Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Στο δικό του «Θαβώρ»... † Γερο - Τρύφωνας ο Καψαλιώτης



Στο δικό του «Θαβώρ»...
Γερο - Τρύφωνας ο Καψαλιώτης
(† 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1978)
Εμπειρίες από την οσιακή αυτή μορφή, 
όπως τις κατέγραψαν ο Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης και 
ο μοναχός Μωυσής ο αγιορείτης
Tο 1978, τελείωσε την πνευματική του πάλη στον Άθωνα ο Αθλητής του Χριστού Γερο-Τρύφων, ο οποίος νίκησε την ματαιότητα, και έφυγε η αγιασμένη του ψυχή για την αιωνιότητα, στον Ουρανό!...
Ο Γέρο-Τρύφων, λοιπόν, είχε έρθει από την πατρίδα του Ρουμανία το 1910, σε ηλικία είκοσι πέντε χρόνων, και φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, ψηλά στην κορυφή της Καψάλας, κοντά στον Γερο-Μιχαήλ.

Ο Γέροντάς του, Γερο-Μιχαήλ, ήταν πολύ ευλαβής και παραδοσιακός. Έμοιαζε, μπορούμε να πούμε, στους παλαιούς Αββάδες. Ζούσε πολύ ασκητικά και τα ελάχιστα πράγματα για την συντήρησή του τα οικονομούσε από το απλό εργόχειρό του· έκανε κουτάλες. Όταν κανείς του έδινε μια ευλογία την δεχόταν μεν, αλλά έδινε και αυτός μια ανάλογη ευλογία, εκτός από την προσευχή που θα έκανε συνέχεια για τον άλλο.
Κάποτε, είχε στείλει τον αρχάριο τότε υποτακτικό του Πατέρα Τρύφωνα σε μια Μονή, για να δώσει το εργόχειρο τους και να περάσει και από τον κηπουρό της Μονής να του δώση μια κουτάλα και να του ζητήσει ένα λάχανο. Ο κηπουρός όμως, επειδή ήταν πολύ θυμωμένος - κάτι είχε - του πέταξε ένα κοτσάνι από λάχανο με δύο φύλλα άχρηστα και συνέχισε την δουλειά του.

Ο Πατήρ Τρύφων το πήρε, χωρίς να πει τίποτε, και ξεκίνησε για την Καψάλα, αλλά σε όλη την διαδρομή σκεφτόταν τον Γέροντά του, που ήταν γεροντάκι, και τι λάχανο θα έτρωγε! Ο Γέροντάς του πάλι, όταν είδε το κοτσάνι με τα δύο φύλλα, σκέφτηκε τον υποτακτικό του τι θα φάει... (...) 

Του λέει λοιπόν να ανάψει φωτιά και να βάλει νερό στο μπακίρι (στην κατσαρόλα). Παίρνει μετά ο Γέροντας το κοτσάνι, το βάζει μέσα και το σταυρώνει. Μετά από λίγη ώρα στέλνει τον Πατέρα Τρύφωνα να σηκώσει την κατσαρόλα από την φωτιά.

-Μπρε, τι να δω! μου έλεγε, ένα άσπρο κεφάλι λάχανο μέσα στο μπακίρι!

Όπως φαίνεται, και ο Γέροντάς του είχε αγιότητα, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται!...

Το 1917, όταν είχε γίνει η μεγάλη πείνα, ο Πατήρ Τρύφων είχε βγει στην Χαλκιδική με την ευλογία του Γέροντα του και θέριζε σε Αγιορείτικα Μετόχια και έτσι οικονόμησε λίγο σιτάρι για τον εαυτό τους και για τους γύρω τους Ασκητάς. Από το 1917 δεν ξαναβγήκε στον κόσμο και το 1978 έφυγε από το Άγιον Όρος για τον επουράνιο αληθινό κόσμο.

Ο Γέροντας Παΐσιος γράφει για τον Γερο–Τρύφωνα από την Καψάλα τα εξής πολύ ωραία: «Όλα του τα χρόνια τα έζησε στην Καψάλα σαν πετεινό του Ουρανού. Το πρόσωπό του ήταν κατά κάποιο τρόπο εξαϋλωμένο και φωτεινό. Και μόνο που τον έβλεπες, έπαιρνες πνευματική δύναμη. Δύσκολα φυσικά τον έβρισκε κανείς εκεί στην ερημιά που έμενε, γι’ αυτό και δεν είχε καθόλου ανθρώπινη παρηγοριά. 
Αλλά εκεί που δεν υπάρχει ανθρώπινη παρηγοριά, πλησιάζει η θεία!... 

Ο Θεός στέλνει την ουράνια χαρά με τους αγγέλους και τους αγίους Του. Οι παραδεισένιοι αυτοί άνθρωποι, που έχουν επαφή με αγγέλους και αγίους, έχουν φιλία με τα άγρια ζώα και με τα πουλιά του ουρανού, όπως και ο Γέρο–Τρύφων».

Την χαρά και την ειρήνη του φτωχού κι εγκαταλειμμένου Γερο–Τρύφωνα, δεν την είχαν ούτε πλούσιοι ούτε άρχοντες. Τον συντρόφευαν και τον υπάκουαν τα στρουθία του ουρανού. Το Κελί του ήταν ένα αχούρι, που έμπαζε από παντού νερό και αέρα, τα ρούχα του παλιά και λερωμένα, η τροφή του χόρτα και πάλι χόρτα. Κι όμως, δεν παραπονιόταν για τίποτε... 

Ήταν ικανοποιημένος, ευχαριστημένος και αληθινά χαρούμενος. Έκλαιγε για τις αμαρτίες του. Οίκτιρε τον εαυτό του. «Τι έκανα, εγώ», έλεγε, «μπροστά στους μεγάλους άθλους των αγίων;». Προσευχόταν με άκοπα, γλυκά, θερμά δάκρυα, ο αφανής και άδοξος αυτός ασκητής της αγιοτρόφου Καψάλας.
Τα τελευταία του χρόνια, τυφλώθηκε. Μνημόνευε συνεχώς τον θάνατο. Είχε παραδοθεί πλήρως στον Θεό. Τα μάτια του συνήθως ήταν γεμάτα δάκρυα. Είχε την παρέα του Χριστού και των αγγέλων και δεν ήθελε των ανθρώπων... 

Είχε φθάσει σε μέτρα απαθείας και θεώσεως. Έκανε και τον σαλό για να μην τον τιμούν. Μέσα από τ’ ασυνάρτητα λόγια του, όμως, έδινε σοφές συμβουλές που φανέρωναν και το προορατικό του χάρισμα.
Κάποτε ο Γέροντας Ιωάσαφ (†1993) από το Κελλί των Ιωασαφαίων στις Καρυές, φιλοξένησε κάποιους προσκυνητές με τον τρόπο της αβραμιαίας φιλοξενίας που συνήθιζε, ενώ ο ίδιος και η συνοδεία του ζούσαν απλά. Εκείνοι όμως οι προσκυνητές σκανδαλίστηκαν μέσα τους, θεωρώντας πως όλοι οι μοναχοί ζουν πάντοτε έτσι άνετα και πλουσιοπάροχα.

Ο Γέροντας, τους κατάλαβε και τους πήγε στην Καψάλα στον Γερο–Τρύφωνα να τον γνωρίσουν. Οι επισκέπτες, είδαν και θαύμασαν την φτώχεια του. «Την χαρά του Γέροντος Τρύφωνα, δεν την έχω εγώ. Ζει παρέα με τα πουλιά». Ο Γέροντας Ιωάσαφ, του είπε επιτηδευμένα τα εξής: «Γέροντα, δεν έχει ούτε ένα πουλί ο τόπος εδώ!». «Πώς δεν έχει, μπρε!», απάντησε «εύθικτα» ο Γερο–Τρύφωνας.

Φώναξε, και αμέσως γέμισε ο τόπος από πολλά και διάφορα πουλιά του δάσους, που κάθονταν άφοβα στο χέρι του, στο σκουφί του και γύρω του, τιτιβίζοντας και πετώντας χαρούμενα!... Ήταν ένα εξαίσιο και διδακτικό θέαμα για όλους, εκεί....
Όταν του πρότειναν να τον οικονομήσουν και να τον πάνε να τον γηροκομήσουν σε κάποιο Μοναστήρι, χαμογελώντας είπε αυθόρμητα: «Μπρε, “οικονομήσουν”! Ο Θεός οικονομάει και τα σκουλήκια μέσα στο χώμα και τα ταΐζει και τα ζεσταίνει. Κι εμένα το μεγάλο σκουλήκι δεν μπορεί να οικονομήσει; Εδώ (που μένω) είναι (θαμμένος) ο Γέροντάς μου Μιχαήλ που έκανε με την ευχή του, το κοτσάνι, ολόκληρο λάχανο!».
Ανεπαύθη στις 6/8/1978, ημέρα λαμπρή, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, στο δικό του «Θαβώρ», το ερειπωμένο καλύβι του. Ο Γερο-Τρύφων, ήταν ένα σπάνιο ευώδες άνθος του Περιβολιού της Παναγίας. Επί 70 συναπτά έτη μούντζωσε την κοσμική ματαιότητα, κάθε ανθρώπινη παρηγοριά και αγάλλεται αιώνια στην πανευφρόσυνη χαρά της Βασιλείας των Ουρανών...

Εύχου, Γερο–Τρύφωνα... Εύχου...

Στο δικό του «Θαβώρ»...
Γερο - Τρύφωνας ο Καψαλιώτης
[Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου (1952–2014): 
«Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του 20ου αιώνος», 
τόμ. β΄, σελ. 933–935, «Μυγδονία», Θεσ/νίκη, 
Σεπτέμβριος 2011.] 
Ο Ιερός Ναός της Αναστάσεως στην Καψάλα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου