶ πού εἴχατε τήν ὑπομονή νά μέ ἀκούσετε.

Ο πορισμός των θλίψεων (Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

 

Για Την Υπομονή
και πόσο είναι το κέρδος από τις θλίψεις
Ιωάννου Χρυσοστόμου (P.G. 51, 165)

Κείμενα, Ερμηνευτική Απόδοση, Αδελφότης Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα
Ομιλία στο Αποστολικό ρητό:
«Τοις αγαπώσι τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν»

1. Ο Απόστολος λέει: "Γνωρίζουμε ότι σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνερ­γούν για το καλό τους" (Ρωμ. 8, 28). Τί άραγε να θέλει να πει μ' αυτό ο Απόστολος; Γιατί η μακαρία αυτή ψυχή δεν λέει ποτέ κάτι χωρίς λόγο, μόνο και μόνο για να στολίσει την ομιλία, αλλά προσφέρει πάντα τα λόγια του, ως κα­τάλληλα πνευματικά φάρμακα, που γιατρεύ­ουν τα διάφορα πάθη.
Τί να σημαίνουν όμως, αυτά τα λόγια του Αποστόλου;
Ξέρουμε ότι τότε είχαν πέσει στους νεο­φώτιστους της Εκκλησίας πολλοί πειρασμοί. Βάσανα έζωναν από παντού όσους προσέρχονταν στην πίστη του Χριστού. Ο Εχθρός εύ­ρισκε διαρκώς καινούργια τεχνάσματα και συνεχείς επιβουλές, ιδιαίτερα μάλιστα, ενά­ντια στους ανθρώπους που διακονούσαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Ετσι, άλλοι ρίχνο­νταν στις φυλακές, άλλους τους εξόριζαν και άλλους τους οδηγούσαν σε χίλια μύρια άλλα βασανιστήρια.
Γι' αυτό ο απόστολος Παύλος, κάνει τώ­ρα με το λόγο του, όπως ακριβώς θά 'κανε και ένας καλός στρατηγός, που βλέπει τον αντί­παλό του οργισμένο και έτοιμο να επιτεθεί. Ο στρατηγός, συνήθως πριν από τη μάχη, περιέρχεται το στρατόπεδο και συναντά τους στρατιώτες, τους οποίους ενισχύει με κάθε τρόπο. Τους ενθαρρύνει δηλαδή και τους προ­ετοιμάζει για τη μάχη, διεγείροντας την προ­θυμία
τους για τον αγώνα. Τους διδάσκει να μη φοβούνται τις εχθρικές επιδρομές, αλλά να αντιστέκονται με άκαμπτο φρόνημα και να αντικρούουν τις επιθέσεις χωρίς φόβο.

Κατά τον ίδιο τρόπο τώρα και ο μακάριος απόστολος Παύλος, αυτή η "ουρανομήκης" ψυχή, επειδή θέλει να ενισχύσει τους πιστούς και να τους τονώσει το ηθικό, που, ως φαίνεται, είχε λίγο καμφθεί, άρχισε το λόγο του με το ρητό: "Γνωρίζουμε ότι σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για
το καλό τους".
Πρόσεχε, να κατανοήσεις τι ακριβώς θέ­λει να πει μ' αυτό το ρητό ο Απόστολος. Δεν είπε βέβαια ότι εκείνους που αγαπούν τον Θεό, δεν τους βρίσκουν βάσανα και πειρα­σμοί, αλλά είπε: "Γνωρίζουμε", δηλαδή εί­μαστε βέβαιοι γι’ αυτό, η πείρα μας το λέει και έχουμε αποδείξεις αδιάσειστες, ότι "σ' εκεί­νους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους".

2. Να ξέρατε τι δύναμη κρύβει μέσα της αυτή η φράση! "Ολα συνεργούν για το καλό τους". Φυσικά ο Απόστολος, δεν εννοεί μ' αυτό το "όλα", τα ευχάριστα συμβάντα και γεγονότα της ζωής. Δεν εννοεί, ασφαλώς, τις ανέσεις, την καλοπέραση και την ασφάλεια, αλλά ακριβώς τα αντίθετα. Εννοεί, για παρά­δειγμα, τις ποικίλες θλίψεις, τις φυλακές, τις επιβουλές, τις καθημερινές επιθέσεις και όλα τα βάσανα αυτής της ζωής.
Καταλαβαίνεις λοιπόν τώρα, αγαπητέ μου, πόσο μεγάλη βαρύτητα, έχει αυτός ο λόγος. Και για να μην πάμε μακριά, ας δούμε κάτι που συνέβη στον ίδιο τον Απόστολο Παύλο. Τότε θα καταλάβουμε, ποιο βάθος και τι νόημα έχει αυτός ο λόγος του.
Καθώς μας διηγείται στις Πράξεις των Αποστόλων ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο Από­στολος Παύλος περιερχόταν τον κόσμο, σπέρ­νοντας παντού τον Ευαγγελικό λόγο. Αγω­νιζόταν ο μακάριος να ξεριζώσει τα αγκάθια τής αμαρτίας από κάθε ψυχή και να φυτέψει, αντί γι' αυτά, το σπόρο της Αλήθειας.
Σε μια από τις πορείες του λοιπόν, έφτασε και σε κάποια πόλη της Μακεδονίας. Εκεί κατοικούσε τότε μια γυναίκα δούλη, η οποία είχε μέσα της «πονηρόν πνεύμα». Αυτή περιδιάβαινε τους τόπους, θέλοντας, με τη βοήθεια του δαίμονα, να κάνει φανερή την παρουσία και το έργο των Αποστόλων.
Τη δούλη λοιπόν αυτή, την ελευθέρωσε ο Απόστολος, βγάζοντας από μέσα της το δαί­μονα, μ' ένα και μόνο προστακτικό λόγο του. Μετά όμως από αυτή τη σπουδαία ίαση, αντί να βλέπουν οι κάτοικοι εκείνης της πόλης τους Αποστόλους ως σωτήρες και ευεργέτες και αντί να προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους περιποιηθούν, ανταμείβοντάς τους για την τόσο μεγάλη ευεργεσία, αυτοί τους πλή­ρωσαν με τα αντίθετα.
Και δες ποια ήταν αυτά: "Οταν είδαν", λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, "οι κύριοι εκεί­νης της δούλης ότι δεν θα είχαν πλέον κανένα έσοδο, από τις αμοιβές που έπαιρνε η δαιμο­νισμένη για τις αποκαλύψεις της, έπιασαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν βίαια στην αγορά, με σκοπό να τους οδηγήσουν μπροστά στους άρχοντες της πόλης. Μετά, αφού τους έδειραν πολύ, τους έριξαν στη φυ­λακή, δίνοντας συγχρόνως εντολή στον δεσμοφύλακα να τους επιτηρεί αυστηρά" (Πραξ. 16, 19-23).
Είδατε πόση κακία είχαν οι κάτοικοι εκείνης της πόλης; Είδατε όμως και τι υπομο­νή και τι καρτερία είχαν οι Απόστολοι; Περι­μένετε όμως λίγο και θα δείτε και το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού.
Ο Θεός είναι Πάνσοφος και Παντογνώ­στης. Γι' αυτό δεν ελευθέρωσε τους Αποστόλους με μιας από τα δεσμά, αλλά το έκανε όταν είχαν αποκορυφωθεί οι θλίψεις τους και όταν έγινε σ' όλους φανερή ή υπομονή τους. Τότε φανέρωσε κι ο Θεός τη δική Του δύναμη. Ετσι, δεν θά 'χαν να λένε οι αντίθεοι ότι οι Απόστολοι αψήφισαν τα βάσανα και τις θλί­ψεις, όχι γιατί είχαν αρετή, αλλά επειδή ήξεραν ότι πάντα στο τέλος γίνεται κάποιο θαύμα —πράγμα που και στην περίπτωσή τους περίμεναν να γίνει— και άρα αυτοί δεν είχαν τίποτα να φοβούνται.
Γι' αυτό ακριβώς το λόγο ο Πάνσοφος Θεός αφήνει μερικούς να βασανίζονται για πολύ χρόνο, ενώ άλλους τους γλυτώνει α­μέσως από τα δεινά. Γιατί, καθώς παρατείνο­νται τα βάσανα, πληθαίνουν και τα στεφάνια.
Μ’ αυτό λοιπόν τον τρόπο ο Θεός ε­νεργεί και εδώ, στην περίπτωση του Παύλου και του Σίλα. Μετά δηλαδή, από ένα τόσο με­γάλο θαύμα και μετά από την ευεργεσία που οι Απόστολοι πρόσφεραν στη δαιμονισμένη δούλη, διώχνοντας από μέσα της τον αναί­σχυντο δαίμονα, ο Θεός επέτρεψε να μαστιγω­θούν απάνθρωπα και να ριχτούν στη φυλακή. Και με αυτό ακριβώς το γεγονός,  έγινε σ' όλους πιο φανερή η δύναμη του Θεού.
Αυτό έκανε και τον μακάριο απόστολο Παύλο να πει: "Θα καυχηθώ με μεγάλη χαρά για τις ασθένειες και δυσκολίες μου, για να σκηνώσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού" (Β’ Κορ. 12, 9-10). Και στη συνέχεια: "Οταν είμαι σε κατάσταση αρρώστιας και αδυναμίας, τότε είμαι δυνα­τός", εννοώντας με τη λέξη "αδυναμία" τους αδιάκοπους πειρασμούς και τις θλίψεις.
Θα μπορούσε όμως κάποιος να ρωτήσει: Γιατί να απομακρύνουν οι Απόστολοι τον δαί­μονα, αφού δεν έλεγε τίποτα εναντίον τους, αλλά μάλλον τους έκανε γνωστούς σε όλους, φωνάζοντας για μέρες ολόκληρες, "αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Υψίστου Θεού, που μας κηρύττουν το δρόμο της σωτηρίας" (Πραξ. 16, 17);
Μη σου φανεί περίεργο αυτό, αγαπητέ μου. Ηταν κι αυτό έργο της σύνεσης των Απο­στόλων και της Χάρης του Αγίου Πνεύματος. Γιατί, παρόλο που δεν τους κατηγορούσε ο δαίμονας, ο απόστολος Παύλος τον αποστόμωσε και τον απομάκρυνε, για να μην αποδει­χθεί ότι όσα έλεγε το δαιμόνιο ήταν αληθινά.
Και μ' αυτό το προηγούμενο —ότι δηλαδή, ο δαίμονας λέει αληθινά πράγματα— να παρα­σύρει στη συνέχεια τους ανίδεους και αφελείς ανθρώπους και σε άλλα άτοπα. Ετσι δεν επέ­τρεψε ο Απόστολος στο δαιμόνιο να μιλήσει για πράγματα του Θεού, που είχαν μεγαλύτε­ρη αξία από το δαίμονα. Αυτό το έκανε ο Από­στολος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιδιου του Κυρίου, ο Οποίος, όταν Τον πλη­σίασαν οι δαιμονισμένοι και Του έλεγαν, "Σε γνωρίζουμε Ποιος είσαι, είσαι ο Αγιος του Θεού" (Λουκ. 4, 34). Εκείνος, όχι μόνο δεν τους έδωσε καμιά σημασία, αλλά και τους απόδιωξε. Εγι­νε αυτό από τον Απόστολο, για να κατακριθούν οι άπιστοι Ιουδαίοι, που, ενώ έβλεπαν να γίνονται κάθε μέρα θαύματα και χίλια δυο παράδοξα, δεν πίστευαν στον Χριστό, τη στιγ­μή που και οι δαίμονες Τον αναγνώριζαν και Τον κήρυτταν ως Υιό του Θεού.

3. Ας γυρίσουμε όμως στο θέμα μας. Για να βεβαιωθείτε λοιπόν πως είναι όντως έτσι και ότι "σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους", πρέ­πει να σας διαβάσω, όλη αυτή τη διήγηση της περιπέτειας των Αποστόλων. Ετσι, θα μάθετε ότι, μετά από τη φυλάκισή τους, τα μετέτρεψε όλα η Χάρη του Θεού με τέτοιο τρόπο, ώστε οι δυσκολίες να αποβούν γι' αυτούς ευλογία.
Ας δούμε, λοιπόν, πως μας τα διηγείται όλα αυτά ο μακάριος Ευαγγελιστής Λουκάς: "Ο δεσμοφύλακας, αφού πήρε μια τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο βαθύ κελλί της φυλακής. Και για μεγαλύτερη ασφάλεια, έδε­σε τα πόδια τους στο ξύλο" (Πράξ. 16, 4).
Δες, πως αυξάνουν τα βάσανα των Απο­στόλων, για να φανερωθεί έτσι πιο λαμπρή η υπομονή τους, αλλά και για να λάμψει σ’ ό­λους η ανέκφραστη δύναμη του Θεού. Να συνεχίσουμε όμως: "Γύρω στα μεσάνυχτα ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και υ­μνούσαν τον Θεό" (Πραξ. 16, 25).
Δέστε, τώρα, ψυχή υπομονετική και θαρραλέα! Δέστε ξάγρυπνο λογισμό! Ας μην προσπεράσουμε, αγαπητοί μου, επιπόλαια και γρήγορα, αυτό που λέει ο Ευαγγελιστής. Επειδή δεν επισήμανε τυχαία την ώρα λέγο­ντας, "γύρω στα μεσάνυχτα". Το έκανε αυτό ο Ευαγγελιστής, για να μας υπογραμμίσει ότι, ενώ όλοι οι άλλοι άνθρωποι γλυκοκοιμούνταν —και, όπως είναι φυσικό, όλοι οι φυλακισμέ­νοι, από τη λύπη και την κούραση, ήταν παραδομένοι στη γλυκιά εξουσία του τύραν­νου ύπνου— οι Απόστολοι αγρυπνούσαν και "προσεύχονταν υμνώντας τον Θεό". Από αυτό φανερώνεται ξεκάθαρα η υπομονή τους και η μεγάλη αγάπη τους προς τον Θεό.
Οπως ακριβώς κάνουμε όλοι οι άνθρω­ποι, που, όταν πονάμε και υποφέρουμε, θέ­λουμε νά 'χουμε κοντά μας τα αγαπημένα μας πρόσωπα, για να μιλάμε μαζί τους και να βοηθιούμαστε, έτσι έκαναν και οι άγιοι αυτοί Απόστολοι. Η μεγάλη αγάπη τους για τον Κύριο τους έκανε να επιζητούν, με την προ­σευχή, εντονότερα την αίσθηση της παρου­σίας Του. Γι' αυτό έψελναν, υμνώντας και δο­ξάζοντας τον Θεό. Και όντας έτσι αφοσιωμένοι στη λατρεία Του, δεν καταλάβαιναν καθόλου τους πόνους και τα βάσανα που τους έδερναν. Η υπομονή και η εξαίσια εκείνη υμνωδία έκανε τη φυλακή Εκκλησία. Και αγιαζόταν ο τόπος εκείνος των πόνων και των βασάνων από την άγια προσευχή τους.
Εβλεπε κανείς τα μεσάνυχτα, παράδοξα και θαυμαστά πράγματα. Δυο άνθρωποι, δεμένοι στο ξύλο, έψελναν χαρούμενα και ανεμπόδιστα. Γιατί, εκείνον που έχει ειρήνη στην καρδιά του και αγάπη φλογερή για τον Θεό, τίποτα δεν θα μπορέσει ποτέ να τον λυγίσει και να τον κάνει να χάσει τη διάθεση της κοινωνίας μαζί Του. "Γιατί εγώ είμαι Θεός", λέει η Αγία Γραφή, "που βρίσκομαι πάντα παρών και κοντά. Δεν είμαι Θεός ξέμα­κρος και αδιάφορος" (Ιερ. 23, 23). Κι αλλού λέει: "Ενώ ακόμα εσύ δεν θα έχεις αποσώσει το λόγο σου, εγώ θα σου απαντήσω και θα σου πω: Νά 'μαι, εδώ δίπλα σου" (Ησ. 58, 9).
Οταν λοιπόν υπάρχει νους προσεκτι­κός, νους που αγρυπνεί και προσεύχεται, τότε είναι ακμαίο και το όλο φρόνημα του ανθρώ­που. Τότε και η ψυχή ελευθερώνεται, κατά κάποιο τρόπο, από τα σωματικά δεσμά και πετάει προς τον Ποθούμενο. Τότε αυτή εγκα­ταλείπει όλα τα γήινα νοήματα και όλα τα ορατά κάλλη αυτού του κόσμου και ανυψώνε­ται προς Εκείνον. Ελκεται ο νους προς τον Θεό, με ασυγκράτητο πόθο καρδιάς, πράγμα που ακριβώς συνέβη και με τους δύο αυτούς αγίους Αποστόλους.
Δες, τώρα, την άμεση επίπτωση που είχε η υπομονή και η προσευχή των Αποστόλων. Αν και βρίσκονταν στη φυλακή, και μάλιστα δεμένοι στο ξύλο, αν και ολόγυρα οι συγκρατούμενοί τους ήταν κακοποιοί, αυτοί, όχι μονάχα δεν επηρεάστηκαν από τους συγκρατούμενούς τους, αλλά αντίθετα, η αρετή τους έλαμψε και πραγματικά θάμπωσε όλους τους άλλους φυλακισμένους. Γιατί η μελωδία των ύμνων άγγιξε την ψυχή κάθε φυλακισμέ­νου και κατά κάποιο τρόπο την ξανάπλαθε και την μεταμόρφωνε.
"Ξάφνου", λέει ο Ευαγγελιστής, "έγινε μεγάλος σεισμός, τέτοιος που σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Κι αμέσως, άνοιξαν όλες οι πόρτες και τα δεσμά των φυλακισμέ­νων λύθηκαν" (Πράξ. 16, 26).
Είδες τώρα, αγαπητέ μου, τη δύναμη της υπομονής και της προσευχής; Οι Απόστολοι ψάλλοντας, δεν ήταν μόνο που οι ίδιοι παρη­γορήθηκαν για την αναπάντεχη θλίψη τους, αλλά συνετέλεσαν και στη λύση των δεσμών και όλων των άλλων φυλακισμένων. Ετσι, από τα ίδια τα γεγονότα έγινε φανερή η αλή­θεια, που είναι κρυμμένη στα λόγια του Ευαγ­γελιστή. Δηλαδή, "σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους". Δέστε, ο ξυλοδαρμός, η φυλακή, τα δεσμά, η συναναστροφή με τους δήμιους, όλα τους βγήκαν σε καλό. Γιατί; Διότι όλα αυτά έγιναν αφορμή να φωτιστούν, όχι μονάχα οι συγκρατούμενοι των Αποστόλων, αλλά κι αυτός ο ίδιος ο δεσμοφύλακας.
"Ο δεσμοφύλακας", λέει ο Ευαγγελι­στής, "ξύπνησε με το σεισμό και σαν είδε ανοιχτές τις πόρτες της φυλακής, έβγαλε το μαχαίρι του για να σκοτωθεί. Γιατί νόμισε ότι είχαν δραπετεύσει όλοι οι κρατούμενοι" (Πραξ. 16, 27).
Σημείωσε εδώ, αγαπητέ μου, την ασύλ­ληπτη φιλανθρωπία του Θεού. Γιατί άραγε συνέβηκαν όλα αυτά τα μεσάνυχτα; Για να οικονομηθεί ασφαλώς, έτσι ήσυχα και αθό­ρυβα, η σωτηρία του δεσμοφύλακα. Γιατί, όταν έγινε ο σεισμός και ανοίχτηκαν οι πόρ­τες, λύθηκαν όλων των φυλακισμένων τα δεσμά. Δεν δόθηκε όμως η δυνατότητα σε κανέναν τους να δραπετεύσει. Είδες την Πανσοφία του Θεού; Γιατί τα επέτρεψε όλα αυτά, δηλαδή το σεισμό και το άνοιγμα των θυρών; Για να αποκαλυφθεί, ασφαλώς, ποιοι ήταν στην πραγματικότητα αυτοί οι ξένοι που είχαν φυλακισμένους, ότι δηλαδή αυτοί δεν ήταν τυχαίοι άνθρωποι. Παράλληλα, δεν δό­θηκε σε κανέναν τους η δυνατότητα να δρα­πετεύσει, για να μη γίνει το γεγονός αυτό αφορμή, ώστε να κινδυνεύσει η ζωή του δε­σμοφύλακα.
Την αλήθεια αυτού που λέω την επιβε­βαιώνει το γεγονός ότι, και μόνο που υπο­πτεύθηκε ο δεσμοφύλακας πως οι κρατούμε­νοι θα είχαν δραπετεύσει, έφτασε στο σημείο να καταφρονήσει και την ίδια την ζωή του. Γιατί, καθώς λέει ο Ευαγγελιστής, ο δεσμοφύ­λακας "έβγαλε το μαχαίρι του και ήθελε να σκοτωθεί".
Ο μακάριος Παύλος όμως, που παντού και πάντα ήταν σε προσευχητική εγρήγορση, τον αντιλήφθηκε αμέσως και με μια φωνή γλύτωσε το αρνί από το στόμα του λύκου. "Του φώναξε δυνατά και του είπε: Μην κάνεις κακό στον εαυτό σου, γιατί όλοι μας βρισκόμαστε εδώ" (Πράξ. 16, 28).
Τι βάθος ταπεινοφροσύνης! Θα μπο­ρούσε ασφαλώς να χρησιμοποιήσει αυτά που συνέβηκαν σαν όπλο και έτσι να φέρει σε δύ­σκολη θέση τον δεσμοφύλακα.
Ο Απόστολος όμως δεν έκανε καθόλου κάτι τέτοιο. Αντίθετα λογάριασε τον εαυτό του σαν έναν κρατούμενο, όμοιο με όλους τους άλλους και είπε μονάχα: "Ολοι μας βρισκόμα­στε εδώ". Δεν εντυπωσιάστηκες, αγαπητέ μου, με την υπομονή και με την ταπεινοφροσύνη του; Δες, θεώρησε τον εαυτό του ίσο με τους κακοποιούς της φυλακής.
Δες όμως και στη συνέχεια, πως τον πλησιάζει ο δεσμοφύλακας; Ασφαλώς όχι όπως θα έκανε και όταν θα πλησίαζε έναν κοινό κρατούμενο. "Γιατί, αφού αναθάρρησε με το λόγο του Αποστόλου, ζήτησε να του φέρουν φώτα. Πήδηξε μετά μέσα στο κελλί του Αποστόλου και τρομαγμένος έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Κι αφού τους έβγαλε έξω, τους είπε: Τί πρέπει να κά­νω, για να σωθώ;" (Πράξ. 29-30).
Είδατε λοιπόν, πως "σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους"; Είδατε, πως διαλύθηκαν τα τεχνάσμα­τα του διαβόλου; Παρατηρήσατε, πως αχρη­στεύθηκαν οι παγίδες του; Γιατί ο διάβολος, επειδή τον έδιωξαν από τη δαιμονισμένη δού­λη, μηχανεύτηκε να φέρει έτσι τα πράγματα, ώστε να φυλακιστούν οι Απόστολοι. Νόμιζε βέβαια ότι, κάνοντας έτσι, θα εμπόδιζε το δρό­μο του κηρύγματος. Η πίστη όμως και η υπο­μονή των Αποστόλων αξιοποίησε ακόμα και τα δεσμά της φυλακής. Με αποτέλεσμα να προκύψει από όλες αυτές τις θλίψεις πνευ­ματικό κέρδος.

4. Κι εμείς λοιπόν, αν έχουμε πίστη και υπομονή και αν είμαστε πάντα σε πνευ­ματική εγρήγορση, όχι μονάχα τον καλό και­ρό, αλλά κι όταν μας βρίσκουν βάσανα, πει­ρασμοί και θλίψεις, μπορούμε να αποκομί­σουμε απ' όλα αυτά, πνευματικό κέρδος. Και μάλιστα, πολύ περισσότερο κέρδος, απ' ό,τι θα αποκτούσαμε αν βρισκόμασταν σε άνεση και ευημερία.
Γιατί η άνεση και η καλοπέραση μας κά­νει, συνήθως, πιο αδιάφορους στα πνευματικά θέματα. Η θλίψη όμως και οι πειρασμοί, μας κρατούν σε εγρήγορση και μας καθιστούν άξιους της βοήθειας της Χάρης του Θεού. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν λόγω της πίστης και της ελπίδας μας στον Θεό, υπομέ­νουμε τα πάντα με πολλή καρτερία.
Ας μη λυπόμαστε λοιπόν, κι ας μην τα χάνουμε όταν μας βρίσκουν βάσανα, πειρα­σμοί και θλίψεις. Αντίθετα, τότε περισσότερο να χαιρόμαστε. Γιατί αυτό, όπως προείπαμε, γίνεται αφορμή για την πνευματική προκοπή μας. Γι' αυτό και ο Απόστολος μας λέει ξεκά­θαρα: "Σ’ εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συνεργούν για το καλό τους".
Καιρός τώρα είναι να δούμε και τη φλο­γερή ψυχή των Αποστόλων. Οταν λοιπόν αυτοί άκουσαν τον δεσμοφύλακα να λέει "τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;", δεν καθυστέ­ρησαν ούτε μια στιγμή. Δεν ανέβαλαν και ούτε αμέλησαν για λίγο την Κατήχηση. Του είπαν αμέσως και απερίφραστα: "Πίστεψε στον Ιησού Χριστό και θα σωθείς κι εσύ κι η οικο­γένεια σου"  (Πράξ. 16, 31).
Πρόσεχε, αποστολική συμπεριφορά! Δεν αρκούνται οι Απόστολοι να αποκαλύψουν μο­νάχα στον δεσμοφύλακα, την Πηγή της σωτη­ρίας. Επιδιώκουν ώστε, ταυτόχρονα με τη δική του επιστροφή, να προσελκύσουν στην πίστη και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του. Ετσι έδωσαν θανάσιμο πλήγμα στο διάβολο: «Βαπτίστηκε αμέσως ο ίδιος και όλη η οικογένειά του. Και χαίρονταν όλοι και ήταν ευτυχισμένοι που είχαν βρει τον Θεό» (Πράξ. 16, 33-34).
Τα γεγονότα αυτά μας διδάσκουν να μην αναβάλλουμε ποτέ τα πνευματικά θέματα, αλλά ν’ αρπάξουμε, αμέσως, κάθε ευκαιρία που βρίσκεται στο δρόμο μας. Οι άγιοι Από­στολοι δεν περίμεναν ούτε καν να ξημερώσει.
Τί θά 'χουμε, λοιπόν, να απολογηθούμε εμείς, όταν αφήνουμε τις ευκαιρίες να κυλούν με το χρόνο, χωρίς να τις αξιοποιούμε, και για το δικό μας πνευματικό κέρδος, αλλά και για την ωφέλεια των άλλων;
Είδες, ότι εδώ η φυλακή έγινε Εκκλη­σία; Πρόσεξες, ότι το καταφύγιο των δημίων αποδείχθηκε, αναπάντεχα, τόπος προσευχής που ετελείτο μυσταγωγία;
Πολύ σπουδαίο είναι, αγαπητοί μου, το να είμαστε πάντα πιστοί, υπομονετικοί και με πνευματική εγρήγορση. Να μην αμελούμε, αλλά να επιδιώκουμε το πνευματικό κέρδος. Να αξιοποιούμε το καθετί κι έτσι να είμαστε "καλοί έμποροι του πνεύματος". Αν έτσι κάνουμε, θα κατανοήσουμε κι εμείς έμπρα­κτα, εκείνο το, "σ' εκείνους που αγαπούν τον Θεό, όλα συντελούν για το καλό τους".
Αυτό το λόγο του Αποστόλου, σας πα­ρακαλώ, να τον έχετε πάντα χαραγμένο μέσα σας. Ποτέ να μη λυπηθείτε και να μην αποκά­μετε. Ποτέ να μη λυγίσετε, όταν σας βρίσκουν θλίψεις, κακοτυχίες, αρρώστιες ή ό,τι άλλο λυπηρό και επώδυνο. Αντίθετα, να φέρνετε στο νου σας τα λόγια της Αγίας Γραφής και τα παραδείγματα της ζωής των Αγίων.
Να αντιστεκόσαστε με ανδρεία σε κάθε πειρασμό, με τη σκέψη ότι, όταν είμαστε προ­σεκτικοί, υπομονετικοί και συγχωρητικοί, θα μπορούμε ν’ αποκομίζουμε απ' όλα τα συμβά­ντα πολύ πνευματικό κέρδος. Πολύ περισσό­τερη μάλιστα ωφέλεια θα αποκτήσουμε από τους πειρασμούς, παρά από τις ανέσεις και από την καλοπέραση.
Ποτέ λοιπόν κι εμείς, να μην αδημονούμε, εφόσον τώρα γνωρίζουμε, πόσο κέρδος φέρνει στον άνθρωπο η υπομονή. Επίσης να μην αντιπαθούμε, αλλά να συγχωρούμε, εκεί­νους που μας προκάλεσαν τη θλίψη και τον πειρασμό. Γιατί, κι αν ακόμα αυτοί μας επι­βουλεύονται και μας προκαλούν τον πειρα­σμό και τη θλίψη, σκόπιμα και με τη θέλησή τους, όμως αυτό, σε τελευταία ανάλυση, το επιτρέπει ο Κύριος των πάντων.
Παραχωρεί ο Θεός να πέσουμε στον πει­ρασμό και τη θλίψη, γιατί αποσκοπεί στην πνευματική μας ωφέλεια. Για να μπορεί δηλα­δή να μας χαρίσει στο τέλος, πλουσιοπάροχα, το μισθό της υπομονής.
Η υπομονή και η ευχαριστία, που λει­τουργείται στην ψυχή τον καιρό των θλίψεων, την ευεργετεί πολύ και τη λυτρώνει από τις δικές της αμαρτίες.
Γιατί, αν τον Απόστολο Παύλο, τον θησαυρό και δάσκαλο της οικουμένης, ανεχό­ταν ο Κύριος να τον βλέπει να πέφτει κα­θημερινά σε τόσες θλίψεις και πειρασμούς — όχι βέβαια από περιφρόνηση στον αθλητή του πνεύματος, αλλά τον άφηνε στα βάσανα, για να του αυξήσει και τα στεφάνια— τί θα μπορούσαμε να πούμε εμείς; Εμείς, που τις πε­ρισσότερες φορές πέφτουμε στους πειρα­σμούς και στις θλίψεις, όχι από φθόνο του Πονηρού, αλλά εξαιτίας της δικής μας αμαρ­τίας; Με την λίγη λοιπόν τιμωρία μας εδώ, θα αξιωθούμε να δεχθούμε τη φιλανθρωπία του Θεού και να βρεθούμε, τη φοβερή εκείνη Η­μέρα της Κρίσεως, μέτοχοι της μερίδας των σωσμένων.
Αυτά λοιπόν, να σκεπτόμαστε πάντα, αγαπητοί μου. Να αντιστεκόμαστε με γενναιό­τητα σε καθετί λυπηρό και επώδυνο. Ωστε να μπορέσουμε να γλυτώσουμε από τις αμαρ­τίες μας και να αξιωθούμε της φιλανθρωπίας του Θεού. Να αξιωθούμε δηλαδή, να απολαύ­σουμε τον μισθό της υπομονής μας.
Κι αυτό σημαίνει: Να αξιωθούμε να γί­νουμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών, με τη Χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο, μαζί με τον Πα­τέρα και το Αγιο Πνεύμα, πρέπει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
Σειρά: Σελασφόρα 1
Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου
Καρέας 2004

 

Η σοφία του Θεού στους πειρασμούς και τις θλίψεις Αββάς Ισαάκ ο Σύρος

 



Όταν θέλεις ν’ αρχίσεις κάποια θεάρεστη εργασία, πρώτα να ετοιμασθείς ενάντια στους πειρασμούς που θα σε βρουν, και μη διστάσεις καθόλου. Γιατί ο εχθρός έχει συνήθεια, όταν δει κάποιον να ξεκινά με θερμή πίστη ένα καλό και σωτήριο έργο, να τον εμποδίζει με ποικίλους και φοβερούς πειρασμούς, για να φοβηθεί απ’ αυτούς, και να ψυχρανθεί η καλή προαίρεσή του, ώστε να μην έχει πια καμιά επιθυμία να ασχοληθεί με τη θεάρεστη εργασία. Όχι βέβαια, διότι έχει τέτοια δύναμη ο εχθρός –γιατί, αν είχε, κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει το καλό– όμως το επιτρέπει ο Θεός, όπως έχουμε μάθει από την περίπτωση του δίκαιου Ιωβ.

Συ λοιπόν ετοίμασε τον εαυτό σου, ώστε να συγκρουσθείς με γενναιότητα με τους πειρασμούς που αντίκεινται στις αρετές, και τότε μόνο να ξεκινήσεις τη θεάρεστη εργασία σου. Αν δεν προετοιμασθείς καλά για την απόκρουση των πειρασμών, μην ξεκινήσεις την εργασία των αρετών. (19)

Όπως πλησιάζουν τα βλέφαρα το ένα το άλλο, έτσι και οι πειρασμοί είναι κοντά στους ανθρώπους. Και αυτό το οικονόμησε ο Θεός να είναι έτσι, με σοφία, για να έχουμε ωφέλεια· για να κρούεις δηλαδή επίμονα, εξαιτίας των θλίψεων, τη θύρα του ελέους του Θεού και για να μπει μέσα στο νου σου, με το φόβο των θλιβερών πραγμάτων, ο σπόρος της μνήμης του Θεού, ώστε να πας κοντά του με τις δεήσεις, και να αγιασθεί η καρδιά σου με τη συνεχή ενθύμησή του. Και ενώ εσύ θα τον παρακαλείς, αυτός θα σε ακούσει. (25)

Για να μη χάσεις την εμπιστοσύνη σου και την αφοσίωσή σου στο Θεό, γι’ αυτό ο Θεός οικονόμησε να είσαι στις θλίψεις και, ακόμη, για να μην ξεστρατίσεις από το δρόμο του και προκαλέσεις τη δίκαιη οργή Του, οπότε θα σε τιμωρήσει και, άμα δε μετανοήσεις, θα σε εξολοθρέψει και θα χάσεις τη χάρη της παρουσίας Του. Σκέψου ακόμη τι ασέβεια και τι πολλές βλάσφημες και ακατονόμαστες ενέργειες φέρνει στη ζωή μας η ευημερία και η καλοπέραση και η έλλειψη του φόβου του Θεού. Γι’ αυτό λοιπόν, και με τα παθήματά μας και με τα διάφορα λυπηρά πράγματα που έρχονται, επαυξάνει την ενθύμησή Του στην καρδιά σου, και από το φόβο των δυσάρεστων σε ξυπνάει για να κρούσεις την πύλη της ευσπλαχνίας Του· και μ’ αυτή την αιτία σε απολυτρώνει από τα θλιβερά και σπέρνει μέσα στην καρδιά σου τη θεϊκή αγάπη. Και αφού βάλει μέσα σου την αγάπη, σε φέρνει κοντά και σε τιμά με το χάρισμα της υιοθεσίας, και σου φανερώνει την πλούσια χάρη Του.

Πώς αλλιώς θα γνώριζες ότι προνοεί και νοιάζεται για σένα με αγάπη και σε φροντίζει, αν δεν έρχονταν καταπάνω σου οι θλίψεις; Διότι κυρίως με τον πόνο και τη θλίψη είναι δυνατό να πληθυνθεί η αγάπη του Θεού στην ψυχή σου και να τη γεμίσει. Αυτά σε κάνουν να γνωρίσεις τα χαρίσματά Του και φέρνουν στη μνήμη σου την πολλή πρόνοια που έχει για σένα. Όλα αυτα τα πνευματικά αγαθά γεννιούνται από τα λυπηρά, για να μάθεις να ευγνωμονείς για όλα το Θεό.

Λοιπόν, να θυμάσαι το Θεό, για να σε θυμάται και Αυτός πάντοτε. Και αφού σε θυμηθεί και σε σώσει από τις θλίψεις, θα λάβεις απ’ Αυτόν κάθε ευλογία και θα είσαι μακάριος. Μην Τον ξεχάσεις λοιπόν, σκορπίζοντας το νου σου στις ματαιότητες, για να μη σε ξεχάσει τότε που θα έχεις πόλεμο με το κακό. Όταν όλα πάνε καλά στη ζωη σου, να υπακούεις στο Θεό και να τηρείς τις εντολές Του, για να έχεις κοντά Του παρρησία στις θλίψεις σου με την καρδιακή και επίπονη προσευχή και παράκληση. (25-6)

Άμα χτυπήσει ο πειρασμός τον άδικο, δεν έχει κουράγιο και θάρρος να επικαλεσθεί τη βοήθεια του Θεού, ούτε να περιμένει απ’ Αυτόν τη σωτηρία. Διότι τον καιρό που δεν είχε θλίψεις και ήταν αναπαυμένος, απομακρύνθηκε από το θέλημά Του. Προτού ν’ αρχίσεις τον πόλεμο, ζήτησε επίμονα να συνάψεις συμμαχία, και προτού να αρρωστήσεις, ζήτησε να μάθεις ποιος είναι καλός γιατρός. Έτσι, και προτού να έρθουν κατεπάνω σου τα θλιβερά, να προσεύχεσαι, οπότε στον καιρό των δυσάρεστων πληγμάτων θα βρεις το Θεό βοηθό, και θα σε ακούσει με προσοχή. Προτού να γλιστρήσεις και πέσεις στην απόγνωση, να επικαλείσαι και να παρακαλείς το Θεό· και προτού να προσευχηθείς, να έχεις φυλάξει τις μοναχικές σου υποσχέσεις, που είναι τα εφόδιά σου στο δρόμο του Θεού.

Η κιβωτός του Νώε σε καιρό ειρήνης κατασκευάσθηκε, και τα δέντρα για την ξυλεία της είχαν φυτευθεί πριν από εκατό χρόνια. Έτσι, τότε που ξέσπασε η οργή του Θεού για την αμετανοησία των ανθρώπων, οι άδικοι και αμελείς χάθηκαν, ενώ για τον δίκαιο και προνοητικό Νώε έγινε η κιβωτός σκέπη σωτηρίας.

Όσοι νεκρώθηκαν για τον κόσμο, αυτοί υπομένουν τους πειρασμούς και τα δυσάρεστα με χαρά, ενώ αυτοί που ζουν κοσμικά δεν έχουν τη δύναμη να υποφέρουν την αδικία· αυτοί ή νικιούνται από την κενοδοξία τους και οργίζονται και ταράσσονται, φερόμενοι με τρόπο παράλογο, ή κυριεύονται από τη λύπη και την απόγνωση. (27-8)

 

Από το βιβλίο: Κωνσταντίνου Καρακόλη, Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ. 105.

(Οι αριθμοί στο τέλος κάθε λήμματος αντιστοιχούν στις σελίδες του ελληνικού κειμένου: «Του Οσίου Πατρός ημών Ισαάκ, Επισκόπου Νινευΐ, του Σύρου, Τα Ευρεθέντα Ασκητικά», Λειψία 1770, Ανατυπούμενα επιμελεία Ιωακείμ Σπετσιέρη, Ιερομονάχου. Αθήναι.)