Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο και η πορεία προς τη θέωση



Ρένος Κωνσταντίνου

Ο απόστολος Παύλος στο γνωστό ύμνο του προς το Χριστό, στο πρώτο κεφάλαιο της προς Κολοσσαείς επιστολής, χαρακτηρίζει το Χριστό ως «εικόνα του Θεού του αοράτου»[1]. Ο ύμνος αυτός του Παύλου, ήταν και ο λειτουργικός ύμνος της πρωτοχριστιανικής κοινότητας[2]. Μάλιστα αποτέλεσε η διδασκαλία αυτή του θείου Παύλου αφετηρία και κέντρο της θεολογίας της «εικόνας» για τους Πατέρες της Εκκλησίας μας[3], στην οποία θα αναφερθούμε με συντομία στις επόμενες γραμμές.

 Ο άγιος Γρηγόριος  Νύσσης, χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από το χώρο της τέχνης, μας εξηγεί με απλό και παραστατικό τρόπο την κατ' εικόνα Θεού δημιουργία του ανθρώπου. Όπως οι ζωγράφοι, αναφέρει ο άγιος Πατήρ, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες βαφές και χρώματα έτσι ώστε «δι’ ακριβείας το αρχέτυπον κάλλος μετενεχθείη προς το ομοίωμα», έτσι και ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ' εικόνα του, μεταφέροντας με ακρίβεια σε αυτόν το «το αρχέτυπον κάλλος»[4]. Ο Θεός είναι το αρχέτυπο και ο άνθρωπος το ομοίωμα, ή αλλιώς η «κατά μίμησιν» ή «κατά τέχνην» εικόνα του Θεού, κατά τον μέγα Βασίλειο[5]. Ο Λόγος είναι η φυσική εικόνα του Θεού - Πατέρα, ενώ ο άνθρωπος η τεχνητή εικόνα του Θεού - Λόγου[6]. Με άλλα λόγια, ο Χριστός είναι εικόνα του Θεού και ο άνθρωπος εικόνα του Χριστού, αφού δημιουργήθηκε από το Λόγο του Θεού. Συνεπώς ο άνθρωπος είναι εικόνα της Εικόνας («εικών Εικόνος»)[7]. Ο Π. Νέλλας στηριζόμενος σε σχετικές διδασκαλίες Πατέρων της Εκκλησίας, συμπεραίνει ότι το αρχέτυπο του ανθρώπου είναι ο σαρκωθείς Λόγος, δηλαδή ο Χριστός, άσχετα αν δεν υπήρχε ιστορικά τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι πρωτόπλαστοι[8]. Υπάρχει λοιπόν στην ορθόδοξη θεολογία και παράδοση μια σαφής διάκριση μεταξύ  της φυσικής και τεχνητής εικόνας.

Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο βρίσκεται κυρίως στη ψυχή του ανθρώπου, η οποία είναι και το «άημα Θεού», το θείο δηλαδή εμφύσημα[9]. Επίσης ο άνθρωπος εικονίζει το Θεό ως λογική και ελεύθερη  ύπαρξη. Ο άνθρωπος είναι λογικό ον, ακριβώς επειδή έχει δημιουργηθεί κατ΄ εικόνα του Λόγου του Θεού[10]. Είναι επίσης ελεύθερος, ως εικόνα της απόλυτης αυτεξουσιότητας, που είναι ο Θεός[11]. Ορισμένοι Πατέρες βάζουν και το ανθρώπινο σώμα στο θείο εξεικονισμό. Ο λόγος είναι διότι ότι το σώμα με τη βασιλική του παράσταση και μεγαλοπρέπεια εκφράζει τον όλο άνθρωπο ως εικόνα του Θεού. Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όρθιον έπλασε μόνο των ζώων τον άνθρωπο, ίνα εξ αυτού του σχήματος ειδής ότι εκ της άνωθεν συγγενείας εστίν η ζωή σου .... όλην έχει την ορμήν προς την άνω πορείαν»[12].

Στο Θεό υπάρχουν τρείς  τρόποι ενώσεως και κοινωνίας: η «κατ’ ουσία», η «καθ’ υπόσταση» και «κατ’ ενέργεια». Η «κατ’ ουσία» ένωση αφορά μόνο τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Η υποστατική ένωση πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, όπου ενώθηκε η θεία και ανθρώπινη φύση[13]. Η δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα του Θεού αποτελεί την κατ’ ενέργεια ένωση του ανθρώπου με το Θεού και νοείται ως χάρισμα. Η ένωση αυτή δεν είναι πλήρης, διότι δεν καταργεί την απόσταση ανάμεσα στη θεία και ανθρώπινη φύση, αλλά απλώς τη γεφυρώνει. Η κατ’ ενέργεια ένωση Θεού και ανθρώπου προετοιμάζει και οδηγεί όμως την υποστατική ένωση του ανθρώπου με το Θεό εν Χριστώ. Η υποστατική αυτή ένωση είναι πλήρης και τελική[14] και είναι ουσιαστικά η  ομοίωση και ένωση με το Θεό.

Η ένωση με τον Θεό είναι γνωστή και ως θέωση και αποτελεί την τρίτη και τελειότερη βαθμίδα πνευματικής τελειώσεως[15]. Όπως αναφέρει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, η θέωση είναι η «προς τον Θεόν ως εφικτόν αφομοίωσις και ένωσις»[16]. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής σημειώνει πως ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, για να γίνει κοινωνός θείας φύσεως και όμοιος προς αυτόν κατά την θέωση που μυσταγωγεί η χάρη του[17]. Η ομοίωση με τον Θεό είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας του ανθρώπου με την Θεία Χάρη και αποτελεί το σκοπό της ζωής του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος για να πετύχει τη θέωση παίρνει από τον Θεό κάποια εφόδια, τις θείες δωρεές. Αυτές βοηθούν τον άνθρωπο να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο υπάρχει. Οι δωρεές του Θεού έχουν σκοπό να ανυψώσουν τον άνθρωπο από το «είναι» προς το «τελειούσθαι», δηλαδή προς το καθ' ομοίωση[18].

Ήδη μόλις ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο τον προίκισε με δωρεές και χαρίσματα, τα οποία κοσμούσαν την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτά είναι γνωστά ως «δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης». Τα δώρα αυτά ήταν κυρίως τα εξής: α) η δυνατότητα της αναμαρτησίας, β) η δυνατότητα της αθανασίας, γ) η απάθεια, η αφθαρσία και η έλλειψη πόνων, δ) η θεογνωσία και η κατοχή πολλών γνώσεων και ε) η αγαθότητα, η ακακία και η αθωότητα[19].

Οι θείες δωρεές δεν δόθηκαν μια φορά στον άνθρωπο, αλλά παρέχονται συνεχώς στη διάρκεια της ιστορίας. Ο Θεός προσφέρει καινούργιες δωρεές στον άνθρωπο και ανανεώνει τις παλιές[20]. Ο Μέγας Βασίλειος μάλιστα διακρίνει τα αγαθά που δόθηκαν στον άνθρωπο, α) στα «ήδη υπηργμένα παρά του Θεού» και β) στα «δι'επαγγελίας ύστερον αποκείμενα». Στα πρώτα, που χαρακτηρίζονται σαν «ανθρώπινα», περιλαμβάνονται η θεόπλαστη δημιουργία του ανθρώπου και η νοητική ικανότητα του. Στην δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται τα «έτι μείζω δώρα», δηλαδή τα σωτηριώδη γεγονότα της θείας οικονομίας στους έσχατους καιρούς, όπως η ενανθρώπιση, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, η κατάλυση του θανάτου και η ελπίδα της αναστάσεως[21].

Η κατ' εικόνα Θεού δημιουργία του ανθρώπου, όπως και οι υπόλοιπες θείες δωρεές αποδεικνύουν την συγγένεια του ανθρώπου με τον Θεό. Η συγγένεια που έχει ο άνθρωπος με τον Θεό βρίσκεται στην ψυχή του ανθρώπου. Αυτή είναι και η αιτία για την οποία η ψυχή τείνει προς τον Θεό. Επιπλέον αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος είναι «φύσει» καλός[22].




[1] Κολ. 1, 15-18.

[2] Π. Νέλλα, Ζώον θεούμενον, εκδόσεις Αρμός, (Αθήνα 2000), σελ. 22.

[3] Π. Νέλλα, Στο ίδιο, σελ. 21.

[4] Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, κεφ. Ε΄, PG 44, 137 Α.

[5] Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου, 2, 16 PG29, 604 C-605Aκαι Περί Αγίου Πνεύματος 18,45, PG 149BC.

[6] Ν. Ματσούκα, Ο.π., σελ.195.

[7] Π. Νέλλα, Ο.π. σελ. 23.

[8] Π. Νέλλα, Ο.π. σελ. 35-36.

[9] Δ. Τσάμη, Στο ίδιο, σελ. 188-189.

[10] Π. Νέλλα, Ο.π. σελ. 24.

[11] Π. Νέλλα, Ο.π. σελ. 25.

[12] Μ. Βασιλείου, Εις το πρόσεχε σεαυτώ 8, PG 31, 216C-217B στο Δ. Τσάμη, Ο.π. σελ.186.

[13] Π. Νέλλα, Ο.π. σελ. 32.

[14] Π. Νέλλα, Ο.π. σελ. 32-33.

[15] Γ. Μαντζαρίδη, Ο.π, σελ. 519.

[16] Διονυσίου Αεροπαγίτου, Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας, 1,3 PG 376 Α, στο Γ. Μαντζαρίδη, Ο.π., σελ. 517.

[17] Μάξιμου του Ομολογητή, Κεφάλαια διάφορα, 1, 42, PG 90 1193 D, στο Γ. Μαντζαρίδη, O.π., σελ. 517.

[18] Δ. Τσάμη, Ο.π., σελ. 183 – 184.

[19] Αποστολική Διακονία της Εκκλησιάς της Ελλάδος, Ερωτήσεις και απαντήσεις για την πίστη μας, από www. apostoliki – diakonia.gr. Ημ/νία ανακτησης: 24/4/2015.

[20] Δ. Τσάμη, Ο.π., σελ.184.

[21] Μ. Βασιλείου, Εις το πρόσεχε σε αυτώ 6, PG31,212B-213A,Περί Ευχαριστίας 2, 31,221C-224Α, Περί Αγίου Πνεύματος 9, 23, ΡG 32, 109 Β C , Εις Εξαήμερον 6, 1 ΡG 29, 120 Α, στο Δ. Τσάμη, Ο.π. σελ 184.

[22] Δ. Τσάμη, Ο.π., σελ. 185 – 186.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου