Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Τρία κείμενα για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη


Το παρόν είναι ένα στεγνό οικονομικό (και ολίγον πολιτικό) προσωπικό ιστολόγιο. Επειδή όμως ορισμένα πράγματα πράγματι δεν τρώγονται αναρτώ τρία κείμενα που αφορούν τον φωτεινότερο (από την οικονομία και την πολιτική) κόσμο της λογοτεχνίας. Μπαίνω επίσης στον πειρασμό μερικών σχολίων ενός σίγουρα μη-ειδικού για το ζήτημα (όχι ότι οι ειδικοί έχουν βέβαια αδιαμφισβήτητο δίκαιο). Πρώτον, υπάρχει μία γερμανική στρατιωτική ρήση που λέει ειρωνικά ότι ένας άσημος και αποτυχημένος γερμανός στρατηγός φόρεσε τις μπότες του Σλίφφεν. Είναι τολμηρό εκεί που βάδισε ένας κομμουνιστής, διανοούμενος και λογοτέχνης του διαμετρήματος του Βάρναλη να δοκιμάζουν να βαδίσουν μερικοί. Δεύτερον, επειδή οι κομμουνιστές δεν είναι – ή τουλάχιστον δεν πρέπει να είναι – κοσμοκαλόγεροι και επειδή η κρυψίνοια σπάνια εξασφαλίζει την μυστικότητα ακόμη και αυτών των πραγμάτων που δεν πρέπει να δημοσιοποιούνται θα ήταν καλύτερο εάν η αντιπαράθεση που ελάχιστα κρύβουν αυτά τα τρία κείμενα γινόταν ανοιχτά και επώνυμα. Άλλωστε ο κόσμος το έχει πλέον τούμπανο … Τρίτον, αξίζει – πριν βιαστούν να μιλήσουν ορισμένοι – να μελετήσουν την προσφορά αλλά και τα αδιέξοδα ενός σημαντικού νεαρού σοβιετικού κινήματος, της proletcult. Θα τα βρουν πιθανά πολύ διδακτικά. Τέταρτο και τελευταίο. Οι πιο λαμπρές – και οι πιο αποτελεσματικές – στιγμές της κομμουνιστικής παράδοσης είναι εκείνες που συνδύαζε ένα ανοικτό και πρωτοπόρο πλαίσιο ιδεολογικής συζήτησης εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την περιφρούρηση όσων έπρεπε να περιφρουρηθούν από τον ταξικό αντίπαλο. Αντιθέτως, η καλογερίστικη μυστικοπάθεια σχεδόν ποτέ τίποτα κρίσιμο δεν κατόρθωσε να περιφρουρήσει. Δείγματα εξάλλου αυτής της βλακώδους αντίληψης έχουμε και προσφάτως.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
«Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν»…
Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν στις αρχές του νέου έτους από το θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας

Ο Παπαδιαμάντης διά χειρός Κόντογλου
«Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί,
Οπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»
(Οδυσσέας Ελύτης)
Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν πριν λίγες μέρες από το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911, οπότε άφησε την τελευταία του πνοή, πάμπτωχος, ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες του λαού μας, ο χαρακτηρισμένος και κοινά αποδεκτός ως «δημιουργός και θεμελιωτής του νέου ελληνικού διηγήματος», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Ως «κοσμοκαλόγερος» (σ.σ. όπως είχε αυτο-προσδιοριστεί σε παιδική απάντηση στη μητέρα του σύμφωνα με τον Γ. Βαλέτα) και «άγιος των γραμμάτων» παρουσιάζεται ο Παπαδιαμάντης, κυρίως λόγω του θρησκευτικού – εκκλησιαστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγάλωσε και το οποίο σαφώς επηρέασε το έργο αλλά και τη ζωή του. Αυτή όμως είναι μια μονόπλευρη προσέγγιση που η κυριαρχία της θα σήμαινε τον νοηματικό «ευνουχισμό» του έργου του και της προσφοράς του στα νεοελληνικά γράμματα. Είναι μια προσέγγιση, δηλαδή, σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από την «προτροπή» του Ελύτη που παρατίθεται στην αρχή. Διότι, ανεξάρτητα ακόμα και από το τι θεωρεί ο ίδιος ο κάθε δημιουργός ότι «είναι» ο εαυτός του και το έργο του, η δυναμική αυτού του έργου στην «αντιπαράθεσή» του με το χρόνο και τις απερχόμενες εννοιολογικές και αισθητικές παραδόσεις – ακόμη και αυτές που εμφανίζονται ως «προοδευτικές» – είναι μερικά από τα βασικά στοιχεία που προσδίδουν αντικειμενικότητα στην αξία του, όπως φυσικά και η προσφορά του στον πολιτισμικό πλούτο του λαού, η οποία δε γίνεται συνήθως αντιληπτή από τους συγχρόνους του.

Ο Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή
Για παράδειγμα, μια εμφανιζόμενη ως «προοδευτική» προσέγγιση στη λογοτεχνία που θα «φετιχοποιούσε» το κριτήριο της γλώσσας θα οδηγούνταν στην εντελώς αντιδραστική απόρριψη έργων όπως η «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη και «Η Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Τέτοιους αρνητές – «κυρίως φανατισμένους δημοτικιστές» τους χαρακτηρίζει ο Α. Μακρόπουλος στη «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» – είχε και ο Παπαδιαμάντης. Οπως τον Π. Βλαστό που τον κατηγόρησε ότι έχει «χωριάτικο μυαλό, ψυχή στενή και μουδιασμένη (…) τα χέρια του πασπατεύουνε μα δε χουφτώνουν τη ζωή». Ο ίδιος έβρισε και τους υποστηρικτές του Παπαδιαμάντη «που θυμιατίζουνε στιχοπλόκους σαν τον Κάλβο και τον Καβάφη και πεζογράφους σαν τον ελεεινό Παπαδιαμάντη». Ο Δ. Π. Ταγκόπουλος έγραφε ότι ο Παπαδιαμάντης «κάθεται σε ψηλό καμπαναριό και καμαρώνει από μακρυά με το κανοκιάλι του τον κόσμο να αλληλοσπαράζεται», ενώ ο Κ. Χατζόπουλος θεωρούσε ότι «του λείπει η βαθύτητα στην παρατήρηση, η φαντασία, η δύναμη και η καλλιτεχνική συνείδηση».
«Εδημιούργησε εκεί που οι άλλοι μετέφραζαν»…

Ωστόσο, η προοδευτική διανόηση των λογοτεχνικών και κριτικών «γενιών» του μεσοπολέμου θα είναι αυτή που θα φωτίσει την πραγματική αξία του έργου του και που θα συμβάλει ουσιαστικά στο να καταστεί ο Παπαδιαμάντης ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της νεοελληνική λογοτεχνίας. Είναι εκείνοι που είδαν την κοινωνική διάσταση του έργου του (σ.σ. άραγε πόσα έργα εκείνης της εποχής, ακόμη και της σημερινής, τηρουμένων των αναλογιών, δείχνουν το μέγεθος του σκοταδισμού, της υποχώρησης της συλλογικής συνείδησης και της άθλιας κοινωνικής θέσης της γυναίκας και μάλιστα με τη συγκλονιστική λογοτεχνική μορφή της «Φόνισσας»;), αλλά και τη σημασία που αυτό είχε για τη «διάσωση» της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε μια εποχή που κυριαρχούσε η μετάφραση. Ο Παπαδιαμάντης «εδημιούργησε εκεί που οι άλλοι μετέφραζαν ή έκαναν μέτριες ή δουλικές απομιμήσεις παρμένες από ξένα έργα» έγραφε ο Φ. Μιχαλόπουλος, ενώ, ο Φ. Πολίτης εκτιμούσε ότι «μονάχα δύο ονόματα ξεχωρίζουν, γιατί τα δύο αυτά ονόματα είναι κόσμοι κλειστοί: Ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης. Η δημιουργική εργασία των δύο αυτών ποιητών είναι λυτρωμένη από το τυχαίο και από το επεισοδιακό. Βαίνει από συνολική σύλληψη ζωή». Ο δε Σεφέρης θεωρούσε ότι ο Μακρυγιάννης θα ήταν ο μεγαλύτερος νεοέλληνας πεζογράφος, «αν δεν υπήρχε ο Παπαδιαμάντης».

«Η φόνισσα», έργο του ζωγράφου Μίλτου Γκολέμαγια το εξώφυλλο του ομότιτλου βιβλίου του Παπαδιαμάντη, από τη «Σύγχρονη Εποχή»
Αλλά και ο άλλος μεγάλος των Γραμμάτων μας, ο Γιώργος Κοτζιούλας (σ.σ. που σε πολλά μοιάζει η βασανισμένη ζωή του με αυτήν του Παπαδιαμάντη) γράφει ποιητικά και «προφητικά»: «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η μεγάλη/ ψυχή, δεν είχε, λεν όσοι είδαν, να φορέσει/ λουρί, γι’ αυτό κι εκείνος έδενε τη μέση/ μ’ ένα σκοινί, σα διακονιάρης. Οταν πάλι/ τού ‘διναν τσάι ευρωπαϊκό σε σπίτι ξένο,/ δεν τό ‘παιρνε, γιατί δεν τό ‘χε μαθημένο./ Φεύγοντας ύστερη φορά για τ’ ακρογιάλι/ (πενήντα περασμένα κι είχε καταπέσει)/ τον πήρε το παράπονο, έκλαιε, πώς να μη μπορέσει/ τ’ αγόρι τ’ αδερφού του κάπου να το βάλει./ «Αχ, όπως ήρθα στην πατρίδα μου πηγαίνω»/ κρυφοτρεμούλιαζε τ’ αχείλι πικραμένο./ Τίποτε δεν τους λείπει αυτών που γράφουν τώρα/ κι όμως τη χάρη ποιος την έφτασε εκεινού;/ Κανένας άλλος, όση και να πάρει φόρα,/ δε σώνει το χαλκά να πιάσει τ’ ουρανού».
Ο,τι και να εννοούσε, πάντως, με τον όρο «καλλιτεχνική συνείδηση» ο Κ. Χατζόπουλος είναι μάλλον αμφίβολο αν τη διέθεταν – κατά κοινή ομολογία – σημαντικοί δημιουργοί όπως ο – και αποκαλούμενος «πατέρας της κρητικής λογοτεχνίας» – Στέφανος Σαχλίκης που έκανε παρέα με πόρνες, τζογαδόρους και πειρατές στα καπηλειά του Ηρακλείου του 14ου αιώνα, ή ο Φρανσουά Βιγιόν που έναν αιώνα μετά άφηνε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία… την ίδια ώρα που λήστευε ή σκότωνε πάνω σε καβγάδες, ή ακόμη και ο μέγιστος Χαλεπάς, αλλά και ο Θεόφιλος, για εντελώς διαφορετικούς λόγους φυσικά. Για να μην πάμε και στη… γνώμη που φαίνεται ότι είχε ο Ρεμπώ για την «καλλιτεχνία» και τη «συνείδησή» της, όταν 19 ετών αποφασίζει να μην ξαναγράψει ούτε μισή λογοτεχνική λέξη και να επιλέξει το δρόμο των τυχοδιωκτών στην Αιθιοπία, ή στη γνώμη του Μαγιακόφσκι για τους ατάλαντους σύγχρονούς του πραγματικά στιχοπλόκους που νόμιζαν ότι προσέφεραν έργο στην Επανάσταση, επειδή «κατάφερναν» να κάνουν ομοιοκαταληξία με τον «κομσομόλο που χτίζει το μόλο»…
Στην περίπτωση μάλιστα του Παπαδιαμάντη έχουμε μια συνειδητή, εκ μέρους του, απαξίωση και «αποκαθήλωση» της «καλλιτεχνικής συνείδησης», δηλαδή της συνειδητοποίησης, από τον δημιουργό… της «καλλιτεχνίας» του έργου του. Διότι ο Παπαδιαμάντης ήταν διανοούμενος και είχε συνείδηση αυτής του της ιδιότητας. Αλλά αρνήθηκε να την «εξαργυρώσει» – κυριολεκτικά και ηθικά – στο αστικό «πολιτιστικό» «χρηματιστήριο» των σαλονιών της εποχής, επιλέγοντας τον δύσκολο, αλλά σαφώς ουσιαστικό δρόμο της πραγματικής πνευματικής προσφοράς στο λαό του. Ο Ι. Κονδυλάκης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι τα έργα του Παπαδιαμάντη ποτέ δεν τυπώθηκαν με τη μορφή βιβλίου όσο ζούσε διότι «(…) δεν τα έγραφε διά να κατασκευάζει βιβλία αλλά διά να τα γράφη, διά να δίδη μορφήν εις τα όνειρά του. Και ήτον αρκετόν ότι εδημοσιεύοντο εις εφημερίδας και περιοδικά».
Αυτή η στάση δεν τεκμηριώνεται μόνο από το ότι, για παράδειγμα, δεν θέλησε να παραστεί στην εκδήλωση του «Παρνασσού» το 1908 για τα 25 χρόνια της δημιουργικής του παρουσίας, αλλά από το σύνολο της ζωής και του έργου του, «ψηφίδες» των οποίων δημοσιεύονται σήμερα σαν μια ελάχιστη αναφορά στην επέτειο.
Στο γνωστό, σύντομο βιογραφικό του σημείωμα ο ίδιος αναφέρει: «Εγεννήθην εν Σκιάθω τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ΄ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.
Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» έργον μου εις τον «Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως». Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».
Στο επίκεντρο ο λαϊκός άνθρωπος
Ας συμπληρώσουμε τα «ενδιάμεσα». Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 σε οικογένεια φτωχού παπά, του Αδαμάντιου Εμμανουήλ. Η μητέρα του ήταν η Γκιουλώ Μωραΐτη και είχε ακόμη τρεις αδερφές. Ο πατέρας του, για να ζήσει την οικογένειά του, έκανε και τον εργάτη σε αγροτικές δουλειές. Ο Αλέξανδρος βιώνει εξ απαλών ονύχων τη στέρηση, τη ζωή του χωριού και το εκκλησιαστικό τυπικό. Η ταξική του θέση είναι αυτή που τον αναγκάζει να διακόπτει συνεχώς τις σπουδές του για να επιβιώσει, με αποτέλεσμα να καταφέρει να βγάλει το Γυμνάσιο στα 23 χρόνια του. Δεν θα καταφέρει ποτέ λοιπόν να ακολουθήσει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές (αν και το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή) αλλά η δίψα για γνώση θα τον στρέψει στην αυτομόρφωση, η οποία, παρά τη στέρηση η οποία θα τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος, είναι εντυπωσιακή και περιλαμβάνει ξένες γλώσσες (γαλλικά και αγγλικά) και την αρχαία ελληνική γραμματεία. Το 1872 επισκέπτεται το Αγιο Ορος όπου μένει για μερικούς μήνες.
Για να βγάλει μεροκάματο, χωρίς να αποκοπεί εντελώς από την πνευματική ζωή της εποχής του, ακολουθεί τη δημοσιογραφία. Δουλεύει μεταφραστής στην «Εφημερίδα» του Δ. Κορομηλά και στο «Μη Χάνεσαι» του Βλ. Γαβριηλίδη, ο οποίος θα τον πάρει μαζί του και στην «Ακρόπολη» πάλι σαν μεταφραστή. Ο Γαβριηλίδης είναι αυτός που θα τον προτρέψει να ασχοληθεί και με τη λογοτεχνία. Η «Ακρόπολη» θα δημοσιεύσει σε συνέχειες το μυθιστορήμά του «Η Γυφτοπούλα» (1884). Η πρώτη του δημοσίευση ωστόσο ως λογοτέχνης ήταν το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα «Η μετανάστις» που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης με τα αρχικά του. Το 1881 δημοσιεύει το ποίημά του «Δέησις» στο περιοδικό «Σωτήρ».
Ακολουθούν τα ιστορικά – ρομαντικά μυθιστορήματα «Οι Εμποροι των Εθνών» (1882, εφημερίδα «Μη Χάνεσαι», ψευδώνυμο «Μποέμ»), «Η γυφτοπούλα» και «Χρήστος Μηλιώνης» (1885) στο περιοδικό «Εστία». Το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Το χριστόψωμο» δημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887 στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά.
Παρ’ όλ’ αυτά η φτώχεια, στα όρια της ένδειας, δεν τον εγκαταλείπει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον πτοεί. Μάλιστα, αργότερα θα αυτοσαρκαστεί μέσω ενός ήρωά του και την απόφασή του να ζήσει από την τέχνη «ασχολούμενος με έργο ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας».
Στρέφεται στο διήγημα (θα γράψει περίπου διακόσια) και τη νουβέλα προσφέροντας έργα όπως «Η Φόνισσα» που για τον Παλαμά είναι ένα «από τα ολίγα της παγκοσμίου λογοτεχνίας». Στο επίκεντρο του έργου του Παπαδιαμάντη είναι ο λαϊκός άνθρωπος όπως τον γνώρισε στη Σκιάθο, όχι όμως «ωραιοποιημένος», αλλά με έναν τρόπο που θα δώσει νέα πνοή στην ηθογραφία. Δεν θα μείνει όμως εκεί. Με την πένα του θα στηλιτεύσει τα αστικά «ήθη» με έναν τρόπο που παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρος: «(…) Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνική σεπηδόνα». Και όλα αυτά μέσα από ένα ακατέργαστο μεν αλλά σαφές ταξικό ένστικτο: «Αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδή μετηλλάξαμεν τυράννους (…)». Ενώ στο διήγημα «Βενέτικα» αναφέρεται σαφώς σε έναν από τους τρόπους δημιουργίας και συσσώρευσης κεφαλαίου: «(…) Για ν’ αποκτήσει κανείς γρόσια (…) πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια».
Ξεσκεπάζει και στηλιτεύει «(…) τους τοκογλύφους, αιματοφάγους, πολιτικάντηδες, ρουσφετολόγους, λαοπλάνους, τυχοδιώκτες» και εκτιμά ότι με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους «την πλιατσικολογίας διεδέχθη η φορολογία και έκτοτε ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύει διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέραν την ώτα ουκ έχουσαν (…)».
Είτε στην Αθήνα είτε στο νησί οι παρέες του είναι άνθρωποι του μόχθου. Η γλώσσα τους είναι η γλώσσα του ακόμη κι αν για άλλους λόγους – που δεν είναι του παρόντος – δεν την γράφει. Οταν η λογοτεχνική Αθήνα «γράφει» την εποποιία των καλλιτεχνικών καφενείων και των λογοτεχνικών σαλονιών, ο Παπαδιαμάντης συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και ψέλνει στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι. Στου Καχριμάνη, όπως αναφέρει ο Γιώργος Βαλέτας, ο Παπαδιαμάντης βρίσκει καλό κρασί, ανεπητίδευτη λαϊκή παρέα… και πίστωση από τον ιδιοκτήτη, τον κυρ-Δημήτρη. Ο οποίος σεβόταν τον λογοτέχνη πολύ και, εκτός από ευκολία στην πληρωμή, του είχε πάντα φυλαγμένο και φαγητό, εκτός από τις Τετάρτες και τις Παρασκευές που νήστευε. Τότε έτρωγε λαδερά από το γειτονικό μαγέρικο. Στο μπακάλικο του Καχριμάνη ο Παπαδιαμάντης θα περάσει δυο δεκαετίες στοχασμού, παρατήρησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δημιουργίας.
Ακόμη και τις εποχές που έρχονται κάποια αξιοπρεπή χρήματα στα χέρια του από τις συνεργασίες του σε εφημερίδες και αφού ξεχρεώσει κάποια από τα προηγούμενα χρέη του, πάλι δεν θα φυλάξει δεκάρα, ενώ θα βοηθήσει και κόσμο φτωχότερο από εκείνον. Για το πώς εργαζόταν ο Παπαδιαμάντης στον Τύπο μάς μεταφέρεται πάλι από τον Βαλέτα που παραθέτει μια συνομιλία του Π. Νιρβάνα με τον λογοτέχνη, όταν ο Παπαδιαμάντης δούλευε ως μεταφραστής στην «Ακρόπολη» το 1892. Ηταν μια εποχή που πληρωνόταν μεν καλύτερα, αλλά που… ξεχνούσε πώς είναι το φως του ήλιου, αφού εργαζόταν συνεχώς μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, μεταφράζοντας κομμάτια από αγγλικές και γαλλικές εφημερίδες, ασταμάτητα και τις Κυριακές («σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα, μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις (…)»): «Για πού τόσο βιαστικός; τον ρώτησε. – Αφησέ με, του απάντησε ο Παπαδιαμάντης. Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Εχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει» (Γιώργος Βαλέτας «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» εκδόσεις «ΓΙΟΒΑΝΗ»).
Μόλις το 1906, ο Βλαχογιάννης θα τον πάει στο καφενείο της Δεξαμενής (σ.σ. ένα από τα πλέον θρυλικά λογοτεχνικά στέκια με θαμώνες δημιουργούς όπως ο Βάρναλης και πολλούς άλλους) όπου τον φωτογραφίζει ο Νιρβάνας στην πασίγνωστη «ασκητική» φωτογραφία του. Παράλληλα, μεταφράζει – κυρίως από τα αγγλικά και τα γαλλικά – Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Γκυ ντε Μωπασάν, Ντυμά κ.ά.
Το 1908 επιστρέφει, πάντα φτωχός, στο νησί του και στους δικούς του. Το Δεκέμβρη του 1910 πέφτει βαριά άρρωστος. Στις 2 Γενάρη του 1911 φτάνει ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορεί ότι το κράτος, «αναγνωρίζοντας» το έργο του… τον παρασημοφόρησε. Λίγες ώρες μετά, το ξημέρωμα της 3η Γενάρη πέθανε, σκορπώντας τη θλίψη στο λαό. Το 1925 στήθηκε η προτομή του και στη βάση της σκάλισαν τους στίχους από το «Μοιρολόγι της Φώκιας»: «(…) Σα νάχαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθη κι οι καϋμοί του κόσμου (…)»…
Κύριες πηγές:
1. «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια»
2. «Βιογραφικό Λεξικό»
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Κυριακή 9 Γενάρη 2011, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ (ένθετο), σελ. 4.
http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=6022133&publDate=9/1/2011
Ο αληθινός Παπαδιαμάντης

Αυτήν την περίοδο, πολλά άρθρα δημοσιεύτηκαν και εξακολουθούν ακόμα να γράφονται για τον πολύ σημαντικό δημιουργό της νεοελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τα άρθρα γράφονται σαν αφιέρωμα στα 100 χρόνια από το θάνατο του Σκιαθίτη δημιουργού.
Οι περισσότεροι αρθρογράφοι προσδίδουν μέσα από τα άρθρα τους χαρακτηριστικά στον ίδιο τον Παπαδιαμάντη και στο έργο του που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Από τη δομή, από τα υπερβολικά κοσμητικά επίθετα και από το περιεχόμενο των αφιερωμάτων προκύπτει ότι οι συγγραφείς των κειμένων είναι «οπαδοί» του Αλ. Παπαδιαμάντη, της ζωής και του έργου του. Εξ ου και οι τίτλοι, οι υπότιτλοι και οι αναφορές ότι δήθεν ο Αλ. Παπαδιαμάντης «συνομίλησε με την ψυχή του λαού», ότι δήθεν «χρησιμοποίησε το λόγο του για να ξεσκεπάσει και να καταγγείλει τους πλουτοκράτες», ότι τάχα μέσα από τη «Φόνισσα» «δείχνει το μέγεθος της υποχώρησης της συλλογικότητας», ότι «ξεσκεπάζει και στηλιτεύει τους τοκογλύφους και τους αιματοφάγους πολιτικάντηδες» κ.λπ.
Κατά κανόνα, οι αρθρογράφοι κάνουν όχι σωστές προσεγγίσεις στο γλωσσικό πρόβλημα της εποχής των νεοελληνικών Γραμμάτων και ταυτόχρονα όλες σχεδόν οι πηγές τους αναφέρονται σε αστούς όπως ο Οδ. Ελύτης και ο Φ. Πολίτης, οι οποίοι μάς προτείνουν ότι στη νεοελληνική λογοτεχνία «μονάχα δύο ονόματα ξεχωρίζουν, Σολωμός και Παπαδιαμάντης» και μας καλούν μάλιστα να μνημονεύουμε μονάχα δύο ονόματα: «Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
Αυτός, λοιπόν, είναι ο αληθινός Παπαδιαμάντης;
Δυστυχώς, αυτός ο πράγματι μεγάλος δημιουργός ούτε στη ζωή ούτε στη γλώσσα του, κυρίως όμως ούτε στο έργο του θέλησε να εκφράσει την κοινωνική αδικία και την ανάγκη για απελευθέρωση από αυτήν. Ετσι, έμεινε ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες δημιουργούς που έκανε σπουδαίες περιγραφές, μοναδικές ηθογραφικές προσεγγίσεις, ψυχογραφίες, που έγραψε ύμνους στον ατομισμό και στη θρησκεία, διθυράμβους για τη χριστιανική πίστη και το χριστιανισμό, που ύμνησε την ελληνική φύση και το Αιγαίο πέλαγος. Για όλους αυτούς τους λόγους, η παμπόνηρη ελληνική εκκλησία του έδωσε το προσωνύμιο «ο Αγιος» των νεοελληνικών Γραμμάτων, είτε άλλοι, όπως ο Γ. Βαλέτας του έδωσε το προσωνύμιο «Κοσμοκαλόγερος». Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν τυχαίο. Και, δυστυχώς, μέσα από αυτές τις θέσεις του, μέσα από αυτές τις δοξασίες του και αυτήν τη στάση ζωής ο Αλ. Παπαδιαμάντης φρέναρε τη δυνατότητα που είχε να μπολιαστεί με το κοινωνικοπολιτικό είναι, να προσπαθήσει να το εκφράσει και να αξιοποιήσει το μοναδικό του ταλέντο στην υπηρεσία του λαού ενάντια στους αστικοτσιφλικάδες. Αδίκησε έτσι το μεγάλο του έργο και στένεψε την προσφορά του.
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης, και στην προσωπική του ζωή, ήταν μοναχικός, απόμακρος, μακριά από συλλογικότητες, μακριά από παρέες και φιλίες. Είτε στη Σκιάθο είτε στην Αθήνα, ζούσε σαν ασκητής, ζούσε μέσα σε γυάλα μακριά από τις κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του. Κόσμο απλό έβλεπε μονάχα κάθε Κυριακή στην εκκλησία.
Το στιλ της προσωπικής του ζωής, που αρκούνταν μόνο να έχει χρήματα για το ποτό του και την ταβέρνα του, μαρτυρά ένα είδος κοινωνικής περιθωριοποίησης. Ολοι οι μελετητές του έργου του, οι οποίοι είναι αφοσιωμένοι οπαδοί αυτού του έργου, ομολογούν το συγκεκριμένο τρόπο ζωής και την αγάπη του Αλ. Παπαδιαμάντη στον ασκητισμό και στο αλκοόλ.
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης για οχτώ μήνες ντύθηκε μοναχός στο Αγιον Ορος και σε όλη του τη ζωή ήταν παθιασμένος με τον Χριστιανισμό και τις δοξασίες του. Ηταν κάθε Κυριακή ψάλτης σε εκκλησίες. Σχεδόν σε όλα τα έργα του μιλάει για τον Χριστό, την Παναγία, τους αγίους με συγκεκριμένη οπτική. Γράφει π.χ. στο έργο του «Αγια και Πεθαμένα», «Πανάγαθε Βασιλεύ, (…) καρποίς ευλόγησον (…) πιστούς δούλους σου αγίασον, ότι εις δόξαν σην, Κύριε (…) των εν ευσεβεία και πίστει τελειωθέντων. (Εκδόσεις «Εστία», 2000 σελ. 39.)
Στο σπουδαίο έργο του «Η Φόνισσα», διαμορφώνει την πρωταγωνίστριά του, την Φραγκογιαννού, να ζει στον κόσμο της, να εμποδίζει τη νέα ζωή να διεκδικήσει, να βουλιάζει στα αδιέξοδα και στη σύγχυση ή να επιλέγει τη μεμονωμένη αντιμετώπιση ενός κοινωνικού προβλήματος και ξανά να προσδοκά τη λύτρωση όχι από τον κοινωνικό αγώνα, αλλά από το θεό.
Επιπλέον, μόνο στους τίτλους έργων του να προστρέξει ο απλός μελετητής θα διαβάσει δεκάδες αυτοτελή έργα του που έχουν γραφτεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής του βαθιά θρησκευτικά όπως είναι π.χ.: 1) Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη, 2) Ο Αλιβάνιστος, 3) Χριστός στο Κάστρο, 4) Χριστούγεννα του τεμπέλη, 5) Το Πάσχα ρωμέικο, 6) Το χριστόψωμο, 7) Στην Παναγίτσα στο Πυργί, 8) Αψαλτος, 9) Λαμπρή, 10) Αγιος Δεσπότης, 11) Η Παιδική πασχαλιά, 12) Παμμέγιστη, 13) Στην Παναγιά την Κουνίστρα κ.λπ. Για όλους αυτούς τους λόγους και πολλούς ακόμα, η πονηρή ελληνική εκκλησία τον προβάλλει, τον προωθεί και υποστηρίζει ότι: «Η ζωή του Παπαδιαμάντη ήταν λιβάνι αγιορείτικο, σαν το λάδι καντηλιού (…) το άρωμα του αγιορείτικου λιβανιού βγαίνει και προχέεται από την καρδιά του στο μολύβι του και στα γραπτά του. Τα κείμενά του είναι «λιβανάτα» από το μοσχοθυμίαμα της λατρείας, της προσευχής. Εχει το ήθος της λατρείας. Αυτή η λατρεία τον έκανε να παραμένει ορθόδοξος στο φρόνημα, στο ήθος σε όλη του την ζωή». (Από την ομιλία στην Παλαιά Βουλή του Μητροπολίτη Ναυπάκτου στην επέτειο των 90 χρόνων από το θάνατο του Παπαδιαμάντη).
Για τους ίδιους λόγους, ο γνωστός ακραία συντηρητικός ιστορικός Καργάκος γράφει για τον Παπαδιαμάντη: «Ο Παπαδιαμάντης, όπως αργότερα ο Ιων Δραγούμης, έβλεπε το ζήτημα διαφορετικά. Μια άλλη χριστιανική αυτοκρατορία θα διαδεχόταν την μουσουλμανική και θα έδινε νέα πνοή στους υποταγμένους λαούς…» (Ομιλία του σε ημερίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας για τον Αλ. Παπαδιαμάντη 25-26 Μάη 2001).
Στα 1948 ο υποστηριχτής του Αλ. Παπαδιαμάντη ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, στη μελέτη του με τίτλο: «Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη», γράφει: «Η ψυχολογία της παρακμής και η απαισιοδοξία δεν άφηναν τον Παπαδιαμάντη να χαρεί το δράμα ενός καινούριου κόσμου. Δεν ήταν δυναμικός τύπος, ηρωικός, όπως ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας. Κείνοι είχαν τ’ όνειρο, ο Παπαδιαμάντης τη νοσταλγία. Οι δυο τους κοιτούσαν μπροστά, ο Παπαδιαμάντης πίσω».
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης όπως στη ζωή του, στο έργου του, έτσι και στη γλώσσα του δε θέλησε να χρησιμοποιήσει την απλή, την κατανοητή γλώσσα του λαού μας. Στην εποχή του, γίνεται πόλεμος ανάμεσα στην καθαρεύουσα και στη Δημοτική. Αυτός όμως, στα διηγήματα, στα ποιήματα, στα δημοσιογραφικά του κομμάτια, θελημένα, συνειδητά, περιφρονεί τη γλώσσα του λαού και γράφει στην καθαρεύουσα. Βέβαια, κανένας δεν μπορεί μονάχα απ’ αυτό να κατατάξει τον Αλ. Παπαδιαμάντη και το έργο του, αλλά όλα χρειάζεται να συνυπολογίζονται αθροιστικά. Με το ειδικό βάρος που έχει το κάθε επίπεδο πρέπει να συναθροιστούν η θρησκοληψία του, ο μεγαλοϊδεατισμός του, ο ατομισμός του, η καθαρεύουσά του.
Εντέλει, μέσα από όλα αυτά, προκύπτει το ξεκάθαρο ερώτημα: Εμείς, οι κομμουνιστές όταν κρίνουμε έναν δημιουργό, ακόμα και τον πιο σπουδαίο, με ποιον τρόπο θα πρέπει να τον κρίνουμε; Ποια είναι εκείνα τα εργαλεία που θα μας οδηγούν αλάθητα στη σωστή κάθε φορά κρίση; Το εργαλείο είναι η θεωρία μας. Είναι η ανάλυση με βάση τα μαρξιστικά κριτήρια, αν ο δημιουργός κάνει τον κουφό, τον αδιάφορο στις κοινωνικές εξελίξεις ή αν συστρατεύεται με την «πένα» του για την κοινωνική αλλαγή. Αν ο πνευματικός άνθρωπος, ο διανοούμενος συντάσσεται με την εργατική τάξη και τους συμμάχους της ή αν ευθυγραμμίζεται με την αστική τάξη της κάθε εποχής. Αυτή η επιλογή είτε θα προσδώσει πόντους στο καλλιτεχνικό του έργο είτε θα το αφήσει στο στενό επίπεδο της πνευματικής δημιουργίας.
Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι στη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου, το δικό μας κίνημα έχει αναδείξει και έχει συμπορευτεί με αληθινούς γίγαντες της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας σε όλους τους τομείς των Γραμμάτων και των Τεχνών, με κορυφαίους διανοητές. Σπουδαίους ανθρώπους που έθεσαν τη μοναδική τους «πένα», την Τέχνη τους, στην υπηρεσία των λαϊκών αγώνων και του Κόμματος. Χρειάζεται σεβασμός στους δικούς μας «άγιους», που άγιασαν με τη στάση ζωής τους και το έργο τους τους αγιασμένους αγώνες του λαού μας. Χρειάζεται μέτρο και αυτοσυγκράτηση. Χρειάζεται ικανότητα να μπορούμε να κρίνουμε παράλληλα, όταν αυτό είναι αναγκαίο, το έργο ενός δημιουργού χωρίς να οδηγούμαστε σε απλοϊκές γενικεύσεις και χωρίς να μετατρέπουμε την επιθυμία μας σε πραγματικότητα. Γιατί θα θέλαμε ο Αλ. Παπαδιαμάντης να ήταν κοινωνικός αγωνιστής. Αλλά δεν ήταν.
Η πραχτική αξία όλων αυτών σχετίζεται με το πώς διαπαιδαγωγούμε σήμερα τη νέα βάρδια της εργατικής τάξης, πώς τη μαθαίνουμε να κρίνει, να υιοθετεί τη μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης, να φυλάγεται από κακοτοπιές και κάθε είδους οπορτουνισμό.
Κι εδώ αξίζει να θυμηθούμε πως αρχές του 1937, μέσα από τις φυλακές της Κέρκυρας, ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, στο έργο του ο «Αληθινός Παλαμάς» σκιαγραφεί τον Αλ. Παπαδιαμάντη, γράφοντας: «Ο Παπαδιαμάντης, της «Σχολής των Γραμμάτων» κι αυτός, είναι μια κορυφή στα νεοελληνικά γράμματα. Η φιλολογική του αξία είναι αναμφισβήτητη, αν και η καθαρεύουσα τον ζημιώνει εξαιρετικά. Η αξία του βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτός, περισσότερο ίσως από κάθε άλλον νεοέλληνα τεχνίτη του πεζού λόγου, περιέγραψε με μιαν εξαιρετική δύναμη και ζωντάνια την ελληνική ζωή, τα ήθη και έθιμα, πρώτ’ απ’ όλα της ιδιαίτερης πατρίδας του. Το έργο του είναι δεμένο με τη ζωή του λαού, με τις καθημερινές μικροέγνοιες και μικροφροντίδες του. Μα αυτό είναι όλο. Παραπέρα ο Παπαδιαμάντης δεν προχωρεί. Η γλώσσα του τον κρατάει μακρυά από τη λαϊκή μάζα, που θα μπορούσε να τόνε νοιώσει και να τον εχτιμήσει. Η σκέψη του δεν ξεκολλά από τη γύρω του καθυστέρηση δεν κουνιέται, δεν προχωρεί και είναι βαθειά επηρεασμένη απ’ το θρησκευτικό μυστικισμό.
Ο ρεαλιστής Παπαδιαμάντης συμβιβάζεται με τη νεοελληνική πισοδρόμηση, γίνεται ο τραγουδιστής της. Πίσω απ’ την καθημερινή λαϊκή ζωή και φτώχεια δεν αντιλαμβάνεται τα κοινωνικά προβλήματα, που την ανησυχούν και τήνε δέρνουν. Ο Παπαδιαμάντης δεν έχει κοινωνική προοπτική, ούτε και τον ενδιαφέρει αυτό. Ετσι, γερός αυτός τεχνίτης του πεζού λόγου, δε γίνεται τίποτε άλλο απ’ αυτό. Αυτού σταματά. Με τη δύναμη της πέννας του δεν εμπνέει ορμή, δεν εμψυχώνει, δεν καθοδηγεί. Φυσικά, αν ήταν τέτοιος θα φρόντιζε πρώτ’ απ’ όλα να διορθώσει την γλώσσα του. Ετσι, μένει κι αυτός, πολύ περισσότερο από τους δύο πρώτους *, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής της εποχής του και των προβλημάτων που την απασχολούν. Περιέγραψε οπωσδήποτε τη ζωή του λαού, μα δεν μπήκε στην ψυχή του». (Εκδόσεις «Γλάρος», 1986 σελ. 28).
* Αναφέρεται στους Λασκαράτο και Ροΐδη.
Γιώργος ΜΑΥΡΙΚΟΣ
Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ
Κυριακή 13 Μάρτη 2011, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ (ένθετο), σελ. 7.
http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=6140917&publDate=13/3/2011
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Γέννημα της εποχής του

Η συμπλήρωση, φέτος, εκατό χρόνων από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (3/1/1911), αυτού του σπουδαίου λογοτέχνη και θεμελιωτή του νεοελληνικού διηγήματος, αποτελεί και μια αφορμή προσέγγισης του έργου του μέσα από το πρίσμα της μαρξιστικής κριτικής.
Τρία είναι τα βασικά θεματολογικά «πεδία» που αποτέλεσαν τα σημεία διαμάχης, έως και πολεμικής, στο έργο του Παπαδιαμάντη, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του μέχρι και σήμερα: 1) Η γλώσσα. 2) Η «θρησκευτικότητα». 3) Η σχέση του με τα κοινωνικά ζητήματα της εποχής του.
Η γλώσσα
Ασκώντας κριτική στην «ολοκληρωτική άρνηση της αξίας του (σ.σ. του Παπαδιαμάντη) σαν λογοτέχνη», ο Τάκης Αδάμος χρησιμοποιεί το παράδειγμα του, Κ. Θ. Δημαρά, ο οποίος επικρίνει τον συγγραφέα για «καθαρεύουσσ, κακοτεχνία, κακογραφία (…) Ο,τι χρειάζεται για ν’ αναχθεί σε σύμβολο από τους λογίους που πολεμούσαν τη δημοτική (…)». Γράφει, απαντώντας, ο Τ. Αδάμος: «(…) Αυτό που ο Κ. Θ. Δημαράς ονομάζει καθαρεύουσα δεν είναι πρώτ’ απ’ όλα καθαρεύουσα. Κι είναι χαρακτηριστικό πως οι πρώτοι και καλύτεροι θαυμαστές και υμνητές του Παπαδιαμάντη ήταν οι πρωτομάχοι του δημοτικισμού. Η ιδιόρρυθμη αυτή γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι επιπλέον κι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της δημιουργίας του (…)».
Ο Κώστας Βάρναλης σημειώνει: «Αυτός ο «πτωχαλαζών, ο τρέφων αλλοκότους ιδέας», είχε και την… αλλόκοτην ιδέα να ξέρει τη δημοτική περίφημα και να τη γράφει θαυμάσια (στα διαλογικά μέρη των διηγημάτων του κυρίως) κι όμως να προτιμά την καθαρεύουσα, ανάκατη με δημοτικά στοιχεία. Αλλ’ ήτανε τόσο μαέστρος σα συγγραφέας, που κατόρθωνε να ζωντανεύει ό,τι νεκρό άγγιζε με την πέννα του (…) Ο Παπαδιαμάντης όμως δε γίνεται δημοτικιστής χωρίς να είναι. Ητανε με τον τρόπο το δικό του. Οι ήρωές του, άνθρωποι του λαού μιλούνε σ’ όλα του τα διηγήματα τη γλώσσα του λαού (…)».
Ασκώντας κριτική στους «υβριστές» του Παπαδιαμάντη και ειδικά στον Πέτρο Βλαστό, ο Βάρναλης σημειώνει, μεταξύ άλλων: «(…) Εστω, ο Παπαδιαμάντης δεν ήξερε τι θα πει γλώσσα και δεμένο ύφος (…) Αλλ’ αυτό δεν μας ενδιαφέρει. Ο,τι μας ενδιαφέρει είναι, πως ένας λογοτέχνης σαν τον Βλαστό αποκαλεί τον Παπαδιαμάντη «ελεεινό» και το μυαλό του «χωριάτικο». Γιατί απλούστατα ο Βλαστός έκαμνε Τέχνη του γραφείου κι ο Παπαδιαμάντης Τέχνη του ανοιχτού ορίζοντα. Ο ένας έκαμνε Τέχνη ψεύτικη κι ο άλλος Τέχνη αληθινή. Ο ένας έπλαθε την Τέχνη του με τα πιο εξεζητημένα στοιχεία κι ο άλλος με τα πιο απλά. Ο ένας αγαπούσε το λαό κι ο άλλος τόνε μισούσε (…)». Και αλλού: (…) Ο Παπαδιαμάντης είναι ο κατ’ εξοχήν αντιρρητορικός συγγραφέας. Ο φωνακλαδισμός, η πόζα, η επιτήδεψη κ’ η ανειλικρίνεια, που αποτελούνε τα κυριότερα γνωρίσματα της κακής Τέχνης (…) λείπουν ολότελα από τον Παπαδιαμάντη (…) Ο Παπαδιαμάντης είναι ο μεγαλύτερος νεοέλληνας συγγραφέας κι ο μόνος, που μπορεί κανείς να τον διαβάζει και πάντα να τόνε βρίσκει νέον κι αναπάντεχο (…)».
Ο Νίκος Μπελογιάννης σημειώνει: «Πήρε αντιδραστική θέση στο κίνημα του Ψυχάρη. Συμπαθούσε όμως το δημοτικισμό. Το 1905 έγραψε την «Αποσώστρα» στη δημοτική και τον κατηγόρησαν ότι πήρε ρούβλια. Ετσι σταμάτησε. Συνήθισα, είπε μια μέρα στο Σημηριώτη, και τώρα πια είναι αργά. Τρομερή η δύναμη της συνήθειας στον Παπαδιαμάντη».
Η «θρησκευτικότητα»
Ο Τ. Αδάμος κατατάσσει την κριτική περί «θρησκευτικότητας» στο έργο του Παπαδιαμάντη ανάμεσα στις «πολλές λαθεμένες αντιλήψεις και απόψεις» γύρω από τον συγγραφέα. Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Από τις πιο διαδεδομένες αντιλήψεις είναι η «θρησκευτικότητα» του Παπαδιαμάντη, που επιβεβαιώνεται, τάχα, όχι μόνο από την «πληθώρα της «θρησκευτικής» θεματογραφίας του, αλλά κι απ’ την ίδια την «ασκητική» ζωή του (…) Ενώ η αλήθεια είναι ολότελα διαφορετική. Διαβάζοντας κανείς το έργο του Παπαδιαμάντη θα διαπιστώσει ότι η «θρησκευτικότητά» του δεν έχει ιδεολογικό βάθος. Ο Παπαδιαμάντης λατρεύει τους θρησκευτικούς τύπους σαν τρυφερή αναπόληση των βιωμάτων της παιδικής του ηλικίας, σαν νοσταλγία του τόπου που γεννήθηκε και τόσο αγαπάει, σαν κάτι το αξεχώριστα δεμένο μέσα του με τον καθημερινό σκληρό μόχθο των απλών και ταπεινών ανθρώπων του νησιού του (…)». Επίσης: «Δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαίοι θεολόγοι όπως ο πανεπιστημιακός καθηγητής και ακαδημαϊκός Δ. Σ. Μπαλάνος έγραφε σχετικά: «… Επί του θρησκευτικού πεδίου ο Παπαδιαμάντης είναι ο κατά τας περιστάσεις και τας καιρικάς διαθέσεις εναλλάσσων παραστάσεις και αντιλήψεις…» (περιοδικό «Νέα Εστία, Χριστούγεννα του 1941)».
Ο Κ. Βάρναλης (αναφερόμενος στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο Παπαδιαμάντης τους ήρωές του): «(…) Ολους αυτούς τους ανθρώπους τους εξιλεώνει η δυστυχία, η άγνοια, η αδυναμία ν’ αντιδράσουνε στη Μοίρα και να νικήσουνε με τη βοήθεια του λογικού και της θέλησης την ανθρώπινή τους φύση. Γι’ αυτό όλοι τους είναι δικαιωμένοι μέσα σ’ έναν ανώτερον κόσμο Συγνώμης κι Ελέου. Ο ίδιος ο δημιουργός τους (σ.σ. ο συγγραφέας) τους αγαπά, τους συμπονεί και τους συχωρνά. Τους συχωρνά όχι τόσο σα χριστιανός παρά σαν ένας φιλοσοφημένος άνθρωπος, που τοποθετείται μέσα στην αιωνιότητα (…)».
Ο Παπαδιαμάντης και η εποχή του
Ο Τ. Αδάμος άσκησε κριτική όχι μόνο στην αστική διανόηση σε σχέση με την προσέγγισή της στον Παπαδιαμάντη, αλλά και στο τμήμα της διανόησης που έκανε μηχανιστική χρήση του διαλεκτικού υλισμού, ακυρώνοντάς τον τελικά και σπέρνοντας ιδεολογικές συγχύσεις. Γράφει: «Ο Παπαδιαμάντης και το έργο του επικρίθηκαν και από τα «Αριστερά». Ενας χαρακτήρισε τον Παπαδιαμάντη «άσημο» λογοτέχνη. Αλλος έγραψε ότι ο Παπαδιαμάντης «συμβιβάστηκε με τη νεοελληνική πισωδρόμηση» και έγινε «ο τραγουδιστής» της. Και πως ενώ «περιέγραψε τη ζωή του λαού δεν μπήκε στην ψυχή του». Τρίτος πως ο Παπαδιαμάντης «είναι ο ηρωικός ονειροπόλος που στρέφεται στα περασμένα, είναι ένας νοσταλγός». Και πως η ψυχολογία της παρακμής και η απαισιοδοξία δεν τον άφησαν «να χαρεί το όραμα ενός καινούργιου κόσμου». Υποστηρίχτηκε ακόμα η άποψη ότι «η θρησκευτική πίστη, μαζί με τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις για τα κοινωνικά προβλήματα κράτησαν τη σκέψη του Παπαδιαμάντη αλυσοδεμένη στο παλιό, τον εμπόδισαν να πλησιάσει τα πρωτοπόρα φιλοσοφικά και κοινωνικά ρεύματα της εποχής του, τον εμπόδισαν να ψάξει βαθύτερα στις κοινωνικές ρίζες για να βρει την απάντηση στο ερώτημα: «πόθεν το κράτος της αμαρτίας», που τον βασάνιζε όλη του τη ζωή». Κατά τη γνώμη μας οι απόψεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στα πράγματα. Η προσπάθεια να «εκσυγχρονιστεί» ο Παπαδιαμάντης και να κριθεί έξω από την εποχή του οδηγεί, οπωσδήποτε, σε λαθεμένες εκτιμήσεις. Οπως κάθε αληθινός δημιουργός, έτσι ο Παπαδιαντης είναι γέννημα της εποχής του. Και δεν μπορούσε νάναι τίποτα άλλο από εκφραστής αυτής της εποχής. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε την εποχή εκείνη (1880-1910) νάναι φορέας κι εκφραστής μιας ολοκληρωμένης προοδευτικής κοσμοθεωρίας, όταν η κοσμοθεωρία αυτή ήταν τότε ακόμα εξαιρετικά θολή – αν όχι ανύπαρχτη – στη χώρα μας. Το έργο κάθε συγγραφέα είναι πράξη ζωής και μονάχα αυτή η πράξη κρίνεται μέσα σε τόπο και χρόνο. Ολα τ’ άλλα είναι άσχετα πράγματα και αμφίβολης αξίας (…)».
Ο Κ. Βάρναλης: «(…) Αλλά δεν είναι μονάχα ο μεγαλύτερος ποιητής (σ.σ. προηγουμένως ο Βάρναλης σημείωνε ότι η πεζογραφία του Παπαδιαμάντη «περιέχει περισσότερη ποιητική ουσία από τα περισσότερα νεοελληνικά έμμετρα έργα»). Είναι κι ο περισσότερο ελληνικός, αν Ελληνες είναι ο λαός. Η ψυχή του κ’ η ψυχή των ηρώων του είναι η ψυχή του ελληνικού λαού στην πιο εξαγνισμένη της υπόσταση. Δε χώρισε τον εαυτό του από το πλήθος κι έμεινε απλός σ’ όλη του τη ζωή. Μέσα στο έργο του δεν υπάρχει καμιά ξενική ανάμνηση ούτε εκζήτηση θέματος (…)».
Ο Ν. Μπελογιάννης: «Ο Παπαδιαμάντης είναι(;) ένα είδος Τολστόη, – Μια ιδιότυπη φτωχική μικρογραφία Τολστόη».
Και πάλι ο Αδάμος: «(…) Ολο του το έργο είναι διαποτισμένο από φλογερή αγάπη προς τον απλό λαό, από σαρκασμό και καυστική ειρωνεία για τους άρχοντες και τους φαυλοκρατικούς θεσμούς τους. Τα βάσανα κι οι καημοί του λαού (…) ζωντανεύουν με τρόπο μοναδικό. Οι ήρωές του (…) όλοι απλοί άνθρωποι της δουλειάς και του μόχθου, ψυχογραφούνται τόσο βαθιά και τόσο πειστικά, ώστε θαρρεί κανείς πως τους συναπαντάει ακόμα και σήμερα σε κάθε του βήμα μέσα στην ελληνική πραγματικότητα (…) Γι’ αυτό και το έργο του δεν μπόρεσε να κλειστεί μέσα στο σκουφί του «καλόγερου» και στο ιδεατό ράσο του «κοσμικού αναχωρητή», που δοκίμασαν, εχθροί και «φίλοι» να του φορέσουν. Ο Παπαδιαμάντης είναι και θα μείνει ο μεγάλος νεοέλληνας πεζογράφος, πρώτος ανάμεσα στους πρώτους της νεοελλληνικής λογοτεχνικής δημιουργίας».
Πηγές:
1) Τάκης Αδάμος, εισαγωγή στον τόμο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Επιλογές Ι» («Σύγχρονη Εποχή»).
2) Κώστας Βάρναλης «Αισθητικά – Κριτικά – Σολωμικά» («ΚΕΔΡΟΣ»).
3) Νίκος Μπελογιάννης «Σχέδιο για μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» («Σύγχρονη Εποχή»).
Ανυπόγραφο
Πέμπτη 7 Απρίλη 2011 – Κυριακή 10 Απρίλη 2011, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ (ένθετο), σελ. 3.
http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=6185519&publDate=7/4/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου