O Ἀλεξανδρος Παπαδιαμάντης, ἐπειδὴ κάποιοι μοντερνίζοντες κριτικοὶ
τοῦ καταλόγιζαν μιὰ ἀναχρονιστικὴ –κατ’ αὐτοὺς– καὶ μονότονη
θρησκευτικότητα, διότι συνήθιζε, κατὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα νὰ
προσφέρει στὸ ἀναγνωστικό κοινὸ διηγήματα μὲ θρησκευτικό περιεχόμενο,
στὸ διήγημα «Λαμπριάτικος ψάλτης» ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του ἕνα
ἀντεπιθετικό ξέσπασμα, ποὺ εἰδικὰ σήμερα ἀποκτᾶ μιὰ ἰδιαίτερη
ἐπικαιρότητα. Γράφει:
«Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν.
Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπἰ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.
Τὸ ἐπ᾽ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾽ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἤθη. “Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ”».
Ἐὰν οἱ πανέκλαμπρες, κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα ἔχασαν τὴ γνησιότητα καὶ τὴν ὀμορφιά τους, τοῦτο ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἔχασαν τὴ θρησκευτικότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ἑλληνικότητὰ τους.
Ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἔθιμα, πῆραν ξενόμορφο καὶ καταναλωτικὸ χαρακτῆρα. Τώρα σχετίζονται περισσότερο μὲ τὸ φαγητὸ, τὴν πίστα, τὶς ἀγορὲς δώρων.
Εἰδικὰ ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔχει γίνει ἕνας ἄλλος καρνάβαλος. Κι ὅμως στὸ παρελθὸν ἡ ἐμμονὴ στὰ ἔθιμα ποὺ ἀνάγονται σὲ βάθος αἰώνων, ἔδινε στὴ ζωὴ τῶν προγόνων μας ἕνα βαθύτερο νόημα, ἕνα ποιητικώτερο αἴσθημα, μιὰ γεύση ἀνθρωπιᾶς, ἀφοῦ ἡ ἱερότητα τοῦ χριστουγεννιάτικου τραπεζιοῦ ἐπέβαλλε τὸ καθῆκον νὰ ἐνθυμηθοῦν καὶ τοὺς φτωχούς.
Γράφει ὁ Γ. Α. Μέγας στὸ βιβλίο του «Ἑλληνικαὶ ἑορταὶ καὶ ἔθιμα τῆς λαϊκῆς λατρείας» τοῦτο τὸ ἀξιοπρόσεκτο: «(Στὴ Κορώνη) τὴν πρώτην ἀγκωνὴ τοῦ τσουρεκιοῦ, ποὺ θὰ κόψουν, τὴ δίνουνε ἑνὸς διακονιάρη, ποὺ θὰ περνάῃ κ’ ὕστερα θὰ κάτσουνε στὸ τραπέζι» (σελ. 51).
Στὴν ἴδια σελίδα ὁ παλαιὸς λαογράφος γράφει ὅτι τὰ ἀπορρίματα, δηλαδὴ τὰ ἀποφάγια, δὲν τὰ πετοῦσαν στὰ σκουπίδια ἀλλὰ τὰ χρησιμοποιοῦσαν –κι αὐτὰ πάλι στὴν Κορώνη– γιὰ τὴν καρποφορία. Σύμφωνα μὲ τὴν καταγραφὴ, τὸ ἔθιμο εἶχε ὡς ἐξῆς:
«Τ’ ἀποφαγούδια οὗλα τὰ μαζώνουνε σὲ μιὰ σακούλα καὶ τὰ πᾶνε στὰ χτήματὰ τους. Παίρνουνε ἀπὸ λιγουλάκι καὶ τὸ χώνουνε στὴ ρίζα ἑνοῦ δεντρικοῦ, ἑνοῦ λιόφτου (ἐλαιόφυτου, ἐλαιόδεντρου), μιανῆς μηλιᾶς, μιανῆς λεϊμονιᾶς. Καὶ ποτὲ νὰ μὴν καρπίζῃ θὰ τσακίσῃ στὸν καρπὸ τοῦ χρόνου, ἅμα τοῦ βάνουνε στὴ ρίζα του ἀπὸ φτοῦνα τ’ ἀποφαγούδια».
Το ἔθιμο αὐτὸ ἦταν ἕνα εἶδος ἱεροτελεστίας, ποὺ δείχνει τὴ στενὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ φυτὰ ποὺ τοῦ προσφέρουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν.
Ὅπως αὐτὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφὴ, τὴν ἴδια, ἀλλὰ στὸ ἐλάχιστο, ἔχουν κι αὐτὰ. Τὰ δέντρα γιὰ νὰ σοῦ δώσουν καρπὸ, πρέπει νὰ τοὺς δείξεις ὅτι τὰ νοιάζεσαι.
Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ σχέση τοῦ do ut des (=δίνω γιὰ νὰ μοῦ δίνεις) ποὺ ἰσχύει καὶ στὶς σχέσεις τοῦ λαοῦ μὲ τὸ θεῖον. Κι αὐτὸ ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι σὲ πολλὰ μέρη τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, τουλάχιστον μέχρι τὰ προπολεμικά χρόνια, γίνονταν σπονδὲς οἴνου καὶ ἐλαίου κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων.
Αὐτὸ ἦταν κατάλοιπο λατρείας ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ γινόταν στὴ φωτιὰ τῆς ἑστίας, τοῦ πατρογονικοῦ τζακιοῦ. Καὶ θὰ κλείσουμε μὲ ἕνα παλαιὸ ἔθιμο τῆς Ἠπείρου.
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν σὲ μιὰ βρυσούλα κι «ἔκλεβαν» νερό. Καὶ ἀφοῦ πρῶτα ὁ ἕνας εἶχε κεράσει τὸν ἄλλο μέ ὅ,τι ἀγαθὸ εἶχε, ἔλεγαν μιὰ ὑπέροχη εὐχὴ: «Ὅπως τρέχει τὸ νερό σου, βρυσούλα μου, ἔτσι νὰ τρέχει τὸ βιὸς μου».
Τὴν εὐχὴ αὐτὴ προσφέρουμε σὲ ὅλους τοὺς συνεργάτες καὶ στοὺς ἀναγνῶστες αὐτῆς τῆς ἐφημερίδας.
sarantoskargakos.gr
«Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν.
Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπἰ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.
Τὸ ἐπ᾽ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾽ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἤθη. “Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ”».
Ἐὰν οἱ πανέκλαμπρες, κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα ἔχασαν τὴ γνησιότητα καὶ τὴν ὀμορφιά τους, τοῦτο ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἔχασαν τὴ θρησκευτικότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ἑλληνικότητὰ τους.
Ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἔθιμα, πῆραν ξενόμορφο καὶ καταναλωτικὸ χαρακτῆρα. Τώρα σχετίζονται περισσότερο μὲ τὸ φαγητὸ, τὴν πίστα, τὶς ἀγορὲς δώρων.
Εἰδικὰ ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔχει γίνει ἕνας ἄλλος καρνάβαλος. Κι ὅμως στὸ παρελθὸν ἡ ἐμμονὴ στὰ ἔθιμα ποὺ ἀνάγονται σὲ βάθος αἰώνων, ἔδινε στὴ ζωὴ τῶν προγόνων μας ἕνα βαθύτερο νόημα, ἕνα ποιητικώτερο αἴσθημα, μιὰ γεύση ἀνθρωπιᾶς, ἀφοῦ ἡ ἱερότητα τοῦ χριστουγεννιάτικου τραπεζιοῦ ἐπέβαλλε τὸ καθῆκον νὰ ἐνθυμηθοῦν καὶ τοὺς φτωχούς.
Γράφει ὁ Γ. Α. Μέγας στὸ βιβλίο του «Ἑλληνικαὶ ἑορταὶ καὶ ἔθιμα τῆς λαϊκῆς λατρείας» τοῦτο τὸ ἀξιοπρόσεκτο: «(Στὴ Κορώνη) τὴν πρώτην ἀγκωνὴ τοῦ τσουρεκιοῦ, ποὺ θὰ κόψουν, τὴ δίνουνε ἑνὸς διακονιάρη, ποὺ θὰ περνάῃ κ’ ὕστερα θὰ κάτσουνε στὸ τραπέζι» (σελ. 51).
Στὴν ἴδια σελίδα ὁ παλαιὸς λαογράφος γράφει ὅτι τὰ ἀπορρίματα, δηλαδὴ τὰ ἀποφάγια, δὲν τὰ πετοῦσαν στὰ σκουπίδια ἀλλὰ τὰ χρησιμοποιοῦσαν –κι αὐτὰ πάλι στὴν Κορώνη– γιὰ τὴν καρποφορία. Σύμφωνα μὲ τὴν καταγραφὴ, τὸ ἔθιμο εἶχε ὡς ἐξῆς:
«Τ’ ἀποφαγούδια οὗλα τὰ μαζώνουνε σὲ μιὰ σακούλα καὶ τὰ πᾶνε στὰ χτήματὰ τους. Παίρνουνε ἀπὸ λιγουλάκι καὶ τὸ χώνουνε στὴ ρίζα ἑνοῦ δεντρικοῦ, ἑνοῦ λιόφτου (ἐλαιόφυτου, ἐλαιόδεντρου), μιανῆς μηλιᾶς, μιανῆς λεϊμονιᾶς. Καὶ ποτὲ νὰ μὴν καρπίζῃ θὰ τσακίσῃ στὸν καρπὸ τοῦ χρόνου, ἅμα τοῦ βάνουνε στὴ ρίζα του ἀπὸ φτοῦνα τ’ ἀποφαγούδια».
Το ἔθιμο αὐτὸ ἦταν ἕνα εἶδος ἱεροτελεστίας, ποὺ δείχνει τὴ στενὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ φυτὰ ποὺ τοῦ προσφέρουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν.
Ὅπως αὐτὸς ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφὴ, τὴν ἴδια, ἀλλὰ στὸ ἐλάχιστο, ἔχουν κι αὐτὰ. Τὰ δέντρα γιὰ νὰ σοῦ δώσουν καρπὸ, πρέπει νὰ τοὺς δείξεις ὅτι τὰ νοιάζεσαι.
Ἔτσι δημιουργεῖται ἡ σχέση τοῦ do ut des (=δίνω γιὰ νὰ μοῦ δίνεις) ποὺ ἰσχύει καὶ στὶς σχέσεις τοῦ λαοῦ μὲ τὸ θεῖον. Κι αὐτὸ ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι σὲ πολλὰ μέρη τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, τουλάχιστον μέχρι τὰ προπολεμικά χρόνια, γίνονταν σπονδὲς οἴνου καὶ ἐλαίου κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων.
Αὐτὸ ἦταν κατάλοιπο λατρείας ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ γινόταν στὴ φωτιὰ τῆς ἑστίας, τοῦ πατρογονικοῦ τζακιοῦ. Καὶ θὰ κλείσουμε μὲ ἕνα παλαιὸ ἔθιμο τῆς Ἠπείρου.
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν σὲ μιὰ βρυσούλα κι «ἔκλεβαν» νερό. Καὶ ἀφοῦ πρῶτα ὁ ἕνας εἶχε κεράσει τὸν ἄλλο μέ ὅ,τι ἀγαθὸ εἶχε, ἔλεγαν μιὰ ὑπέροχη εὐχὴ: «Ὅπως τρέχει τὸ νερό σου, βρυσούλα μου, ἔτσι νὰ τρέχει τὸ βιὸς μου».
Τὴν εὐχὴ αὐτὴ προσφέρουμε σὲ ὅλους τοὺς συνεργάτες καὶ στοὺς ἀναγνῶστες αὐτῆς τῆς ἐφημερίδας.
sarantoskargakos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου