Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Ο Ιατρος των ψυχών και των σωμάτων


 



Κυριακή Ζ΄ Λουκά (Λουκ. 8,41-56)



Toύ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου










«Θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε»




«Μή φοβού· μόνον πίστευε, και σωθήσεται»




( Λουκ. 8,48,50)





ΔΥΟ είνε τα θαύματα που διηγείται σήμερα ο ευαγγελιστής Λουκάς. Το ένα είνε η θεραπεία ενός ασθενούς, και το άλλο είνε η ανάστασι μιάς νεκράς. Άς δούμε με απλά λόγια τα δύο αυτά θαύματα.





* * *



Λέει το Ευαγγέλιο, ότι ο Χριστός περιοδεύοντας έφτασε σε μία πόλι. Αμέσως από στόμα σε στόμα διαδόθηκε, ότι ήρθε ο Χριστός. Έκλεισαν τα μαγαζιά. Οι εργάτες άφησαν τα εργαστήριά τους. Οι γυναίκες άφησαν τις δουλειές του σπιτιού, και τα παιδιά βγήκαν στο δρόμο. Όλοι είχαν την περιέργεια να τον δούνε. Όλη η πόλις ήταν στο πόδι, για να τον υποδεχθή. Τόσος ήταν ο κόσμος, που βελόνα να έρριχνες δεν έπεφτε κάτω. Όλοι σπρώχνονταν για να δούνε το Χριστό.



Καθώς ο Χριστός περπατούσε στο δρόμο, να και πέφτει στα πόδια του κάποιος, με δάκρυα στα μάτια, και λέει· Χριστέ, ελέησέ με.



Τι συνέβη; Τι είχε πάθει αυτός ο άνθρωπος; Ήταν άρχοντας της συναγωγής των Ιουδαίων. Λεγόταν Ιάειρος. Είχε ένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών, μονάκριβο, που αρρώστησε και κινδύνευε να πεθάνη. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Και τώρα, που άκουσε ότι ήρθε ο Χριστός, πήγε γονάτισε και τον παρακαλούσε να πάη στο σπίτι του, για να κάνη καλά το παιδί του.



Αλλ᾿ ενώ ο Χριστός προχωρούσε να πάη στο σπίτι του Ιαείρου, απότομα σταματά. Στρέφεται κ᾿ ερωτά· Ποιός με άγγιξε;



Οι μαθηταί απαντούν· Δάσκαλε, τι είνε αυτά που λές; Εδώ τόσος κόσμος σε σπρώχνει. Όλοι σε αγγίζουν και σε συνθλίβουν, και λές, Ποιός με άγγιξε;



Ο Χριστός όμως επιμένει· Κάποιος με άγγιξε· γιατί εγώ αισθάνθηκα δύναμι να φεύγη από πάνω μου.



Τότε μιά γυναίκα, που έτρεμε σαν το φύλλο, ντροπαλά – ντροπαλά πλησιάζει μπροστά του, πέφτει στα πόδια του και λέει· Χριστέ, συγχώρεσέ με. Εγώ είμαι αυτή που σε άγγιξε. Ήμουν μιά δυστυχισμένη γυναίκα. Ήμουν άρρωστη, είχα αιμορραγία. Στράγγισα. Πήγα σε γιατρούς, αγόρασα φάρμακα πανάκριβα. Πούλησα όλη μου την περιουσία, μα καμμιά θεραπεία δε βρήκα. Τώρα που ήρθες, είπα· Θα πάω να τον δώ· θ᾿ αγγίξω το ρούχο του, και θα γίνω καλά. Μ᾿ αυτή την πίστι σε πλησίασα. Και μόλις άγγιξα το ρούχο σου, έγινα καλά. Χίλιες δόξες να έχης, Χριστέ!



Τότε ο Χριστός είπε· Παιδί μου, έχε θάρρος· η πίστι σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό.




Αφού είπε αυτά ο Χριστός, προχώρησε να πάη στο σπίτι του Ιαείρου. Καθώς πλησίαζε, ένας υπηρέτης τρέχει και λέει στον Ιάειρο· Πέθανε το κορίτσι· μην ενοχλείς το διδάσκαλο, δε χρειάζεται πιά… Γιατί νόμιζε, ότι ο Χριστός δεν έχει τη δύναμι ν᾿ αναστήση νεκρό.



Ταράχτηκε ο Ιάειρος ακούγοντας ότι το παιδί του πέθανε. Αλλά ο Χριστός του έδωσε θάρρος. Μη φοβάσαι, του λέει, μόνο πίστευε.



Όταν έφτασαν έξω από το σπίτι, ακούνε κλάματα και φωνές. Είχε μαζευτή κόσμος πολύς, συγγενείς και φίλοι. Ήταν και κάτι μοιρολογίστρες, και όλοι κλαίγανε. Ο Χριστός τους λέει· Το κορίτσι δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Τους έβγαλε όλους έξω και κράτησε μόνο τους τρείς μαθητάς, τον Πέτρο τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τους γονείς. Έπιασε το χέρι της κόρης και φώναξε· Σήκω, παιδί μου, επάνω!



Αμέσως, σαν να πέρασε επάνω απ᾿ το σώμα μαγνήτης που τραβά τις βελόνες, έτσι σηκώθηκε επάνω το παιδί. Άνοιξε τα ματάκια του, κ᾿ έμειναν όλοι κατάπληκτοι. Και ο Χριστός, για να πεισθούν ότι δεν είνε φάντασμα αλλά πραγματικότης, είπε· Δώστε στο παιδί να φάη.




* * *



Αυτά τα δυό θαύματα μας διηγείται το Ευαγγέλιο.



―Ού! θα πούν τώρα οι άπιστοι. «Τώ καιρώ εκείνω» αυτά· τώρα δεν γίνονται θαύματα. Τώρα έχουμε φάρμακα και κλινικές.



Τι είπες, «τώ καιρώ εκείνω»; Όχι. Και σήμερα, και αύριο, και μετά δύο και τρείς χιλιάδες χρόνια, δεν θα παύση ο Χριστός να κάνη τα θαύματά του.



Πρίν από μερικά χρόνια στην Αθήνα έμαθα το εξής. Στο σπίτι ενός πάμπλουτου, που είχε καράβια, αρρώστησε το κορίτσι του το μονάκριβο, όπως ακριβώς του Ιαείρου. Μονάκριβο ήταν εκείνο στα χρόνια του Χριστού, μονάκριβο κι αυτό στα χρόνια τα δικά μας. Ο πατέρας είχε λεφτά. Το πήγε στη Σουηδία στους καλύτερους γιατρούς. Όλοι είπαν, ότι θα πεθάνη. Μα η μάνα, που πίστευε στο Χριστό, κι αφού απελπίστηκε από τους γιατρούς, κάθησε όλη νύχτα κάτω από τα άστρα μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς. Παρακαλούσε με δάκρυα το Χριστό, να κάνη καλά το κορίτσι της. Την άλλη μέρα ένας κρύος ιδρώτας έπιασε το κοριτσάκι. Άνοιξε τα ματάκια του και ζωντάνεψε. Πήγανε οι γιατροί και το είδαν, και θαύμασαν. Κι αυτοί οι άπιστοι πιστέψανε και είπαν· Είνε θαύμα.



Μάλιστα. Κάνει θαύματα ο Χριστός. Δεν εμεθα εναντίον των γιατρών και των φαρμάκων. Γιατί και τους γιατρούς και τα φάρμακα τα έδωσε ο Θεός. Αλλά παραπάνω κι από τα βότανα κι από τους γιατρούς ένα είνε το φάρμακο. Μη μου μιλάτε για άλλα φάρμακα. Ένα είνε το παντοδύναμο φάρμακο. Αν το έχης αυτό, φτάνει. Και το φάρμακο αυτό λέγεται πίστις.



Πίστευε στο Χριστό, και μη φοβάσαι. Να έχης πίστι βουνό.



―Μά τι είνε αυτή η πίστις;



Θα σας πώ. Υπάρχει κανείς που λέει, Δεν υπάρχει Φλώρινα, δεν υπάρχει Πτολεμαΐδα;… Αν το πή, θα τον πιάσουν και θα τον δέσουν. Υπάρχει κανείς που λέει, Δεν υπάρχει ήλιος, δεν υπάρχει φεγγάρι, δεν υπάρχει Αυστραλία, δεν υπάρχει Αμερική…; Μπορεί εσύ να μην πήγες στην Αυστραλία και στην Αμερική και να μην τις είδες, αλλ᾿ υπάρχουν τόσοι άλλοι που πήγαν και σε βεβαιώνουν. Όπως λοιπόν τα πιστεύεις και τα παραδέχεσαι αυτά, έτσι πρέπει να πιστεύης ότι υπάρχει και ένας άλλος αόρατος κόσμος.



Ναί, υπάρχει Θεός, εις πείσμα των δαιμόνων. Ναί, υπάρχει Χριστός, υπάρχει Παναγιά. Υπάρχουν άγγελοι, υπάρχουν δαίμονες. Υπάρχει κόλασι, και μη γελάς. Υπάρχει παράδεισος, και να χαίρεσαι. Υπάρχει κόσμος αθάνατος. Τα πιστεύεις; τα παραδέχεσαι; Αν πής, Άμ ποιός τα είδε;… δεν πιστεύεις πιά. Είσαι ολιγόπιστος· σαν το Θωμά, που ήθελε ν᾿ αγγίξη με τα χέρια του το Χριστό.



Λοιπόν αυτή είνε η πίστις. Στα παλιά τα χρόνια δεν κατοικούσαν οι άνθρωποι σε σπίτια μεγάλα. Δεν είχαν ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Δεν είχαν χαλιά και καλοριφέρ. Δεν είχαν αυτοκίνητα. Δεν εχανε λεφτά και ανέσεις. Αλλά εχανε πίστι μεγάλη. Πιστεύανε οι άνθρωποι. Μέσα στους χίλιους ζήτημα να εύρισκες έναν άπιστο. Όλοι πιστεύανε στο Θεό. Και ο Θεός τους ευλογούσε. Με την πίστι έκαναν θαύματα. Τώρα, τα χρόνια άλλαξαν. Τώρα ο διάβολος έσπειρε με τις χούφτες το σπόρο της απιστίας και αθεΐας, και μικρά παιδιά και νέοι και δεσποινίδες και γέροι με άσπρα μαλλιά και τσομπάνηδες και βοσκοί φύγανε από το Θεό. Μέσα σε τόσους ανθρώπους πόσοι πιστεύουν; Μέσα στις χίλιες γυναίκες ζήτημα εάν πιστεύουν δύο, και μέσα στους χίλιους άνδρες ζήτημα εάν πιστεύη ένας. Είνε χρόνια κατηραμένα.



Αλλά τελικώς η πίστις θα νικήση. Ο Θεός θα νικήση, ο Χριστός θα θριαμβεύση.



Πιστεύετε! όπως πίστευαν οι μανάδες σας οι αγράμματες. Πιστεύετε! όπως πίστευε ο Ιάειρος. Πιστεύετε! Η πίστις είνε το πολυτιμότερο, το μοναδικό πράγμα, που μπορούμε και πρέπει να φυλάξουμε στον κόσμο. Δυστυχισμένος αυτός που δεν πιστεύει. Προτιμότερο να χάσης τα μάτια σου, προτιμότερο να σβήση ο ήλιος, προτιμότερο να πέσουν τα άστρα, προτιμότερο να ξεραθούν τα πηγάδια, προτιμότερο να μη ζής, παρά να μην πιστεύης. Πίστευε! και με την πίστι μπροστά προχώρει, και ο Θεός ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψη.



† Ο Φλωρίνης, Πρεσπών & Εορδαίας



Αυγουστίνος



Αμμοχώρι 7-11-1971



Πηγή: https://ixthis3.blogspot.com/2020/11/blog-pos

Πηγή:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου