Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ. Περί νοεράς προσευχής.

Περί Προσευχής




Ανθρώπου που έχει απομονωθεί στο ταμείο της καρδιάς του, όπου προσεύχεται και διδάσκεται μυστικά

Προοίμιο

Μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ δὲν ξέρουν σε τί συνίσταται τὸ ἐσωτερικὸ ἔργο τοῦ Θεοσεβοῦς ἀνθρώπου, ὅπως ἐπίσης δὲν ξέρουν τί θὰ πεῖ νὰ σκέπτεται κανεὶς τὸν Θεὸ καὶ τίποτα δὲν ξέρουν περὶ νοερᾶς προσευχῆς, ἀλλὰ νομίζουν ὅτι ἀρκεῖ νὰ προσεύχεται κανεὶς μόνο μὲ τίς προσευχές ἐκεῖνες ποὺ βρίσκει στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία.

Ὅσον δὲ ἀφορᾶ τὴν μυστικὴ συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ ἐντὸς τῆς καρδίας καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς ὠφέλεια, ἀπολύτως τίποτα δέν γνωρίζουν περὶ τούτου καὶ οὐδέποτε ἐγεύθησαν τὴν πνευματικὴ γλυκύτητα της.

Ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἐκ γενετῆς τυφλός μόνον ἀκούει περὶ ἡλιακοῦ φωτὸς χωρὶς νὰ ξέρει τί εἶναι αὐτό, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ἔχουν μόνον ἀκούσει περὶ νοερᾶς προσευχῆς καὶ θεοσεβείας, χωρὶς νὰ ἐννοοῦν τὴν οὐσία της. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀπὸ ἄγνοια δική τους στεροῦνται πολλῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν ἀγαθοποιὸ πρόοδο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν τέλεια εὐαρέσκεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτό χάρη νουθεσίας τῶν ταπεινῶν, προτείνεται ἐδῶ κάτι σχετικὸ γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ μαθητεία καὶ τὴν νοερὰ προσευχή, ὥστε ὅποιος θέλει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἐργασία, νά φωτισθεῖ καὶ προοδεύσει στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Ἡ πνευματικὴ μαθητεία τοῦ ἔσω ἀνθρώπου βασίζεται περισσότερο στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ» (Ματθ. ΣΤ ́, 6).


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Περί διττής συνθέσεως του ανθρώπου. Περί μαθητείας. Περί προσευχής. Και περί καρδιάς.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ἐξωτερικὸς καὶ ἐσωτερικός. Ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁρατός, σαρκικός. Ὁ ἐσωτερικὸς εἶναι ἀόρατος, πνευματικὸς ἤ, σύμφωνα πρὸς τὸν ̓Απόστολο Πέτρο, «ἄλλ’ ὁ κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πραέος καὶ ἡσυχίου πνεύματος...» (Α΄ Πέτρ. Γ΄, 4).

Καὶ ὁ ̓Απόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ αὐτὸ ὡς ἑξῆς: «…ἀλλ’ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται…» (Β΄ Κορινθ. Δ΄, 16). Ὁμιλεῖ δηλαδὴ ὁ Ἀπόστολος σαφῶς περὶ ἐξωτερικοῦ καὶ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ὁ μὲν ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος συγκροτεῖται ἐκ πολλῶν καὶ διαφόρων ὀργάνων (μελῶν), ὁ δὲ ἐσωτερικὸς ἐκ πολλῶν πνευματικῶν δυνάμεων, ὁδεύοντας πρὸς τὸ τέλειο διὰ τοῦ νοός, διὰ τῆς προσοχῆς πρὸς ἑαυτόν, διὰ τοῦ ἐν Κυρίῳ φόβου μέ τήν βοήθεια τῆς Θείας Χάριτος.

Τὰ ἔργα τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁρατά, τὰ δὲ ἔργα τοῦ ἐσωτερικοῦ εἶναι ἀόρατα, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός: (…προσελεύσεται ἄνθρωπος, καὶ καρδία βαθεῖα...» (Ψαλμ. ΕΓ΄, 7).

Ἐπίσης καὶ ὁ ̓Απόστολος λέει: «Τίς γὰρ οἶδεν ἀνθρώπων τὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἐν αὐτῷ;» (Α΄ Κορινθ. Β΄, 11). Μόνον ὁ ἐτάζων νεφροὺς καὶ καρδίας Κύριος γνωρίζει τὰ κρύφια τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ διδασκαλία ἐπίσης εἶναι δύο εἰδῶν: ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ (κυρίως πνευματική). Ἡ ἐξωτερική διδασκαλία ἔγκειται στὴν μελέτη τῶν βιβλίων. Ἡ ἐσωτερικὴ ἐμβαθύνει καὶ ἐντρυφᾶ στὴν θεοσέβεια. Ἡ ἐξωτερικὴ ἀποβλέπει στὴν ἀγάπη πρὸς τὴν ἀνθρώπινη σοφία. Ἡ ἐσωτερικὴ ὅμως στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Ἡ ἐξωτερικὴ στὶς πολυλογεῖς συζητήσεις. Ἡ ἐσωτερικὴ στὴν προσευχή. Ἡ ἐξωτερικὴ στίς πονηρίες. Ἡ ἐσωτερικὴ στὴν θέρμη του πνεύματος. Ἡ ἐξωτερικὴ στίς καλλιτεχνίες. Ἡ ἐσωτερικὴ στοὺς στοχαστικούς συλλογισμούς. Ἡ ἐξωτερική «γνῶσις φυσιοῖ» (Α΄ Κορινθ. Η΄, 2). Ἡ ἐσωτερικὴ ταπεινοφρονεῖ. Ἡ ἐξωτερικὴ γνώση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει περιέργεια γιὰ νὰ τὰ μάθει ὅλα. Ἡ ἐσωτερικὴ γνώση τοῦ ἀνθρώπου προσέχει τόν ἑαυτὸ της καὶ τίποτε ἄλλο δέν ἐπιθυμεῖ παρά μόνο νὰ γνωρίσει τὸν Θεό, ὅπως εἶπε ὁ Δαυΐδ: «… Σοὶ εἶπεν ἡ καρδία μου, Κύριον ζητήσω, ἐξεζήτησε Σε τὸ πρόσωπόν μου, τὸ πρόσωπόν Σου, Κύριε, ζητήσω… (Ψαλμ. ΚΣΤ΄, (26,8). Καὶ πάλι: «Ὄν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σε ὁ Θεός» (Ψαλμ. ΜΑ΄, (40.1,2).

Ἡ προσευχὴ ἐπίσης ὑπάρχει σέ δύο μορφές: ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική. Προσευχή διά τῆς ἴδιας μας της προσπάθειας, ἐνεργουμένη διὰ τοῦ στόματος καὶ προσευχὴ ἐκ καρδίας, ἡ μυστική. Ἡ ὁμαδικὴ καὶ ἡ κατά μόνας. Ἡ καθορισμένη καὶ ἡ αὐτοπροαίρετη.

Ἡ καθορισμένη προσευχὴ εἶναι ἡ ἐκτελουμένη διὰ τοῦ στόματος, κατά κανόνα ἐκκλησιαστικό. Ἡ ὁμαδικὴ προσευχὴ ἔχει καθωρισμένο χρόνο: μεσονυκτικό, ὄρθρο, ὧρες, λειτουργία, ἑσπερινό, ὅπου οἱ ἄνθρωποι καλούμενοι μέ καμπανοκρουσία, ὀφείλουν νὰ ἀποδίδουν καθ’ ἑκάστην εὐχές καὶ δεήσεις, ὅπως ἁρμόζει σέ Οὐράνιο Βασιλέα, ὡς ὀφειλόμενο χρέος.

Ὅμως ἡ προσευχὴ ἡ ἐξ ἡμῶν ἐνεργουμένη μυστικῶς, αὐτοπροαιρέτως ἐνεργουμένη, δὲν εἶναι ὑπὸ χρόνον, ἀλλὰ ἐνεργεῖται πάντοτε, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος θελήσει, μόνο μὲ τὴν κίνηση τοῦ ἰδίου πνεύματος.

Η πρώτη, δηλαδὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ προσευχή, ἔχει καθωρισμένο ἀριθμὸ ψαλμῶν, τροπαρίων, κανόνων καὶ λοιπῶν ψαλμωδιῶν καὶ πράξεων μετὰ ἱερέων. Ἡ ἄλλη ὅμως (ἡ μυστική, ἡ νοερή καὶ αὐτοπροαίρετη προσευχή) σάν προσευχὴ ἀκαθόριστου χρόνου, δὲν ἔχει καθωρισμένο ἀριθμὸ προσευχῶν, καθότι ὁ καθένας προσεύχεται ὅσο θέλει· ἐνίοτε συντόμως, ἐνίοτε δὲ διὰ μακροῦ χρόνου.

Ἡ πρώτη τελεῖται ἐνώπιον ὅλων διά στόματος καὶ φωνῆς. Ἡ δεύτερη μόνο νοερά. Η πρώτη ἐκφωνεῖται ὀρθίως. Ἡ ἄλλη ὄχι μόνον ὀρθίως ἢ ἐν κινήσει, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κλίνης, ἐνῷ κοιμόμαστε ἀκόμη, καὶ πάντοτε ὅταν καὶ ὅποτε θελήσει νὰ ἀναγάγει τὸν νοῦ του ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεό.

Ἡ πρώτη, ἡ ὁμαδικὴ προσευχή, τελεῖται στόν Ναῷ τοῦ Κυρίου ἢ καὶ περιστατικῶς σέ κάποια οἰκία, ὅπου θὰ συγκεντρωθοῦν μερικὰ ἄτομα. Ἡ ἄλλη, ἡ κατά μόνας προσευχή, ἐκτελεῖται σέ κεκλεισμένο ταμεῖο, κατὰ τὸ ρῆμα τοῦ Κυρίου: «Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ» (Ματθ. ΣΤ ́, 6).

Ἀλλά καὶ «ταμεῖα» ὑπάρχουν δύο εἰδῶν; ἐξωτερικὸ καὶ ἐσωτερικό, ὑλικὸ καὶ πνευματικό. Τὸ ὑλικὸ ταμεῖο ἀποτελεῖται ἀπὸ ξύλα ἢ πέτρες. Τὸ πνευματικὸ «ταμεῖο» εἶναι ἡ καρδία ἢ ὁ νοῦς ἤ, κατὰ τὸν Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, ἡ μυστικὴ σκέψη, ὅμως ὅλα ἐννοοῦν τὸ αὐτὸ (ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ματθ. κεφ. ΣΤ΄).

Ἔτσι τὸ ὑλικὸ ταμεῖο παραμένει στὸ ἴδιο μέρος πάντοτε. Τὸ δὲ πνευματικὸ ταμεῖο ἀκολουθεῖ παντοῦ, διότι ὅπου καὶ ἂν βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἡ καρδιά πού εἶναι μαζί του, στὴν ὁποία δύναται νὰ συγκεντρώσει τὸν νοῦ του καὶ νὰ προσεύχεται μυστικά, εἴτε εὑρισκόμενος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, εἴτε συνομιλῶν μέ πολλούς ταυτοχρόνως.

Ἡ ἐσωτερικὴ προσευχή (ἂν σταθεῖ δυνατὸν νὰ τὴν κατορθώσει κανεὶς ἐν μέσῳ πλήθους ἀνθρώπων) δὲν θέλει οὔτε βιβλία, οὔτε στόμα, οὔτε φωνή, οὔτε κινήσεις τῆς γλώσσας, παρὰ μόνον τὴν ἀναγωγὴ τοῦ νοὸς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν αὐτοσυγκέντρωση, ἡ ὁποία εἶναι δυνατὸν νὰ τελεῖται ἐν παντὶ τόπῳ.

Τὸ ὑλικὸ ταμεῖο κλείνει ἐντός του τὸν ἄφωνο ἄνθρωπο μόνο του. Τὸ δὲ ἐσωτερικό – πνευματικό ταμεῖον περικλείει ἐντός του καὶ τὸν Θεὸ καὶ ὅλη τὴν Οὐράνια Βασιλεία, σύμφωνα πρὸς τὰ Εὐαγγελικά ρήματα του ἴδιου τοῦ Χριστοῦ: «… ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν» (Λουκ. ΙΖ΄ 21). Κατὰ τὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο ὁ στίχος οὗτος ἑρμηνεύεται ὡς ἑξῆς: ἡ καρδία ἀποτελεῖ μικρὸ δοχεῖο, ὅμως περιέχει τα πάντα: τὸν Θεό, τοὺς Ἀγγέλους, τὴ ζωή, την Βασιλεία, τοὺς θησαυροὺς τῆς Χάριτος.

Στό «ταμεῖο» τῆς καρδίας ἁρμόζει στὸν ἄνθρωπον νὰ κλείνεται συχνότερα, ἀπὸ ὅσο συνηθίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ κλείνεται μεταξὺ τῶν ὑλικῶν τοίχων. Συγκεντρώνοντας δὲ ἐκεῖ μέσα ὅλους τοὺς διαλογισμούς του, νὰ παρουσιάζει στὸν Θεὸ τὸν νοῦ του προσευχόμενο σ΄ Αὐτόν μυστικά, μὲ ὅλη τὴν θέρμη τοῦ πνεύματος του, με ζωντανὴ πίστη.

Ταυτόχρονα δὲ νὰ διδαχθεῖ τὴν κατὰ Θεὸν φρόνηση (Θεοσέβεια), ὥστε νά μπορέσει νά αὐξηθεῖ «εἰς ἄνδρα τέλειον εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Περί προσευχής που θερμαίνει τον άνθρωπο και τον ενώνει με τον Θεό δια της αγάπης.

Πρώτιστα ἂς εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸν χριστιανὸ (ἰδιαιτέρως δὲ σέ κάθε ἱερωμένο λόγῳ τῆς ἀποστολῆς του) ἁρμόζει μὲ κάθε τρόπο καὶ πάντοτε νά μεριμνᾷ γιὰ τὴν ἕνωση του μὲ τὸν Θεὸ καὶ Δημιουργό, τὸν Ἀγαπῶντα, τὸν Εὐεργέτη, τὸ ἀνώτατον Ὄν· νὰ μεριμνᾷ γιὰ τὴν ψυχή, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε ἀπὸ Αὐτόν. Μοναδικός σκοπός του πρέπει νὰ εἶναι μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἀπό τόν ὁποῖο ἔλαβε τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ζωή.

Παραδεχθεῖτε ὅτι ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ ἐπίγεια, τὰ ἀγαπητὰ καὶ ἐπιθυμητά, ὅπως: τὰ πλούτη, ἡ δόξα, ἡ σύζυγος, τὰ τέκνα, μὲ μία λέξη κάθε τὶ τὸ ὡραῖο, τό γλυκό καὶ ἀγαπητὸ τοῦ κόσμου τούτου, δὲν ἀποτελοῦν ἰδιώματα τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ προσιδιάζουν μόνο στὴν σάρκα, ἡ ὁποία εἶναι πρόσκαιρη, καὶ θὰ παρέλθουν ὅλα — τὰ ἀγαθὰ — μαζί της, ὅπως καὶ ἡ σκιά.

Ἡ δὲ ψυχή, ποὺ ἔχει ἀθάνατη ὕπαρξη δύναται νὰ βρεῖ αἰωνία ἀνάπαυση μόνο κοντά στὸν αἰώνιο Θεό, ὡς τὸ ἀνώτατο ἀγαθὸ της, τὸ κάλλιστο ὅλων τῶν καλλονῶν καὶ τέρψεων καὶ ἐρώτων, τὸ γλυκύτατο καὶ ἀγαπητότατο ἀγαθὸ ἐκ τοῦ ὁποίου ἔχει τὴν φυσικὴ της προέλευση καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο πάλι θά ἐπιστρέψει.

Διότι, ὅπως ἡ σάρκα θὰ ἐπιστρέψει στὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ θά ἐπιστρέψει στὸν Θεὸ ὁ ὁποῖος τήν ἔδωσε, καὶ θὰ μένει αἰωνίως μαζί Του, γι΄ αὐτό καὶ πλάσθηκε. Ὡς ἐκ τούτου, στὴν παροῦσα πρόσκαιρη ζωὴ ἔχουμε ἀνάγκη καὶ χρέος ἀπαραίτητο νὰ ζητήσουμε ἐπιμελῶς τὴν ἕνωση μας μετὰ τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά ζήσουμε μετ’ Αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ, στὴν μέλλουσα ζωὴ αἰωνίως.

Νὰ ἑνωθεῖ δὲ μαζί Του, μπορεῖ ὁ καθένας, μόνον διὰ τῆς ἐγκάρδιας ἀγάπης. Ἔτσι καὶ ἡ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον ἁμαρτωλὴ γυνὴ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ μέγα ἔλεος τῆς ἀφέσεως καὶ τὴν ἰσχυρή ἀφοσίωση πρὸς Αὐτὸν «ὅτι ἠγάπησε πολύ…». Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τοὺς ἀγαπῶντας Αὐτόν, προσκολλᾶται πρὸς τοὺς προσκολλημένους σ’ Αὐτόν, διαθέτει τόν Ἑαυτὸ Του στοὺς ἀναζητοῦντες Αὐτὸν καὶ ἀφειδῶς προσφέρει γλυκύτητα στοὺς θέλοντες νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀγάπη Του. Γιὰ νὰ δυνηθεῖ ὁ ἄνθρωπος νά διεγείρει στὴν καρδιά του αὐτή τήν θεϊκὴ ἀγάπη, πρὸς ἕνωση μετ’ Αὐτοῦ σέ ἀχώριστο σύνδεσμο ἀγάπης, εἶναι ἀνάγκη συχνά νὰ προσεύχεται, ἀνυψώνοντας τὸν νοῦ του πρὸς τὸν Θεό.

Ὅπως ἀκριβῶς ἡ συχνὴ διὰ τῶν καυσόξυλων ἐνίσχυση τῆς πυρᾶς αὐξάνει την φλόγα, ἔτσι καὶ ἡ προσευχή, τελούμενη συχνὰ καὶ μὲ τὴν ἐμβάθυνση τοῦ νοὸς στὸν Θεό, διεγείρει στήν καρδιά τὴν θεία Ἀγάπη, ἡ ὁποία ἀναφλεγεῖσα θὰ θερμάνει ὅλο τὸν ἔσω ἄνθρωπο, θὰ τὸν φωτίσει καὶ θὰ τὸν διδάξει. Θὰ τοῦ φανερώσει ὅλα τὰ ἄγνωστα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας Του καὶ θὰ τὸν ἐμφανίσει ὡς φωτοφλογερό Σεραφείμ, νὰ ἵσταται πάντοτε διὰ τοῦ πνεύματος του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νὰ θεωρεῖ Αὐτὸν νοερῶς καὶ νὰ αὐξάνει ἔτσι σέ πνευματικὴ ἀγαλλίαση.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Προσευχή που λέγεται μόνο με τα χείλη, χωρίς να προσέχει ο νους, είναι προσοχή άκαρπη.

Ἐδῶ δὲν θὰ ἦταν ἄτοπο νὰ ἐνθυμηθοῦμε μερικά δυσκολονόητα ἀποστολικὰ ἀποφθέγματα περὶ ἐκτελουμένης διὰ τοῦ πνεύματος καὶ διὰ τοῦ νοὸς προσευχῆς, κάνοντας ἀρχὴ στὰ λεγόμενα. Στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή του ὁ ̓Απόστολος Παῦλος συμβουλεύει νὰ προσευχόμαστε ἐν Πνεύματι: «…Διὰ πάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως, προσευχόμενοι, ἐν παντὶ καιρῷ ἐν Πνεύματι…» (Εφεσ. ΣΤ΄, 18).

Ὁ ἴδιος στὴν πρὸς Κορινθίους λέει τὰ ἑξῆς: «ἐὰν γὰρ προσεύχωμαι γλώσσῃ, τὸ πνεῦμα μου προσεύχεται, ὁ δὲ νοῦς μου ἄκαρπός ἐστι…» (Κορινθ. Α΄ ΙΔ΄, 14). Πῶς λοιπόν, συμβαίνει ὁ ἄνθρωπος νὰ προσεύχεται μὲ τὸ πνεῦμα του, ἀλλ ̓ ὁ νοῦς του νὰ μένει ἄκαρπος;

Ἡ λέξη «πνεῦμα» στὴν Ἁγία Γραφή ἐξηγεῖται ἀπό τούς Πατέρες διαφορετικά. Ἐνίοτε αὐτὴ νοεῖται ἀντὶ τοῦ «πνοή», ἐνίοτε δὲ ἀντὶ τῆς ἰδίας τῆς ψυχῆς, ἐνίοτε ἀντὶ οἱασδήποτε ἐπιθυμίας ἢ προθέσεως, καλῶς ἢ κακῶς νοουμένης, ὡς ἐπίσης ἀντὶ οἱασδήποτε ἀρετῆς ἢ κακίας, ὅπως π.χ. πνεῦμα ταπεινοφροσύνης, πνεῦμα ἀγάπης, πνεῦμα ἐλεημοσύνης.

Ἐνίοτε ἡ λέξη «πνεῦμα» τίθεται ἀντὶ κάποιας δωρεάς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως π.χ. πνεῦμα σοφίας, πνεῦμα γνώσεως, πνεῦμα διορατικότητος κ.τ.λ. καὶ ἄλλοτε πάλιν ἀντὶ τοῦ νοός, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος: «.. ἀνανεοῦσθε δὲ τῷ πνεύματι τοῦ νοὸς ὑμῶν…» (Εφεσ. Δ΄, 23).

Ὅταν ὁ Ἀπόστολος συνιστᾶ στοὺς Ἐφεσίους νὰ προσεύχωνται ἐν πνεύματι, προϋποθέτει ἐδῶ τὸν καθ’ αὐτὸ νοῦ, τόν ὁποῖο ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος πρέπει νὰ κατευθύνει πρὸς τὸν Θεό.

Ὅταν δὲ ἀπευθυνόμενος πρὸς Κορινθίους, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ προσευχομένου πνεύματος του καὶ τοῦ νοός του ὡς ἄκαρπου, χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη «πνεῦμα» ἀντὶ «φωνῆς» καὶ «πνοῆς» ἀνθρώπου, σὰν νὰ τοὺς λέει: «τί ὠφελεῖσθε, ὦ Κορίνθιοι, ἐὰν προσεύχεσθε μόνο μὲ τὴν φωνὴ τῆς ἀναπνοῆς σας, ὁ δὲ νοῦς σας δὲν παρακολουθεῖ τὴν προσευχή, περιπλανώμενος ἐδῶ καὶ ἐκεῖ; Ποιό τὸ ὄφελος, ἡ γλῶσσα νὰ λαλεῖ πολλά, ὅμως ὁ νοῦς σου νὰ μὴ προσέχῃ σ’ αὐτά, ἔστω καὶ ἂν λάλησες πλῆθος ὁλόκληρο λέξεων, ὦ ἄνθρωπε; Ποιό τὸ ὄφελος, ἐὰν ψάλεις μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς πνοῆς τοῦ λάρυγγος, ἀλλ ̓ ὁ νοῦς σου ἀπέχει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν στοχάζεται Αὐτὸν παρὰ ὀλισθαίνει ἀλλοῦ μὲ τὰ διανοήματα του; Τέτοια προσευχὴ δὲν σοῦ ἐπιφέρει οὐδεμία ὠφέλεια, δὲν εἰσακούεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μένει ἄκαρπη».

Πολὺ ὡραῖα ἔκρινε ὁ Ἅγιος Κυπριανός, λέγοντας: «Πῶς θέλεις νὰ σὲ ἀκούσει ὁ Θεός, ἀφοῦ ἐσύ ὁ ἴδιος δὲν ἀκοῦς τόν ἑαυτό σου. Θέλεις νὰ σὲ θυμᾶται ὁ Θεός, ὅταν προσεύχεσαι, ἐνῶ ὁ ἴδιος δὲν θυμᾶσαι τὸν ἑαυτό σου;».

Ὁ ̓Απόστολος Παῦλος προσφέρει στοὺς Κορινθίους, καὶ μέσῳ αὐτῶν πρὸς ὅλους ἐμάς, ὡς παράδειγμα τὸν ἑαυτό του λέγοντας: «… προσεύξομαι τῷ πνεύματι, προσεύξομαι δὲ καὶ τῷ νοΐ· ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ δὲ καὶ τῷ νοΐ...» (Α’ Κορινθ. ΙΔ΄, 15). Δηλαδή, θέλει νὰ πεῖ: ὅταν προσεύχωμαι μὲ τὴν γλῶσσα μου καὶ μὲ τὴν φωνή μου, προερχόμενη ἀπὸ τὴν ἀναπνοή μου, τότε ὀφείλω νὰ προσεύχωμαι καὶ μὲ τὸν νοῦ μου.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Μια σύντομη αλλά συχνά εκτελούμενη προσευχή, είναι περισσότερο ωφέλιμη από την παρατεταμένη

Ἀπό τοὺς πεπειραμένους στὴ Θεοσέβεια πατέρες ἔχω πληροφορηθεῖ σχετικῶς μὲ τὴν διὰ τοῦ νοὸς ἐκ καρδίας ἐκτελουμένη προσευχή, ὅτι θερμότερη καὶ ὠφελιμότερη προσευχὴ εἶναι ἡ σύντομη, ἀλλὰ συχνὴ καὶ ὄχι ἡ παρατεταμένη.

Ἐν τούτοις καὶ ἡ παρατεταμένη τυγχάνει λίαν ὠφέλιμη, ἀλλὰ μόνο γιὰ τοὺς προχωρημένους στήν τελειότητα καὶ ὄχι γιὰ τοὺς ἀρχάριους. Κατὰ τὴν παρατεταμένη προσευχὴ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου τοῦ μὴ ἐξοικειωθέντος ἀκόμα στὴν προσευχὴ δὲν δύναται νὰ στέκεται ἐπὶ μακρὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ συνήθως νικώμενος ἀπό τήν ἀδυναμία τῆς ἀστάθειας, ἀφαιρεῖται ἀπὸ ἐξωτερικές ἐντυπώσεις καὶ εἰκόνες φανταστικές ἐκ τῶν πραγμάτων, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ θερμότητα τοῦ πνεύματός του ὑποβαθμίζεται καὶ διασκορπίζεται.

Αὐτή ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ πλέον ἀδύναμη προσευχή, ὅπως συμβαίνει συνήθως κατὰ τὰς ἐκκλησιαστικές συνάξεις καὶ ψαλμωδίες ὅσο καὶ κατὰ τίς ἐπὶ μακρὸν ἀναγνώσεις τοῦ ἐπιβληθέντος κανόνος στὰ κελλία τῶν μοναχῶν.

Ὅμως ἡ σύντομη, καὶ συχνὴ προσευχή, τυγχάνει περισσότερο σταθερή, καθότι ὁ νοῦς ἐμβαθύνει στὸν Θεὸ καὶ ἐντός λίγου χρόνου δύναται νὰ ἐκτελεῖ τὴν προσευχὴ μὲ μεγαλύτερη θέρμη.

Γι’ αυτό καὶ ὁ Κύριος συνιστᾶ: «Προσευχόμενοι δὲ μὴ βαττολογήσητε…» (Ματθ. ΣΤ΄, 7). Καὶ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος διδάσκει: «Μὴν ἐπιχειρεῖς νὰ λές πολλά λόγια (πολυλογία), γιὰ νὰ μὴ σκορπᾷ ὁ νοῦς σέ ἀναζήτηση λέξεων. Μόνο μία λέξη του Τελώνη προσείλκυσε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο μία λέξη τοῦ Ληστή, πού πίστεψε, τόν ἔσωσε. Ἡ πολυλογία στήν προσευχή διασκορπίζει τὸν νοῦ σέ ρεμβασμούς, ἐνῶ ἡ ὀλιγολογία βοηθάει στὴν περισυλλογὴ τοῦ νοός».

Ἔτσι λοιπὸν ἡ συχνή προσευχή σου, ἂς εἶναι πάντοτε σύντομη καὶ ἂς μὴ πολλαπλασιάζεται με περιττά λόγια, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἀδιάλειπτη ὅπως διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, στὴν ἑρμηνεία τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «δὲν ἁρμόζει νὰ μακρύνει με πολυλογία κανεὶς τὴν προσευχή, ἀλλὰ εἶναι προτιμότερο νὰ προσεύχεται ὀλιγόλογα καὶ ἀδιάλειπτα» (Κεφ. ΣΤ΄).

Στίς ὁμιλίες του ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, σχετικά μέ τάς προσευχές τοῦ ̓Αποστόλου Παύλου γράφει τὰ ἑξῆς: «ὅποιος περιττολογεῖ στίς προσευχές του ἀργολογεῖ» (πρὸς Ἐφεσ. ΣΤ΄, ὁμιλ. 24). Ἐκτός αὐτῶν καὶ ὁ Θεοφύλακτος στὴν ἑρμηνείαν του γιὰ τὴν αὐτὴ περικοπὴν λέει: «ἡ περιττὴ ὁμιλία εἶναι ἀργολογία». Ὁ Ἀπόστολος εἶπε: «…θέλω πέντε λόγους διὰ τοῦ νοός μου λαλῆσαι, ἵνα καὶ ἄλλους κατηχήσω, ἢ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ» (Α΄ Κορινθ. ΙΔ΄, 19). Δηλαδή, προτιμῶ νὰ κάνω σύντομη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ προσέχοντας, παρὰ νὰ προφέρω μύριους λόγους ἄνευ προσοχῆς, γεμίζοντας τὸν ἀέρα με λόγια καί φωνές.

Ἐκτὸς τούτου τούς ἀποστολικούς λόγους «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» πρέπει νὰ ἑρμηνεύουμε ὡς προσευχὴ τοῦ νοός, ὁ ὁποῖος εἶναι δυνατὸν νὰ κατευθύνεται πάντοτε πρὸς τόν Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως. Λοιπόν, ἄρχισε ἀπὸ τώρα, ὦ ἄνθρωπε, νὰ ἀναλαμβάνεις βαθμηδόν τὴν προσφερομένη μαθητεία τῆς προσευχῆς αὐτῆς,

Ἄρχισε στό ὄνομα τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν νουθεσία τοῦ Ἀποστόλου, πού εἶπε τὰ ἑξῆς: «Καὶ πᾶν ὅ,τι ἂν ποιῆτε ἐν λόγῳ ἢ ἐν ἔργῳ, πάντα ἐν ὀνόματι Κυρίου Ἰησοῦ» (Κολοσ. Γ΄, 17) δηλαδὴ τὰ πάντα ποιεῖτε μὲ καλὴ πρόθεση, καὶ ὄχι τόσο γιὰ τὸ συμφέρον σας, ἔστω καὶ πνευματικό, ὅσο γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὥστε καί διὰ τῶν λόγων μας καὶ διὰ τῶν ἔργων μας καὶ διὰ τῶν διαλογισμῶν μας νά δοξάζεται πάντοτε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα κάνε σαφὲς στὸν ἑαυτό σου με μία σύντομη ἑρμηνεία, τί εἶναι προσευχή.

Προσευχὴ εἶναι ἡ κατεύθυνση τοῦ νοὸς καὶ τῆς διανοίας πρὸς τὸν Θεό. Προσεύχομαι σημαίνει ἵσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ νοός μου, θεωρῶ Αὐτὸν νοερῶς διὰ τῆς πίστεως καὶ συνομιλῶ μαζί του μετ’ εὐλαβείας, φόβου καὶ ἐλπίδος τοῦ ἐλέους του.

Ἔτσι λοιπόν, συγκέντρωνε ὅλες τίς σκέψεις καί, ἀποθέτοντας ὅλες τίς ἐξωτερικές μέριμνες, κατεύθυνε τὸν νοῦ σου πρὸς τὸν Θεό.


(Πόνημα τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Δημητρίου Ροστόβ καὶ Γιαροσλάβ τοῦ Θαυματουργοῦ. Ετυπώθη στὰ τυπογραφεῖα τῆς Λαύρας Πετσέρσκη τοῦ Κιέβου ἐν ἔτει 1853).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου