Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Μετάνοια και Αγιοσύνη ...στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη




Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς που μπορούν να συγκριθούν με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη από την άποψη της ποιότητας αλλά και της ποσότητας του έργου τους. Κάποιοι, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, έχουν να δείξουν ένα τεράστιο έργο, του οποίου η ποιότητα δεν είναι πάντα σταθερή – δημοσιογράφος της ποίησης παρά ποιητής έχει χαρακτηριστεί, χαρακτηρισμός που είναι ίσως λίγο άδικος, αλλά όχι εντελώς άστοχος – ενώ άλλοι όπως ο Σολωμός, ο Σαραντάρης ή ο Καβάφης εξασφάλισαν τη θέση τους στο στερέωμα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας με πολύ λίγα αλλά εξαιρετικά ποιήματα, που μπορούν να χωρέσουν σε ένα βιβλίο μόνο. Ο Νίκος Γκάτσος είναι η ακραία περίπτωση λογοτέχνη που αν και έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό ως στιχουργός, κατέκτησε αξίως την αναγνώριση από λογοτέχνες και κριτικούς, χάρη σε ένα ποίημα μόνο. Ίσως μόνο η παραγωγή του Καζαντζάκη, του Μυριβήλη και του Σικελιανού, για να περιοριστούμε στις ψηλότερες από τις κορυφές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, να μπορεί να συγκριθεί με την παραγωγή του Παπαδιαμάντη.
Λίγοι είναι επίσης οι λογοτέχνες –οι καλλιτέχνες γενικότερα– που προσπάθησαν να αποφύγουν την προσοχή και το ενδιαφέρον του κοινού, και που δεν ενδιαφέρθηκαν να συνδεθούν με κάποιο πολιτικό, φιλοσοφικό, καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό δίκτυο. Σχεδόν όλοι, ίσως με την εξαίρεση του Καβάφη, επηρέασαν συνειδητά ή έστω προσπάθησαν να επεκτείνουν την τέχνη τους σε κάποια άλλη πλευρά της πνευματικής ή πολιτικής ζωής, πέραν της λογοτεχνίας. Για το Ρίτσο, παραδείγματος χάριν, σχεδόν δεν υπήρχε όριο ανάμεσα στην πολιτική και την καλλιτεχνική του σκέψη και δημιουργία. Το λογοτεχνικό ταλέντο του Καζαντζάκη, από την άλλη μεριά, πέρασε μέσα από τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις, και τελικά μπορεί να εξεταστεί από αυτό το πρίσμα. Ακόμα και ο Γκάτσος έθρεψε μια ολόκληρη γενιά με τη στιχουργική του και τις απόψεις του. Χωρίς το Γκάτσο δε θα είχαμε, για παράδειγμα, το Χατζιδάκι και τις δικές του αναζητήσεις, τουλάχιστον στη μορφή που τον γνωρίσαμε, αφού ο Χατζιδάκις αναγνώριζε συχνά ότι ωρίμασε καλλιτεχνικά και φιλοσοφικά μέσα από τη μαθητεία του στο Γκάτσο.
Από την άλλη μεριά, ο Παπαδιαμάντης απέφευγε συστηματικά το δημόσιο ενδιαφέρον, σε κοινωνικό ή λογοτεχνικό επίπεδο. Όπως αναφέρει σχεδόν κάθε βιογραφία του, όταν ο λογοτεχνικός σύλλογος Αθηνών οργάνωσε μια ποιητική βραδιά το 1908 για να τον τιμήσει, αυτός κρύφτηκε, προτιμώντας να κάνει παρέα με το μανάβη φίλο του Νικόλαο Μπούκη και τη γυναίκα του (1). Αυτού του είδους η ταπεινή συμπεριφορά συνέβαλε ώστε να τον αποκαλούν συχνά κοσμοκαλόγερο (Ο Κοσμοκαλόγερος είναι ο τίτλος της μυθιστορηματικής βιογραφίας του από τον Μιχάλη Περάνθη) και άγιο της Ελληνικής λογοτεχνίας, αν και η ζωή του, όπως παρατηρεί και ο Ελύτης στη μελέτη του, μοιάζει περισσότερο με τη ζωή των επαναστατημένων νέων της γενιάς του 1950, παρά με το συντηρητικό παραεκκλησιαστικό οργανωσιακό πρότυπο. «Ο ψάλτης του ναού και ο πιστός της ταβέρνας, όσιος και αλήτης» τον είπε ο Παλαμάς.
Πάντως ο Ελύτης, παρά την βαθιά κατανόηση και τον σεβασμό με τον οποίο προσέγγισε τη χριστιανική παράδοση και την εκκλησιαστική λογοτεχνία (πολλές από τις εικόνες του αντλούνται απευθείας από την Αγία Γραφή και την υμνολογία της Εκκλησίας), τα έλεγε αυτά έχοντας υπόψη του τον ηθικιστικό καλό και στρατευμένο Χριστιανό όπως τον καταλάβαινε στην εποχή του η παραεκκλησιαστική δράση, και τοποθετεί τον Παπαδιαμάντη στα αριστερά του, ούτως ειπείν. Στην πραγματικότητα ο Παπαδιαμάντης είχε αντιδράσει σε αυτό το πρότυπο με την ίδια ένταση όπως ο Ελύτης, όμως τοποθετούσε τον εαυτό του μάλλον δεξιότερα των παραεκκλησιαστικών κατά κάποιο τρόπο, αφού είχε συγκρουστεί πολλές φορές με τον Απόστολο Μακράκη της οργάνωσης Σχολή του Λόγου, και τους οπαδούς του, κάνοντας σφοδρή κριτική ενάντια στην αλλοίωση της εκκλησιαστικής πνευματικότητας, τον ηθικισμό και το νομικισμό που παρεισφρούσε στην ελληνική Εκκλησία τότε. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η κριτική του στον κληρικαλισμό και στην εκκοσμίκευση του μοναχισμού. Το μικρό διήγημα Ο Καλόγερος, που δημοσιεύτηκε το 1892, έχει τον υπότιτλο «Μικρά μελέτη» αν και έχει τη δομή του συνηθισμένου ηθογραφικού διηγήματος, γιατί ο Παπαδιαμάντης βρίσκει ευκαιρία να αναπτύξει τις ανησυχίες του για τη σύγχυση του μοναχισμού και της ενοριακής ποιμαντικής ζωής, αλλά και διάφορα άλλα κακώς κείμενα στην εποχή του – αλλά πολλά ισχύουν και μέχρι σήμερα.
Ίσως όμως ο κύριος λόγος που ο Παπαδιαμάντης λέγεται συχνά άγιος της ελληνικής λογοτεχνίας, είναι η θεματική του. Ψάλτης ο ίδιος για χρόνια στη μικρή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου στην Πλάκα, δεν είναι πολύ γνωστό ότι εκτός από τα διηγήματά του έγραψε και εκκλησιαστικούς ύμνους, όπως την ακολουθία του αγίου Αντύπα Περγάμου αφού θεραπεύτηκε από κάποιο επώδυνο πρόβλημα με τα δόντια του (ο άγιος Αντύπας θεωρείται θεραπευτής των δοντιών και προστάτης των οδοντογιατρών), έγραψε πολλές ιστορίες με ιερείς και ψάλτες, μακρινά ξωκκλήσια και γιορτές και μοναχούς – για ένα διάστημα κατά τη νεότητά του αναλογίστηκε μήπως έπρεπε να γίνει μοναχός, όπως έγινε τελικά ο άλλος Αλέξανδρος της Σκιάθου, ο ξαδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και μετέπειτα μοναχός Ανδρόνικος. Η λειτουργική ζωή βρίσκεται παρούσα σχεδόν σε κάθε βήμα των μικρότερων ιδιαίτερα διηγημάτων του (3).
Αυτό το εκκλησιαστικό τοπίο τον ταύτισε στις μεταγενέστερες γενιές με την τρέχουσα εκκλησιαστική αντίληψη, καθώς ήταν ο μόνος ίσως ταλαντούχος συγγραφέας που έγραφε για μοναχούς και για ξωκκλήσια. Άλλο θέμα αν δεν τον διάβαζαν βαθύτερα. Για το μεγαλύτερο κομμάτι του εικοστού αιώνα, παρά τις λίγες σοβαρές αναλύσεις του έργου του, ο τίτλος του κοσμοκαλόγερου και του ταπεινού αγίου δεν του προσέδωσαν τόσο λογοτεχνική ταυτότητα όσο κοινωνικο-πολιτικό στίγμα, που συνέβαλε στη συνηθισμένη στερεότυπη και επιφανειακή αντίληψη για αυτόν.
Φυσικά, μια άλλη πλευρά του έργου του που συνέδραμε έτσι ώστε κοινό και κριτικοί να τον τοποθετήσουν κάπου στα αριστερά του Κάλβου και στα δεξιά του Σεφέρη, ήταν η γλώσσα του, αυτό το ιδιότυπο μίγμα καθαρεύουσας και δημοτικής. Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του εικοστού αιώνα αφιερώθηκε, ή μάλλον αναλώθηκε στην αντίθεση ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα, κάτι που αρχίζει με τη μεταγλώτισση του Ευαγγελίου στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη και τα ‘Ευαγγελικά’ το 1901. Μη ταυτιζόμενος πλήρως με τους καθαρευουσιάνους ούτε με τους δημοτικιστές, ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί καθαρεύουσα για την αφήγησή του, και την πιο φυσική δημοτική για τους διαλόγους του. Αν και ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά τον θεώρησε εντελώς δικό της, θεωρήθηκε πιο κοντά στους υπέρμαχους της καθαρεύουσας. Στη μοναδική συνέντευξη που έδωσε όμως, εξηγεί την αντίθεσή του στην ακραία δημοτική του Ψυχάρη. Το πρόβλημά του δεν ήταν η τολμηρή ή λαϊκή φρασεολογία και γραμματική των δημοτικιστών, αλλά ότι το γλωσσικό ζήτημα είχε τεθεί σε πολιτικό και όχι σε καλλιτεχνικό επίπεδο. «Τὴν δημοτικήν γλωσσαν ποῦ τὴν εἶδε, ποῦ τὴν ἔμαθεν ὁ Ψυχάρης; Αὐτὸς εἶναι Χῖος, σχεδὸν ξένος, ἀριστοκράτης Φαναριώτης, ἐπὶ χειρῶν μ᾿ ἓν στρεβλωτικὸν ἰδίωμα νὰ ἐπιβληθῇ ὡς δημιουργὸς καὶ διδάσκαλος ὁλοκλήρου ἔθνους. Αἱ γλῶσσαι δὲν ἐπιβάλλονται οὕτω εἰς τὰ καλὰ καθούμενα ὑπὸ τῶν ἀτόμων εἰς τοὺς ἄλλους.»
Όπως κι αν έχει, η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, μοιάζει με την επίσημη γλώσσα των εφημερίδων της εποχής του, όμως είναι διάσπαρτη με ιδωματικές και χωριάτικες λέξεις – ακριβώς αυτές που δεν ανακάλυψε ποτέ η δημοτική του Ψυχάρη. Από αυτή την άποψη η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη βρίσκεται πιο κοντά στη δημοτική του Παλαμά. Όμως αντηχεί έντονα τη γλώσσα της Εκκλησίας. Πολύ συχνά αυτή η απήχηση προχωρά σε αναφορές και σπαράγματα λειτουργικών ύμνων, εκκλησιαστικών κειμένων και κειμένων της Αγίας Γραφής, και βέβαια τον έκανε ενδιαφέροντα στα μάτια όσων ενδιαφέρονταν για τα της Εκκλησίας, στρατευμένων και μη. Από την άλλη μεριά, οι ηθογραφικού τύπου περιγραφές της καθημερινής ζωής στο νησί και στο χωριό με τα ήθη και τα έθιμά του, τον έκανε ενδιαφέροντα σε όσους ενδιαφέρονταν για τη λαϊκή ή μάλλον τη λαογραφική παράδοση.
Αυτή είναι, κοντολογής, η συνήθης αντίληψη για τον Παπαδιαμάντη, αυτή που διδάσκεται στα σχολεία. Μια βαθύτερη ματιά όμως δείχνει ότι τα στερεότυπα της θρησκοληψίας δεν ισχύουν. Ο Παπαδιαμάντης δεν έχει τον άκριτο ζηλωτισμό των συντηρητικών. Κατά κάποια έννοια βρίσκεται αντίθετα από τον επιφανειακό ενθουσιασμό του Καβάφη για τη Βυζαντινή κληρονομιά, όπως διατυπώνεται στο ποίημα Στην Εκκλησία:
Τὴν ἐκκλησίαν ἀγαπῶ, τὰ ἑξαπτέρυγά της τὰ ἀσήμια τῶν σκευῶν, τὰ κηροπήγια της, τὰ φῶτα, τὶς εἰκόνες της…
Ο Χριστιανισμός του Παπαδιαμάντη είναι πολύ πιο βαθύς, με σαφείς αποστάσεις από το θρησκευτικό φετιχισμό. Δε δυσκολεύεται να αναγνωρίσει για παράδειγμα ότι ο Ιωάννης Μούχρας από τους Έμπορους των Εθνών έγινε μοναχός στο τέλος στης ζωής του ‘μη έχων τι καλύτερο να πράξη’. Από την άλλη μεριά σκιαγραφεί τον αρνητή του Χριστιανισμού αλλά ειλικρινή ελληνιστή Γεώργιο Γεμιστό – Πλήθωνα με ιδιαίτερη συμπάθεια, ενώ δεν επιφυλάσσει την ίδια μεταχείριση στον καρδινάλιο Βησσαρίωνα. Σ’ αυτή την περίπτωση συμμερίζεται τη γενικότερη αποστροφή ενάντια στους Ουνίτες, με την πλειονότητα των Ελλήνων στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα.
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, σε ένα από τα δύο σύντομα κείμενά του για τη σημασία του Παπαδιαμάντη, παρατηρεί ότι στην κηδεία του ήρθαν, για διαφορετικούς λόγους, κληρικοί και λαϊκοί, θα λέγαμε μάλλον θρήσκοι και μη. Ο Λορεντζάτος βλέπει σ’ αυτή τη διπλή σύναξη την παρουσία της ολόκληρης Εκκλησίας (4). Στα δύο μικρά κείμενά του σημειώνει ότι ο Παπαδιαμάντης ενδιέφερε μια μερίδα του κοινού επειδή τον έβλεπαν σα θρησκευτικό συγγραφέα, καθώς και σε μιαν άλλη μερίδα, για την οποία η θρησκευτική πλευρά δεν έπαιζε μεγάλο ρόλο, αλλά τον έβλεπε ως συγγραφέα. Παρατηρεί επίσης ότι αν και το όνομα του Παπαδιαμάντη είναι σεβαστό, οι ιδέες του, οι διαμαρτυρίες του (όπως για τη μικρή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου, που κατέρρεε από τότε), και η βαθύτερη κατάθεση τηε εκκλησιαστικής του εμπειρίας, δεν έπεσαν σε ευήκοα ώτα. Ο Λορεντζάτος πάντως δεν είναι ο μόνος που επιτίθεται στη στερεότυπη Παπαδιαμαντική εικόνα. Ο Οδυσσέας Ελύτης, στο ξεχωριστό του κείμενο για τον Παπαδιαμάντη, δε διστάζει να σχολιάσει κάποια εμφανώς απρόσεχτα ατοπήματα γραφής, που δείχνουν ότι υπάρχει σχετικά μικρός βαθμός σχεδιασμού στα γραπτά του Παπαδιαμάντη (5). Επίσης, όπως βεβαιώνει ο Δροσίνης το 1925, ο Παπαδιαμάντης ποτέ δεν έβλεπε τις διορθώσεις των εκδοτών στα κείμενά του. Αυτή η έλλειψη σχεδιασμού, σε συνδυασμό με την ανάμιξη δημοτικής, καθαρεύουσας, εκκλησιαστικής γλώσσας και χωριάτικων εκφράσεων, δείχνουν ότι ο Παπαδιαμάντης δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γλώσσα του καθαυτή. Αν είναι έτσι όμως, τι μπορεί να ήθελε να πετύχει με την ταυτόχρονη χρήση καθαρεύουσας και δημοτικής, με τον τρόπο που το έκανε;
Σε δομικό επίπεδο, η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη, πέρα από τις εκκλησιαστικές, τις ιδιωματικές και τις χωριάτικες λέξεις, θυμίζει τη γλώσσα των εφημερίδων, την επίσημη γλώσσα του κράτους της εποχής του. Αυτό δε σημαίνει ότι αναπαράγει τα ίδια στερεότυπα, τις ίδιες δραματικές υπερβολές όπως οι σύγχρονοί του. Αυτή η επισημότητα του ύφους όμως του επιτρέπει να πάρει κάποια απόσταση από τα γεγονότα που περιγράφει, κι έτσι να προκαλέσει παρά να οδηγήσει την αντίδραση του αναγνώστη. Ο διάλογος λειτουργεί σε άλλο επίπεδο, διατηρεί και μεταφέρει τη συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση των προσώπων, και βέβαια συμβάλλει στη δημιουργία του επιπέδου της ηθογραφίας στο έργο του Παπαδιαμάντη. Οι σκωπτικές σχέσεις ανάμεσα στους χωρικούς, τα παιχνίδια των παιδιών, το επαναστατικό πάθος του Χρήστου Μηλιώνη, οι ελευθερίες που πολλά από τα πρόσωπα παίρνουν με τα εκκλησιαστικά κείμενα, αλλά και οι εσωτερικοί μονόλογοί τους, αντανακλούν σε ίσο βαθμό τους πειρασμούς και τις αρετές τους. Όμως η απόσταση που δίνει η καθαρεύουσα στη φωνή του αφηγητή, του επιτρέπει να παρατηρεί και να αναζητεί χωρίς πάθος, σπάνια κρίνοντας και ουδέποτε κατακρίνοντας. Αυτή είναι η καλύτερη υπηρεσία που προσφέρει η διγλωσσία στο έργο του Παπαδιαμάντη, αφού η καθαρεύουσα δημιουργεί μια εκ των άνω προοπτική, κάτι σαν αυτό που βλέπει ο Θεός, που βρέχει επί δικαίων και αδίκων. Αυτή η έλλειψη εμπάθειας του επιτρέπει να ξεφύγει από τον περιορισμό του διηγηματικού ψυχολογισμού, να αφαιρέσει την κρίση από το ανθρώπινο επίπεδο, και να ανοίξει τη δράση στην κρίση του Θεού.
Δεν υπάρχει κανένας απολύτως κακός στο έργο του Παπαδιαμάντη. Ακόμα και οι πιο βάναυσοι χαρακτήρες, όπως ο Μάρκος Σανούδος, ο Χαλήλ-αγάς, και ιδιαίτερα η Φραγκογιαννού, ανοίγουν την εσωτερική τους σύγκρουση στον αναγνώστη, ο οποίος γι’ αυτό συμμερίζεται τη σύγκρουσή τους. Όταν, σπανίως, εισάγει απλώς κακούς, όπως οι Τούρκοι πειρατές που σφάζουν το βοσκό στο Φτωχό Άγιο, ο Παπαδιαμάντης δεν υπεισέρχεται στη σκέψη ή τα κίνητρά τους, και τους χρησιμοποιεί μάλλον ως φυσικές δυνάμεις, φυσικά εμπόδια, παρά ως χαρακτήρες με ψυχολογικό βάθος. Απασχολούν τη διήγηση όσο και οι δυνάμεις της φύσης, που δε μπορούν να αποφευχθούν.
Όμως για τους πιο αληθινούς και τρισδιάστατους χαρακτήρες δεν υπάρχει κρίση και κατάκριση, ανεξάρτητα από το πόσο βαριές είναι οι πράξεις τους. Η Φόνισσα είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα. Εδώ σχεδόν ολόκληρη η ιστορία δίνεται από την οπτική γωνία της Φραγκογιαννούς, που σκοτώνει τα θηλυκά μωρά στην κούνια τους από συμπόνια, πιστεύοντας ότι τα γλυτώνει από μια δύσκολη ζωή. Η αφήγηση μιλάει για κρίση, αμαρτία, δικαιοσύνη και συγχώρηση, και στη σκηνή του θανάτου της Φραγκογιαννούς μοιάζει σα να έχει στραφεί εναντίον της ολόκληρη η φύση («οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύκτα. Ανωρθούντο, ως έμψυχοι, και κατεδίωκον την Φραγκογιαννού, και την ελιθοβόλουν, ως να εσφενδονίζοντο από αοράτους τιμωρούς χείρας» γράφει προς το τέλος) όμως ο ίδιος ο αφηγητής δεν παίρνει θέση. Ο πανικός της αντανακλάται στις πέτρες και στο μονοπάτι που την προδίνει, αλλά ο Παπαδιαμάντης δε βρίσκει ούτε μια βαριά λέξη, ένα βαρύ χαρακτηρισμό για τη φόνισσα. Η Φραγκογιαννού πεθαίνει κυνηγημένη από τη χωροφυλακή, προσπαθώντας να βρει τη σωτηρία στη φυγή προς την εκκλησία του αγίου Σώστη (το όνομα προφανώς παίζει ρόλο) «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.» Όμως αυτός ο θάνατος, όπως και τόσοι άλλοι δραματικοί θάνατοι στο έργο του Παπαδιαμάντη, δεν είναι πράξη του Θεού, δεν είναι θεοδικία. Τουλάχιστον αφού κατάλαβε πως δε θα απέφευγε τη σύλληψη, η Φραγκογιαννού έτρεχε στην εκκλησία, για να προφτάσει να εξομολογηθεί. Παρακολουθώντας την εξέλιξη των γεγονότων από τη δική της οπτική γωνία, ο αναγνώστης μοιράζεται την αγωνία της, και σχεδόν εύχεται να τα καταφέρει.
Όλα αυτά τα στοιχεία, όπως η απαθής διήγηση και η αποφυγή της κρίσης, συμβάλλουν σε ένα Παπαδιαμαντικό σύμπαν όπου κανείς δεν είναι εντελώς κακός, ή μάλλον όπου όλοι, ανεξάρτητα από τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, μπορούν να βρουν το δρόμο για τη μετάνοια και τη σωτηρία. Οι μεγαλύτερες συγκρούσεις στο έργο του Παπαδιαμάντη δεν έχουν να κάνουν με τους Τούρκους, τους πειρατές ή τους γύφτους, αλλά με τα πάθη της ψυχής. Το δραματικό ενδιαφέρον στη Φόνισσα δε βρίσκεται στις εξωτερικές πράξεις, αλλά στην εσωτερική διαδρομή της Φραγκογιαννούς και στο διάλογό της με το Θεό, κι ας μην του απευθύνεται ευθέως. Το τελικό κυνηγητό από τη χωροφυλακή και ο θάνατός της, επίσης ακολουθούν την εσωτερική της πορεία, ως το αδιέξοδο στο οποίο έφτασε η ζωή της.
Σε αυτή τη διαδρομή και το τέλος της Φραγκογιαννούς, είναι αδύνατο να αποφύγουμε τη σύγκριση με τον Ντοστογιέφσκι και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Έγκλημα και Τιμωρία. Τέτοιες συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες, ακόμα και στο επίπεδο του χαρακτήρα και της προσωπικότητας των δύο συγγραφέων. Όμως η Φραγκογιαννού δεν είναι αντίγραφο του Ρασκόλνικωφ, ακόμα κι αν μπορούμε να διακρίνουμε ομοιότητες στη διαδρομή τους. Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη είναι πιο κοντά στη μετάνοια και τη σωτηρία, ή μάλλον πιο μακριά από την ενοχή και πιο κοντά στην ταπεινότητα. Ακόμα και η Φραγκογιαννού, τα κίνητρα της οποίας δεν είναι εντελώς ξεκάθαρα προς το τέλος, τρέχει προς τον Άγιο Σώστη, όχι τόσο σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγει από τη χωροφυλακή, όσο για να ριχτεί στη θεία δικαιοσύνη και την εξομολόγηση.
Συγκρίνοντας τον Ντοστογιέφσκι και τον Παπαδιαμάντη, μπορούμε ίσως να δούμε σε κάποιο βαθμό ανάμεσά τους τη διαφορά του σκοτεινού ρωσικού τοπίου από το ελληνικό φως. Όμως ο συγκεκριμένος Έλληνας όχι μόνο ήταν ο πρώτος μεταφραστής του Έγκλημα και Τιμωρία στα ελληνικά (από τη γαλλική μετάφραση), αλλά και πιο σκοτεινών γοτθικών έργων, όπως ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ, κι έτσι μπορούμε να πούμε ότι κατείχε αρκετά τη σκοτεινή λογοτεχνική παράδοση, πιο πολύ από τους περισσότερους σύγχρονούς του. Αν και μπορούμε να δούμε στη Φόνισσα την αντιμετώπιση των ίδιων ερωτημάτων και αναζητήσεων που βρίσκουμε στο Έγκλημα και Τιμωρία, το μεταφυσικό μακάβριο όπως το γνωρίζουμε στους Ρώσους και Δυτικοευρωπαίους συγγραφείς, βρίσκεται περισσότερο στο έργο του Σολωμού παραδείγματος χάριν, όπως στους Ελεύθερους Πολιορκημένους και ακόμα περισσότερο στη Γυναίκα της Ζάκυθος, παρά στο έργο του Παπαδιαμάντη. Η Φόνισσα μπορεί να είναι μια απάντηση στο Έγκλημα και Τιμωρία, ή μάλλον μια πιο προχωρημένη αντιμετώπιση του θέματος, που παρά το τέλος της, βρίσκεται πιο κοντά στη συγχώρηση και τη σωτηρία. Το πνευματικό ταξίδι πολλών από αυτούς τους ήρωες, στον Ντοστογιέφσκι και ακόμα περισσότερο στον Παπαδιαμάντη, αρχίζει ακριβώς από εκεί που, για να δανειστούμε την έκφραση του Σολωμού, «άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του». Αυτή η στιγμή κρίσης από την καθαρότητα του νου, είτε βρίσκεται πριν από τη σύλληψη από τις αρχές όπως στη Φραγκογιαννού, είτε βρίσκεται στη συνειδητοποίηση της αμαρτίας, όπως στην περίπτωση του παπα-Κυριάκου στην Εξοχική Λαμπρή, είναι όταν ο ήρωας αναλαμβάνει την ευθύνη για τον εαυτό του και για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Αυτό το βρίσκουμε και στον Ντοστογιέφσκι, αν και σ’ αυτόν η ενοχή παίζει μεγαλύτερο ρόλο. Εδώ όμως βλέπουμε ότι ο Παπαδιαμάντης και ο Ντοστογιέφσκι αρχίζουν και διαφέρουν. Η ανάβαση στη σωτηρία δεν είναι απλή. Η μετάνοια και η ταπεινότητα φτάνουν στα εσώτερα της ψυχής, πιο βαθιά από εκεί που φτάνει η λογική μετάνοια. Την τελευταία της, και ίσως πιο βαριά και καταδικαστική της στιγμή, η Φραγκογιαννού αντικρύζει και στέλνει τη σκέψη της στο χωράφι που της έδωσαν οι γονείς της για προίκα, σύμβολο μιας ανεκπλήρωτης υπόσχεσης ευτυχίας. Η τελευταία της σκέψη ήταν μια ανάμνηση της δικής της δυστυχίας, που νοηματοδοτούσε στο δικό της μυαλό τους φόνους της, κι όμως ο αναγνώστης δε μπορεί παρά να δει τη στιγμή του θανάτου της με λύπη και έλεος, και όχι με ικανοποίηση. Η μετάνοια και η συγχώρηση που θα ζητούσε η Φραγκογιαννού, αν έφτανε στον Άγιο Σώζωντα, δεν θα ήταν μετάνοια ψυχολογική, και μόνο με τη θεία χάρη θα μπορούσαμε να την πούμε συγχώρηση. Αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στο Ντοστογιέφσκι και τον Παπαδιαμάντη: η δράση, εσωτερική και εξωτερική, στο Έγκλημα και Τιμωρία, εξαρτάται από τον Ρασκόλνικωφ. Αυτός φιλοσοφεί και σχεδιάζει το έγκλημα, αυτός το πραγματοποιεί, αυτός και προσβάλλεται από τις κρίσεις της δικής του συνείδησης, αυτός λυγίζει από την ενοχή και μετανοεί. Η ενοχή και η μετάνοιά του οδηγούν στη σωτηρία. Η παρέμβαση του Θεού δεν υπάρχει, υποννοείται μόνο από την παρουσία του επιθεωρητή Πορφύριου, που αν και υποψιάζεται την ενοχή του Ρασκόλνικωφ και τον παροτρύνει να ομολογήσει την πράξη του, στην ουσία απλώς δέχεται την λυτρωτική ομολογία, που είναι πράξη του αμαρτωλού. Η δραματική εξέλιξη είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης, όχι της θείας ενέργειας. Στον Παπαδιαμάντη ποτέ δε φαίνεται η τελική σωτηρία. Στη Φόνισσα, και πιο καθαρά στους Εμπόρους των Εθνών, δείχνεται το παράδοξο και η αδυναμία της πλήρους και οντολογικής μετάνοιας, όμως γι’ αυτό το λόγο το επόμενο βήμα ανήκει στο Θεό, όχι στον άνθρωπο. Υπάρχει σωτηρία; Υπάρχει θεία χάρη μετά την προσπάθεια, έστω και ατελή, της μετάνοιας; Μόνο ο Θεός το ξέρει. Σε αυτό ο Παπαδιαμάντης δείχνεται – ας μου επιτραπεί να το θέσω έτσι – πιο Ορθόδοξος, πιο Χριστιανός από το Ντοστογιέφσκι που σκέφτεται, μερικώς έστω, μέσα σε πιο νοησιαρχικό, πιο δυτικό πλαίσιο.
Το θέμα της ταπεινότητας, της μετάνοιας και του πνευματικού αγώνα βρίσκεται σχεδόν παντού στον Παπαδιαμάντη. Για τον π. Σαμουήλ στο διήγημα Ο Καλόγερος, η κατάληξη του αγώνα του είναι να γυρίσει «στη μετάνοιά του», στο μοναστήρι όπου εκάρη μοναχός. Για πολλούς άλλους ήρωες στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι η συγχώρηση που οι ίδιοι δίνουν, η συμφιλίωση με κάποιον που έχουν αδικήσει (ακόμα κι αν η αδικία υπήρξε μόνο στο νου και την καρδιά τους), και μια νεοαποκτηθείσα ταπεινότητα. Όμως το καλύτερο παράδειγμα του βάθους της μετανοίας, ο Παπαδιαμάντης μας το έχει δώσει σε ένα από τα παλιότερα, και πιο γνωστά του κείμενα, μια μοναδική εξερεύνηση του βάθους της εξομολόγησης, η εξομολόγηση της Αυγούστας-μοναχής Αγάπης στον π. Αμμούν, στους Εμπόρους των Εθνών (6).
Ὁ Νεεμίας ἀνέῳξε τὴν θύραν καὶ εἰσελθόντος τοῦ Ἀμμοῦν ἔκλεισεν αὐτὴν ὄπισθέν του μείνας αὐτὸς ἔξω.
Πενιχρὸς θάλαμος ἔχων τὸ χῶμα ὡς δάπεδον καὶ τὸν βράχον ὡς τοῖχον ἦτο τὸ ἐντὸς τοῦ οἰκήματος τούτου. Κλίνη τις ἦτο κατὰ τὴν μίαν γωνίαν, ἐφ᾽ ἧς κατέκειτο γυνή τις. Ὁ Ἀμμοῦν ἔλαβε τὸ μόνον σκαμνίον, ὅπερ ὑπῆρχε, καὶ ἐκάθισε παρὰ τὴν κλίνην.
―  Τί ἔχεις, τέκνον Ἀγάπη; ἠρώτησεν ὁ γηραιὸς μοναχός.
Ἡ πάσχουσα γυνὴ ἀνέῳξε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὸν παρετήρησε μὲ συμπαθὲς βλέμμα. Εἶχε κατάμαυρον τὸν χιτῶνα καὶ τὰ σκεπάσματα τῆς κλίνης. Ἀλλ᾽ ἐν μέσῳ τοῦ πενθίμου τούτου χρώματος ἠκτινοβόλει πρόσωπον, ὅπερ πεισματωδῶς ἐπέμενε νὰ εἶναι ὡραῖον.
Ἦτο γυνὴ ἕως τριάκοντα καὶ πέντε ἐτῶν. Ἠδύνατο νὰ εἶναι μόνον τριάκοντα. Ἡ καλλονή της εἶχεν ὠχρόν τι καὶ ἀσθενικόν, ὅπερ διηγεῖτο βασάνους καὶ μαρτύρια. Τὸ μέτωπόν της ἦτο, ὡς στεφάνη ἁγίου, ὠχρὸν καὶ κυανόφλεβον περὶ τοὺς κροτάφους. Τὸ ὄμμα της ἀντέλαμπε μυστικὰς ἀκτῖνας καὶ αὐγὰς ὄπτου* (visionnaire). Δυσκόλως ἠδύνατο νὰ μαντεύσῃ τις ἂν τὸ σχῆμα τοῦτο καὶ τὸ ἦθος προήρχοντο ἐκ βασάνων βιοτικῶν ἢ ἐκ τύψεων συνειδήσεως. Ἡ μέλαινα μανδήλα, ἣν ἐφόρει περὶ τὴν κόμην, δὲν ἠδύνατο ἐντελῶς νὰ ἀποκρύψῃ τὰ χρυσόξανθά της μαλλία.
Ὑπάρχουσι γυναῖκες καταφεύγουσαι εἰς τὰ μοναστήρια ἐκ κόρου καὶ ὑπάρχουσιν ἄλλαι ἐγκολπούμεναι τὸν μοναχικὸν βίον ἐκ λιμοῦ; Ἴσως. Ἀλλ᾽ εἰς ποτέραν τάξιν ἀνῆκεν αὕτη;
―  Θέλω νὰ ἐξαγορευθῶ, πάτερ μου, εἶπεν ἡ γυνή.
―  Πάσχεις;
―  Τίς ἠξεύρει ἂν θὰ ζήσω; Ἐπιθυμῶ νὰ μὴ ἔχω μυστικὰ εἰς τὸν τάφον.
―   Θὰ πράξῃς καλῶς, τέκνον μου. Τὰ μυστικά, ἅτινα κρύπτουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν, τοὺς τρώγουσι ζῶντας, καθὼς οἱ σκώληκες θὰ μᾶς φάγωσι νεκρούς.
Ἡ μοναχὴ ἀνεκάθισεν ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ διὰ τοῦ κινήματος τούτου ἔδειξε γυμνὰς τὰς ὠλένας της, περικαλλεῖς ὡς πρὸς μοναχήν.
Ἐξέπεμψε βραχύν τινα καὶ δυσδιάκριτον στεναγμόν, ἐστήριξεν ἐπὶ τῆς δεξιᾶς τὴν κεφαλὴν καὶ ἤρχισεν ὡς ἑξῆς μὲ ἠρεμαίαν φωνήν.
―   Πολλάκις σοὶ διηγήθην τὸν βίον μου πάτερ. Ἀλλ᾽ ἡ ἐξωτερικὴ ὄψις τῶν συμβάντων δὲν εἶναι ἡ αὐτὴ πρὸς τὴν ἐσωτερικὴν κατάστασιν τῆς ψυχῆς, καὶ ὅστις διηγεῖται τὸν βίον του καὶ κάμνει μακρὸν λόγον περὶ τῶν παθημάτων αὑτοῦ ἢ καὶ περὶ τῶν ἁμαρτιῶν του, ψεύδεται, διότι περιαυτολογεῖ ἐξ ἀνάγκης. Ἐκεῖνο ὅπερ πρὸς τύψιν μου δὲν ἐτόλμησα ποτὲ νὰ σοὶ εἴπω καὶ πρὸς αἶσχός μου θὰ σοὶ ὁμολογήσω τώρα διὰ πρώτην φορὰν εἶναι τοῦτο· ἂν καὶ διὰ τῆς βίας καὶ τοῦ δόλου μὲ ἀπήγαγεν ὁ Βενετὸς εὐπατρίδης ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ συζύγου μου, οὐχ ἧττον ἀπὸ τῆς πρώτης ἡμέρας εὐτύχημα ἐνόμισα τὸ νὰ συζῶ μὲ τὸν Βενετὸν καὶ νὰ εἶμαι ἐρωμένη του. Διότι εἶχέ τι λίαν ἐπιβάλλον καὶ ἑωσφορικόν, ὅπερ μὲ καθυπέταξε καὶ ἀνέτρεψεν ἐντελῶς τὴν συνείδησίν μου. Οὐδέποτε εἶχον ἀγαπήσει μὲ νεανικὸν πάθος τὸν σύζυγόν μου. Μοὶ ἐφαίνετο βαρὺς καὶ ὀχληρός, ἂν καὶ αὐτὸς μὲ ἠγάπα. Καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἔνοχος εἶμαι ἐγώ, ἥτις ἠκολούθησα τὸν Βενετόν, ἢ οὗτος, ὅστις μὲ ἀπήγαγε. Διότι αὐτὸς μὲ ἥρπασεν ἐνδοὺς εἰς μέθην παροδικήν, εἰς πάθος βίαιον καὶ τυραννικόν. Ἐνῷ ἐγώ, οἴμοι! ἠπάτων ἐμαυτὴν καὶ τοὺς πάντας. Διότι ὑπεκρινόμην θλῖψιν βαθεῖαν καὶ ἡ καρδία μου ἐν παραβύστῳ ἔχαιρε καὶ ἐμεθύσκετο ἐξ ἀγαλλιάσεως ἐρωτικῆς.
―  Σφάλμα βεβαίως εἶναι τοῦτο, κόρη μου, εἶπεν ὁ πνευματικὸς κοιτάζων αὐτὴν μετ᾽ ἀπορίας, ἀλλ᾽ ἀρκεῖ ὅτι μετενόησες πρὸ πολλοῦ.
―   Οὐδέποτε μετενόησα εἰλικρινῶς, ἀπήντησεν ἡ μοναχὴ στενάζουσα. Ἂν ἐγκατέλιπον τὸν κόμητα, ἔπραξα τοῦτο ἐξ ἐρωτικοῦ πείσματος καὶ μανιώδους ζηλοτυπίας καὶ οὐχὶ ἐκ τῆς ἐπιθυμίας τοῦ νὰ σώσω τὴν ψυχήν μου.
―  Δὲν πειράζει, τέκνον μου· ἂν δὲν μετενόησες ἤδη πρὸ πολλοῦ, μετανοεῖς τώρα βεβαίως.
―  Δὲν ὑπάρχει μετάνοια, πάτερ.
―  Τί λέγεις; Βλασφημεῖς, ὦ γύναι.
―  Δὲν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει μετάνοια ἀληθής, πάτερ, ἐκτὸς ἂν ὀνομάζεται οὕτω ἡ ἐπιτήδευσις τῆς μετανοίας καὶ ἡ ὑποκρισία.
Ὁ πατὴρ Ἀμμοῦν ἐσηκώθη σπασμωδικῶς ἐκ τοῦ σκαμνίου του, ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ περιῆλθεν εἰς ἀμηχανίαν.
―  Τότε διατί μ᾽ ἐπροσκάλεσες ἐδῶ; εἶπεν. Εἰς τί χρησιμεύει ὁ ἰατρὸς εἰς νόσον ἀθεράπευτον;
―  Διὰ νὰ ἐξομολογηθῶ, πάτερ μου.
―  Νὰ ἐξομολογηθῇς ἄνευ μετανοίας;
―  Καὶ νὰ σᾶς ζητήσω νὰ μὲ διδάξητε τὴν μετάνοιαν, ἂν εἶναι δυνατόν.
―Ἀλλ᾽ αὕτη δὲν εἶναι διδακτή, εἶναι αὐθόρμητος, κόρη μου.
―  Λοιπὸν σᾶς λέγω ὅτι εἶναι ἀδύνατος.
―Ἔχεις τὸ πονηρὸν πνεῦμα τῆς βλασφημίας ἐντὸς τοῦ σώματός σου.
―Ἄκουσέ μου, πνευματικέ μου, προσεκτικῶς, καὶ συγχώρησον μίαν ἀσθενῆ γυναῖκα. Νόμιζέ με ὡς μεθύουσαν καὶ παραληροῦσαν. Παραδέχομαι ὅτι ἔρχεται ἐνίοτε στιγμή τις, καθ᾽ ἣν ἡ ψυχὴ κατανύσσεται καὶ κλαίει σιγανὰ ἢ καὶ θρηνεῖ ραγδαίως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅστις εἶναι ἡ ὑπερτάτη σκέψις πάσης διανοίας. Ἀλλ᾽ ἡ στιγμὴ αὕτη παρέρχεται, ὡς παρέρχονται πᾶσαι αἱ στιγμαί, καὶ μετ᾽ αὐτὴν ἐπανίσταται ἡ σὰρξ καὶ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς. Λυπηθῆτέ με, πάτερ μου, καὶ μὴ μὲ καταδικάζετε. Ὑποφέρω ἀπὸ μακροῦ χρόνου ἐπὶ τῆς στρωμνῆς ταύτης τοῦ ᾍδου τὰ βασανιστήρια. Ἡ καρδία μου εἶναι αἱμοσταγής, ἡ κεφαλή μου ἐσκοτισμένη. Συχνάκις καταβαίνει εἰς τὰ χείλη μου ἀσεβὴς λογισμὸς καὶ ἀναβαίνει ἐναγὴς ἐπιθυμία. Οἱ στεναγμοί μου τὰ δύο ταῦτα μεταφράζουσιν εἰς τὴν πυρίνην γλῶσσαν τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς ἀπελπισίας. Ἡ βλασφημία εἶναι φυσικὸν προϊὸν τῆς δυστυχίας καὶ οὐχὶ τῆς ἀπιστίας. Δὲν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον γυνὴ μᾶλλον κολασμένη ἐμοῦ. Ὡς κατάδικος δεμένος εἰς τὸν σκόλοπα, δι᾽ οὗ μέλλει νὰ ἐκτελεσθῇ ἡ ποινή του, εἶναι καὶ ἡ ψυχή μου δεμένη εἰς τὸν ἔρωτα τοῦτον, ὅστις εἶναι ἡ ποινή μου εἰς τὸν νῦν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν μέλλοντα. Ἀγαπῶ ἐκεῖνον, ὅστις κατέστρεψε τὴν οἰκιακήν μου εὐδαιμονίαν καὶ κατεσπάραξε τὴν καρδίαν τοῦ συζύγου μου, τὸν ἀγαπῶ τοσοῦτον διαπύρως καὶ τοσοῦτον ἐμμανῶς, ὥστε ὁ ἔρως οὗτος εἶναι δαιμόνιον κατοικοῦν εἰς τὴν σάρκα μου, εἶναι λεγεὼν ὅλη δαιμόνων ἐξηπλωμένη, ὡς πολύπους μὲ τοὺς πλοκάμους του, εἰς τὰς φλέβας μου, ἐκμυζῶσα τὸ αἷμά μου καὶ ἀπορροφῶσα τὴν πνοήν μου. Οὐδέποτε μετενόησα διὰ τὸ ἔγκλημά μου τοῦτο, πάτερ, οὐδὲ πιστεύω ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ μετανοήσω. Ἀπορῶ, πάτερ μου, πῶς ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἐν τῇ ὑπ᾽ αὐτοῦ δημιουργηθείσῃ φύσει αἴσθημα ἰσχυρότερον τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως καὶ θεὸς ἀνώτερος πάσης θείας παντοδυναμίας. Εἰς μάτην, πάτερ μου, ἐκτελῶ παρατεταμένας νηστείας, εἰς μάτην κάμνω καθ᾽ ἑκάστην χιλίας γονυκλισίας. Ἡ σὰρξ δὲν δύναται νὰ καταβληθῇ, ὁ ἔρως δὲν δύναται νὰ ὑποχωρήσῃ. Τὰ μὲν χείλη μου ψιθυρίζουσι μηχανικῶς τὰς τυπικὰς προσευχάς, ἃς παιδιόθεν ἀπεστήθισα, ἡ δὲ καρδία μου ἀντηχεῖ τὸ ὄνομα ἐκείνου…
Ὁ πατὴρ Ἀμμοῦν ἤκουε τὴν ὁμιλίαν ταύτην ὡς νὰ διετέλει ἐν ἐκστάσει καὶ νὰ εἶχε μετατεθῆ εἰς ἄλλον κόσμον ὅλως ἀκατάληπτον. Τῷ ἐφαίνετο ὅτι αἱ ἔρημοι τῆς Θηβαΐδος, ἃς εἶχε κατὰ τὴν νεότητά του χάριν προσκυνήσεως ἐπισκεφθῆ, ἤνοιγον τὰ μελαγχολικὰ ἄντρα των καὶ ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξήρχοντο μυρμηκιαὶ δαιμόνων ριπτόμεναι κατ᾽ αὐτοῦ, ὅπως κατατρυπήσωσι τὰς σάρκας του. Ἡ διάλεκτος αὕτη ἦτο ἄγνωστος εἰς αὐτόν. Ποικίλοι συγκεχυμένοι καὶ λαβυρινθώδεις λογισμοὶ διεκλαδοῦντο ἐν τῷ πνεύματι αὐτοῦ. Ἐν πρώτοις, ἦτο τοῦτο ἐξομολόγησις; Ἀλλ᾽ ἂν ἦτο, κατ᾽ οὐδὲν ὡμοίαζε πρὸς τὰς συνήθεις ἐξομολογήσεις, ὅσας εἶχεν ἀκούσει καθ᾽ ἅπασαν τὴν μακρὰν τεσσαρακοστὴν τοῦ ἐπαγγέλματός του. Ἢ λοιπὸν ἡ τῆς γυναικὸς ταύτης δὲν ἦτο ἐξομολόγησις ἢ αἱ τῶν ἄλλων γυναικῶν δὲν ἦσαν τοιαῦται.
―Ἤκουσα τὰς ἐξαγορεύσεις πολλῶν γυναικῶν εἰς τὴν ζωήν μου, ἔλεγε καθ᾽ ἑαυτὸν ὁ πατὴρ Ἀμμοῦν. Ἀλλὰ τί ὁμολογοῦσιν αὗται; Τὴν κακολογίαν, τὸ ψεῦδος, τὰς πρὸς τοὺς συζύγους των λογομαχίας, ἐνίοτε τὸν φθόνον, οὐδέποτε τὴν κλοπήν· συχνότατα ἐξιστοροῦσι μετὰ στόμφου τὰς ἀρετάς των ἢ κακολογοῦσι τὴν γειτόνισσαν καὶ τὴν φίλην, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι ἐξομολογοῦνται δῆθεν· οὐδέποτε ὁμολογοῦσι τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς τῆς μοιχείας καὶ τὴν πρᾶξιν αὐτήν· ἀναφέρουσιν ὅτι ἔπιον ὕδωρ πρὸ τοῦ ἀντιδώρου, ὅτι συνωμίλησαν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ὅτι εἶχον τὰ συνήθιά των, καὶ τὰ λοιπά. Ταῦτα τὰ ὁμολογοῦσιν. Ἀλλὰ τίς ἐξ αὐτῶν ἔκαμέ ποτε τὰς φοβερὰς καὶ ἀπιστεύτους ὁμολογίας τῆς γυναικὸς ταύτης;
Ὁ πατὴρ Ἀμμοῦν προέβη οὕτω εἰς τὰς σκέψεις του, καὶ διηπόρει ἂν καὶ οἱ ἄνδρες ἔχουσι πολλῷ πλείονα εἰλικρίνειαν τῆς τῶν γυναικῶν ἐν τῇ ἐξομολογήσει. Ἔπειτα ἠρώτα ἑαυτὸν ἂν καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ Ἀββᾶς Ἀμμοῦν ἐξωμολογήθη ποτὲ εἰλικρινῶς, ἀλλὰ μετ᾽ ἀληθοῦς καὶ ἀνυποκρίτου εἰλικρινείας πρὸς τὸν πνευματικὸν αὐτοῦ πατέρα. Τέλος δὲ κατέληξεν εἰς τὸ ἐν εἴδει ἐρωτήσεως συμπέρασμα· εἰς τί χρησιμεύει ἡ ἐξομολόγησις καὶ διατί οὗτος ὁ θεσμός;
Ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο νὰ εἴπῃ μεγαλοφώνως ταῦτα πρὸς τὴν πνευματικήν του κόρην, διότι διὰ τούτου ἤθελε καταντήσει νὰ ἀνταλλάξῃ θέσιν καὶ νὰ γίνῃ αὐτὸς ὁ ἐξομολογούμενος πρὸς αὐτήν.
Ὅθεν μὴ ἔχων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἵνα στίξῃ διὰ τελείας τὴν πνικτικὴν ταύτην περίοδον τοῦ λόγου, κατέφυγεν εἰς ἐκεῖνο, οὗ ἐφείδετο ἐξ ἀρχῆς, καὶ ἐκήρυξεν ὅτι ἡ γυνὴ αὕτη ἠλαύνετο προφανῶς καὶ αὐτοφώρως, ὡς καὶ αὐτὴ ὡμολόγησεν, ὑπὸ τοῦ πονηροῦ δαίμονος.
―  Δαιμόνιον, δαιμόνιον ἔχεις, δυστυχής, τῇ εἶπε. Καλὰ τὸ εἶπες καὶ μόνη σου· ἢ μᾶλλον τὸ δαιμόνιον εἶπεν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ τὸ ὄνομά του.
Καὶ ἐγερθεὶς ἐξήγαγε τὸ εὐχολόγιον ἐκ τοῦ κόλπου του καὶ ἤρχισε νὰ ἀναγινώσκῃ ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. «Ἐπιτιμᾷ σοι Κύριος, διάβολε, τοῦ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ πλάσματος τούτου… Ναί, Κύριε, ἀπέλασον ἀπ᾽ αὐτῆς πᾶν πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐμφωλεῦον αὐτῆς τῇ καρδίᾳ· πνεῦμα πλάνης, πνεῦμα ὑπερηφανίας, ἀπιστίας, ἀκηδίας, εἰδωλολατρίας, πνεῦμα πορνείας, μοιχείας, λαγνείας, ἀσωτίας, ἀσελγείας καὶ πάσης ἀκαθαρσίας»…
Τὰ ἐπιβλητικὰ καὶ μυστηριώδη ταῦτα λόγια ἐβόμβουν ὡς ἦχος προσβάλλων τὰ ὦτα πυρέσσοντος εἰς τὰς ἀκοὰς τῆς Ἀγάπης. ᾘσθάνετο τὸ «πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον πνεῦμα» ἀσπαῖρον καὶ φρυάττον ἐντός της. Ἐπεθύμει νὰ διαμαρτυρηθῇ καὶ δὲν ἠδύνατο. Ἄλλοτε μὲν ἐπεθύμει νὰ ἀσπασθῇ τὴν χεῖρα τοῦ γηραιοῦ μοναχοῦ, ἄλλοτε δὲ τῆς ἤρχετο νὰ τὸν ἁρπάσῃ ἐκ τοῦ γενείου καὶ νὰ τὸν ἀποβάλῃ ἐκ τοῦ κελλίου της. ᾘσθάνετο δύο δυνάμεις ἑλκούσας καὶ ἀνθελκούσας αὐτὴν εἰς τὸ κενόν, ὑπεράνω χασκούσης ὑπὸ τοὺς πόδας της ἀβύσσου. Ὁτὲ μὲν ἔκλινε πρὸς τὴν ἄβυσσον, ὁτὲ δὲ ἐλάμβανε πτῆσιν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν αἰθέρα. Τότε θρησκεία, βίος, ἔρως, ἀπάτη, ἁμαρτήματα, θλίψεις, ὄνειρα, τὰ πάντα παρίσταντο εἰς τὴν φαντασίαν της, ὡς συγκεχυμένη καὶ παμμιγὴς εἰκών. Ἔτεινε τὰς χεῖρας ἵνα συλλάβῃ τὴν ὀπτασίαν, ἀλλ᾽ αὕτη ἔφευγεν ὡς σκιὰ καὶ ἐξηφανίζετο ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν της.
Ὁ ἱερεὺς ἐν τούτοις ἐξηκολούθησε τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ἐξορκισμῶν. «Καὶ ποίησον αὐτὴν ἀποτάξασθαι τῷ Σατανᾷ καὶ πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ καὶ πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ… καὶ μὴ ὑποκρυβήτω ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς δαιμόνιον σκοτεινὸν μηδὲ κυριευσάτω αὐτῆς»…
Ἡ Ἀγάπη διερράγη εἰς κλαυθμούς. Ἤρχισε νὰ χύνῃ σφοδροὺς καταρράκτας δακρύων. Ὁ ἱερεὺς τὴν ᾤκτειρε καὶ ἔπαυσε τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ἐξορκισμῶν.
―Ἐξακολούθει, πάτερ μου, εἶπεν ἡ Ἀγάπη, ἀπομάσσουσα τὰ δάκρυά της.
Ὁ Ἀμμοῦν ἐπανέλαβεν. «Ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλιπεῖν εὔκαιρον τῷ Κυρίῳ τὸ πλάσμα τοῦτο… πνεῦμα σκότους, πνεῦμα ὀργῆς καὶ φθόνου καὶ φόνου, πνεῦμα ἐπιθυμίας, πνεῦμα ἀντιλογίας… ἐξελθέτω ἐκ τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ ταύτης»…
Τῇ αὐτῇ στιγμῇ ἐκρούσθη δειλῶς καὶ μετὰ δισταγμοῦ ἡ θυρὶς τοῦ κελλίου.

Αυτή η δραματική και σπάνια ματιά στο μυστήριο της εξομολόγησης, ακόμη κι αν πρόκειται για λογοτεχνική και όχι πραγματική εξομολόγηση, μας λέει πολλά για τις απόψεις του Παπαδιαμάντη πάνω στον πνευματικό αγώνα, την ταπεινότητα, τη μετάνοια και τη σωτηρία. Το μυθιστόρημα τελειώνει με την Αυγούστα να θυσιάζει τη ζωή της για να σώσει τη ζωή του κόμη Σανούδου, ζητώντας την ίδια στιγμή τη συγχώρηση του άντρα της, ο οποίος την βλέπει να γίνεται ολοκαύτωμα στο φλεγόμενο πλοίο. Κι εδώ όμως, ο Παπαδιαμάντης δεν κρίνει. Παρατηρεί απλώς ότι αυτός ο θάνατος ήταν η τιμωρία της, η συνέπεια της αστοχίας της, χωρίς να προχωρά στο ερώτημα της τελικής της σωτηρίας. Έχοντας όμως δει την εσωτερική της πνευματική και ψυχολογική σύγκρουση κατά την εξομολόγησή της, δεν είναι εύκολο να πούμε αν ο θάνατος και η αυτοθυσία της ήταν, σύμφωνα με τους δραματικούς κανόνες, μια πνευματικώς αξιοπρεπής λύση, η μόνη λύση που της επέτρεψε να μετουσιώσει το πάθος της σε μια πράξη αυτοθυσίας και σωτηρίας, ή αν ήταν μια εγκατάλειψη του πνευματικού αγώνα, όπως συνήθως χαρακτηρίζεται η αυτοκτονία. Ο Παπαδιαμάντης τη δείχνει σταθερή και συγκροτημένη στις τελευταίες της στιγμές, που υποδεικνύει την πρώτη περίπτωση. Δεν πάει παραπέρα όμως, αφήνοντας το ερώτημα περί της τελικής σωτηρίας της Αυγούστας/Αγάπης ανοιχτό, γνωστό μόνο στο Θεό. Ως δραματουργός, και εδώ όπως και στις περισσότερες παρόμοιες περιπτώσεις στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του, φαίνεται να προσπαθεί να προκαλέσει το έλεος και τη συγγνώμη του αναγνώστη, δεν προεξοφλεί όμως τίποτα για τη σωτηρία, που βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Αν ποτέ γνωρίζουμε κάτι για τη σωτηρία και την αγιότητα ενός προσώπου, το γνωρίζουμε, όπως και στην εκκλησιαστική ζωή, από θαυματουργά σημάδια, όπως στην περίπτωση του βοσκού στο Φτωχό Άγιο, η αγιότητα του οποίου αποκαλύπτεται από τη μυροβλυσία στον τόπο του μαρτυρίου του.
Ο επίσκοπος Αθανάσιος Γέφτιτς, σχολιάζοντας το θέμα της σωτηρίας σ’ αυτό το σημείο, υποστήριξε ότι η Αυγούστα δε σώθηκε, γιατί όπως είδαμε στην εξομολόγησή της δεν έφτασε μέχρι την πλήρη μετάνοια (7). Ίσως πράγματι να είναι αυτό το συμπέρασμα που θα βγάζαμε σε μια πρώτη ανάγνωση. Νομίζω όμως ότι η πνευματική δυναμική αυτής της εξομολόγησης φτάνει πολύ βαθύτερα από την παραδοχή της ενοχής, την αναγνώριση της αμαρτίας, και της απομάκρυνσης από το πάθος. Η Αυγούστα τα έκανε όλα αυτά, τα ίδια που γνωρίζει ο π. Αμμούν από τις εξομολογήσεις ανδρών και γυναικών για πολλά χρόνια. Ο πνευματικός της αγώνας όμως την έφερε αντιμέτωπη με έναν πειρασμό που δεν είχε τη δύναμη να κατανικήσει. Η αναγνώριση της αμαρτωλότητάς της κατά την εξομολόγηση, και η παραδοχή της αδυναμίας της στον εξομολόγο της, την ανεβάζουν σε άλλο πνευματικό επίπεδο, εκεί που αναγνωρίζει ότι ούτε οι μετάνοιες, ούτε οι νηστείες και οι αγρυπνίες θα τη σώσουν, αλλά μόνο η χάρη του Θεού. Η αμαρτία της, ή μάλλον η αναγνώριση της αμαρτίας της, της επέτρεψε να αναγνωρίσει την αμαρτωλότητα της πεπτωκυίας φύσης, και να αντιμετωπίσει τους δαιμονικούς πειρασμούς μέσα της. Ο Παπαδιαμάντης μπορεί να μη δίνει την τελική απάντηση στο ερώτημα της σωτηρίας της, όμως σίγουρα σκιαγραφεί ένα αγώνα που ξεπερνά τα συνηθισμένα σε πνευματικό –και όχι σε ηθικό– επίπεδο. Αυτού του είδους η διάκριση μας παραπέμπει στη διάκριση των αγίων της ερήμου.
Αν και οι Έμποροι των Εθνών δε συγκαταλέγονται συνήθως μέσα στα καλύτερα έργα του Παπαδιαμάντη –μάλλον γιατί όπως και τα άλλα του μυθιστορήματα αντηχεί το δραματικό και ρομαντικό ύφος του δέκατου ένατου αιώνα– η διπλά ονοματισμένη Αυγούστα/Αγάπη συγκεντρώνει ένα από τα μυστήρια που διαποτίζουν ολόκληρο το έργο του. Ο έρωτας, το πάθος και η χαρά συνυπάρχουν με την ταπεινότητα και τη μετάνοια, καμμιά φορά παλεύοντας μεταξύ τους. Ο Ελύτης πρόσεξε κάτι που είναι έντονο και στη δική του ποίηση, ότι ο Παπαδιαμάντης δεν περιφρονεί τις εικόνες φυσικής ομορφιάς. Παρατήρησε ότι στον Παπαδιαμάντη, τον άνθρωπο που «έκανε γιορτή τα στήθη της Ματής και τα σφυρά της Μοσχούλας μια εξαίσια Μαγιάτικη μέρα, ή μια φεγγαρόλουστη νύχτα» (8), «η αίσθηση προσλαμβάνει αγιότητα και η αγιότητα προσλαμβάνει αίσθηση» (9).
Ίσως ο Ελύτης να υπερβάλλει κάπως στη σημασία της Παπαδιαμαντικής αισθησιακής γιορτής, όμως αυτού του είδους η ευαισθησία και το ταλαιπωρημένο πάθος δείχνει άνθρωπο που τα έχει γνωρίσει από πρώτο χέρι και έχει υποφέρει. Δε γνωρίζουμε τίποτε για την ερωτική ζωή του Παπαδιαμάντη, όμως υπάρχουν φορές που δίνει την εντύπωση πως θρηνεί για μια αγάπη χωρίς ανταπόκριση. Δεν έχει απλώς κατανόηση για την εσωτερική σύγκρουση της Αυγούστας, μοιάζει σα να την έχει βιώσει εκ των έσω. Η απόσταση μεταξύ αγιότητας και αίσθησης είναι ο χώρος του τραγικού για τον Παπαδιαμάντη. Αλλού δίνει άλλη κατεύθυνση. Στον Καλόγερο, ο π. Σαμουήλ φεύγει για το μοναστήρι του στο πρώτο δείγμα του προβλήματος, και εσωτερικεύει τον αγώνα του ως μέρος της μοναστικής ζωής. Τις περισσότερες φορές όμως, όπως στη Χήρα Παπαδιά, όπου ο Χατζηγιάννης παλεύει με τους αυστηρούς κανόνες του Πηδαλίου, και τους πιο αυστηρούς ηθικούς κανόνες της εποχής, ο Παπαδιαμάντης απλώς παρατηρεί και καταγράφει το αδιέξοδο, με τον ίδιο τρόπο που θα κατέγραφε την τραγικότητα της πεπτωκυίας φύσης. Στο Όνειρο στο Κύμα, που μοιάζει με αυτοβιογραφική ιστορία, ο αφηγητής (σε πρώτο πρόσωπο) που είχε την ευλογία και την κατάρα να δει τη Μοσχούλα να κολυμπά, αναρωτιέται «Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.» Βέβαια, όπως καταλήγει, «αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον να γίνω δικηγόρος.»
Όμως η ζωή δεν περιμένει. Σπάνια στο έργο του Παπαδιαμάντη θριαμβεύει ο έρωτας. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η περίπτωση του Γιάννη Μοθωνιού στον Αμερικάνο, που γύρισε στο νησί για να βρει την παλιά του αρραβωνιαστικιά, ύστερα από μακρόχρονη απουσία στο εξωτερικό (κάτι που λίγο απέχει στη ζωή του απομονωμένου νησιού από νεκρανάσταση), όπως και η ευτυχής κατάληξη στη Χήρα Παπαδιά, που μοιάζει γραμμένη εκ των υστέρων, ακόμα κι αν σημειώνεται ότι στηρίζεται σε πραγματική ιστορία. Έστω κι έτσι, η ευτυχής κατάληξη μοιάζει ανέλπιστη, δώρο της χάρης.
Για να επιστρέψουμε στην Αυγούστα/Αγάπη, πέρα από το ερώτημα της αμαρτίας και της μετάνοιας, το βάθος και η ειλικρίνεια της εξομολόγησής της αναποδογυρίζει την οπτική γωνία του μυστηρίου, έτσι ώστε ο εξομολόγος της να αισθάνεται ότι αυτός εξομολογείται σ’ αυτήν, η δική του πνευματικότητα αμφισβητείται από την πράξη, όταν καταλαβαίνει ότι η δική του αμαρτία ήταν να έχει μέτριες απαιτήσεις και προσδοκίες από το μυστήριο της εξομολόγησης. Αυτή η απαλή κριτική στο γηραιό μοναχό δεν είναι ξένη από το θρησκευτικό υπόβαθρο του Παπαδιαμάντη και το φιλοπαραδοσιακό κίνημα των Κολλυβάδων που προσπάθησαν, με μικρή επιτυχία και μεγάλη αντίδραση εναντίον τους, να αναστηλώσουν την πνευματική ζωή της Ελλάδας τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα.
Αυτό φαίνεται καθαρά στον Καλόγερο, το διήγημα–μελέτη πάνω στα εκκλησιαστικά προβλήματα της εποχής του. Τόσο εδώ, όσο και σε διάφορα άλλα έργα του, ο Παπαδιαμάντης δείχνει καθαρά ότι δεν ήταν συντηρητικός γιατί απέφευγε κάθε είδους αλλαγή. Δεν θα ήταν ακριβές να τον βλέπαμε σαν πρόδρομο των Παλαιοημερολογιτών ή του ενστίκτου που αντιδρά αυτόματα σε κάθε τι καινούριο ή εκ της Εσπερίας προερχόμενο – αν και πρέπει να παραδεχτούμε ότι και το κίνημα των Παλαιοημερολογιτών στις απαρχές του ήταν μια αντίδραση στην εκκοσμίκευση της Εκκλησίας μετά τις καταστροφικές μεταρρυθμίσεις του Όθωνα. Ο Παπαδιαμάντης, όπως οι Κολλυβάδες, έβλεπε με αρκετά επικριτικό μάτι τις αλλαγές που γινόντουσαν στην Εκκλησία της Ελλάδας εκείνη την εποχή, όπως το διοικητικό της χωρισμό από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την αυξανούμενη μετακίνηση ιερομονάχων από τα μοναστήρια τους σε ενορίες, και το μαράζωμα του αναστάσιμου χαρακτήρα της Ευχαριστιακής σύναξης. Αυτά τα σχολίαζε και τα επέκρινε όχι ως νεωτερισμούς, αλλά λόγω των σοβαρών επιπτώσεών τους στην εκκλησιαστική ζωή. Τα ίδια προβλήματα παραμένουν και συζητιούνται μέχρι σήμερα: όπως τονίζει ο Λορεντζάτος, πολλοί από αυτούς που υμνούν τον Παπαδιαμάντη για το εκκλησιαστικό του ήθος, δεν το συμμερίζονται (10). Όπως κι αν έχει, είναι θετικό πως παρά τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε, οι φωνές όσων ζητούν τη διόρθωση κάποιων από αυτά τα προβλήματα – βέβαια μερικές μάχες, όπως η μάχη για τα κόλλυβα έχει χαθεί, ίσως ανεπανόρθωτα – αυξάνονται σταθερά. Η γενιά των θεολόγων τα τελευταία σαράντα χρόνια χρωστάει πολλά στην πνευματικότητα του Παπαδιαμάντη.
Οι πνευματικές επιταγές του Παπαδιαμάντη πάντως προχωρούν πολύ βαθύτερα πέρα από την κριτική των εκκλησιαστικών αλλαγών. Αυτό το βλέπουμε στην πρόκληση που αντιμετωπίζει ο π. Αμμούν στην εξομολόγηση της Αυγούστας/Αγάπης. Αν έχω επιμείνει τόσο πολύ σ’ αυτή τη σκηνή και στη σημασία της είναι όχι μόνο λόγω του πνευματικού και ψυχολογικού της βάθους, αλλά και γιατί η Αυγούστα/Αγάπη μας δίνει το πρότυπο του Παπαδιαμαντικού ήρωα που οδεύει προς τη σωτηρία μέσα από την ταπεινότητα. Η Αυγούστα είναι πιο τραγική φιγούρα και παλεύει πιο δύσκολο αγώνα από το βοσκό στον Φτωχό Άγιο για παράδειγμα, που αγιάζει με το μαρτύριό του. Η ταπεινότητα που βρίσκουμε και στους δύο όμως, είναι σχεδόν συνώνυμη με την έκφραση ‘Παπαδιαμαντικός χαρακτήρας’. Στο έργο του δεν υπάρχουν πανίσχυροι ήρωες, φοβεροί και τρομεροί ασκητές που κατανικούν ορδές δαιμόνων, άγιοι που περπατούν σε νερό και εξουσιάζουν τα στοιχεία της φύσης, ή άλλου είδους υπερβολές – και εδώ βέβαια διαφέρει επίσης από το Ντοστογιέφσκι και άλλους Ρώσους συγγραφείς. Το έργο του Παπαδιαμάντη δεν έχει θέση για τον Νιτσεϊκό υπαράνθρωπο, εδώ δεν υπάρχουν πνευματικοί ή ηθικοί υπεράνθρωποι. Αντί για τον Ντοστογιεφσκικό Ζωσιμά ή Τύχωνα βλέπουμε ανθρώπους που δυσκολεύονται – έστω κι αν ο Παπαδιαμάντης είχε γνωρίσει τους ασκητικούς γέροντες της εποχής του. Οι άγιοί του είναι φτωχοί άγιοι, που σώζονται ενώ πέφτουν, από την ταπεινότητα και τη μετάνοια. Ο Πλήθων, ο ιστορικός χαρακτήρας που παίζει κεντρικό ρόλο στη Γυφτοπούλα είναι ο πιο ηθικός από όλους τους Παπαδιαμαντικούς ήρωες, κι όμως αφού αρνείται το Χριστιανισμό και αυτοπαγιδεύεται στη φαντασία της αναβίωσης του Πλατωνισμού, ίσως βρίσκεται πέραν της σωτηρίας. Η Αυγούστα/Αγάπη από την άλλη μεριά, μέσα στην ταπεινότητά της αμφισβητεί την πρακτική της εξομολόγησης στην εποχή της, αλλά και την διασώζει μέσα της παρά τη φθορά της. Ανεξάρτητα από το θέμα της προσωπικής της σωτηρίας και των προσωπικών της πειρασμών και αμαρτιών, διατηρεί μέσα της την εικόνα της εξομολόγησης πέρα από το ηθικό της περιεχόμενο, ως πράξη καθαγιαστικής μετανοίας και ασκητικής ταπεινότητας, και πάνω από όλα ως απελπισμένη πρόσκληση της χάρης. Ο πήχυς είναι πιο ψηλά από εκεί που τον έχει ο π. Αμμούν, που αναφέρεται στην ιεροσύνη ως το «επάγγελμά του». Μ’ αυτό τον παράδοξο τρόπο η παράδοση της Εκκλησίας και το μυστήριο διασώζονται όχι μέσα από την αποστολική διαδοχή της χειροτονίας του ιερομόναχου (που είναι οπωσδήποτε απαραίτητη), αλλά μέσα από την αποστολική διαδοχή ή μάλλον συνέχεια της Ευχαριστιακής κοινότητας – ακόμα και στην αμαρτωλότητά της. Αυτή είναι μια βαθύτατα εκκλησιολογική θεώρηση του μυστηρίου και της χάρης, που παραπέμπει κατευθείαν στο Συμεών το Νέο Θεολόγο και τις δύο χρυσές αλυσίδες της Εκκλησίας – την αλυσίδα των επισκόπων και την αλυσίδα των αγίων.
Αν και η μετάνοια, η σωτηρία και η αγιότητα υπάρχουν με διάφορους τρόπους στο έργο του Παπαδιαμάντη, ίσως αυτό που δείχνει ότι η ματιά του είναι ματιά αγιωσύνης, είναι ότι αντί να δείχνει ασκητικούς δρόμους προς την αγιότητα, δείχνει ότι ο καθένας, ακόμα και ο πιο αμαρτωλός, μπορεί να αγιάσει. Ο κάθε άλλος. Η αγιότητα είναι κάτι που αναγνωρίζεται στους άλλους, και όχι στον εαυτό. Η αγιότητα και η σωτηρία δεν είναι τόσο κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με το θρίαμβο της αρετής, αλλά μάλλον κάτι που μπορεί να χαριστεί στο όνομα της μετάνοιας και της ταπεινότητας, συνήθως όταν αυτός που τα λαμβάνει δεν το γνωρίζει. Στην Εξοχική Λαμπρή για παράδειγμα, ο π. Κυριάκος διέκρινε ξαφνικά τη δική του αμαρτωλότητα σε σχέση με ένα μικρό παράπτωμα, μεγαλύτερο από εκείνο για το οποίο υποψιαζόταν το συλλειτουργό του ιερέα, και βάση του οποίου αισθάνθηκε ανάξιος να τον κρίνει. Μ’ αυτό τον τρόπο ο αμαρτωλός μεταμορφώνεται σαν τον άσωτο υιό. Η περίπτωση του π. Αμμούν και της Αυγούστας/Αγάπης είναι βέβαια ακόμα πιο δραματική, αφού αυτή, μια αμαρτωλή που γνωρίζει την αμαρτία της, γίνεται το πνευματικό πρότυπο για τον γηραιό ιερομόναχο, που ανακαλύπτει για πρώτη φορά το βαθύτερο σωτήριο περιεχόμενο του μυστηρίου της εξομολόγησης.
Σε τελική ανάλυση, αν αξίζει να μνημονεύουμε τον Παπαδιαμάντη σαν τον άγιο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, δεν είναι επειδή γράφει για ιερείς, μοναχούς και ξωκκλήσια. Είναι γιατί ξεκινά με τον κόσμο έτσι όπως είναι, με τα πάθη του και τις παραξενιές του, και ύστερα προχωρά χαρτογράφοντας την αντιστοιχία ανάμεσα στον πεπτωκότα κόσμο και τη Βασιλεία του Θεού, και τα μονοπάτια που οδηγούν στη σωτηρία. Ο καθένας φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να μας εκπλήξει. Ο πιο δύσκολος αγώνας δεν είναι αυτός που παλεύουν στρατιώτες ή μοναχοί, αλλά ο αγώνας των απλών ανθρώπων που ρίχνονται σε μια παράλογη αυτοθυσιαστική πράξη συμπόνοιας, όπως η Σκεύω στο Βαρδιάνο στα Σπόρκα, μια χήρα περασμένης ηλικίας που ανησυχεί για το γιο της και σαν μια άλλη Ξένια της Πετρούπολης ντύνεται με τα ρούχα του νεκρού άντρα της για να πιάσει δουλειά στα σπόρκα, τα καράβια που έχουν απομονωθεί στην καραντίνα για το φόβο της χολέρας, και να φροντίσει το γιο της – φροντίζοντας ταυτόχρονα και όσους άλλους έχουν ανάγκη εκεί. Στο τέλος, η Βασιλεία του Θεού δε μοιάζει με θρίαμβο και με γλέντι, αλλά με πιο χαμηλούς τόνους, σαν την συντροφιά των αφηγητών στα Ρόδινα Ακρογιάλια, εκεί όπου ίσως να έβλεπε τον εαυτό του ο Παπαδιαμάντης, συμμετέχοντας με το γράψιμό του σαν έργο σωτηρίας.
Λέγεται συχνά ότι συγγραφείς σαν τον Ντοστογιέφσκι εκπληρώνουν ένα ρόλο ανάλογο με αυτό των Πατέρων στην αρχαία Εκκλησία. Στο βαθμό που αυτό ισχύει, ισχύει με το παραπάνω για τον Παπαδιαμάντη. Και όχι μόνο αυτό: Ένας από τους διάφορους τρόπους να δώσουμε ορισμό της αγιοσύνης είναι να δούμε τον άγιο σαν το πρόσωπο που έχει πραγματοποιήσει την εντός ημών Εκκλησία – ένα άτομο που έχει δοθεί τόσο ολοκληρωτικά στην Εκκλησία, ώστε ολόκληρη η Εκκλησία υπάρχει μέσα του. Τέτοιοι άγιοι έγιναν ιεραπόστολοι, γιατί μπόρεσαν να διασώσουν και να μεταφέρουν τα διδάγματα, το ήθος και την πνευματικότητα της Εκκλησίας μέσα τους, και να τα μεταδώσουν σε ξένη γη.
Ο Παπαδιαμάντης είναι ιεραπόστολος άλλου είδους. Στο έργο του έχει διασώσει την πνευματικότητα ολόκληρης της Εκκλησίας, του λαϊκού, του μοναχού και του ιερέα. Έχει διατηρήσει αυτή την εικόνα στο έργο του, που περιέχει κάτι πολύ περισσότερο από μια ιστορική ή ηθογραφική περιγραφή της Ελληνικής Χριστιανοσύνης στην αρχή του εικοστού αιώνα. Γι’ αυτό το λόγο, η κληρονομιά που άφησε στις επόμενες γενιές, η επίδρασή του σε θεολόγους και λαϊκούς, και η προσφορά του στην Εκκλησία του Χριστού, είναι ίσως πιο πλούσια και πιο βαθιά από αυτές που άφησαν σύγχρονοί του αναγνωρισμένοι άγιοι της Εκκλησίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου