Παναγιότατε,
Σεβασμιότατοι,
Κυρία Ἀντιπρύτανι,
Κύριε Κοσμήτορα,
Κύριε Πρόεδρε,
Σεβαστέ μας κ. Κριαρᾶ,
Ἀγαπητοὶ συνάδελφοι
Φίλοι φοιτητὲς
Κυρίες καὶ κύριοι,
Σύμφωνα μὲ τὴν ἐθιμοτυπία, στὸ σύντομο χρόνο πού μου ἀναλογεῖ, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκωμιάσω τὸ ἔργο τοῦ Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου ἀπαριθμώντας μὲ σύντομα σχόλια τοὺς τίτλους τουλάχιστον τῶν αὐτοτελῶν δημοσιευμάτων του. Ἔτσι ὅμως ὁ ἀκαδημαϊκὸς ἔπαινος θὰ ἔμοιαζε μὲ τὴ Β Ραψωδία τῆς Ἰλιάδος «Νεῶν κατάλογος». Ἡ παρομοίωση δὲν εἶναι τόσο αὐθαίρετη, ὅσο φαίνεται ἐξαρχῆς, ἂν λάβουμε ὑπόψη μας τὴν ὁμολογία τοῦ τιμώμενου σήμερα ὅτι διακατέχεται ἀπὸ τρία «ἀδιάβλητα πάθη, τὸν Ἀλέξανδρο [Παπαδιαμάντη], τὴ σχολικὴ τάξη καὶ τὸ Ναυτικό». Καὶ γιὰ τὸ Ναυτικὸ ὅπου ἔκανε τὴ θητεία του ὡς σημαιοφόρος ὁ Τριανταφυλλόπουλος, περνώντας ἕνα μέρος της στὴ Λάρισα, καὶ ὑποτονθορίζοντας περίπου ἐγγονοπουλιστὶ «Σημαιοφόρε/ τί ζητοῦσες στὴ Λάρισα/ σὺ/ ἕνας/ Γριπονησιώτης;», δὲν εἶμαι ἁρμόδια νὰ μιλήσω, οὔτε ἐξάλλου ἔχω τὶς γνώσεις. Ξέρω λίγα περισσότερο γιὰ τὸ ναυτικὸ καὶ τὴ θάλασσα ὡς μεταφορά. Συνεπῶς γιὰ τὸ θαλάσσιο ταξίδι ὡς μεταφορὰ εἴτε τῆς διδασκαλίας εἴτε τῆς ἔρευνας εἴτε τῆς πρωτότυπης παραγωγῆς τοῦ σήμερα ὁ λόγος.
Ὁ Τριανταφυλλόπουλος ὅμως κατὰ τὸν τριανταπεντάχρονο πλοῦ ἔχει ἐπισκεφθεῖ πολλοὺς προορισμούς: Ἀξίζει κατ᾿ ἀρχὰς νὰ ἀναφερθοῦν οἱ ἐξαιρετικὲς μεταφράσεις του τῶν ἔργων Εὐβοϊκὸς ἢ Κυνηγὸς τοῦ Δίωνος Χρυσοστόμου καὶ Ἱστορίαι τοῦ Πολυβίου, ἡ δεύτερη ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν ἔχει δυστυχῶς ἀκόμη ἐκδοθεῖ στὸ σύνολό της. Ἀπὸ τοὺς Νεοέλληνες συγγραφεῖς μνημονεύω δειγματοληπτικὰ τὸν Μωραϊτίδη (τρεῖς τόμους τῶν Διηγημάτων τοῦ ὁποίου ἔχει ἐκδώσει), τὸν παίζω-γράφο Ν. Γ. Πεντζίκη, τὸ Περίτριμμα ἀγορᾶς Θεσσαλονίκιον), τὸν Σκαρίμπα (μὲ δεκάδες φιλολογικὰ ἄρθρα καὶ τὸ πεζογράφημα Λιμενάρχης Εὐρίπου), τὸν Ἐγγονόπουλο (Τὸ βαθὺ πηγάδι ἢ ἐκρήξεις φωτοβολίδων), τὸν Σεφέρη καὶ τὸν Λορεντζᾶτο (τὴν Ἀλληλογραφία τῶν ὁποίων ἔχει ἐπιμεληθεῖ). Δὲν ὑπάρχει χρόνος νὰ ἀσχοληθῶ ἀναλυτικότερα μὲ αὐτά. Θὰ περιοριστῶ στὸ ἐξαίσιο ταξίδι στὴ Σκιάθο ποὺ τώρα πιὰ «ὡς νοητὴ ναῦς […] «ὀρθοπλωρίζει στὰ κύματα τοῦ χρόνου μὲ ἀνύσταχτο Οἰακοστρόφο ποὺ τιμονίζει πανημέριος καὶ παννύχιος -τὸν Παπαδιαμάντη μας».
Ἀνάμεσα στοὺς ταξιδιῶτες πρῶτος καὶ καλύτερος ὁ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος συνεπικουρούμενος μὲ ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους ἀπὸ τὴ γυναίκα του Βικτώρια, τὰ παιδιά του καὶ τὰ ἀδέλφια του. Περιορίζομαι σὲ ἕνα μόνο ἀποδεικτικὸ παράθεμα: «Ὁ Γόρδων, ὁ Φάρραρ, ὁ Χὼλλ Κέιν, ὁ Ἀλφρέδος Κλάρκ, ὁ Μπρὲτ Χάρτ, ἡ Σάρα Γκρὰντ ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς μόνιμες ἔγνοιες τῆς μισῆς οἰκογένειάς μας τὰ τελευταῖα δεκαπέντε χρόνια-καὶ εἶναι ἀκόμη […] Παλεύαμε [πάντα σὲ πρῶτο πληθυντικὸ πρόσωπο] μὲ τὸν γνωστὸ ἢ μισογνωστὸ μεταφραστὴ Παπαδιαμάντη» ἔγραφε ὁ συγγραφέας τὸ 2005 στὸ προλογικὸ σημείωμα τοῦ βιβλίου τοῦ ‘Ὁ Παρδαλὸς συρικτὴς τῆς Ἐμλίνης’. Γιὰ τὸν μεταφραστὴ Παπαδιαμάντη.
Τί ἐκόμισε στὶς Παπαδιαμαντικὲς σπουδὲς ὁ Τριανταφυλλόπουλος;
1. Ἀπὸ ἐκδοτικῆς πλευρᾶς: Τὴν πεντάτομη κριτικὴ ἔκδοση τῶν Ἁπάντων του Παπαδιαμάντη (1981-88), καὶ τῆς Ἀλληλογραφίας τοῦ συγγραφέα (μὲ τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση τοῦ Δημήτρη Μαυρόπουλου τῶν ἐκδόσεων Δόμος). Καὶ τὴ φιλολογικὴ ἐπιμέλεια τῆς ἔκδοσης ἢ ἐπανέκδοσης (ἀπὸ τὸ 1989 ἕως τὸ 2010) ἕντεκα αὐτοτελῶς ἐκδεδομένων μεταφράσεων τοῦ Παπαδιαμάντη.
Ἡ κριτικὴ ἔκδοση τῶν Ἁπάντων, ἀποτέλεσμα τοῦ ἡράκλειου μόχθου ἑνὸς ἀνθρώπου (ἔστω καὶ συνεπικουρούμενου), προϋποθέτει μιὰ ὄχι τυχαία σκευὴ τὴν ὁποία ἐκθέτει συνοπτικὰ ὁ Τριανταφυλλόπουλος, σὲ πρόσφατα γραπτά του, ὡς ἐξάρτυση τοῦ ἐκδότη τῆς μελλοντικῆς κριτικῆς ἔκδοσης, μὲ δεδομένο ὅτι καμιὰ κριτικὴ ἔκδοση δὲν εἶναι ποτὲ ὁριστική. Ὁ ἐκδότης αὐτὸς μὲ δύο πρωτεύοντες σκοπούς, τὴν ἀποκατάσταση τοῦ κειμένου καὶ τὸν ἔλεγχο τῆς γνησιότητάς του πρέπει νὰ ἔχει
α) ἄριστη γνώση ὅλου του παπαδιαμαντικοῦ ἔργου, πρωτότυπου καὶ μεταφραστικοῦ,
β) ἐπαρκῆ γνώση τοῦ λεξιλογίου καὶ τῆς φωνητικῆς των βορείων ἰδιωμάτων κυρίως τῆς Σκιάθου καθὼς καὶ γνώση τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ τοῦ νησιοῦ,
γ) ἱκανὴ γνώση τῆς παπαδιαμαντικῆς παλαιογραφίας,
δ) γνώση τοῦ ἔργου τοῦ Μωραϊτίδη ποὺ φρόντισε o ἴδιος τὶς ἐκδόσεις του,
ε) καλὴ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων,
στ) καὶ «διάκριση», ἕνα κριτήριο, ποὺ μορφώνεται καὶ ὀξύνεται σὺν τῷ χρόνῳ, ἱκανὸ νὰ συνδυάζει τὴν κριτικὴ ἀρχὴ «Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν» καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν «Παπαδιαμάντην ἐκ Παπαδιαμάντη διορθοῦν» μὲ τὴν πολυτυπία τῆς χειρόγραφης ἰδίως παράδοσης τοῦ Παπαδιαμάντη.
Ἐπέμεινα στὸ πορτραῖτο τοῦ μελλοντικοῦ κριτικοῦ ἐκδότη, διότι θεωρῶ πὼς στοιχεῖ μὲ τὸ πορτραῖτο τοῦ ἴδιου τοῦ Τριανταφυλλόπουλου φιλοτεχνημένο μὲ καιρὸ καὶ μόχθο, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀνέλαβε τὴν κριτικὴ ἔκδοση μέχρι σήμερα. Δὲν εἶναι μόνον ὅτι τὴν ἔφερε εἰς πέρας σὲ σύντομο σχετικὰ χρονικὸ διάστημα γιὰ τέτοιου εἴδους ἐργασίες. Εἶναι ὅτι παλεύει ἀκόμη μαζί της ἀναγνωρίζοντας σφάλματα (ποὺ ὀφείλονται στὸ ὅτι δὲν ἦταν ἐνίοτε τόσο homo suspicious, ὅσο ἁρμόζει στὸν φιλόλογο) ἢ παραλείψεις του (στὸ ζήτημα ἰδίως τῆς σχεδὸν ταυτόχρονης συνδημοσίευσης διηγημάτων). Ὑπερασπίζεται τὸν κριτικό της χαρακτήρα ἀπέναντι σὲ κρίσεις, ἄλλες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀμφισβητοῦν τὸ ἂν εἶναι κριτικὴ καὶ ἄλλες τὴ χρησιμότητα μιᾶς τέτοιας ἔκδοσης. Διαβάζει τὰ χειρόγραφα ποὺ ἀναφάνηκαν στὸ μεταξύ, ξανακοιτάζει τὶς πρῶτες δημοσιεύσεις, ἱεραρχεῖ μὲ διαφορετικὸ τρόπο προηγούμενες ἐκδόσεις, εἰσάγει καινούριες διορθώσεις ποὺ προέκυψαν «ἄλλοτε μὲ ξαφνικὰ τινάγματα καὶ ἐκλάμψεις καὶ ἄλλοτε ὕστερα ἀπὸ ἐπίπονη πολιορκία καὶ δύσκολους συσχετισμούς», ἀποτέλεσμα τῆς συνεχοῦς τριβῆς του καὶ μὲ τὶς μεταφράσεις τοῦ Παπαδιαμάντη, τὴν Ὑμνογραφία, τὴ νεοελληνικὴ λογοτεχνία ἐν γένει, καὶ τῆς ἐντρύφησής του στὰ λεξικὰ (ὁ Τριανταφυλλόπουλος αὐτοχαρακτηρίζεται «λεξικομανής»). Ἀντιδρᾶ στὸν χαρακτηρισμὸ «ὁριστικὴ ἔκδοση» μεμονωμένων διηγημάτων ἀπὸ ἄλλους μελετητές, ὅταν δὲν ὑπάρχει αὐτόγραφο, ἐπαινεῖ σὲ ἐκτεταμένες βιβλιοκρισίες τὸ ἐκδοτικὸ ἔργο ἄλλων παπαδιαμαντολόγων, ἐναντιώνεται ὅμως στὴν ὑπόθεση ὅτι «ἀποκλίνουσες γραφὲς τῶν ἀναδημοσιεύσεων [στὸ λαϊκὸ περιοδικὸ Μπουκέτο π.χ.] ἀντιπροσωπεύουν κείμενο ποὺ βασίστηκε σὲ διορθωμένα ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη ἀποκόμματα ἢ σὲ αὐτόγραφά του». Ἐπιδίδεται στὸν ἔλεγχο τῆς γνησιότητας τοῦ παπαδιαμαντικοῦ corpus ἔχοντας νοθεύσει 8 μέχρι στιγμῆς κείμενα ἀπὸ τὸν πέμπτο τόμο τῶν Ἁπάντων ποὺ περιλαμβάνει μελέτες καὶ τὰ ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη.
Ἡ ἔκδοση αὐτή, σπουδαία συμβολὴ στὶς παπαδιαμαντικὲς σπουδές, ὑπῆρξε τὸ ἔναυσμα γιὰ ἕναν ἀρκετὰ μεγάλο ἀριθμὸ μελετημάτων, διδακτορικῶν διατριβῶν καὶ βιβλίων καὶ «ἀποτελεῖ ὄρον ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ κάθε μελλοντικῆς κριτικῆς ἔκδοσης». (Χριστ. 40). Εἶναι εὐτύχημα ὅτι ὅλες οἱ διορθώσεις καὶ οἱ νοθεύσεις, τὶς ὁποῖες ἀνέφερα, υἱοθετήθηκαν ἤδη στὴ χρηστικὴ ἔκδοση τῶν Ἁπάντων ποὺ κυκλοφόρησαν ἐφέτος ἀπὸ τὸ «Βῆμα/Βιβλιοθήκη».
Ἡ σκευὴ καὶ ἡ ἐξάρτυση γιὰ τὶς ὁποῖες ἔγινε λόγος προηγουμένως ἐπεκτείνονται ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 90 καὶ στὴ μελέτη τοῦ ἐξίσου σημαντικοῦ, ὀγκώδους ἀνυπόγραφου ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταφραστικοῦ ἔργου τοῦ Παπαδιαμάντη (λογοτεχνικοῦ καὶ μὴ) ἀπὸ τὰ γαλλικὰ καὶ τὰ ἀγγλικά, ποὺ εἶναι ἐγκατεσπαρμένο στὶς ἐφημερίδες Ἐφημερίς, Ἀκρόπολις, Ἄστυ καὶ Νέον Ἄστυ καὶ στὸ περιοδικὸ Νέον Πνεῦμα. Ἐδῶ ὁ Τριανταφυλλόπουλος, μὲ τὴ συνεπιμέλεια τῆς κόρης του Λαμπρινῆς ἢ καὶ ἀντίστροφα, προσπαθεῖ μὲ κριτήρια ἐξωτερικὰ καὶ κυρίως ἐσωτερικὰ (δηλ. λεξιλογικά, ὑφολογικά, καὶ κειμενικὰ τοὐτέστιν παρεμβολὲς τοῦ μεταφραστῆ, προσθαφαιρέσεις τμημάτων τοῦ πρωτοτύπου, ὑποσημειώσεις κτλ.) νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν παπαδιαμαντικὴ πατρότητα τῶν μεταφράσεων συγκροτώντας ταυτοχρόνως μιὰ θεωρία γιὰ τὸν μεταφραστὴ Παπαδιαμάντη, συνεπῶς νὰ ξεσκαρτάρει τοὺς ὑπάρχοντες ἀνακριβεῖς βιβλιογραφικοὺς καταλόγους καὶ νὰ καταρτίσει νέο μὲ τὴν προσθήκη ἄγνωστων ἢ σχεδὸν ἄγνωστων μεταφράσεων. Ὀφείλει νὰ θαυμάσει κανεὶς τὸ μέγεθος τοῦ μόχθου, ὅταν μάλιστα ἀναλογιστεῖ τὶς δυσκολίες στὴν ἀναζήτηση παλαιῶν ἐφημερίδων σὲ δημόσιες βιβλιοθῆκες στὴν πρὸ ψηφιοποιήσεως ἐποχή. Ὅπως ἐπίσης ὀφείλει νὰ ὁμολογήσει μὲ εὐγνωμοσύνη τὴ γενναιοδωρία τοῦ Τριανταφυλλόπουλου, ποὺ δὲν ἀρνεῖται ποτὲ νὰ παραχωρήσει ὑλικό της χρονοβόρας καὶ πολυέξοδης ἔρευνάς του καὶ σὲ ἄλλους ἐρευνητές, ὅποτε τοῦ ζητηθεῖ.
2. Ἡ δεύτερη συμβολὴ ἀφορᾶ τὴν κριτικὴ καὶ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἐδῶ τα πράγματα εἶναι πιὸ περίπλοκα. Ἡ βάση τῆς ἑρμηνευτικῆς γραμμῆς τοῦ Τριανταφυλλόπουλου εἶναι διαφανής. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εἶναι «κοινωνικὸς» συγγραφέας, ἀλλὰ [ὀρθόδοξος] θεολόγος, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Ντοστογιέφσκι», καὶ συνεπῶς μὲ αὐτοὺς τοὺς ὅρους ὀφείλουμε νὰ τὸν διαβάζουμε. Ἡ ἀρχὴ «Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν» ἐπεκτείνεται: «Ἡ πιὸ σίγουρη μέθοδος, ἀρχαιόθεν γνωστή, εἶναι νὰ ἑρμηνεύουμε τὸν Παπαδιαμάντη διὰ τοῦ Παπαδιαμάντη».
Οἱ περισσότερες ἐργασίες αὐτῆς τῆς κατηγορίας εἶναι ἀντιρρητικές. Ὁ Τριανταφυλλόπουλος δηλώνει κατ᾿ ἀρχὴν καὶ ἐπανειλημμένα τὴ δυσανεξία του ἀπέναντί σε ἑρμηνεῖες ποὺ προέρχονται ἀπὸ συγκεκριμένη θεωρητικὴ κατεύθυνση παλαιότερη ἢ νεώτερη: ἀφηγηματολογική, πολιτική, κοινωνιολογικὴ ἢ ψυχαναλυτική.
Τὸν ἐνοχλεῖ τὸ ἀναλυτικὸ ὁρισμένων μεθόδων, προφανῶς διότι αὐτοὶ ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦν, τὶς χρησιμοποιοῦν «σὰν τρυπάνι ἢ τανάλια ἢ ψαλίδι» ἢ «ἐπιδεικνύουν χειρουργικὴ ἱκανότητα πάνω στὰ κείμενα» ἀλλὰ δὲν μᾶς «χειραγωγοῦν πρὸς αὐτά». Τὸν ἐνοχλεῖ ἀκόμη περισσότερο ἡ θεωρητικὴ «κομψογραφία», ὅταν οὐσιαστικὰ ὑποκρύπτει τὴν ἄρνηση τῆς ἀξίας τοῦ Παπαδιαμάντη ἐξαιτίας ἰδεολογικῶν λόγων. Τὸν ἐξοργίζει ὅμως ἡ ψυχανάλυση ὡς ἀνοίκεια μέθοδος, διότι ἐκ προοιμίου τῆς «διαφεύγει τὸ παπαδιαμαντικὸ πνεῦμα στὸ σύνολό του» καὶ ἰδίως διότι παρεξηγεῖ ἢ χρησιμοποιεῖ «τὸ παπαδιαμαντικὸ γράμμα στὶς λεπτομέρειές του» παραποιημένο ὥστε νὰ ἐξυπηρετεῖ τὶς ἑρμηνευτικές της «φενάκες».
Ἀπέναντι σὲ αὐτὲς τὶς προσεγγίσεις ὁ Τριανταφυλλόπουλος ἀντιδρᾶ μὲ μιὰ ρητορικὴ τακτική, ἡ ὁποία κάνει τὰ γραπτά του ἀπολαυστικά. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἄλλοτε δηλώνει «εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος τυφλὰ παραδομένος στὸ θαῦμα τοῦ Παπαδιαμάντη. Μπροστὰ σὲ μιὰ βασιλικὴ δρῦ […] δὲν μπορῶ νὰ στέκομαι ὡς δασολόγος ποὺ κάνει τὴ διδακτορική του διατριβή». Ἄλλοτε καταφεύγει σὲ σχετλιαστικοὺς αὐτοχαρακτηρισμούς. «Καὶ ὅμως …μικρολογεῖς καὶ μικροφιλοτιμεῖσαι, θὰ μοῦ ἔλεγε ὁ ἀναγνώστης, μὲ τὴ δίκαιη μάλιστα ὑποψία ὅτι κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει. Ἀσφαλῶς κοτέω, ἄλλωστε ποτὲ δὲν ἀρνήθηκα ὅτι κάθε ἄλλο παρὰ ἀπαθὴς καὶ ἀντικειμενικὸς εἶμαι, ἰδιαίτερα ὅταν πρόκειται γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη». Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως ἐπιμένοντας στὴν «τῶν πραγμάτων ἀλήθεια» ἀποδομεῖ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν μελετητῶν καὶ παρουσιάζει τὶς ἀβλεψίες τους μὲ σχολαστικὴ «explication de texte» ἢ μὲ ἐκ τοῦ σύνεγγυς ἀνάγνωση τοῦ παπαδιαμαντικοῦ κειμένου, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν λείπει τὸ ἅλας καὶ ἡ ζωντάνια τοῦ ὕφους.
Ἡ πεποίθηση, πάντως, τοῦ Τριανταφυλλόπουλου ὅτι «ἡ ἐγκυρότερη καὶ διεισδυτικότερη κριτικὴ τῆς ποίησης, στιχηρῆς ἢ πεζῆς, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ποίηση, εἴτε στιχηρὴ εἴτε πεζὴ» τὸν ὠθεῖ νὰ ἀντιτάσσει στὴ «σκοτεινὴ λατρεία τῶν μεθόδων» τοὺς ποιητὲς (Σικελιανό, Παπατσώνη, Ἐλύτη, Ἐγγονόπουλο, γιὰ νὰ περιοριστῶ σὲ μείζονες) καὶ ὅσους μεσοπολεμικοὺς ἢ μεταπολεμικοὺς πεζογράφους «προάγουν» μὲ τὶς μελέτες τους ἢ τὰ ἀφηγήματά τους «τοὺς φιλολόγους στὸν Παπαδιαμάντη». Κείμενά τους πεζογραφικὰ ἔχει συγκεντρώσει ὁ τιμώμενος σὲ δύο αὐτοτελεῖς ἀνθολογίες (Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Παπαδιαμάντη, Χρυσὸς καὶ χρυσομηλιγγάτος), καὶ ἔχει ἀποθησαυρίσει τμηματικὰ στὸ περιοδικὸ Παπαδιαμαντικὰ Τετράδια, τὸ μοναδικὸ περιοδικὸ στὴν Ἑλλάδα ἀφιερωμένο στὴ μελέτη ἑνὸς συγγραφέα. Κείμενά τους φιλολογικὰ βρίσκονται στὰ τομίδια τῶν δύο σειρῶν «Οἱ παλαιότεροι γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη» καὶ οἱ «Νεώτεροι γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη» ποὺ διευθύνει ὁ Τριανταφυλλόπουλος.
3. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος –καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη συμβολὴ– ἔχει συνθέσει ποιήματα (χάι κοὺ) καὶ κυρίως πεζογραφήματα, ἄλλοτε γιὰ νὰ ἀφηγηθεῖ μὲ τὸ ἀπαράμιλλο ὕφος τοῦ τὴν ἀνεπανάληπτη ἐμπειρία τῆς διδασκαλίας τοῦ Παπαδιαμάντη στὴ Μέση ἐκπαίδευση (ἕνα δεῖγμα τῆς ὁποίας θὰ ἀκούσετε ἀργότερα), ἄλλοτε ἐν εἴδει δοκιμίου μὲ ἀδιευκρίνιστη τὴ γραμμὴ μεταξύ των εἰδῶν, ἄλλοτε μιμούμενος τὴ γλώσσα καὶ τὸ ὕφος à la manière de, ἄλλοτε δημιουργώντας ἀξιοζήλευτα pastiche, ἄλλοτε σκηνοθετώντας συνομιλίες τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ ἄλλους συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ἐγγονόπουλος, καὶ ἄλλοτε κατασκευάζοντας φανταστικὲς συναντήσεις ἡρώων σταχυολογημένων ἀπὸ κείμενα διαφόρων συγγραφέων μὲ παπαδιαμαντικοὺς ἥρωες. Θὰ τὰ ὀνόμαζα παιχνίδια μεταμοντέρνα, ἂν δὲν ἐπρόκειτο νὰ κεντρίσω «τὴν ἀναμάρτητη ὀργὴ» τοῦ Τριανταφυλλόπουλου, παιχνίδια-γράμματα-σπουδάματα ποὺ δείχνουν τὴν ἐντελῆ ἀφομοίωση τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου.
Περιορίζομαι σὲ ἕνα παράδειγμα. Πρόκειται γιὰ τὸ «Ἀπὸ Πειραιῶς εἰς γενεθλίαν νῆσον» ὅπου σχολιάζεται κυρίως τὸ ταξίδι τοῦ Παπαδιαμάντη στὴ Σκιάθο μὲ τὸ βαπόρι «Πανελλήνιον», ὅπως περιγράφεται στὸ παπαδιαμαντικὸ ἀφήγημα «Ταξίδι-Βαπόρι-Ρωμέικο», καὶ ἀντιβάλλεται μὲ τὸ ταξίδι ἑνὸς ὁμίλου ποὺ μεταβαίνει στὴ Σκιάθο νὰ τιμήσει τὸν συγγραφέα μὲ τὸ φέρρυ μπὼτ «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης». Τὸ κείμενο τοῦ Τριανταφυλλόπουλου, γραμμένο «μὲ τὸν τρόπο τοῦ» Παπαδιαμάντη, τελειώνει ὡς ἑξῆς:
«Ἔβλεπον καὶ ἤκουον τὰ κύματα τοῦ βίου, τὰ προξενοῦντα γενικῶς εἰς τοὺς δυστυχεῖς καὶ ἀπεγνωσμένους πλωτήρας τῆς καθ᾿ ἡμέραν θαλασσοπορίας τὸ ἀφόρητον καὶ ἐξουθενωτικὸν αἴσθημα τῆς ναυτίας, γνωστοτέρας πάντως εἰς τοὺς λογίους μας ὡς nausee. Τὰ ἔβλεπον καὶ τὰ ἤκουον θραυόμενα ματαίως εἰς τὰς πλευρᾶς τῆς κιβωτοῦ, ἐν τῷ κύτει τῆς ὁποίας ἐφερόμην. Λέγω ματαίως, διότι οὐδόλως ἐναυτίων, καὶ ἡ κιβωτὸς μὲ διεκόμιζεν ὃν τρόπον, μόλις προχθές, τὸ μέγα «Πανελλήνιον» τὸν μὴ διαψευσθέντα τῆς ἐλπίδος -ὡς ἄλλον Ἰωνᾶν νοτίου θηρὸς ἐν σπλάχνοις, ἠρεμαῖον καὶ βέβαιον διὰ τὸ τέρμα τοῦ πλοῦ παρὰ τὰς ἀτελευτήτους ἐπαγωγὰς τῶν λυπηρῶν του βίου».
Τὸ τέρμα τοῦ πλοῦ, γιὰ σήμερα. Κυρίες καὶ κύριοι, τὸ Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ὑποδέχεται στὸ λιμάνι του τὸν Νίκο Τριανταφυλλόπουλο στὸ τέλος ἑνὸς ὑπετριακονταετοῦς πλοῦ, φέτος ποὺ γιορτάζονται τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Παπαδιαμάντη. Ὁ Λῖνος Πολίτης ποὺ ὑπῆρξε πολλαπλῶς ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὸ ὡραῖο ταξίδι στὸν Παπαδιαμάντη, ὁ Γιῶργος Σαββίδης κριτικὸς συνομιλητὴς τῆς ἔκδοσης τῶν Ἁπάντων καὶ ὁ Παναγιώτης Μουλλᾶς, ποὺ ὑπῆρξε ἡ αἰτία μιᾶς σειρᾶς ἀντιρρητικῶν ἄρθρων τοῦ Τριανταφυλλόπουλου, γιὰ νὰ περιοριστῶ σὲ προαπελθόντες νεοελληνιστές, ὑπῆρξαν καθηγητὲς τῆς Σχολῆς μας, καὶ μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο προήγαγαν τὸν πλοῦν.
Ἐμεῖς τὸν καλωσορίζουμε μὲ χαρὰ καὶ τοῦ εὐχόμαστε ἔτη πολλὰ ὥστε νὰ συνεχίσει τὰ ταξίδια του στὶς σκαριμπικές, πεντζικικὲς κλ., καὶ κυρίως στὶς παπαδιαμαντικὲς θάλασσες.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου