τοῦ Μητροπολίτου
Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως
& Πολυκάστρου Δημητρίου
Πέρασε ἤδη μιὰ ἑκατονταετία ἀπὸ τὴν ἤρεμη ἀποβίωση τοῦ κυρ-Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη ἢ τοῦ Παπᾶ Ἀδαμαντίου1. Aὐτὸς ὁ λαμπερὸς ἀδάμαντας τῆς νεοελληνικῆς ψυχῆς καὶ λογοτεχνίας «ἀνηρπάγη ἀφ᾽ ἡμῶν»2 2 πρὸς 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1911 τὰ μεσάνυκτα, στῶν «ἱεροπρεπῶν Κολλυβάδων» τὴν Σκίαθο, τὴν σκιὰ δηλονότι τοῦ Ἄθω.
Πρὶν
ἀπὸ ἐκείνη τὴν κρίσιμη ὥρα, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ συνήθως μὲ ἄκρως
εὐτελέστατα ὑλικὰ μέσα (σὲ μιὰν ἁπλὴ γωνιά, μὲ λίγες κόλλες κι ἕνα
κοντύλι) καὶ μὲ ἀσήμαντες προσωπικῶς ἀνταπαιτήσεις ἀπὸ τὰ δημοσιογραφικὰ
βήματα τῆς ἐποχῆς του (ὅσο γιὰ νὰ συντηρεῖται καὶ ὑποτυπωδῶς νὰ βοηθεῖ
τοὺς οἰκείους του), σχεδίαζε, δημιουργοῦσε μᾶλλον, μὲ σπάνια ἔμπνευση
ἕναν ὁλόκληρο κόσμο-κόσμημα-παρακαταθήκη τῆς νεοελληνικῆς
διηγηματογραφίας, ποὺ ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια αὐξάνει καὶ ἡ
ἀδιαπραγμάτευτη ἀξία του σὰν τὰ παλιὰ βαρύτιμα πετράδια!
Πρὶν
ἀπὸ ἐκείνη τὴν κρίσιμη ὥρα τοῦ θανάτου του, ἀγκυροβολημένος πλέον ἀπὸ
διετίας μόνιμα στὴν πολυπόθητη γενέτειρα, εἶχε προλάβει ἤδη μέσα σὲ μιὰ
τριακονταετία νὰ φτιάξει τὸν «ἀφηγηματικὸ του κόσμο»· δηλαδὴ κυρίως
«ἀντέγραψε» ὡς διηγηματογράφος καὶ παρουσίασε ὡς συμμετέχων ἀφηγητὴς σὲ
ποικίλες δράσεις καὶ σκηνὲς καὶ συγκυρίες μορφὲς καὶ πρόσωπα, στὴν
ἀτομικὴ εἴτε στὴν οἰκογενειακὴ εἴτε στὴν κοινωνικὴ καὶ συντροφικὴ τους
ἐκδοχή. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τρία μυθιστορήματα καὶ κάποιες νουβέλες του,
ἐπίκεντρο στὰ διηγήματά του εἶχε βασικὰ τὴν Σκιάθο ἀντικριστὰ στὸν
Ἄθωνα, μὲ ὁλόγυρα τὶς ἄλλες Σποράδες, ἀπέναντι τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἄλλα
λιμάνια τοῦ Αἰγαίου κι ἴσαμε τὰ μπουγάζια τοῦ Βοσπόρου καὶ πέρα τὴν
Πόλη, γιὰ νὰ προχωρήσει ἔπειτα σὲ ἄλλα διηγήματα στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν
περιοχή της, τὸν Πειραιά, τὴν Παλλήνη ἀπὸ τὰ προάστια καὶ ἄλλες
περιοχές.
Κάθε
μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς δράσεις τῶν διηγημάτων, εἴτε στὴ στεριὰ εἴτε στὴ
θάλασσα, τὴν κατέστρωνε κατευθεῖαν ὁ καλλιτέχνης μας σὲ ἕναν ἄρτιο,
ὁλοζώντανο, ἐντυπωσιακὸ «καμβά», ἀπὸ τὸν ὁποῖο πρωτοδημοσίευε τὰ ἔργα
του (ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τὰ ἄφησε σὲ σημειώσεις καὶ δημοσιεύθηκαν μετὰ τὸ θάνατό του)!
Σπάνιο δεῖγμα καὶ αὐτὸ ἐξαιρετικῆς ὡριμότητος, ἀλλὰ καὶ συνδρομῆς
πολλαπλῶν ταλάντων καὶ δεξιοτήτων. Ὅταν μάλιστα ἀναλογισθοῦμε ὅτι τὰ
γνωστὰ Χριστουγεννιάτικα ἢ Πασχαλινὰ ἢ τὰ λεγόμενα διηγήματα τῆς
Πρωτοχρονιᾶς καὶ τῶν Φώτων ἀντιστοίχως κατὰ περίπτωση θὰ ἔπρεπε σὺν τῷ
χρόνῳ νὰ εἶχαν παρουσιάσει ἕναν εὔλογο περὶ τὴν ἀφηγηματικὴ ὑπόθεση
σταδιακὸ περιορισμὸ τῆς εἰδικῆς θεματικῆς. Διαπιστώνουμε τὸ ἀντίθετο.
Παρὰ τὴν φαινομενικὴ ἐπικάλυψη ὁρισμένων κοινοτυπιῶν, μέσα ἀπὸ τὴν
ἀνεξάντλητη μαεστρία τῆς λογοτεχνίας του καὶ πρωτίστως θέλοντας νὰ
συζητήσει τὰ ἀτέλειωτα «πάθια καὶ τοὺς καημοὺς τοῦ κόσμου», οἰκοδομεῖ
τελικὰ νέα στιγμιότυπα, νέες πλοκὲς καὶ περιπλοκές, νέα διηγήματα, νέα
περιστατικά, παραμένοντας ὁ αὐτὸς μεγαλειώδης καὶ πάντοτε διδακτικὸς
κὺρ Ἀλέξανδρος, ἐνίοτε θερινὸς μέσα ἀπὸ βλέμματα καὶ ἀναδυόμενες
ἀναμνήσεις, ἄλλοτε ἀνοιξιάτικος, ἄλλοτε φθινοπωρινός, ἄλλοτε
χειμωνιάτικος, πάντοτε λυρικός, ἂν μὴ κατανενυγμένος καὶ ζέων τῷ
πνεύματι, πάντως μὴ ὑπερβαίνων τὰ ὅρια μεταξὺ θείας καὶ ἀνθρωπίνης
δικαιοσύνης…
Μὲ
αὐτὴν τὴν δεξιότητα, ὅπως κυλᾶ ἑνὸς φθασμένου ζωγράφου ὁ χρωστήρας ἢ
ἑνὸς ἄριστου ὑμνολόγου ἡ ἔμπνευση ἢ ἑνὸς ἀρχιμουσικοῦ ἡ μελωδία
φυσικότατα, ἀντίστοιχα κι ὁ Παπαδιαμάντης πάνω σὲ ἑκατὸν ὀγδόντα περίπου συνολικῶς παραλλαγὲς ἱστοριῶν (173, κατὰ τὴν ἔκδοση Τριανταφυλλόπουλου),
μὲ μιὰ νεάζουσα ζωηρότητα καὶ ἑλκυστικὴ πλαστικότητα καὶ συναρπαστικὴ
παραστατικότητα, συνέθεσε τὴν λογοτεχνική του παρακαταθήκη, τὴν
ψυχαγωγική του προσφορά, τὴν διηγηματική του κληρονομιά, τὴν διδακτική
του «ὑποσυνείδητη στοχοθεσία». Ζαλίζεται κανείς, ἀκόμη καὶ νὰ θελήσει
νὰ ἀπαριθμήσει ἕνα πρὸς ἕνα καταλεπτῶς κάθε διήγημα εἴτε νουβέλα σὺν τὰ
τρία μυθιστορήματα! Ποῦ καὶ νὰ ἐρευνήσει τὴν ἐπιμέρους ὀμορφιὰ καὶ τὴν
αὐτοτελὴ δομικὴ συναρμογὴ καὶ τὴν ποιητικότητα καθενὸς Παπαδιαμαντικοῦ
ἔργου καὶ νὰ τὸ κατατάξει στὸ σύνολὸ του!…
Ἐμεῖς
σήμερα δυσκολευόμαστε νὰ «μετρήσουμε» τὰ λογοτεχνήματά του, νὰ τὰ
ταξινομήσουμε, νὰ ἀνασυνθέσουμε τὸ νόημα, τὸ μήνυμά τους, ἕνα πρὸς ἕνα
καταλεπτῶς! Πόσο σπουδαῖος ἦταν καὶ παραμένει ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἐσύνθεσε, ὁ
μεγάλος μας Σκιαθίτης, ποὺ ἀπὸ τὸ τίποτε ἔφτιαξε τὸ «βιός» του, τὸ
κληροδότημα, τὸ «βιός» μας!
Κι
αὐτὸ τὸ ἐπέτυχε νὰ τὸ συνθέσει ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος μὲ τὰ ἔμφυτα ἀλλὰ καὶ
φιλοπόνως ἐργασμένα τάλαντα τῆς ἰδιαίτερης ἀντιληπτικότητος καὶ τῆς
σπάνιας εὐφυΐας του, τῆς λογοτεχνικῆς μεγαλοφυΐας, τῆς ταμιεύτρας
ἀγαπώσης-ἐγκάρδιας μνήμης, τῆς ὑπεράγαν ποιητικῆς εὐαισθησίας, τῆς
ἀκουστικῆς μουσικοτραφίας καὶ τῆς ἐκφραστικῆς εὐφωνίας, τῆς περιγραφικῆς
γλωσσοπλαστικῆς ἀνέσεως, τῆς συγγραφικῆς ὁρμῆς καὶ τῆς ἀκένωτης πηγαίας
δημιουργικότητος. Μπορεῖ νὰ ξεκίνησε τὴν λογοτεχνία γράφοντας τρία
μεγάλα «μυθιστορήματα» καὶ μεταφράζοντας ξένη λογοτεχνία, γιὰ λόγους
βιοποριστικούς, «γιὰ νὰ ζήσει» κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον. Ὡστόσο ἡ
ποιότητα καὶ ἡ βαρύτητα τῶν ἔργων του πιστοποιεῖ πὼς τὰ ἔγραφε ὄχι μόνον
«γιὰ νὰ ζήσει», ἀλλὰ καὶ «γιὰ νὰ ζήσουν» ντυμένα μὲ τὸ ρωμαλέο ντῦμα
τῆς λογοτεχνικῆς σύλληψης. Ἐκπήγαζαν ὡς ἔκφραση τῶν πιστευμάτων καὶ τοῦ
ἤθους, τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς τόλμης, τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς ὅλων. Ἦταν
ἔργα λογοτεχνικοῦ διαλόγου μὲ τὴν ἐποχή του καὶ διαδοχικὰ μὲ τοὺς
μετέπειτα Ρωμιούς-Συνέλληνες μέχρι σήμερα, ἀλλὰ καὶ στὴ συνέχεια.
Αὐτὴ
ἡ προσωπικὴ ἀξία καὶ ἰδιαιτερότητα «ἐκκολάφθηκε» βεβαίως μέσα στὸ ὅλο
πνευματικὸ κλῖμα τῆς ἱερατικῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὴν ὁποία προερχόταν, μὲ
τὴν Κολλυβαδικὴ παράδοση πρὸς πατρός, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ λογίου
ἱερομονάχου Διονυσίου τῆς Παναγίας τῆς Κουνίστρας. Ἐπαυξήθηκε ὅμως
ἐπιπλέον μὲ τὸν συνεχὴ κυριολεκτικὰ ἀγώνα μορφώσεως καὶ περαιτέρω
παιδείας τοῦ Παπαδιαμάντη, καὶ ἐπιδοτήθηκε ἀπὸ τὴν συνεχὴ ἀναστροφὴ του
μὲ ἔργα καὶ συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ξένης
λογοτεχνίας γιὰ τὶς σαράντα (40) περίπου μεταφράσεις ξένων
μυθιστορημάτων στὶς ἐφημερίδες (κατὰ τοὺς εἰδκούς).
Αὐτοβιογραφία - Αὐτοβιβλιογραφικό
Τὸ
ἐξίσου σπουδαῖο καὶ ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ πληθωρικότατος
διηγηματογράφος μας, παρ᾽ ὅλη τὴν παρεμβατικότητα καὶ ἐπιρροή του στὴ
διαμόρφωση τῆς κοινῆς γνώμης μὲ τὰ ἑορταστικὰ καὶ τὰ ἄλλα διηγήματα, μὲ
τὰ μυθιστορήματα καὶ τὶς νουβέλλες, μὲ τὰ ἑορταστικὰ θρησκευτικὰ ἄρθρα,
μὲ τὶς μεταφράσεις ξένων ἔργων μὲ ὀρθόδοξα σχόλια στὴν ὤα-περιθώριο (ὅταν ἦταν θρησκευτικὰ ἔργα καὶ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πίστη· ἀξιοσημείωτο κι αὐτό!), μὲ τὶς κοινωνικοπολιτικὲς ἔμμεσες ἢ ἄμεσες κριτικές, διατηροῦσε διὰ βίου μιὰν αἴσθηση μέτρου καὶ προπαντὸς μετριοφροσύνης.
Στὴ
γνωστὴ Αὐτοβιογραφία του, ποὺ σώζεται μὲ προσυπογραφὴ ὑπὸ τὰ ἀρχικὰ
«Α.Π.» εἴτε στὸ ἀρχεῖο Merlier εἴτε στὸ Γεν. Ἀρχεῖο τοῦ Κράτους,
σημειώνονται:
«Ἐγεννήθην
ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχ(ολεῖον) εἰς τὰ
1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα
τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς
σπουδάς μου κι ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς
τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873
ἦλθα εἰς Ἀθήνας κι ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην
εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ᾽ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα
φιλολογικά, κατ᾽ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.
»Μικρὸς
ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νὰ συντάξω
κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη
“ἡ Μετανάστις” ἔργον μου εἰς τὸν “Νεολόγον” Κ/πόλεως. Τῷ 1881 ἕν
θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν “Σωτῆρα”. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη
“Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν” εἰς τὸ “Μὴ χάνεσαι”. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ
ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ κι ἐφημερίδας.
Α.Π.» [Ἅπαντα, τ. Ε΄, σ. 319].
Ὁ
ἴδιος εἶναι πολὺ λιτὸς στὶς αὐτοβιογραφικὲς πληροφορίες περὶ ἑαυτοῦ,
περιτέμνων περίπου κατὰ τὸ ἥμισυ τὴν συγγραφική του παραγωγή, ἂν
ὑπολογίζαμε σ᾽ αὐτὴν καὶ ἄλλα ἐξίσου ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα γιὰ
μελετήματα, σύμφωνα μὲ ὅσα προαναφέραμε ἐμεῖς ἀνωτέρω.
Ἀπὸ τὸ ἐπίσης γνωστὸ «Αὐτοβιβλιογραφικό»
του, δηλαδὴ ἕνα συνοπτικὸ πίνακα μὲ συνοπτικὲς σημειώσεις γιὰ τὶς
συνεργασίες του καὶ τοὺς κυριότερους σταθμοὺς τῆς ζωῆς του, σημειώνουμε
ὅτι τὸ 1887 ὁ Παπαδιαμάντης ἀνακάλυψε τὶς ἀγρυπνίες ποὺ γίνονταν στὸ
Ἐκκλησάκι τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου στὸ Μοναστηράκι καὶ ἄρχισε νὰ τὶς
παρακολουθεῖ τακτικά. Κάνει τὸν ψάλτη καὶ τὸν τυπικάρη3.
Στὶς 26 Δεκ. 1887 δημοσίευσε στὴν ἐφημ. «Ἐφημερὶς» τὸ πρῶτο διήγημά
του, «Τὸ Χριστόψωμο». Γιὰ τὸ μεσοδιάστημα 1902-Αὔγ. 1904 εἶχε μεταβῆ στὴ
Σκιάθο, ἐπανῆλθε στὴν Ἀθήνα μέχρι τὸ Μάρτιο τοῦ 1908, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει
ὁριστικὰ στὸ νησὶ μέχρι τὸ θάνατό του. Πάντως, εἴτε στὴν Ἀθήνα εἴτε καὶ
ἀπὸ τὸ νησί, συνεργαζόταν μὲ διηγήματα καὶ μεταφράσεις μὲ διάφορες
Ἀθηναϊκὲς ἐφημερίδες μέχρι τὸν τελευταῖο Νοέμβριο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.
Τὸ 1906 ὁ Παῦλος Νιρβάνας καὶ τὸ 1908 ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, φίλοι του
καὶ οἱ δυό, κατόρθωσαν καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ φωτογραφηθῆ· στὴν πρώτη
περίπτωση πῆρε στάση μὲ τὸ βλέμμα χαμηλωμένο, τὰ χέρια σταυρωμένα, μόνος
του, ἀδημονώντας μάλιστα μήπως ἐνοχλοῦσε τὸ κοινὸ τοῦ ἑστιατορίου, ὅπως
εἶπε στὰ γαλλικὰ στὸν Νιρβάνα, ποὺ μᾶς παραθέτει τὸ περιστατικό [Ἅπαντα
, τ. Α΄, σ. λδ-λε].
Ἀλλὰ
καὶ ὅταν πάλι φίλοι του, Μιλτ. Μαλακάσης, Ἐπαμ. Δεληγιώργης, Παῦλ.
Νιρβάνας, Δημ. Κακλαμάνος, Ἀρ. Προβελέγγιος, Γιάν. Βλαχογιάννης καὶ
ἄλλοι, διοργάνωσαν τὸ 1908 λαμπρὴ ἐκδήλωση στὸν «Παρνασσὸ» γιὰ τὰ
φιλολογικὰ εἰκοσιπεντάχρονά του, ὁ ἴδιος ἦταν ἀπών.
Ἡ δια-μαρτυρία του
Ἡ
ἐποχή του συνέχιζε νὰ παραμένει μεταβατικὴ σὲ κάθε ἐπίπεδο ἐξουσίας καὶ
ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας καὶ κουλτούρας καὶ διαμορφώσεως νέας «ἄρχουσας
τάξεως» στὴν πρωτεύουσα καὶ στὰ ἀστικὰ κέντρα, ἂν ὄχι σὲ ὅλα τὰ θέματα,
σὲ πάμπολλα. Στὴν μετεπαναστατικὴ περίοδο εἶχε γίνει μιὰ βιαία
προσπάθεια θρησκευτικοῦ καὶ λατρειακοῦ ἐξορθολογισμοῦ καὶ ἀποκοπῆς ἀπὸ
τὶς παραδοσιακὲς ἐκκλησιαστικὲς ρίζες, κι αὐτὸ ἀκόμη κυριαρχοῦσε ὡς
νοοτροπία κοινωνικὴ καὶ κρατική, ἱεροκηρυκτικὴ καὶ ποιμαντική,
ἐπιβαλλόμενη δημόσια. Κάποια στιγμὴ ἀνακαλύψαμε ὡς λαός, ὡς
ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, τὶς ρίζες μας καὶ τὸ ριζιμιό μας στὴν πνευματικὴ
ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, μὲ τὴν ὁποία ἀντισταθήκαμε ὡς πρόσωπα καὶ
κοινωνία στὴν ἀλλοτρίωση κάτω ἀπὸ δυνάστες.
Ὁ
Παπαδιαμάντης (ἀναθρεμμένος σὲ ἕνα τέτοιο κλῖμα παιδιόθεν) κράτησε μιὰ
γραμμὴ εὐπρέπειας μὲν πάντοτε, ἀλλὰ καὶ ὁμολογιακῶς ἐπιβαλλόμενη, καὶ μὲ
τὰ διηγήματά του καὶ μὲ τὴν σειρὰ τῶν δημοσιευμένων ἀφιερωμάτων του στὰ
λειτουργικὰ ἔθιμα τοῦ νησιοῦ του ὡς λειτουγικὸ δέον (παννυχίδες π.χ.
γιὰ τὴν Ἀνάσταση κ.λπ.), μὲ τὰ δριμέα κάποτε σχόλιά του γιὰ τὸ ὀρθοδόξως
δέον κήρυγμα, μὲ τὶς ὀρθόδοξες παρατηρήσεις του στὶς μεταφράσεις ξένων
θρησκευτικῶν κειμένων ποὺ τοῦ ἀναθέτουν οἱ διευθυντὲς ἐφημερίδων κ.ἄ.
Ὑπῆρξαν
ἄνθρωποι ποὺ ἐνοχλοῦνταν ἀπὸ τὴν ἐπιμονή του νὰ περιγράφει τὰ Πασχαλινὰ
ἔθιμα, μολονότι τὰ ἴδια ἄτομα δὲν ἐνοχλοῦνταν ἀπὸ τὴν προϊοῦσα
ἀλλοτρίωση τῆς νεοελληνικῆς «κοινωνίας». Ἀναγκάζεται ὁ Παπαδιαμάντης νὰ
ἀποκριθεῖ καὶ σ᾽ αὐτοὺς καὶ δι᾽ αὐτῶν σὲ ὅλους καὶ στὴν ἐποχή μας. Πίσω
ἀπὸ τὸ περίφημο διήγημά του «Λαμπριάτικος Ψάλτης», ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν
«Ἀκρόπολι» τὸ 1893 ὁ Α.Π. διαζωγραφίζει συγκεκριμένα πρόσωπα καὶ ρόλους
καὶ ἐμπειρίες του, ἄρα καὶ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ συμπαρόντα καὶ
μετέχοντα. Ὅπως ἀνέπτυξε ὁ ὑποστράτηγος ἐ.ἀ. Ἰω. Οἰκονόμου στὰ πλαίσια
τῶν ἐργασιῶν τοῦ Β΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη στοὺς
συνέδρους κατὰ τὴν ἐπίσκεψή τους στὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Παλλήνης
(4.11.2001), ὅλα τὰ γεγονότα καὶ τὰ πρόσωπα τοῦ συγκεκριμένου διηγήματος
καθὼς καὶ ἄλλων διηγημάτων («Ὁ Ἐπιτάφιος καὶ ἡ Ἀνάστασις εἰς τὰ χωρία»,
«Βλαχοπούλα») ἀφοροῦν στὸ χῶρο ἑνὸς ἰδιωτικοῦ τότε κτήματος ποὺ
ἐπισκεπτόταν φιλοξενούμενος ὁ Α.Π. τὴν περίοδο 1885-944.
Ὁ
Παπαδιαμάντης, λοιπόν, στὸν «Λαμπριάτικον Ψάλτην» δὲν διστάζει ὡς
ἀφηγητὴς νὰ ᾿ρθεῖ σὲ εὐθὺ λόγο-ἀντίλογο σαρκάζοντας κατ᾽ ἐκείνων ποὺ τὸν
χλευάζουν, ἐπειδὴ ἐπιμένει τὴν περίοδο τοῦ Πάσχα νὰ γράφει ἑορταστικὰ
διηγήματα. Μὲ εἰρωνικὸ τρόπο ἐπαναλαμβάνει τὶς ἀντιρρήσεις τους: «Μὴ
“θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ!” Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί,
ἐνοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ᾿ εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων.
Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τὰ ἄλλα
ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψῃς ὅτι ὁ Χριστὸς “δέχεται τὴν
λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ”, καὶ ὅτι ὁ πτωχὸς ἱερεὺς “προσέφερε τῷ Θεῷ
θυσίαν αἰνέσεως;”…» [Ἅπαντα Β´, σ. 515]. Καὶ ἀφοῦ προχωρήσει σὲ
ὑποδείξεις πίστεως καὶ φρονήματος μὲ πολιτικὸ ἀντίκρισμα, ἐπίκαιρες γιὰ
κείνη τὴν ἐποχή, χρήσιμες καὶ γιὰ κάθε ἐποχή, καταλήγει ἐξομολογούμενος
τὴν δική του γενικὴ κοσμοαντίληψη καὶ στάση:
«Τὸ
ἐπ᾿ ἐμοί, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω, ἰδίως κατὰ
τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου,
νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια
Ἑλληνικὰ ἔθη. “Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ᾿Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου,
κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ”» [Ἅπαντα
Β´, σ. 517].
Αὐτὸ
ἀκριβῶς τὸ τριπλὸ «ἰδανικὸ» τὸ διαπιστώνουμε σὲ ὅλα του τὰ διηγήματα,
σὲ ὅλες του τὶς πανέμορφες διηγηματικὲς ποιητικὲς ἐξάρσεις ποὺ μᾶς
κληροδοτήθηκαν· λατρεία καὶ πιστότητα στὸν Χριστό, ἀγάπη στὴν φύση,
ξαναζωντάνεμα στὰ πανέμορφα ἑλληνικὰ ἔθιμα.
Θὰ
ἔπρεπε νὰ παραθέσουμε αὐτούσια μεγάλα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ περισσότερα
τῶν ὑπερ-εκατονεβδομήντα διηγημάτων (173), δηλονότι νὰ παραθέσουμε
εἰκονικὰ ἀπὸ τοὺς ὀγκώδεις τόμους τῶν Ἁπάντων, προκειμένου νὰ
πιστοποιηθεῖ ἐν τοῖς πράγμασιν αὐτὸς ὁ κληροδοτημένος ἀνθηρότατος
πολιτιστικὸς θησαυρός.
Ἡ ἀναγνώρισή του
Δέν
ἐβράδυνε νὰ ἔρθει ἐπὶ γῆς ἡ δικαία ἀναγνώριση τῆς μεγάλης του ἀξίας,
μολονότι ὁ ἴδιος οὔτε τὴν ἐπεδίωξε οὔτε καὶ πρόλαβε νὰ τὴν ἀπολαύσει· ἡ
ἀναγνώριση τῆς «ἀξίας» του ὡς ἑνὸς ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους λογοτέχνες!
Ὁ
ἱερέας Γεώργιος Ρήγας περιγράφει τὰ χριστιανικὰ τέλη τοῦ κὺρ
Ἀλεξάνδρου. Ζήτησε τὸν παπα-Ἀνδρέα Μπούρα, ἐνῶ οἱ ἀδελφές του κάλεσαν
καὶ γιατρό.
«Ὁ
Παπαδιαμάντης πρὸ πάντων ἦτο Χριστιανὸς καὶ χριστιανὸς εὐσεβής. Μόλις
λοιπὸν εἶδε τὸν ἰατρὸν εἶπεν εἰς αὐτόν· “Τὶ θέλεις σὺ ἐδῶ;” “Ἦρθα νὰ σὲ
δῶ” τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. “Νὰ ἡσυχάσῃς”, τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής· “ἐγὼ θὰ κάμω
πρῶτα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὕστερα νὰ ᾿ρθῇς ἐσύ”... Μόνος του, ὀλίγας
ὥρας πρὶν ἀποθάνῃ, ἔστειλε νὰ κληθῇ ὁ ἱερεύς, διὰ νὰ κοινωνήσῃ.
“Ξεύρεις! Μήπως ἀργότερα δὲν καταπίνω!” ἔλεγεν. Ἦτο ἡ παραμονὴ τοῦ
θανάτου του καὶ τότε τοῦ ἀπενεμήθη τὸ παράσημον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου 1911, παραμονὴν τοῦ θανάτου του, “ἀνάψτε
ἕνα κηρί”, εἶπε, “φέρτε μου κι ἕνα ἐκκλησιαστικὸν βιβλίον”. Τὸ κηρίον
ἀνήφθη, ἐπρόκειτο δὲ νὰ ἔλθῃ καὶ τὸ βιβλίον, ἀλλὰ πάλιν ἀποκαμὼν ὁ
Παπαδιαμάντης εἶπεν: «Ἀφῆστε τὸ βιβλίον. Ἀπόψε θὰ εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι
ἀπ᾿ ἔξω». Καὶ ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστὰ “Τὴν χεῖρά σου τὴν ἀψαμένην...”
(σ.σ. πρόκειται γιὰ τροπάριο ἀπὸ τὶς ῟Ωρες τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων ποὺ ἐπέκειτο).
»Αὐτὸ
ἦτο καὶ τὸ τελευταῖον ψάλσιμον τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος τὴν ἰδίαν
νύκτα, κατὰ τὴν 2αν μεταμεσονύκτιον, ὅταν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου,
παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου. Ἡ Σκίαθος ὅλη ἔκλαυσε καὶ
κλαίει διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ Παπαδιαμάντη».
Ἀμέσως
μετὰ τὴν ἀποβίωσή του σήμανε συναγερμὸς σὲ σημαίνοντες καὶ λογίους γιὰ
νὰ ἀποτιμήσουν τὴν ἀξία του, γιὰ νὰ διασώσουν τὰ ἔργα του, γιὰ νὰ
συμπαρασταθοῦν στὶς ἀνύπανδρες ἀδελφές του, γιὰ νὰ συντηρήσουν δι᾽
ἐράνων τὴν πατρικὴ οἰκία του καὶ τὰ περιγραφόμενα στὰ διηγήματὰ του
Σκιαθίτικα Ἐξωκλήσια, γιὰ νὰ τιμήσουν μὲ κάθε τρόπο τὴ μνήμη του.
Στὰ
1934 τὸ Σωματεῖο «Παπαδιαμάντης» ἀπαρτιζόταν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη
Τραπεζοῦντος Χρύσανθο (μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν), τὴν Πηνελόπη Σ.
Δέλτα, τὸν Σκιαθίτη ἱερέα-οἰκονόμο Γεώργιο Ρήγα καὶ τὸν Octave Merlier
καθηγητὴ στὸ Ἀνώτερο Ἰνστ. Γαλλικῶν Σπουδῶν! Στὰ 1936 ἐκλέγονται ὡς μέλη
καὶ οἱ Χρῆστος Χρηστίδης, Γρηγόρης Κατσίμπαλης, Μανόλης
Τριανταφυλλίδης, Στρατῆς Μυριβήλης!
Μέχρι
σήμερα, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς Ἱ. Μητροπόλεις καθ᾽ ἑαυτές, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἔχει
πραγματοποιήσει τὸ 2001 (τὸ πιὸ πρόσφατο) διήμερο Συνέδριο γιὰ τὰ 150
χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση καὶ τὰ 90 χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του στὴν Αἴθουσα
τῆς Παλαιᾶς Βουλῆς πρὸ 10ετίας. Ἀνέκαθεν πλῆθος ἐκκλησιαστικῶν ἐντύπων
καὶ ραδιοτηλεοπτικῶν ἐκπομπῶν καταφεύγουν στὸ ρωμαλέο Παπαδιαμαντικὸ
λόγο ὡς θαλερὴ ἀναψυχὴ καὶ συνάμα ἀφόρμηση διδαχῆς.
Ἔχουν
συγκληθεῖ δύο Διεθνῆ(!) Συνέδρια ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Ὑπουργείου
Πολιτισμοῦ τὸ 1991 στὴ Σκιάθο καὶ τὸ 2001 στὴν Ἀθήνα πάλι ὑπὸ τὴν αἰγίδα
τοῦ ὙΠ.ΠΟ., μὲ παράλληλες ὀργανωτικὲς καὶ οἰκονομικὲς συμμετοχὲς ἀπὸ
ἄλλες κρατικὲς καὶ δημοτικὲς Ἀρχὲς (π.χ. Δῆμο Σκιάθου). Βασικὸς
ὀργανωτικὸς φορέας στὸ δεύτερο συνέδριο ἡ Ἑταιρεία Παπαδιαμαντικῶν
Σπουδῶν. Τὰ Πρακτικὰ ἔχουν ἐκδοθεῖ σὲ δύο εὔχρηστους αὐτοτελεῖς τόμους
ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Δόμος. Ἡ κατὰ μέρος παραδοσιακὴ καὶ ἡ ἠλεκτρονικὴ
βιβλιογραφία πλουσιότατη.
᾿Απὸ
διδακτορικὲς διατριβὲς ἤδη ἐκπονημένες στὴν Ἐλλάδα, Εὐρώπη, Ἀμερικὴ καὶ
Αὐστραλία καὶ ἐκπονούμενες μὲ θέμα τὸν Παπαδιαμάντη, καὶ ἄλλα συνέδρια
γενόμενα καὶ προαλειφόμενα, τεκμαίρεται ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἕνα
τεράστιο ἀγαθότατο ἀπόθεμα πλούσιο γιὰ ὅσους ἐγκύπτουν στὸν θησαυρὸ τῆς
ἀγαθῆς του καρδιᾶς. Δέν ἀναφέρομαι κὰν στὶς μεταφράσεις σὲ ποικίλες
γλῶσσες, μὲ τεράστιες βέβαια δυσκολίες, διότι ἡ δροσερότητα καὶ
ἀμεσότητα τῆς πολυεπίπεδης παπαδιαμαντικῆς ἔκφρασης ΔΕΝ μεταφράζεται.
***
Ὅλοι
οἱ ὁμότεχνοί του κατὰ κανόνα στάθηκαν μὲ σεβασμὸ καὶ περίσσια
ἐγκωμιαστικὴ ἀναγνώριση στὸ λογοτεχνικό, στὸ δημιουργικό, στὸ βαθύ, τὸ
ὑψηλό, τὸ ρωμαίικο μεγαλεῖο του. Δὲν θὰ ἐπαρκοῦσε ὁ διαθέσιμος χῶρος νὰ
ἀνθολογούσαμε τὸν εὔλογο, τὸν δίκαιο σχεδὸν πάγκοινο θαυμασμό, γιὰ τὸν
τόσο ἀπόκοσμο καὶ τόσο ἐγκεντρισμένο στὶς καρδιές μας Σκιαθίτη. Ὄντως
δικαιώθηκε ὁ παπα-Νικόλαος ποὺ τὸν ἐβάπτιζε καί, βλέποντας τὸ περίεργο
συμβεβηκὸς νὰ σχηματίζεται αὐτομάτως σταυρὸς στὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας μὲ
τὸ εὐλογημένο λάδι, ἐξήγησε πὼς «αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ γίνῃ μεγάλος»5.
Ὑπῆρξε καὶ παραμένει «ὁ σημαντικότερος μέχρι σήμερα νεοέλληνας πεζογράφος» ὅπως διέγνωσαν οἱ περιώνυμοι ὁμότεχνοί του ποιητὲς Γιῶργος Σεφέρης καὶ Ὀδυσσέας Ἐλύτης6,
ὁ παρομοιασθεὶς ἀπὸ τὴ σύγχρονη κριτικὴ συγγραφέας ἔργων ποὺ θὰ
μποροῦσαν «ν᾽ ἀναδειχθοῦν πολλάκις ἀνώτερα τῶν καλλιτέρων ἔργων πολλῶν
διασήμων ξένων διηγηματογράφων, τοῦ Μωπασσάν, τοῦ Δωδέ, τοῦ Τσέχωφ»7, «λαμπρὰ ἀσκημένος στῆς περιγραφῆς τὴν τριπλῆν ἱκανότητα» κατὰ τὸν Καβάφη8, «ὁ Κοσμοκαλόγερος»
(κατὰ τὴν αὐτεξομολόγησή του), ποὺ «χωρὶς ἴσως νὰ τὸ ὑποψιάζεται,
γερμένος πάνω στὰ λεκιασμένα χειρόγραφά του, ὁ λαθρόβιος τῆς ταβέρνας
τοῦ Καχριμάνη ἐγέμιζε μιὰ κρίσιμη περίοδο τοῦ ἀδιαμόρφωτου ἑλληνικοῦ
λόγου κι ὡρίμαζεν ὡς ἡ λαμπρότερη δόξα τῆς γραμματολογίας μας, τῆς
ὁποίας ἔγινε ὁ σκηπτροῦχος», «ὁ μεγαλύτερος ποιητής μας» ὅπως τὸν
ἤθελε ὄντας ποιητὴς ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης (ἔνθ. ἀν.) ἀσφαλῶς γιὰ τὴν
ἄφθαστη, ἀμίμητη, ἄφθιτη ποιητικότητα καὶ λυρικότητα στὸν ἀφηγηματικό
του λόγο, «ὁ ποιητὴς ὁ περίφημος καὶ ἀτύπωτος» ὅπως τὸν
ἀποχαιρετοῦσε μακρόθεν ἀνήμερα τῆς κηδείας του στὴ Σκιάθο μὲ ἄρθρο
Ἀθηναϊκὸ σχεδιάζοντας τὰ ἄλλα ὑψηλὰ καὶ ταπεινά, ζενὶθ καὶ ναδὶρ τῆς
μορφῆς του ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς9,
γιὰ νὰ καταλήξει· «τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη τὸ μαζὶ ἐκκλησιαστικὸ καὶ
κοσμικό, βυζαντινὸ καὶ ἀνθρώπινο, κάτι τὸ δισταχτικὸ καὶ κυματιστό,
γελαστὸ καὶ μελαγχολικό, τὸ λυρικὸ καὶ τὸ δραματικό, τὸ δίγλωσσο καὶ τὸ
δίψυχο, δείχνει καὶ μὲ τὰ στοιχεῖα του αὐτά, ζωηρότερ᾽ ἀπὸ ἄλλα ἔργα,
τὴν κατάσταση τῆς νέας ἑλληνικῆς ψυχῆς»10.
(Δίπτυχα τῆς ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος, τοῦ ἔτους 2011)
῾Υποσημειώσεις
1
Ἐγγράφηκε στὶς 16.9.1874 στὴ φιλοσοφικὴ σχολὴ τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν μὲ
τὸ ὄνομα «Ἀλέξανδρος Παπᾶ Ἀδαμαντίου», ἐνῶ ὁ καθηγητὴς Κουμανούδης
τὸν ἀναφέρει ὡς Παπαδαμαντίου· βλ. Ἅπαντα Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Κριτικὴ ἔκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1981, τ. Α΄, σ. λδ΄ (Χρονολογικὸς δείχτης τῆς ζωῆς του)·
[στὸ ἑξῆς οἱ παραπομπὲς μὲ τὴν ἔνδειξη ἁπλῶς Ἅπαντα, τ.( ), σ. ( )]·
δέν ἀποκλείεται τὸ ἀναλυτικὸ αὐτὸ πατρωνυμικὸ ἐπίθετο -πέρα ἀπὸ
συγκεκριμένο δημογραφικὸ δεδομένο- νὰ ἀπηχεῖ τὸν ἐπηρεασμὸ παρὰ τοῦ
ἀρχαιοπρεποῦς γέροντος Διονυσίου τοῦ γηγενοῦς Σκιαθίτου, ἐκ τῶν
Κολλυβάδων, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Παπαδιαμάντης συνέθεσε καὶ δημοσίευσε
θαυμάσια κατὰ τὸν τύπο «Νεκρολογία» (μὲ ἄφθαστο Συναξαριακὸ καὶ
ποιητικὸ γλυκασμὸ) στὴν ἐφημ. Ἐφημερὶς στὶς 19.1.1888 ὑπὸ τὸν τίτλο «Ὁ πατὴρ Διονύσιος» (Ἅπαντα, τ. Ε΄, σ. 327-331, 403/4).
2 Παπαδιαμαντικὸ τὸ δάνειο, ἀπὸ τὴ νεκρολογία του γιὰ τὸ Χαρίλαο Τρικούπη στὴν ἐφημ. Ἀκρόπολις, 7.4.1896 μὲ ἀναδημοσίευση στὸ Βαλέτα (Ε΄), βλ. Ἅπαντα, τ. Ε΄, 336
3 Στὸ ἀφιερωμένο στὴ μνήμη τοῦ Παπαδιαμάντη βιβλίο «Χρυσὸς καὶ Χρυσομηλιγγᾶτος, Δέκα Ἀφηγήματα γιὰ τὸν Ἀ. Παπαδιαμάντη», Ἐκδόσεις Ἁρμός, 1996, μὲ ἐπιμέλεια Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου, δημοσιεύεται (βλ. σ. 66) καὶ τὸ διήγημα τοῦ Ἀ. Μωραϊτίδη «Ἱστορία μιᾶς τυρόπιττας», ἐφημ. «Ἑστία» 27-28 Ἰανουαρίου 1928: «εἶτα,
ὅτε ἐκυριάρχει ὁ Παπαδιαμάντης, ψάλλων μὲ τὴν ἄχρουν ἐκείνην
ἀσθενικὴν φωνὴν του, ἀλλὰ μὲ τὸ περιπαθὲς ἀλησμόνητον ὕφος κατορθώνων
νὰ μεταδίδῃ τὸν ἐνθουσιασμὸν του εἰς τοὺς ἀκούοντας, οἱ ὁποῖοι χωρὶς
νὰ θέλουν τὸν παρηκολούθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τάς ἁρμονικάς κινήσεις του
ἐν τῷ ψάλλειν, ὅτε ἐκινεῖτο ὅλος κι᾽ ἐχόρευε κ᾽ ἐλαφρῶς ἐκτύπα τάς
χεῖράς του ἐπὶ τοῦ ἀναλογίου καὶ τοὺς πόδας του ἐπὶ τοῦ ξυλίνου
δαπέδου, χωρὶς νὰ γεννᾷ καμμίαν χασμῳδίαν».
4 Βλ. Πρακτικὰ Β΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Ἀθήνα 1-5 Νοεμβρίου 2001, Ἑταιρεία Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν, Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 2002 (στὸ ἑξῆς Πρ. Β΄ Δ. Συν.), σ. 665 ἑξ.
5 Π. Β. Πάσχου, Παπαδιαμάντης – Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων, Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 1991, σ. 17.
6 Βλ. Χριστόφορου Μηλιώνη, Παπαδιαμάντης καὶ Ἠθογραφία, στὰ Πρακτικὰ Α΄ Διεθνοῦς Συνεδρίου γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Πρ. Α΄ Δ.Συν.)-Ἑταιρεία Εὐβοϊκῶν Σπουδῶν, Ἐκδόσεις Δόμος-Ἀθήνα 1996, σ. 15.
7
᾿Απὸ ἀνώνυμο σημείωμα ποὺ τὸ 1908 προτάσσεται στὴν αναδημοσίευση τοῦ
διηγήματος τοῦ Παπαδιαμάντη «Τ᾽ ἀγνάντεμα», βλ. ἀνακοίνωση τῆς Ελ.
Πολίτου-Μαρμαρινοῦ, Παπαδιαμάντης, Μωπασάν, Τσέχωφ, ᾿Απὸ τὴ Σκιάθο στὴν Εὐρώπη, [Πρ. Α΄ Δ.Συν.] , σ. 454, ὑποσ. 77.
8 Νέα Ζωὴ Ἀλεξάνδρειας, Δ΄, 1908, σ. 822α,
«Εἰς ὅσα ἔργα του διάβασα μ᾽ ἔκαμεν ἐντύπωση ἡ περιγραφική του
δύναμις. Μὲ φαίνεται ὅτι εἶναι λαμπρὰ ἀσκημένος στῆς περιγραφῆς τὴν
τριπλῆν ἱκανότητα – τὸ ποιά πρέπει νὰ λεχθοῦν, τὸ ποιά πρέπει νὰ
παραλειφθοῦν καὶ εἰς ποιά πρέπει νὰ σταματήσει ἡ προσοχή»· βλ. Θανάση
Παπαθανασόπουλου, Τὰ ποιήματα τοῦ Παπαδιαμάντη, [Πρ. Α΄ Δ.Συν.], σ. 381.
9 Κωστῆ Παλαμᾶ Ἅπαντα τ. Ι΄, σ. 322
10 Κωστῆς Παλαμᾶς, ἔνθ. ἀν.· βλ. καὶ Παναγιώτας Γκότση, Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στὴν κριτικὴ τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ, Πρ. Β΄ Δ.Συν., σ. 110
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου